Ατομοβόμβες, δορυφόροι, πύραυλοι
Μα μήπως οι άνθρωποι δεν είμαστε σαν τον αδελφοκτόνο Κάιν; Όλος ο νους κι ο λογισμός μας δεν είναι στο πώς να βγάλουμε ο ένας τα μάτια τ’ αλλουνού; Τι άλλο είναι η ιστορία μας παρά καβγάδες, έχθρητες, σκοτωμοί κι αίματα; Και δεν ντρεπόμαστε για μια τέτοια ιστορία, αλλά καυχιόμαστε κιόλας για δαύτη και καμαρώνουμε οι χαμένοι, και γράφουμε σε βιβλία τα κατορθώματά μας και τον πολιτισμό μας και λεγόμαστε και Χριστιανοί οι ελεεινοί θεομπαίχτες! Και καλά τέλος πάντων εμείς οι απλοί κι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε μήτε μεγάλο καλό, μήτε μεγάλο κακό. Αλλά εκείνοι οι φημισμένοι και παντοδύναμοι θεράποντες της επιστήμης, που κρατάνε τα κλειδιά της σοφίας, να; Που γινήκανε οι νεκροθάφτες της μητέρας τους της ανθρωπότητας που καμαρώνει τα διαλεχτά τέκνα της. Μέρα νύχτα ψάχνουνε, ξαγρυπνάνε, μελετάνε, βρίσκουνε καινούργια συστήματα για να εξοντώσει ο ένας τον άλλον, το ένα έθνος το άλλο, η μια φυλή της άλλη. Κι αφού μας φέρνουνε στην άκρη του γκρεμού, πιάνουνε τις φωνές και τα ξόρκια και κάνουνε τις μετανοούσες Μαγδαληνές, κι όλη η στερνή η έγνοια τους είναι, τάχα, με τι τρόπο θα γλυτώσει από τον Χάρο η φίλτατή μας ανθρωπότητα κι ο ανεκτίμητος πολιτισμός της, πού’ ναι αρματωμένος ως τα δόντια με τα έμορφα και εξαίσια στολίδια που τον στολίζουνε αυτοί οι ίδιοι!
Σύγχυση φρενών! Όλοι
θέλουμε να ζήσουμε κι όλοι συνεργούμε στο ξεκλήρισμά μας. Γιατί είμαστε
πονηροί, κακοί, δεν αγαπάμε τον αδελφό και πόθος μας είναι να τον
τσαλαπατήσουμε για να στήσουμε χορό απάνω στον τάφο του, Μήτε Θεό λογαριάζουμε
μήτε τίποτα. Θεός είναι για μάς ο εγωισμός μας κι άγιοι είναι τα πάθη μας που
τα θυμιατίζουμε και τα προσκυνάμε και γι’ αυτά ζούμε και τα ζεσταίνουμε σαν
όχεντρες στον κόρφο μας ως που να μας φάνε να ησυχάσουμε.
Η αμαρτία φέρνει τον
φόβο. Για τούτο και τρέμουμε και φοβόμαστε από το βούισμα του ανέμου κι από ένα
φύλλο που πέφτει από το δέντρο κι από το ίδιο το περπάτημά μας. Όλη η οικουμένη
τρόμαξε, σαν έμαθε πως οι Ρώσοι ξαμολύσανε στον ουρανό δυό μύγες κι οι
Αμερικανοί μια σκνίπα! Κι ολουνών ο στοχασμός βρίσκεται σ’ αυτά τα ζωύφια του
ουρανού, που στριφογυρίζουνε από πάνω κι από κάτω μας, σαν να ΄ναι φαρμακερές
αράχνες, που μας αρπάχνουνε όλους και μας τυλίγουνε στα δίχτυα τους
ακατάπαυστα. Ο ύπνος μας είναι ταραγμένος, τα όνειρά μας σαν βραχνάδες.
Σκιαζόμαστε το κάθε τι, υποπτευόμαστε τα πάντα, κι ας είμαστε εμείς οι ίδιοι η
αιτία τούτης της βασανισμένης ζωής. Και μέσα στην παραζάλη μας, την ίδια ώρα
που βογγάμε και ζαρώνουμε σαν τον άνθρωπο που περιμένει κάποιο χτύπημα, άξαφνα
τεντωνόμαστε, γουρλώνουμε τα τρελά τα μάτια μας, κι αρχίζουμε να καυχιόμαστε
για κάποια μεγαλεπήβολα ταξίδια στο φεγγάρι, στον Άρη, στον Κρόνο, στην
Ανδρομέδα, στον Σείριο, κι ακόμα μακρύτερα! Αν λοιπόν δεν είναι τρέλα αυτό,
ρωτώ να μάθω τι είναι η τρέλα; Λένε πως η χειρότερη τρέλα έρχεται από τον
έρωτα. Μα τώρα βλέπουμε πως η τρισχειρότερη έρχεται από την επιστημονική
μεγαλομανία.
***
Ποθούμε να πετάξουμε στο
άπειρο! Κουτά και τιποτένια ανθρωπάρια, είμαστε ανυπόμονα να σχίσουμε το
διάστημα σαν κομήτες, να χωθούμε μέσα στ’ ανεξερεύνητο χάος, να εξιχνιάσουμε τα
μυστήρια που βρίσκονται κρυμμένα πέρα από τον Γαλαξία κι από την Πούλια! Αλίμονο!
Αφήσαμε τον από μέσα μας άνθρωπο να χερσώσει, τον πνίξανε τα βάτα και τα
βρωμόχορτα, σαν να ΄ναι κανένα ξεχασμένο μνημούρι, και κοιτάζουμε ξιπασμένοι τα
μακρινά ταξίδια στον απ’ έξω κόσμο. Αχ! Ο απ’ έξω κόσμος, αυτός που βρίσκεται
μέσα στο φυσικό διάστημα, είναι ο ίδιος παντού. Ο από μέσα κόσμος είναι γεμάτος
από μυστήρια, ανεξερεύνητος, εξαίσιος, θαυμαστός! Εκεί βρίσκεται ο Ναός του
Πνεύματος, που μέσα σ’ αυτόν ακούσανε, όσοι αξιωθήκανε να μπούνε, «τα παράδοξα
απηχήματα», «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου
ουκ ανέβη». Ενώ ο απ’ έξω κόσμος, το σύμπαν της ύλης, είναι παντού το ίδιο,
ίδια ατελείωτη έρημο, για τους αεροναύτες, που θέλουνε να το εξερευνήσουνε,
δίχως να ξέρουνε τίποτα από τον κόσμο που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Κι αν
μπορέσουνε, ύστερα από εκατό, διακόσια, πεντακόσια χρόνια, να πάνε, με κάποια
μηχανή, ως εκεί που για να γτάξει το φως χρειάζεται χίλια χρόνια, στ’ αληθινά
δεν θα καταλάβουνε τίποτα: Θα κουβαλήσουνε ως εκεί τον γυμνόν εαυτό τους, με
τις μικρολογίες του, με τις τιποτένιες έγνοιες του, με τα μικρόχαρα αισθήματά
του, με τα ανόητα πάθη του. Η μετακίνηση στο διάστημα δεν μπορεί να πλουτίσει
σε τίποτα τον άνθρωπο. Μόνο που ξεγελά τον εαυτό του. ο Σωκράτης, ο σοφότατος
των ανθρώπων, δις μόνον κατήλθεν εις Πειραιά, ογδόντα χρονών γέρος. Λοιπόν, οι
άνθρωποι που θα πηγαίνανε στα άστρα, φτωχοί θα πηγαίνανε, φτωχότεροι θα
γυρίζανε. Για τους τέτοιους, λέγει ένας άγιος: «Εκείνοι που κάνουνε πολλούς
συλλογισμούς, και που θέλουνε να είναι σοφοί, και που παραδίνουνται στις
φιλοσοφίες και στις επιστήμες, οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρίσκονται καθισμένοι
για πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού τους», δηλαδή δεν αξιώνονται να μπούνε
και να καθίσουνε μέσα στο ίδιο το σπίτι τους, ενώ κοιτάζουνε τα μακρινά ταξίδια
μέσα στο απέραντο διάστημα, που είναι γι’ αυτούς ένα χάος έρημο, μια αποτρόπαια
άβυσσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου