Παληό και Νέο ημερολόγιο -- Του αειμνήστου Αθανασίου Σακαρέλλου, Θεολόγου

                                       Β΄

Η παράβαση των θείων εντολών

Ο Θεός δεν έδωσε μόνο στους πρωτόπλαστους εντολές. Δίδει και στους πιστούς χριστιανούς. Οι εντολές της Εκκλησίας είναι εντολές του Θεού, τις οποίες οφείλουν οι Ορθόδοξοι να τηρούν απαρέγκλιτα για να σωθούν. Οι εντολές του Θεού αναφέρονται τόσο στην Ορθή Πίστη, όσο και στην Ορθή Ζωή. Η Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, δηλ. η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες, οριοθετούν τη ζωή της και καθορίζουν τη στάση της, όπως και τη στάση των πιστών απέναντι στα σοβαρά προβλήματα, που μπορεί να βλάψουν τη σωτηρία τους. Ένα τέτοιο, σοβαρό πρόβλημα, που νωρίς εμφανίστηκε στη ζωή της Εκκλησίας είναι οι αιρέσεις και οι αιρετικοί επίσκοποι. Στην ενότητα αυτή εξετάζουμε πως η Εκκλησία, με το στόμα των αγίων Πατέρων, καθορίζει ποια πρέπει να είναι η στάση της ίδιας και των μελών της απέναντι στους ανάξιους εκείνους επισκόπους που σφάλλουν στην Ορθή Πίστη και στην Ορθή Ζωή.

1. Οι παραβάσεις του θείου θελήματος

1. Τα μέλη της Εκκλησίας, είτε ποιμένες (επίσκοποι και λοιποί κληρικοί), είτε ποίμνιό της ( μοναχοί και λαϊκοί), ακόμα κι’ αν αξιώθηκαν να φτάσουν στο «φωτισμό», ή στη «θέωση», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να πέσουν απ’ την μακάρια αυτή κατάσταση. Ο διάβολος βρίσκονταν κάποτε στην κατάσταση αυτή της θεώσεως, όπως ήταν, και είναι, κι’ όλοι οι άλλοι άγγελοι. Όταν έπεσε ο διάβολος οι άγγελοι δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την ατρεψία στην αρετή, δηλ. το να μη μπορούν να εκπέσουν.

Την ατρεψία απόκτησαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Ο διάβολος εξέπεσε, όταν κάποιος λογισμός υπερηφάνειας τον παρακίνησε να θέλει ν’ ανυψώσει τον εαυτό του πάνω απ’ το θρόνο του Θεού! Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τους πρωτόπλαστους. Αυτοί, ήταν τουλάχιστον σε κατάσταση φωτισμού. Κι’ αυτοί έπεσαν. Το αποτέλεσμα ήταν να παύσει η «κοινωνία» τους με το Θεό. Ο χωρισμός τους αυτός από το Θεό είναι ο «πνευματικός θάνατός» τους! Πτώσεις μπορεί να συμβούν σε κάθε πιστό, κληρικό ή λαϊκό, όσο προχωρημένος κι’ αν είναι στην αρετή. Οφείλεται σε παράβαση του θείου θελήματος, 142 που είναι οι εντολές Του. Αυτές, περιέχονται στην Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας 143 . Ιερή Παράδοση είναι η Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, οι αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι Ιεροί Κανόνες κλπ.

α. Η πτώση του πιστού στη αμαρτία επιφέρει και την έκπτωσή του από την κατάσταση του φωτισμού ή της θεώσεως, στην οποία πρέπει να βρίσκεται το κάθε μέλος της Εκκλησίας. Την συνέπεια αυτή την αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα , όχι μόνο όσοι έπεσαν στην αμαρτία, αλλά και τα λοιπά μέλη της Εκκλησίας. Οι μεν πρώτοι, που εξέπεσαν, το αντιλαμβάνονται, γιατί παύουν να έχουν την «νοερά προσευχή», που είναι το πρώτο σκαλοπάτι του «φωτισμού του νου». Οι λοιποί πιστοί, που είναι στην κατάσταση του «φωτισμού», ή της «θεώσεως», γνωρίζουν και ποιοι άλλοι είναι σ’ αυτή την κατάσταση. Αυτοί, δηλαδή δεν γνωρίζουν μόνο ότι οι ίδιοι βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά και ποιοι άλλοι είναι, ή δεν είναι, σ’ αυτή την κατάσταση. Γι’ αυτό, ο Απ. Παύλος προτρέπει τους πιστούς της Κορίνθου προκειμένου να κοινωνήσουν τ’ άχραντα μυστήρια να ελέγχουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, αν βρίσκονται στην κατάσταση αυτή της «νοεράς προσευχής». 144 Η κατάσταση αυτή προϋποθέτει την ιδιότητα τους να είναι μέλη της Εκκλησίας. Αν δουν δηλ. ότι δεν έχουν τουλάχιστον την νοερά προσευχή, δεν πρέπει να «κοινωνήσουν» το Σώμα και Αίμα του Κυρίου.

β. Στην αρχαία Εκκλησία ίσχυε συνήθως πάντα αυτή η αρχή. Όποιος εξέπιπτε από τον φωτισμό ή τη θέωση, έπαυε να είναι μέλος της Εκκλησίας. Έπαυε να έχει «κοινωνία» με το σώμα του Κυρίου, που είναι η Εκκλησία. Δεν μπορούσε να μετέχει στην ευχαριστιακή σύναξη της ενορίας του. Πολύ περισσότερο, δεν μπορούσε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια. Αυτό σημαίνει ότι «αφορίζονταν» απ’ την Εκκλησία! Κι’ αν μετανοούσε ειλικρινά, κατατάσσονταν στην τάξη των «προσκλαιόντων». Στην κατάσταση αυτή μπορούσε να παρακολουθήσει μόνο τη λειτουργία των κατηχουμένων.

γ. Παραβάτες και παραβάσεις των θείων εντολών υπήρχαν και θα υπάρχουν στη ζωή της Εκκλησίας. ΄Όμως, η Εκκλησία πάντοτε προσπαθούσε να αντιμετωπίσει σωστά τις καταστάσεις αυτές. Και λάμβανε όλα τα μέτρα οι παραβάσεις αυτές να μη βλάψουν τα υπόλοιπα μέλη της, προπαντός σε περιπτώσεις παραβάσεων σε θέματα ορθής πίστεως, δηλ. όταν κάποιος, και μάλιστα επίσκοπος, κήρυττε κάποια αίρεση. Οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν στις περιπτώσεις αυτές, τόσο τη στάση της Εκκλησίας, όσο και των μελών της.

Α. Ως προς τη στάση της Εκκλησίας

1. Οι επίσκοποι είναι οι κατ’ εξοχήν ποιμένες της Εκκλησίας. Εάν η Εκκλησία είναι, όπως παρομοιάζεται, ένα νοσοκομείο κι’ οι πιστοί οι νοσηλευόμενοι, τότε οι επίσκοποι είναι οι επικεφαλής του ιατρικού προσωπικού, που είναι οι κληρικοί. Για την αντιμετώπιση σοβαρών περιπτώσεων ασθενών στα νοσοκομεία η θεραπευτική αγωγή καθορίζεται σε ιατρικά συμβούλια. Το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Όταν κάποιο μέλος της ασθενήσει πνευματικά, δηλ. όταν υποπέσει σε κάποια σοβαρή παράβαση εντολής του Θεού, η αποκατάστασή του περιέρχεται στον επίσκοπό του, ή και στη σύνοδο των επισκόπων, ιδίως σε θέματα πίστεως

α. Ο τρόπος αυτός αντιμετωπίσεως του παραβάτη είναι πρωτίστως θεραπευτικός. Η απόφαση αυτή θεραπείας της Συνόδου των επισκόπων, πολλές φορές μπορεί να είναι ακόμα και η αποκοπή κάποιου λαϊκού ή μοναχού από το σώμα της Εκκλησίας, δηλ. ο αφορισμός του, ή η καθαίρεση κάποιου κληρικού! Η απόφαση αυτή λέγεται «επιτίμιο», η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τιμωρία ή ποινή. Μια τέτοια απόφαση για πολλούς ανθρώπους είναι ακατανόητη! Ο μεγάλος Κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, Πατριάρχης Αντιόχειας, εξηγεί: «Τα εκκλησιαστικά επιτίμια ουκ εισί κολαστικά, αλλά αγιαστικά και ιατρικά... Ο δε πολιτικός νόμος κολάζει, ου θεραπεύει». 145 Πως είναι δυνατόν, π.χ. τα προαναφερθέντα επιτίμια του αφορισμού ή της καθαιρέσεως, να είναι θεραπευτικά, και όχι πράξεις εκδικήσεως και τιμωρίας; Αυτό εύκολα μπορεί να το καταλάβει κάποιος από το παράδειγμα του γονιού, που εμποδίζει το άρρωστο παιδί του να πάει σχολείο και το περιορίζει παρά τη θέλησή του στο σπίτι, μέχρι να γίνει καλά και να μη μεταδώσει την ασθένειά του στ’ άλλα παιδιά. Επίσης, όταν η Εκκλησία αφορίζει ένα μοναχό ή λαϊκό, το κάνει για να τον αποκόψει από την ευχαριστιακή σύναξη των πιστών. Για να μη κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια, για τη λήψη των οποίων είναι ανάξιος 146 , μετά την πτώση του, να λάβει. Το να προσέλθει ένας χριστιανός στη θεία κοινωνία, χωρίς να έχει την εσωτερική διαβεβαίωση, ύστερα από την «δοκιμασία» που έκανε, όπως είπαμε πιο πάνω, ότι βρίσκεται σε κατάσταση που του επιτρέπει να είναι μέλος της Εκκλησίας, είναι πολύ επικίνδυνο. Αυτό το πράγμα, ο Απ. Παύλος το θεωρεί αιτία που, πολλοί άνθρωποι, ασθενούν ή και πεθαίνουν ακόμα! 147 Γι’ αυτό, ο λειτουργός παραγγέλλει σ’ όσους μέλλουν να προσέλθουν να κοινωνήσουν: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε»! Ακόμα, όταν η Εκκλησία καθαιρεί ένα επίσκοπο ή άλλο κληρικό, το κάνει για το δικό του καλό. Για να οδηγηθεί το άτομο αυτό στη μετάνοια και θεραπεύσει την πτώση του. Η θεραπεία αυτή μάλλον αποκλείεται για ένα ανάξιο κληρικό που τολμά να προσεγγίζει την αγία Τράπεζα και να ιερουργεί. Η καρδιά του προσώπου αυτού σκληρύνεται. Μπορεί να έχει την τύχη του Οζά της Παλαιάς Διαθήκης, που πέθανε, όταν άπλωσε το χέρι του πάνω στην κιβωτό της Διαθήκης να τη στηρίξει! 148 β. Η αντιμετώπιση του παραβάτη των εντολών του Θεού δεν αποβλέπει μόνο στη θεραπεία του, αλλά και στην προστασία των λοιπών μελών της Εκκλησίας. Όταν δηλαδή, η Εκκλησία καθαιρεί έναν ανάξιο κληρικό, με τον τρόπο αυτό δημοσιοποιεί ότι το άτομο αυτό, ακόμα κι’ αν τολμά να ιερουργεί ότι δεν μεταδίδει θεία Χάρη στους πιστούς. Πολύ περισσότερο, αν ένα άτομο αναθεματίζεται από τη Σύνοδο για λόγους αιρέσεως, αυτό είναι μια ποιμαντική προειδοποίηση στα μέλη της Εκκλησίας να προφυλάξουν τους εαυτούς τους από την αίρεση, γιατί οι αιρέσεις είναι λοιμώδεις ασθένειες, δηλ., μεταδοτικές.

γ. Η αντιμετώπιση των παραβάσεων αυτών των θείων εντολών από τις Συνόδους απαιτεί μια διαδικασία, που μερικές φορές απαιτεί χρόνο. Ιδίως, παλαιά, που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα ενημερώσεως, δεν ήταν εύκολη η άμεση αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτών. Ακόμα, και η συγκρότηση της Συνόδου δεν ήταν εύκολο να γίνει αμέσως. Άλλοτε, καταβάλλονταν προσπάθειες όσοι έπεφταν σε αιρέσεις να πεισθούν να επανέλθουν στην Ορθοδοξία, πράγμα το οποίο και αυτό απαιτούσε κάποιο διάστημα χρόνου. Όλα αυτά δείχνουν με πόση σύνεση και υπευθυνότητα η Εκκλησία αντιμετώπιζε τις καταστάσεις αυτές, ιδίως όταν υπήρχε θέμα αιρέσεως στη μέση.

δ. Όταν εμφανισθεί μιά αίρεση αυτό, όπως η λοιμώδης ασθένεια δεν αφορά μόνο το άτομο που ασθένησε. Αφορά όλο τον περίγυρό του, στον οποίο μπορεί να μεταδοθεί. Υπάρχει δε και κίνδυνος να καταστεί «πανδημία». Η εμφάνιση μιάς κακοδοξίας δεν ενδιαφέρει μόνο τον τοπικό επίσκοπο, στην επισκοπική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το μέλος της Εκκλησίας, που κακοδόξησε. Ενδιαφέρει όλους τους επισκόπους της. Είναι υπόθεση δηλ. με γενικό ενδιαφέρον. Τα γενικά όμως της Εκκλησίας ζητήματα, δεν επιλύει μόνος του ένας επίσκοπος. Τα επιλύει η Σύνοδος των Επισκόπων. Αυτή θα εξετάσει αν μία διδασκαλία είναι αιρετική ή όχι, αν κάποιος μέλος της Εκκλησίας είναι ορθόδοξο, ή αιρετικό, οπότε τον αποκόπτει από το σώμα της, αν δε είναι επίσκοπος και τον καθαιρεί. Ο 15 ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου μιλάει για «συνοδική διάγνωση», δηλ. για απόφαση Συνόδου, αν κάποιος επίσκοπος είναι αιρετικός. Η σύγκληση τέτοιων Συνόδων είναι υποχρέωση της Εκκλησίας.

Β. Ως προς τα μέλη της Εκκλησίας

Οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν επίσης το πως πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται από τους πιστούς ορισμένες παραβάσεις μελών της Εκκλησίας, ιδίως των αιρετικών επισκόπων. Εκτός δηλαδή από την αντιμετώπιση των παραβατών αυτών από την Εκκλησία, με τις Συνόδους των επισκόπων της, έχουμε όλοι οι πιστοί ξεχωριστή και προσωπική εντολή, πως ν’ αντιμετωπίζουμε ένα αιρετικό, και μάλιστα ένα αιρετικό επίσκοπο.

1. Οι εντολές των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι σαφείς. Απομάκρυνση απ’ όσους επισκόπους είναι αιρετικοί. ΄Όλους αυτούς οι πιστοί πρέπει να τους θεωρούν «ψευδεπισκόπους», και ας μη συνήλθε ακόμα Σύνοδος της Εκκλησίας να τους καθαιρέσει. 149 Η απομάκρυνση των μελών της Εκκλησίας από τους αιρετικούς επισκόπους στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγεται «αποτείχιση». Η «αποτείχιση» είναι το σπουδαιότερο όπλο με το οποίο έχει εφοδιάσει η Εκκλησία τα μέλη της, για να υπερασπίζονται και φρουρούν την Ορθόδοξη πίστη.

2. Επειδή το θέμα της «αποτείχισης» είναι πάρα πολύ σημαντικό για την Ορθοδοξία, θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ όμως, θα κάνουμε μερικές διευκρινίσεις ως προς τη σχέση της, με την αντιμετώπιση των αιρετικών επισκόπων από τις Συνόδους της Εκκλησίας, που είδαμε πιο πάνω.

α. Οι Σύνοδοι των Επισκόπων μπορούν να εξετάσουν τις παραβάσεις οιουδήποτε μέλους της Εκκλησίας, είτε κληρικός είναι ο παραβάτης, είτε μοναχός, είτε λαϊκός. Η αποτείχιση έχει σχέση μόνο με παραβάσεις κληρικών, και δη, των επισκόπων (Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών κλπ.).

β. Οι Σύνοδοι των Επισκόπων μπορούν να εξετάσουν κάθε παράβαση εντολών του Θεού οιουδήποτε μέλους της Εκκλησίας. Οι εντολές αυτές του Θεού δυνατόν να ευρίσκονται στην Αγία Γραφή ή στην Ιερά Παράδοση, όπως είναι τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, οι αποφάσεις και οι Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ακόμη, αι Σύνοδοι μπορούν να εξετάσουν και παραβάσεις κανονικής τάξεως της Εκκλησίας, ή και εντολών των ιδίων Συνόδων και των οικείων Ποιμεναρχών. Η αποτείχιση όμως αναφέρεται σε συγκεκριμένες παραβάσεις, που ορίζουν οι Κανόνες, 31 ος Αποστολικός και κυρίως ο15 ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τα ζητήματα «ευσεβείας» και «δικαιοσύνης», δηλ. ορθής πίστεως και ορθού βίου και κυρίως ζητήματα αιρέσεως.

γ. Οι Σύνοδοι των Επισκόπων απαιτούν μια κανονική διαδικασία, πολλές φορές χρονοβόρα, που καμιά φορά μπορεί καν να μη ολοκληρωθεί, αποσκοπεί δε πρωτίστως στη θεραπεία του παραβάτη και ύστερα στην προφύλαξη των μελών της Εκκλησίας από την συμπεριφορά του. Η αποτείχιση κάθε πιστού από κληρικό που παραβαίνει την ορθή πίστη και τον ορθό βίο είναι υποχρεωτική, μόλις λάβει γνώση αυτών των παραβάσεων, γιατί αν εν γνώσει του εξακολουθεί να κοινωνεί μαζί του γίνεται και ο ίδιος συμμέτοχος των ευθυνών αυτού. Συνεπώς η αποτείχιση του πιστού από εκπεσόντα από την ορθή πίστη και ορθή ζωή επίσκοπο, αποσκοπεί αποκλειστικά στον πιστό. Είναι άλλο το θέμα αν η αποτείχιση ενός ή περισσοτέρων προσώπων, δώσει την αφορμή, και επιβάλλεται να τη δώσει, για ν α ασχοληθεί η Σύνοδος των Επισκόπων με τον παρεκτραπέντα επίσκοπο.

3. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσεχθεί η σύγχυση που υπάρχει πολλές φορές μεταξύ των πιο πάνω δύο τρόπων αντιμετωπίσεως των παραβάσεων των εντολών του Θεού. Συνήθως, ορισμένοι ταυτίζουν τους δύο αυτούς τρόπους σε ένα, με αποτέλεσμα να κρίνουν την αποτείχιση με τις προϋποθέσεις των Συνοδικών αποφάσεων για τις παραβάσεις των οιωνδήποτε μελών της Εκκλησίας! Αυτό, έχει ως συνέπεια να αχρηστεύεται εντελώς η «αποτείχιση», ως τρόπος αντιδράσεων των πιστών στην Εκκλησία, πράγμα το οποίο ευνοεί τους παραβάτες κληρικούς, οιουδήποτε βαθμού! Στη συνέχεια, εξετάζουμε πιο αναλυτικά την «αποτείχιση», λόγω της σημασίας της για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που είναι το μοναδικό αποτελεσματικό όπλο που απόμεινε στους πιστούς για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, την αντίκρουση των αιρέσεων, και ιδιαίτερα της μάστιγας του Οικουμενισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου