«ΣΥΝΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ» ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Πρός τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας

Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ τήν καθολική ἀπαξίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς παραδόσεώς μας καί τῆς κατευθυνόμενης προσπάθειας μέ σκοπό τήν ἀποορθοδοξοποίηση καί τόν ἀφελληνισμό τοῦ λαοῦ μας. Σέ κοινωνικό καί πολιτικό ἐπίπεδο, τό σύνδρομο τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί ἀθεϊστικοῦ προοδευτισμοῦ, δρᾶ πλέον σαρωτικά ἰσοπεδώνοντας κάθε ἔννοια ἠθικῆς, κάθε ἰδανικό καί ἀνθρώπινη ἀξία. Ἡ ἀνηθικότητα καί ἡ διαστροφή ἐπαινοῦνται καί τελικά θεσμοθετοῦνται. Ἡ ἱστορική μας μνήμη ἀπαξιώνεται, παραποιεῖται καί ἀλλοιώνεται. Ἡ ἐθνική καί θρησκευτική μας αὐτοσυνειδησία διαβάλλεται καί ἐνοχοποιεῖται. Στόχος ἡ ὑποδούλωση τοῦ λαοῦ μας στήν κυριαρχία τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς Πανθρησκείας, τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» καί τῆς «Νέας Ἐποχῆς»·

ἡ δέσμευσή μας στήν γιγαντιαία αὐτή πολιτιστική, θρησκευτική, ἐθνική καί οἰκονομική χοάνη, πού ὁμογενοποιεῖ καί ἀποσυνθέτει θεσμούς, πιστεύματα, παραδόσεις, πολιτισμούς, ἤθη, ἀρχές, ἀξίες, ἐθνότητες, λαούς καί πατρίδες. Σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο ἡ μάστιγα τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ συνεχίζει νά καταρρακώνει τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Τά σύγχρονα οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἔχουν πλέον ξεπεράσει καί καταπατήσει τίς «κόκκινες γραμμές» τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί παραβιάζουν κατάφωρα τήν ὀρθόδοξη δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν. Ἡ οἰκουμενική Κίνηση, ἄλλωστε, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα με τίς γνωστές Πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καί 1920, ἔχει ἀνοίξει διάπλατα τόν δρόμο πρός τόν οἰκουμενιστικό συγκρητισμό καί τήν σχετικοποίση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐγκλωβίζοντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν οἰκουμενιστική παγίδα. Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἡ πανσπερμία αὐτή τῶν αἱρέσεων, ἡ κοιτίδα ὅλων τῶν καινοφανῶν θεολογικῶν ἀπόψεων, εἶναι τό φυτώριο τῶν συγχρόνων θεολογικῶν παρεκτροπῶν, ἡ πηγή τῆς ἀξιακῆς παρακμῆς, τῆς ἠθικῆς παρεκτροπῆς καί τῶν ποικίλων ὀλισθημάτων, πού ἔχουν ἀπαξιώσει κυριολεκτικά τόν προτεσταντικό χριστιανισμό. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τήν χειροτονία γυναικῶν, τήν ἱερολογία γάμων τῶν ὁμοφυλοφίλων κ.λπ. Οἱ τελευταῖες, ἄλλωστε, ἀποφάσεις τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως αὐτή τοῦ Porto Alegre καί τοῦ Μπουσάν, ἔχουν καταλύσει κάθε ἔννοια ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Ἡ συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων, ἐπί μισό καί πλέον αἰώνα στό Π.Σ.Ε., ὄχι μόνο δέν κατάφερε νά ἐπαναφέρει ἀπό τήν πλάνη τούς ὑπολοίπους συμμετέχοντες, ἀλλά ἐπεσώρευσε καί στόν χῶρο τῆς ὀρθοδοξίας μία σειρά κακοδοξιῶν καί πλανεμένων θεωριῶν, ὅπως τήν θεωρία τῶν κλάδων, τήν θεωρία τῆς διηρημένης ἐκκλησίας, τήν μεταπατερική θεολογία, τήν συναφειακή θεολογία κ.ἄ. Ὁ διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς αἱρετικούς θά ἔπρεπε νά ἔχει σάν στόχο τήν ἐπάνοδο τῶν αἱρετικῶν στήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς εἰλικρινοῦς διαθέσεως ἐπιστροφῆς τοῦ αἱρετικοῦ «χριστιανικοῦ» κόσμου στήν κοινή παράδοση τῆς προσχισματικῆς περιόδου. Ὅμως στό ἐπίπεδο τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων μέ τούς ἑτεροδόξους συναντᾶ κανείς ἀνάλογες συμπεριφορές καί θεολογικές παραμορφώσεις μέ αὐτές τοῦ Π.Σ.Ε. Πιό συγκεκριμένα, ὁ ἐπίσημος θεολογικός διάλογος ὀρθοδόξων-ρωμαιοκαθολικῶν, πού διεξάγεται τά τελευταῖα τριανταοκτώ χρόνια, δέν παύει νά ἐπαναλαμβάνει καί νά ἀνακυκλώνει ἀπόψεις καί πορίσματα πού δέν ὁδήγησαν σέ καμμία οὐσιαστική πρόοδο, ἀφοῦ δέν συνέβαλαν στήν ἀποβολή καμμίας ἀπό τίς πλάνες ἐκ μέρους τῶν παπικῶν. Παρά τήν ἀποτυχία τοῦ ἐπίσημου θεολογικοῦ διαλόγου ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καθιέρωσε τόν λεγόμενο διάλογο τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος στηρίζεται σέ καθαρά νεοεποχήτικες μεθόδους καί πρακτικές. Χρησιμοποιεῖ γεγονότα καί καταστάσεις πού τά παρουσιάζει μέ ἰδιαίτερο τρόπο, ὥστε νά προβάλλεται πρός τά ἔξω ἡ πλαστή εἰκόνα μίας τεχνητῆς συμφωνίας καί μίας ψευδοενότητας μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἔχουμε, ἔτσι, τίς ἀνταλλαγές ἀντιπροσώπων στίς θρονικές ἑορτές (Φανάρι-Βατικανό), συμμετοχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στίς «λειτουργίες» τῶν παπικῶν καί τοῦ Πάπα σέ ὀρθόδοξες λειτουργίες στό Φανάρι, κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις, συμπροσευχές, διαθρησκειακές συναντήσεις κ.ἄ. Ὅλα αὐτά λειτουργοῦν καί ἐπιβάλλονται ὡς τετελεσμένα, καθιερώνοντας μία οὐνιτίζουσα μορφή τοῦ σύγχρονου οἰκουμενισμοῦ, πού στηρίζεται στήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς ὅτι μποροῦμε νά «εἴμαστε ὅλοι τό ἴδιο» καί ὅτι «μποροῦμε νά εἴμαστε ἑνωμένοι διατηρώντας ὁ καθένας τίς ἰδιαιτερότητές μας». Ἔχουμε μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐπιβολή τῆς οὐνίας εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων, ὡς «πρότυπο ἑνώσεως», ἔτσι ὅπως πάγια προβάλλεται ἀπό τούς παπικούς καί πού ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τούς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές στό Ballamand. Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου καί τοῦ «Διατάγματος περί Οἰκουμενισμοῦ» πού ἐξέδωσε (1965). Στά πρότυπα, ἄλλωστε, τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου πραγματοποιήθηκε καί ἡ πρόσφατη (Ἰούνιος 2016) «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπεδείχθη, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Πανορθόδοξος εἶναι, ἀλλά «Σύνοδος τῶν Προκαθημένων καί ὄχι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»1 . Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης θεσμοθέτησε οὐσιαστικά τόν οἰκουμενισμό καί κατέληξε σέ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις, προσδίδοντας ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις καί κλονίζοντας τήν πίστη στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὡς τήν μόνη ἀληθινή καί σώζουσα. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές βρῆκαν ἰσχυρότατες ἀντιδράσεις καί δέχτηκαν ὀξύτατη κριτική ἀπό Ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς καί θεολόγους ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί δέν ἔχουν γίνει ἀποδεκτές ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο «ἔχει τό δικαίωμα (...) καί ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλά καί τό καθῆκον τῆς “ἐπιβεβαιώσεως”»2 τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων, κατά την μνημειώδη ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848. Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν τραγικῶν καταστάσεων, τῶν ἀπειλῶν καί τῶν κινδύνων, ἡ ἀδιαφορία και ὁ ἐφησυχασμός δέν ἔχουν θέση. Γιά τόν λόγο αὐτόν, μέ τή χάρη τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί ἔχοντας ὑπόψη τόν λόγο τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «οὗ γάρ εἰσιδύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ.18,20), συγκροτήσαμε τήν «ΣΥΝΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ», ὡς ἄτυπο σῶμα, γιά τήν ὁμολογία και ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Δέν ἐμφανιζόμαστε ὅμως γιά πρώτη φορά. Ὅλοι ἔχουμε ἀποδεχθεῖ καί συνυπογράψει τήν «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ» τό 2009, στήν ὁποία μένουμε καί σήμερα πιστοί καί ἀμετακίνητοι. Γιά τήν ἑνότητα, ὅπως καί τόν συντονισμό τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν μας καί ὡς συνέχεια τῆς Ὁμολογίας μας ἐκείνης, «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», ὁμολογοῦμε καί διακηρύσσουμε: α) Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, ὅπως ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καί συνεχίζεται στήν ἱστορία ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί ὅλους τούς Ἁγίους. Ἡ σωτηρία, ὡς θέωση, ἐνεργεῖται ἀποκλειστικά μέσα σ’ Αὐτήν μέ τήν «ὁλοτελῆ» (Α΄ Θεσ. 5,23) «παράθεση» ὅλης τῆς ζωῆς μας στόν Χριστό κατά τό λειτουργικό: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Οἱ ἐκτός αὐτῆς διάφορες θρησκευτικές ὁμάδες, πού αὐτοπροσδιορίζονται ὡς «ἐκκλησίες», εἶναι σχίσματα καί αἱρέσεις. β) Αὐθεντικοί φορεῖς καί ἐκφραστές τῆς ΜΙΑΣ σώζουσας Ἀλήθειας εἶναι οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν σέ κάθε ἐποχή ἀπλανῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μέσῳ τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεώς τους καί ἡ θεολογία τους γίνεται ὁμολογία ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Γι’ αὐτό, μαζί μέ τόν θειότατο Πατέρα μας Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, πιστεύουμε καί διακηρύσσουμε, ὅτι Ὀρθοδοξία εἶναι «τό μή πρός τούς Πατέρας ἀμφισβητεῖν». Θεωροῦμε ὅτι: α) Ὁ Παπισμός εἶναι ἡ μήτρα ὅλων τῶν νεωτέρων αἱρέσεων καί πλανῶν, τήν ὁποία, μέσα σέ μία μακρά διαλεκτική διαδικασία, ἐγέννησε ἡ ἀλλοτριωμένη δυτική Χριστιανοσύνη, ἡ δέ συνέχειά του, ὁ πολυώνυμος Προτεσταντισμός, προσέθεσε τίς δικές του πλάνες καί αἱρέσεις. β) Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία, διότι ἀλλοτριώνει σταδιακά καί ἀθόρυβα τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν καί σχετικοποιεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη. Γιά τόν λόγο αὐτόν εἴμαστε σαφῶς ἀντίθετοι πρός ὅλα τά ἀνοίγματα πρός τόν Οἰκουμενισμό καί τή συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Παράλληλα καταδικάζουμε καί τόν διαθρησκειακό οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας στήν ἱστορία. Ὡς ἐκ τούτου, διακηρύσσουμε καί πάλι, ὅτι ὅσοι διδάσκουν καί στηρίζουν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στήν πράξη, «θέτουν οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας». Δέν τούς «ἐξωεκκλησιάζουμε» ἐμεῖς, ἀλλ’ οἱ πράξεις καί οἱ ἐνέργειές τους, ὡς καί οἱ διακηρύξεις τους, περί «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», «διευρυμένης ἐκκλησίας», «διηρημένης ἐκκλησίας», «βαπτισματικῆς θεολογίας», κλπ. Ὅσον ἀφορᾶ στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης φρονοῦμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτη τη ἡ σύγκληση μίας νέας Συνόδου, μέ ὀρθόδοξα κριτήρια, πού θά ἀνασκευάσει τίς ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις της καί θά καταδικάσει τόν οἰκουμενισμό. Τέλος ὁ 15ος Κανόνας τῆς Α/Β Συνόδου (863) δέν ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα καί ὡς ἐκ τούτου δέν «ἀποτειχιζόμεθα» ἄχρι καιροῦ, ἀλλά συνεχίζουμε τήν διαμαρτυρία μας, κατά τήν σεβαστή παρότρυνση ἁγιασμένων Γερόντων, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν μέ τόν λόγο τους καί μᾶς ἐνισχύουν μέ τήν προσευχή τους. Ἐξ ἄλλου, σύμφωνα μέ δηλώσεις τῶν οἰκουμενιστῶν, ἡ ἀποτείχισή μας αὐτή τή στιγμή, τούς χαροποιεῖ, διότι διευκολύνει τό ἔργο τους. Μέ βάση αὐτές τίς ἀρχές ἐπιθυμοῦμε νά δραστηριοποιηθοῦμε στόν τομέα τῆς ἐνημέρωσης καί ἐνεργοποίησης τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, στήν διατήρηση καί ἀνάδειξη θυλάκων πού θά ἀντισταθοῦν στήν παραχάραξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεώς μας καθώς καί στήν πραγμάτευση τρόπων ὑγιοῦς ἀντίστασης στίς μεθοδεύσεις καί τίς ἐπιβουλές τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῶν ἐκφραστῶν της. Ἡ Οἰκουμενική Ὀρθόδοξη πίστη μας καί μέσῳ αὐτῆς ὁ οἰκουμενικός Ἑλληνικός πολιτισμός μας, ἡ πνευματική καί ἐθνική ταυτότητά μας, ξεπερνοῦν κάθε παγκοσμιοποίηση καί νέα Ἐποχή. Ἀποτελοῦν τήν Μοναδική Ἐποχή στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πού εἶναι καί Παλαιά καί Νέα καί Μέλλουσα καί Παντοτινή, γιατί εἶναι ἡ Ἐποχή τῆς Ἀλήθειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Ἐπιδίωξή μας εἶναι, μέ τήν χάρη τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, ἡ συνάντηση καί ἡ συνοδοιπορία καί μέ ἄλλους πατέρες καί ἀδελφούς, πού ἔχουν ἀνάλογες ἀναζητήσεις καί ἀνησυχίες. Συνεχίζουμε τόν κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀγώνα, ὡς ἰσχυρή διαμαρτυρία καί ὁμολογία τῆς ἀποστολικοπατερικῆς παραδόσεως, ἐνώπιον «βασιλέων καί ἀρχόντων» καί «ὀρθοδόξων» Ἡγετῶν, πού μέ τήν οἰκουμενιστική τους δράση προδίδουν τήν ἀποστολή τους. Ἡ «Σύναξη γιά τήν Ὀρθοδοξία», μέ ἄξονα τήν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως, θά ἐπιλαμβάνεται καί ἄλλων προβλημάτων πού ταλανίζουν τήν κοινωνία μας καί τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας ἀντιχρίστων νομοθετημάτων καί πολιτικῶν ἐπιλογῶν, ὅπως εἶναι ἡ θεσμοθέτηση «γάμων» ἤ συμβιώσεως ὁμοφυλόφιλων ζευγαριῶν, ὁ ἀποχρωματισμός τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό ὁμολογιακό μάθημα, ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἡ ἀλλαγή ταυτότητας φύλου, ἡ θεσμοθέτηση τῆς εὐθανασίας, ἡ καθιέρωση τῆς κάρτας τοῦ πολίτη, κ.ἄ. Ὡς μαρτυρία καί ἔργο τῆς «Συνάξεως» νοεῖται α) ἡ σύνταξη ὀρθοδόξων ὁμολογιακῶν κειμένων πού προκύπτουν ἀπό ποικίλες ἀφορμές, πού δίνουν θιασῶτες τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως μέ τά ὑπογραφόμενα κείμενά τους, β) διοργάνωση ἡμερίδων καί συνεδρίων καί ἡ ἔκδοση βιβλίων καί φυλλαδίων, μέ τοποθετήσεις ὀρθόδοξες στά ἀνακύπτοντα θέματα, γ) ἐνδεχόμενες παρεμβάσεις πρός κάθε ἐκκλησιαστική ἀρχή. Κριτήρια κάθε ἐκφράσεώς μας θά εἶναι ἡ βιβλική καί πατερική θεολογία, οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ πρακτικές τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐμφανίζονται στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί κείμενα συγχρόνων ὁμολογητῶν θεολόγων, πού βαδίζουν πάνω στήν παράδοση τῶν Ἁγίων καί εἶναι καθολικῶς ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ πρωτοβουλία μας αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐλάχιστη ἀνταπόκρισή μας στήν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων μας, στό καθῆκον μας πρός τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μας. Ἀποτελεῖ την ἐπιβαλλόμενη ὑπακοή μας στούς Ἁγίους Πατέρες μας, πού μᾶς τονίζουν τήν ἀνάγκη στά θέματα τῆς πίστεως νά ἐκφέρουμε τόν διαχρονικό ἁγιοπνευματικό λόγο τους, τόν λόγο τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, τόν αὐθεντικό καί ζωντανό λόγο τῶν συγχρόνων γερόντων μας καί ὅλων ὅσων παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Στίς μέρες μας, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἀπαιτεῖται ἀνδρεῖο καί ὁμολογιακό φρόνημα, ἐπαγρύπνηση καί παρεμβάσεις τέτοιες, πού θά σταθοῦν ἀνάχωμα στόν οἰκουμενιστικό ὀλετήρα. Ἀπαιτεῖται πρωτίστως ὑπαρξιακή μετάνοια καί καρδιακή προσευχή, καθώς αὐτά εἶναι κυρίως τά μέσα πού θά ἀναχαιτίσουν τίς ὀλέθριες ἐνέργειες τῶν οἰκουμενιστῶν καί τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεώς μας. Παραμένουμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», σταθεροί καί ἀμετακίνητοι ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἁγίᾳ Του Ἐκκλησίᾳ καί ἐναποθέτουμε σ’ Ἐκεῖνον τήν ἀγωνία καί τήν ἀνησυχία μας γιά τά τεκταινόμενα στήν Ἐκκλησία καί τήν πατρίδα μας, προσφέροντας, ὅμως, καί μεῖς τήν ὀφειλόμενη συνέργειά μας.

Ἰανουάριος 2018

ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ  AP. 117

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου