Τη ΙΓ΄ (13η) Ιανουαρίου, ο Όσιος πατήρ ημών ΜΑΞΙΜΟΣ ο Καυσοκαλύβης, ο εν τω Αγίω Όρει του Άθω ασκήσας, κατά το ατκ΄ (1320) έτος, εν ειρήνη τελειούται.

Μάξιμος ο Όσιος πατήρ ημών ήτο από την Λάμψακον, από γονείς ευγενείς, ευσεβείς και εναρέτους, οι οποίοι, διότι ήσαν άτεκνοι, παρεκάλουν τον Θεόν μετά δακρύων να τους δώση τέκνον· και εισακούσας ο Θεός την δέησίν των, έδωκεν εις αυτούς τούτον τον μακάριον Μάξιμον, τον οποίον ωνόμασαν Μανουήλ εις το Άγιον Βάπτισμα· λαβόντες δε αυτόν ως δώρον θεόδοτον, καθώς ήτο και τη αληθεία, τον ανέτρεφον με μεγάλην αγάπην και επιμέλειαν, και τον εμάνθανον τα ιερά γράμματα. Όταν δε έφθασεν εις ικανήν ηλικίαν το παιδίον, το έφεραν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, και το αφιέρωσαν εις τον Θεόν· παραμένων δε ο Μανουήλ εις τον Ναόν της Παναγίας, έψαλλε με μελωδίαν και θείον έρωτα παρακαλών Αυτήν καθ’ εκάστην με πολλήν κατάνυξιν δια την σωτηρίαν του. Και κατ’ αλήθειαν άλλος νέος Σαμουήλ εφαίνετο προκόπτων ηλικία και χάριτι, και ήτο επαινετός και αγαπητός εις όλους, ότι δεν είχε παιδαριώδη φρονήματα, αλλ’ έχων εξ αρχής γηραλέον νουν, επήγαινε συχνάκις εις Οσίους τινάς γέροντας, οίτινες ησύχαζον εκεί πλησίον, δια να ακούη τας ψυχωφελείς νουθεσίας των· και συναναστρεφόμενος με αυτούς και υπηρετών αυτούς, όταν είχεν ευκαιρίαν (διότι ακόμη ευρίσκετο εις την υποταγήν των γονέων), ωδηγείτο από αυτούς εις την θεάρεστον πολιτείαν· όθεν και ο θείος πόθος ήναψεν εις την καρδίαν του και τον εβίαζε να εξέλθη από τον κόσμον, και να υπάγη εις ησυχίαν, να ενδυθή το άγιον σχήμα των Μοναχών.

Δια τούτο και εξεδύετο πολλάκις τα κοσμικά φορέματά του, και ενέδυε τους πτωχούς, αυτός δε ο μακάριος υπέφερεν από το ψύχος και έτρεμε· αλλά και άρτους ακόμη έδιδε κρυφά εις τους πεινασμένους πλουσιοπάροχα, και δια να κρύπτη την αρετήν του υπεκρίνετο εις τους γονείς του και εις τους άλλους ότι είναι μωρός· όμως η αρετή του δεν τους ελάνθανεν· ως τόσον οι γονείς του, ως να ελησμόνησαν ότι τον αφιέρωσαν εις τον Θεόν, ητοιμάζοντο να τον υπανδρεύσουν και να τον δέσουν με τα δεσμά του κόσμου, δια να βλέπουν έμπροσθέν των τον ποθούμενον και να χαίρωνται, έως ότου ζουν. Αλλ’ ο καλός Μανουήλ, τρέφων θείους λογισμούς μέσα εις τον νουν του, εις τους δέκα επτά χρόνους της ηλικίας του άφησε τους γονείς και πατρίδα και κόσμον και αναβαίνων εις το όρος το καλούμενον Γάνου, εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, μετονομασθείς Μάξιμος, και υπετάχθη εις ένα δόκιμον και πρακτικόν Γέροντα, Μάρκον ονόματι, δια να διδαχθή την μοναχικήν πολιτείαν· αλλ’ επειδή αυτός ήτο και πρωτύτερα ακόμη διδαγμένος και συνηθισμένος εις την μοναχικήν πολιτείαν, και εφαίνετο εις τους Γέροντας εκείνους προκομμένος και άξιος εις όλα, ήτοι εις την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν, την χαμαικοιτίαν, την σκληραγωγίαν, και εις την καταφρόνησιν όλων των ματαίων και αυτού ακόμη του σώματός του, ηγαπάτο από όλους, ωνειδίζετο όμως από τον Γέροντά του δια την υπερβολικήν και αδιάκοπον σκληραγωγίαν την οποίαν έκαμνεν. Αλλά δεν παρήλθε πολύς καιρός, και απήλθε εις τας αιωνίους μονάς ο Γέρων αυτού, ο οποίος διέλαμψε κατά την αρετήν εις όλην την Θράκην και Μακεδονίαν. O δε θείος Μάξιμος, αναχωρήσας εκείθεν, διεπέρασεν εις την Μακεδονίαν και εις τα πλησιόχωρα όρη, ζητών να εύρη τοιούτον Γέροντα ενάρετον ως τον πρώτον, και ο Θεός επλήρωσε τον πόθον του, διότι πηγαίνων εις το Παπήκειον όρος, εύρεν αγίους άνδρας, ομοίους με τους παλαιούς, οι οποίοι κατώκουν επάνω εις τα βουνά και εντός των σπηλαίων, εις τόπους ερήμους, και δεν είχον μαζί των τίποτε άλλο ειμή τα παλαιόρρασα που εφορούσαν· και συναναστρεφόμενος με αυτούς πολύν καιρόν, ανέλαβεν εις τον εαυτόν του όλας τας υπέρ άνθρωπον αρετάς των, καθώς δέχεται ο κηρός τους χαρακτήρας της σφραγίδος. Έπειτα επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και βλέπων τους ωραιοτάτους εκείνους Ναούς, και προσκυνών τα Άγια τα οποία ήσαν τεθησαυρισμένα εις αυτούς, τρέχει εις τον Ναόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ήτις ονομάζεται Οδηγήτρια, δια να ίδη τα μεγαλώτατα θαύματα, τα οποία έγιναν εκεί· ιδών δε ταύτα και προσκυνήσας υπερεθαύμασε, και εσυλλογίζετο τι λογής μεγάλην δόξαν έχει η Θεοτόκος εις τους ουρανούς, μένων δε όλος εκστατικός, ηγρύπνησεν εντός του Ναού· ήτο δε χωρίς υποδήματα εις τους πόδας, και χωρίς κάλυμμα εις την κεφαλήν, φορών μόνον εν τρίχινον παλαιόν ιμάτιον· από δε την εκστατικήν αυτού θεωρίαν εφαίνετο εις όλους μωρός, όπερ υπεκρίνετο και αυτός, πλάττων τάχα μωρίαν, καθώς ο μέγας εκείνος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός. Όθεν και όλοι τον εθαύμαζον και τον εστοχάζοντο σαλόν δια Χριστόν, και όχι τη αληθεία. Μαθών περί τούτου ο βασιλεύς, ο μέγας Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, τον προσεκάλεσεν εις τα βασίλεια, και ήρχισε να συνομιλή με αυτόν εν μέσω πολλών, ο δε θείος Μάξιμος απεκρίνετο προς τον βασιλέα, λέγων νοήματα από τους λόγους του Θεολόγου Γρηγορίου, καθώς είχε συνήθειαν, και από τας θείας Γραφάς, και εθαυμάζετο από τους ρήτορας, ότι ήξευρε τα του Θεολόγου και πάσαν άλλην Γραφήν· επειδή όμως δεν έμαθε γραμματικήν, δεν έλεγε τας λέξεις ορθάς και κατά την τέχνην της γραμματικής. Τότε είπε προς τους παρόντας ο μέγας λογοθέτης Κανίκλιος: «η μεν φωνή, φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες, χείρες Ησαύ». Και ακούσας τούτο ο Όσιος, ανεχώρησεν ευθύς, καλών αυτούς ματαιόφρονας και άφρονας, και πλέον δεν επήγεν εις τα βασίλεια, εις δε τον τότε Πατριάρχην, τον Άγιον Αθανάσιον, επήγαινε συχνάκις και ήκουε μετά χαράς τους γλυκυτάτους λόγους του, ονομάζων αυτόν νέον Χρυσόστομον. Γνωρίζων δε ο Πατριάρχης την αρετήν του, επροσπάθησε πολύ να τον βάλη εις τα Κοινόβια, τα οποία ανήγειρεν εις Κωνσταντινούπολιν, αλλά δεν ήθελε να υπάγη και να αναχωρήση από τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, εις του οποίου τα προαύλια παρέμενε με πείναν, δίψαν, αγρυπνίαν, στάσιν, προσευχήν, δάκρυα, στεναγμούς παντοτεινούς, αγωνιζόμενος όλας τας νύκτας, τας δε ημέρας υπεκρίνετο μωρίαν, και εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός, ο κατά αλήθειαν σοφός, δια να μη του αποτινάξη τον καρπόν της αρετής ο άνεμος της ανθρωπαρεσκείας. Αφού διέτριψεν εκεί ικανόν καιρόν, επήγεν εις την Θεσσαλονίκην, δια να προσκυνήση τον Μέγαν Δημήτριον τον Μυροβλήτην· και εκπληρώσας τον πόθον του, επήγεν εις το Άγιον Όρος. Περιερχόμενος δε και προσκυνών τα Ιερά Μοναστήρια, επήγεν ύστερον και εις την Λαύραν του Αγίου Αθανασίου, ένθα αναγινώσκων τον Βίον και τους αγώνας του Αγίου Αθανασίου, ομοίως και του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου και θαυμάζων του μεν Πέτρου την ησυχίαν, του δε Αθανασίου την κοινοβιακήν ζωήν, και συλλογιζόμενος την προθυμίαν και την επιμέλειαν, την οποίαν είχον και οι δύο εις το να φυλάξουν τας εντολάς του Θεού, επόθησε να μένη εις τον τόπον εκείνον και να μιμηθή και των δύο τας πολιτείας· αλλά πριν αρχίση ο θεόφρων, ηρώτησε τους εκεί ενασκουμένους Οσίους Πατέρας ποίαν πολιτείαν να μεταχειρισθή πρότερον. Και αυτοί τον συνεβούλευσαν πρώτον να υποταχθή εις Γέροντα, να γυμνασθή καθώς πρέπει με τα κατορθώματα της μακαρίας υπακοής, να κόψη όλα του τα θελήματα και ύστερον, αφού βάλη καλόν θεμέλιον επί την πέτραν του Χριστού, την θείαν ταπείνωσιν, η οποία είναι αρχή και ρίζα πασών των αρετών, να υπάγη μόνος του εις την ησυχίαν να αγωνίζεται. Ταύτα ακούσας ο Όσιος υπετάχθη εις τον Ηγούμενον, και συγκατώκησεν εκεί με τους λοιπούς αδελφούς. Και πρώτον μεν εδοκιμάσθη εις τα κατώτερα διακονήματα, καθώς είναι συνήθεια, έπειτα διωρίσθη να ψάλλη εις τον χορόν της Εκκλησίας εις δόξαν Θεού· ότι όταν ήτο νέος έμαθε την μουσικήν· ψάλλων δε συνετώς ύψωνε τον νουν του εις τον υμνούμενον Θεόν, και εξέχεε πολλά δάκρυα κατανύξεως ο μακάριος. Το ίδιον συνέβαινεν εις αυτόν από τα νοήματα των ιερών αναγνωσμάτων, και ήτο όλος εκστατικός, θαυμάζων την άπειρον φιλανθρωπίαν του Θεού, όστις μας έδωσε τοιαύτην χάριν, δια του Αγίου Πνεύματος να κατανοώμεν αυτά, όντες ακόμη μετά σώματος και είχεν όλην την καρδίαν του ανημμένην από το θείον πυρ, εφλέγοντο δε τα σπλάγχνα του από την θείαν χάριν, ήτις εκατοικούσεν εντός αυτού. Δια τούτο, αν και ήτο εν μέσω πολλών, μ’ όλον τούτο, ως να ευρίσκετο κατά μόνας εις την έρημον, δεν ημποδίζετο ποτέ από την νοεράν προσευχήν, ήτοι το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», την οποίαν είχεν ασχόλαστον, κινουμένην πάντοτε εντός της καρδίας και του νοός του, όπερ είναι σπάνιον και δυσκατόρθωτον· αλλ’ ούτος ο μακάριος απήλαυσε παιδιόθεν το τοιούτον χάρισμα της προσευχής δια της αρετής του και της ευλαβείας, την οποίαν είχεν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Ευρισκόμενος λοιπόν εις την υποταγήν του Μοναστηρίου ο Όσιος και κάμνων προθύμως όλα τα προσταττόμενα, επολιτεύετο πάλιν με την ομοίαν σκληραγωγίαν με την οποίαν διήγε πρότερον, όταν ήτο εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν· και ούτε κελλίον είχεν εντός της Λαύρας, ούτε κανέν άλλο πράγμα, από όσα είναι προς σωματικήν άνεσιν, αλλά την αναγκαίαν τροφήν μόνον έπαιρνεν από την τράπεζαν και έτρωγε με εγκράτειαν, όσον δια να ζη, και την κατοικίαν του την είχεν εις τα στασίδια του νάρθηκος της Εκκλησίας, αγωνιζόμενος πάντοτε με την ολονύκτιον στάσιν και αγρυπνίαν κατά την συνήθειάν του. Αλλά καθώς το Σίναιον όρος εκάλεσε τον Μωϋσήν, το Καρμήλιον τον Ηλίαν και τον Βαπτιστήν Ιωάννην η έρημος, τοιουτοτρόπος και τον Όσιον Μάξιμον καλεί εις την κορυφήν του ο Άθως, το άνθος των ορέων, δια να ανθήση ο δίκαιος εν αυτή και να καρποφορήση τους καρπούς τού Αγίου Πνεύματος. Τη Κυριακή όθεν των Αγίων Πατέρων, ήτις είναι μετά την θείαν Ανάληψιν, φαίνεται εις αυτόν η Κυρία Θεοτόκος, έχουσα εν αγκάλαις τον Κύριον και του λέγει: «Ακολούθει μοι, πιστότατε Μάξιμε, και ανάβα επάνω εις τον Άθωνα, δια να λάβης την χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς επιθυμείς». Βλέπων δε δύο και τρεις φοράς ταύτην την θείαν οπτασίαν, αφήκε την Μεγάλην Λαύραν, και μετά επτά ημέρας ανέβη εις την κορυφήν του όρους, τω Σαββάτω της Πεντηκοστής, διήλθε δε όλην την νύκτα άγρυπνος, ομού με άλλους Μοναχούς, οι οποίοι μετά την θείαν λειτουργίαν ανεχώρησαν. Ο δε θείος Μάξιμος, διαμείνας εκεί μόνος επί τρία νυχθήμερα, προσηύχετο αδιαλείπτως εις τον Θεόν και την Θεοτόκον. Αλλά ποίος δύναται να διηγηθή τους πειρασμούς τους οποίους μετεχειρίσθη ο εχθρός, δια να διώξη εκείθεν τον Άγιον; Διότι εφαίνετο, ότι εγίνοντο βρονταί και αστραπαί, και ότι εσείετο το μέγα εκείνο όρος του Άθωνος, εξεσπώντο δε πέτραι και βουνά· και όλα αυτά εγίνοντο ψευδώς κατά φαντασίαν των δαιμόνων, εν καιρώ της νυκτός, δια να τον εκφοβίσουν, και την ημέραν πάλιν ηκούοντο φωναί άγριαι, και ταραχαί μεγάλαι, ως να ήτο εκεί πλησίον πλήθος ανθρώπων, εφαίνοντο δε πολλοί άσχημοι άνθρωποι, αναβαίνοντες από όλα τα μέρη του όρους εις την κορυφήν, και ωρμούσαν εις τον Άγιον με σφενδόνας και δόρατα, δια να τον καταβιβάσουν από την κορυφήν, επειδή δεν υπέφερον οι κατάρατοι να κατοικήση εκεί. Και ταύτα μεν εδείκνυον εκείνοι κατά φαντασίαν, ο δε θείος Μάξιμος, έχων εις τον εαυτόν του την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν εφοβείτο παντελώς, ουδέ εφρόντιζε δι’ αυτά, αλλά κατεγίνετο μόνον εις την νοεράν προσευχήν, και παρεκάλει τον Θεόν και την Θεοτόκον, την ανάδοχον αυτού και προστάτιδα. Και λοιπόν φαίνεται εις αυτόν η Θεοτόκος μετά δόξης πολλής, ως βασίλισσα περικυκλουμένη από πολλούς άρχοντας, νέους εις την ηλικίαν, κρατούσα πάλιν εις τας χείρας της τον Υιόν της, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως· γνωρίσας δε Αυτήν ο Άγιος από το απαστράπτον εκείνο θείον φως, όπερ διέλαμπε και εφώτιζε γύρωθεν όλα τα μέρη εκείνα, και πληροφορηθείς ότι δεν ήτο πλέον πλάνη δαιμονική, αλλά θεία οπτασία και εμφάνεια αληθής της Θεοτόκου, την εδοξολόγησε μετά χαράς ανεκλαλήτου, λέγων το «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου», και άλλα τοιαύτα. Έπειτα πεσών προσεκύνησε τον Κύριον ομού με την Κυρίαν Θεοτόκον και εδέχθη παρά Κυρίου την ευλογίαν, ήκουσε δε από την Παναγίαν ταύτα: «Λάβε την χάριν κατά δαιμόνων, ο σεπτός αθλοφόρος, και κατοίκησον εις τους πρόποδας της κορυφής του Άθωνος, διότι τούτο είναι θέλημα του Υιού μου, να αναβής εις ύψος αρετής και να γίνης διδάσκαλος και οδηγός εις πολλούς, δια να σώσης αυτούς». Μετά δε ταύτα του εδόθη και άρτος ουράνιος, εις τροφήν και αναψυχήν της φύσεως, επειδή ήτο επί ημέρας νηστικός. Ευθύς δε ως έλαβε τον άρτον και τον έβαλεν εις το στόμα του, τον εκύκλωσεν άνωθεν θείον φως, και ήκουσεν ύμνον αγγελικόν, και ούτως η Θεοτόκος ανέβη εις τα ουράνια· τόση δε έλλαμψις και ευωδία έμεινεν εις την κορυφήν του όρους, ώστε έμεινεν εκστατικός ο Άγιος και δεν ήθελε να καταβή εκείθεν και να υστερηθή την ευωδίαν εκείνην και λάμψιν. Όμως μετά τρεις ημέρας κατήλθε, κατά την προσταγήν της Θεοτόκου, και επήγεν εις τον Ναόν της τον ονομαζόμενον Παναγία· διατρίψας δε εκεί ημέρας τινάς, ανέβη πάλιν εις την κορυφήν και ησπάζετο τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εστέκετο η Θεοτόκος μετά δόξης, και εζητούσε πάλιν μετά δακρύων την θείαν Αυτής εμφάνειαν, πλην φως μόνον είδε και ευωδίαν ωσφράνθη αχόρταστον, καθώς και πρότερον, και εγέμισεν όλος από χαράν και ευφροσύνην άρρητον, και τούτο ηκολούθησεν επί δύο και τρεις φοράς κατά τας οποίας ανέβη εις την κορυφήν. Καταβάς λοιπόν από της κορυφής του Άθωνος επήγεν εις το Καρμήλιον, εις τον Προφήτην Ηλίαν, και εκεί ευρών μοναστήν γέροντα, του εφανέρωσεν εκείνα όσα είδε και ήκουσεν εις την κορυφήν του όρους. Ο δε γέρων, ακούσας ταύτα, ενόμισεν ότι επλανήθη ο θείος Μάξιμος, και όλα εκείνα τα είδε κατά φαντασίαν δαιμονικήν, ωνόμασε δε πεπλανημένον τον φωστήρα και οδηγόν των πεπλανημένων· όθεν από τότε τον έλεγον όλοι πλέον πεπλανημένον, και αποστρεφόμενοι αυτόν τον εδίωκον, δια να μη πλησιάση εις κανένα. Αλλ’ ο απλανής ούτος φωστήρ εδέχθη με μεγάλην του χαράν το να τον ονομάζουν πεπλανημένον και όχι Άγιον· και υπεκρίνετο πάντοτε ότι είναι πεπλανημένος, όταν δε ωμίλει με άλλους εφαίνετο ότι είναι μωρός, δια να αφανίση με αυτό την υπερήφανον ανθρωπαρέσκειαν και την οίησιν, και να καρποφορήση την ταπεινοφροσύνην, η οποία φυλάττει εις τον άνθρωπον την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Δια να επιτύχη δε του σκοπού του δεν κατώκει εις ένα τόπον, καθώς οι άλλοι, αλλ’ ως πεπλανημένος μετετοπίζετο από τόπου εις τόπον, και όπου επήγαινεν, έκαμνεν από χόρτα καλύβην μικράν , όσον να χωρή μόνον το πολύαθλον σώμα του, και μετ’ ολίγον την έκαιε, και επήγαινεν εις άλλο μέρος και έκαμνεν άλλην. Τόση δε υπέρ άνθρωπον ήτο η ακτημοσύνη του, ώστε δεν απέκτησε ποτέ ούτε δίκελλαν, ούτε σκαλιστήριον, ούτε σάκκον, ούτε σκαμνί, ούτε τράπεζαν, ούτε χύτραν ή άλευρον, ή έλαιον, ή οίνον, ή σίτον, ή άρτον, ούτε κανέν από τα αναγκαία εις την ζωήν του ανθρώπου, αλλ’ ως άϋλος σχεδόν διήγε την ζωήν του εις ερήμους και αβάτους τόπους. Δια τούτο και ελέγετο πεπλανημένος ομού και Καυσοκαλύβης, επειδή δεν εγνώριζον οι άλλοι την θείαν χάριν, ήτις τον έσκεπε και την ελπίδα, ήτις τον εδρόσιζε, και την παντοτεινήν προσευχήν, ήτις τον ανεκούφιζεν. Αλλά τις δύναται να παραστήση, καθώς πρέπει, την πείναν και δίψαν ας υπέμενε, και την γυμνότητα και τα ψύχη και τους παγετούς του χειμώνος, και τα καύματα του θέρους, χωρίς σκέπην, χωρίς δεύτερον ένδυμα, ανυπόδητος, χωρίς να έχη από τινα καμμίαν υπόληψιν, εκτός εάν ενίοτε, βιαζόμενος από την ανάγκην της φύσεως, ήθελεν υπάγει καμμίαν φοράν εις τινα αδελφόν, δια να παρηγορήση ολίγον το σώμα του με άρτον και άλας και με ολίγον οίνον, αν εύρισκε. Και κατά αλήθειαν, δι’ αυτόν είπεν ο Χριστός εν τω Ευαγγελίω: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάζουσιν εις τας αποθήκας, και ο πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά», διότι ούτος ο Άγιος ήτο ως πτηνόν του ουρανού ή κάλλιον να είπω, ως άσαρκος κατώκει εις εκείνην την έρημον και κατά αλήθειαν ούτος ο αείμνηστος εσταύρωσε, κατά τον θείον Παύλον, την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Τις να μη θαυμάση την τοιαύτην αγγελικήν του διαγωγήν; Τις να μη εκπλαγή ακούων τα υπέρ άνθρωπον υπερφυσικά αυτού αγωνίσματα; Την μεγάλην δηλονότι υπομονήν, την ολονύκτιον στάσιν του, τα αείρροα δάκρυα, την αδιάκοπον προσευχήν, την μετάνοιαν, την ησυχίαν, την πραότητα, την ταπείνωσίν του; Όθεν και έγινεν οικητήριον του Αγίου Πνεύματος, άλλος Πέτρος Αθωνίτης, και άλλος μέγας Αθανάσιος εφάνη, των οποίων τας πολιτείας ηγωνίζετο, με όλας του τας δυνάμεις, να μιμηθή, ή κάλλιον να είπω, τους αρχηγούς των μοναστών, Παύλον τον Θηβαίον και τον μέγαν Αντώνιον εζήλωσε, και εις τα ύψη των αρετών εκείνων έφθασε· δια τούτο και ο νους του ως εκείνων ηρπάζετο εις θεωρίας και έβλεπεν αποκαλύψεις μυστηρίων. Και ταύτα πάντα πότε εγνωρίσθησαν και εφάνησαν εις τους άλλους; Όταν αυτός έγινε γνώριμος και συνανεστράφη με άλλους Αγίους Γέροντας και Ασκητάς μεγάλους, οι οποίοι εθαύμαζον μεν και πρότερον και ηυλαβούντο τον θείον Μάξιμον δια τους μεγάλους του αγώνας, είχον όμως και την πρόληψιν, ότι είναι πεπλανημένος, καθώς διεδόθη ο λόγος πρότερον. Αλλ’ όταν συνανεστράφησαν με αυτόν, εγνώρισαν την θείαν χάριν, ήτις εκατοικούσεν εντός αυτού, και δεν τον έλεγον πλέον πεπλανημένον, αλλά τίμιον Μάξιμον και φωστήρα υπέρλαμπρον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήλθεν εις το Άγιον Όρος και ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης και καθήσας εις την σκήτην του Μαγουλά, έγινεν εις όλους τους Πατέρας του Όρους ποθητός, και μάλιστα εις τους ησυχαστάς· διότι ήτο θαυμαστός διδάσκαλος της ησυχίας και της νοεράς προσευχής και εγίνωσκε πολύ καλά τας μηχανάς και τας τέχνας των δαιμόνων, όπερ είναι σπάνιον και δυσεύρετον και δια τούτο τρέχοντες προς αυτόν οι ησυχασταί εδιδάσκοντο τα μυστήρια της νοεράς προσευχής και ποία είναι τα απλανή σημεία της χάριτος, και ποία της πλάνης του εχθρού· τινές δε από αυτούς του είπον και περί του Οσίου Μαξίμου, διηγούμενοι την υπεράνθρωπον αυτού διαγωγήν και την πεπλασμένην του μωρίαν. Ακούσας ταύτα ο θείος Γρηγόριος, εθαύμαζε και επεθύμει να τον ίδη και να συνομιλήση με αυτόν· όθεν απέστειλε τινάς εκ των μαθητών αυτού να προσκαλέσουν τον ιερόν Μάξιμον, όπως υπάγη προς αυτόν δια να τον απολαύση· μεταβάντες δε οι απεσταλμένοι εις την καλύβην του δεν τον εύρον εκεί και περιεπλανώντο επί δύο ημέρας ζητούντες αυτόν, αλλά δεν τον εύρισκον, επειδή ήτο καιρός χειμώνος, και αυτός διέτριβε μέσα εις τα σπήλαια και τα δάση. Κοπιάσαντες όθεν πολύ και ταλαιπωρηθέντες από τον χειμώνα, κατέφυγον εις το κελλίον του αγίου Μάμαντος, δια να λάβουν ολίγην αναψυχήν· εκεί δε ιδού και φθάνει ο ζητούμενος θείος Μάξιμος, και χαιρετά όλους τους παρευρισκομένους κατ’ όνομα, προλέγει δε και την βουλήν του Οσίου Γρηγορίου, ότι δηλαδή βούλεται να αναχωρήση από το Άγιον Όρος και να υπάγη εις τα Παρόρια και άλλα τινά. Οι δε απεσταλμένοι αδελφοί ανήγγειλαν εις αυτόν το μήνυμα του Γέροντός των· ούτος δε εκίνησε παρευθύς και επήγαινεν ομού με αυτούς εις τον Όσιον Γρηγόριον, ψάλλων και το «Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη όθεν ήξει η βοήθειά μου» κ.λ.π. Όταν λοιπόν έφθασαν εις το κελλίον του Οσίου Γρηγορίου, τους λέγει ο θείος Μάξιμος: «Ο Γέρων αναπαύεται τώρα, επειδή εκοπίασε πολύ εις την προσευχήν· όθεν ησυχάσατε και σεις ολίγον και εγώ ομοίως θέλω αναπαυθή έως να ίδω τον Γέροντα». Και ταύτα ειπών εμβήκεν εις το δάσος και προσηύχετο μετά δακρύων ψάλλων το «Κατευθυνθήτω, Κύριε, τα διαβήματά μου ενώπιόν σου, και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία». Ενώ δε ετελείωσε τον ψαλμόν, εκλήθη από τον θείον Γρηγόριον και ευθύς επήγε· αφού δε ησπάσθησαν αλλήλους, απεμάκρυνεν εκείθεν ο Γρηγόριος τους άλλους και μόνον τον θεοφόρον Μάξιμον εκράτησε, θέλων να μάθη από τον ίδιον περί εκείνων τα οποία ήκουσε περί αυτού. Και λοιπόν ερωτηθείς από τον θείον Γρηγόριον ο Μάξιμος, του απεκρίθη· «Συγχώρησόν με, Πάτερ, εγώ είμαι πεπλανημένος». Ο δε Γέρων του λέγει: «Άφες αυτά τώρα, και ειπέ μου, δια τον Κύριον, την αρετήν σου, δια να με φωτίσης· ει δε μη, καν να οικοδομηθώμεν εις την αρετήν και να ωφεληθώμεν μεταξύ μας· διότι δεν είμαι ως άλλοι τινές, οι οποίοι παγιδεύουν τον πλησίον με τους λόγους των, αλλ’ αγαπώ αυτόν, ως τον εαυτόν μου· και ειπέ μου δια τον Κύριον την αρετήν σου». Τότε ο θείος Μάξιμος του εφανέρωσε όσα εποίησεν εκ νεότητός του, δηλαδή τον ένθεον ζήλον τον οποίον είχε, την φυγήν του κόσμου, την υποταγήν του, την πλαστήν μωρίαν, τους ασκητικούς του αγώνας, την φοβεράν εκείνην οπτασίαν της Θεοτόκου, το φως το οποίον τον εκύκλωσε τότε και το οποίον και άλλοτε τον κυκλώνει και τους πειρασμούς των δαιμόνων. Ο δε θείος Γρηγόριος, διακόψας αυτόν από τον λόγον του, είπε: «Ειπέ μου, σε παρακαλώ, κρατείς την νοεράν προσευχήν, τιμιώτατε Πάτερ»; Εκείνος δε μειδιάσας ολίγον του λέγει: «Δεν θέλω σου κρύψει, Πάτερ μου, το θαύμα της Θεοτόκου, όπερ έγινεν εις εμέ· εγώ εκ νεότητός μου είχον πολλήν πίστιν εις την Κυρίαν μου Θεοτόκον, και την παρεκάλουν μετά δακρύων να μου δώση αυτήν την χάριν της νοεράς προσευχής· μίαν δε των ημερών, μεταβάς εις τον Ναόν της, καθώς είχον συνήθειαν, την παρεκάλεσα πάλιν με άμετρον θερμότητα της καρδίας μου· εκεί δε όπου ησπαζόμην με πόθον την αγίαν Εικόνα Της, παρευθύς ησθάνθην εις το στήθος μου και εις την καρδίαν μου μίαν θερμότητα και φλόγα, ήτις ήλθεν από την αγίαν Εικόνα, και η οποία δεν με έκαιε, αλλά με εδρόσιζε και με εγλύκαινε, και επροξενούσεν εις την ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. Από τότε, Πάτερ, ήρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν, και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου και της Θεοτόκου μου, και να είναι πάντοτε ομού με την ενθύμησιν αυτών, από εκείνον δε τον καιρόν, συγχώρησόν με, Πάτερ μου, δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου». Τότε ο θείος Γρηγόριος λέγει εις τον Όσιον Μάξιμον· «Ειπέ μου, Άγιε, σου ηκολούθησε καμμίαν φοράν εις καιρόν κατά τον οποίον έλεγες την ευχήν, «Κύριε Ιησού Χριστέ», και τα εξής, αλλοίωσις θεϊκή ή έκστασις ή άλλος καρπός του Αγίου Πνεύματος»; Ο δε ιερός Μάξιμος του είπεν: «Ω Πάτερ, δια τούτο μετέβαινα εις έρημον τόπον και επόθουν την ησυχίαν πάντοτε, δια να απολαύσω πλέον περισσότερον τον καρπόν της προσευχής, ο οποίος είναι μία αγάπη υπερβολική εις τον Θεόν, και μία αρπαγή του νοός προς τον Κύριον». Και ο Άγιος Γρηγόριος του λέγει: «Σε παρακαλώ, Πάτερ, να μου είπης, τα έχεις αυτά περί των οποίων είπες»; Τότε ο θείος Μάξιμος εμειδίασε πάλιν και του λέγει: «Δος μοι να φάγω, και μη εξετάζης την πλάνην μου». Ο δε Άγιος Γρηγόριος του είπεν: «Είθε και εγώ να είχον την πλάνην την ιδικήν σου, Άγιε· όμως παρακαλώ σε να μου είπης, όταν αρπάζεται ο νους σου εις θεωρίαν, τι βλέπει με τους νοερούς οφθαλμούς; Και ανίσως ημπορεί τότε ο νους ομού με την καρδίαν να αναφέρη την προσευχήν»; Ο δε θείος Μάξιμος, πλήρης Πνεύματος Αγίου, του απεκρίθη· «Όχι, δεν ημπορεί, Πάτερ μου, διότι, όταν έλθη η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον δια μέσου της προσευχής, τότε παύει πλέον η προσευχή· επειδή και ο νους κυριεύεται όλος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος και δεν ημπορεί πλέον να ενεργήση τας δυνάμεις του, αλλά μένει αργός και υποτάσσεται εις το Άγιον Πνεύμα, και όπου θέλει το Άγιον Πνεύμα τον οδηγεί ή εις αέρα άϋλον θείου φωτός, ή εις άλλην θεωρίαν ανεκδιήγητον, ή και πολλάκις εις ομιλίαν θεϊκήν. Και εν συντομία, καθώς θέλει το Πνεύμα το Άγιον, ούτω παρηγορεί τους δούλους του, καθώς πρέπει εις έκαστον, τοιαύτην χάριν του δίδει. Τούτο δε, όπερ λέγω, ημπορεί τις να το ίδη φανερά εις τους Προφήτας και Αποστόλους, οίτινες ηξιώθησαν να ίδουν τόσας θεωρίας, αν και οι άνθρωποι τούς περιέπαιζον και είχον δια πεπλανημένους και μεθυσμένους. Και ο Προφήτης Ησαϊας είδε τον Κύριον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου και τα Σεραφείμ κύκλω Αυτού· και ο Πρωτομάρτυς Στέφανος είδε τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Ιησούν εν δεξιά του Πατρός και τα λοιπά. Τοιουτοτρόπως και τώρα οι δούλοι του Χριστού αξιώνονται να βλέπουν διαφόρους θεωρίας. Τας θεωρίας ταύτας τινές δεν τας πιστεύουν ουδέ τας δέχονται κατ’ ουδένα τρόπον, ότι είναι αληθιναί, αλλά τας θεωρούν ως πλάνην, και εκείνους, οι οποίοι τας βλέπουν, τους θεωρούν πεπλανημένους. Και θαυμάζω πολύ εις τούτο και απορώ πως οι άνθρωποι εκείνοι επωρώθησαν, και ως περ τυφλοί εις την ψυχήν δεν πιστεύουν εις την αψευδή υπόσχεσιν του Κυρίου την δοθείσαν δια του στόματος του Προφήτου Ιωήλ: «Εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα… και επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου…» (κεφ. γ: 1-2), την οποίαν χάριν την έδωκεν ο Κύριός μας και την δίδει και τώρα, και θέλει την δίδει και έως της συντελείας, κατά την υπόσχεσίν του, εις όλους τους πιστούς δούλους Του. Λοιπόν, όταν η χάρις αυτή του Αγίου Πνεύματος έλθη εις τινα, δεν του φανερώνει τα συνειθισμένα ούτε τα αισθητά του κόσμου τούτου, αλλά του δεικνύει εκείνα τα οποία δεν είδε ποτέ ούτε εφαντάσθη. Και τότε ο νους του ανθρώπου εκείνου διδάσκεται από το Άγιον Πνεύμα μυστήρια υψηλά και απόκρυφα, τα οποία, κατά τον θείον Παύλον, δεν δύναται να τα ίδη οφθαλμός σωματικός, ουδέ νους τού ανθρώπου ημπορεί να τα συλλογισθή από τον εαυτόν του ποτέ. Δια να εννοήσης δε, Άγιε πάτερ, πως τα βλέπει ο νους μας, στοχάσου αυτό το οποίον έχω να σου είπω. Το κηρίον, όταν είναι μακράν από την πυράν, είναι στερεόν και πιάνεται· όταν όμως το βάλης εις την πυράν, διαλύεται και εκεί μέσα εις την φλόγα καίεται και ανάπτει, και γίνεται όλον φως, ούτω δε τελειώνει εντός της πυράς όλον και είναι αδύνατον να μη διαλυθή και να γίνη ρευστόν. Ομοίως και ο νους του ανθρώπου, όταν είναι μόνος, χωρίς να αναμιχθή με τον Θεόν, εννοεί όσα είναι της δυνάμεώς του· όταν όμως πλησιάση εις το πυρ της Θεότητος και εις το Πνεύμα το Άγιον, τότε κυριεύεται όλος από εκείνο το θεϊκόν φως και γίνεται όλος φως, και εκεί μέσα εις την φλόγα του Αγίου Πνεύματος ανάπτει και τήκεται από τα θεϊκά νοήματα, ώστε δεν είναι δυνατόν μέσα εις το πυρ της Θεότητος να εννοή τα ιδικά του και εκείνα τα οποία θέλει. Τότε λέγει ο θείος Γρηγόριος εις τον μακάριον Μάξιμον· «Είναι και άλλα, Καυσοκαλύβη μου, παρόμοια, όπου είναι της πλάνης»; Και ο μέγας Μάξιμος του απεκρίθη: Άλλα είναι τα σημεία της πλάνης και άλλα της χάριτος· διότι το πονηρόν πνεύμα της πλάνης, όταν πλησιάση εις τον άνθρωπον, συγχίζει τον νουν του και τον εξαγριώνει· κάμνει την καρδίαν του σκληράν και την σκοτίζει· προξενεί δειλίαν και φόβον και υπερηφάνειαν, αγριεύει τους οφθαλμούς, ταράσσει τον νουν, ανατριχιάζει όλον το σώμα, δεικνύει κατά φαντασίαν εις τους οφθαλμούς φως, όχι λαμπρόν και καθαρόν, αλλά κόκκινον· και του κάμνει τον νουν εκστατικόν και δαιμονιώδη και παρακινεί να λέγη με το στόμα του άπρεπα και βλάσφημα λόγια. Όστις βλέπει το πνεύμα της πλάνης οργίζεται πολλάκις και είναι γεμάτος θυμόν, την δε ταπείνωσιν παντελώς δεν την γνωρίζει, ούτε το αληθές πένθος και δάκρυον, αλλά πάντοτε καυχάται εις τα κατορθώματά του και δοξάζεται, χωρίς συστολήν και φόβον Θεού ευρίσκεται με τα πάθη και τέλος εξέρχεται παντάπασιν από τας φρένας του και έρχεται εις την τελείαν απώλειαν, από την οποίαν πλάνην να μας λυτρώση ο Κύριος δι’ ευχών σου. Τα σημεία όμως της χάριτος είναι αυτά: όταν έλθη εις τον άνθρωπον η χάρις του Αγίου Πνεύματος, συλλέγει τον νουν και τον κάμνει προσεκτικόν, ταπεινόν, του φέρει την ενθύμησιν του θανάτου και των αμαρτιών του, της μελλούσης κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως, και του κάμνει την ψυχήν ευκολοκατάνυκτον εις το να κλαίη και να πενθή· κάμνει δε και τους οφθαλμούς του νηφαλίους και γεμάτους δακρύων. Και όσον πλησιάζει εις τον άνθρωπον, τόσον τον ημερώνει εις την ψυχήν, και την παρηγορεί δια μέσου των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της απείρου φιλανθρωπίας Του, και προξενεί εις τον νουν υψηλάς και αληθείς θεωρίας· πρώτον δια την ακατανόητον δύναμιν του Θεού, πως με ένα λόγον εδημιούργησε τα πάντα από το μη ον εις το είναι· δεύτερον, δια την άπειρόν του δύναμιν, δια της οποίας συγκρατεί και κυβερνά τα πάντα και έχει όλων την πρόνοιαν· τρίτον, δια το ακατανόητον της Αγίας Τριάδος και δια το ανεξιχνίαστον πέλαγος της θείας ουσίας και τα λοιπά. Και όταν αρπαγή ο νους τού ανθρώπου από εκείνο το θείον φως και φωτισθή φωτισμόν θεϊκής γνώσεως, γίνεται η καρδία γαληνή και πραοτάτη, αναβρύει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την χαράν, την ειρήνην, την μακροθυμίαν, την καλωσύνην, την συμπάθειαν, την αγάπην, την ταπείνωσιν και τα λοιπά, και απολαμβάνει η ψυχή του μίαν αγαλλίασιν ανεκδιήγητον.                              Ακούων ταύτα ο Άγιος Γρηγόριος έμεινεν εκστατικός και εθαύμαζεν ονομάζων αυτόν Άγγελον επίγειον και ουχί άνθρωπον. Όθεν και θερμώς τον παρεκάλεσε, λέγων: «Παύσε, παρακαλώ, από του να κατακαίης πλέον την κέλλην σου και συγκέντρωσε τον εαυτόν σου εις ένα τόπον, κάθισε, καθώς λέγει ο σοφός Ισαάκ, δια να κάμης περισσότερον καρπόν και να ωφελήσης πολλούς, ως εμπειρότατος εις την αρετήν, διότι σε έφθασε πλέον το γήρας και ο θάνατος έρχεται πολλάκις παρά καιρόν· δια τούτο μετάδος το τάλαντον, ήτοι το χάρισμα, όπερ έλαβες, και τον σπόρον της θείας διδασκαλίας σου εις τον λαόν του Θεού δια μέσου του καθίσματός σου εις ένα τόπον, πριν να σε φθάση το τέλος, δια να λάβης εις τους ουρανούς και μισθόν περισσότερον δια την ωφέλειαν των άλλων, ότι και ο Κύριος όστις έδωκεν εις τους Αποστόλους την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν τους έστειλε να διάγουν εις τα όρη, αλλά εις τους ανθρώπους, δια να μεταλάβουν και εκείνοι από την χάριν εκείνων, και να γίνουν οι αμαρτωλοί άγιοι, δια μέσου της αγιότητος εκείνων· δια τούτο και είπε προς αυτούς: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων» και όχι έμπροσθεν των πετρών. Ας λάμψη λοιπόν και το ιδικόν σου φως έμπροσθεν των ανθρώπων, δια να ίδουν τα καλά σου έργα και να δοξάζουν τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς. Άφες πλέον το να υποκρίνεσαι ότι είσαι σαλός, ότι γίνεσαι σκάνδαλον εις εκείνους, οίτινες δεν γνωρίζουν τα κατορθώματά σου. Λοιπόν σε παρακαλώ άκουσε την συμβουλήν μου και κάμε καθώς σου λέγω ως άριστος φίλος σου και αδελφός· διότι «αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά», λέγει η θεία Γραφή. Ταύτας τας συμβουλάς μανθάνοντες και οι άλλοι μεγάλοι Γέροντες, συμφώνως τον συνεβούλευσαν και αυτοί και τον έπεισαν να καθίση εις ένα τόπον. Όθεν ο θείος Μάξιμος, ευρίσκων ένα σπήλαιον, το οποίον ήτο πλησίον του κυρ Ησαϊου έως τρία μίλια, έκαμεν εις αυτό ένα περίφραγμα, μίαν οργυιάν το πλάτος και μίαν το μάκρος, χωρίς πέτρας ή ξύλα ή σανίδια ή καρφία, αλλά με κλαδιά και χόρτα, κατά την συνήθειάν του, ώστε να φαίνεται ότι έκαμε κελλίον, και εκάθισεν εντός αυτού και εις το εξής δεν το έκαυσε πλέον, αλλά διήλθεν εκεί όλην του την ζωήν με την συνηθισμένην του ακτημοσύνην, χωρίς να έχη βελόνην ή ολίγον άρτον, φυλάττων πάλιν την υπέρ άνθρωπον άσκησιν ως άσαρκος· έπειτα έσκαψε και τον τάφον του, πλησίον τού κελλίου του, και καθ’ εκάστην πηγαίνων εις αυτόν εις τον καιρόν του όρθρου, έκλαιεν ο Καυσοκαλύβης τον Μάξιμον, και έψαλλε τινά θρησκευτικά νεκρώσιμα εξαποστειλάρια, προς το «Ο ουρανόν τοις άστροις κατακοσμήσας ως Θεός», τα οποία επόνησεν ο ίδιος. Οι δαίμονες όμως συναχθέντες έκαμνον πόλεμον με τον Άγιον κάθε ημέραν, θέλοντες να τον διώξουν· πλην αυτοί μάλλον εδιώκοντο από την νοεράν προσευχήν του Οσίου και ως καπνός διελύοντο, δύναμις δε θεϊκή ακαταμάχητος τον εσκέπαζε και τον εφύλαττε, φαινομένη εις είδος πυρός εις τους αξίους τοιαύτης θεωρίας, η οποία κατέκαιε τους εχθρούς του. Όθεν και με τον λόγον του μόνον ιάτρευε πολλούς, και τα δαιμόνια εδίωκεν από τους δαιμονιζομένους, καθώς το εγνωρίσαμεν αληθέστατα, και έστελλεν αυτούς εν ειρήνη εις τους τόπους των, παραγγέλων να απέχουν από την μνησικακίαν, την αδικίαν, την επιορκίαν, την μέθην, την πορνείαν, να νηστεύουν το κρέας και να δίδουν ελεημοσύνην κατά την δύναμιν αυτών, να καθαρίζουν δε τον εαυτόν των από κάθε αμαρτίαν δια μέσου της μετανοίας, τοιουτοτρόπως δε προετοιμαζόμενοι να μεταλαμβάνουν τα Άχραντα Μυστήρια εις τας επισήμους εορτάς δια να υγιαίνουν πάντοτε. Παραθέτομεν δε ενταύθα τινά εκ των θαυμάτων του προς πίστωσιν της αληθείας και έπαινον του Αγίου. Μοναχός τις, Μερκούριος ονόματι, παρεκινήθη ποτέ από τον Όσιον να διώξη το δαιμόνιον από ένα δαιμονιζόμενον· και ενώπιον του Οσίου επετίμησεν αυτός το πονηρόν πνεύμα με το όνομα του Ιησού Χριστού, και παραδόξως εθεράπευσε τον δαιμονισμένον. Έτερον υποτακτικόν Γέροντος, πάσχοντα κακώς από δαιμόνιον, απαντήσας εις την οδόν ο Όσιος, του παρήγγειλε να φυλάττη υπακοήν τελείαν εις τον Γέροντά του και να απέχη από τυρόν, οίνον και μιασμόν, και ιατρεύεται εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού· και, ω του θαύματος! παρευθύς με τον λόγον τούτον ιατρεύθη. Εν μια των ημερών επήγαν εις τον Όσιον Μοναχοί τινές από την Λαύραν, ωφελείας χάριν, και με αυτούς ήτο και εις κοσμικός· καθώς δε τον είδεν ο Όσιος, τον εδίωξεν από μακράν, λέγων, ότι είναι Ακινδυνάτος και άπιστος, ενώ δεν τον ήξευρεν άλλος ότι είναι τοιούτος έως την ώραν εκείνην. Κατεφέρετο δε ο Όσιος πολύ εναντίον του Ακινδύνου, ωνόμαζεν αυτόν κακοκίνδυνον και δαιμονιώδη, κοινωνόν πάσης αιρέσεως και υπηρέτην του Αντιχρίστου· δια τούτο δε τους τοιούτους αιρετικούς τους εδίωκε και τους ανεθεμάτιζε παρρησία. Άλλοι πάλιν Μοναχοί επήγαν εις τον Όσιον, και καθώς τους είδεν, εφώναξε: «Διώξατε τον Μασσαλιανόν, ονομάζων τούτον δια του ονόματός του, και τότε ελάτε εις εμέ»· ακούσαντες ταύτα εκείνοι ετρόμαξαν και διώξαντες τον πεπλανημένον εκείνον από την συνοδείαν των, επήγαν εις τον Άγιον. Moναχός τις ήθελε να ταξιδεύση εις την Κωνσταντινούπολιν με πλοίον Θεσσαλονικαίον δια υπόθεσίν του, ο δε Όσιος δεν τον άφησε, προλέγων τον κίνδυνον του πλοίου· και μετά τρεις ημέρας εβυθίσθη το πλοίον εκείνο εις την θάλασσαν ομού με όλους τους επιβάτας. Άλλο δε πλοίον είχεν έλθει εις τον λιμένα της Λαύρας, και οι άνθρωποι του πλοίου επήγαν εις τον Όσιον, έχοντες ομού και ένα δαιμονιζόμενον, ο οποίος είχε το δαιμόνιον της αχορτασίας, και έτρωγε καθ’ εκάστην ημέραν έως πέντε ανδρών φαγητόν, αλλά δε εχόρταινε. Τούτον ρίψαντες εις τους πόδας του Οσίου, τον επαρακαλούσαν ομού με αυτόν να τον ελευθερώση από αυτό. Ο δε Όσιος, λαμβάνων ένα παξιμάδι, το έδωκεν εις τον πάσχοντα και του είπεν: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τόσον να τρώγης και να χορταίνης και να ειρηνεύης». Και από τότε πλέον ηλευθερώθη από το δαιμόνιον της αχορτασίας, και δεν έτρωγε περισσότερον από την ποσότητα του παξιμαδίου· όθεν απαρνηθείς τον κόσμον έγινε Μοναχός, και εκάθισε πλησίον του Αγίου, και οδηγούμενος από αυτόν επρόκοψε, θεία χάριτι, εις την αρετήν και έγινε δοκιμώτατος. Έτερον Μοναχόν, Βαρλαάμ καλούμενον, υποτακτικόν Γέροντος τινός, ονειδίζων ο Όσιος δια την σκληρότητα και την παρακοήν την οποίαν εδείκνυεν εις τον Γέροντά του, του είπεν, ότι δι’ αυτά τα πταίσματά του έχει να λάβη κακόν τέλος, και να αποθάνη από κρύον ή παγετόν, ο και εγένετο, και επληρώθη η πρόρρησις του Οσίου. Εις άλλον δε Μοναχόν Αθανάσιον προείπεν, ότι μέλλει να θανατωθή από Ισμαηλίτας και επληρώθη και εις τούτον η προφητεία. Τόσον ήτο πλουτισμένος δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε και τα μακράν ως πλησίον και τα άδηλα και μέλλοντα προεγνώριζε και προέλεγεν, ως να ήσαν παρόντα. Προεγνώρισεν επίσης και τον ερχομόν των βασιλέων λέγων: «Οι βασιλείς των Ρωμαίων θέλουν να έλθουν προς με, δια να ακούσουν προφητείας και να λάβουν πρόγνωσιν των μελλόντων και όχι να ωφεληθούν». Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός, ήλθον εις αυτόν Ιωάννης ο Καντακουζηνός και Ιωάννης ο Παλαιολόγος, οι τότε βασιλεύοντες, και ο Όσιος επροφήτευσεν εις αυτούς όλα όσα έμελλον να τους συμβούν, λέγων εις αυτούς να υπομείνουν όλα τα επερχόμενα λυπηρά. Κατόπιν ετράπη εις διδασκαλίαν και τους εδίδαξε πολλά ψυχωφελή και αρμόδια εις βασιλείς· όταν δε ανεχώρουν, προπέμπων αυτούς ο Άγιος, είπε προς τον Καντακουζηνόν: «Ίδε Ηγούμενος εις Μοναστήριον». Προς δε τον Παλαιολόγον είπε: «Κράτει, ακράτητε, και μη πλανάσαι, ότι η βασιλεία σου θέλει μεν είναι μακρά αλλ’ ασήμαντος και θέλει σου φέρει πολλάς ταραχάς». Μετά ταύτα τους είπε: «Χαίρετε, και υπάγετε εν ειρήνη». Παρελθόντος δε ολίγου καιρού, έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον Καντακουζηνόν ένα παξιμάδι, ένα κρόμμυον και ένα σκόρδον, προμηνύων με αυτά, ότι μέλλει να γίνη Μοναχός, και να τρώγη τοιαύτην τροφήν, καθώς και έγινεν ύστερον από ολίγον καιρόν, διότι βιασθείς από τον Παλαιολόγον έγινε και χωρίς να θέλη Μοναχός, όταν δε έφαγε το παξιμάδι, ενεθυμήθη την προφητείαν του Οσίου και τον εθαύμαζεν. Ομοίως και ο Παλαιολόγος, ενθυμούμενος τας προφητείας του Οσίου, όταν εγίνοντο τα πράγματα καθώς τα επροφήτευσεν, εθαύμαζεν αυτόν. Ο Πατριάρχης Κάλλιστος, μεταβαίνων με τον κλήρον του εις την Σερβίαν δια την ένωσιν και ειρήνην της Εκκλησίας, και διελθών από το Άγιον Όρος, επήγεν εις την καλύβην του Αγίου Μαξίμου, δια να τον ίδη, ο δε Όσιος εξήλθεν εις προϋπάντησίν του, και έλαβε την ευλογίαν του· μετά δε τον ασπασμόν είπε προς τους παρόντας χαριεντιζόμενος: «Ούτος ο γέρων την γραίαν του έχασε» και τινα άλλα. Έπειτα, αφού συνωμίλησαν ώραν ικανήν, προπέμπων αυτόν έψαλλε το : «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ κ.τ.λ.», προμηνύων εις αυτούς με τούτο τον θάνατον και την ταφήν των, το οποίον και έγινε· διότι πηγαίνων ο Πατριάρχης με τον κλήρον του εις την Σερβίαν, μετ’ ολίγον απέθανον όλοι εκεί δηλητηριασθέντες, καθώς έλεγον οι περισσότεροι, ετάφησαν δε εις την Εκκλησίαν των Σέρβων, και ούτως έλαβε τέλος η προφητεία του Οσίου, την οποίαν είπε περί των βασιλέων και του Πατριάρχου Καλλίστου. Ασκητής τις, Μεθόδιος ονομαζόμενος, μεταβάς εις τον Όσιον, είδε φως θείον, όπερ έλαμπε γύρωθέν του, και δεν ετόλμα να πλησιάση εις αυτόν, έως ου τον επρόσταξεν ο Όσιος και επλησίασε. Και τούτο το εξαίρετον ελέγετο δια τον Όσιον, ότι εδέχετο άρτον ουράνιον· διότι εν καιρώ χειμώνος επήγεν εις επίσκεψίν του ο νοσοκόμος της Λαύρας, Γρηγόριος το όνομα, ομού με τον αδελφόν του, και από το πολύ χιόνι, όπου έπεσεν, ήτο σκεπασμένος ο τόπος και πατήματα ανθρώπου δεν εφαίνοντο· όθεν κάμνοντες εκείνοι καινούργιον τόπον επήγαν εις την καλύβην του Οσίου, έχοντες ομού άρτον και οίνον, και άλλα τινά επιτήδια προς παρηγορίαν· καθώς όμως εμβήκαν εις την καλύβην του, βλέπουν ένα άρτον ζεστόν και καθαρώτατον, όστις ευωδίαζεν· αυτοί δε περιεργαζόμενοι, εάν εφαίνετο εις την καλύβην του σημείον πυράς και μη ευρίσκοντες, έμειναν εκστατικοί, θαυμάζοντες τον ουράνιον άρτον· πεσόντες δε εις τους πόδας του Αγίου εζητούσαν μέρος από τον άρτον εκείνον· ευσπλαγχνισθείς δε ο Άγιος έκοψε τον ήμισυν άρτον και τους έδωκε, λέγων προς αυτούς: «Λάβετε, φάγετε, και προσέχετε να μη το είπητε τινός έως ότου ζω». Αλλά και ύδωρ πόσιμον και γλυκύ έδωκεν εις αυτούς, καθώς, επί Θεώ μάρτυρι, μας είπον μετά την κοίμησιν του Οσίου. Άλλοι δε αδελφοί μάς είπον, ότι και νερόν της θαλάσσης έκαμε γλυκύ, και έπιεν αυτός και έδωκε και εκείνων και έπιον. Άλλοτε, εις καιρόν τρύγου, επήγαν εις τον Όσιον δύο Μοναχοί, και μετά την συνομιλίαν των επήρεν ένα παξιμάδι και τους έδωκεν ειπών: «Υπάγετε το ταχύτερον εις την Μονήν του Δωροθέου, δια να μη κινδυνεύσητε καθ’ οδόν από τον χειμώνα». Και αυτοί εθαύμασαν πως είπεν, ότι μέλλει να γίνη χειμών εις καιρόν οπού ήτο αέρας και σύννεφα δεν εφαίνοντο τελείως· αλλά πριν να υπάγουν εις την Μονήν του Δωροθέου, έγινε μεταβολή φοβερά εις τον ουρανόν, ηγέρθη άνεμος βίαιος, και ηκολούθησε πλήθος από αστραπάς και βροντάς, τόση δε χάλαζα έπεσεν ομού με βροχήν ταρακτικήν, ώστε έπαυσε τελείως ο τρυγητός· διότι τα ατρύγητα αμπέλια τα ηφάνισε· βλέποντες δε αυτά οι δύο Μοναχοί, εφώναζον το «Κύριε, ελέησον» και εκήρυττον εις όλους την προφητείαν του Οσίου. Ήλθεν εις τον Όσιον γραμματεύς τις λόγιος εκ Κωνσταντινουπόλεως, και καθώς τον είδεν, εγνώρισε τους πονηρούς λογισμούς, τους οποίους είχε, και ήρχισε να του λέγη: «Που είδες συ τους αγώνας και τα παλαίσματα των Αγίων, και την χάριν που τους δίδει ο Θεός, και βλασφημείς εις αυτούς λέγων, ότι οι Άγιοι ολίγον ηγωνίσθησαν, αλλά εκείνοι οίτινες γράφουν τους Βίους των τους κάμνουν χάριν και προσθέτουν πολλά ψευδώς, τα οποία δεν έκαμαν, αλλά και την χάριν των θαυμάτων, την οποίαν έλαβον, νομίζεις ότι είναι ψευδής; Παύσε από τοιούτους σατανικούς λογισμούς, δια να μη παροργίσης τον Θεόν και ρίψη κεραυνόν και σε κατακαύση· διότι οι Άγιοι, επειδή αφιέρωσαν ολοκλήρως τον εαυτόν των εις τον Θεόν, όλα των τα νοήματα και τα έργα τα έκαμαν δια τον Θεόν, και δια την Αυτού ευαρέστησιν, και ήσαν όλα θεάρεστα. Και ποίος, ειπέ μου, δύναται να περιγράψη όλον τον Βίον κάθε Αγίου, καθώς ήτο; Ή ποίος τον ηξεύρει καταλεπτώς; Μόνον ολίγα τινά γράφουν εκ των πολλών, προς μαρτυρίαν των Αγίων. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήτις εδόθη εις τους Αγίους, δεν είναι τόση μόνον, όση φαίνεται, αλλά είναι πλουσία και ακατανόητος, ώστε υπερβαίνει κάθε νουν και διάνοιαν· μόνον αν θέλης να είσαι αληθής σοφός, άφησε την μωρολογίαν των σοφιστών και σχόλασον, καθώς λέγει ο Δαβίδ, δια να γνωρίσης τον Θεόν δια μέσου της γνώσεως και της πνευματικής ησυχίας και να οικειωθής με αυτόν, καθ’ όσον δυνηθής, τότε δε θέλεις γνωρίσει την χάριν του Αγίου Πνεύματος και τα θεία και ακατανόητα θαυμάσια του Θεού και ούτω θέλεις θαυμάσει και θέλεις κατηγορήσει τον εαυτόν σου, γνωρίζων εις πόσον σκότος ήσο πρότερον· ότι χωρίς το φως δεν φανερώνεται το σκότος. Ελθέ εις το φως της ησυχίας και προσευχής και θέλει φύγει από τον εαυτόν σου το σκότος πρώτον, και τότε θέλεις ίδει την πραγματικήν χάριν και την δύναμιν των Αγίων, και θέλεις ποθήσει να την απολαύσης». Ταύτα ακούσας εκείνος εφοβήθη και ετρόμαξεν, ότι απεκάλυψεν ο Άγιος τους αποκρύφους λογισμούς του, και πολλά ωφεληθείς διώρθωσε το βλάσφημον εκείνο νόημα, όπερ είχε, και διώρθωσε και άλλους με την σοφήν διδασκαλίαν του Αγίου. Και εγώ ο ίδιος (λέγει ο συγγραφεύς), επί Θεώ μάρτυρι, δεν θέλω κρύψει εκείνα τα οποία είδα εις τον Όσιον· διότι εγνωρίσθην και εγώ με αυτόν. «Ημέραν τινά ανεχώρησα από την Μονήν του Βατοπαιδίου ομού με άλλον τινά, και επήγα εις την καλύβην του, μη ευρών δε αυτόν εκεί ελυπούμην και εκύτταζα γύρωθεν ίσως ίδω τον ποθούμενον, και αναβαίνων ολίγον όπισθεν της καλύβης του και βλέπων εις την οδόν του κθρ Ησαϊα, βλέπω αυτόν εις την γούρναν του Αγελαρίου, μακράν έως δύο μίλια εις τόπον δύσβατον και πετρώδη και ω του θαύματος! βλέπω τον Άγιον ότι υψώθη από την γην επάνω εις τον αέρα υψηλά, ως αετός υπόπτερος, και επέτα άνωθεν του δάσους και των μεγάλων πετρών και ήρχετο προς με· και ετρόμαξα φωνάζων το «μέγας ει, Κύριε» και από τον φόβον ετραβήχθην οπίσω ολίγον τι, και εν ριπή οφθαλμού έφθασεν ο Άγιος ψάλλων. Τι δε έψαλλε, δεν ηννόησα εκ του θαύματος, αλλά πεσών εις τους πόδας του, με εδέχθη και με ηρώτα πόσην ώραν έχω εις τον τόπον εκείνον, έπειτα με έλαβεν από την χείρα και με έμβασεν εις την καλύβην του, αφού δε με εδίδαξε, μου είπε: «Πρόσεχε να μη είπης εις ουδένα εκείνο όπερ είδες, έως ου είμαι εις την παρούσαν ζωήν· γνώριζε δε, ότι θα γίνης Ηγούμενος και Μητροπολίτης Αχριδών, και μέλλεις να πάθης πολλά· πλην υπόμεινον μιμούμενος τον επί ξύλου κρεμασθέντα Χριστόν, ότι αυτός θέλει σου γίνει βοηθός εις τους πειρασμούς, οι οποίοι θέλουν γίνει εις μαρτύριον της σης αθλήσεως». Όλα δε ετελειώθησαν εις εμέ κατά την προφητείαν του Αγίου. Αλλά και τούτο, όπερ είδον δεν θέλω το σιωπήσει. Εις Μοναχός Λαυριώτης, Ιάκωβος ονόματι, ελθών παρεκάλει τον Άγιον δια να του κάμη γράμμα συστατικόν, προκειμένου να περιοδεύση δια να συνάξη χρήματα προς απελευθέρωσιν του αδελφού του· και υπομένων ολίγον ο Όσιος, του λέγει με αυστηρότητα: «Ύπαγε να εκβάλης τα εξήκοντά σου υπέρπυρα, ήτοι φλωρία, από τον τοίχον του πύργου, όπου τα έχεις κρυμμένα, και δώσε τα εις εξαγοράν του αδελφού σου, μη είσαι δε πλεονέκτης και ψεύστης, δια να μη σκλαβωθής πάλιν». Τούτο ακούσας ο Ιάκωβος ωμολόγησε την αλήθειαν, και ζητήσας συγχώρησιν δια το τόλμημα εποίησε το προστασσόμενον. Άλλην φοράν ένας κοσμικός επήγε προς τον Όσιον, και έλεγε μετά κλαυθμού: «Βοήθησόν με , Άγιε του Θεού, ότι ένας Ιερεύς με αφώρισε και απέθανε, και τώρα δεν γνωρίζω τι να κάμω ο άθλιος». Ο δε Άγιος του είπεν: «Ύπαγε εις τον Μητροπολίτην Βεροίας, όστις ώριζεν ως Αρχιερεύς και τον αποθανόντα Ιερέα, δια να σε συγχωρήση κατά τους νόμους», το οποίον και έγινε και έλαβεν από αυτόν συγχώρησιν. Την αυτήν δε ώραν είπε και εις Μοναχόν τινα, όστις ήτο εκεί εις τον Άγιον, τον οποίον ούτε καν εγνώριζεν: «Ύπαγε και συ εις τον Ιερέα Ιωάννην, δια να σε συγχωρήση πριν να αποθάνη, ότι σε έχει αφωρισμένον από τον καιρόν όπου τον ύβρισες και τον ερράπισες». Και θαυμάσας ο Μοναχός, πως του είπε το πταίσιμόν του, επήγεν ομού με τον κοσμικόν εις την Βέροιαν και έλαβε την συγχώρησιν. Ελθών ο Αρχιερεύς Τραϊανουπόλεως με τον Διάκονόν του προς τον Όσιον, και θέλων να τον δοκιμάση, εάν αληθώς έχη προορατικόν, έλαβεν εις τον δρόμον το ράσον του Διακόνου του και το εφόρεσε, τον δε μανδύαν τον αρχιερατικόν τον έδωσεν εις τον Διάκονόν του και το εφόρεσε· ούτω δε εισήλθε πρώτος ο Αρχιερεύς ως Διάκονος, και λέγει προς τον Άγιον: «ευλόγησον πάτερ· ο Αρχιερεύς είναι έξω, και εάν θέλης να έλθη μέσα». Ο δε Άγιος λέγει προς αυτόν: «Συ είσαι ο Αρχιερεύς, και ευλόγησόν με, μη δε μου λέγης τας κλεψίας σου, ότι εκεί ήμουν επάνω από τον λάκκον, όταν εκάματε την κλεψίαν». Και τούτο ειπών έβαλε μετάνοιαν, και ηυλόγησεν αυτόν ο Αρχιερεύς, και τον ησπάσθη, και μεγάλως τον εθαύμασεν. Έλεγε και τούτο ο Άγιος δια τον Όσιον θεοφόρον Νήφωνα τον Αθωνίτην, ότι επάνω από την καλύβην του ήτο μικρόν σπήλαιον, και μίαν ημέραν εμβήκεν εις το σπήλαιον και εκοιμήθη, εγερθείς δε του ύπνου εκάθισε, και βλέπων έμπροσθεν του σπηλαίου γυναίκα εστολισμένην, και γνωρίζων την πανουργίαν του πονηρού δαίμονος, έκαμεν εκ τρίτου το σημείον του Τιμίου Σταυρού και παρευθύς έγινεν άφαντος. Έλεγεν επίσης, ότι εν ημέρα Δευτέρα ήλθε Μοναχός τις και εκάθισεν έμπροσθεν της καλύβης μου, τον οποίον δεν είδον ποτέ, ήτο δε κατάξηρος από την πολλήν εγκράτειαν, και τη Τρίτη το πρωϊ ήλθεν εις εμέ και συνωμιλήσαμεν· και μη έχοντες άρτον ή άλλο τι δια να φάγωμεν και οι δύο, εβγήκε και εκάθισεν άνωθεν της καλύβης μου έως την Πέμπτην πρωϊ, και πάλιν ήλθε και συνωμιλήσαμεν, και πάλιν εβγήκε και εκάθητο εις την ιδίαν θέσιν έως το Σάββατον το πρωϊ· τότε εβγήκα και εγώ από την καλύβην δια σωματικήν ανάπαυσιν, και από τότε δεν τον είδον πλέον. Αφού διήλθε δέκα τέσσαρα έτη ο Όσιος Μάξιμος εις το προειρημένον σπήλαιον, όπου είχε την καλύβην του, πλησίον της Παναγίας, εξήλθεν εκείθεν και ήλθε πλησίον της Ιεράς Λαύρας, όσον να ακούωνται τα πνευματικά της όργανα, ήτοι οι κώδωνες, και εκεί έκαμε μικράν καλύβην, και έμεινεν έως τέλους της ζωής του. Είναι και άλλα πολλά διηγήματα περί του θείου Μαξίμου, προοράσεις, θαυματουργίαι μεγάλαι και διδασκαλίαι θεόσοφοι, με τας οποίας καθωδήγει και κοσμικούς και Μοναχούς και κάθε καταστάσεως άνθρωπον, όμως είναι αδύνατον να τα γράψωμεν όλα δια το πλήθος αυτών· ταύτα, όσα εγράψαμεν, είναι ως να εγεμίσαμεν ένα ποτήριον με θάλασσαν από όλον το πέλαγος· αλλά και αυτά τα ολίγα είναι αρκετά, δια να γνωρίσουν οι Χριστιανοί, ότι όχι μόνον τον παλαιόν καιρόν εδόξαζεν ο Θεός τους Αγίους Του, αλλά και τώρα, εις κάθε καιρόν, όλους, όσοι τον δοξάζουν με έργα καλά, τους δοξάζει με σημεία και θαύματα, τα οποία είναι ως αρραβών της αϊδίου δόξης, την οποίαν μέλλουν να απολαύσουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Όθεν παρατρέχοντες τα πολλά, ερχόμεθα ομού ε το πανίερον τέλος του Αγίου να τελειώσωμεν και την περί τούτου διήγησιν. Εις Μοναχός, Νικόδημος καλούμενος, επήγεν εις τον Όσιον χάριν ωφελείας· ο δε Άγιος του είπεν: «Αδελφέ Νικόδημε, συντόμως μέλλω να αποθάνω». Και ακολούθως του εφανέρωσεν και την ημέραν της κοιμήσεώς του, και τους μέλλοντας να ευρεθούν εις τον ενταφιασμόν του τους προείπε κατ’ όνομα· όταν δε έφθασεν η ημέρα εκείνη, την οποίαν προείπεν, εκοιμήθη ο Όσιος Μάξιμος, ετών ενενήκοντα πέντε, κατά την ιγ (13ην) του Ιανουαρίου μηνός, και ετάφη εις το μνημείον όπερ ο ίδιος έσκαψε ολησίον της καλύβης του· ο δε ενταφιασμός του έγινεν από μόνους εκείνους, τους οποίους προείπεν, ότι δεν ήθελε να γίνη με παρρησίαν και πλήθος καού, έδωκε δε εντολήν εις τους ενταφιαστάς του να μη μεταθέσουν εις άλλον τόπον το κείψανόν του, μηδέ να πάρη τις κανέν μέρος από αυτό, αλλά να το αφήσουν σώον και κεκρυμμένον εντός του τάφου, δια να μη δοξάζεται από τους ανθρώπους. Aφού έμαθον την κοίμησιν του Οσίου, όλοι οι Πατέρες του Όρους μεγάλως ελυπήθησαν και έκλαιον την ορφανίαν των, ότι εστερήθησαν τοιούτον θεόσοφον διδάσκαλον της μοναδικής πολιτείας και τοιούτον λαμπρότατον φωστήρα, κηρύττοντες καθ’ εκάστην τα ανδραγαθήματά του και τα θεία του χαρίσματα, εορτάζοντες κατ’ έτος την μνήμην του, καθώς πρέπει εις τους αγίους. Και ούτω μεν εδόξασαν επί γης και δοξάζουν τον Όσιον Μάξιμον οι άνθρωποι, άνωθεν δε εις τους ουρανούς εδέχθη η Αγία Τριάς την καθαρωτάτην και αγίαν του ψυχήν, και κατέταξαν αυτήν εν σκηναίς Αγίων, την εδόξασε δε με το ανέκφραστον και ακατανόητον φως της Θεότητος, και παρίσταται εις τον Χριστόν, τον οποίον εκ της νεότητός του επόθησε, και αγάλλεται μετά των Αγγέλων και των απ’ αιώνος Αγίων, πρεσβεύων αδιαλείπτως υπέρ ημών. Αλλά δια να φανή, ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος μένει αχώριστος και από το θείον του λείψανον, δεν έλειψαν να γίνουν και τα ακόλουθα θαύματα. Μοναχός τις, Διονύσιος το όνομα, Κοντοστέφανος επιλεγόμενος, πάσχων κακώς από πόνους της κεφαλής πολλάς ημέρας, επρόστρεξεν εις τον τάφον του Οσίου και τον παρεκάλει μετά πίστεως και δακρύων να του δώση την υγείαν του, κοιμηθείς δε ολίγον και εγερθείς, ω του θαύματος! ευρέθη υγιής και εδόξαζε τον Άγιον· αφού δ’ έλαβεν εις τας χείρας του ολίγον χώμα από τον τάφον του Αγίου, ως μύρον ανεφάνη τούτο θαυμάσιον και εγέμισεν από ευωδίαν άρρητον τας αισθήσεις του. Ακόμη και εγώ ο ίδιος (λέγει ο συγγραφεύς) όστις είδον και πρότερον τον Άγιον πετόμενον εις τον αέρα, ασθενήσας πολλά και καταντήσας προς θάνατον, επεκαλέσθην μετά δακρύων τον Άγιον, και δι’ οράματος φανείς με υγίανε και ανέζησα, δοξάζων τον Θεόν ομού και τον Άγιον, ότι νεκρός ων ανέστην. Ενάρετος τις ιερομόναχος, Νήφων ονόματι, ομού με άλλον ασκητήν, επήγαν εις τον τάφον του Αγίου και σκάψαντες έλαβον ολίγον μέρος από το άγιον λείψανον, τόση δε ευωδία εξήλθεν απ’ αυτού, ώστε δεν ημπορούσαν να υποφέρουν· όθεν σπογγίσαντες με σπόγγον βεβρεγμένον με ύδωρ εκείνο το μέρος όπου επήραν, ήλειψαν με πίστιν και ευλάβειαν τας αισθήσεις των, έπειτα το έθεσαν εις την θέσιν του, δια να φυλάξουν την εντολήν του Οσίου, όστις παρήγγειλε να μείνη σώον και ακέραιον το άγιόν του λείψανον, και λαμβάνοντες χώμα μόνον ησφάλισαν τον τάφον, και εδόξασαν τον Θεόν τον ούτω δοξάζοντα τους Αγίους του και πολλά ευφραινόμενοι επήγαιναν κάθε ημέραν εις τον τάφον του Αγίου απολαμβάνοντες την ευωδίαν, ήτις εξήρχετο από αυτόν. Το ίδιον έκαμνον όλοι όσοι εκάθηντο πλησίον του τάφου και απελάμβανον την ευωδίαν εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου