2oν
Ό,τι ακολούθησε θέλω τώρα να σου πω. Αυτά που δε
γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους. Δεν είχα τίποτε από
την προηγούμενη ζωή μου. Δεν είχα ούτε σπίτι, - δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο
το σπίτι αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα;-, δεν είχα
κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή. Έπρεπε να τα
ξαναχτίσω όλα από την αρχή.
Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν.
Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά. Μα εμένα δε με ένοιαζε. Δεν
ήταν που με προστάτευε η ξετσιπωσιά της προηγούμενης ζωής μου. Ούτε η υποταγή
στη μοίρα που με είχε κυβερνήσει με σιδερένιο χέρι τόσα χρόνια. Τώρα ήταν
αλλιώς. Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του. Ξεδιψούσα με τα λόγια του.
Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή
εκείνου. Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Όχι μεταξύ τους.
Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.
Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Έμοιαζε ο
χρόνος να χει σταματήσει. Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη
δύναμη. Είχε μιλήσει για μένα. Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για
χάρη μου. Είχε δεχθεί την προσφορά μου.