Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ Ή ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ --- Αθωνικά άνθη

… Παρουσιάστηκε αθόρυβα, χωρίς καμίαν επίδειξη, μα να που όλοι – αυτό είναι παράξενο – Τον αναγνωρίζουν. Ο λαός συρρέει προς Αυτόν ακατανίκητα. Τον περιτριγυρίζει, μαζεύεται κοντά Του, Τον ακολουθεί. Αυτός περνάει σιωπηλός ανάμεσά τους μ’ ένα σιωπηλό χαμόγελο ατελείωτης συμπόνοιας. Ο ήλιος της αγάπης καίει στην καρδιά Του, τα μάτια Του αχτινοβολούν το Φως, τη Σοφία και τη Δύναμη, που συγκλονίζουν τις καρδιές των ανθρώπων ξυπνώντας μέσα τους την αγάπη. Εκείνος απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί. Και φτάνει να Τον αγγίξουν ή μονάχα τα ενδύματά Του να ψαύσουν για να θεραπευθούν. Τότε μέσα απ’ το πλήθος αναφωνεί ένας γέρος, που ήταν τυφλός απ’ τα παιδικά του χρόνια: «Κύριε, θεράπευσόν με ίνα Σε ίδω και εγώ». Και τότε, λες και πέφτει το πέπλο πούχε μπροστά στα μάτια του, κι ο τυφλός αναβλέπει. Ο λαός κλαίει και φιλάει το χώμα όπου Εκείνος βαδίζει. Τα παιδιά ρίχνουν μπροστά Του λουλούδια, ψάλλουν και Τον υμνούν: «Ωσαννά!» «Είναι Αυτός, είναι Αυτός ο ίδιος» λένε και ξαναλένε όλοι, «πρέπει νάναι Αυτός, δεν μπορεί νάναι άλλος απ’ Αυτόν». Σταματάει μπροστά στα προπύλαια της Μητρόπολης της Σεβίλλης τη στιγμή ίσα – ίσα, που φέρνουν στο ναό με κλάματα και μοιρολόγια ένα μικρό, άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται ανάμεσα στα λουλούδια ένα κοριτσάκι εφτά χρονών, το μοναχοπαίδι ενός άρχοντα. «Αυτός θ’ αναστήσει το παιδάκι σου» φωνάζουν στη μητέρα που κλαίει.

Ο ιερέας που βγήκε να προϋπαντήσει το φέρετρο κοιτάει αμήχανος και συνοφρυωμένος. Μα να που ακούγονται οι θρήνοι της μητέρας του πεθαμένου παιδιού. Πέφτει στα πόδια Του: «Αν είσαι συ Εκείνος, ανάστησε το παιδί μου!» αναφωνεί, σηκώνοντας προς Αυτόν τα χέρια της. Η νεκρική πομπή σταματάει, κατεβάζουν το μικρό φέρετρο κάτω στα προπύλαια, δίπλα στα πόδια Του. Εκείνος κοιτάζει με συμπόνια και τα χείλη Του προσφέρουν σιγά για μιάν ακόμα φορά: «Το κοράσιον, έγειρε». «Και ευθέως ανέστη το κοράσιον». Το κοριτσάκι ανασηκώνεται μέσα στο φέρετρο, κάθεται και κοιτάζει γύρω χαμογελώντας. Τα μάτια της κοιτάνε απορεμένα γύρω – γύρω. Στα χέρια της κρατάει ένα μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα που τάχαν βάλει στο φέρετρο. Ο λαός αναταράζεται, φωνές, αναφυλλητά, και να που κείνη ίσα – ίσα τη στιγμή περνάει απ’ την πλατεία, μπροστά απ’ τη Μητρόπολη, ο ίδιος ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Είναι ένας γέρος κάπου ενενήντα χρονών, ψηλός και στητός, με στεγνωμένο πρόσωπο, με βαθουλωμένα μάτια, που μέσα τους λάμπει ακόμα κάποια φλόγα. Ω, δε φοράει τώρα τα υπέροχα άμφιά του όπως χτες, που φάνταζε τόσο μεγαλόπρεπος μπροστά στο λαό όταν έκαιγε τους εχθρούς της Ρωμαϊκής πίστεως. Όχι, τούτη τη στιγμή φοράει μονάχα το παλιό, χοντροκαμωμένο, καλογερίστικο ράσο του. Πίσω του, στην καθορισμένη απόσταση, τον ακολουθούν οι σκυθρωποί βοηθοί του, οι δούλοι του, κ’ η «ιερή» φρουρά του. Σταματάει μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Τα είδε όλα, είδε που βάλανε το φέρετρο μπροστά στα πόδια Εκείνου, είδε που αναστήθηκε η μικρή και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σμίγει τα πυκνά άσπρα του φρύδια και τα μάτια του λάμπουν με μια δυσοίωνη αστραπή. Κάνει ένα νόημα και διατάζει τους φρουρούς να Τον συλλάβουν. Και να, η δύναμή του είναι τόσο μεγάλη, κι ο λαός είναι τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που το πλήθος, υποταγμένο και τρεμάμενο, ανοίγει αμέσως μπροστά στους φρουρούς και κείνοι, μέσα στην απόλυτη σιωπή πούγινε ξαφνικά, σηκώνουν τα χέρια, Τον συλλαμβάνουν και Τον παίρνουν μαζί τους. Και το πλήθος σκύβει παρευθύς το κεφάλι σαν ένας άνθρωπος κ’ υποκλίνεται ως τη γη μπροστά στον ιεροεξεταστή. Αυτός ευλογεί σιωπηλός το λαό και συνεχίζει το δρόμο του. Η φρουρά, φέρνει τον Αιχμάλωτο σε μια στενόχωρη σκοτεινή φυλακή στο παλιό χτίριο του Ιεροδικαστηρίου και τον κλείνουν μέσα. Περνάει η μέρα, έρχεται η σκοτεινή, ζεστή, άπνοη νύχτα της Σεβίλλης. Ο αγέρας «μυρίζει δάφνη και λεμονιά». Μέσα στο πυκνό σκοτάδι ανοίγει ξαφνικά η σιδερένια πόρτα της φυλακής και μπαίνει μέσα αργά ο ίδιος ο γέρος ο ιεροεξεταστής με μιάν αναμένη δάδα στο χέρι. Είναι μονάχος του, η πόρτα κλείνει αμέσως πίσω του. Σταματάει κοντά στην πόρτα και για πολύ, για ένα ή δύο λεπτά, Τον κοιτάζει προσεχτικά στο πρόσωπο. Τέλος, Τον πλησιάζει αργά – αργά, στηρίζει τη δάδα στο τραπέζι και λέει: --Εσύ είσαι, Εσύ; Μα μην παίρνοντας καμιάν απάντηση, προσθέτει γρήγορα: Μην απαντάς, σώπαινε. Μα και τι θα μπορούσες να πεις; Ξέρω πολύ καλά τι θα πεις. Μα ούτε κ’ έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σ’ εκείνα πούχεις πει. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Γιατί για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και μοναχός Σου. Μα ξέρεις τάχα τι θα γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε θέλω να ξέρω: Αν είσαι Συ ή αν είσαι ομοίωμά Του μονάχα, μα αύριο θα Σε καταδικάσω και θα Σε κάψω πάνω στην πυρά, σαν τον χειρότερο αιρετικό, και κείνος ο ίδιος ο λαός, που φιλούσε σήμερα τα πόδια Σου, αύριο κιόλας, μ’ ένα μου μονάχα νεύμα, θα τρέξει και θα συνδαυλίσει την πυρά Σου. Το ξέρεις τάχα αυτό; Ναι, ίσως και να το ξέρεις, -- πρόσθεσε σκεφτικός κοιτάζοντας ακατάπαυστα, διαπεραστικά τον Αιχμάλωτό του….     ΑΠΟ ΤΟ «ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΩΦ»

…. Η φαντασία του Δοστογιέφσκυ συνεχίζεται, αλλά στις ημέρες μας η πραγματικότης την σαρκώνει με κάποια ανάλογα στοιχεία, ένα είδος παραλλήλων βίων, που μοιάζει σαν παραμύθι ή σαν παραβολή…                                                                                                                   …Λοιπόν, μια φορά κι ένα καιρό, ένα δεκαεφτάχρονον ελληνόπουλον, επειδή αγάπησε περισσότερον από τους οικείους του τον Χριστόν, τους εγκατέλειψε, σύμφωνα με τον σεβάσμιο λόγο Του. Και ξεκίνησε για τον Άθω, σαν σε άλλο Χωρήβ για να Τον συναντήσει. Έπρεπεν όμως να πάρει τον σωστό δρόμο, τον απλανή. Και υποτάχθηκε σε ένα αυστηρόν, έμπειρον Ερημίτη μέσα στην απωτάτην Έρημον. Και άρχισαν οι πνευματικοί αγώνες με την παραδοσιακήν άσκηση, με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, υποταγήν. Ο νέος προέκοπτε σοφία και ηλικία. Και δέχτηκε φαίνεται χάριν από τον Θεόν… Μετά δεκαπέντε χρόνια ο Γέροντας εκοιμήθη εν Κυρίω. Ο καλός υποτακτικός, λάμποντας από αρετές, έχοντας και την ιερωσύνη, που δέχτηκε με απόφαση του πνευματικού Πατέρα του, σαν μαγνήτης είλκυε κοντά του νέους, που διψούσαν τον Θεόν. Και σε ελάχιστο διάστημα αυξήθηκεν η Αδελφότης, από πέντε, δέκα, σε είκοσι πέντε, σε μίαν εποχή, που τα λοιπά σκηνώματα του Κυρίου ερήμωναν συνεχώς. Οπότε εκλήθη να επανδρώσει ένα μεγάλο μοναστήρι με 7 – 8 γέροντες, που έσβυναν μέσα στο ιδιόρρυθμο και στη χρόνια ραθυμία και εγκατάλειψη. Αββάς πλέον, Γέροντας, που «άθλησε νομίμως» ως υποτακτικός, αναγέννησε ταχύτατα το πρώην νεκρό «βασιλικόν και πατριαρχικόν» μοναστήρι και έφθασε στους εβδομηνταπέντε νέους, χαρούμενους μοναχούς. Και αυτός υπελογίζετο ως ένας παλαιός και έμπειρος κοινοβιάρχης με φήμη και ακτινοβολία μακράς εμβελείας. Οι μοναχοί του ήσαν πολλοί. Και έδωσε από 15 – 20 μοναχούς και σε άλλα απανδρωμένα μοναστήρια, που συγχρόνως εκοινοβιοποιούντο. Και απέβη ο Γέροντας ένας σεβάσμιος ηγούμενος, που ευεργέτησε το Άγιον Όρος, η Παναγία ευλόγησε το έργο του, εδοξάζετο ο Θεός και ανεγεννάτο ο Άθως. Αλλά η ηλικία περνούσε και το σώμα εφθείρετο. Χρειάστηκε να πάει στην Αμερικήν. Απ’ όπου περνούσε άναβε φωτιές. Φωτιές πνευματικές. Φλόγες πυρός, φλόγες αγάπης για τον Χριστόν, φλόγες που έκαιγαν όχι «αιρετικούς», όπως ο γνωστός μας ιεροεξεταστής, αλλά τους δαίμονες. Αλλά άναβε παραλλήλως και τον φθόνο, που «άπτεται και των αρίστων». Οι κατά καιρούς μεταβάσεις του στην υπερπόντια Βαβυλώνα, όπου ο σατανάς έχει στήσει στρατηγεία, ενοχλούσαν όχι μόνον αυτόν, αλλά και ανθρώπους της εκεί τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και συγκεκριμένως πιο πολύ τον ηγέτη της. Σε μια δεκαετία, με την αφυπνιστικήν εξομολόγηση, με την συνεχή γνησία διδαχή, που ζωοποιούσε νεκρωμένες ψυχές και με την αδιάλειπτη μονολόγιστη προσευχήν, ως ασκητικήν αγωγήν, είχεν ήδη οδηγήσει χιλιάδες, κατ’ όνομα μόνο χριστιανούς, στον Χριστόν. Και τον θεωρούσαν γνήσιο πνευματικό πατέρα τους. Και αυτά, βέβαια, ήσαν γνωστά στην εκεί εκκλησιαστικήν Αρχή, αφού κατ’ άκραν  ανοχή της του επετρέπετο να τελεί Μυστήρια. Εν τω μεταξύ, αυξανομένου του ζήλου και αποκτωμένης ορθοδόξου γνώσεως, περί της εν Χριστώ ζωής, τα αναρίθμητα τέκνα του Θεού, αμφοτέρων των φύλων – που ενουθετούσεν ο ιερομόναχος «ένα έκαστον μετά δακρύων» - ζητούσαν επιμόνως μοναστήρια, προσφέροντας ευχαρίστως χιλιάδες και εκατομμύρια δολλάρια. Με την προοπτικήν αυτήν, ν’ αναλάβει την ευθύνη της καθοδηγήσεως, - όπως στην Ελλάδα εποπτεύει την ζωή και λειτουργία δέκα περίπου μοναστηρίων – και έχοντας και κάποιες απατηλές υποσχέσεις της εκκλησιαστικής Αρχής, απεφάσισε την εγκατάστασή του στην αμερικανικήν ήπειρο. Προηγουμένως, αφού επέστρεψε στον Άθω, ανέδειξε τον δοκιμότερον ιερομόναχον ως διάδοχό του στη Μονή του. Και απεδήμησεν… Ο σατανάς όμως ελύσσαξε. Μοναστήρια στην Αμερικήν; Όπου είναι αυτός ο αναμφισβήτητος άρχοντας με τις πολυάριθμες εστίες της πλάνης και της αμαρτίας; Ποτέ! Και εξήγειρε τα πνεύματα τα ακάθαρτα εναντίον του αθλητού. Βέβαια δεν υπήρχεν εκεί ο καρδινάλιος της Σεβίλλης, ο Μέγας Ιεροεξεταστής, που είχε κάποτε κάψει εκατόν «αιρετικούς» μονομιάς ad majorem gloriam Dei (προς μεγαλειτέραν δόξαν του Θεού). Υπήρχεν όμως ο Αρχιεπίσκοπος. Ο οποίος, επηρεαζόμενος και από το αμερικανικόν αιρετικό κλίμα (σιωνιστές, μασσώνοι, καθολικοί, προτεστάντες, εβραίοι, μουσουλμάνοι…) – για το οποίον ο μακαρίτης Αθηναγόρας είχε πει: «μακάριοι οι οφθαλμοί οι μη ιδόντες την Αμερικήν!» -- υπέδειξε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να ανακαλέσει τον τολμητία στο Άγιον Όρος, διότι ήταν ενοχλητικός! Ο παραλληλισμός, εν προκειμένω, μεταξύ του μεγάλου Ιεροεξεταστού της Σεβίλλης και του Αρχιεπισκόπου Αμερικής, ευρίσκεται στην ίδια αιτιολόγηση: «Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και μονάχος Σου…». Και πράγματι, ενοχλούσε τους δαίμονες και τους ενεργουμένους υπό ακαθάρτων πνευμάτων. Βέβαια, ο αγιορείτης ιερομόναχος, δεν ανέστησε εκεί καμμία μικρούλα νεκράν, ούτε και άνοιξε τα τυφλά μάτια κάποιου γεροντάκου, όπως Εκείνος. Έκανε όμως κάτι «ενοχλητικότερο» για τον σατανά: ανάσταινε τις νεκρωμένες ψυχές από τις νεκροποιές ενέργειές του και άνοιγε τα τυφλωμένα από το δαιμονικό σκότος μάτια της ψυχής των ελληνοαμερικανών ορθοδόξων χριστιανών. Είχα προσωπική πείρα, όταν άκουσα πλήθη ολόκληρα «νεοφωτίστων» να τον ονομάζουν σωτήρα τους… Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα στα βάσανα της αιχμαλωσίας του, χωρίς να σταθμίσει την ανυπολόγιστη προσφορά του αγιορείτου φωτιστού ψυχών και την ζημία που θα προκύψει, διέταξε την επάνοδό του, στο μοναστήρι του. Κλαυθμός και οδυρμός από τα απορφανιζόμενα τέκνα του, που θύμιζαν τις ωραιότερες μοναστικές σελίδες αγάπης και αφοσιώσεως προς τον πνευματικό Πατέρα. Τι να κάνει; Δίλημμα! Στην αγωνία του επάνω εζήτησε εκκλησιαστική κάλυψη στην υπερόριο ρωσσικήν Εκκλησία, νομιζομένην ως μη σχισματικήν ( βλέπε σημείωση στο τέλος του κειμένου ). Απεδείχθη ότι υπελόγισε εσφαλμένως, όπως πολλοί. Ανεστατώθησαν οι πάντες. Εγκαίρως απεχώρησεν από τους ρώσσους και εζήτησε συγγνώμην από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αποκατεστάθη πλήρως με την εντολή να επιστρέψει στη Μετάνοιά του, όπου και ευρίσκεται ήδη, πειθαρχήσας στην εκκλησιαστική του Αρχή. Και ο μεν σεμνός και ταπεινός ιερομόναχος, παρά την αίσθηση της καρδιάς του --  κατά το Αποστολικόν: «χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Εβρ. 13: 9) – έκαμε υπακοήν. Οι δε συνεργήσαντες να ανασταλεί ένα τόσο σημαντικόν έργον επανευαγγελισμού των εν γη αλλοτρία αδελφών μας εν Χριστώ, τι λόγο θα δώσουν στον Κύριον; Το παραμύθι ετελείωσε. Το επιμύθιο ποιο είναι;… Κύριος ο Θεός ας ελεήσει όλους μας, γιατί ενώ μας θέλει φως των εθνών και των εν σκότει καθημένων, εμείς γινόμαστε φωτσβέστες. Μπορεί να εξεγειρόμεθα με την συμπεριφορά του μεγάλου Ιεροεξεταστού, που διώχνει τον Χριστόν: «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια… καθόλου μην έρθεις… ποτέ, ποτέ!». Όμως αφήνεται ανενόχλητος ο Αρχιεπίσκοπος, που ενοχλήθηκε από την αφυπνιστικήν ιεραποστολική δραστηριότητα ενός χαρισματούχου αγιορείτου ιερομονάχου. Και τον έδιωξεν από την Θεόσωστη (;) επαρχία του με τα ίδια λόγια: «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια… ποτέ, ποτέ!». Κι’ ύστερα απορούμε γιατί μας έρχονται τόσες θλίψεις ως Έθνος και γιατί οι τούρκοι απειλούν το Οικ. Πατριαρχείον!

Η υπερόριος μέχρι προ 20ετίας είχε πλήρεις εκκλησιαστικές σχέσεις με όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Με αξίωση όμως της Μόσχας, προς το Οικ. Πατριαρχείον, διεκόπη η εκκλ. κοινωνία και ακολούθησαν σταδιακά και οι άλλες. Ουσιαστικός λόγος σχίσματος δεν υπήρχε, πλην της εμμονής της να μη κοινωνήσει εκκλησιαστικώς με την μοσχοβιτικήν εκκλησίαν, την οποίαν κακώς θεωρεί μολυσμένην από την συνεργασία της με το κομμουνιστικό καθεστώς. Αλλά και το Οικ. Πατριαρχείον είχεν αντιρρήσεις για την ύπαρξή της εις τα όρια της δικαιοδοσίας του, τα οποία, λόγω νέων γεωπολιτικών συνθηκών, αποτελούν θέμα για συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου