Ο ΧΡΟΝΟΣ -- Του Φώτη Κόντογλου

Ο φθονερός γέρων

Ο καιρός είναι ένα πράγμα άπιαστο και κατά βάθος ακατανόητο.Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργα σκέψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά. Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστά στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου.

Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.

***

Ο καιρός άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου. Πριν να γίνει ο κόσμος, μπορεί να μας φαίνεται πως θα υπήρχε ο καιρός, αλλά αυτό είναι μια απάτη του μυαλού μας, γιατί αφού δεν υπήρχε τίποτα που να αλλάζει κι έτσι να φαίνεται πως περνά ο καιρός, πως υπήρχε ο καιρός; Στο τίποτα δεν υπάρχει καιρός. Πριν από τη δημιουργία ήτανε «σκότος επάνω της αβύσσου» (Γένεσις α:2). Σκότος κι άβυσσος είναι έννοιες που φανερώνουνε το τίποτα, την ανυπαρξία. Παρακάτω είναι γραμμένο, στο βιβλίο της Γενέσεως: «Και διεχώρισεν ο Θεός αναμέσων του φωτός και αναμέσον του σκότους. Και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν, και το σκότος εκάλεσε νύκτα. Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωΐ ημέρα μία» (Γένεσις α: 4-5). Μόλις έγινε το φως άρχισε κι ο καιρός, «εγένετο πρωΐ ημέρα μία». Η θρησκεία μας αυτόν τον καιρό που βλέπουμε τον λέγει «παρόντα αιώνα». Σ’ αυτόν τον «αιώνα» υπάρχει ο χρόνος, ενώ στον «μέλλοντα αιώνα» δεν θα υπάρχει, αλλά θα καταργηθεί, αν και λέγεται «αιώνας». Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων» (Α΄ Κορινθ. β:6). Δηλαδή, τούτος ο κόσμος κι όσοι τον πιστεύουνε, ήγουν οι σαρκικοί άνθρωποι, «καταργούνται», φθείρονται και από τον χρόνο πεθαίνουνε. Ενώ στον «μέλλοντα αιώνα» οι δίκαιοι θα γίνουνε άφθαρτοι κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Ο ίδιος θεόπνευστος απόστολος λέγει τούτα τα φοβερά λόγια, γι’ αυτή την αλλαγή: «Ιδού, μυστήριον υμίν λέγω. Πάντες μεν ουν κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Α΄ Κορινθ. ιε:51). Μιλώντας για την καταστροφή τούτου του κόσμου, γράφει: «Είτε προφητείαι, καταργηθήσονται, είτε γλώσσαι, παύσονται, είτε γνώσις, καταργηθήσεται, Εκ μέρους γαρ γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α΄ Κορινθ. ιγ: 8). Το «τέλειον» θα είναι άφθαρτο, κι η αφθαρσία καταργεί τον χρόνο. Στον «μέλλοντα αιώνα» δεν υπάρχει ούτε γέννα, ούτε θάνατος. Για τους πολλούς ανθρώπους αυτά είναι ασύστατες φαντασίες, που τις πιστεύουν μοναχά οι «φτωχοί τω πνεύματι». Μα αυτοί που τα λένε αυτά είναι για λύπη, κατά τον απόστολο Παύλο: «Αν ελπίζουμε», λέγει, «μοναχά σε τούτη τη ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί από τους ανθρώπους». Γιατί με όποια ελπίδα κι αν ξεγελασθούμε, και με όση αδιαφορία κι αν αρματωθούμε, θα ΄ρθει μια μέρα που θα δούμε, θέλοντας και μη θέλοντας, τη φθορά που μας ζώνει σαν πλημμύρα από παντού, και θα τρομάξουμε.

 

***

 

Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.

Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26). Όποιος λοιπόν πιστεύει στον Χριστό δεν φοβάται και δεν θέλει να ξεγελιέται σαν το καμηλοπούλι, που χώνει το κεφάλι του στον άμμο και θαρρεί πως δεν υπάρχει ο κυνηγός που θέλει να το σκοτώσει, επειδή δεν τον βλέπει. Αυτός έχει το θάρρος να αντικρίζει την αλήθεια, γιατί «η ελπίς αυτού εστίν αθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ο νους του στέκεται ατάραχος μέσα στη βουβή φουρτούνα του καιρού και στο ασταμάτητο ρεύμα του, και φέρνει μπροστά του τις μυριάδες τις μέρες και τις νύχτες που περάσανε και σβήσανε, από τότε που βγήκε ο κόσμος από το χάος της ανυπαρξίας ως τη σημερινή μέρα, που καμιά καρδιά δεν τις θυμάται πια. Η καρδιά του δεν λιγοψυχά, ούτε πνίγεται η ψυχή του μέσα στα βουβά κύματα της φθοράς, επειδή «η ελπίς αυτού αθανασίας πλήρης». Γιατί ο χριστιανός πιστεύει πως με τον Χριστό καταργήθηκε η φθορά, και δεν φοβάται το δόντι του καιρού που τα τρώγει όλα. Με τον Χριστόν «η κτίσις ελευθερώνεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης, των τέκνων του Θεού. Οίδαμεν γαρ, ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. η:21). Ναι, όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί με τον άνθρωπο, γιατί είναι σκλαβωμένη στη φθορά. Κανένα πλάσμα δεν θέλει να πεθάνει, γιατί μέσα στο κάθε ένα είναι ριζωμένη η αγάπη της μακροζωίας. Και όμως, όλα λιώνουνε και χάνουνε την όψη τους και γίνουνται χώμα αναίσθητο, κι αφανίζεται η τόση λεπτότητα κι η τόση σοφή σύστασή τους. Η ρόδα του καιρού τ’ αλέθει και τα κάνει σκόνη, και λιώνει ως κι αυτή τη θύμησή τους, και τούτη η άσπλαχνη ρόδα γυρίζει αδιάκοπα, μέρα και νύχτα. Κατά το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου:

Ο γέρων φθονερός

Και των έργων εχθρός

Και πάσης μνήμης, έρχεται.

Περιτρέχει την θάλασσαν

Και την γην όλην.

από την στάμναν χύνει

τα ρεύματα της λήθης,

και τα πάντα αφανίζει.

Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι ένας ίσκιος της φαντασίας. Υπάρχει ο θάνατος. Στον άλλον κόσμο, που θα καταργηθεί ο θάνατος, οι μακάριες ψυχές των δικαίων δεν θα νιώθουν τον χρόνο. Αλλά από τούτη τη ζωή δεν έχει πολλή εξουσία απάνω τους, σαν να μην τον νιώθουνε και πολύ, γι’ αυτό γράφει ο Σολομώντας: «Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται. Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά  δε εστι φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. Ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος ηγαπήθη, και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη. Ηρπάγη μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού. Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς. Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού· δια τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας. Οι δε λαοί ιδόντες και μη νοήσαντες, μηδέ θέντες εν διανοία το τοιούτον, ότι χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοίς αυτού, και επισκοπή εν τοις οσίοις αυτού». «Ο δίκαιος, αν έρθει η ώρα του να τελευτήσει, θα ΄ναι αναπαυμένος. Γιατί γήρας τίμιο δεν είναι το να ζήσει κανένας πολύ κι ούτε μετριέται με τα χρόνια. Αλλά γεροντική είναι η φρονιμάδα στους ανθρώπους, κι η ηλικία είναι αψεγάδιαστη ζωή. Επειδή ευαρέστησε στον Θεόν, αγαπήθηκε, και επειδή ζούσε ανάμεσα σε αμαρτωλούς, πάρθηκε από τούτον τον κόσμο. Αρπάχτηκε, μήπως η κακία αλλάξει τη φρονιμάδα του, είτε μήπως η πονηρία ξεγελάσει την ψυχή του. Πεθαίνοντας με λίγα χρόνια σαν να ΄ζησε πολλά. Γιατί ήτανε αγαπημένη από τον Κύριο η ψυχή του· για τούτο βιάσθηκε να φύγει μέσα από την πονηριά. Μα οι άνθρωποι είδανε και δεν καταλάβανε πως η χάρη και το έλεος του Θεού είναι μαζί με τους διαλεχτούς Του, κι η προστασία Του μαζί με τους οσίους Του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου