ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Την παραβολήν του Ασώτου οι θείοι Πατέρες διέταξαν να αναγινώσκηται, κατόπιν από εκείνην του Τελώνου και Φαρισαίου, δια την εξής αιτίαν. Επειδή πολλοί, όντες εκ νεωτέρας ηλικίας εκδεδομένοι εις ασωτίας, εις μέθας και εις ασελγείας, και πίπτοντες εις βυθόν κακών, έρχονται εις απόγνωσιν, η οποία, κατά τους Πατέρας, είναι γέννημα της αλαζονείας, και από αυτήν την αιτίαν δεν θέλουσιν παντελώς να δοθώσιν εις επιμέλειαν αρετής, αλλά μάλιστα και πίπτουσιν εις τα ίδια και χειρότερα, στοχαζόμενοι δήθεν πως δι’ αυτούς δεν είναι έλεος, δια τούτο οι Άγιοι Πατέρες, φιλάνθρωπίαν και σπλάγχνα πατρικά δεικνύοντες και προς τους τοιούτους, και θέλοντες να τους αποσύρουν από την απόγνωσιν, την παραβολήν ταύτην, ως είπομεν, μετά την πρώτην ενέταξαν εδώ, βουλόμενοι να ανασπάσουν εκ ρίζης το πάθος της απογνώσεως, δεικνύοντες δια του Ασώτου, ότι είναι ανοικτά εις τους αμαρτωλούς όλους τα φιλάνθρωπα και υπεράγαθα σπλάγχνα του Θεού, και ότι δεν είναι καμμία αμαρτία, ήτις ημπορεί να νικήση την άπειρον του Θεού φιλανθρωπίαν. Ας ίδωμεν δε τώρα ποίοι είναι οι δύο υιοί, περί των οποίων ομιλεί το σημερόν ιερόν Ευαγγέλιον;

Οι δύο ούτοι υιοί είναι οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί· ο πρεσβύτερος, ήτοι ο μεγαλύτερος, είναι εκείνος, όστις ίσταται πάντοτε εις τας εντολάς του Θεού, και πάντοτε μένει εις το καλόν, και παντελώς δεν απομακρύνεται από τον Θεόν και Πατέρα του. Νεώτερος δε είναι εκείνος, όστις ηγάπησε την αμαρτίαν, και με τας αισχράς του πράξεις απεμακρύνθη από την συναναστροφήν του Θεού· την δε φιλανθρωπίαν, την οποίαν έδειξεν εις αυτόν ο Θεός, την κατεσκόρπισε με τας ασωτίας του. Όθεν το κατ’ εικόνα δεν σώζεται πλέον σώον εις αυτόν, αλλ’ ακολουθεί εις τον πονηρόν δαίμονα, και δια των ηδονών εργάζεται τα εκείνου θελήματα, και δεν δύναται να χορτάση την επιθυμίαν του, διότι η αμαρτία είναι πράγμα όπερ δεν χορταίνεται με την προσωρινήν ηδονήν, την οποίαν ομοιάζει με τα ξυλοκέρατα, δηλαδή τα χαρούπια, τα οποία είναι η τροφή των χοίρων, διότι τα ξυλοκέρατα εις την αρχήν εκβάλλουν μικράν γλυκύτητα, κατόπιν όμως μένει τραχύ τι και αχυρώδες εις το στόμα· ταύτα δε απαραλλάκτως έχει και η αμαρτία. Αφού λοιπόν μετά βίας ήλθε ποτέ εις τον εαυτόν του ο Άσωτος, και ενεθυμήθη ότι ήτον απωλεσμένος από την έλλειψιν της αρετής, ήλθε τέλος πάντων εις τον πατέρα, λέγων· «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Ο Πατήρ τότε τον εδέχθη μετανοούντα, χωρίς να τον ονειδίση τελείως, αλλά πίπτων εις τον τράχηλόν του και αγκαλιάζων αυτόν, και δεικνύων τα θεϊκά και πατρικά σπλάγχνα, του έδωκεν ένδυμα, ήτοι το άγιον Βάπτισμα, και δακτυλίδιον, ήτοι σφραγίδα και αρραβώνα, την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Πλησίον δε εις αυτά, του έδωκε και υποδήματα, δια να μη πληγώνωνται τα κατά Θεόν αυτού διαβήματα υπό των νοητών όφεων και σκορπίων, αλλά μάλιστα να ημπορή να πατή τας κεφαλάς αυτών, κατά το ειρημένον, του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων (Λουκά ι: 19). Μετά ταύτα, από την υπερβολήν της χαράς κινούμενος ο Πατήρ, σφάζει δι’ αυτόν και τον μόσχον τον σιτευτόν δηλαδή τον θρεπτόν, ο οποίος συμβολίζει τον Υιόν του τον μονογενή, τον οποίον δίδει εις τον μετανοούντα να φάγη Αυτού την σάρκα, και να πίη το αίμα Του. Ταύτην την υπεράπειρον του Θεού και Πατρός ευσπλαγχνίαν ο πρεσβύτερος υιός θαυμάζων, λέγει ως παράπονα, όσα τον ηκούσαμεν λέγοντα, από την πολλήν του έκπληξιν· αλλ’ ο φιλάνθρωπος Πατήρ και εκείνον κάμνει να σιωπά, μεταχειριζόμενος αυτόν με λόγους γλυκείς, λέγων εις αυτόν· «Τέκνον μου, συ πάντοτε ήσουν και είσαι μετ’ εμού αχώριστος, και όλα τα ιδικά μου, ιδικά σου είναι· έπρεπε δε ως τόσον να ευφρανθώμεν και να χαρώμεν, ότι ούτος ο ιδικός μου υιός, και ιδικός σου αδελφός, νεκρός ήτο από την αμαρτίαν, και τώρα ανέζησε με την μετάνοιαν, και απολωλώς ήτο, εφ’ όσον απεμακρύνθη απ’ εμού δια των φαύλων του πράξεων, τώρα δε ευρέθη, με το να τον ανεζήτησα εγώ, με την ιδικήν μου ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν». Η παραβολή αύτη δύναται να προσαρμοσθή και εις τον Εβραϊκόν λαόν, και ημάς τους εξ Εθνών, εννοούσα πρεσβύτερον μεν υιόν τον Εβραϊκόν λαόν, νεώτερον δε τον εξ Εθνών. Δια ταύτην την αιτίαν λοιπόν, διωρίσθη εδώ παρά των Αγίων Πατέρων και η παραβολή αύτη, η οποία δύναται να ανασπάση, ως είπομεν, την κακίστην απόγνωσιν και δειλίαν της αρετής, και να παρακινήση εις μετάνοιαν και μεταμέλειαν τον αμαρτήσαντα ως ο Άσωτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου