Τη ΙΘ΄ (19η) Φεβρουαρίου, μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου Μητρός ημών ΦΙΛΟΘΕΗΣ της Αθηναίας.

Φιλοθέη η Οσία Μήτηρ ημών ήτο από τας κλεινάς και περιδόξους Αθήνας, εις τας οποίας εγεννήθη κατά το έτος αφκβ΄ (1522), εις αυτάς δε και ανετράφη και έζησε και ηγωνίσθη τον αγώνα τον καλόν και ανεδείχθη «πόλις,… επάνω όρους κειμένη» (Ματθ.  ε:14) και «λύχνος… επί την λυχνίαν» (Ματθ.  ε:15) φωτίζουσα πάντας τους εν τη πόλει των Αθηνών και τοις πέριξ οικούντας, καίτοι τότε η άλλοτε λαμπροτάτη αύτη πόλις κατείχετο από ενός περίπου αιώνος από τας ορδάς των αλλοφύλων και αλλοπίστων τυράννων Τούρκων. Η σκοτεινή όμως και απαισία αύτη δουλεία ουδόλως ηδυνήθη να παρεμποδίση την γενναιόφρονα Φιλοθέην από του να πραγματοποιήση τον ένθεον πόθον της, αναδειχθείσαν ούτω προστάτιδα της τε πόλεως ταύτης ως και των εν διαφόροις κινδύνοις ευρισκομένων κατοίκων αυτής και μάλιστα των αδυνάτων γυναικών και κινδυνευουσών παρθένων και τότε, ότε έζη η μακαρία, αλλά και μετά την οσίαν και μαρτυρικήν αυτής κοίμησιν, έτι δε και από της εποχής εκείνης μέχρι σήμερον και μέχρι συντελείας των αιώνων. Θαυμάσια και άξια διηγήσεως είναι των παλαιών Μαρτύρων και Οσίων τα ένθεα κατορθώματα και ικανά να διεγείρουν και να παρακινήσουν εις την κατά δύναμιν μίμησιν και τας πλέον ραθύμους και αμελείς ψυχάς.

Αλλ’ η έλλειψις, φευ! την σήμερον των τοιούτων Αγίων κάμνει τους ανθρώπους να προφασίζωνται και να αποδίδουν τους άθλους και τας αρετάς εκείνων εις τον τότε δήθεν καιρόν και όχι εις την ιδικήν των προαίρεσιν και εις την Χάριν του Θεού. Δια τούτο πρέπον είναι να θαυμάζωνται και να ευφημώνται περισσότερον όσοι και όσαι, άνδρες και γυναίκες, εις τους παρόντες καιρούς, ή ολίγον πρωτύτερα από ημάς, ηκολούθησαν τα ίχνη των παλαιών και με μαρτυρικήν άθλησιν ή με ασκητικήν πολιτείαν εδόξασαν τον Θεόν και παρ’ Αυτού πλουσίως αντεδοξάσθησαν. Διότι γνωρίζει να δοξάζη ο Κύριος τους Αυτόν αντιδοξάζοντας, κατά την γραφικήν ρήσιν· «αλλ’ ή τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α΄ Βασιλ. β: 30). Παρομοία με εκείνους εις τους αγώνας εχρημάτισε και η Οσία αύτη Φιλοθέη. Η μήτηρ της ωνομάζετο Συρίγα, ο δε πατήρ της Άγγελος Μπενιζέλος, από το γένος του οποίου έως σήμερον σώζονται εις τας Αθήνας πολλοί, ήσαν δε και οι δύο φιλευσεβείς, ευγενείς και πλούσιοι. Μάλιστα η Συρίγα, όσον είχε την εξωτερικήν λαμπρότητα και πλουσιότητα, τόσον επλούτει και την εσωτερικήν ευγένειαν της ψυχής, με το να ήτο καταπλουτισμένη από διαφόρους αρετάς και, το περισσότερον, από την χριστομίμητον ελεημοσύνην. Αλλ’ επειδή ήτο στείρα και άτεκνος ελυπείτο πολύ, δεν προσέδραμεν όμως εις ανθρωπίνας τέχνας και ιατρείας, καθώς συνηθίζουν σήμερον άλλαι ομοιοπαθείς στείραι, αλλά με γενναίον φρόνημα, μιμουμένη την θεοχαρίτωτον εκείνην Προφήτιδα Άνναν, κατέφυγε προς τον Θεόν, τον Παντοδύναμον και Πανάγαθον ιατρόν και εις την μεσιτείαν της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και παρεκάλει ταύτην θερμώς να διαλύση την λυπηράν στείρωσιν αυτής και να της χαρίση τέκνον. Ο δε Κύριος ημών, ο ποιών το «θέλημα των φοβουμένων αυτόν» (Ψαλμ. ρμδ: 19), δεν παρήκουσε την δέησίν της, διότι, εν μια των ημερών, εισελθούσα, κατά την συνήθειάν της, εις τον Ναόν της Θεοτόκου και από τον κόπον της εκτεταμένης και θερμής ολοψύχου προσευχής αποκοιμηθείσα ολίγον, είδεν εν οράματι, ότι ήλθεν από την εικόνα της Θεοτόκου φως μέγα και λαμπρόν και εισήλθεν εις την κοιλίαν της. Αφού δε εξύπνησεν, έκρινεν, ότι το όραμα, το οποίον είδεν, ήτο, ότι επέτυχε το αίτημά της, το οποίον και έγινε· διότι μετ’ ολίγον καιρόν συνέλαβε και εγέννησε θυγατέρα, την οποίαν ωνόμασε Ρεβούλαν (Ρηγούλα – Ρηγίλλη). Αύτη λοιπόν η μακαρία, ως τέκνον θεοχαρίτωτον, από μικράς ηλικίας προεμήνυε τα ενάρετα και θεοειδή κατορθώματα, τα οποία έμελλε να κάμη μετά ταύτα· και όσον ηύξανε κατά την σωματικήν ηλικίαν, τόσον επρόκοπτε κατά την ψυχήν, επειδή είχε πλησίον της το παράδειγμα της μητρός της· και ως δένδρον πεφυτευμένον κοντά εις τας διεξόδους των υδάτων, εσπούδαζε να αποδώση εκατονταπλασίονα τον καρπόν. Όταν έφθασεν εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας της, εζητήθη εις γάμου κοινωνίαν από άρχοντα τινα, από τους τότε πρώτους της πόλεως· αλλ’ η αοίδιμος, επειδή είχε πολύν πόθον εις την καρδίαν να φυλάξη παρθενίαν και να πολιτευθή ασκητικώς, αρχικώς μεν απέβαλε το τοιούτον αίτημα, διότι δεν ήτο αρεστόν εις τον θεοφιλή της σκοπόν· ύστερον δε, κατόπιν της πολλής βίας και των ενοχλήσεων, τας οποίας της έκαμνον καθ’ εκάστην οι γονείς της, δικαιολογούμενοι, ότι δεν έχουν άλλον κληρονόμον της περιουσίας, την οποίαν είχον, συγκατένευσε, παρά την θέλησίν της, και υπανδρεύθη, αλλ’ ο ανήρ αυτής, έχων γνώμην σκληράν και σχεδόν απάνθρωπον, την έθλιβε καθημερινώς με διαφόρους κακουχίας και τιμωρίας. Εκείνη δε η αείμνηστος, υπομένουσα ευχαρίστως τοιούτον τύραννον και όχι ομόζυγον, επραγματεύετο διαφοροτρόπως την σωτηρίαν και την διόρθωσίν του, και πότε μεν παρεκάλει τον Θεόν να του μεταβάλη την σκληράν εκείνην και θηριώδη γνώμην, πότε δε τον ενουθέτει και τον ήλεγχε και ούτω επέρασε μαζί του τρεις ολοκλήρους χρόνους με πολλάς θλίψεις και βάσανα, έως ότου ο Θεός, βλέπων την υπομονήν αυτής και την αμετανοησίαν εκείνου, τον εθέρισε με το δρέπανον του θανάτου. Αφού λοιπόν η Αγία απηλευθερώθη από τον κακόν εκείνον ομόζυγον διέμεινεν έκτοτε εις τον πατρικόν αυτής οίκον εις ένα και μόνον σκοπόν αποβλέπουσα, πώς να ευαρεστήση τον Θεόν με όλα τα είδη της αρετής, τον παρεκάλει δε νύκτα και ημέραν, όπως την ενδυναμώση εις τον σκοπόν τον οποίον και πρότερον είχεν. Αν και πάλιν οι γονείς της δεν έπαυον να της προβάλλουν καθημερινώς και δεύτερον γάμον, διότι όλοι οι πρώτοι των αρχόντων την εζήτουν δια την ευγένειαν και τον πλούτον τον οποίον είχεν. Αλλά ματαίως εκοπίαζον. Από τας ακαταπαύστους δε προσευχάς, τας οποίας η μακαρία προσέφερεν εις τον Θεόν ως θυσίαν αινέσεως, ηξιώθη να ίδη και θείαν οπτασίαν, δια της οποίας επεστηρίζετο εις την θεοφιλή και θεάρεστον γνώμην της. Ότε δε η αοίδιμος διήγε το δέκατον έτος της χηρείας της απεβίωσαν οι γονείς της και αφού ηλευθερώθη από τα εμπόδια ταύτα εδόξασε τον Θεόν και ήρχισε να διάγη με ταπεινοφροσύνην, ασκητικωτέραν ζωήν, αγωνιζομένη με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς, και ως φιλόπονος μέλισσα ειργάζετο το γλυκύτατον μέλι της αρετής. Και πρώτον μεν, δι’ επιταγής του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων, τον οποίον είδεν η Οσία εν οράματι, ωκοδόμησε Μοναστήριον γυναικείον, επ’ ονόματι του Αγίου Ανδρέου, το οποίον επλούτισε με αρκετά κελλία και άλλας αναγκαίας οικοδομάς και περιοχάς, και επροικοδότησε με μετόχια και υποστατικά αρκετά, προς αναγκαίαν ζωοτροφίαν των μοναζουσών, αίτινες θα ησκούντο εις αυτό. Η Μονή αύτη εσώζετο εν Αθήναις επί πολλά έτη, Χάριτι του Χριστού, κατοικουμένη από Μοναχάς και εμπεπλουτισμένη όχι μόνον με υποστατικά διάφορα και μετόχια, ως προείπομεν, αλλά και με πολυειδή χρυσοϋφαντα ιερατικά και σκεύη, δια τας ετησίους ιεράς τελετάς και ολονυκτίους δεήσεις, αίτινες ετελούντο και μετά τον αοίδιμον εκείνης θάνατον. Εσεμνύνετο δε η Μονή και εκαλλωπίζετο με τον θησαυρόν του τιμίου και ιερού λειψάνου αυτής, το οποίον ήτο αποτεθησαυρισμένον και αποτεθειμένον εις το δεξιόν μέρος του Ιερού Βήματος, παρά πάντων ευλαβώς ασπαζόμενον και θαυμαστήν αναπέμπον την ευωδίαν εις φανεράν μαρτυρίαν και σημείον της Αγιότητος. Μετά την τελείωσιν του Μοναστηρίου, η μακαρία αύτη Μήτηρ ημών ενεδύθη πρώτη το Μοναχικόν Σχήμα και τότε έλαβε το όνομα Φιλοθέη. Ευθύς τότε εγκατέλειψε τα του κόσμου τερπνά και έδραμε προθύμως εις το στάδιον της ασκήσεως, παραλαβούσα μεθ’ εαυτής και τας γυναίκας, αι οποίαι ειργάζοντο εις τον πατρικόν της οίκον, τας οποίας είχε κατηχήσει και προετοιμάσει εις την κατά Θεόν πολιτείαν· και όχι μόνον αυταί, αλλά και πολλαί άλλαι παρθένοι, από τας ευγενείς και πλουσίας της πόλεως, αρνούμεναι μετά χαράς όλα τα προσωρινά και φθαρτά καλά του κόσμου τούτου, ενεδύοντο το Μοναχικόν Σχήμα και υπετάσσοντο εις αυτήν την μακαρίαν Καθηγουμένην. Διότι ποία ακούουσα τα ψυχοσωτήρια και γλυκύτατα λόγια εκείνης, και βλέπουσα την πραότητα της γνώμης της και όλας τας άλλας αρετάς της, δεν ήθελεν ελκυσθή από αυτήν; Την δε συμπάθειαν και φιλανθρωπίαν, την οποίαν είχεν εις τους ενδεείς και πάσχοντας και την καθημερινήν φροντίδα και μέριμναν δι’ αυτούς, ποιούσα και λέγουσα ομού με τον θείον Παύλον· «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ» (Β΄ Κορινθ. ια: 29), ποίος ήθελεν ημπορέσει να επαινέση αξίως; Τα νοσοκομεία και ξενοδοχεία, τα οποία έκτισεν ολίγον μακράν από το Μοναστήριον, είναι αρκετόν σημείον της φιλελεήμονος εκείνης και ευσπλαχνικωτάτης ψυχής. Εις ταύτα δε επήγαινε και η ιδία και επεσκέπτετο τους ασθενείς, οίτινες έπασχον από διαφόρους ασθενείας, όχι μόνον με όλα τα προς τροφήν και σωματικήν ανάπαυσιν αναγκαία, αλλά και με παρηγορητικούς και ευαγγελικούς λόγους, οι οποίοι τρέφουν την ψυχήν, γινομένη τα πάντα τοις πάσιν, ίνα τους πάντας κερδήση, ή τους πλείονας, κατά τον Παύλον (Α΄ Κορινθ. θ:19-22). Επειδή λοιπόν η Αγία εγνωρίζετο και ελέγετο, ότι είναι ως μία πηγή πολύρρυτος ελέους και συμπαθείας και όλοι οι χρειαζόμενοι συνέτρεχον προς αυτήν, κατήντησε το Μοναστήριον να περιπέση εις εσχάτην ένδειαν και αι Μοναχαί, αίτινες εμόναζον εις αυτό, ήρχισαν να γογγύζουν κατά της Αγίας και να μικροψυχούν δια την στέρησιν των προς το ζην αναγκαίων. Αλλ’ η θεοχαρίτωτος αύτη δεν έπαυεν από του να τας νουθετή, λέγουσα να έχουν πίστιν εις τον Θεόν, όστις διατρέφει τους νεοσσούς των κοράκων τους επικαλουμένους αυτόν, και να στέκουν στερεαί εις τα αψευδέστατα λόγια αυτού όπου λέγει· «Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ:33), το οποίον και έγινε μετ’ ολίγας ημέρας εμπράκτως δια δύο προκρίτων, οι οποίοι, κατά θείαν νεύσιν, ήλθον εις το Μοναστήριον χάριν προσκυνήσεως και έδωκαν εις την Αγίαν πλουσιοπάροχον ελεημοσύνην, τοιουτοτρόπως δε αι αδελφαί εδόξασαν μεν τον πλουτοδότην Θεόν, εθαύμασαν δε την αδίστακτον πίστιν της Αγίας την οποίαν είχεν εις Αυτόν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν οι Τούρκοι είχον φέρει εις τας Αθήνας γυναίκας ξένας, τας οποίας είχον αρπάσει από διαφόρους τόπους, και τας είχον καταστήσει δούλας. Την συμπάθειαν δε και την φιλανθρωπίαν και τους πειρασμούς και τους κινδύνους, τους οποίους υπέμεινεν η αείμνηστος, δια την σωτηρίαν των και απολύτρωσίν των, δεν είναι δυνατόν να εκθέση τις ως πρέπει· ημείς όμως, διηγούμενοι ένα από τα πολλά, θέλομεν κάμει τους ακροατάς να εννοήσουν πόσην μεγάλην ζέσιν και πόθον είχεν η όντως φιλόθεος Φιλοθέη δια την σωτηρίαν των αδελφών. Τέσσαρες από τας προαναφερθείσας γυναίκας, ακούσασαι την φήμην της Αγίας και ευκαιρίας τυχούσης, έφυγον από τους αυθέντας των, αι οποίοι τας εβίαζον εις την άρνησιν της Πίστεώς των και κατέφυγον προς αυτήν. Η δε μακαρία Φιλοθέη, αφ’ ου τας εδέχθη με την συνηθισμένην της φιλοφροσύνην και τας ενουθέτησεν αρκετά εις το να στέκουν ανδρείαι εις τους υπέρ Πίστεως κινδύνους και να μη λυπώνται πολύ δια την δουλείαν, εκαιροφυλάκτει αρμόδιον καιρόν, όπως τας κατευοδώση εις τας πατρίδας των. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και οι κύριοί των, μαθόντες τα γενόμενα, ώρμησαν ωσάν άγρια θηρία εις το κελλίον της Αγίας και αρπάσαντες αυτήν, καίτοι ήτο ασθενής επί πολλάς ημέρας, την παρουσίασαν εις τον διοικητήν, εγκαλούντες δε και φωνάζοντες κατ’ αυτής την έβαλαν εις σκοτεινήν φυλακήν. Η δε Αγία, αντί να λυπηθή εις τούτο, εχάρη πολύ και ήτο ετοίμη να θυσιάση και αυτήν την ζωήν, παρά να προδώση εκείνας τας γυναίκας, αίτινες κατέφυγον προς αυτήν, δεικνύουσα εμπράκτως, με το έργον, την φωνήν εκείνην την οποίαν λέγει ο Κύριος· «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάννου ιε: 13). Ποίος ήθελε κρίνει τούτο το έργον της Αγίας μικρότερον από εκείνο το οποίον έκαμεν ο Μέγας Βασίλειος, όστις, δια μίαν χήραν γυναίκα, από τας ευγενείς, η οποία εβιάζετο εις δεύτερον γάμον και προς προφύλαξιν της σωφροσύνης της κατέφυγε προς αυτόν, αντεστάθη γενναιοφρόνως και μετά χαράς ήθελεν απλώσει εις σφαγήν την κεφαλήν του, παρά να προδώση την σώφρονα εκείνην χήραν; Την επαύριον λοιπόν συνήχθη πάλιν πλήθος πολύ των Τούρκων και εφώναζαν κατά της Αγίας το «Ένοχος θανάτου εστί» (Ματθ.  κστ:66), καθώς οι Ιουδαίοι κατά του Κυρίου. Τότε ο διοικητής, αφ’ ου έβγαλεν από την φυλακήν την Αγίαν, επρόβαλεν εις αυτήν να εκλέξη εν εκ των δύο· ή τον δια ξίφους θάνατον, ή την άρνησιν της αγιωτάτης ημών Πίστεως. Αλλ’ ω της εκείνου ανοίας και ματαιοφροσύνης! εις ποίαν πέτραν εδοκίμασεν ο δείλαιος να ρίψη τα βέλη της αθεϊας! Διότι ευθύς ως ήκουσε τούτο η Αγία απεκρίθη θαρραλέως· «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασάνων δια το όνομα του Χριστού, τον οποίον ολοψύχως πιστεύω και προσκυνώ Θεόν αληθινόν και άνθρωπον τέλειον και χάριν μεγάλην θέλεις μου κάμει, αν μίαν ώραν πρότερον ήθελες με εξαποστείλει προς Αυτόν δια του Μαρτυρίου».  Δια τοιούτων λόγων αποκριθείσα εις τον τύραννον η τρισολβία και φερώνυμος Φιλοθέη, θα ελάμβανε μετ’ ολίγον τον μαρτυρικόν στέφανον, εάν δεν ήθελον προφθάσει κατ’ εκείνην την ώραν, θεία βουλήσει, Χριστιανοί τινες, οίτινες κατεπράϋνον αυτόν με διαφόρους τρόπους και ηλευθέρωσαν αυτήν και ούτως επέστρεψεν εις την Μονήν της. Όμως δεν απώλεσεν οριστικώς και τον στέφανον του Μαρτυρίου, διότι, εάν δεν έλαβε τότε τούτον, έδειξεν όμως την ολοπρόθυμον προς τούτο προαίρεσιν αυτής και ο Πανάγαθος Θεός δεν την εστέρησε του ποθουμένου, αλλ’ ηξιώθη τούτου μετά ταύτα, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω. Το περιστατικόν λοιπόν τούτο και οι κίνδυνοι τους οποίους αντιμετώπιζε καθ’ εκάστην η Αγία από τους τυράννους Τούρκους επροξένησαν άραγε εις αυτήν καμμίαν ψυχρότητα, ή αμέλειαν εις τον δρόμον της αρετής και την άσκησιν της προς τον πλησίον αγάπης; Ουδαμώς· αλλά και πάλιν έκτοτε δεν έπαυεν η αξιομακάριστος καθ’ εκάστην  από τας συνηθισμένας της αγαθοεργίας και όχι μόνον την ιδικήν της ψυχήν εστόλιζε με την καλλονήν και ευπρέπειαν των αρετών, αλλά και των άλλων. Διότι τους εναρέτους εστερέωνεν εις την αρετήν και τους αμαρτωλούς μετέβαλλεν εις το καλόν και τους ωδήγει εις μετάνοιαν. Δια τούτο και αποστολικώς διεπέρασεν εις την νήσον Κέαν, όπου είχε προ πολλού οικοδομήσει Μετόχιον, δια να αποστείλλη εις αυτό τας Μοναχάς, αι οποίαι δια διαφόρους λόγους εφοβούντο να διαμένουν Αθήνας και μείνασα εκεί χρόνον αρκετόν και θεαρέστως κατηχήσασα τας ασκουμένας αδελφάς εις την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, επέστρεψε πάλιν εις τας Αθήνας. Μετά δε την επάνοδον αυτής, τις να αριθμήση πλέον τα ένθεα αυτής κατορθώματα, την πλουσιοπάροχον ελεημοσύνην, την οποίαν έδιδεν εις τους ενδεείς και πάσχοντας, την φιλοξενίαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας και στάσεις, την άκραν εγκράτειαν και τας λοιπάς αρετάς; Αφ’ ου λοιπόν η Αγία εστόλισε τον εαυτόν της τελείως με πράξιν και θεωρίαν, ηξιώθη να επιτελή και θαυμάσια, εν από τα οποία είναι και το εξής: Νεανίας τις ποιμήν προβάτων, δεδομένος εκ νεαράς ηλικίας εις κλοπάς και άλλας διαφόρους κακίας, κατά παραχώρησιν  Θεού εδαιμονίσθη· όθεν γυμνός και τετραχηλισμένος εφέρετο εις τα σπήλαια και βουνά, θέαμα όντως ελεεινόν. Πολλάκις, όταν ήρχετο εις τον εαυτόν του, εσύχναζεν εις τα Μοναστήρια, τα οποία ήσαν εκεί πέριξ, δια να εύρη ιατρείαν του πάθους του, πλην εις μάτην· τέλος πάντων, οδηγηθείς από άλλους, προσέτρεξε και εις την Αγίαν, η οποία ευσπλαγχνισθείσα αυτόν, μετά πρόθυμον και εκτεταμένην προσευχήν, τον ελύτρωσεν από την διαβολικήν εκείνην μάστιγα, και νουθετήσασα αυτόν ικανώς, τον εκούρευσε και Μοναχόν και ούτω διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία και ασκήσει, θαυμαζόμενος από όλους. Πολλοί λοιπόν, τόσον από την ιδίαν πόλιν των Αθηνών, όσον και από τας πέριξ κωμοπόλεις και χωρία, ακούοντες την φήμην της Αγίας, προσήρχοντο και ελάμβανον ψυχικάς και σωματικάς θεραπείας. Όθεν, δια την τοιαύτην ενόχλησιν και δια το πλήθος των μοναζουσών, αίτινες καθημερινώς ηύξανον και εστενοχωρείτο το Μοναστήριον, παρεκινήθη η Αγία και έκτισε και ετέραν Μονήν ολίγον μακράν από την πόλιν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην Πατήσια προς τελειοτέραν ησυχίαν των αδελφών και εις ταύτην συχνάζουσα συνηγωνίζετο μαζί με τας αδελφάς, ενίοτε δε ησκήτευε και κατά μόνας αγωνιζομένη εντός σπηλαίου. Τοιούτους θεαρέστους αγώνας ετέλει η Αγία τον Θεόν θεραπεύουσα, τους υποδούλους αδελφούς της παρηγορούσα, τας αιχμαλώτους και αδυνάτους γυναίκας και απαλάς κόρας προστατεύουσα και τους πτωχούς και ασθενείς ενισχύουσα. Οι μιαροί όμως Τούρκοι δεν ηδύναντο να ανεχθώσι την Χριστιανικήν ταύτην πολιτείαν της  Αγίας· διο ημέραν τινά ευρισκομένης αυτής εις την των Πατησίων δευτέραν Μονήν και ενώ επρόκειτο να τελεσθή η εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, η δε Αγία ομού μετά των λοιπών αδελφών ευρίσκοντο εις τον θείον Ναόν επιτελούσαι ολονύκτιον αγρυπνίαν, Τούρκοι τινές, τρέφοντες μίσος κατ’ αυτής, εισήλθον εις την Μονήν, ήρπασαν την Αγίαν και ήρχισαν να δέρωσιν αυτήν αγρίως, από δε τους πολλούς ραβδισμούς και τα τραύματα την άφησαν σχεδόν ημιθανή. Τρομοκρατηθείσαι εκ τούτου αι Μοναχαί μετέφερον κρυφίως την Αγίαν  εις ασφαλέστερον μέρος, εις την θέσιν την γνωστήν από της εποχής εκείνης ως Καλογρέζαν. Έκτοτε η Αγία δεν ηδυνήθη να αναλάβη πλέον την υγείαν της, όλοι δε έβλεπον ότι εντός ολίγου θα απήρχετο προς Κύριον, διότι παρέμενε κλινήρης φρικτώς κατατρυχομένη από τους αφορήτους πόνους των πληγών τας οποίας έλαβεν. Εκείνη όμως η μακαρία υπέμενε θαυμασίως τας οδύνας ευχαριστούσα και δοξάζουσα τον Κύριον, διότι ηξιώθη να υποφέρη δια την αγάπην Αυτού και των πασχόντων αδελφών της. Ούτω δε ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείσα, μετά πάροδον ολίγου χρόνου εδέξατο το μακάριον τέλος και απήλθε προς τας αιωνίους χοροστασίας κατά το  αφπθ΄ (1589) έτος από Χριστού, την ιθ΄ (19) του Φεβρουαρίου μηνός, διττών αξιωθείσα στεφάνων, της τε δηλαδή ασκήσεως και του Μαρτυρίου. Μετά πάροδον είκοσιν ημερών από της κοιμήσεώς της, ο τάφος της ευωδίαζε και ότε μετά πάροδον έτους έγινεν η ανακομιδή της, ευρέθη το τίμιον λείψανον αυτής σώον και ακέραιον, καθώς φαίνεται την σήμερον και πλήρες ευώδους μύρου, εις λαμπράν απόδειξιν της θεαρέστου πολιτείας της, εις δόξαν τε και αίνον του Παντοδυνάμου και Παναγάθου Θεού ημών και εις τιμήν και καύχημα της Ορθοδόξου ημών Πίστεως. Αυτά είναι, αγαπητοί αδελφοί, τα ένθεα κατορθώματα της αοιδίμου και όντως φιλοθέου Φιλοθέης, την οποίαν ας αγωνίζεται έκαστος ημών να μιμήται κατά δύναμιν· άλλοι μεν ας μιμώνται το ευμετάδοτον και την πλουσιοπάροχον εις τους πτωχούς ελεημοσύνην της· άλλοι την υπομονήν της και ευχαριστίαν, την οποίαν είχεν εις τους πειρασμούς και εις τας θλίψεις, άλλοι την άκραν νηστείαν της και την ακατάπαυστον προσευχήν, άλλοι την κατά Θεόν αγάπην, την οποίαν είχεν εις τον πλησίον, και άλλοι άλλην αρετήν κατά την κλίσιν και δύναμιν την οποίαν έχει έκαστος. Ας μη προφασιζώμεθα προφάσεις εν αμαρτίαις, λέγοντες ότι τα θεάριστα αυτά έργα εγίνοντο μόνον τον τότε καιρόν και τώρα η φύσις ησθένησε και ημείς είμεθα τώρα εις δυσκόλους καιρούς· αι αιτιολογίαι αύται είναι μάταιαι και διαβολικαί, διότι ο Θεός, ως Παντοδύναμος και Πανάγαθος, πάντοτε δίδει εις όλους την Χάριν του, και θέλει πάντες να σωθώσιν, από ημάς δε μόνον την προαίρεσιν και την κλίσιν εις το καλόν απαιτεί, καθώς το βλέπομεν και εις άλλα παραδείγματα, μάλιστα δε εις την προκειμένην και ευφημουμένην Αγίαν. Δεν ήτο και αυτή, καθό γυνή, φύσεως ασθενεστέρας; Δεν ήτο εις τον τόπον τούτον, εις τον οποίον ευρισκόμεθα την σήμερον ημείς; Δεν απήντησε τόσους και τόσους πειρασμούς και εμπόδια εις τον δρόμον της ζωής της; Αλλ’ όμως κανένα από αυτά δεν ηδυνήθη να παραλύση και ψυχράνη την αγάπην και την ζέσιν την οποίαν είχε προς τον Θεόν.

Δια τούτο και ημείς, αδελφοί, ας αγωνισθώμεν, κατά το δυνατόν, να προσφέρωμεν εις τον Θεόν καρπόν τινα αρετής, δια να μη έλθη καιρός να μετανοήσωμεν ανωφελώς. Ας ξερριζώσωμεν τουλάχιστον από την ψυχήν μας τα πάθη εκείνα, τα οποία είναι αναπολόγητα και εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους, τον φθόνον, την κατάκρισιν, την μνησικακίαν και άλλα τοιαύτα, δια να μη καταδικασθώμεν εις την αιώνιον κόλασιν και ας πολιτευθώμεν θεαρέστως, δια να αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, Χάριτι και φιλανθρωπία του εν Τριάδι προσκυνουμένου Αγίου Θεού ημών, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, δια πρεσβειών της Οσιομάρτυρος και Θεοφόρου Μητρός ημών Φιλοθέης της εξ Αθηνών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου