Τη Λ΄ (30η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου ΑΝΔΡΕΟΥ του Πρωτοκλήτου.

Ανδρέας ο ένδοξος Απόστολος του Κυρίου κατήγετο από μικράν περίχωρον της Ιερουσαλήμ, ήτις ωνομάζετο Βηθσαϊδά, και η οποία ήτο πατρίς και των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Φιλίππου· είχε δε ο Άγιος Ανδρέας αδελφόν τον κορυφαίον Απόστολον Πέτρον. Βηθσαϊδά δε είναι όνομα Εβραϊκόν και ερμηνεύεται Ελληνιστί τόπος αλιείας· αύτη κατά τους χρόνους εκείνους ήτο άσημος, καθό πόλις μικρά, νυν όμως τυγχάνει επισημοτάτη, διότι εκ ταύτης εξήλθον οι Μαθηταί και Απόστολοι και ιδίως οι αδελφοί Πέτρος ο Κορυφαίος και Ανδρέας ούτος ο Πρωτόκλητος. Όθεν είναι αύτη σήμερον ιστορικωτάτη και ενδοξοτάτη και ταύτην όλος ο κόσμος, βασιλείς και άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, τιμώσι και θαυμάζουσι, διότι εις εκείνην την πόλιν ο Κύριος ημών εύρεν αγαθούς και ταπεινούς ανθρώπους, τους οποίους εκάλεσε Μαθητάς του και οι οποίοι αμέσως τον ηκολούθησαν προθύμως.

Αλλ’ ίσως ερωτήση τις διατί δεν ηκολούθησαν τον Χριστόν όλοι οι τότε άνθρωποι, αλλά ολίγοι μόνον; Και λέγομεν· διότι οι μεν πολλοί των ανθρώπων, μόνοι των και εξ ιδίας προαιρέσεως, δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, αλλά νομίζοντες εαυτούς σοφούς, δεν εταπεινώθησαν να πιστεύσουν εις την φαινομένην μωρίαν του κηρύγματος του Χριστού· οι δε Απόστολοι, απλοί όντες και ιδιώται, εξ όλης καρδίας ηκολούθησαν τον Χριστόν. Διο και Αυτός «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι», καθώς λέγει και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το κατ’ αυτόν Ευαγγέλιον (α:12). Ότι δε αληθής είναι η λύσις της απορίας ταύτης, δυνάμεθα μεν και εξ άλλων πολλών Αγίων να το αποδείξωμεν, εξόχως όμως από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον και ένδοξον τούτον Απόστολον Ανδρέαν, όστις πρώτον μεν ήτο άνθρωπος ιδιώτης και αγράμματος, επειδή δε είχεν αγαθήν προαίρεσιν, ακολουθήσας τον Χριστόν και πιστεύσας εις τους λόγους του, εγένετο Απόστολος και διδάσκαλος της οικουμένης. Από τοιαύτην λοιπόν άσημον πατρίδα καταγόμενος ο ένδοξος ούτος Απόστολος Ανδρέας, ως και ο αδελφός αυτού Πέτρος ο Κορυφαίος, είχον αμφότεροι και πατέρα πτωχότατον, ο οποίος εδίδαξε τους υιούς του την ιδίαν τέχνην του αλιεύειν, ως πάντες οι πτωχοί έχουν συνήθειαν να μανθάνουν και τα τέκνα των ό,τι αυτοί γνωρίζουσι, μη δυνάμενοι, ως εκ της πτωχείας των, να εκπαιδεύουν ταύτα εις επιστήμας και άλλας ωφελίμους τέχνας. Ο πατήρ των ωνομάζετο Ιωνάς, ήτο δε ο πρώτος αλιεύς και εψάρευεν εις όλας τας λίμνας, αίτινες ευρίσκοντο κύκλωθεν της Ιερουσαλήμ, ήτοι παρά την θάλασσαν της Τιβεριάδος, ιδίως δε παρά την λίμνην της Γενησαρέτ, και εις άλλας θαλάσσας. Ο Πέτρος είχε γυναίκα την θυγατέρα του Αριστοβούλου, του αδελφού Βαρνάβα του Αποστόλου· ο δε μακάριος Ανδρέας, καταφρονήσας την κοσμικήν σύγχυσιν, προέκρινε την παρθενίαν, την οποίαν και ηκολούθησε και δεν ηθέλησε να νυμφευθή.                                                                            Αφού δε ήκουσε ο θείος Ανδρέας ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης περιπατεί εις την Ιουδαίαν και τα περίχωρα του Ιορδάνου και κηρύττει μετάνοιαν, έτρεξεν εις τον Ιωάννην και εγένετο μαθητής του, αφήσας τα πάντα κατά μέρος· και έχων επιθυμίαν ν’ αναβιβάση τον νουν του εις υψηλοτέραν έννοιαν, αφήκε τον κόσμον και τα του κόσμου, προσκολληθείς δε εις τον Ιωάννην, ακούσας τους προφητικούς λόγους του και έχων την ψυχήν του κεκαθαρμένην από αμαρτίας, εγνώρισε παρευθύς, ότι η διδαχή και το κήρυγμα του Προδρόμου είναι εκ θελήματος Θεού και ότι είναι αληθής Πρόδρομος και πρόξενος της σωτηρίας· δια τούτο και ηκολούθησεν εξ όλης του της καρδίας ο Ανδρέας τον Πρόδρομον και όλως παρεδόθη εις αυτόν, ήτοι παρέδωκεν αμέσως και νουν και καρδίαν. Ο Πρόδρομος, θέλων ν’ αναβιβάση τον λογισμόν των μαθητών του εις υψηλοτέραν έννοιαν, ίνα μη υπολαμβάνωσιν αυτόν Χριστόν, αλλά δούλον και υπηρέτην και πρόδρομον και κήρυκα του Χριστού, έλαβε μαζί του δύο μαθητάς, τον Απόστολον Ανδρέαν και έτερον τον Θεολόγον Ιωάννην, και επήγεν εκεί όπου ήτο ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός. Ιδών δε τον Χριστόν, είπε· «Ίδε ο αμνός του Θεού» (Ιωάν, α:36), και ακούσαντες οι δύο ούτοι Μαθηταί την μαρτυρίαν ταύτην του Ιωάννου περί του Χριστού, αφέντες τον Ιωάννην ηκολούθησαν τον Χριστόν.                                                  Στραφείς είτα ο Ιησούς και ιδών τους Αγίους Αποστόλους Ανδρέαν και Ιωάννην ακολουθούντας είπε προς αυτούς· «Τι ζητείτε;» οι δε είπον αυτώ· Ραββί, ο λέγεται ερμηνευόμενον Διδάσκαλε, που μένεις; Λέγει αυτοίς· Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον ουν και είδον που μένει και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην· ώρα δε ην ως δεκάτη» (Ιωάν. α: 39-40). Αλλά ίδετε, αδελφοί Χριστιανοί, και θαυμάσατε την αγαθήν προαίρεσιν του Αγίου Ανδρέου. Άμα ευρήκεν αυτός τον θησαυρόν, δεν ηθέλησε να τον έχη μόνος, αλλ’ αμέσως προσεκάλεσε και τον αδελφόν του εις απόλαυσιν τούτου· ευρίσκει τον αδελφόν του Πέτρον, όστις ωνομάζετο Σίμων, και είπε προς αυτόν· «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιωάν. 42), όστις ερμηνεύεται Χριστός και αμέσως ανεχώρησεν ο Πέτρος οδηγούμενος υπό του Ανδρέου προς εύρεσιν του Μεσσίου, του Κυρίου Ιησού Χριστού· ο δε Ιησούς ιδών τον Πέτρον είπε· «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά. Συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος» (Ιωάν. α:43). Πιστεύσαντες λοιπόν αμφότεροι οι αδελφοί Ανδρέας και Πέτρος εις τον Χριστόν, ανεχώρησαν μετά ταύτα και οι δύο προς εύρεσιν του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Ακολούθως κατά τον καιρόν εκείνον ο βασιλεύς Ηρώδης, διατάξας την σύλληψιν του Ιωάννου, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβέστατον και παράνομον, επειδή έλαβε γυναίκα την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου κ.λ.π., έθεσε τον Πρόδρομον εις την φυλακήν· ο δε Πρόδρομος Ιωάννης, Προφήτης ων, εγνώριζεν ότι αυτός θέλει φονευθή υπό του Ηρώδου, δια να σώση δε τους μαθητάς του και να μη μείνουν πάλιν μετά των Εβραίων, απέστειλεν αυτούς προς τον Χριστόν, να τον ερωτήσουν και πάλιν αυτοπροσώπως· «Συ είσαι εκείνος, τον οποίον οι Προφήται έγραψαν ότι θα έλθη ή άλλον περιμένομεν;» Ο δε Χριστός, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, ουδέν έκρυψεν απ’ αυτών, ούτε πολύ απέδειξε την θεότητα αυτού, αλλά θελήσας πραγματικώς να βεβαιώση την αλήθειαν είπε προς αυτούς· «Πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται»(Λουκ. ζ:22).                                                        Μετά ταύτα, ευρισκομένου του Ιωάννου εις την φυλακήν, ο Χριστός ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και επήγεν εις την λίμνην Γενησαρέτ, εκεί δε ευρών τον Ανδρέαν και τον Πέτρον, οίτινες έρριπτον τα δίκτυα εις την θάλασσαν, αντί να ονειδίση αυτούς διότι άφησαν τον διδάσκαλόν των τον Πρόδρομον εις την φυλακήν και ανεχώρησαν, γινώσκων ως Θεός, ότι η πτωχεία τους ηνάγκασε να εργάζωνται, είπε προς αυτούς· «Άφετε τα δίκτυα ταύτα και ακολουθείτε με και θέλω σάς κάμει αλιείς (ψαράδες) ανθρώπων», αυτοί δε αμέσως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν τον Χριστόν. Ας έλθωμεν όμως εις την υπόθεσιν του Αποστόλου Ανδρέου. Ούτος ο Απόστολος, αφήσας τα πάντα, ως είπομεν, εγένετο ακόλουθος του Χριστού και πρώτος των άλλων Αποστόλων εκλήθη εις την διδαχήν του Διδασκάλου του, δια τούτο και Πρωτόκλητος ωνομάσθη. Βλέπων ο Απόστολος τα καθ’ ημέραν διάφορα θαύματα του Χριστού, τόσον περισσότερον αφιέρωνε νουν και ψυχήν και εδέετο του Χριστού και ηκολούθει αυτόν κατά πόδας παντού και πάντοτε, είχε δε και προθυμίαν ίνα εύρη κατάλληλον καιρόν να θανατωθή υπέρ του ονόματος του Διδασκάλου του, όπερ και ηξιώθη μετά ταύτα. Ακολούθως δε ο Χριστός, αφήσας τας πόλεις, ανεχώρησεν εις την έρημον, εις την οποίαν ηκολούθησεν αυτόν ο Ανδρέας μετά των άλλων Μαθητών και πλήθος ανθρώπων, ίνα ακούσωσι την διδαχήν του. Επειδή δε εις την έρημον δεν υπήρχον τροφαί να φάγωσιν οι πολυπληθείς άνθρωποι και προϊδών την ανάγκην ταύτην ο θείος Ανδρέας, σπεύδει πρώτος εις τον Χριστόν και είπε· «Διδάσκαλε, μόνον πέντε άρτοι κρίθινοι μας ευρίσκονται και ολίγα οψάρια· τι να κάμωμεν δια να χορτάσωμεν τόσον πλήθος ανθρώπων;» Τότε ο Χριστός, ευλογήσας τους πέντε άρτους εκείνους, εχόρτασε τον λαόν, όστις ήτο πέντε χιλιάδες εκτός των γυναικών και παιδίων και εξ αυτών των πέντε άρτων επερίσσευσαν δώδεκα κοφίνια πλήρη. Τούτο μαρτυρεί ο θείος Θεολόγος εις το στ΄ Κεφάλαιον του Ιερού Ευαγγελίου· τούτο δε πιστεύομεν άπαντες οι Χριστιανοί, εξ αυτού δε, αλλά και εκ του κατωτέρω, καταλαμβάνει έκαστος την φιλίαν και παρρησίαν του Αποστόλου Ανδρέου, την οποίαν είχε προς τον Διδάσκαλόν του τον Χριστόν. Κατά την εορτήν του Πάσχα των Εβραίων επήγαν και τινες των Ελλήνων εμπόρων, οίτινες επεθύμουν να ίδωσι τον Χριστόν και προσέτρεξαν εις τον Απόστολον Φίλιππον, όπως ούτος μεσιτεύση και οδηγήση αυτούς· μη έχων δε ούτος την παρρησίαν και το θάρρος εις τον Χριστόν, προσέτρεξεν εις τον Ανδρέαν, δίδων τα πρωτεία ως Πρωτόκλητον και αμφότεροι αμέσως μετέβησαν και ανέφερον την επιθυμίαν των Ελλήνων εις τον Χριστόν, όπως ίδωσι και προσκυνήσωσιν αυτόν. Μετά τινα καιρόν, προδοθείς υπό του Ιούδα, εσταυρώθη ο Χριστός, αναστάς δε εφάνη προς τους Μαθητάς του εις το όρος της Γαλιλαίας, και απέστειλεν αυτούς ίνα διδάξουν τον κόσμον, λέγων προς αυτούς· «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη: 19). Ακολούθως απέστειλε και το Πανάγιον αυτού Πνεύμα, φωτίσας αυτούς εις πάντα, έτι δε και να γνωρίζωσιν όλας τας γλώσσας των εθνών. Τότε οι Απόστολοι συναχθέντες έβαλον κλήρους εις ποία μέρη της γης θα μεταβή έκαστος να διδάξη. Και οι μεν άλλοι Απόστολοι έλαβον κλήρους διαφόρων άλλων τόπων και χωρών, ο δε Απόστολος Ανδρέας έλαβε κλήρον να κηρύξη εις την Βιθυνίαν, την Θράκην, τα παράλια της Κωνσταντινουπόλεως από το Βυζάντιον έως την Καλλίπολιν, και όλα τα μέρη της Θράκης μέχρι της Καβάλλας, ήτις λέγεται εις τας Πράξεις των Αποστόλων Νεάπολις, υπό δε των Βυζαντινών ωνομάζετο Χριστούπολις. Εις τον κλήρον του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου έλαχεν ωσαύτως η Ελλάς άπασα, ήτοι η Μακεδονία, η Θεσσαλία και όλα τα μέρη από την Θεσσαλονίκην μέχρι των Φαρσάλων και από τα Φάρσαλα μέχρι της Αχαϊας, ένθα νυν και ευρίσκονται αι παλαιαί Πάτραι. Αλλά και εις όλα τα μέρη της Ανατολής, της Μαύρης Θαλάσσης και της Σκυθίας εδίδαξεν· ο Άγιος. Τους διαφόρους και απεράντους τούτους τόπους κληρωθείς εις τον κλήρον ο Πρωτόκλητος, δεν εδειλίασε από το πλήθος των ανθρώπων, των τόπων, των πόλεων και των χωρίων ώστε να οκνήση ή να βαρυνθή, αλλ’ έχων εις τον νουν του την παραγγελίαν του Χριστού, όστις είπεν: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι:16) «και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28) και άλλα τοιαύτα, και θαρρών ο Απόστολος εις την ακαταμάχητον τούτου δύναμιν, προθύμως και με χαράν ήρχισε τον δρόμον του από Ιερουσαλήμ να μεταβή και να υπάγη κατά σειράν εις όλα τ’ ανωτέρω μέρη, είχε δε μεθ’ εαυτού και τινας ακολούθους. Πολλοί μεν οι τόποι, οι δρόμοι και αι αποδημίαι του Αποστόλου Ανδρέου και αδύνατον είναι να περιγράψη τις τούτους ή τους πειρασμούς όσους απήντα εις πάσαν πόλιν και χώραν· αδύνατον να εξιστορήση και διηγηθή άνθρωπος τας διδαχάς, τας θεραπείας, τας ελεημοσύνας, τας στερήσεις, τους καταδιωγμούς, τα παθήματα του Αγίου τούτου· όθεν και μικράν απλήν ιστορίαν αυτού αναφέρομεν, μη δυνάμενοι ως εκ των ασθενών μας δυνάμεων να περιγράψωμεν τα απερίγραπτα αυτού θαύματα. Περιπατών ο Άγιος Ανδρέας από τόπου εις τόπον, μετέβη και εις τινα πόλιν προς τα δεξιά της Μαύρης Θαλάσσης, ονομαζομένην Αμισόν, απέχουσαν δε από της Σινώπης στάδια εννεακόσια, ήτοι μίλια εβδομήκοντα εξ. Εκεί εύρεν ο Άγιος Απόστολος πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και ασεβών, ων οι μεν εις την Ελληνικήν, οι δε εις την Ιουδαϊκήν πλάνην ήσαν βεβυθισμένοι. Εκτός όμως των πολλών κακών, τα οποία είχον οι Αμισηνοί, είχον και εν καλόν, την φιλοξενίαν, και εδέχοντο εις την πόλιν και τας οικίας των πάντα ξένον διαβάτην και τον επεριποιούντο κατά τας δυνάμεις του έκαστος· ούτως εχόντων των Αμισηνών, εισήλθεν ο Άγιος εις την πόλιν και εφιλοξενήθη εις την οικίαν Ιουδαίου τινός, εσυλλογίζετο δε δια τίνος τρόπου να καταπείση τοσούτον πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και να τους φέρη εις την παραδοχήν των διδαχών του. την επομένην ημέραν μετέβη ο Άγιος το πρωϊ εις την συναγωγήν των Ιουδαίων, ένθα ήσαν συνηθροισμένοι άπαντες οι Ιουδαίοι και ηρώτησαν τον Άγιον πολλοί, τις είναι, πόθεν έρχεται και ποίον είναι το κήρυγμα αυτού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, αρξάμενος της διδαχής περί του Σωτήρος Χριστού και διδάξας εκ των Μωσαϊκών και λοιπών Προφητικών βιβλίων, τους απέδειξεν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, περίτου οποίου προανήγγειλαν οι Προφήται ότι θα έλθη εις τον κόσμον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε, ω του θαύματος! επληρώθη αμέσως ο λόγος του Χριστού, τον οποίον είπεν: «Ελθέ να γίνης αλιεύς (ψαράς) ανθρώπων». Ακούσαντες οι Ιουδαίοι εκείνοι την διδαχήν και τους λόγους του Αποστόλου, αμέσως μετενόησαν, επίστευσαν, εβαπτίσθησαν και από Ιουδαίοι εγένοντο Χριστιανοί, δούλοι Χριστού, οίτινες έφερον έμπροσθεν του Αποστόλου άπαντες τους ασθενείς αυτών και έκαστος εθεραπεύθη κατά το είδος της ασθενείας του και εγένετο ο Απόστολος ουχί μόνον ιατρός της ψυχής, αλλά και του σώματος. Έκτισε δε εκεί Εκκλησίας και εχειροτόνησεν Ιερείς από τους πιστεύσαντας εκείνους Ιουδαίους. Εκείθεν αναχωρήσας επορεύθη εις την Τραπεζούντα, όπου ομοίως διδάξας και βαπτίσας πολλούς και άλλους Ιερείς χειροτονήσας, απήλθεν εις την Λαζικήν, και εκεί ποιήσας τα αυτά, πλήθος άπειρον Ελλήνων τε και Ιουδαίων επίστευσαν εις τον Χριστόν, αμέσως δε απεφάσισεν ο Άγιος να μεταβή εις Ιερουσαλήμ, πρώτον μεν να παρευρεθή εκεί εις την εορτήν του Πάσχα, ήτις ήγγιζε, δεύτερον δε να ίδη και τον αδελφόν αυτού Πέτρον και μάλιστα επεθύμει να ίδη και τον Απόστολον Παύλον, περί του οποίου ήκουσεν ότι προσήλθεν εις το κήρυγμα των Αποστόλων, γενόμενος και αυτός Απόστολος και διδάσκαλος των εθνών. Μετά ταύτα επέστρεψε μετά του Θεολόγου Ιωάννου εις την Έφεσον, ήτις ήτο εις τον κλήρον του Ιωάννου και μόλις φθάσας εκεί ο Απόστολος είδεν αποκάλυψιν εκ Θεού, όπως υπάγη εις Βιθυνίαν και διδάξη τους ανθρώπους του κλήρου του. Αμέσως τότε ανεχώρησε και εισήλθεν εις την πόλιν Νίκαιαν, ιδών δε πλήθος ανθρώπων Ελλήνων τε και Ιουδαίων, εδίδαξεν αυτούς και τους κατέπεισε δια πολλών θαυμάτων να επιστρέψουν και να πιστεύσουν τον Χριστόν. Και άλλοτε μεν τον ιατρόν εις πάντας τους ασθενείς έκαμνε και τους εθεράπευεν αυθωρεί, άλλοτε τα διάφορα άγρια θηρία, άτινα κατέτρωγαν τους ανθρώπους εις τα μέρη εκείνα, δια της σιδηράς ράβδου του, εχούσης τον Σταυρόν, άλλα μεν εδίωκε, άλλα δε εθανάτωνε· και άλλοτε κατέστρεφεν εκ θεμελίων ναούς τινας Ελληνικών ψευδωνύμων θεών, της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος. Όσοι δε των Ελλήνων δεν επίστευσαν εις την διδαχήν του Αποστόλου, εις τούτους εισήρχοντο τα δαιμόνια, άτινα εβασάνιζον αυτούς και κατέτρωγαν τας εαυτών σάρκας και άλλα πολλά κακά υπέφερον ως άξιοι ικανής τιμωρίας, ένεκα της απιστίας και επιμονής των. Αλλ’ επί τέλους ο Άγιος Μαθητής του Χριστού του ελθόντος αμαρτωλούς σώσαι, ευσολαγχνισθείς, εθεράπευσε τους απίστους τούτους δαιμονιζομένους, οίτινες, ω του θαύματος! επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Δύο έτη μείνας εις την Νίκαιαν ο Άγιος και χειροτονήσας Ιερείς απήλθεν εις την Νικομήδειαν, η οποία ήτο πολυάνθρωπος· εν τούτοις επίστευσαν εκεί άπαντες· και βαπτίσας τους Έλληνας μετέβη εις την Χαλκηδόνα, περιελθών δε την Προποντίδα, το Σκούταρι της Κωνσταντινουπόλεως, έως τα Νεόκαστρα, ένθα επίστευσαν πολλοί και εβαπτίσθησαν, επήγεν εις την Ποντοηράκλειαν και εκείθεν επορεύθη εις την πόλιν Αμάστριδα, πόλεις και αυτάς της Βιθυνίας, εις όλα δε ταύτα τα μέρη τα αυτά ποιήσας, και Ιερείς χειροτονήσας, ανεχώρησε δια την Σινώπην, πόλιν του Πόντου, εις την οποίαν λέγεται ότι μετέβη και ο αδελφός του Πέτρος να ίδη τον Άγιον Απόστολον Ανδρέαν· οι της Σινώπης μάλιστα Χριστιανοί δεικνύουν μέχρι σήμερον δύο θρόνους μαρμαρίνους, εις τους οποίους λέγουν ότι εκάθισαν οι θείοι Απόστολοι· εκεί ευρίσκεται και παλαιά Εικών του Αποστόλου Ανδρέου, η οποία πολλά καθ’ εκάστην θαύματα ποιεί εις δόξαν Χριστού.                                                         Προ δε του Αποστόλου Ανδρέου είχε μεταβή εις Σινώπην ο Απόστολος Ματθίας, εις εκ των δώδεκα, ο συγκαταριθμηθείς με τους λοιπούς ένδεκα εις τον τόπον του Ιούδα, αλλ’ άμα αρχίσας να διδάσκη τους Σινωπείς, ούτοι συνέλαβον αυτόν και τον απήγαγον εις τας φυλακάς· ελθών δε εις Σινώπην και ο Ανδρέας και ακούσας ότι ο Ματθίας είναι εις την φυλακήν, αμέσως εποίησε προσευχήν και την αυτήν στιγμήν εθραύσθησαν τα δεσμά, αι φυλακαί ηνοίχθησαν και εξήλθεν ο Ματθίας· οι δε Σινωπείς, άγριοι άνθρωποι και άπιστοι κατ’ εκείνον τον καιρόν, ιδόντες τον Ανδρέαν θραύσαντα τας φυλακάς και συναθροισθέντες επί το αυτό, άλλοι μεν εσκέφθησαν να κατακαύσουν την οικίαν εις την οποίαν εκάθητο ο Απόστολος, άλλοι δε συλλαβόντες αυτόν από τας χείρας και πόδας, τον έσυρον εις τας οδούς και εις τα χώματα· έτεροι δε κτυπήσαντες αυτόν ανηλεώς, τον έρριψαν έξω της πόλεως εις κόπρον τινά, νομίσαντες αυτόν αποθανόντα. Αλλ’ ο μεν Απόστολος ταύτα και άλλα υπέφερε μιμούμενος τον Διδάσκαλόν του Χριστόν, ο δε Χριστός δεν άφησε τον Μαθητήν αυτού να βασανίζηται και να τιμωρήται τοιουτοτρόπως, αλλά φανείς προς αυτόν και δώσας θάρρος και άλλα θαύματα ποιήσας ιάτρευσεν αυτόν. Επειδή δε εις Σινωπεύς απέκοψε δια των οδόντων του τον δάκτυλον της χειρός του Αγίου, αποκατέστησεν αυτόν υγιά ως και πρότερον και ευλογήσας αυτόν και καθοδηγήσας εις το να μη αμελή την διδασκαλίαν του και το κήρυγμά του, ανελήφθη εις ουρανούς, ο δε Απόστολος Ανδρέας την επαύριον λίαν πρωϊ εισήλθε πάλιν εις την Σινώπην υγιής το σώμα, άνευ πληγών, χαίρων και αγαλλόμενος. Ταύτα ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης και θαυμάσαντες την υπεράνθρωπον καρτερίαν του Αγίου, ιδίως δε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού, και ότι τον αποθανόντα και καταπληγωθέντα Άγιον εποίησε κατά την νύκτα υγιά, δι’ όλα ταύτα μεταμεληθέντες προσέπεσαν άπαντες εις τους πόδας του Αγίου και εζήτησαν συγχώρησιν. Ακολούθως ο Άγιος εδίδαξεν αυτούς τον λόγον της αληθείας και εβάπτισε πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεχθέντας τον Χριστιανισμόν και κηρύττοντας τον Χριστόν Σωτήρα και ελευθερωτήν των σωμάτων και των ψυχών αυτών. Εποίησε δε τότε ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας και το εξής μέγα θαύμα· ιδών κατ’ εκείνην την στιγμήν γυναίκα έχουσαν μονογενή υιόν, τον οποίον εχθρός τις εφόνευσε και εγένετο άφαντος, η δε μήτηρ του φονευθέντος μη έχουσα παρηγορίαν προσέπεσεν εις τον Άγιον και επίστευσεν εξ όλης ψυχής και καρδίας εις τον Χριστόν, και ευσπλαγχνισθείς ταύτην, και δια να αποδείξη εις τους πιστεύσαντας τον αληθινόν Θεόν, ανέστησεν εκ νεκρών τον υιόν της, και το θαύμα τούτο ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης επίστευσαν απαξάπαντες συν γυναιξί και τέκνοις αυτών. Μετά ταύτα χειροτονήσας και εκεί ο θείος Απόστολος Ιερείς απήλθε το δεύτερον εις τας πόλεις του Πόντου Αμισόν και Τραπεζούντα, εις τας οποίας βαπτίσας τους ολίγους εναπομείναντας εις την πλάνην, μετέβη εις Νεοκαισάρειαν. Εκείθεν μετέβη εις Σαμόσατα ένθα κατοικούσαν Έλληνες πολλοί, οίτινες ενόμιζον εαυτούς ως τους σοφωτέρους της γης· αλλ’ ο θείος Απόστολος δια των σοφωτέρων κηρυγμάτων του διέλυσεν ως ιστόν αράχνης την σοφίαν των Ελλήνων και των ρητόρων, αποδείξας την ρητορίαν και σοφίαν των πλάνην και πεοσθέντες εις τα κηρύγματα και τα θαύματα του Αγίου προσήλθον εις μετάνοιαν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Ακολούθως μετέβη εις την Ιερουσαλήμ προς συνάντησιν των Αποστόλων, προκειμένου να συνέλθωσιν εις Σύνοδον και να κάμωσι το Πάσχα. Ότι δε οι θείοι Απόστολοι συνήγοντο εις Ιεροσόλυμα εις Σύνοδον, ομολογείται εκ των Πράξεων των Αποστόλων, ένθα ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής λέγει· «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» (Πράξ. ιε:6) Μετά την εορτήν του Πάσχα, παραλαβών ο θείος Ανδρέας τους Αποστόλους Ματθίαν και Θαδδαίον συνώδευσεν αυτούς μέχρι των συνόρων της Μεσοποταμίας εις πόλιν Χορασσάν· εκεί διατρίψας ο Ανδρέας ολίγας ημέρας και αφήσας αυτούς να διδάσκωσι τα μέρη ταύτα, ανεχώρησεν εις τους ανατολικούς τόπους της Μαύρης Θαλάσσης, εις τους Αλανούς, τους Αβασγούς και την Σεβαστούπολιν, ένθα εκήρυξε το Ευαγγέλιον, και προσείλκυσεν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν άπαντας τους κατοίκους των πόλεων και χωρών αυτών. Κατόπιν διήλθε τους Ζικχούς, τους Βοσποριανούς, το στένωμα του Καφά, εις το οποίον διέμεινεν ο Άγιος αρκετόν καιρόν, κηρύξας και εις τους τόπους τούτους τον Χριστόν, διδάξας και παραινέσας άπαντας τους ανθρώπους, οίτινες επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Αναχωρήσας είτα ο Άγιος εκ των ως άνω μερών μετέβη εις το Βυζάντιον, ποιήσας δε και εις την πόλιν ταύτην πολλά θαύματα, καθωδήγησεν άπαντας εις θεογνωσίαν, οι δε Βυζαντινοί ιδόντες το φως το αληθινόν όχι μόνον επίστευσαν, αλλά και Ναόν μεγαλοπρεπή αμέσως ανήγειραν εις το όνομα της Θεοτόκου. Έπειτα χειροτονήσας Επίσκοπον ένα από τους Εβδομήκοντα (70) Αποστόλους ονόματι Στάχυν, απήλθεν εις την Ηράκλειαν της Θράκης κειμένην προς δυσμάς της Κωνσταντινουπόλεως, ένθα διδάξας και επιστρέψας πολλούς ασεβείς εις μετάνοιαν εχειροτόνησε και εκεί έτερον Επίσκοπον ονόματι Απελλήν. Αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος εξήλθεν εις άλλας πόλεις και χωρία, βαπτίζων άπαντας εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Κατόπιν διήλθεν άπασαν την Θράκην, την Μακεδονίαν και την Θεσσαλίαν, εις τας οποίας ποιήσας τα αυτά, προσείλκυσεν εις τον Χριστόν όλους τους κατοίκους των μερών τούτων. Ακολούθως επορεύθη εις την Ελλάδα, κατόπιν εις την Πελοπόννησον, όπου προς δυσμάς ευρίσκεται πόλις αρχαία, Παλαιαί Πάτραι ονομαζομένη· εισελθών δε ο Απόστολος εις αυτήν εφιλοξενήθη εις την οικίαν ασθενούς τινος κατοίκου, όστις ωνομάζετο Σώσιος, εις τον οποίον θέσας την αγίαν χείρα του εθεράπευσεν αμέσως αυτόν από της επικινδύνου και ανιάτου ασθενείας του. Μετά δε έτερον ασθενή αιχμάλωτον του ηγεμόνος Αιγεάτου και της γυναικός αυτού Μαξιμίλλας, εις την πόλιν των Πατρών, ερριμμένον εις τας ακαθαρσίας της πόλεως, εις τον οποίον ουδείς ελπίδα ζωής έδιδεν, ευσπλαγχνισθείς ο θείος Απόστολος, μη έχοντα προστασίαν και περίθαλψιν παρ’ ουδενός, μετέβη προς αυτόν και ανέκραξε· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ κηρύττω, λάβε την υγείαν σου και ύπαγε εις οδόν ειρήνης». Και ω του θαύματος! εγένετο υγιής ο δούλος της Μαξιμίλλας. Αμέσως ούτος απήλθεν εις την οικίαν της κυρίας του, εις την οποίαν διηγήθη τα συμβάντα με χαράν και αγαλλίασιν, ότι ξένος τις με δύο λόγους τον εθεράπευσε. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών η Μαξιμίλλα, η κυρία του ιατρευθέντος υπό του Αποστόλου δούλου, έπεσεν εις βαρυτάτην ασθένειαν, εις την οποίαν έτρεξαν όλοι οι ιατροί, αλλά δεν ηδυνήθησαν με όλα τα μέσα να την ωφελήσουν. Όλους τους θησαυρούς του ο ανήρ αυτής διέθεσεν εις ιατρούς και ιατρικά, αλλ’ εστάθη αδύνατον να την θεραπεύσουν· ο δε Αιγεάτης, βλέπων ότι η γυνή του έφθασεν εις τον έσχατον κίνδυνον, απελπισθείς, ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην, διότι δεν ηδύνατο με όλα τα πλούτη του να θεραπεύση αυτήν, και ήτο έτοιμος ν’ αυτοχειριασθή άμα επλησίαζεν ο θάνατος εις την γυναίκα του. Αφού απηλπίσθησαν οι εν τη οικία του Αιγεάτου και επερίμενον πότε να αποθάνη η γυνή, ενεθυμήθησαν τινες τον Απόστολον. Όθεν έσπευσαν και παρεκάλεσαν αυτόν, όπως σπεύση εις βοήθειαν και θεραπείαν της ασθενούσης γυναικός του Αιγεάτου, ο δε Άγιος μεταβάς και θέσας την χείρα του επ’ αυτής αμέσως εθεραπεύθη αύτη και ηγέρθη της κλίνης υγιής. Τούτο το θαύμα του Αγίου ιδών ο Αιγεάτης έλαβεν ιδιοχείρως πλήθος θησαυρού και έρριψεν εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλών αυτόν γονυκλινώς να λάβη τον προσφερόμενον θησαυρόν εις αμοιβήν του. Αλλ’ ο Απόστολος κατεφρόνησε τους θησαυρούς του Αιγεάτου, διότι επεθύμει την μεταμέλειαν του λαού της Αχαϊας και των Πατρών και την μετάνοιαν του Αιγεάτου, όθεν δεν εδέχθη τους προσφερθέντας θησαυρούς του, αλλ’ είπε προς αυτόν· «Ημείς με θησαυρούς και με δώρα δεν θεραπεύομεν ουδένα, απ’ εναντίας ο Διδάσκαλός μας Χριστός μάς παρήγγειλε: «δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε» (Ματθ. ι:8), δωρεάν δηλαδή ελάβετε την Χάριν του Θεού δωρεάν να την αποδώσητε και εις τους άλλους ανθρώπους». Ταύτα και άλλα ειπών ο Άγιος και κατηχήσας αυτούς τον λόγον της αληθείας ανεχώρησεν. Περιπατών μετά ταύτα την πόλιν, απήντησεν εις οδόν κείμενον άνθρωπον τινα παράλυτον, όστις είχεν αρκετόν καιρόν ασθενής μη δυνάμενος να περιπατήση, ούτε είχε προστάτην τινά να τον περιποιήται και να τον περιθάλπη και να τον ελεή· ευσπλαγχνισθείς δε και τούτον ο Άγιος κατέστησεν αυτόν δια της επιθέσεως της δεξιάς αυτού υγιαίνοντα και περιπατούντα. Εγένετο λοιπόν το όνομα του Αγίου γνωστόν εις τας Πάτρας, ιδίως εις τους πτωχούς τους υπό πολλών ασθενειών υποφέροντας και πάσχοντας, οίτινες προσέτρεχον και προσπίπτοντες εις τους πόδας του Αποστόλου ελάμβανον την ίασιν. Ήσαν δε εκ τούτων άλλοι τυφλοί, των οποίων δια της επιθέσεως των χειρών του ήνοιγε τους οφθαλμούς, έτεροι λεπροί, και άλλοι με άλλας ασθενείας, τους οποίους εκαθάριζε και εθεράπευε, και τους οποίους εβάπτιζεν εις την θάλασσαν, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έτερος τις λεπρός κατάκοιτος παρά την θάλασσαν εις την άμμον, έξω της πόλεως Πατρών, εις κίνδυνον ευρισκόμενος, πιστεύσας άμα ακούσας τον Άγιον Ανδρέαν, ιάθη εντελώς, αν και είχε την λέπραν του Ιώβ, και εβαπτίσθη αμέσως, γενόμενος ακόλουθος του Αποστόλου, ακολουθών αυτόν παντού και πάντοτε και κηρύττων μεγαλοφώνως ως κήρυξ την δύναμιν του Αγίου και την πίστιν εις τον Χριστόν. Τοιουτοτρόπως, δια πολλών διδαχών και δια των αποστολικών του κηρυγμάτων ως και δια πολλών θαυμάτων ωδήγησεν ο Άγιος άπαντας τους κατοίκους της πόλεως των Πατρών εις την θεογνωσίαν της Χριστιανικής πίστεως. Χαίρων λοιπόν και αγαλλόμενος ο Άγιος δια τας σωζομένας ψυχάς, εδόξαζε πάντοτε τον αγαθοδότην Θεόν. Μετά ταύτα οι Χριστιανοί δια των ιδίων χειρών αυτών κατέστρεψαν τους ναούς των ειδώλων, αυτοί οι ίδιοι κατέσπασαν όλα τα είδωλα και αυτοί κατέκαυσαν τα αρχαία Εβραϊκά βιβλία ως παραίτια της πλάνης και της ειδωλολατρίας των ανθρώπων. Συνάξαντες είτα οι κάτοικοι τους θησαυρούς των έρριψαν αυτούς εις τους πόδας του Αγίου Ανδρέου· ο δε Απόστολος του Χριστού, τους μεν θησαυρούς των ανθρώπων δεν εδέχθη, την προθυμίαν δε και την καλήν διάθεσιν αυτών επαινέσας και την αγαθήν γνώμην των Πατρέων αποδεξάμενος, διέταξε μέρος μεν των προ των ποδών του ερριμμένων θησαυρών να μοιράσουν εις τους ενδεείς και πτωχούς, μέρος δε εξ αυτών να διαθέσωσι δια την οικοδόμησιν Εκκλησίας, εις την οποίαν να εισέρχωνται οι Χριστιανοί δια να δοξάζωσι τον Χριστόν. Εντός ολίγου ο Ναός ωκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος, εσυνάζοντο δε εις αυτόν οι Πατρείς λετουργούμενοι και αγιαζόμενοι υπό των χειροτονηθέντων παρά του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου Επισκόπων και Ιερέων. Έτρεχον δε ακούοντες και την μελίρρυτον διδαχήν του Αγίου, διότι καθ’ εκάστην εδίδασκε τας Γραφάς και ηρμήνευε τους Προφήτας, ομού δε με την λοιπήν διδασκαλίαν του απεδείκνυε και ότι εις και μόνος είναι ο Θεός ο κατά τους εσχάτους χρόνους κατελθών εκ των ουρανών και σαρκωθείς εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων. Μετ’ ολίγον καιρόν, ο προρρηθείς ανθύπατος Αιγεάτης, του οποίου η γυνή Μαξιμίλλα ιατρεύθη υπό του Αποστόλου, απήλθεν εις Ρώμην προς τον Καίσαρα, ίνα δώση λόγον των εν τη υπηρεσία πράξεών του και να λάβη επομένως πάλιν την εξουσίαν παρά του Καίσαρος. Στρατοκλής δε τις αδελφός του Αιγεάτου, σοφός και μαθηματικός εν Αθήναις, μετέβη εις Πάτρας να επιτροπεύση τον Αιγεάτην κατά την απουσίαν του, έχων μεθ’ εαυτού υπηρέτην τινά πιστότατον, τον οποίον ηγάπα ως αδελφόν καθό φρόνιμον και ειλικρινή. Ούτος εσεληνιάσθη κατά τας ημέρας εκείνας και υπέφερε τρομερά από τα δαιμόνια, ελυπείτο δε ο Στρατοκλής δια την ασθένειαν αυτού τόσον ώστε και μέχρις οδυρμών και κλαυθμών έφθασεν· ουδείς δε των ιατρών ηδύνατο να σώση τον δυστυχή αυτόν υπηρέτην. Ταύτα μαθούσα η γυνή του Αιγεάτου Μξιμίλλια προσεκάλεσε κατ’ οίκον τον ανδράδελφον αυτής Στρατοκλήν, και είπεν· «Ανδράδελφε, είναι αδύνατον να ιατρευθή και θεραπευθή ο πιστός αυτός δούλος σου με όλους τους ιατρούς και ιατρικά του κόσμου· εις μάτην θα υπάγωσι τα έξοδά σου. Εις την πόλιν μας είναι ένας ξένος ιατρός, ονόματι Ανδρέας, ο οποίος θεραπεύει όλας τας ασθενείας άνευ μισθού· αυτόν πρέπει να φέρης και είμαι βεβαία ότι αμέσως θέλει τον θεραπεύσει και απαλλάξει εκ της επικινδύνου ταύτης ασθενείας του· διότι και εγώ εις βαρυτάτην ασθένειαν υποπέσασα και μυρίας όσας θυσίας και ιατρούς και ιατρικά έκαμεν ο αδελφός σου Αιγεάτης ίνα με σώση εκ του κινδύνου, όμως δεν ηδυνήθη ουδείς άλλος, ειμή μόνος ο ξένος ούτος ιατρός, με ένα λόγον με ιάτρευσε και ήδη ευρίσκομαι εις πληρεστάτην υγείαν». Ταύτα ακούσας ο σοφός και πεπαιδευμένος των Αθηνών Στρατοκλής, προσεκάλεσεν αμέσως τον Άγιον· άμα δε εισήλθεν ο Απόστολος εις την οικίαν του Στρατοκλέους, ω του θαύματος! πάραυτα ανεχώρησαν τα δαιμόνια εκ του υπηρέτου εκείνου, όστις αμέσως εγένετο υγιής. Το θαύμα τούτο ιδόντες ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα δεν άφησαν να παρέλθη καιρός, αλλ’ αναθεματίσαντες την αρχαίαν εκείνην πλάνην, εδόξασαν τον Θεόν και εγένοντο Χριστιανοί, βαπτισθέντες υπό του Αποστόλου, οίτινες απ’ εκείνης της ημέρας ήσαν αχώριστοι από τον Άγιον Ανδρέαν, καθ’ εκάστην διδασκόμενοι παρ’ αυτού τον λόγον της αληθείας και της εις Χριστόν πίστεως. Μετά τινας ημέρας επέστρεψεν εκ Ρώμης ο ανθύπατος Αιγεάτης και ηθέλησε να συνευρεθή μετά της γυναικός του Μαξιμίλλας, εκείνη δε βαπτισμένη ούσα υπό του Αγίου και μη θέλουσα συγκοινωνίαν μετά του ασεβούς και αβαπτίστου ανδρός της Αιγεάτου, κατ’ ερχάς μεν προσεποιήθη την ασθενή· μετά ταύτα δε ιδούσα ότι δεν ηδύνατο να κρύπτηται μέχρι τέλους, εφανερώθη· οι δε ευνούχοι και άλλοι τινές είπον προς τον άνδρα της· «Από την ημέραν της αναχωρήσεώς σας εις Ρώμην, μέχρι της ελεύσεώς σας, άφησε τα προλαβόντα φαγητά και έπεσεν εις μεγάλην νηστείαν, χλευάζει τους μεγάλους θεούς, προσκυνεί τον Χριστόν και διδάσκεται από τον ξένον εκείνον άνθρωπον, όστις είναι εδώ. Η δε γνώμη της και η καρδία της προσηλώθη εις αυτόν και μόνον». Ταύτα ακούσας μετ’ απορίας ο Αιγεάτης, αμέσως περιεκυκλώθη υπό δαιμονίων, εγένετο έξω φρενών και υβρίζων και φοβερίζων τον Άγιον ότι θα τον θανατώση, διέταξε την φυλάκισίν του και εσκέπτετο με ποίον θάνατον να τον θανατώση. Κατά δε το μεσονύκτιον, παραλαβών ο Στρατοκλής την νύμφην αυτού Μαξιμίλλαν και άλλους εκ των πιστευσάντων και βαπτισθέντων Χριστιανών, έτρεξαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν ήτο ο Άγιος, ούσαν εσφραγισμένην με την ιδιαιτέραν σφραγίδα του Αιγεάτου και των στρατιωτών ασφαλώς φυλασσόντων τον Άγιον. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, εκτύπησαν ελαφρά την θύραν, ίνα ακούση τούτους ο Άγιος. Ακούσας ο θείος Απόστολος τον κτύπον της θύρας και προσευχηθείς ήνοιξεν η θύρα και εισήλθον εις την φυλακήν προσπέσαντες εις τους πόδας του Αγίου ο τε Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, ικετεύοντες και παρακαλούντες τον Απόστολον να τους στερεώση και ενδυναμώση εις την αληθινήν πίστιν του Χριστού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, πολλά διδάξας και παραινέσας αυτούς, αμέσως δε και τον Στρατοκλήν χειροτονήσας Επίσκοπον Παλαιών Πατρών και ευχηθείς και ευλογήσας, απέστειλεν αυτούς εις οδόν ειρήνης· και αυτοί μεν απήλθον, ο δε Άγιος δια προσευχής σφαλίσας την θύραν της φυλακής, καθώς ήτο αύτη εσφραγισμένη, εκάθητο αναμένων την απόφασιν του ασεβούς Αιγεάτου· ούτος δε ιδών επί τέλους το αδύνατον να συγκατατεθή η γυνή του Μαξιμίλλα εις τας προτροπάς και παρακλήσεις και απειλάς του, όπως επανέλθη αύτη εις την ειδωλολατρίαν, εισελθόντος του σατανά εις την καρδίαν του και τυφλωθείς από τον θυμόν, απεφάσισε τον σταυρικόν θάνατον του Αγίου, νομίσας δια της αποφάσεώς του ταύτης ότι ο Άγιος ήθελε φοβηθή και μεταμεληθή, ελανθάνετο δε και ετυφλούτο, ότι ο σταυρικός θάνατος ήτο χαρά και αγαλλίασις και ζωή αιώνιος του Αγίου, καθόσον έμελλε να γίνη συγκοινωνός των παθημάτων του Διδασκάλου αυτού Χριστού. Διετάχθησαν λοιπόν οι στρατιώται να συνοδεύσουν εις τον τόπον του σταυρού τον Άγιον και σταυρώσωσιν αυτόν κατωκέφαλα· άμα δε φθάσας και ιδών τον Σταυρόν ο Απόστολος, προσευχηθείς και εγκωμιάσας αυτόν ως αίτιον της εις ουρανόν αυτού αναβάσεως, κατηχήσας δε, διδάξας και ευλογήσας τους παρευρεθέντας Χριστιανούς, χαίρων και αγαλλόμενος ανέβη εις τον Σταυρόν, οι δε στρατιώται του Αιγεάτου εξεπλήρωσαν πιστώς τας διαταγάς του, καρφώσαντες εις τον Σταυρόν τας χείρας και τους πόδας του Αγίου με την κεφαλήν προς τα κάτω. Μετά την σταύρωσιν, ο Επίσκοπος Πατρών Στρατοκλής έσπευσε να καταβιβάση εκ του Σταυρού τον Άγιον. Αλλ’ ο Αιγεάτης, ως έχων την εξουσίαν της πόλεως, δεν άφησεν αυτόν· συναθροισθέντες δε οι Χριστιανοί επέμενον να ξεκαρφώσουν τον Άγιον από τον Σταυρόν, αλλ’ ο Άγιος ζων έτι επί του Σταυρού προέτρεπε το πλήθος να μη αντισταθή κατά της αποφάσεως του Αιγεάτου και γίνη συγχυσις, διότι θέλων και επιθυμών τον υπέρ Χριστού θάνατον προσήλθεν εκουσίως εις τον Σταυρόν. Ιδών ο Αιγεάτης την αγανάκτησιν και την ορμήν του λαού, έσπευσε να καταβιβάση τον Άγιον, αλλ’ ούτε αυτόν τον ασεβή άφησεν ο Άγιος, είπε δε προς εκείνον· «Κάλλιον είναι να λύσης τον εαυτόν σου από τα νοητά δεσμά της απιστίας, παρά εμέ από τα αισθητά ταύτα· διότι εγώ μεν μετ’ ολίγον θέλω υπάγει εις αιωνίαν ανάπαυσιν, συ δε, αν δεν μετανοήσης και πιστεύσης εις τον Χριστόν, γίνωσκε, ότι εις ολίγας ημέρας κακώς έχων θέλεις απολέσει και την πρόσκαιρον και την αιώνιον ζωήν». Ταύτα και άλλα ειπών ο Απόστολος Ανδρέας προς τον Αιγεάτην και συμβουλεύσας και πάλιν τον λαόν να επιμείνη εις την πίστιν του Χριστού, και ευλογήσας και συγχωρήσας τους Χριστιανούς, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Δεσπότου Χριστού, γέρων τότε ων ογδοηκοντούτης την ηλικίαν. Ο δε ασεβής Αιγεάτης, μη υποφέρων την κατακραυγήν  του λαού των Πατρών, εγένετο μανιώδης· οδηγούμενος δε υπό των δαιμονίων και μεταμεληθείς δια τον άδικον θάνατον του Αποστόλου και ιατρού της πόλεως, ανέβη εις κρημνόν υψηλόν, ονομαζόμενον Υψηλά Αλώνια και εκείθεν πεσών κάτω συνετρίβη και διεσκορπίσθησαν τα οστά αυτού παρά τον άδην. Τότε ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, καταβιβάσαντες το τίμιον σώμα του Αποστόλου εκ του Σταυρού και μύροις αλείψαντες τούτο, κατέθεσαν εν επισήμω τόπω. Ο δε Στρατοκλής, διαμοιράσας τα πλούτη του αδελφού του Αιγεάτου εις πάντας τους πτωχούς και ενδεείς, και κτίσας Επισκοπήν δι’ ιδίων του εξόδων εις τον τόπον όπου ήτο το σώμα του Αγίου Ανδρέου, διετέλεσεν εκεί Επίσκοπος το επίλοιπον της ζωής αυτού, καλώς ποιμάνας το εμπιστευθέν εις αυτόν υπό του Αγίου ποίμνιον· ομοίως και η Μαξιμίλλα εσκόρπισε το χρυσίον αυτής εις τας χείρας των πτωχών, κρατήσασα δε μέρος εξ αυτού, έκτισε δύο Μοναστήρια, το μεν δια τους άνδρας, το δε δια τας γυναίκας· και ούτω καλώς και θεαρέστως και αύτη βιώσασα, απήλθε προς τας αιωνίους μονάς. Το δε τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου μετεκομίσθη μετά παρέλευσιν καιρού εκ Πατρών εις Κωνσταντινούπολιν, καθ’ όσον η φήμη και τα μετά ταύτα θαύματα του Αγίου εις την πόλιν των Παλαιών Πατρών, μεταδιδόμενα υπό των προσερχομένων εκ της Πελοποννήσου και αλλαχού εις προσκύνησιν του Αγίου ηκούσθησαν και εις τους βασιλείς, εβασίλευε δε τότε ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος βασιλεύς Χριστιανός, είχε αφήσει κληρονόμους τρεις υιούς, τον Κωνστάντιον, τον Κωνσταντίνον και τον Κώνσταντα· οι μεν δύο έλαβον έκαστος το μερίδιον της βασιλείας του, ήτοι ο Κώνστας την Ρώμην, ο Κωνσταντίνος τας Γαλλίας, ο δε Κωνστάντιος την Κωνσταντινούπολιν, τον θρόνον του πατρός του. Ούτος λοιπόν επεθύμησε να φέρη εις την Κωνσταντινούπολιν τα άγια λείψανα των ενδόξων Αποστόλων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, όπως καταθέση αυτά εις τον κτισθέντα υπό του πατρός του Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Λοιπόν ουδένα άλλον ενέκρινε κατάλληλον δια την μετακόμησιν των αγίων τούτων λειψάνων, έχοντα ευλάβειαν προς τα θεία, ειμή τον μετ’ ολίγον μαρτυρήσαντα Άγιον Αρτέμιον, τοπάρχην τότε της Αλεξανδρείας και όλης της Αιγύπτου.                                                     Μεταβάς λοιπόν ο Άγιος Αρτέμιος κατά διαταγήν του βασιλέως εις την Έφεσον, παρέλαβε το του Αποστόλου Τιμοθέου άγιον λείψανον. Έπειτα μετέβη εις Θήβας της Βοιωτίας από της οποίας παρέλαβε το του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά. Μετά δε ταύτα μεταβάς εις Παλαιάς Πάτρας και ζητήσας μετ’ επιμονής παρά των Πατρέων το λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου, δεν ηδυνήθη να πείση τούτους να ενδώσωσιν εις την διαταγήν του βασιλέως· ούτε τα προς αυτούς αποσταλέντα βασιλικά δώρα, ούτε αι παρά του Αγίου Αρτεμίου απειλαί επτόησαν τούτους να αποστείλουν το τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου εις Κωνσταντινούπολιν. Αλλά μετ’ ου πολύ σκεφθέντες, ότι αφ’ ενός μεν, εάν ούτοι εμμένουν, ο βασιλεύς ήθελε παραλάβει και δυναστικώς το λείψανον του Αποστόλου, αφ’ ετέρου δε έχοντες και ανάγκην αναπόφευκτον ποσίμου ύδατος, ανέφεραν προς τον βασιλέα, ότι τότε συγκατατίθενται να δώσουν το άγιον λείψανον, εάν ο βασιλεύς δι’ εξόδων του μεταφέρη δι’ υδραγωγείου το παρά τας υπωρείας του Παναχαϊκού όρους αναβρύον άφθονον ύδωρ εντός της πόλεως Πατρών, όπερ και εγένετο. Δια του ύδατος τούτου υδρεύεται η πόλις και σήμερον. Λαβών λοιπόν δευτέραν διαταγήν του βασιλέως ο Άγιος Αρτέμιος, διαταχθείς επιπροσθέτως να λάβη αυτός ο ίδιος την φροντίδα δια την κατασκευήν του υδραγωγείου τούτου, διέταξεν αμέσως και έστησαν σκηνάς επί της θέσεως Σαμακεάς, άνωθεν του Αγίου Προφήτου Ηλιού, ένθα ήδη κείται η Ιερά Μονή Γηροκομείου, διώρισεν είτα επιστάτας προς επίβλεψιν της κατασκευής του υδραγωγείου, και εφρόντισε δια την προμήθειαν των απαιτουμένων τροφών προς διατροφήν των εργαζομένων, ώστε μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών, πληροφορηθέντες περί των υπό του βασιλικού επιτρόπου προμηθευμένων αφθόνων τροφών, όχι μόνον οι ενοικούντες εις την πόλιν των Πατρών ενδεείς, αλλά και οι των πέριξ χωρίων τυφλοί, χωλοί και λοιποί ανάγκην έχοντες προσέτρεχον αγεληδόν καθ’ εκάστην εις τας ειρημένας σκηνάς, και ελάμβανον πλουσίως ελεημοσύνην παρά του Αγίου Αρτεμίου. Εκ τούτου επωνομάσθη η θέσις αύτη Γηροκομείον, και μετ’ ου πολύ εκτίσθη και η Ιερά Μονή. Αλλά το έργον τούτο καίτοι διερχόμενον ανώμαλον και κρημνώδη τόπον, επεραιώθη εν διαστήματι μικρού χρόνου και διωχετεύθη το ύδωρ επί τινος λοφίσκου άνωθεν της πόλεως των Πατρών, ένθα ήδη υπάρχει και το επί των Ενετών κτισθέν φρούριον, και τότε οι Πατρείς παρέδωκαν ευχαρίστως και αγογγύστως εις τον Άγιον Αρτέμιον το τίμιον λείψανον του πολιούχου και προστάτου αυτών Αποστόλου Ανδρέου. Τοιουτοτρόπως έφθασαν άπαντα τα άγια λείψανα των Αποστόλων εις Κωνσταντινούπολιν μετά μεγάλης πομπής και θρησκευτικής παρατάξεως· ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος, δεξάμενος μετά σεβασμού και ευλαβείας ταύτα, κατέθεσαν εις τον περιφανή Ναόν των Αγίων Αποστόλων προς το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, η κατάθεσις δε αύτη του λειψάνου του εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου. Ήσαν δε προσκυνούμενα και τιμώμενα τα άγια ταύτα λείψανα παρά πάντων των ευσεβών, και όλα υπήρχον εις Κωνσταντινούπολιν, ενόσω υπήρχον βασιλείς Χριστιανοί. Ότε δε κατεκτήθη η Κωνσταντινούπολις υπό των ασεβών διεμοιράσθησαν και τα τίμια λείψανα εις διάφορα μέρη εις χείρας των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών. Εις δε την πόλιν των Πατρών και μετά τόσας καταστροφάς και άλλας πολιτικάς μεταβολάς και κατακτήσεις εξ ομοφύλων και αλλοφύλων, τας οποίας πολλάκις υπέστη και αίτινες κατέστρεψαν την ένδοξον ταύτην πόλιν και τον περιφανή αυτής Ναόν του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου, υπάρχει και σήμερον περιφανέστατος Ναός του Αγίου, του οποίου η διακόσμησις είναι μοναδική· προσέρχονται δε καθ’ εκάστην εκ διαφόρων τόπων προσκυνηταί, τιμώντες και θαυμάζοντες την αποστολικήν ταύτην Εκκλησίαν. Υπάρχει δε και σήμερον εις αυτήν ο κοπείς υπό του Σινωπέως δάκτυλος του Αγίου Ανδρέου, υπό πάντων των ευσεβών ευλαβώς προσκυνούμενος. Ούτος είναι ο Βίος και η πολιτεία του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, ευλογημένοι Χριστιανοί· τοιουτοτρόπως επολιτεύθη ο Άγιος, τοιουτοτρόπως ηγωνίσθη, εσταυρώθη και έτυχε της ουρανίου Βασιλείας· ημείς δε, δια να σωθώμεν, ας φυλάττωμεν τας εντολάς του Θεού, την καρδίαν μας καθαράν από λογισμούς ρυπαρούς, ως λέγουν αι Γραφαί: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε:8)· ας θησαυρίζωμεν θησαυρούς εν ουρανοίς, όχι εξ αδικιών, αλλ’ εκ των ιδρώτων ημών. Μη μεθύωμεν, ίνα μη διψήσωμεν εις το πυρ το εξώτερον· μη καταλαλώμεν, ίνα μη καταδικασθώμεν· μη οργιζώμεθα εναντίον των πλησίων μας, αλλά να είμεθα πράοι και επιεικείς, ως λέγει το Ευαγγέλιον: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών» (Ματθ. ια: 29)· ούτως ας πράττωμεν, ίνα της κολάσεως ελευθερωθώμεν, της δε Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου