ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ - ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

Του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας.                      

Ηκούσατε τους λόγους του Αποστόλου, δια των οποίων απευθύνει συμβουλάς προς τους Θεσσαλονικείς και υποδεικνύει κανόνας συμπεριφοράς δι’ όλην την ζωήν. Η μεν διδασκαλία βεβαίως απηυθύνετο προς εκείνους οι οποίοι συνέβαινε κάθε φοράν να την ακούουν. Η ωφέλεια όμως, η οποία προέρχεται από την διδασκαλίαν, αφορά όλον τον ανθρώπινον βίον. Λέγει ο Απόστολος· «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» (Α΄ Θεσ. ε: 16 – 18). Πάντοτε, λέγει, χαίρετε. Διαρκώς να προσεύχεσθε και εις κάθε περίστασιν να ευχαριστήτε τον Θεόν. Τι σημαίνει μεν αυτό, το οποίον λέγει ο Απόστολος, το «να χαίρωμεν» και ποία ωφέλεια προέρχεται εξ αυτού, και πως είναι δυνατόν να επιτύχωμεν την αδιάκοπον προσευχήν και να αποδίδωμεν την οφειλομένην ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ ό,τι δήποτε και αν μας συμβή, θα σας εξηγήσωμεν, όσον μας είναι δυνατόν, ολίγον βραδύτερον. Προηγουμένως είναι ανάγκη να εξετάσωμεν τας αντιρρήσεις τας οποίας προβάλλουν οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτό το οποίον λέγει ο Παύλος εις την επιστολήν του είναι αδύνατον.

Τι είδους αρετή είναι, λέγουν, αυτή κατά την οποίαν ημέραν και νύκτα πρέπει να είσαι φαιδρός και ευδιάθετος; Και πως είναι δυνατόν να κατορθωθή τούτο, όταν περιτριγυρίζουν ημάς τόσα κακά, ανεξάρτητα από την θέλησίν μας, τα οποία κατ’ ανάγκην προξενούν λύπην εις την ψυχήν, ένεκα των οποίων είναι πλέον αδύνατον να αισθάνεται κανείς χαράν και να είναι ψυχικώς ευδιάθετος; Ή μήπως είναι δυνατόν εκείνος ο οποίος βασανίζεται από πόνους να μη υποφέρη και εκείνος ο οποίος κεντάται από θλίψεις και πικρίας να μη λυπήται; Ή ποίος είναι, από όσους ευρίσκονται γύρω μας, εκείνος ο οποίος, όταν ευρεθή εις αυτήν την κατάστασιν, προφασίζεται προφάσεις εν αμαρτίαις, ο οποίος επειδή βαρύνεται να συμμορφωθή προς τας εντολάς αυτάς, επιχειρεί να ρίψη την ευθύνην εις εκείνον ο οποίος νομοθετεί, με τον ισχυρισμόν ότι ο Απόστολος παραγγέλλει πράγματα αδύνατα; Και λέγει ο τοιούτος· πως είναι δυνατόν να αισθάνωμαι πάντοτε χαράν, όταν τα αίτια τα οποία προκαλούν την χαράν δεν εξαρτώνται από εμέ; Αι αφορμαί δηλαδή αι οποίαι δημιουργούν την χαράν ευρίσκονται έξω από εμέ και όχι μέσα εις εμέ. Είναι δε αι αφορμαί αύται η παρουσία φόλων, η διαρκής με τους γονείς επικοινωνία, ευρέσεις χρημάτων, τιμαί εκ μέρους των ανθρώπων προς το πρόσωπόν μας, αποκατάστασις της υγείας ύστερα από σοβαράν ασθένειαν, ό,τι άλλο θεωρείται ευτυχία εις την ζωήν· οίκος γεμάτος από όλα τα αγαθά, τράπεζα πλήρης εξόλων των φαγητών, συγγενείς και φίλοι οι οποίοι μαζί με ημάς απολαμβάνουν τα αγαθά μας, ακροάματα και θεάματα, τα οποία προξενούν ευχαρίστησιν, υγείαν όλων των στενών συγγενών μας, και κάθε ευκολία της ζωής αυτών. Διότι δεν μας στενοχωρούν μόνον όσα συμβαίνουν εις ημάς, αλλά και εκείνα τα οποία στενοχωρούν τους φίλους και τους συγγενείς μας. Ώστε όλα αυτά μαζί δημιουργούν την χαράν και την ευθυμίαν της ψυχής μας. Πέραν τούτων όμως, όταν βλέπωμεν να συμβαίνουν ατυχίαι εις τους εχθρούς μας, όταν συμβαίνουν συμφοραί εις όσους θέλουν το κακόν μας, όταν οι ευεργέται μας ευτυχούν και με μίαν λέξιν, όταν καμμίαν δυσκολίαν δεν αντιμετωπίζωμεν επί του παρόντος αλλ’ ούτε και περιμένομεν να διαταράξη την ζωήν μας μελλοντικώς, τότε είναι δυνατόν να δημιουργήται εις την ψυχήν μας η χαρά. Πως λοιπόν μου εδόθη από τον Απόστολον η εντολή να εκτελώ εκείνο το οποίον δεν εξαρτάται από την ιδικήν μου προαίρεσιν, αλλ’ είναι επακόλουθον πολλών άλλων περιστατικών, τα οποία προϋπάρχουν αυτού; Και πως θα προσεύχωμαι διαρκώς, όταν αι σωματικαί και υλικαί απαιτήσεις αναγκαίως απασχολούν την σκέψιν μου, εφ’ όσον είναι αδύνατον η σκέψις μας να διασπάται και να ασχολήται συγχρόνως με δύο φροντίδας; Αλλ’ ο θείος Παύλος διατάσσει ακόμη να εκφράζωμεν αδιακόπως τας ευχαριστίας μας προς τον Θεόν. Θα ευχαριστήσω λοιπόν, όταν στρεβλώνωνται τα μέλη μου, όταν δέρωμαι, όταν βασανίζωμαι δεδεμένος εις τον τροχόν του βασανισμού, όταν εξορύσσωνται οι οφθαλμοί μου; Θα ευχαριστήσω, όταν εκείνος ο οποίος με μισεί μού προξενή σωματικάς πληγάς; Όταν παγώνω από το ψύχος, όταν είμαι δεμένος εις το βασανιστικόν ξύλον, όταν χάσω έξαφνα όλα τα τέκνα μου, όταν έχω χάσει και αυτήν την γυναίκα μου; Όταν εξαφνικά λόγω ναυαγίου χάσω την περιουσίαν μου και περιέλθω εις πτωχείαν; Όταν εις την θάλασσαν πέσω εις τας χείρας πειρατών, ή εις την ξηράν εις τας χείρας ληστών; Όταν το σώμα μου είναι πληγωμένον, όταν με συκοφαντούν, όταν επαιτώ; Κατηγορούντες λοιπόν τον νομοθέτην όσοι προβάλλουν τοιούτους ισχυρισμούς νομίζουν, ότι ευρίσκουν πλήρη δικαιολογίαν δια τας παραλείψεις των, όταν υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατον να εκτελούνται όσα παραγγέλλει ο Απόστολος. Τι θα απαντήσωμεν, λοιπόν εις αυτούς; Ότι ενώ ο Απόστολος απέβλεπε προς άλλους σκοπούς και ενώ προσπαθεί να ανυψώση τας ψυχάς μας από της γης εις τα ουράνια ύψη και να μεταθέση ημάς εις το ουράνιον πολίτευμα, όσοι δεν δύνανται να συλλάβουν τας υψηλάς σκέψεις του πνευματικού νομοθέτου, έρποντες ως σκώληκες περί τα γήϊνα και τας σωματικάς επιθυμίας και απολαύσεις, προβάλλουν την απαίτησιν αι διαταγαί του Αποστόλου να είναι δυνατόν να εκτελεσθούν και από αυτούς. Ο Απόστολος όμως προσκαλεί εις την διαρκή χαράν όχι τον οιονδήποτε, αλλά εκείνους οι οποίοι είναι όμοιοι με εκείνον, ο οποίος δεν έζη σαρκικώς, αλλ’ έζη έχων εντός εαυτού τον Χριστόν, ώστε η διαρκής ένωσις προς το ακρότατον των αγαθών, ήτοι τον Χριστόν, να μη επιδέχεται καμμίαν ενόχλησιν από τας σαρκικάς επιθυμίας. Αλλά και αν κατακόπτεται το σώμα μας πάλιν μένει ένα τμήμα εξ αυτού, οι δε εκ του τεμαχισμού προξενούμενοι πόνοι δεν επηρεάζουν το πνευματικόν μέρος ήτοι την ψυχήν μας. Εάν δηλαδή νεκρώσωμεν τα γήϊνα μέλη μας, σύμφωνα με τας εντολάς του Αποστόλου (Κολασ. γ: 5), και την νέκρωσιν του Ιησού περιφέρωμεν εις το σώμα μας, αναγκαίως αι πληγαί του νεκρού σώματος δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουν εις την ψυχήν, η οποία αποχωρίζεται από την ένωσιν μετ’ αυτού. Προσβολαί δε και υλικαί ζημίαι και θάνατοι των συγγενών μας δεν θα κυριεύσουν την σκέψιν ούτε θα αποσπάσουν την προσοχήν τής προς τα ουράνια εστραμμένης ψυχής εις τα πρόσωπα, που συμπαθεί εδώ εις την γην. Διότι εάν μεν εκείνοι, οι οποίοι θα περιέλθουν εις δυσκολίας σκέπτονται όπως σκέπτεται αυτός, τον οποίον αναφέρομεν, δεν θα γίνουν αφορμή λύπης δι’ άλλους, αφού και οι ίδιοι δεν θα λυπηθούν δια τας ατυχίας των. Εάν δε ζώσι σαρκικώς, ήτοι αφωσιωμένοι εις τας ανάγκας και τας επιθυμίας του σώματος, ούτε και τότε δεν θα προξενήσουν λύπην, αλλά θα θεωρηθούν μάλλον αυτοί αξιολύπητοι όχι τόσον δια τας δυσκόλους περιστάσεις εις τας οποίας ευρίσκονται, όσον διότι δεν επιδιώκουν εκείνα τα οποία έπρεπε να προτιμούν. Η ψυχή όμως, η οποία άπαξ συνεδέθη με τον πόθον του Κτίστου αυτής, και η οποία έχει συνηθίσει να ευφραίνεται σκεπτομένη τα κάλλη εκείνα, δεν θα μεταβάλη την χαράν και την ευδιαθεσίαν της από τας διαφόρους μεταβολάς των σαρκικών παθημάτων, αλλά εκείνα τα οποία εις τους άλλους προξενούν λύπην, εις αυτήν θα γίνουν αφορμή να προσθέση νέαν ευφροσύνην εις την χαράν της. Τοιούτος ήτο και ο Απόστολος, ο οποίος έχαιρεν εις τας ασθενείας, εις τας θλίψεις, εις τους διωγμούς, εις τας ανάγκας, ο οποίος την πτωχείαν του εύρισκεν ως αφορμήν δια να καυχηθή εν Χριστώ (Β΄ Κορ. στ: 10), ο οποίος ησθάνετο αγαλλίασιν όταν επείνα και εδίψα, όταν εκρύωνε και ήτο γυμνός (Α΄ Κορ. δ: 11), όταν υφίστατο διωγμούς ή εδοκίμαζε στενοχωρίας, ατυχήματα δια τα οποία άλλοι δυσανασχετούν και αποκάμνουν εις την ζωήν των. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι δεν είναι ικανοί να συλλάβουν την σκέψιν του Αποστόλου, και να κατανοήσουν ότι με όσα μας λέγει, μας προσκαλεί εις μίαν ζωήν σύμφωνον με τα διδάγματα του Ευαγγελίου, αυτοί κατηγορούν τον Παύλον, ότι τάχα μας επιβάλλει πράγματα ακατόρθωτα. Ας φροντίσουν όμως να μάθουν πόσαι είναι αι μεγάλαι δωρεαί του Θεού προς ημάς, αι οποίαι ευρίσκονται διαρκώς ενώπιόν μας και αποτελούν δεδικαιολογημένας αφορμάς χαράς. Επλάσθημεν ως θεία όντα, ενώ προηγουμένως δεν υπήρχομεν. Εδημιουργήθημεν κατ’ εικόνα του Πλάστου. Έχομεν νουν και λογικόν, τα οποία συμπληρώνουν την φύσιν μας, δια των οποίων εγνωρίσαμεν τον Θεόν. Και παρατηρούντες μεθοδικώς τα κάλλη της κτίσεως, δι’ αυτών, ως εάν ήσαν γράμματα, αναγινώσκομεν την μεγάλην σοφίαν του Θεού και την πρόνοιαν Αυτού δια πάντα. Είμεθα εις θέσιν να διακρίνωμεν το καλόν από του κακού. Εξ αυτής της φύσεώς μας έχομεν διδαχθή να εκλέγωμεν εκείνο το οποίον είναι ωφέλιμον δι’ ημάς και να αποφεύγωμεν ό,τι είναι βλαβερόν. Μολονότι απεξενώθημεν από τον Θεόν δια της αμαρτίας, πάλιν ανεκλήθημεν πλησίον Του δια του αίματος του Μονογενούς Υιού Αυτού, λυτρωθέντες από την άτιμον υποδούλωσίν μας εις τον διάβολον. Μας εδόθησαν ελπίδες Αναστάσεως, απολαύσεως αγγελικών αγαθών, η Βασιλεία των ουρανών, τα επηγγελμένα αγαθά, τα οποία υπερβαίνουν την δύναμιν του νου και του λογικού μας. Διατί λοιπόν δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι πάντα ταύτα είναι αρκετά δια να γίνουν αιτία ατελειώτου χαράς και διαρκούς ευφροσύνης, αλλά πρέπει να πιστεύωμεν, ότι πραγματικά ζη μέσα εις την χαράν εκείνος ο οποίος γεμίζει την κοιλίαν του και ακούει άσματα και μουσικήν και εξηπλωμένος επί μαλακής κλίνης ρογχαλίζει; Εγώ όμως θα έλεγον, ότι δι’ αυτούς πρέπον τα δάκρυα εκ μέρους εκείνων οι οποίοι έχουν νουν, ενώ πρέπει να μακαρίζωμεν εκείνους οι οποίοι διέρχονται την παρούσαν ζωήν με την ελπίδα της αιωνίου ζωής και ανταλλάσσουν τα παρόντα με τα αιώνια, έστω και αν όσοι είναι ηνωμένοι με τον Θεόν ζουν μέσα εις τας φλόγας, όπως οι Τρεις Παίδες κατά την εποχήν της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνος, έστω και αν είναι κλεισμένοι μαζί με λέοντας, έστω και αν κατεπόθησαν από θαλάσσιον κήτος, αυτοί πρέπει να μακαρίζωνται από ημάς και να διατελούν διαρκώς μέσα εις την χαράν, οι οποίοι δεν υποφέρουν δια τας δυσκολίας της παρούσης ζωής, αλλ’ ευφραίνονται με την ελπίδα των αιωνίων αγαθών, τα οποία είναι προητοιμασμένα δι’ ημάς. Έχω δηλαδή την γνώμην, ότι ο καλός αγωνιστής, αφού άπαξ εισήλθεν εις το στάδιον της ευσεβείας, πρέπει να υποφέρη γενναίως τας πληγάς των αντιπάλων με την ελπίδα της δόξης, την οποίαν προξενούν οι στέφανοι της νίκης. Διότι και εκείνοι οι οποίοι έχουν συνηθίσει εις τους γυμνικούς αγώνας και τους κόπους της παλαίστρας δεν διστάζουν να αποδυθούν εις τους αγώνας σκεπτόμενοι τους πόνους εκ των σωματικών πληγών, αλλ’ ορμούν εναντίον των αντιπάλων των παρακινούμενοι από την επιθυμίαν της νίκης, αδιαφορούντες δια τους πόνους, τους οποίους δοκιμάζουν εκείνην την στιγμήν. Τοιουτοτρόπως και δια τον σπουδαίον, και αν του συμβή κάτι κακόν, τούτο δεν θα επισκιάση την χαρά του. Διότι η θλίψις κατεργάζεται την υπομονήν· η δε υπομονή την δοκιμήν· η δε δοκιμή την ελπίδα· η δε ελπίς ουδέποτε καταισχύνει (Ρωμ. ε: 3 – 5). Δια τούτο και άλλοτε ελάβομεν εντολήν παρά του ιδίου Αποστόλου να υπομένωμεν εις τας θλίψεις και να χαίρωμεν δια την ελπίδα των μελλόντων αγαθών (Ρωμ. ιβ: 12). Η ελπίς λοιπόν είναι εκείνη η οποία κάμνει, ώστε η χαρά να μένη μονίμως εις την ψυχήν τού σπουδαίου. Αλλ’ ο ίδιος αυτός Απόστολος μας παραγγέλλει, ότι πρέπει να κλαίωμεν μαζί με εκείνους, οι οποίοι κλαίουν (Ρωμ. ιβ: 15)· και όταν έγραφε προς τους Φιλιππησίους, έκλαιε δια τους εχθρούς του Σταυρού του Χριστού (Φιλιπ. γ: 18). Και τι πρέπει να είπωμεν δια τον Ιερεμίαν, ο οποίος έκλαιεν; Και δια τον Ιεζεκιήλ, ο οποίος κατ’ εντολήν του Θεού έγραφε θρήνους αρχόντων (κεφ. λ΄ - λβ΄) και δια πολλούς εκ των Αγίων, οι οποίοι εστέναζον; Αλλοίμονον, μητέρα μου, διατί με εγέννησες; (Ιερ. ιε: 10). Και αλλοίμονον, εχάθη ο ευσεβής από την γην και δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος, ο οποίος να κατορθώνη την αρετήν (Μιχ. ζ: 2).Και αλλοίμονον, ότι έγινα όπως εκείνος, ο οποίος μαζεύει την καλάμην του σίτου κατά την εποχήν του θερισμού. Και ερεύνησον τας φωνάς των Δικαίων, και εάν κάπου συναντήσης κάποιον εξ αυτών, ο οποίος να εκβάλη θλιβεράν φωνήν, θα πεισθής ότι όλοι παραπονούνται εναντίον του κόσμου τούτου και της παρούσης ζωής, η οποία είναι γεμάτη δυστυχίαν. Αλλοίμονον, ότι η διαμονή μου εις τον κόσμον τούτον εκράτησε πολύν καιρόν (Ψαλμ. ριθ: 5). Διότι επιθυμεί να αποθάνη και να ζη μαζί με τον Χριστόν (Φιλιπ. α: 23). Δυσανασχετεί λοιπόν εναντίον της παρατάσεως της παρούσης ζωής του, την οποίαν θεωρεί ως εμπόδιον της πραγματικής χαράς. Ο δε Δαβίδ μας άφησε και μελοποιημένον τον θρήνον του δια τον θάνατον του φίλου του Ιωνάθαν, και κοντά εις αυτόν εθρήνησε και δια τον εχθρόν του. Πονώ δια τον θάνατόν σου, αδελφέ μου Ιωνάθαν, και σεις, θυγατέρες του Ισραήλ, κλαύσατε δια τον θάνατον του Σαούλ (Β΄ Βασ. α: 17 – 27). Τον Σαούλ βεβαίως τον κλαίει, διότι απέθανε βυθισμένος εις την αμαρτίαν, τον δε Ιωνάθαν, διότι όλην του την ζωήν την έζησε μαζί του. Και τι χρειάζεται να λέγω περισσότερα; Και ο Κύριος εδάκρυσε δια τον Λάζαρον (Ιωάν. ια: 35), εδάκρυσε ακόμη και δια την Ιερουσαλήμ (Λουκ. ιθ: 41). Ο ίδιος δε μακαρίζει τους πενθούντας και τους κλαίοντας (Ματθ. ε: 4, Λουκ. στ: 21). Πως συμφωνούν όλα αυτά, λέγουν, με την εντολήν του Αποστόλου να χαίρωμεν πάντοτε; Διότι τα δάκρυα και η χαρά δεν προέρχονται από τα ίδια αίτια. Το μεν δάκρυον βεβαίως προέρχεται εκ της θλίψεως, την οποίαν προξενεί εις την ψυχήν και την καρδίαν κάποια αθέλητος συμφορά, ωσάν να μας πληγώνη. Ενώ η χαρά ομοιάζει με σκίρτημα της ψυχής, η οποία ευφραίνεται, διότι όλα έρχονται όπως τα θέλει. Δια τούτο και αι σωματικαί εκδηλώσεις της θλίψεως και της χαράς είναι διαφορετικαί. Η όψις δηλαδή και η εμφάνισις εκείνων, οι οποίοι κατέχοντα από κάποιαν λύπην, είναι πελιδνή και ωχρά και παγερή· ενώ εκείνων, οι οποίοι κατέχονται από κάποιαν χαράν, το πρόσωπον φαίνεται ζωηρόν και ρόδινον, ως εάν η ψυχή να πηδά από την χαράν της και να θέλη να πηδήση έξω του σώματος παρακινουμένη από την ηδονήν. Εις αυτά λοιπόν θα απαντήσωμεν ότι και οι θρήνοι και τα δάκρυα των Αγίων είχον ως αιτίαν την αγάπην των προς τον Θεόν. Έχοντες εστραμμένα τα όμματα της ψυχής διαρκώς προς το αντικείμενον της αγάπης των, δηλαδή τον Θεόν, και εξ αυτού αυξάνοντες διαρκώς την ευφροσύνην, η οποία ενεφώλευεν εις την ψυχήν των, εφρόντιζον δια το καλόν των ομοδούλων των, πενθούντες δια τους αμαρτάνοντας και διορθώνοντες αυτούς με τα δάκρυά των. Όπως δε εκείνοι οι οποίοι ίστανται εις τον αιγιαλόν, υποφέρουν μεν μαζί με εκείνους οι οποίοι ναυαγήσαντες παλαίουν με τα κύματα, δεν διακινδυνεύουν όμως την προσωπικήν των ασφάλειαν με το ενδιαφέρον που δεικνύουν δια τους ναυαγούς, ούτω και εκείνοι οι οποίοι λυπούνται δια τα αμαρτήματα των πλησίον των, δεν εξαφανίζουν την ιδικήν των ευφροσύνην. Μάλιστα συμβαίνει το αντίθετον· την καθιστούν κατ’ αυτόν τον τρόπον μεγαλυτέραν, επειδή ο Κύριος τους αξιώνει της ιδικής του χαράς δια τα δάκρυα τα οποία χύνουν χάριν των αδελφών των. Δια τούτο λέγει, ότι είναι μακάριοι οι κλαίοντες και μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί θα παρηγορηθούν υπό του Θεού και θα γελάσουν (Ματθ. ε: 4, Λουκ. στ: 21). Γέλωτα δε λέγει όχι τον κρότον, ο οποίος γίνεται δια των παρειών εκ της αναταραχής του αίματος, αλλά την καθαράν ιλαρότητα του προσώπου, την απηλλαγμένην από πάσαν σκυθρωπότητα. Συγχωρεί λοιπόν ο Απόστολος να κλαίωμεν μαζί με τους κλαίοντας, επειδή τρόπον τινά το δάκρυον αυτό γίνεται σπέρμα και δάνεισμα της αιωνίου χαράς. Κάμε μου την χάριν να ανέλθης με την διάνοιάν σου εις τα ύψη των ουρανών και πρόσεξε την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκονται οι Άγγελοι, και ειπέ μου εάν ταιριάζη δι’ αυτούς καμμία άλλη κατάστασις, εκτός του να χαίρουν και να είναι διαρκώς ευδιάθετοι, διότι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται κοντά εις τον Θεόν και να απολαμβάνουν το ανέκφραστον κάλλος και την δόξαν του Κτίστου μας. Δια την απόκτησιν λοιπόν εκείνης της ζωής παρακινών ημάς ο θείος Απόστολος, μας παρήγγειλε να χαίρωμεν πάντοτε. Aλλά και δια το ότι εδάκρυσε ο Κύριος δια τον Λάζαρον και δια την Ιερουσαλήμ τούτο έχομεν να είπωμεν, ότι και έφαγε και έπιεν όχι διότι ο ίδιος είχεν ανάγκην της τροφής και του ποτού, αλλά το έκαμε δια να δώση εις ημάς μέτρα και όρους των διαφόρων ψυχικών εκδηλώσεων, αι οποίαι αναγκαίως συμβαίνουν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν και εδάκρυσε, δια να δώση υπόδειγμα εις εκείνους οι οποίοι αγαπούν τους οδυρμούς και τους θρήνους και να διορθώση τας υπερβολάς των. Όπως δηλαδή και πολλά άλλα, ούτω και το δάκρυον έχει ανάγκην του μέτρου που επιβάλλει η λογική, δια ποίον λόγον να κλαίωμεν και επί πόσον χρόνον και πότε και όπως αρμόζει. Ότι δε το δάκρυον του Κυρίου δεν προήρχετο από ψυχικόν κλονισμόν, αλλ’ είχε σκοπόν διδακτικόν, είναι φανερόν από τους λόγους του· «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιωάν. ια: 11). Ποίος από ημάς κλαίει τον φίλον του διότι κοιμάται, ο οποίος περιμένει να εξυπνήση μετ’ ολίγον; Λάζαρε, έξελθε. Και ο νεκρός επανήλθεν εις την ζωήν· και δεδεμένος περιεπάτει. Θαύμα ηκολούθησε το θαύμα, οι πόδες να είναι δεδεμένοι με τας νεκρικάς ταινίας και να μη εμποδίζωνται εις την κίνησιν. Διότι η δύναμις, η οποία τους εκίνει, ήτο ισχυροτέρα από το εμπόδιον. Πως λοιπόν εκείνος ο οποίος επρόκειτο να τελέση τοιαύτα θαυμάσια, έκρινεν ότι έπρεπε να κλαύση; Ή μήπως δεν είναι φανερόν, ότι δια να ενισχύση από παντού την αδυναμίαν μας, περιέλαβε τα πάθη της ψυχής εις μερικά μέτρα και όρια; Δια του τρόπου τούτου ο Κύριος αφ’ ενός μεν απεδίωκεν από την ψυχήν την έλλειψιν συμπαθείας, ως αρμόζουσαν μόνον εις τα θηρία, αφ΄ ετέρου δε υπεδείκνυε τον μετριασμόν της υπερβολικής λύπης και των μεγάλων θρήνων. Δια τον λόγον τούτον, δακρύσας δια τον φίλον του, έδειξεν ότι και αυτός μετείχε της ανθρωπίνης φύσεως και ημάς απήλλαξεν από τας υπερβολάς, εις τας οποίας περιπίπτομεν και δια τα δύο. Μας εδίδαξε δηλαδή με τα δάκρυά του ο Κύριος, ότι αφ’ ενός μεν δεν πρέπει να εξουθενούμεθα από τας διαφόρους ατυχίας και τας συμφοράς, αλλά ούτε και να μένωμεν αναίσθητοι ενώπιον θλιβερών γεγονότων. Όπως λοιπόν κατεδέχθη την πείναν ο Κύριος, όταν η στερεά τροφή την οποίαν είχε λάβει εξηντλήθη (Ματθ. δ: 2, κα: 18, Μάρκ. ια: 12, Λουκ. δ: 2), τοιουτοτρόπως εδέχθη και την δίψαν, όταν η υγρότης του σώματος εδαπανήθη (Ιωάν. ιθ: 28), και ησθάνθη κόπωσιν, όταν οι μύες και τα νεύρα εκουράσθησαν από την οδοιπορίαν· όχι διότι η θεότης κατεβλήθη από τον κόπον, αλλά διότι εδέχθη τας σωματικάς εκδηλώσεις, αι οποίαι εκ φύσεως επακολουθούν την μεγάλην κόπωσιν· κατ’ αυτόν τον τρόπον εδέχθη και το δάκρυον, επιτρέψας ούτω να εκδηλωθή ό,τι είναι φυσικόν δια το υλικόν σώμα μας. Τούτο συμβαίνει, όταν αι κοιλότητες του εγκεφάλου γεμίσουν από τας αναθυμιάσεις της λύπης, αποβάλλουν τρόπον τινά ένα μέρος από το βάρος του υγρού δια μερικών πόρων, οι οποίοι ευρίσκονται εις τους οφθαλμούς. Εκ τούτου προξενούνται και μερικοί ήχοι και ζάλαι και σκοτοδίναι, όταν ακούσωμεν έξαφνα κάποιαν απροσδόκητον συμφοράν, επειδή η κεφαλή κλονίζεται από τους ατμούς τους οποίους παράγει η συγκέντρωσις της θερμότητος εις το βάθος του εγκεφάλου. Κατόπιν, έχω την γνώμην, όπως το σύννεφον μεταβάλλεται εις βροχήν, τοιουτοτρόπως και οι πυκνοί ατμοί διαλύονται εις δάκρυα. Δια τούτο οι λυπούμενοι και θρηνούντες αισθάνονται και κάποιαν ευχαρίστησιν, επειδή το βάρος της λύπης ανακουφίζεται ολίγον δια των δακρύων. Ότι δε ο λόγος ούτος είναι αληθής, το αποδεικνύει η εμπειρία των συμβαινόντων. Εγνωρίσαμεν δηλαδή πολλούς, οι οποίοι, όταν περιέπεσαν εις ανεπανορθώτους συμφοράς, αφού έκλαυσαν την συμφοράν των, επέδειξαν υπομονήν. Και εξ άλλων οι οποίοι περιέπεσαν εις μέγιστα κακά, άλλοι μεν έπαθον αποπληξίας ή παραλύσεις, άλλοι δε και απέθανον, ως εάν συνετρίβη η δύναμις του σώματός των, ως κάποιο αδύνατον στήριγμα, από την μεγάλην λύπην των. Εκείνο δηλαδή το οποίον είναι δυνατόν να ίδωμεν συμβαίνον με την φωτιάν, να καταπνίγεται αύτη υπό του καπνού, ο οποίος παράγεται κατά την καύσιν, όταν ο καπνός αυτός δεν φεύγει, αλλά συσσωρεύεται γύρω από τας φλόγας, το ίδιον ακριβώς λέγουν ότι συμβαίνει και με την δύναμιν, η οποία διατηρεί κάθε ζωντανόν πλάσμα εις την ζωήν. Η δύναμις αυτή δηλαδή απομαραίνεται υπό της λύπης και εις το τέλος σβύνει, όταν δεν  φεύγει δια να σκορπισθή προς τα έξω. Ας μη προβάλλουν λοιπόν το δάκρυον του Κυρίου ως επιχείρημα δια να δικαιολογήσουν την αδυναμίαν των εκείνοι, εις τους οποίους αρέσουν αι ζωηραί εκδηλώσεις της λύπης. Διότι όπως το φαγητόν, το οποίον έφαγεν ο Κύριος, δεν αποτελεί δι’ ημάς αφορμήν δια να γίνωμεν λαίμαργοι, αλλ’ αντιθέτως είναι το τελειότερον παράδειγμα της εγκρατείας και της λιτότητος, τοιουτοτρόπως και το δακρυον του Κυρίου δεν είναι εντολή δια να θρηνούμεν, αλλά ένα σεμνότατον μέτρον και ακριβής κανών, σύμφωνα με τον οποίον πρέπει να αντιμετωπίζωμεν τας λύπας κατά τρόπον σεμνόν και κόσμιον, διατηρούντες τους όρους της φύσεως. Ούτε λοιπόν εις τας γυναίκας ούτε εις τους άνδρας επιτρέπονται το υπερβολικόν πένθος και τα πολλά δάκρυα, αλλά τόσα μόνον, όσα είναι αρκετά δια να αποδιώξουν την σκυθρωπότητα, την οποίαν μας προξενούν αι λύπαι, και να υπομένωμεν αυτάς με ησυχίαν, χωρίς να κραυγάζωμεν, χωρίς να ξεφωνίζωμεν, χωρίς να σχίζωμεν τα ενδύματά μας, χωρίς να ρίπτωμεν στάκτην εις τας κεφαλάς μας, και γενικώς χωρίς να κάμνωμεν τίποτε από όσα κάμνουν μόνον και μόνον δι’ επίδειξιν όσοι αγνοούν τα αγαθά, τα οποία μας περιμένουν εις τους ουρανούς. Πρέπει δηλαδή εκείνος ο οποίος έχει καθαρίσει την ψυχήν του με την θείαν διδασκαλίαν, να περιφράξη τον εαυτόν του με τον ορθόν λόγον, ως με ισχυρόν τείχος και να αποδιώκη από την ψυχήν και την σκέψιν του με γενναιότητα και καρτερίαν τας προσβολάς των τοιούτων συμφορών, και όχι καθήμενος αδρανής και εξουθενωμένος ψυχικώς να αφήνη να τον κυριεύη το πλήθος των θλίψεων. Διότι το να κατακυριεύεται κανείς και να εξουθενώνεται από τας λύπας είναι γνώρισμα ψυχής ανάνδρου, η οποία καμμίαν δύναμιν δεν λαμβάνει από την προς τον Θεόν ελπίδα. Όπως δηλαδή οι σκώληκες αναπτύσσονται κατ’ εξοχήν εις τα μαλακώτερα ξύλα, τοιουτοτρόπως και αι λύπαι ριζώνουν εις τους πλέον αδυνάτους κατά τον χαρακτήρα ανθρώπους. Μήπως ο Ιώβ είχε καρδίαν κατεσκευασμένην από αδάμαντα; Μήπως δηλαδή τα σπλάγχνα του ήσαν από πέτραν; Εις μίαν στιγμήν απέθαναν και τα δέκα τέκνα του, καταπλακωθέντα μέσα εις την οικίαν όπου διεσκέδαζον, την ώραν που ευρίσκοντο εις χαράν και ευφροσύνην, όταν ο διάβολος εκρήμνισεν επ’ αυτών την οικίαν εκείνην δια σεισμού. Είδε την τράπεζαν γεμάτην αίματα. Είδε τα παιδιά του, τα οποία εγεννήθησαν κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, να αποθνήσκουν όλα μαζί την ιδίαν στιγμήν και κατά τον ίδιον τραγικόν τρόπον. Εν τούτοις δεν εξεφώνισε, δεν ανέσπασε τας τρίχας της κεφαλής του, δεν εξέβαλεν απρεπείς και αναρμόστους κραυγάς, αλλ’ απέδωσε την αξιομνημόνευτον εκείνην και υπό όλων επαινουμένην ευχαριστίαν προς τον Θεόν. Ο Κύριος μου τα έδωσεν, ο Κύριος μου τα αφήρεσεν· όπως εφάνη καλόν εις τον Θεόν, ούτω και έγινεν· ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένον (Ιώβ α: 21). Μήπως ο άνθρωπος εκείνος, ο Ιώβ, ήτο ανίκανος να αισθανθή συμπόνιαν; Και πως ήτο δυνατόν τούτο, αφού ο ίδιος λέγει δια τον εαυτόν του: Εγώ έκλαυσα δια πάντα εις ανάγκην ευρισκόμενον (Ιώβ λ: 25). Μήπως όμως εψεύδετο, όταν έλεγε ταύτα; Όχι, διότι τούτο το βεβαιώνει η δήλωσις, ότι μαζί με τας άλλας αρετάς του ήτο και φιλαλήθης. Όπως λέγει δηλαδή η Γραφή, ο Ιώβ ήτο άνθρωπος αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής (Ιώβ α: 2). Ενώ συ θρηνείς υπερβολικά και λέγεις διάφορα μυρολόγια, τα οποία έχουν γίνει ακριβώς δια να προξενούν θλίψιν και με σπαρακτικάς κραυγάς φαίνεται ως εάν θέλης να φθείρης την ψυχήν σου, και όπως οι ηθοποιοί προσέρχονται εις το θέατρον με ιδιαιτέραν εμφάνισιν και ενδυμασίαν, τοιουτοτρόπως και συ νομίζεις ότι η εμφάνισις, η οποία αρμόζει εις τον πενθούντα, είναι το μαύρον ένδυμα και η άπλυτος και ακτένιστος κόμη, και το σκότος μέσα εις την οικίαν του, και η ρυπαρότης και η κόνις και το θλιβερόν ύφος, τα οποία διατηρούν πάντοτε ισχυράν την θλίψιν εις την ψυχήν. Αυτά άφησε να τα κάμνουν εκείνοι, οι οποίοι δεν έχουν καμμίαν ελπίδα. Συ όμως έμαθες περί εκείνων, οι οποίοι εκοιμήθησαν εν Χριστώ, ότι το ανθρώπινον σώμα το οποίον θάπτεται εις την γην ως φθαρτόν, τούτο θα αναστηθή άφθαρτον κατά την Δευτέραν Παρουσίαν. Σπείρεται ασθενές, δια να εγερθή εν δυνάμει. Θάπτεται σώμα ψυχικόν και εγείρεται σώμα πνευματικόν (Α΄ Κορ. ιε: 42 – 44). Διατί λοιπόν κλαίεις εκείνον ο οποίος εξήλθεν από την παρούσαν ζωήν απλώς δια να μεταβάλη εμφάνισιν; Ούτε και δια τον εαυτόν σου να κλαίης, διότι εστερήθης τον βοηθόν του οποίου είχες ανάγκην εις την ζωήν. Διότι καλόν είναι, όπως λέγει η Γραφή, να έχης τας ελπίδας σου εις τον Θεόν και όχι εις άνθρωπον (Ψαλμ. ριζ: 9). Μήτε εκείνον να κλαίης, ότι τάχα έπαθε μέγα κακόν. Διότι μετ’ ολίγον καιρόν θα τον εξυπνήση η σάλπιγξ, η οποία θα ηχήση από τον ουρανόν και θα τον ίδης να εμφανίζεται ενώπιον του βήματος του Χριστού. Άφησε λοιπόν αυτάς τας κραυγάς, αι οποίαι μόνον εις τους απαιδεύτους αρμόζουν. Το, αλλοίμονον εις εμέ, ποία απροσδόκητος συμφορά με εύρε! Και το, ποίος ήλπιζε ποτέ να γίνουν τοιαύτα πράγματα; Και, πότε επερίμενα εγώ ότι θα έθαπτον εις τον τάφον το τόσον αγαπητόν πρόσωπόν σου; Αυτά δηλαδή και από άλλον εάν τα ηκούομεν λεγόμενα, θα έπρεπε να κοκκινίζωμεν από εντροπήν και διότι θα έπρεπε να ενθυμούμεθα όσα έχουν συμβή έως τώρα και από όσα έχομεν μάθει. Ούτε λοιπόν τυχόν πρόωρος θάνατος ούτε άλλα ατυχήματα, τα οποία μας ευρίσκουν χωρίς να το περιμένωμεν, θα καταπλήξουν ημάς, οι οποίοι έχομεν διδαχθή τον λόγον της ευσεβείας. Είχον, λέγεις, υιόν εις την ακμήν της νεότητός του, ο οποίος ήτο ο μοναδικός κληρονόμος μου, η παρηγορία των γηρατείων μου, το στόλισμα της οικογενείας μου, το άνθος των συνομηλίκων του, το στήριγμα της οικίας μου, ο οποίος ευρίσκετο εις το άνθος της ηλικίας του. Τούτον μου τον ήρπασεν ο θάνατος και απήλθεν εκ της παρούσης ζωής. Χώμα και σκόνη έγινεν εκείνος, ο οποίος μέχρι προ ολίγου με τους λόγους του ηυχαρίστει τα ώτα μου και με την εμφάνισίν του απετέλει ευχάριστον θέαμα δια τους οφθαλμούς μου. Και λοιπόν τι θα κάμω; Θα ξεσχίσω τα ενδύματά μου και θα καταδεχθώ ποτέ να κυλίωμαι εις το χώμα και να θρηνώ μεγαλοφώνως και να υποφέρω και να εμφανίζωμαι εις εκείνους, οι οποίοι είναι παρόντες, ως μικρόν παιδίον, το οποίον ξεφωνίζει και σπαρταρά όταν το δέρουν; Ή μήπως, σκεπτόμενος ότι, όσα συνέβησαν, ήτο αναγκαίον να γίνουν, ότι ο νόμος του θανάτου είναι απαράβατος, ότι ούτος επισυμβαίνει εις πάσαν ηλικίαν και ότι διαλύει τα πάντα, δεν πρέπει να παραξενευθώ δι’ αυτό το οποίον συνέβη και εις εμέ; Όχι βεβαίως, δεν πρέπει να χάσω τον νουν μου, ως εάν συντερίβην από κάποιαν απροσδόκητον πληγήν, εφ’ όσον από πολλού ήδη χρόνου γνωρίζω ότι εφ’ όσον εγώ είμαι θνητός, θνητός ήτο και ο υιός μου και ότι ουδέν εκ των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι σταθερόν ούτε είναι φυσικόν κάτι να μένη αιωνίως εις χείρας εκείνων οι οποίοι το απέκτησαν. Αλλά και πόλεις μεγάλαι και ονομασταί και δια τα λαμπρά κτίσματά των και δια την δύναμιν και τον πλούτον των κατοίκων των, αι οποίαι ήσαν περίφημοι δια την αφθονίαν των αγαθών των και εις την χώραν και εις την αγοράν, σήμερον είναι ερειπωμέναι και μόνον μερικά σημεία της παλαιάς δόξης των διατηρούν. Ακόμη δε και πλοίον, το οποίον πολλάς φοράς εσώθη από τας τρικυμίας της θαλάσσης και το οποίον μυρίας φοράς εταξίδευσε και άπειρα φορτία εμπορευμάτων μετέφερε, με μίαν ισχυράν πνοήν του ανέμου εξηφανίσθη. Και στρατεύματα, τα οποία πολλάς φοράς ενίκησαν τους αντιπάλους των κατά τας διαφόρους μάχας, όταν μετεβλήθησαν τα πράγματα, κατήντησαν ελεεινόν θέαμα και διήγημα. Έθνη δε ολόκληρα και νήσοι, τα οποία έφθασαν εις μεγάλην ακμήν και δύναμιν, και πολλάς νίκας εκέρδισαν τόσον κατά ξηράν όσον και κατά θάλασσαν και πολύν πλούτον συνήθροισαν από τα λάφυρα, ή με την πάροδον του χρόνου εξέπεσαν ή υποδουλωθέντα αντήλλαξαν την ελευθερίαν των δια της δουλείας. Γενικώς, οποιονδήποτε από τα μεγάλα και ανυπόφορα κακά και εάν αναφέρης, η ζωή έχει ήδη να μας δώση ανάλογα παραδείγματα. Όπως λοιπόν διακρίνομεν τα διάφορα βάρη από την κλίσιν του ζυγού και όπως δοκιμάζομεν την διαφοράν του χρυσού δια της λυδίας λίθου, κατά τον ίδιον τρόπον, όταν επαναφέρωμεν εις την μνήμην μας τα μέτρα τα οποία καθώρισε δι’ ημάς ο Κύριος, δεν υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγωμεν από τους κανόνας της σωφροσύνης. Όταν λοιπόν σου συμβή κανέν κακόν από εκείνα που δεν θέλεις να πάθης, εάν έχης προετοιμάσει τον εαυτόν σου αφ’ ενός μεν δεν πρόκειται να δοκιμάσης μεγάλην ψυχικήν συνταραχήν και αφ’ ετέρου η ελπίς των μελλόντων αγαθών θα καθιστά ελαφροτέρας τας παρούσας συμφοράς. Όπως δηλαδή όσοι έχουν αδύνατον όρασιν, απομακρύνοντες τα βλέμματά των από τας εκτυφλωτικάς λάμψεις, ευχαριστούνται παρατηρούντες τα άνθη και την χλόην, τοιουτοτρόπως και η ψυχή πρέπει να μη βλέπη διαρκώς τα λυπηρά γεγονότα, ούτε να μένη προσκεκολλημένη εις τας στενοχωρίας της παρούσης ζωής, αλλά να στρέφη τα βλέμματά της προς την θεωρίαν των αληθινών αγαθών. Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα κατορθώσης το να χαίρης διαρκώς, το οποίον μας παραγγέλει ο Απόστολος. Εάν όλος σου ο βίος αποβλέπη διαρκώς προς τον Θεόν, η ελπίς της ανταποδόσεως θα ανακουφίζη τας λύπας και τας στενοχωρίας της παρούσης ζωής. Προσέβαλον την τιμήν σου; Αλλά στρέψε την σκέψιν σου προς την δόξαν, η οποία σε περιμένει εις τους ουρανούς και την οποίαν θα κερδήσης με την υπομονήν σου. Έπαθες υλικήν ζημίαν; Αλλά στρέψε το βλέμμα προς τον ουράνιον πλούτον και τον θησαυρόν, τον οποίον έχεις καταθέσει εκεί δια των καλών έργων σου. Εξωρίσθης από την πατρίδα σου; Αλλ’ έχεις πατρίδα την επουράνιον Ιερουσαλήμ. Έχασες το παιδί σου; Αλλ’ έχεις τους Αγγέλους, με τους οποίους θα παρασταθής γύρω από τον θρόνον του Θεού και θα υμνήσης και θα δοκιμάσης την αιώνιον ευφροσύνην. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, όταν εις τας θλίψεις της παρούσης ζωής αντιπαραθέτης τα αγαθά που σε περιμένουν εις τους ουρανούς, θα παραμείνης απηλλαγμένος από λύπας και θα διατηρήσης την αταραξίαν της ψυχής σου, εις την τήρησιν των οποίων μας καλεί η νομοθεσία του Αποστόλου. Ούτε όσα είναι ευχάριστα από τα ανθρώπινα πράγματα να προκαλούν εις την ψυχήν σου υπερβολικήν χαράν, ούτε όσα φέρουν λύπην να καταρρίπτουν το ηθικόν σου και το θάρρος σου με την κατήφειαν και την συστολήν. Διότι εάν δεν είσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον προητοιμασμένος δια να αντιμετωπίσης την ζωήν, ουδέποτε θα ζήσης ζωήν ήσυχον και ατάραχον. Αυτό δε θα το κατορθώσης εύκολα, εάν διατηρής συνεχώς εις την σκέψιν σου την εντολήν του Αποστόλου, η οποία σου συνιστά να χαίρης διαρκώς, απομακρύνων μεν από την σκέψιν σου όσα στενοχωρούν την σάρκα, συγκεντρώνων δε εις αυτήν όσα ευφραίνουν την ψυχήν, υπερβαίνων μεν την αίσθησιν των παρόντων, στρέφων δε τον νουν σου διαρκώς προς την ελπίδα των αιώνιων αγαθών, τα οποία και μόνον εάν τα φαντάζεται κανείς, είναι ικανά να γεμίσουν με ευφροσύνην την ψυχήν και να κατοικίσουν εις την ψυχήν μας την αγαλλίασιν των Αγγέλων· εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου