ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ.

Και εποίησε Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους, και ενέδυσεν αυτούς (Γεν. γ: 21).                                                  

Άξιον αληθώς θαύματος και άξιον απορίας είναι το πως τα πατρικά εκείνα και φιλάνθρωπα σπλάγχνα του ουρανίου Πατρός εψυχράνθησαν τόσον γρήγορα. Πως η μεγαλόδωρος εκείνη χειρ του Παντοδυνάμου φαίνεται τόσον πτωχή, τόσον σμικρολόγος, εις τον ηγαπημένον του Πρωτόπλαστον Αδάμ; Που είναι, Θεέ μου, εκείνα τα θερμότατά σου σπλάγχνα; Που είναι εκείνη η πλουσιοπάροχος δεξιά, δι’ ης εδημιούργησας από ένα πηλόν τούτον τον Αδάμ, εχειροτόνησας ένα μονάρχην του παντός, στολίσας αυτόν με παν είδος αρετής, και στεφανώσας με κάθε τελειότητα σοφίας και γνώσεως; Πως τώρα εις την δυστυχίαν του, εις τον κρημνισμόν του, η μεγαλόδωρος δεξιά σου φαίνεται τόσον πτωχή, ώστε δεν ευρέθη άλλο να σκεπάση την γύμνωσιν του ηγαπημένου σου Πρωτοπλάστου Αδάμ, παρά ένα δέρμα νεκρόν, καταφρονεμένον, πτωχόν, αντί της πρώτης πορφύρας, αντί της πρώτης βασιλικής στολής;

Πως το υπομένει η τόσον θερμή σου αγάπη, να βλέπης με τοιούτον καταφρονεμένον ένδυμα την ιδικήν σου Εικόνα; Ας είναι, του έπρεπεν ως αχάριστος να εξορισθή από την βασιλικήν καθέδραν, του έπρεπεν ως παρήκοος να στερηθή της πρώτης εκείνης παρρησίας, της πρώτης συνομιλίας· του έπρεπε να βλέπη από μακρόθεν τα κάλλη εκείνα του Παραδείσου και κλαίων να λέγη· «Άθλιος εγώ, εις ποίον τέλος με κατεδίκασεν η αμαρτία· εγώ πρότερον ήμουν ένας μονάρχης τούτου του κόσμου και τώρα ένας πτωχός γεωργός. Πρότερον εκοιμώμουν υποκάτω εις τας σκιάς των γλυκυτάτων φυτών του Παραδείσου και τώρα αγρυπνώ δια να γεωργώ εκείνας τας ακάνθας, όπου μου εγέννησεν η αμαρτία. Πρότερον ήσαν εις την υπακοήν μου και αυτά τα στοιχεία, ενώ τώρα με καταφρονούν. Απεστάτησαν και αυτά τα άλογα θηρία· αι πρώται ευτυχίαι μου βαρύνουσι περισσότερον την δυστυχίαν, εις την οποίαν τώρα ευρίσκομαι, το ύψος της αξίας, από το οποίον εξέπεσα, μου δίδει αφορμήν να βλέπω τώρα δριμύτερον το πάθος της δυστυχίας μου, εις την οποίαν ευρίσκομαι. Ευτυχισμένα πλούτη του Παραδείσου, σεις εστάθητε πρότερον ο θρόνος της ιδικής μου δόξης και τώρα σας ευρίσκω υποκείμενα των ιδικών μου δυστυχιών. Το να βλέπω τον εαυτόν μου σκεπασμένον με ταύτα τα φύλλα της συκής, εξόριστον, υποκείμενον εις θάνατον, εις θλίψεις και πόνους, τον ουρανόν θυμωμένον κατ’ επάνω μου, την γην δι’ εμέ στείραν και άγονον, τον κόσμον όλον θέατρον της ιδικής μου τραγωδίας, όλα αυτά δεν με πονούν και τόσον όσον το να βλέπω σε, τον γλυκύτατόν μου Παράδεισον κεκλεισμένον, να βλέπω την φλογίνην ρομφαίαν φυλάττουσαν την θύραν, δια να μη αποτολμήσω ποτέ να πλησιάσω εις σε. Αυτή είναι η ιδική μου πλέον ανυπόφορος συμφορά, δι’ αυτό ήθελα να χύσω από τας κόρας των οφθαλμών μου αίμα αντί ιδρώτος, ή μάλιστα ήθελα να αναλύσω όλον τον εαυτόν μου εις θρήνους. Θεέ του ελέους, υποκάτω εις τας πτέρυγας της ιδικής σου ευσπλαγχνίας καταφεύγω· αυτή μόνη μου έμεινε η ελπίς. Έχω ενέχυρον την ιδικήν σου μεγάλην και άφατον πραότητα· ήμαρτον, αλλ’ όμως είμαι ιδικόν σου πλάσμα. Ενεχάραξες εις τον αχάριστον τούτον πηλόν την ιδικήν σου ωραιοτάτην Εικόνα και με όλον όπου εγώ με την αμαρτίαν μου την έσβυσα, μου ζητείς ποινήν της αμαρτίας. Ιδού οι οφθαλμοί, ιδού το αίμα, ιδού η καρδία, ας αναλυθή εις δάκρυα· εγώ φιλώ αυτήν την χείρα, η οποία με πληγώνει, αυτό το φραγγέλιον όπου με τύπτει, προσκυνώ εκείνην την ευσπλαγχνίαν, ήτις μου δίδει διάστημα ζωής». Αυτά λέγω, άφησε τον Αδάμ και ας θρηνολογή· όμως δια την ιδικήν σου τιμήν έπρεπε, Θεέ μου, να ενδύσης αυτόν τον δυστυχισμένον με ένα σεμνόν ένδυμα, μ’ ένα ολίγον κατώτερον από το πρώτον. Διατί λοιπόν με δερματίνους χιτώνας; Ευθύς με νεκρά δέρματα, εκείνον όστις δεν είδεν ακόμη νεκρόν σώμα; Διατί ευθύς με τα σημεία του θανάτου αυτόν, όπου χθες εβγήκε μέσα από τας αγκάλας της ζωοπαρόχου Σου σκέπης; Αποκρίνεται ο μέγας Πατήρ και Διδάσκαλος Χρυσόστομος (εις την Γεν. Ομιλ. ιη΄) «η των ιματίων περιβολή υπόμνησις ημίν γενέσθω διηνεκής της τε των αγαθών εκπτώσεως και της τιμωρίας διδασκαλία ην δια την παρακοήν το των ανθρώπων γένος εδέξατο». Ωσάν δηλαδή να έλεγε· με τοιαύτα καταφρονεμένα ιμάτια εσκέπασεν ο φιλάνθρωπος Πατήρ τον παρήκοον Αδάμ, δια να στήση έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των αμαρτωλών την αξιοδάκρυτον κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκονται μετά την αμαρτίαν· και τούτο ας είναι η υπόθεσις του σημερινού μας λόγου. Από δύο αιτίας, λέγουσιν οι φιλόσοφοι (ο Κορυδαλλεύς, κεφ. δ΄ του β΄ βιβλίου των φυσικών), συμβαίνει κάποια πράγματα να είναι εις ημάς άγνωστα· ή δια ύφεσιν και ελάττωσιν της ουσίας, καθώς είναι η πρώτη ύλη και αι στερήσεις των πραγμάτων, αι οποίαι από λόγου τους δεν γνωρίζονται παρά δια μέσου των έξεων, ή διότι το ύψος της ουσίας και το μεγαλείον αυτής υπερβαίνει την ανθρωπίνην διάνοιαν, καθόσον είναι απομεμακρυσμένον της αισθήσεως, ως τα θεία και χωριστά είδη. Όμως ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν έχει κανένα εμπόδιον από αυτά, δια να καταλάβη την αθλίαν και αξιοδάκρυτον κατάστασιν την ιδικήν του, δια πολλά αίτια και πρώτον διότι χάνει τον Θεόν. Αθλίαν δε είπα, διότι αν είναι βέβαιον, ότι «μακράν από αμαρτωλών ο Θεός» (Ψαλμ. ριη: 155, Παρ. ιε: 29), εις ποίαν δυστυχίαν ευρίσκεται ένα πλάσμα, όταν είναι χωρισμένον από τον Πλάστην; Τι άλλο μένει, παρά ωσάν ένας ουρανός, αλλά χωρίς ήλιον, σκεπασμένος όλος με ένα σκότος; Μία πηγή, αλλά χωρίς ύδωρ; Ωσάν μία άμπελος, αλλά με μαραμμένα και παντάπασιν κατάξηρα κλήματα, όμοιος με ένα σώμα ανθρώπινον, αλλά χωρίς ψυχήν; Ομοιότητες και παραδείγματα πολλά ασθενή δια να εξηγήσουν καθώς πρέπει την αξιοδάκρυτον κατάστασιν ενός αμαρτωλού. Μάθε όμως αυτήν και εκ του εναντίου. Τι είναι ένας Χριστιανός; Όχι μόνον τιμημένος δούλος από τον Θεόν αλλά και κατά πολλά ηγαπημένος φίλος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και υιός ένδοξος του Υψίστου Θεού, ο οποίος δι’ άκραν αγαθότητα ως υιόν θετόν δέχεται τον άνθρωπον και τον αναβιβάζει εις τόσον ύψος δόξης και τιμής, ώστε δια της θείας Αυτού Χάριτος να τον κάμη συγκοινωνόν και συμμέτοχον και των ιδικών του χαρισμάτων, και θησαυρών, και τίτλων και να είπω με τον μακάριον Πέτρον, κοινωνόν της θείας φύσεως· «δι’ ων τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πετρ. α: 4). Λοιπόν από τοιαύτην ευγενικήν αξίαν, όταν πέση ένας άνθρωπος δια της αμαρτίας, δεν έχει πλέον ο Θεός αυτόν ούτε δια υιόν, ούτε δια φίλον, ούτε δια δούλον, αλλά λέγει φανερά· «Ουκ οίδα υμάς» (Ματθ. κε: 12). Πως λοιπόν δεν είναι αξιοδάκρυτος ο τοιούτος; Ο δυστυχισμένος Ησαύ, όταν έμαθεν, ότι έχασε τα προνόμια των πρωτοτοκίων, όταν ήκουσεν, ότι δια της πατρικής ευλογίας εδόθησαν ταύτα εις τον αδελφόν του Ιακώβ, ήλθεν εις τόσην λύπην, ώστε εφώναξε με πικρά δάκρυα εις επήκοον πάντων την μεγάλην του δυστυχίαν και απαρηγόρητον συμφοράν· «Εγένετο δε ηνίκα ήκουσεν Ησαύ τα ρήματα του πατρός αυτού Ισαάκ, ανεβόησε φωνήν μεγάλην και πικράν σφόδρα» (Γεν. κζ: 34). Άθλιος λοιπόν ο αμαρτωλός και αξιοδάκρυτος η κατάστασίς του· επειδή δια μίαν αμαρτίαν γυμνούται από τον Θεόν. Και όχι μόνον από την ευλογίαν των πρωτοτοκίων, αλλά και από το χάρισμα της υιοθεσίας. Δεν του μένει πλέον καμμία ευλογία, αλλά μάλιστα κατάρα· «Εάν αποθάνητε εις κατάραν μερισθήσεσθε» (Σειρ. μα: 9). Και πως τούτο; Διότι εξ αιτίας της αμαρτίας χωρίζεται ο Θεός από τον άνθρωπον, διαλύει εκείνην την θαυμαστήν συγγένειαν, δεν κατοικεί πλέον ο Θεός εις την καρδίαν του αμαρτωλού, δεν είναι πλέον οι δύο εν κατά τον λόγον της φιλίας. Ο Θεός καθ’ ο απερίγραπτος ευρίσκεται πανταχού, περισσότερον από ό,τι ο ήλιος, αλλά εις την καρδίαν του δικαίου ευρίσκεται με πλέον εξαίρετον τρόπον· με περισσοτέραν τιμήν, από ό,τι ο Άγγελος, όταν συνωμιλούσε με τον Γεδεών (Κριτών στ: 11 – 22), και ο Αρχάγγελος όταν συνωμιλούσε με την Παρθένον (Λουκ. α: 26 – 38). Και λοιπόν πως δεν είναι αξιοδάκρυτος ο τοιούτος, πως δεν είναι ο αθλιώτερος και δυστυχέστερος, ενδεδυμένος αληθώς τα νεκρά, πενιχρά, πτωχικά, άξια δακρύων δέρματα του Αδάμ; Ίδετε μέσα εις την θείαν Γραφήν πόσην παρηγορίαν, πόσον θάρρος, πόσην χαράν έδιδεν ο Θεός εις τους φίλους του, όταν τους εφανέρωνε, ότι είναι μαζί τους. «Μη φοβού» έλεγεν (Γεν. κστ: 24) εις τον Ισαάκ ο Θεός, όταν ήθελε να τον ενδυναμώση, να μη φοβήται τας επιβουλάς των Φιλισταίων, «μετά σου γαρ ειμι». Μη φοβού, έλεγεν εις τον Ιακώβ, όταν τον επρόσταξε να επιστρέψη εις την πατρίδα του, «έσομαι μετά σου» (Γεν. λα: 3). Ούτως έλεγεν εις τον Μωϋσήν, όταν τον επρόσταξε να έλθη εις την Αίγυπτον, δια την ελευθερίαν του αιχμαλωτισμένου Ισραήλ· Μη φοβού, έσομαι μετά σου (Εξόδ. γ: 12). Ούτως έλεγεν εις τον Ιησούν του Ναυή, όταν ηθέλησε να του δώση καρδίαν και θάρρος ν’ αναδεχθή την επιστασίαν του λαού. «Μη δειλιάσης, μηδέ φοβηθής, ότι μετά σου Κύριος ο Θεός σου» (Ιησ. α: 9). Τα ίδια έλεγεν εις τον Ιερεμίαν, όταν τον έστειλλε να κηρύξη την αλήθειαν εις τους αποστάτας (Ιερ. α: 8 – 19). Λοιπόν επειδή τόσον θάρρος, τόση Χάρις, τόση βοήθεια, τόση δύναμις ήτο εις τους φίλους του Θεού η παρουσία του Θεού, ποία δυστυχία, ποία αξιοδάκρυτος συμφορά, ποία ελεεινή κατάστασις απομένει εις άνθρωπον αμαρτωλόν, όταν λείψη απ’ αυτόν ο Θεός; Έλειψεν ο Θεός από εκείνον τον ανδρείον Σαμψών, απέστη απ’ αυτού δια την αμαρτίαν του, και παρευθύς ο Σαμψών έμεινε θέαμα ελεεινόν. Δεμένος, τυφλός, ως άλογον ζώον, χωρίς παρρησίαν, γυμνός από την πρώτην ανδρείαν γυρίζει ένα μύλον. Έλειψεν από τον Μανασσήν, του έλειψε και η ελευθερία. Έλειψεν από τον Σαούλ, του έλειψε και η βασιλεία. Εχωρίσθη από τον Ηλί τον ιερέα και εκείνος έχασε και τα τέκνα και την ιερωσύνην. Εχωρίσθη από τον Οζίαν και ούτος υστερήθη παρευθύς την υγείαν. Εχωρίσθη από τον ηγαπημένον του Ισραήλ και αυτός εγυμνώθη από βασιλείαν και Προφήτας και ιερωσύνην και λατρείαν και από την άλλην πρώτην ευτυχίαν. Αυτός ο ίδιος Θεός είναι, όπου εχωρίσθη και από σε, αμαρτωλέ. Πως λοιπόν να μη λέγω εγώ την ιδικήν σου κατάστασιν αξιοδάκρυτον, θλιβεράν και απαρηγόρητον και μάλιστα όπου δεν αισθάνεσαι τι έχασες; Οδύρεται ο Αδάμ τον απομακρυσμόν του Πλάστου, κλαίει ο Σαμψών τον χωρισμόν του από τον Θεόν, θρηνεί ο Μανασσής, λυπείται ο Ηλί, παραπονείται ο Οζίας, τόσοι και τόσοι αξιωματούχοι άνδρες εγνώρισαν την συμφοράν τους, και συ ακόμη αίσθησιν δεν έχεις της μεγάλης σου ζημίας; Η ιδική σου σκληρά καρδία ακόμη δεν γνωρίζει τι έχασε; Τίνος εστερήθη; Ποίας Βασιλείας; Ω ναι! Αξιοδάκρυτος είναι η ιδική σου κατάστασις, αξιοδάκρυτος. Και ποίον καλόν δεν έχασες, όταν εχωρίσθης από τον Θεόν; Είναι βέβαιον, ότι συ κατά το διάστημα της έως τώρα ζωής σου έκαμες κανένα καλόν; Έζησες ζωήν χριστιανικήν; Και όμως ομού με τα άλλα και αυτό το έχασες, καθώς αποφασίζει Ιεζεκιήλ ο Προφήτης· «Εν δε τω αποστρέψαι δίκαιον εκ της δικαιοσύνης αυτού, και ποιήσαι αδικίαν… πάσαι αι δικαιοσύναι αυτού, ας εποίησεν, ου μη μνησθώσιν… εν ταις αμαρτίαις αυτού αις ήμαρτεν, εν αυταίς αποθανείται» (Ιεζ. ιη: 24). Ω απόφασις φοβερά, ω μαρτυρία φρικτή, αξία δια ν’ αναλύση πάσαν καρδίαν εις δάκρυα! Πάντα τα πρωτερινά καλά έργα εχάθησαν, και αν φθάση ένας αιφνίδιος θάνατος, ουδεμία παρηγορία, ουδείς μισθός απομένει εις τον άθλιον αμαρτωλόν εις εκείνην την αιώνιον ζωήν, αλλ’ η μωρία, η αισχύνη της αμαρτίας, με την οποίαν αποθνήσκει. Ω συμφορά αξιοδάκρυτος, ω δυστυχία απαρηγόρητος! Ένας γεωργός ανίσως με πολλούς λόπους και ιδρώτας τοιχογυρίση, σκάψη και φυτεύση άμπελον τινά, έπειτα ίδη αιφνιδίως αυτήν να ξηρανθή, ή από άνεμον σφοδρόν, ή από τινα χάλαζαν, πόσα δάκρυα, πόσους αναστεναγμούς εκπέμπει; Και ο αμαρτωλός όστις έχασεν όχι άμπελον, αλλ’ αυτόν τον ουρανόν, μίαν Βασιλείαν αιώνιον, ακόμη δεν αισθάνεται που ευρίσκεται; Ουδέ ακούει τον Προφήτην όπου του λέγει· «Ουαί τω ανόμω· πονηρά κατά τα έργα των χειρών αυτού συμβήσεται αυτώ» (Ησ. γ: 11). Δια τους Εβραίους μαρτυρεί ο Ιερώνυμος (εις τον Σοφονίαν κεφ. ι΄), ότι μετά την σταύρωσιν του Κυρίου, επειδή η Ιερουσαλήμ ηχμαλωτίσθη από τους Ρωμαίους, εσυνάζοντο μίαν φοράν τον χρόνον εις ημέραν διωρισμένην από διαφόρους τόπους, δια να κλαύσουν την αιχμαλωσίαν της Ιερουσαλήμ. Όμως δεν τους έδιδαν άδειαν να εισέλθουν μέσα εις την πόλιν, ανίσως και δεν έδιδαν πρότερον χρήματα πολλά εις τους εξουσιαστάς των Ρωμαίους. Με πολλά έξοδα οι δυστυχισμένοι ηγόραζον όχι εορτήν, αλλά τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς. Και τούτο κατά θείαν πρόνοιαν· εκείνοι όπου ηγόρασαν το αίμα του Χριστού, ν’ αγοράζουν τα δάκρυα τα ιδικά τους. Αφού δε έδιδαν τα χρήματα, εσυνάζοντο έμπροσθεν εις την θύραν της Ιερουσαλήμ άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροντες, παρθένοι, χήραι, όλοι ενδεδυμένοι μαύρα, με πόδας γυμνούς, με κεφαλήν ασκεπή, με πρόσωπον σκυθρωπόν, με οφθαλμούς δακρυσμένους, επεριπατούσαν να εύρουν το ιερόν. Και που ιερόν; Έβλεπον τους οίκους των προπατόρων τους κρημνισμένους, έχυνον δάκρυα επάνω εις τα θεμέλια του Ναού, άλλος έσυρε τας τρίχας της κεφαλής του επάνω εις την στάκτην του Αγιαστηρίου, άλλος έτυπτε το στήθος έμπροσθεν του κρημνισμένου Γαζοφυλακίου. Τους εβίαζον δε από το άλλο μέρος οι στρατιώται να γυρίσουν οπίσω, και αυτοί πάλιν άλλα έξοδα, δια να τους δώσουν καιρόν να κλαύσουν περισσότερον. Αχ, αμαρτωλέ, και που είσαι, τόσα δάκρυα χύνονται δι’ ένα επίγειον Ναόν καμμένον, τόσοι αναστεναγμοί δια μίαν πόλιν ερημωμένην, και συ έχασες όχι ένα Ναόν του Θεού, αλλ’ αυτόν τον Θεόν του Ναού, και ακόμη δεν το γνωρίζεις, ότι είσαι αξιοδάκρυτος; Ακόμη δεν χύνεις ένα δάκρυον, ακόμη δεν έρχεσαι εις τας φρένας σου να είπης· «Που είναι τα ιδικά μου πλούτη; Που η ιδική μου ευγένεια; Που η πολύτιμος Χάρις, όπου έλαβον εις το Βάπτισμα; Που ο χρυσούς στέφανος της υιοθεσίας; Εχάθησαν όλα»! Και όχι μόνον δι’ αυτό είναι αξιοδάκρυτος η κατάστασις του αμαρτωλού, αλλ’ ενώ είχε φίλον τον Θεόν, τώρα τον έχει εχθρόν και όχι μόνον τον Θεόν, αλλά και όλα τα κτίσματα. Ύβριζεν, ελιθοβόλει ο βάρβαρος εκείνος Σεμεϊ τον πραότατον Δαβίδ, οργίζονται οι βασιλικοί φίλοι. Ο Αβεσσά δεν το υπέφερεν και λέγει προς τον βασιλέα· «ινατί καταράται ο κύων ο τεθνηκώς ούτος τον Κύριόν μου τον βασιλέα; Διαβήσομαι δη και αφελώ την κεφαλήν αυτού» (Β΄ Βασιλ. ιστ: 9). Κατεφρόνησες και συ, αμαρτωλέ, τον Θεόν, ποίος γνωρίζει μήπως κανείς από τους δούλους του Θεού, ή κανέν από τα κτίσματα λογικόν ή άλογον, αισθητικόν ή αναίσθητον, ορμήση κατ’ επάνω σου; Ποίος γνωρίζει μήπως είπη παρόμοια με τον Αβεσσά κτίσμα τι, «διαβήσομαι δη και αφελώ την κεφαλήν αυτού»; Τις ηξεύρει ανίσως και φωνάξη η γη, διαβήσομαι εγώ να κάμω εκδίκησιν του Ποιητού μου, να λάβω ζωντανόν μέσα εις το βάθος μου αυτόν τον αχάριστον δούλον; Ποίος γνωρίζει αν είπη το ύδωρ, εγώ διαβήσομαι να πνίξω αυτόν μέσα εις τα ρεύματά μου; Τις ηξεύρει αν οργισθή ποτέ ο αήρ και ορμήση κατά σου με ένα ανεμοστρόβιλλον και είπη, διαβήσομαι εγώ και συντρίψω ως καλάμην αυτόν τον εχθρόν του Κυρίου μου; Ποίος σου δίδει ελπίδα ότι δεν θα φωνάξη ποτέ το πυρ, εγώ διαβήσομαι και κατακαύσω αυτόν μέσα εις τας φλόγας μου; Είσαι εχθρός του Θεού, αμαρτωλέ· είσαι χωρισμένος από τον Θεόν, έχεις εχθρούς τόσα θηρία, τόσους εμψύχους θανάτους, γνώριζε πως όλα με κοινήν συμφωνίαν είναι κατά σου· πάντα πάντοτε εις κάθε στιγμήν φωνάζουσι· «διαβήσομαι δη και αφελώ την κεφαλήν αυτού». Και μη νομίσης τούτο όπου σου λέγω, ότι είναι πιθανολογία, όχι, είναι αναμφίβολος αλήθεια. Και ο Μέγας Βασίλειος με κοινήν γνώμην όλων των Θεολόγων διαβεβαιούται, ότι προ της παρακοής, ούτε ακάνθαι ήσαν εις τα ρόδα, ούτε δηλητήριον εις τους όφεις. Δια τούτο ερευνάται, διατί ο διάβολος θέλων να ομιλήση με την Εύαν ενεδύθη το σχήμα του όφεως και όχι λέοντος, ή άλλου ζώου; Απεκρίνεται ο Προκόπιος (εις το στ΄ κεφ. της Γενέσεως), ότι αυτό έγινεν, επειδή ο όφις προ της παρακοής ήτο το πλέον ήμερον ζώον από όλα τα άλλα θηρία, συνειθισμένον να συστρέφεται έμπροσθεν εις την Εύαν, επειδή κανείς φόβος δεν υπήρχε να βλαφθή από εκείνον. Αλλ’ όταν δια της αμαρτίας εχωρίσθη ο άνθρωπος από τον Θεόν, όλα τα κτίσματα αρματώθησαν κατ’ επάνω του. Λοιπόν ανίσως και δεν έχουν άδειαν να βλάψουν άλλον, αλλά δια τον αμαρτωλόν δεν υπάρχει κανένα εμπόδιον· «θηρίων οδόντες και σκορπίοι, και έχεις (δηλητηριώδεις όφεις) και ρομφαία εκδικούσα εις όλεθρον ασεβείς» (Σειράχ λθ: 30). Τι θέλει γίνει ανίσως από τοιούτους εχθρούς έλθη εις σε αιφνίδιος θάνατος; Τι θέλει γίνει ανίσως και έλθη εις σε κρυφή τις πληγή, εξ εκείνων τα οποία δια της αμαρτίας έστησες κατ’ επάνω σου· «είτα τούτων μεν καταφρονείς εν οις και ο του συνειδότος φόβος, και ο των πεπραγμένων έλεγχος, και η των ευθυνών αγωνία, και το της κολάσεως απαραίτητον», λέγει η χρυσή σάλπιξ του πνεύματος (εις τον Οζίαν λόγ. α΄).  Και που ελπίζεις; Άραγε εις τον Άγγελον, τον φύλακα της ψυχής σου; Ναι, αλλ’ αυτός είναι σκέπη και βοήθεια των Δικαίων, δι’ αυτούς προβλέπουν, δι’ αυτούς δεν απαξιούν και την παραμικροτέραν και ευτελεστέραν υπηρεσίαν, αλλ’ εις τους αμαρτωλούς όχι· αυτούς βλέπουν ως εχθρούς του κοινού Δεσπότου, αυτούς αποστρέφονται ως αχάριστα κτίσματα και μάλιστα κλαίουν δια την απώλειάν των· «Άγγελοι αποσταλήσονται πικρώς κλαίοντες, παρακαλούντες ειρήνην» (Ησ. λγ: 7). Και πως λοιπόν ελπίζεις, ω αμαρτωλέ, βοήθειαν και σκέπην από αυτούς, εις τους οποίους έγινες αιτία δακρύων; Ιδού λοιπόν ότι σε εγκατέλειψαν και αυτοί οι Άγγελοι. Ποίος θέλει σ’ ελευθερώσει από τους κινδύνους; Ποίος από τους προσωρινούς; Ποίος από τους αιωνίους; Συλλογίσου, που θέλει καταντήσει ένα πλοίον χωρίς κυβερνήτην ανάμεσα εις τόσην ταραχήν και ζάλην των ανέμων. Ένα πρόβατον ανάμεσα εις κρημνούς χωρίς οδηγόν. Ένα βρέφος μέσα εις το σκότος χωρίς βοηθόν. Τοιαύτη είναι η κατάστασις, λέγει ο Μέγας Βασίλειος (Λόγος γ΄ κατά Ευνομίου), και παρόμοιος ο κίνδυνος εκείνου, όπου παρώργισε τον Άγγελόν του με την πολύδακρυν αμαρτίαν και τον εδίωξε καθώς ο καπνός αποδιώκει τας μελίσσας. Δια τούτο φωνάζει ο Δαβίδ· «μακράν, μακράν από αμαρτωλών σωτηρία» (Ψαλμ. ριη: 155). Μίαν μόνην ελπίδα είχα, την προσευχήν, και αυτήν μου την ήρπασεν ο Προφήτης Ησαϊας, επειδή και αποφασίζει ότι, εις όσον καιρόν ευρίσκεται ο άνθρωπος εις την αμαρτίαν, η προσευχή του είναι άκυρος, ανενέργητος· «Όταν εκτείνητε τας χείρας, αποστρέψω τους οφθαλμούς μου αφ’ υμών, και εάν πληθύνητε την δέησιν, ουκ εισακούσομαι υμών» (Ησ. α: 15). Εβεβαίωσε ταύτην την αλήθειαν με το ιδικόν του αξιοδάκρυτον τέλος ο κακότροπος Αντίοχος, ο οποίος περιπεσών εις φρικτήν τινά ασθένειαν, προσφεύγει εις την προσευχήν, κράζει θερμώς, αλλά μάτην «ηύχετο ο μιαρός προς τον ουκ έτι αυτόν ελεήσαντα Δεσπότην» (Β΄ Μακαβ. θ: 13). Τότε εισακούεται ο αμαρτωλός, όταν αφήση τας αμαρτίας και ζητή την συγχώρησιν εκ καρδίας. Αλλά και εις τους κινδύνους η προσευχή είναι ματαία, δεν φθάνει εις τα ώτα του Κυρίου Σαββαώθ. Ο Αντίοχος εζήτει με την προσευχήν όχι την άφεσιν των αμαρτιών του και των ανομιών του, αλλά την υγείαν του σώματος. Ποία άλλη κατάστασις είναι πλέον αξιοδάκρυτος από αυτήν του αμαρτωλού, όταν δεν του έμεινε πλέον καμμία βοήθεια, ούτε Άγγελος, ούτε προσευχή; Μάλιστα και αν αποτολμήση ποτέ να σταθή εις την τάξιν των προσευχομένων, φαίνεται μεν εκεί προσευχόμενος, αλλά δεν είναι· τόπον έχει προσευχομένου, αλλ’ όχι τρόπον, ούτε αξίαν, καθώς το χρυσούν στόμα της Εκκλησίας με την οξύτητα της διανοίας του σημαδεύει· ότι ο μέγας Δαβίδ προσκαλεί εις τους Ψαλμούς του δια να υμνήσουν τον Θεόν ομού όλα τα κτίσματα, και τα πλέον φοβερά και φρικτά, προσκαλεί τους σκορπίους, τους όφεις, τους δράκοντας, αλλ’ όχι τους αμαρτωλούς· «Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες» (Ψαλμ. ριη: 7), αλλ’ όχι αμαρτωλοί· μόνος ο αμαρτωλός έξω κλείεται από τον ιερόν τούτον χορόν. Δεν είναι λοιπόν ευπρόσδεκτος η προσευχή του αμαρτωλού (Ησαϊα α΄ και ι΄ ), ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η εορτή αυτού. «Τας νουμηνίας υμών και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου» (Ησ. α: 14). Ούτε να ενδύση πτωχόν, ούτε να επισκεφθή ασθενή, όλα μάτην, μάτην κοπιάζει εις όσον καιρόν ευρίσκεται εις την αμαρτίαν. Και τώρα καταλαμβάνω την αγχίνοιαν και το ύψος της διανοίας του μεγάλου εκείνου τέρατος της Αφρικής, του Συνεσίου λέγω. Είχεν αυτός ένα δούλον, αχρείον, μέθυσον, άσωτον, όστις του έφυγε, γράφων δε περί τούτου εις τον αδελφόν του, γράφει (Επιστ. λβ΄): «Μου έφυγεν, αδελφέ μου, ο και το όνομα δούλος και την προαίρεσιν, δια τούτο σου γράφω· εύρε αυτόν, δέσε τον και στείλε τον, όχι εις εμένα, αλλ’ εις την πατρίδα του, εκείνη η πόλις πρέπει να έχη το κακόν, όπου τον εγέννησεν, εγώ άλλην παιδείαν δεν θέλω του δώσει, φθάνει εις αυτόν η κακία, όπου έχει δια να τον τιμωρή· δεν ευρίσκω άλλην πλέον δριμυτέραν κόλασιν έξω από την κακίαν όπου τον κυριεύει». «Δίκην μεν ουν ετέραν ουκ αν λάβοιμεν παρ’ αυτού, αποχρώσα γαρ η πονηρία δίκη τω πονηρώ». Ακούεις κόλασιν και προ της κολάσεως εις τον αμαρτωλόν; Ακούεις συμφοράν προ της μεγάλης συμφοράς; Και πως λοιπόν δεν είναι αξιοδάκρυτος; Και τάχα ποίον να είναι το αίτιον, δια το οποίον ο αμαρτωλός είναι τόσον αναίσθητος εις την αθλίαν του κατάστασιν; Δεν είναι άλλο από το ότι το κακόν είναι εσωτερικόν, εις την ψυχήν και όχι εις το σώμα. Η αμαρτία κάμνει εις τον άνθρωπον παρόμοια με τον κεραυνόν· πίπτει αυτός πολλάκις εις κιβώτιον γεμάτον από χρυσόν, καταναλίσκει, καίει τον εσωτερικόν χρυσόν και αφήνει την ξυλίνην θήκην σώαν, άθικτον· «Λυχνίαν αργυράν ξυλίνοις εγκειμένην ελύτροις, τον μεν άργυρον συνιζήσαι τακέντα, το δε ξύλον άθικτον και απαθές ευρεθήναι» (Πλούταρχος συμπόσια βιβλ. δ΄). Και όποιος ήθελεν ίδει το κιβώτιον εκείνο έξωθεν σώον, υπολαμβάνει, ότι ουδεμίαν ζημίαν έπαθε, και όμως την ζημίαν την έπαθεν έσωθεν· το ίδιον κάμνει και η αμαρτία. Επιπίπτει εις ένα βασιλέα, τον Δαβίδ, περίφημον και ονομαστόν, τον φθείρει έσωθεν, καθώς αυτός ο ίδιος το μαρτυρεί· «καγώ εξουδενωμένος και ουκ έγνων» (Ψαλμ. οβ: 22), του άφησε το σκήπτρον εις τας χείρας, τον στέφανον εις την κεφαλήν, την χλαμύδα εις τους ώμους, και όμως έσωθεν εξουδενωμένος. Το ίδιον συμβαίνει και εις την ψυχήν του αμαρτωλού· φθείρει η αμαρτία την ψυχήν, το σώμα όμως μένει ακέραιον και δια τούτο μένει αγνώριστος η ζημία, μ’ όλον όπου είναι εις το βασιλικώτερον μέρος του ανθρώπου. Kαι όμως, ας υποθέσωμεν ότι η αμαρτία δεν δίδει τόσην ζημίαν, ας υποθέσωμεν, ότι προξενεί και ευτυχίαν· πως είναι δυνατόν όμως να μη είναι αξιοδάκρυτος η κατάστασις του αμαρτωλού, όπου δια της αμαρτίας παρώργισεν ένα Θεόν, μεγαλόδωρον και παντοδύναμον; «Παρωξύνατε γαρ τον ποιήσαντα υμάς… επελάθεσθε τον τροφεύσαντα υμάς Θεόν αιώνιον» (Βαρούχ δ: 7 – 8). Ποίαν ζημίαν γνωρίζεις, ηγαπημένε μου αμαρτωλέ, από τον Θεόν, δια την οποίαν κάμνεις εκδίκησιν; Αυτός δεν είναι ο ποιήσας σε εκ του μη όντος; Αυτός δεν είναι ο στολίσας σε με τόσα και τόσα αγαθά; Πως λοιπόν ανταποδίδεις κακά αντί αγαθών; Πολύκαρπος, ο ένδοξος εκείνος Αρχιερεύς της Σμυρναίων Εκκλησίας και διάδοχος των Αγίων Αποστόλων, εις το γήρας του προστάζεται να έλθη εις το κριτήριον των τυράννων, ως προσκυνητής του Χριστού. Η φήμη της αγίας και επαινετής ζωής του, και η ευπρέπεια του γηρατείου του ήτο τόση, ώστε παρεκίνησε και τους τυράννους εις αγάπην αυτού. Και αυτός ο ίδιος τύραννος, όπου ητοιμάζετο δια να τον φονεύση, ευθύς όπου τον είδεν, επεθύμησε να εύρη τρόπον να τον ελευθερώση· αλλ’ επειδή δεν ηδυνήθη, ούτε με κολακείας, ούτε με υποσχέσεις να τον σαλεύση από την χριστιανικήν ευσέβειαν, του λέγει· «Ειπέ καν με την γλώσσαν, και όχι με την καρδίαν, ένα βλάσφημον λόγον κατά του Χριστού και να σε αποστείλω οπίσω εις την επαρχίαν σου, όχι μόνον ελεύθερον από κάθε παιδείαν, αλλά και πλουτισμένον με μεγάλα βασιλικά δώρα». Εξάπτεται από θυμόν ο αγιώτατος Γέρων, σηκώνει τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, φωνάζει παρρησία μεγάλως· «Ογδοήκοντα εξ χρόνοι είναι όπου δουλεύω τον Δεσπότην μου Χριστόν, δεν εδοκίμασα από Αυτόν ουδεμίαν ζημίαν, ουδεμίαν καταφρόνησιν, ουδεμίαν λύπην, μάλιστα ευεργεσίας πολλάς, και μεγαλοδωρεάς απείρους· πως λοιπόν να καταφρονήσω τοιούτον ηγαπημένον Δεσπότην, όστις μέχρι του νυν με εφύλαξε σώον»; Ταύτα είπε και εισήλθεν εις την πυράν μετά πολλής χαράς ως φοίνιξ. Ω ηγαπημένε μου αμαρτωλέ, έως πότε συ ανταποδίδεις πονηρά αντί αγαθών, εις τοιούτον ευεργετικώτατον Πατέρα; Έως πότε καταφρονείς ως εχθρόν, τον μόνον και ακριβόν φίλον· «Μη ανταπόδομα υμείς ανταποδίδοτέ μοι»; Σε ερωτά δια του Ιωήλ (γ΄ 4). Αυτά του ανταποδίδεις διότι γυμνός εκαρφώθη εις ένα ξύλον δια την αγάπην σου; Μήπως διότι εστεφανώθη με τας πικράς ακάνθας των ιδικών σου αμαρτιών; Μήπως διότι έπιε το φαρμάκι με ένα ποτήριον της ιδικής σου κατάρας; Δια τούτο κάμνεις εκδίκησιν τοιαύτην εις Αυτόν; Δι’ αυτά τα αίτια υπομένεις τον χωρισμόν Του, καταφρονείς την Εικόνα Του, αποστρέφεσαι τόσους χρόνους την αγάπην Του; Αν είναι δι’ αυτό, πήγαινε, καταπάτησε εκείνο το Αίμα, με το οποίον σε εξηγόρασεν από τον άδην. Βλασφήμησον εκείνο το όνομα, το οποίον σου εχάρισε την σωτηρίαν· καταφρόνησον αυτόν τον Δεσπότην, ο οποίος έγινε παίγνιον δια την αγάπην σου· κάμε εκδίκησιν εις εκείνην την παναγίαν κεφαλήν, ήτις εκαρφώθη δια σε, κάμε εκδίκησιν εις εκείνους τους οφθαλμούς, όπου έκλαυσαν εις τον Σταυρόν δια σε. Εάν δε μάλιστα δια τα τοιαύτα πάθη του Δεσπότου σου έχης χρέος να τον αγαπήσης περισσότερον από τους άλλους, πως λοιπόν υπομένεις να είσαι χωρισμένος δια το ουδέν από την φιλίαν τοιούτου Δεσπότου; Πως δεν αισθάνεσαι την τοιαύτην αξιοθρήνητον κατάστασιν, εις την οποίαν σε έφερεν η αμαρτία; Δεν βλέπεις, ειπέ μοι, τας τόσας τύψεις της συνειδήσεώς σου; Δεν βλέπεις πόθεν σε περικυκλώνουν καθ’ εκάστην οι τοιούτοι μεμολυσμένοι λογισμοί; Πόθεν ο τοσούτος χειμών της καρδίας σου; Πόθεν η τοσαύτη καταφρόνησις των αρετών; Πόθεν αι τόσαι άτακτοι επιθυμίαι πολιορκούσι την αθλίαν ψυχήν σου; Πόθεν τόσον σκότος εις τον νουν σου, παρά το ό,τι άφησες το φως της ιδικής σου ψυχής; Πόθεν η τόση αλησμονησία του ουρανού, παρά το ό,τι είσαι μακράν από τον Ποιητήν του ουρανού; Πόθεν η τοσαύτη αμέλεια και ακηδία εις την προσευχήν; Πόθεν ο τόσος βαρύς ύπνος, όπου σε καταδυναστεύει εις τον καιρόν των θείων λόγων; Πόθεν άλλοθεν η τοσαύτη αδυναμία εις το να υποφέρης ένα ψυχρόν λόγον του αδελφού σου, παρά διότι εμακρύνθης από την παντοδυναμίαν του σου Δεσπότου; Δια τούτο εψυχράνθη η αδελφική αγάπη εις την καρδίαν σου, διότι εμακρύνθης από Εκείνον, όστις έχει το όνομα αγάπη. Δια τούτο ταράττεται συχνά ο νους σου και από κάθε λεπτόν φύσημα του σκανδάλου, διότι εμακρύνθης από την σκέπην Εκείνου, όστις καταπαύει τας ταραχάς των ανέμων με ένα νεύμα. Δια τούτο σαλεύεται και από παραμικράν προσβολήν του πονηρού διαβόλου η ψυχή σου, διότι λείπει από σε ο ακρογωνιαίος Λίθος, ο Χριστός. Δια τούτο εδουλώθης όλος εις τα μάταια, εις τα ουτιδανά, διότι εμάκρυνες από τον νουν σου τα αιώνια και τίμια. Δια τούτο συχνά, συχνά σου σκοτίζει την κεφαλήν ο καπνός της κενής δόξης και δια τούτο ζητείς να δοξασθής από τον πρόσκαιρον πλούτον, διότι έχασες, απέβαλες τον πολύτιμον στέφανον της ουρανίου υιοθεσίας και δια τούτο ζητείς εκείνον, τον οποίον σου δίδει ο άρχων του κόσμου τούτου. Ηγαπημένε μου αμαρτωλέ, αρκετός είναι ο χρόνος του βίου σου ο οποίος επέρασε, σου φωνάζει ο μακάριος Πέτρος (Α΄ Πέτρου δ: 3). Φθάνει. Έως πότε θα καταφρονής τοιούτον Δεσπότην; Αρκετός είναι ο χωρισμός από τοιούτον φίλον· άλλως, σε παρακαλώ, εύρε άλλον τόπον, μέσα εις τον οποίον να καταφρονής τον Πλάστην σου. Που όμως; Εις τους αγρούς, τους οποίους στολίζει Εκείνος με τόσα άνθη δι’ αγάπην σου; Και με τόσους καρπούς δια την τροφήν σου; Εις την θάλασσαν, την οποίαν σου άπλωσε δια τας πραγματείας σου; Εις τα όρη, τα οποία έχει γεμάτα με τόσα ύδατα δια την δίψαν σου; Που να υπάγης και να μη ίδης τον ιδικόν σου ευεργέτην, τον οποίον καταφρονείς; Εις τον ήλιον, όστις σου δίδει τόσον φως; Ή εις τους ουρανούς, όπου κινούνται δια την ωφέλειάν σου; Δεν ευρίσκεις κανένα τόπον, διότι «του ελέους Κυρίου πλήρης η γη» (Ψαλμ. λβ: 5). Πανταχού, πανταχού ευρίσκεις ευεργέτην σου τον Δεσπότην, τον οποίον καταφρονείς. Δια τούτο αρκετός ο περασμένος ήδη χρόνος του βίου, αρκετός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου