Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΧΩΡΙΑ – Αλ. Παπαδιαμάντης

Φίλος τις, μεθ’ ου συνωδοιπόρουν τας ημέρας ταύτας, ισχυρίζετο ότι πολλοί των Ελλήνων της σήμερον προτιμώσι να εκκλησιάζωνται εις μικρούς ναΐσκους ή εις μεγάλους και πολυτελείς ναούς. Η παρατήρησις αύτη έχει τι ορθόν, και η ιδιότροπος ευλάβεια των τοιούτων πιστών δεν φαίνεται άτοπος, όταν μάλιστα αναλογισθώμεν ότι κυριολεκτικώς η πολυτέλεια εις τους ναούς είναι απηγορευμένη. Το ιδιάζον εις τους χριστιανικούς ναούς γνώρισμα είναι η σεμνότης και μεγαλοπρέπεια, το γνώρισμα δε τούτο δεν αποκλείει η ευτέλεια. Ενθυμείσθε τον υπό Περικλέους επιτάφιον παρά Θουκυδίδη, «Φιλοκαλούμέν τε γαρ μετ’ ευτελείας», έλεγεν ο μέγας πολιτικός των αρχαίων Αθηνών, όστις εμελέτησε πολύ και εψυχολόγησεν επί του βίου των συμπολιτών του. Τω όντι η ευτέλεια ουδέν άλλο είναι ή απλότης, ο τύπος δε ο χριστιανικός, ως και ο αρχαίος ελληνικός, θηρεύει την απλότητα. Τα κίβδηλα και ψευδόχρυσα, τα οποία βλέπετε εις ένα ή δύο των αθηναϊκών ναών, και υπούλως και θρασέως εισαγόμενα, αναρμοδίως όλως, υπό ανθρώπων αμαθών και απειροκάλων, δήθεν επιτρόπων των ναών τούτων, έπρεπε ν’ απαγορευθώσιν υπό της μόνης αρμοδίας κεντρικής εκκλησιαστικής Αρχής, κυριαρχικά εξασκούσης δικαιώματα, κατ’ αυτό το πολιτικόν μας Σύνταγμα, επί των καθαρώς εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αλλ’ ελλείψει τοιαύτης Αρχής έκαστος πράττει κατά το δοκούν αυτώ, εισάγων εις τους ιερούς ναούς καινά και ξενότροπα, νόθα και απηγορευμένα, και δεν είναι παράδοξον οι ούτω πράττοντες να νομίζωσιν ότι υπηρετούσι δήθεν την Εκκλησίαν, και ότι είναι άξιοι επαίνων και στεφάνων δια τον ζήλον των. Η Εκκλησία έχει ένα παραδεδεγμένον τύπον, ον ουδείς δύναται αποινεί να παραβή, και ρητώς απαγορεύεται πάσα καινοτομία είτε εις την αρχιτεκτονικήν και γραφικήν και την λοιπήν των ναών διακόσμησιν, είτε εις την μουσικήν και την άλλην λατρείαν.     

                                                                                  

Φυγών της ημέρας ταύτης την βοήν και τον θόρυβον της μικράς ταύτης Βαβυλώνος, της ελληνικής πρωτευούσης, απήλθον μεθ’ ενός φίλου να εορτάσω το Πάσχα εις εν των μεσογείων της Αττικής χωρίων. Ήλπιζον να εύρω ευλαβή τινά ιερέα, όστις να ηξεύρη αρκετά γράμματα, ώστε αναγινώσκων τα Ευαγγέλια να μη λέγη «τοις γραμματοίς» αντί «τοις γραμματεύσι», να έχη δε και αρκετήν συστολήν, ώστε να μη θεωρή το ιερόν Βήμα ως παρασκήνιον, όπου να διαπληκτίζηται ανέτως μετά των συλλειτουργών του. Εύρον ιερέα όστις απήγγειλε ταπεινώς μεν αλλ’ απταίστως και τα δώδεκα Ευαγγέλια της ακολουθίας των Αγίων Πάθών. Δεν πιστεύω να υπάρχωσι πολλοί τοιούτοι εις τα χωρία, αλλά τέλος υπήρξα ευτυχής. Εύρον ιερέα όστις ήξευρε καλώς την τάξιν της Ακολουθίας, ουδεμίαν δε αταξίαν ή χασμωδίαν επέτρεπεν. Αλλ’ εύρον και λογικόν ποίμνιον ευλαβώς ακροαζόμενον της Ακολουθίας, δεν είδον δε παίδας ή γυναίκας ασυστόλως φλυαρούσας εντός του ναού, ούτε είδον επιτρόπους περιποιουμένους τας ευσεβείς κυρίας, και προσφέροντας αυταίς καθίσματα. Δεν υπήρχον εκεί κυρίαι, αλλά γυναίκες, και τούτο είναι μέγα πλεονέκτημα. Μία μόνη κυρία υπήρχεν εκεί εντός του ναού, η Παναγία. Έμεινα ούτως ακροώμενος μέχρι τέλους της ακολουθίας και ασπασθείς τον Εσταυρωμένον, απήλθον να κοιμηθώ εις τον ταπεινόν οίκον του ξενίζοντός με χωρικού φίλου μου. Την επαύριον περί ώραν δεκάτην της πρωΐας, ψαλλομένου του εσπερινού, προυτάθη εν μέσω τω ναώ το κουβούκλιον του Επιταφίου, και οι ευλαβείς χωρικοί εκόμισαν ευώδη άνθη, ρόδα και ία και λιβανωτίδα εν αφθονία προς διακόσμησιν του επιταφίου. Ο και άλλως ευώδης ναός εμυροβόλησε. Δύο δε γηραιαί χωρικαί, καθίσασαι εν τω ναώ μετά το τέλος του εσπερινού υπεψιθύριζον χθαμαλή τη φωνή αλβανικόν μοιρολόγιον του Χριστού, ου δεν ηδυνήθην ν’ αντιληφθώ τας λέξεις. Περί ώραν ογδόην της εσπέρας αντήχησεν ο μικρός κώδων του ταπεινού παρεκκλησίου, και οι χωρικοί συνέδραμον ν’ ακούσωσι την ακολουθίαν του Επιταφίου. Δύο χωρικοί ψάλται έψαλλον με αλβανικήν προφοράν, αλλ’ όχι με πολλάς παραφωνίας το «Σινδόνι καθαρά» και το »Κύματι θαλάσσης». Κατά δε την θ΄ ωδήν, «Μη εποδύρου μου, μήτερ» ο ιερεύς εθυμίασε τον λαόν. Μετά την Καταβασίαν, ο λαός ήναψε τας λαμπάδας, και ο ιερεύς εξελθών πάλιν ήρχισε τα Εγκώμια. Σημειωτέον δε ότι ο ιερεύς, ακριβής τηρητής των Τυπικών, διέταξε πρότερον ν’ αναγνωσθή ο Άμωμος, καλώς παρατηρήσας ότι δύσκολον μεν να στιχολογηθή ούτος άμα ψαλλομένων των Εγκωμίων, διότι, είπε, τα τοιαύτα τυπικώτερα δεν ευδοκιμούσιν εν τοις κοσμικοίς ναοίς, αλλά κατά το Τυπικόν της Μ. Εκκλησίας ο Άμωμος ουχ ήττον αναγινώσκεται, και πρέπει να αναγνωσθή. Και ηκούσθησαν, λοιπόν, εκεί, εν καταλλήλω ησύχω τόπω, όπου οι άνθρωποι δεν ανυπομονούσι πολύ, οι κατανυκτικώτατοι στίχοι του θεσπεσίου Δαυίδ. «Εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι συν αυτοίς έζησάς με. Αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγιά σου, ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. Δια τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον. Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγιά σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» κτλ. κτλ.                                                                             

Εν τη πρώτη στάσει των Εγκωμίων ευρέθησαν επτά ή οκτώ αυτοσχέδιοι ψάλται. Εν τη δευτέρα περιωρίσθησαν εις εξ και εν τη τρίτη ηυξήθησαν αίφνης εις δέκα. Αίτιον τούτου είναι ότι το μεν συντομώτατον «Αι γενεαί πάσαι» ευκόλως άδεται υπό του πλήθους, το δε «Άξιόν εστι μεγαλύνειν σε», έχον είδος τι μουσικής στροφής, δυσκολώτερον τοις φαίνεται. Οι επίκουροι ούτοι ψάλται ήσαν εύρωστοι χωρικοί νεανίαι, και δεν τα έλεγον μεν απταίστως, αλλά δεν τα εδολοφόνουν ασυνειδήτως. Μόνος εις παραφώνως και ατάκτως έψαλλε, και ούτος ήτο διδάκτωρ της νομικής. Μετά την συμπλήρωσιν των Εγκωμίων εψάλησαν αργώς τα Ευλογητάρια, οι Αίνοι και η Δοξολογία, και είτα δύο ρωμαλέοι χωρικοί ήραν το κουβούκλιον του Επιταφίου λαμπρόφωτον και ανθοστόλιστον, και ήρξατο η λιτανεία εντός του χωρίου και πέριξ αυτού. Ο αγαθός ιερεύς, μεθ’ όλον τον καταπνέοντα της Πεντέλης ψυχρόν άνεμον, εξήλθεν ασκεπής του ναού, και τετράκις διέταξε στάσιν και έκαμεν αιτήσεις, ο δε λαός έψαλλε το Κύριε ελέησον. Βραγχνόφωνος ψάλτης, όστις δεν ηξεύρω πως ευρέθη εκεί, έψαλλε «Τον ήλιον κρύψαντα».      

Κατά την εις τον ναόν επάνοδον μετά το «Άρατε πύλας», οι φέροντες τον Επιτάφιον χωρικοί σταθέντες παρά τας παραστάδας της θύρας, ύψωσαν εις το υπέρθυρον του ναού το ιερόν κουβούκλιον, και πάντες οι κάτοικοι του χωρίου, κύψαντες εν ταπεινώσει διήλθον υποκάτω του Επιταφίου, κατά το εν τοις χωρίοις έθιμον. Έληξε δε η ακολουθία την ενδεκάτην ώραν, και πάντες απήλθομεν να κατακλιθώμεν, γλυκείας φέροντες εντυπώσεις. Την πρωΐαν του Μεγάλου Σαββάτου εσήμανεν ο κώδων την λειτουργίαν. Μεταξύ του ιερέως, του φιλοτίμου χωρικού κυρ Γιάννη, και του φιλοξενουμένου υπ’ αυτού, είχε συμφωνηθή, ότι η λειτουργία θα εγίνετο βραδύτερον, κατά την ογδόην ώραν, αλλ’ εναντίον της συμφωνίας έγινε ταχύτερον μάλιστα και της εβδόμης. Επωφελούμενος ο αγαθός χωρικός κυρ Γιάννης το φίλυπνον και οκνηρόν του ξένου του, εσκέφθη να τον αφήση να κοιμηθή μέχρι της ογδόης, και απελθών εις τον ναόν ανέγνω μεν αυτός τας Προφητείας, συνέψαλε δε μετά του ιερέως και το «Ανάστα ο Θεός», και ο ξένος του, έμεινε κοιμώμενος νήδυμον.                     

Η νυκτερινή ακολουθία δια την Ανάστασιν έμελλε να σημάνη ενωρίς, την δεκάτην ώραν, τούτο δε δια να λάβωσιν είδησιν και οι πόρρω κατοικούντες ποιμένες και βοσκοί, να προλάβωσι την Ανάστασιν. Ο Ευλογητός δεν θα ελέγετο αμέσως, αλλά την ενδεκάτην ώραν, η δε πρώτη κρούσις του κώδωνος ήτο απλώς μήνυμα προς τους «τηλού των αγρών οικούντας», βοσκούς και κολλήγους. Αλλ’ ο ευλαβής ιερεύς, όστις, δεν εννόει να παραλίπη εκ του Τυπικού ουδέ κεραίαν, εισελθών μόνος εις τον ναόν από της ογδόης και ημισείας, έμεινεν αναγινώσκων τας Πράξεις των Αποστόλων. Μόλις όμως αντήχησεν η πρώτη του κώδωνος δόνησις και ο φιλόξενος αγρονόμος κυρ-Γιάννης, λαβών την υπερμεγέθη λαμπάδα του, ην είχε παραγγείλει εξ Αθηνών, όλην εκ καθαρού κηρού, λησμονήσας τας εσπερινάς συνθήκας καθ’ ας ο πρώτος κώδων θα ήτο δια τους απωτέρω οικούντας αγροδιαίτους πιστούς, έσπευσε να έλθη εις την εκκλησίαν. Το παράδειγμά του εμιμήθησαν και άλλοι των συγχωρικών και τότε ο αγαθός εφημέριος ηναγκάσθη να βάλη Ευλογητόν  προς της ώρας. Εψάλησαν όμως αργά τα τροπάρια του Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», εψάλησαν τριπλά και τετραπλά και ούτω την δωδεκάτην ώραν του μεσονυκτίου ακριβώς ετελέθη η Ανάστασις».                                                    Αλλ’ όσον και αν φεύγη τις τας Αθήνας και την τύρβην των, όσον αμιγώς και αν επιθυμή να εορτάση τας ημέρας ταύτας, το φάσμα του νεωτέρου πολιτισμού τον ακολουθεί παντού βήμα προς βήμα, τα προϊόντα των νεωτέρων εφευρέσεων τον καταδιώκουσιν, αδύνατον δε να μείνη τις ήσυχος ουδέ στιγμήν. Βεγγαλικά φώτα και άλλα βέβηλα πράγματα εκάησαν προκλητικώς έξω του ναού, ευθύς ως εξήλθομεν να κάμωμεν Ανάστασιν, ο δε ανεκτικώτατος ιερεύς δεν ενόμισε φρόνιμον να τα απαγορεύση. Ο καπνός αυτών συνεφύρθη ανευλαβώς με την ιεράν ευωδίαν του θυμιάματος, ο κρότος των πυραύλων ανεμίγη με τον ήχον του κώδωνος. Τέλος επανήλθομεν εις τον ναόν και ήρξατο ψάλλόμενον το «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί». Οι καλοί χωρικοί μετά μεγίστης  ευλαβείας ηκροώντο τα ιερά άσματα, ο δε αξιόλογος ποιμήν Ν. Σκούφος, προσενεγκών ευσεβώς, ανήρτησεν επί του δεξιού μανουαλίου, ενώπιον της εικόνος του δεσπότου Χριστού, τσαντήλαν νωπού τυρού, άλλο πασχάλιον έθιμον των αγροτών της Ελλάδος. Μεγίστη τάξις και θρησκευτική προσήλωσις επεκράτει καθ’ όλην την ακολουθίαν. Μόνον δύο ή τρεις κύριοι και άλλαι τόσαι κυρίαι ευρίσκοντο απ’ αρχής εν τω ναώ, αλλά μετά την Ανάστασιν απήλθον να κοιμηθώσι, καλώς πράξαντες, διότι το παρεκκλήσιον ήτο στενόχωρον, και αποχωρήσαντες αφήκαν τόπον δια τους λοιπούς. Μεταξύ των άλλων εκκλησιαζομένων διέπρεπεν ο αξιοσέβαστος μπαρμπα-Τσάμης, απόστρατος ενωμοτάρχης της χωροφυλακής, διακριθείς εις την καταδίωξιν της ληστείας, και δυνάμενος να διηγηθή εν είδει εποποιίας όλην την μακράν ιστορίαν των κατορθωμάτων της. Ομοίως ο Νικόλαος, όστις διέπρεψεν εις όλας τας επαναστάσεις της Θεσσαλίας και της Κρήτης, και ηξεύρει εκ στήθους όλην την ιστορίαν τούτων, και ο Αντώνης, ο επιλεγόμενος βουλγαρομάστιξ, όστις είναι ιστορία μόνος του. Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο η λειτουργία μέχρι της 2ας ώρας προς όρθρον. Ότε ελάβομεν το αντίδωρον και εξηρχόμεθα εκ του ναού, άλλο γνήσιον ελληνικόν έθιμον εφείλκυσε την προσοχήν μου περί την θύραν της εκκλησίας. Εις των χωρικών όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχομένους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον. Τότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθεν οίκαδε. Το κατ’ εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωρίου και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων  με ανοικτήν καρδίαν. Εις εξ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζη και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του ηλίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηρίων, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος. Μεταβαίνων εις τον σταθμόν, μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου, συνήντησα δύο ή τρεις ομίλους εορταζόντων, και οι οβελοί των αμνών περιεστρέφοντο ήδη επί του πυρός. Αλλά μοι έκαμαν εντύπωσιν δύο ωραίοι νέοι Λιδωρικιώται, οίτινες έψηνον το αρνίον κατά τον τελειότερον εκ των γνωστών και παραδεδεγμένων τρόπων. Οι πρόσθιοι πόδες του αμνού δεν εφαίνοντο, χωμένοι εντός της σαρκός, το έντερον περιέβαλλεν επτάκις ή οκτάκις ως ζώνη έξωθεντον αμνόν, οι νεφροί, χωρίς ν’ αποσπασθώσιν εκ των σπλάγχνων, ευρίσκοντο εκατέρωθεν προσκεκολλημένοι έξωθεν, ομοίως και τα δίδυμα, μετά των ριζών τανυσμένων, ευρίσκοντο επί του ισχίου. Την πυράν δεν είχον ανάψει με κλήματα, αλλά με κορμόν αγρίου δένδρου. Μοι είπον, ότι τα κλήματα είναι ο ευκολώτερος τρόπος, αλλά»δια τους ατζαμήδες». Τους ηρώτησα αν αληθεύη, ότι οι παλαιοί κλέπται ήξευρον μίαν άλλην τέχνην, να ψήνωσι το αρνίον χωρίς να φαίνεται ουδαμόθεν καπνός. Μοι απήντησαν μειδιώντες, ότι τούτο δεν αληθεύει, ή τουλάχιστον δεν εφαρμόζεται σήμερον, διότι δεν είναι ανάγκη, υποθέτω, αλλά το μόνον σωστόν είναι, ότι έσκαπτον λάκκον, έθετον εντός το αρνίον «μες στο ίδιο το αρνιακό», το έχωνον, ήναπτον πυρ άνωθεν «όσο να τυφλοκαίγη» και ούτω το αρνίον αντί να ψηθή έβραζεν, ήρκει να μη εισήρχετο αήρ μηδαμόθεν. Τους ευχαρίστησα δια τας πληροφορίας ταύτας, ως και δια το σπληνάντερον και την πλόσκαν, δι’ ων μ’ ετίμησαν, εσύριξεν η ατμάμαξα, έφθασεν το τραίνον και επεβιβάσθην δια το Άστυ.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου