Καρδία συντετριμμένη -- Του Φώτη Κόντογλου

Αληθινή χαρά, η πονεμένη

Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μού έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά Του για όλα τα μυστήρια τής οικονομίας Του. Τόν ευχαριστώ γιά όσα μού έδωσε, καί πρώτ’ από όλα γιά τήν απλή τή Μαρία, πού μού τή δώρησε συντροφιά στή ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ’ ένα παλιόν καστρότοιχο. Τό κρουσταλένιο νερό του δέν θολώνει μέ τά χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιό καθαρό καί πιό γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας πού ΄χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τόν άνδρα της, καί θά ζήσει ειρηνεμένα τά χρόνια τής ζωής του. Καλή γυναίκα, κορώνα στό κεφάλι τού ανδρός της. Η εμορφιά τής καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στό σπίτι σάν τόν ήλιο πού βγαίνει καί λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μού χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Η εμορφιά δέν τήν περηφάνεψε, ίσια-ίσια η ταπείνωση τήν πλήθυνε, κι ο φόβος τού Θεού τήν ευωδίασε. Ανάμεσα στίς έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δέν θάμπωσε τό κρούσταλλό της, κι η πονηρία δέν λέρωσε τό σιντέφι τής ψυχής της. Κοντά μου κάθεται καί μέ συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος. Μαρία η απλή! Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω τήν αγιασμένη τέχνη μου καί φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τά προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μάς έδωσε ο Παντοδύναμος, πού τήν έχουνε λιγοστοί άνθρωποι, «ότι επέβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν τών δούλων αυτού».

Τό καλύβι μας είναι φτωχό στά μάτια τού κόσμου, καί μολοταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς πού καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιό φτωχοί από τούς φτωχούς, πλήν μάς πλουτίζει μέ τά πλούτη του Εκείνος, πού είπε: «πλούσιοι επτώχευσαν καί επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τόν Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Αφού λοιπόν τελείωσα τή δουλειά μου κατά τά μεσάνυχτα, ξάπλωσα στό μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε καί κείνη κοντά μου καί σκεπάσθηκε καί τήν πήρε ο ύπνος. Έπιασα νά συλλογίζουμαι τόν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τόν εαυτό μου καί τούς δικούς μου, τή γυναίκα μου καί τό παιδί μου. Γύρισα καί κοίταξα τή Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη καί δέν φαινόταν άν είναι άνθρωπος αποκάτω από τό σκέπασμα. Κι είπα: Ποιός μάς συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μά δέν πιστεύουνε σέ τίποτα, γι αυτό είπε ο Δαυΐδ: «πάς άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καί κοίταξα τό φτωχικό μας, πού ΄ναι σάν ξωκκλήσι, στολισμένο μέ εικονίσματα καί μέ αγιωτικά βιβλία, χωμένα ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα τής Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σάν τόν φτωχό πού ντρέπεται μή τόν δεί ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καί κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τόν κόσμο κι οι λογισμοί μου πώς ήτανε καί κείνοι κρυμμένοι πίσω από τό καταπέτασμα πού χώριζε τόν κόσμο από μένα, καί πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τόν δικό μας τόν κόσμο. Κι αντί νά πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πώς μ’ έχουνε ξεχασμένον, κι η χαρά η μυστική, πού τήν νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά μέ γλύκανε σάν μπάλσαμο, ανακατεμένη μέ τό παράπονο. Καί φχαρίστησα Εκείνον, πού κάνει τέτοια μυστήρια στόν άνθρωπο καί πού κάνει πλούσιους τούς φτωχούς, χαρούμενους τούς θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στούς ξεμοναχιασμένους, καί πού μεθά μέ τό κρασί τής τράπεζάς του όσους βάλανε τήν ελπίδα τους σέ Κείνον. Άν δέν ήμουνα φτωχός καί ξευτελισμένος, δέν θά μπορούσα νά αξιωθώ τούτη τήν πονεμένη χαρά, γιατί δέν ξαγοράζεται μέ τίποτα άλλο, παρεχτός μέ τήν συντριβή τής καρδιάς, κατά τόν Δαυΐδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δέν πόνεσε καί δέν ταπεινώθηκε, δέν παίρνει έλεος. Έτσι τά θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μά οι άνθρωποι δέν τά νοιώθουνε αυτά, γιατί δέν θέλουνε νά πονέσουν καί νά ταπεινωθούνε, ώστε νά νοιώσουνε κάτι παραπέρα από τήν καλοπέραση τού κορμιού κι από τά μάταια πάθη τους. Ολοένα, χωρίς νά τό καταλάβω, ανεβαίνανε τά δάκρυα στά μάτια μου, δάκρυα γιά τόν κόσμο καί δάκρυα γιά μένα. Δάκρυα γιά τόν κόσμο, γιατί γυρεύει νά βρεί τή χαρά εκεί πού δέν βρίσκεται καί δάκρυα γιά μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τή φτώχεια καί τούς άλλους πειρασμούς, καί δικαίωσα τούς ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δέν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς νά περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύτηκα κατά τό πνεύμα, κι ένοιωσα πώς δέν φοβάμαι τή φτώχεια, παρά πώς τήν αγαπώ. Καί κατάλαβα καλά, πώς δέν πρέπει ο άνθρωπος νά αγαπήσει άλλο τίποτα από τόν πόνο του, γιατί από τόν πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές τής αληθινής ζωής. Αληθινά, η φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος τό νικήσει, όμως, καί φτάξει νά μήν τό φοβάται, θά βρεί μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τήν αφοβία τή δίνει ο Κύριος άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τόν πόλεμο πού η αντρεία λέγεται ταπείνωση, καί τά βραβεία είναι καταφρόνεση καί ξευτελισμός, δέν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δέν περάσει από τή φωτιά τής δοκιμής, δέν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, καί γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», καί γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θά παρηγορηθούνε». Όποιος δέν απελπίστηκε από όλα, δέν τρέχει κοντά στόν Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι αυτόν, παρεχτός τού Θεού. Κι εκεί πού τά συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος καί μία αφοβιά ακόμα πιό μεγάλη, κι ειρήνη μέ περισκέπασε, κι είπα τά λόγια πού είπε ο Ιωνάς μέσα από τό θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου πρός Κύριον τόν Θεόν μου καί εισήκουσέ μου»! «Από τήν κοιλιά τού Άδη άκουσες τήν κραυγή μου, άκουσές τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη μέ έζωσε. Τό κεφάλι μου χώνεψε μέσα στίς σκισμάδες τών βουνών, κατέβηκα στή γής, πού τήν κρατάνε αμπάρες ακατέλυτες. Άς ανεβεί η ζωή μου από τή φθορά πρός εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Τήν ώρα πού χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τόν Κύριο. Άς ερθεί η προσευχή μου στήν αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγονται μάταια καί ψεύτικα θά παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μά εγώ θά σέ φχαριστήσω καί μέ φωνή αινέσεως θά σέ δοξολογήσω». Καί πάλι δόξασα τόν Θεό καί τόν φχαρίστησα γιατί μ έκανε αναίσθητο γιά τίς ηδονές τού κόσμου, τόσο πού νά σιχαίνουμαι όσα είναι ποθητά γιά τούς άλλους, καί νά νοιώθω πώς είμαι κερδισμένος, όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος καί γιατί πήρα δύναμη από Κείνον νά καταφρονήσω τόν σατανά, πού παραφυλάγει πότε θά λιγοψυχήσω, κι έρχεται καί μού λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θά γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέπεις». Καί πάλι ξανάρχεται καί μού λέγει: «Έ, πώς χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τόν αλαλαγμό, τίς φωνές πού βγαίνουνε από τά παλάτια, όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες καί γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με καί θάν απλώσεις μονάχα τό χέρι σου νά τά πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος γιά τήν τέχνη σου· γιατί νά υποφέρνεις, σέ καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τά καλά καί τ’ αγαθά, μ’ όλο πού δέν έχουνε τή δική σου τήν αξιωσύνη; Κοίταξε τή φτώχειά σου, κι άν δέν λυπάσαι τόν εαυτό σου, λυπήσου τήν καϋμένη τή γυναίκα σου, τό φτωχό τό παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα! Άλλη φορά τόν άκουγα, μέ όλο πού δέν έκανα ό,τι μού ΄λεγε, μά τώρα τόν άφησα νά λέγει χωρίς νά τόν ακούω ολότελα. Εμένα ο νούς μου ήτανε σέ κείνους τούς θλιμμένους καί τούς βασανισμένους, πού δέν έχουνε ελπίδα, καί σέ κείνους πού τρώγανε καί πίνανε κείνη τή νύχτα, καί χορεύανε μέ τίς γυναίκες πού δέν έχουνε ντροπή, καί σέ κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράγματα πού δέν μπορούνε νά τ’ αποχωριστούνε σάν σιμώσει ο θάνατος, καί πού καταγίνουνται νά δέσουνε τόν εαυτό τους μέ πιό πολλά σκοινιά, αντίς νά τά λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί καί τρεμάμενοι καί θέλουνε νά ζεσταθούνε καί ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τά πράγματα, σάν τόν θερμασμένο πού ρίχνει απάνω του παπλώματα καί ρούχα, δίχως νά ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιό φτωχοί στό από μέσα πλούτος, γιά νά ΄χουν ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράγματα. Αυτά πού λένε χαρές καί ηδονές, τά δοκίμασα κι εγώ σάν άνθρωπος, καί πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ’ αλήθεια χαρά κι ευτυχία. Μά γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευστιές καί φαντασίες ασύστατες, καί πώς χοντραίνουνε τήν ψυχή καί στραβώνουνε τά πνευματικά της μάτια καί δέν μπορεί νά δεί, καί γίνεται κακιά κι αλύπητη στόν πόνο τ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεχτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα. Όσοι είναι σκλάβοι στήν καλοπέραση τού κορμιού τους δέν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δέν έχουνε ειρήνη γιά τούτο θέλουνε νά βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα καί νά ζαλίζουνται, ώστε νά θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μία θέρμη τής διάνοιας καί μία ελπίδα τής καρδιάς πού τίς αξιώνουνται όσοι θέλουνε νά μήν τούς ξέρουνε οι άνθρωποι, γιά νά τούς ξέρει ο Θεός. Γι αυτό, Κύριε καί Θεέ καί Πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τή φτώχεια, κι από τά βάσανα, κι από τήν καταφρόνεση τού κόσμου, γιά ν’ ανεβεί σέ Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε τήν αδυναμία του αληθινά όσο γλήγορα τό κατάλαβε, τόσο πιό γλήγορα θάν απογευτεί από τό ψωμί πού θρέφει κι από τό κρασί πού δυναμώνει, άν έχει τήν πίστη του σέ Σένα αλλιώς θά γκρεμνιστεί στό βάραθρο της απελπισίας. Μέ τί λόγια νά φχαριστήσω τόν Κύριό μου, πού ήμουνα χαμένος καί μέ χεροκράτησε, στραβός καί μ’ έκανε νά βλέπω; Εκείνος έστρεψε τήν λύπη μου σέ χαρά. «Διήλθομεν διά πυρός καί ύδατος, καί εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν»!

***

Αδέρφια μου, δώστε προσοχή στά λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, καί θαρρούσα πώς έβλεπα μά τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός καί κουφός καί ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλιώς δέν ανοίγουνε τά μάτια στό αληθινό τό φώς, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τά καλά μηνύματα, μήτε τά πόδια περπατάνε στό δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι η αιώνια πολιτεία τού Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δέν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος κι έρημος στόν κόσμο τούτον, δέν θά ταπεινωθεί: κι όποιος δέν ταπεινωθεί, δέν θά ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιάς μας σιμώνει στόν Θεό. Γι’ αυτό δέν θέλω καμμιά καλοπέραση· καρδιά συντριμμένη. Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τή νύχτα, καί τά μάτια μου τρέχανε. Δέν ήξερε τί συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα τρυπωμένος, στό κουβούκλι μου, ούτε κάν η Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω, τά δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε καί πώς παρακαλούσανε ν’ ανοίξω νά μπούνε μέσα νά προστατευτούνε. Τό καντήλι έρριχνε τό χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στά κονίσματα καί στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο. Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες μέ τίς γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής, γιορτάζει τόν θάνατο τού κορμιού του, πού κάνει τόσα γιά νά τό φχαριστήσει. Λές πώς κερδίσανε τήν αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούριος χρόνος, αντίς νά κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στό τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σέ λίγο θά καταντήσουνε τά κόκκαλά τους σάν λιθάρια άψυχα, θά γκρεμνιστούνε τά παλάτια τους, θά σβήσει καί όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σάν κάποιο πράγμα πού δέν γίνηκε ποτές. Ώ κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε; «Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου