Τη Κ΄ (20η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΡΤΕΜΙΟΥ.

Αρτέμιος, ο μέγας και ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, ήτο κατά τας ημέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, παρά του οποίου κατεστάθη δουξ και αυγουστάλιος ήτοι μοκρός Αύγουστος (ηγεμών) της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου εν έτει τλ΄ (330), ετιμάτο δε μεγάλως και από τους υιούς και διαδόχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτός όμως απηρνήθη πάσαν απόλαυσιν και υπέμεινε δια τον Χριστόν διάφορα κολαστήρια, και τώρα αγάλλεται μετ’ αυτού αιώνια. Ακούσατε όμως απ’ αρχής το Μαρτύριον αυτού, δια να λάβητε μεγάλην ωφέλειαν.

Μετά την τελευτήν του Αγίου Κωνσταντίνου διεμοίρασαν την βασιλείαν οι τρεις αυτού υιοί. Ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος υιός, έλαβε τας άνω Γαλλίας και τας νήσους της Βρεττανίας, έως του Εσπερίου Ωκεανού. Ο δε Κώνστας, ο τρίτος υιός, έλαβε την Ρώμην και όλην την Ιταλίαν, και ο Κωνστάντιος, ο δευτερότοκος, την Ανατολήν από του Ιλλυρικού έως της Προποντίδος, την Ασίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην, την Μεσοποταμίαν, την Αίγυπτον και τας νήσους όλας. Ούτος λοιπόν ο Κωνστάντιος, επιστρέφων εκ πολέμου και στρατοπεδεύσας εις Ανδριανούπολιν, έμαθεν ότι τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Λουκά ήσαν τεθαμμένα, του μεν Πρωτοκλήτου εις τας Πάτρας, του δε Ευαγγελιστού Λουκά εις τας Θήβας της Βοιωτίας, και γινώσκων την μεγάλην ευλάβειαν, την οποίαν είχεν εις τα θεία ο μέγας Αρτέμιος, τον προσεκάλεσε μίαν ημέραν, και ασπασάμενος αυτόν, είπε· «Χαίροις, ανδρών απάντων θεοφιλέστατε». Αντεχαιρέτησε δε τον βασιλέα ο Άγιος Αρτέμιος ειπών· «Χαίροις και συ, βασιλεύ ευσεβέστατε». Λέγει ο βασιλεύς· «Την ώραν ταύτην, ω φίλε μου άριστε, μου ανήγγειλεν ο Επίσκοπος της Αχαϊας, ότι εις την Πελοπόννησον ευρίσκονται τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Λουκά και Ανδρέου, και σε παρακαλώ να υπάγης τάχιστα, να τα φέρης εις το Βυζάντιον». Ταύτα ακούσας ο μέγας Αρτέμιος εχάρη και ευθύς απελθών εις Πελοπόννησον έλαβε με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν τα ιερά λείψανα, και φέρων αυτά εις την Κωνσταντινούπολιν, τα έβαλον εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, την οικοδομήν του οποίου είχεν αρχίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος και ετελείωσεν ο υιός του Κωνστάντιος. Τοιούτος λοιπόν ήτο και προ των αγώνων του Μαρτυρίου ο θαυμαστός Αρτέμιος, εις όλους αιδέσιμος, όχι μόνον εις τον κοινόν λαόν, αλλά και εις αυτόν τον βασιλέα, διότι, ως ανωτέρω είπομεν, ήτο ηγεμών και αυγουστάλιος της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου κεχειροτονημένος από τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος απήλθεν εις την Αντιόχειαν να πολεμήση κατά των Περσών, εκεί όμως ευρισκόμενος έφεραν εις αυτόν γράμματα, ότι ο Ιουλιανός, τον οποίον αυτός είχε χειροτονήσει Καίσαρα εις την Γαλλίαν, έβαλε βασιλικόν διάδημα και αυθαιρέτως και τυραννικώς ανηγορεύθη βασιλεύς. Ταύτα μαθών ο Κωνστάντιος εταράχθη, φοβούμενος μήπως ο Ιουλιανός, όταν εδραιωθή, επέλθη και κατά του Βυζαντίου· όθεν ευθύς εκίνησε να υπάγη αυτός εκεί το ταχύτερον. Όταν δε έφθασεν εις την Κιλικίαν ησθένησε, και προσκαλεσάμενος Ευζώϊον τον Αντιοχείας Επίσκοπον και βαπτισθείς υπ’ αυτού, ετελεύτησεν ων ετών τεσσαράκοντα. Ο δε στρατός βαλών το λείψανον αυτού εις λάρνακα δι’ αμάξης το μετέφερον εις το Βυζάντιον, ακολουθούντων των αρχόντων μετά δακρύων. Όταν έφεραν το λείψανον του Κωνσταντίου εις το Βυζάντιον, ευρέθη εκεί κατά την ώραν εκείνην και ο Ιουλιανός, όστις, ως έμαθε τον θάνατον του Κωνσταντίου, έδραμε χαίρων να λάβη την εξουσίαν. Ηκολούθει λοιπόν και αυτός εις το λείψανον, όταν επήγαν να το ενταφιάσωσι, και δεν εφόρει εις την κεφαλήν του διάδημα, μόνον αφού τον έθαψαν το έβαλε και έγινε βασιλεύς εν έτει τξα΄ (361). Τότε έστειλεν ευθύς επιστολάς εις όλην την επικράτειαν αυτού, προστάζων να ανοικοδομήσωσι τους ναούς των ειδώλων, τους οποίους είχε κατεδαφίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, τας δε Εκκλησίας των Χριστιανών να αφανίσωσιν εκ θεμελίων, όσα δε εισοδήματα και χαρίσματα έδωκεν εις τας Εκκλησίας ο Άγιος Κωνσταντίνος, τα αφήρεσεν αυτός ο αλιτήριος και τα αφιέρωσεν εις τους μιαρούς βωμούς των ειδώλων, καταστήσας ζακόρους και νεωκόρους, ράντας και θύτας, κατά την τάξιν των ασεβών ειδωλολατρών. Και ταύτα μεν έπραξεν εις την Κωνσταντινούπολιν· έπειτα πνέων μέγαν θυμόν κατά των Χριστιανών απήλθε τάχιστα εις την Αντιόχειαν, διψών να χύση αίματα Αγίων. Εις Αντιόχειαν ευρισκομένου του Ιουλιανού έφεραν ενώπιόν του πρότερον πάντων δύο Ιερείς, Ευγένιον και Μακάριον καλουμένους, τους οποίους ηρώτησε να είπωσι τι άνθρωποι ήσαν. Οι δε απεκρίθησαν· «Της ποίμνης του Βασιλέως Χριστού είμεθα αγελάρχαι». Λέγει προς αυτούς ο Ιουλιανός· «Που είναι αυτή η ποίμνη του Χριστού»; Λέγει ο Ευγένιος· «Όλη η οικουμένη, όσοι άνθρωποι ευρίσκονται υπό τον ήλιον». Λέγει ο βασιλεύς· «Τότε ποίους ορίζομεν ημείς; Ποίοι υποτάσσονται εις ημάς, εάν ο Χριστός έχη ποίμνην όλην την υφήλιον, δυστυχή και ταλαίπωρε»; Ο δε Μάρτυς είπεν· «Αυτής της ποίμνης είσαι επιστάτης, της οποίας και ημείς αγελάρχαι τυγχάνομεν, διότι δια μέσου αυτού του Χριστού οι βασιλείς κυριεύουσιν. Αυτός έδωκε και εις σε το βασίλειον σήμερον, και αύριον σου το αφαιρεί, διότι εφάνης προς τον ευεργέτην αχάριστος, επειδή η εξουσία σου είναι προσωρινή και εφήμερος, εν ω Εκείνου η Βασιλεία είναι προαιώνιος και ατελεύτητος». Και ο Παραβάτης απήντησεν· «Ανόσιε και της των θεών ευμενείας αλλότριε, εφ’ όσον ο Χριστός σου είναι χθεσινός και εφήμερος, γεννηθείς εις τους χρόνους του Αυγούστου Καίσαρος, πως συ τον αναγορεύεις σήμερον αιώνιον»; Λέγει ο Μάρτυς· «Ναι, κατά μεν το ανθρώπινον ούτως έχει, κατά δε την θείαν αυτού και προαιώνιον γέννησιν είναι άχρονος και αιώνιος». Ο δε Παραβάτης, νομίζων ότι ήτο ο Μάρτυς αγροίκος και απαίδευτος, είπε προς αυτόν δια χλευασμόν· «Λοιπόν δύο φοράς εγεννήθη ο Χριστός σου, ταλαίπωρε; Επειδή εις αυτό καυχάσαι, είναι και τινές σοφώτατοι άνδρες των Ελλήνων, οίτινες εγεννήθησαν όχι μόνον δύο, αλλά και τρεις φοράς· και πρώτον ο Ερμής, καθώς τα θαυμάσια αυτών βιβλία διαλαμβάνουσιν· όθεν και τρισμέγιστος ονομάζεται, ομοίως και ο Πυθαγόρας και άλλοι τινές». Ο δε Μάρτυς γελάσας ολίγον εις τα φλυαρήματα του μωρού βασιλέως, είπε προς αυτόν με πολλήν αυστηρότητα και γενναιότητα· «Εξ αρχής έπρεπε να μη σου αποκριθώ τελείως, Παραβάτα, διότι δεν είσαι άξιος απολογίας τινός, αλλά δια τον όχλον όστις παραστέκεται, ωμίλησα ολίγα τινά, και θέλω είπει και έτερα, δια να ωφελήσω αυτούς προς στερέωσιν της αληθούς ημών Πίστεως». Ταύτα λέγων ο Μάρτυς εκήρυξε λαμπρά τη φωνή όλην την σωτήριον οικονομίαν του Δεσπότου Χριστού, των δε μιαρών θεών την αδυναμίαν και αθλιότητα μυκτηρίζων επί ώραν πολλήν ως επιστήμων και σοφός διετραγώδησεν. Ο δε βασιλεύς εκέλευσε να του δώσωσι πεντακοσίους ραβδισμούς· ετέλεσαν δε οι υπηρέται το προστασσόμενον, δέροντες ανηλεώς και απανθρώπως τον Μάρτυρα, όστις ενεκαρτέρει εις τους ραβδισμούς σιωπών και μηδέν φθεγγόμενος. Ο δε Παραβάτης βλέπων τον Άγιον Μακάριον είπε προς αυτόν· «Και συ, δυστυχές ανθρωπάριον, τι λέγεις περί σεαυτού»; Ο δε απεκρίνατο· «Συ είσαι δυστυχής αληθέστατα, και πάντων ανθρώπων αθλιώτερος. Εγώ δε, καθώς έχω την επωνυμίαν, ούτως είμαι και όντως Μακάριος, ότι τον Χριστόν προσκυνώ και σέβομαι· συ δε, επειδή αυτόν τον αληθή Θεόν απηρνήθης, προσκολληθείς εις τους δαίμονας, αυτοί θέλουσι σε λάβει μεθ’ εαυτών εις το πυρ το αιώνιον». Ούτω λοιπόν ήλεγξε και αυτός ο Μακάριος τον τρισάθλιον βασιλέα, όστις προσέταξε να δείρωσι και αυτόν ως και τον Ευγένιον. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, τότε και ο ευσεβής Αρτέμιος έφθασεν εις τον βασιλέα μετά της προσηκούσης εις αυτόν τιμής και δορυφορίας, διότι ο Ιουλιανός του έστειλε πρότερον γράμματα, να έλθη εκεί εις την Αντιόχειαν από την Αίγυπτον, ένθα ευρίσκετο, να τον συναντήση με όλον το στράτευμα. Βλέπων λοιπόν τους Αγίους μαστιγουμένους τοσούτον ασπλάγχνως ο Αρτέμιος εσυμπόνεσεν εν τη ψυχή του, και κρίνων εν τη διανοία αυτού, ότι εάν σιωπήση, θέλει φανή της ειδωλολατρίας συγκοινωνός και συνήγορος, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα και χωρίς να δώση καμμίαν γνωριμίαν δια την τάξιν αυτού ωμολόγησε την ευσέβειαν και ήλεγξε τον βασιλέα λέγων· «Διατί, βασιλεύ, αναγκάζεις Αγίους ανθρώπους να αρνηθώσι την πίστιν αυτών, και δέρεις αυτούς τοσούτον άσπλαγχνα; Άνθρωπος είσαι και συ ομοιοπαθής, της αυτής φύσεως κοινωνός· αν και βασιλεύς είσαι, από τον Θεόν έλαβες αυτήν την αξίαν. Αλλ’ όμως θαρρώ ότι δεν σε εποίησεν ο Θεός βασιλέα, αλλ’ ο πονηρός διάβολος, ο οποίος σε εζήτησεν από τον Θεόν, ως τον Ιώβ πρότερον, και σε ανέδειξε βασιλέα δια να σπείρη ζιζάνια και να καταπνίξη τον σίτον του Χριστού. Αλλ’ εις μάτην κοπιά ο άθλιος, διότι δεν έχει πλέον ουδεμίαν δύναμιν, επειδή αφότου υψώθη εις τον Σταυρόν ο Χριστός, έπεσε των δαιμόνων η έπαρσις. Μη απατάσαι λοιπόν, ω βασιλεύ, και μη επιχειρείς διώξεις κατά των Χριστιανών, διότι η δύναμις του Χριστού είναι αήττητος». Αυτά και έτερα πλείονα είπεν ο Άγιος προς τον βασιλέα, περιγελάσας τον Απόλλωνα και τους λοιπούς θεούς· διο εξεπλάγη ο Ιουλιανός, θαυμάζων την τοσαύτην παρρησίαν και μετά θυμού ηρώτησε, λέγων· «Τις και πόθεν είναι ούτος ο αλιτήριος»; Ούτως είπεν, επειδή δεν τον εγνώριζε προσωπικώς ούτε τον είχεν ίδει πρότερον, διότι, όταν ο Άγιος έγινεν αυγουστάλιος, έλειπεν ο Ιουλιανός εις τας Γαλλίας, αλλ’ ούτε και ο Αρτέμιος εφανέρωσε πρότερον την αξίαν του και το όνομά του. Οι δε στρατιώται απεκρίθησαν, ότι ήτο ο Αρτέμιος. Τότε είπεν ο βασιλεύς· «Ούτος είναι ο Αρτέμιος, όστις εθανάτωσε τον αδελφόν μου; Ευχαριστώ σας, θεοί αθάνατοι, διότι μου εφανερώσατε, ως αυτεπάγγελτοι βοηθοί μου, αυτόν τον αλάστορα». Ταύτα είπεν ο Ιουλιανός, διότι είχεν αδελφόν, Γάλλον ονόματι, τον οποίον μετωνόμασεν ο βασιλεύς Κωνστάντιος Κωνστάντιον και τον εψήφισε Καίσαρα εις την Ανατολήν. Μετά ταύτα όμως, επειδή εφάνη εναντίος του βασιλέως, εφονεύθη τη προστάξει αυτού. Τότε λοιπόν λέγει προς τους στρατιώτας· «Εκβάλετε την ζώνην, την οποίαν φορεί ο ανάξιος, και αύριον θέλω ποιήσει του αδελφού μου φοβεράν εκδίκησιν και θέλω δώσει εις αυτόν μυρίους θανάτους, επειδή δεν εφόνευσε κοινόν άνθρωπον, αλλά βασιλέα, όστις δεν τον ηδίκησεν εις τίποτε». Ευθύς λοιπόν ήρπασαν τον Άγιον οι δορυφόροι, και γυμνώσαντες αυτόν, τον παρέδωκαν εις τας χείρας των δημίων, οίτινες έδεσαν τας χείρας και τους πόδας αυτού και τανύσαντες εις τέσσαρα, τον έδερον με βούνευρα εις την κοιλίαν και εις την ράχιν τοσούτον, έως ου απηύδησαν και αντικατεστάθησαν τετράκις εκείνοι οίτινες έδερον. Αλλ’ είχε τοσαύτην υπομονήν ο τρισμακάριος, ώστε ούτε στεναγμόν, ούτε φωνήν ή απλούν λόγον ελάλησεν, αλλ’ εφαίνετο εις την όψιν άτρεπτός τε και αναλλοίωτος. Η δε γη εκοκκίνισεν από το πλήθος του αίματος, ώστε όχι μόνον όλοι οι περιεστώτες, αλλά και αυτός ο Παραβάτης εθαύμασε και προσέταξε να οδηγήσωσι και τους τρεις, ήτοι τον Αρτέμιον, τον Ευγένιον και τον Μακάριον εις την φυλακήν, ούτοι δε οδηγούμενοι έψαλλον· «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον…» (Ψαλμ. ξε: 10) και τα λοιπά του ψαλμού. «Υπολείπεται, όθεν, έλεγον, το να διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, όπως εις αναψυχήν εξαγάγης ημάς». Πληρωθείσης δε της ευχής, είπεν ο Άγιος προς εαυτόν· «Αρτέμιε, ιδού τα στίγματα του Χριστού εχαράχθησαν εις το σώμα σου· εις σε πρέπει λοιπόν δι’ αυτόν να δώσης και την ψυχήν σου εις θάνατον». Έπειτα έλεγε· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, διότι με ηκίωσας να βασανισθώ δι’ αγάπην σου και με συνηρίθμησας με τον χορόν των Αγίων σου· αλλά, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τελείωσόν μου τον δρόμον εις την ομολογίαν σου, και μη με κρίνης ανάξιον τούτου του εγχειρήματος, ότι εις τους οικτιρμούς σου κατέφυγον». Ενώ ταύτα προς εαυτόν προσευχόμενος διελογίζετο, έφθασαν εις την φυλακήν και παρέδωκαν αυτούς να τους φυλάττη ο δεσμοφύλαξ, και ούτως έμειναν, δοξάζοντες τον Θεόν. Πρωϊας δε γενομένης, εξώρισεν ο βασιλεύς τους δύο Αγίους εις τόπον τινά της Αραβίας, όστις ήτο νοσηρός και θανατηφόρος, όσοι δε επέμφθησαν εκεί δεν έζησαν ολόκληρον έτος, αλλά βασανιζόμενοι από χαλεπάς ασθενείας απέθανον το ταχύτερον. Εκεί λοιπόν εξορίσας ο τύραννος τους Αγίους Ευγένιον και Μακάριον, εκέλευσε να κόψωσι τας κεφαλάς των, και ούτω μετά τεσσαράκοντα ημέρας τη εικοστή Δεκεμβρίου ευελειώθησαν, και έγινε θαύμα άξιον μνείας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον τους εθανάτωσαν, διότι ούτος ήτο πρότερον άνυδρος, και την ώραν εκείνην ανέβλυσε βρύσις, της οποίας το ύδωρ θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, ευρίσκεται δε αύτη έως την σήμερον, την των Αγίων επωνυμίαν φυλάττουσα. Ο δε βασιλεύς, καλέσας τον θείον Αρτέμιον, είπε προς αυτόν· «Η προπέτειά σου με ηνάγκασεν ακουσίως μου να ατιμάσω το γένος σου και να εξυβρίσω την ευγένειάν σου· αλλ’ εάν πεισθής εις εμέ και θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς, όχι μόνον θέλω σε απαλλάξει της ευθύνης της του αδελφού μου σφαγής, αλλά και αξίαν μείζονα θέλεις λάβει. Θα σε καταστήσω έπαρχον των Πραιτωριανών και αρχιερέα των μεγάλων θεών, θέλω δε σε ονομάσει αντιβασιλέα, ίνα απολαύσης μετ’ εμού πάσαν ευημερίαν όλον τον καιρόν της ζωής σου, και μη νομίσης, ότι παρεφρόνησαν οι αρχηγοί των Ρωμαίων και οι Έλληνες να προσκυνώσι τους θεούς· μάλιστα οι εγγράμματοι και φρονιμώτεροι εξ αυτών, εξ ευγνωμοσύνης και αναγνωρίσεως της αξίας των θεών, ως βλέποντες ότι ο μεν ήλιος εις τον ουρανόν περιπατεί και φωτίζει τον κόσμον ολόκληρον, ίνα εργάζωνται οι άνθρωποι, η δε σελήνη ίνα λαμπαδουχή την νύκτα και ίνα βαδίζωσιν οι οδοιπόροι, ούτοι πάντες σέβονται τους θεούς αυτούς ευλόγως και πρεπόντως και έχουσιν εις αυτούς τας ελπίδας των· και τον μεν ήλιον ωνόμασαν Απόλλωνα, την δε σελήνην Άρτεμιν, και από τους πλανήτας, οίτινες έστησαν εις τας επτά ζώνας του ουρανού, τον ένα ωνόμασαν Κρόνον, τον άλλον Δία, τον άλλον Ερμήν, τον έτερον Άρην και τον ύστερον Αφροδίτην, διότι αυτοί κυβερνώσι τον κόσμον με την δύναμίν των. Δια τούτο έστησαν εις αυτούς είδωλα οι άνθρωποι και τιμώσιν αυτούς, δεν τιμώσι τα είδωλά των ως θεούς, άπαγε! Διότι τούτο είναι αγνωσία μεγάλη αλλά η τιμή την οποίαν δίδουσι και απονέμουσιν εις τα είδωλα αυτών, διαβαίνει προς το πρωτότυπον. Λοιπόν παρακινώ και την γενναιότητά σου να συγκοινωνήσης εις την θρησκείαν μας, και να ελληνίζης ορθώς, φυλάττων τα έθη και τας συνηθείας των αρχαίων απαρασάλευτα, διότι ο Κωνσταντίνος, ως άνθρωπος αμαθής και ανόητος, εξηπατήθη, ήλλαξε την θρησκείαν του και εξέκλινεν εις τον Χριστιανισμόν, αισχυνόμενος δια τας ανοσίους αυτού πράξεις, αλλά και οι θεοί τον εδίωξαν μακράν από την θρησκείαν των, μισήσαντες αυτόν ως πονηρόν και εναγή, επειδή απέκτεινε τους αδελφούς του, την γυναίκα του Φαύσταν και τον υιόν αυτού Κρίσπον, χωρίς να πταίσωσι τίποτε. Δια τούτο, θαυμασιώτατε των ανδρών, θεωρών το ευσταθές και συνετόν της διανοίας σου, έχω πόθον να σε καταστήσω συγκοινωνόν και φίλον μου. Ελθέ λοιπόν εις την πάτριον και αρχαιοτάτην και πολυχρόνιον των Ρωμαίων θρησκείαν, και συναπόλαυσον τα αγαθά, άτινα οι θεοί μάς εχάρισαν». Ακούσας ταύτα ο Άγιος απεκρίνατο· «Όσον δια την πίστιν μου, ω βασιλεύ, δεν σου δίδω απολογίαν τινά, καίτοι έχω πολλάς αποδείξεις δι’ αυτήν· δια δε τον θάνατον του αδελφού σου αποκρίνομαι, ότι ουδέποτε ηδίκησα αυτόν ή έβλαψα την ζωήν του, ούτε δι’ έργου, ούτε δια λόγου, ούτε κατά διάνοιαν· εάν δε εξετάσης περί τούτου και μυρίας φοράς, θέλεις εύρει ότι ούτως έχει η αλήθεια· διότι τον εγίνωσκον ως Χριστιανόν θεοφιλή και δίκαιον και εις τον νόμον του Χριστού σπουδαίον και πρόθυμον. Μάρτυράς μου είναι ο ουρανός και η γη, ο χορός όλος των Αγγέλων και ο Δεσπότης Χριστός, ο Υιός του Θεού, τον οποίον εγώ λατρεύω, ότι δεν έπταισα τίποτε εις τον θάνατόν του, ούτε ουδαμώς συνεκοινώνησα με τους ανοσίους εκείνους, οίτινες τον εφόνευσαν, διότι εγώ δεν ήμην τότε με τον Κωνστάντιον, αλλά κατώκουν έως τον παρόντα χρόνον εις την Αίγυπτον. Ταύτην την απολογίαν σοι δίδω δια τον αδελφόν σου. Όσον δε δια να αρνηθώ τον Χριστόν και να γίνω ειδωλολάτρης, σοι δίδω απόκρισιν ομοίαν με εκείνην την οποίαν  είπον οι τρεις Παίδες προς τον Ναβουδοχονόσορα· γίνωσκε, βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω τους θεούς σου, ούτε την χρυσήν εικόνα του ηγαπημένου σου Απόλλωνος θέλω προσκυνήσει ποτέ. Δια δε τον μακάριον Κωνσταντίνον, τον υπέρτερον πάντων των βασιλέων, τον οποίον κατέκρινες, ονομάζων αυτόν μανιώδη και φονέα, ταύτα εις σε δι’ αυτόν αποκρίνομαι· ότι μάλιστα ο πατήρ σου Κωνστάντιος και οι αδελφοί του αδίκως εθανάτωσαν αυτόν δια δηλητηρίων, χωρίς να πταίση εις αυτούς τίποτε· εκείνος δε την γυναίκα του Φαύσταν δικαίως και πρεπόντως εθανάτωσεν, επειδή αυτή, μιμουμένη την αρχαίαν Φαίδραν, διέβαλε τον υιόν αυτού Κρίσπον, ότι βιαίως την εδυνάστευσε και έλαβε την τιμήν της. Πιστεύσας λοιπόν τα λόγια της, ως πατήρ επαίδευσε τον υιόν του, ύστερον δε, ότε εγνώρισεν αυτήν ψευσαμένην, ως δίκαιος κριτής την απέκτεινεν. Επίστευσε δε εις τον Χριστόν, διότι εκείνος ουρανόθεν τον προσεκάλεσεν, όταν είχε την μάχην με τον Μαξέντιον, και εφάνη εις αυτόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού εν ώρα μεσημβρίας, εξαστράπτον υπέρ τον ήλιον, δια γραμμάτων εξ αστέρων, άτινα εσήμαινον την εν πολέμω νίκην, το οποίον σημείον είδομεν και ημείς, και τα γράμματα ανεγνώσαμεν, ουχί μόνον εγώ, αλλά και πολλοί εκ των στρατιωτών σου· αλλά τι θέλω να διηγώμαι τοιαύτα, τα οποία συ γινώσκεις κάλλιον από εμέ; Περί δε του Χριστού και ότι προ της ελεύσεως αυτού προκατήγγειλαν αυτόν οι Προφήται έχομεν πολλάς μαρτυρίας όχι μόνον από τας ιδικάς μας βίβλους, αλλά και από τας χρησμωδίας και προφητείας των θεών, τους οποίους σέβεσθε σεις και από τα γράμματα των Σιβυλλών, ως και από τα Βουκολικά του Ρωμαίου Βιργιλίου, τα οποία ικανώς και φανερά λέγουσι δια τον Χριστόν. Εάν δε θέλης να μη προσποιείσαι τον κωφόν, και αυτός ο μαντικός Απόλλων, τον οποίον σέβεσθε, θαυμαζόμενος είπε περί Χριστού τα λόγια ταύτα, ερωτηθείς από τινα θεράποντα του ναού· «Μη ώφελες πήμα τον τε και ύστατον εξερέσθαι, δήμορ εμών προπόλων, περί θεσπεσίοιο θεοίο, και πνοής της παν πέριξ βοτρυδόν εχούσης, τείρεα, φως, ποταμούς, και τάρταρον, ηέρα, και ύδωρ και πυρ. Η με ουκ εθέλοντα δόμων των ώδε διώκει. Η εμή τριπόδων έτι λείπετο ηριγένεια. Αι αίμε τρίποδες στοναχήσατε, οίχετ’ Απόλλων, οίχετ’ επεί βροτός με βιάζεται ουράνιος. Και ο παθών Θεός εστι, και ου θεότης πάθεν αυτή». Ήτοι, «ω των υπηρετών μου ταλαίπωρε, είθε να μη ήθελες με ερωτήσει το ολοϋστερον και τελευταίον, δια τον θαυμάσιον Θεόν, και δια την αναπνοήν, η οποία έχει συνηγμένα ολόγυρά της όλα τα άστρα, το φως, τους ποταμούς, τον άδην, τον αέρα, το ύδωρ, και το πυρ, η οποία και μετά βίας με διώκει απ’ εδώ από τον οίκον μου· ακόμη έλειψεν από τους τρίποδας και ο αυγερινός, αλλοίμονον! Ω τρίποδες θρηνήσατε και σεις, επήγεν ο Απόλλων εις την απώλειαν· επειδή άνθρωπος με αναγκάζει, άνθρωπος ουράνιος· και εκείνος όπου έπαθεν ήτο Θεός, η θεότης δε αυτή δεν έπαθεν». Ακούσας ταύτα ο Παραβάτης είπε· «Νομίζω, Αρτέμιε, ότι δεν ήσο στρατηγός εις την Αίγυπτον, αλλά χρησμολόγος, ή μάλλον ειπείν κωμολόγος ή μώμος να διηγήσαι μύθους παλαιούς και λογίδρια, τα οποία λέγουν αι γραίαι, όταν μεθύσωσι». Λέγει ο Άγιος· «Δεν εννόησας καλά, ω βασιλεύς, αξίως της αρετής και σοφίας σου, ότι από τους θεούς σας και τα ποθητά σας μαθήματα σοι δίδω τας αποδείξεις δια να μάθης εξ εκείνων, τα οποία γνωρίζεις, το της αληθείας μυστήριον, και μη θαρρής πως καλλωπίζομαι με των Ελλήνων τα ρήματα· μη γένοιτο, να λιπάνη έλαιον αμαρτωλού την κεφαλήν μου· αλλά φροντίζων δια την ψυχήν σου, κινώ πάντα λίθον, μήπως και πεισθής· αλλά νομίζω ότι καθώς ετύφλωσε τον Πρωτόπλαστον Αδάμ ο διάβολος με την βρώσιν του φυτού, ούτω απεγύμνωσε και σε της του Χριστού πίστεως, φθονών την σωτηρίαν σου. Διότι τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας ονομάζεις θεούς αισχύνομαι την αμάθειάν σου, δια να μη είπω την κακοβουλίαν. Ποία όμως η ανάγκη να μακρηγορώ; Δεν αρνούμαι τον Χριστόν, μη γένοιτο! Δεν ασπάζομαι την μιαράν των Ελλήνων ασέβειαν· αλλά εις εκείνα, τα οποία εδιδάχθην, επιμένω έως τέλους, φυλάττων τας παραδόσεις των Πατέρων». Προς ταύτα ο Παραβάτης έμεινεν άφωνος απορών και θαυμάζων το πολυμαθές του Μάρτυρος, και προς απόκρισιν ετοιμότατον. Προς τον οποίον πάλιν είπεν ο Άγιος· «Άφες, ω βασιλεύ, την παράλογον και ψευδή των Ελλήνων θρησκείαν, και πρόσελθε εις τον Χριστόν, όστις είναι μακρόθυμος και δέχεταί σε μετανοούντα». Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή ηπείθησας εις τους λόγους μου, κακή κεφαλή, και ετόλμησας να προτρέψης και εμέ όπως γίνω Χριστιανός θα σε ανταμείψω και εγώ πρεπόντως». Ταύτα ειπών ο Ιουλιανός προσέταξε να γυμνώσωσι τον Άγιον και να πυρώσωσι σούβλας σιδηράς, με τας οποίας να τρυπήσωσι τας πλευράς του, να κατακεντήσωσι την ράχιν του με τριβόλους οξείς, και να τον σύρωσιν υπτίως δια να καταξεσχίσωσι τας σάρκας του. Βασανιζόμενος λοιπόν ο Μάρτυς επί ώρας πολλάς, είχε την αυτήν καρτερίαν, ως και πρότερον, και ούτε φωνή, ούτε στεναγμός εξήλθεν από το στόμα του· όθεν ηγέρθη από τον θρόνον ο τύραννος περίλυπος, ως νενικημένος, προστάσσων να φυλακίσωσι τον Άγιον και να μη δώσωσιν εις αυτόν άρτον ή ύδωρ, ούτε άλλο τι βρώσιμον. Ευχόμενος δε εις την φυλακήν ο Άγιος, εν μέσω της νυκτός, βλέπει τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα εις αυτόν· «Καθώς συ με ωμολόγησας ενώπιον των ανθρώπων επί της γης, θέλω σε ομολογήσει και εγώ εις τους ουρανούς ενώπιον του Πατρός μου· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εδώ θα είμαι αντιλήπτωρ και βοηθός σου». Ταύτα ακούσας από τον Χριστόν ο Μάρτυς έλαβε θάρρος και δύναμιν, και ευθύς ευρέθη όλως υγιής και τεθεραπευμένος, μη έχων ποσώς εις την αγίαν αυτού σάρκα σημείον πληγής ούτε ίχνος μώλωπος· όθεν όλην την νύκτα ανέπεμπε δοξολογίας εις τον Θεόν και χάριτας. Διέμεινε δε ημέρας δεκαπέντε εις την φυλακήν άσιτος, μη τρώγων εξ ανθρώπων τίποτε, αλλά μόνον με άρτον Αγγέλων τρεφόμενος, ήτοι με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε Ιουλιανός επήγεν εις την Δάφνην δια να προσφέρη θυσίαν προς τον ηγαπημένον αυτού Απόλλωνα· αυτή δε η Δάφνη ήτο προάστιον από τα υψηλότερα της Αντιοχείας, τόπος ωραιότατος, με βρύσεις και δένδρα πολλά και διάφορα, μάλιστα δε κυπαρίσσια μεγάλα και θαυμάσια. Είχεν επίσης οικοδομάς και λουτρά λαμπρά και πλούσια, και άλλα ωραία οικοδομήματα. Εις τούτον τον περικαλλή τόπον είναι ναοί και είδωλα των δαιμόνων, και εξόχως του Απόλλωνος, τον οποίον εξ αρχής ετίμων και εσέβοντο περισσότερον και δια τούτο είχον και το άγαλμά του κατεσκευασμένον με τέχνην λεπτήν και εξαίρετον και περιπεπλεγμένον με δάφνην χρυσήν, είχε δε τοσούτον κάλλος ώστε πάντες εθαύμαζον. Ωνόμαζον δε το άγαλμα αυτό Δαφναίον Απόλλωνα, επειδή, ως είπομεν, ο τόπος εκείνος ωνομάζετο Δάφνη. Ούτω δε εκαλείτο ο τόπος επειδή, καθώς εμυθολόγουν οι Έλληνες, συνέβη εκεί το πάθος της παρθένου Δάφνης. Εκράτει δε ο Απόλλων την μουσικήν κιθάραν εις χείρας του, εις δε την κεφαλήν έφερε στέφανον εκ δάφνης ηνθισμένης, ήτις ομού με τους πλοκάμους της κεφαλής του ήσαν κατεσκευασμένα εκ χρυσίου και εξήστραπτον εις τους οφθαλμούς των ορώντων. Εις τον τόπον πάλιν των οφθαλμών του είχον δύο μεγάλους και πολυτίμους λίθους υακίνθου. Τούτων λοιπόν των πλουσίων στολισμών η φαινομένη ωραιότης εδελέαζε τους βλέποντας και τους παρεκίνει να προσκυνώσιν αυτόν περισσότερον από τα λοιπά αγάλματα, καθώς έπαθε και αυτός ο Ιουλιανός, όστις τον είχεν εις μεγάλην ευλάβειαν και εθυσίαζεν εις αυτόν χίλια ζώα από παντός είδους δια να του δίδη χρησμούς και απόκρισιν. Εποίησε λοιπόν και τότε ο ανόητος βασιλεύς την συνήθη, ως και άλλοτε, θυσίαν και ανέμενε τον χρησμόν, αλλά ουδένα λόγον είπεν εις αυτόν ο δαίμων· διο θαυμάζων δια την σιωπήν του προσέταξε τους ιερείς να ποιήσωσι δεήσεις και αγρυπνίας εις τους θεούς, δια να μάθωσι την αιτίαν του πράγματος. Εκοπίασαν λοιπόν πολύ αγρυπνούντες και προσευχόμενοι και παρακαλούντες τον Απόλλωνα να δώση του βασιλέως απόκρισιν· αλλά εις μάτην εκοπίαζον, διότι η άνωθεν δύναμις εκώλυε τους δαίμονας δια την αγάπην του Μάρτυρος Αρτεμίου και δεν τους επέτρεπε να αποκριθώσιν· ουχί δε μόνον τούτο, αλλά και πυρ κατήλθεν εξ ουρανού εν βαθεία νυκτί και κατέκαιε τον ναόν και τα είδωλα. Ταύτα βλέποντες οι ευρεθέντες εκείσε εθαύμαζον, διότι το πυρ ήτο φοβερόν και δεν ηδύναντο να σβέσωσιν αυτό και δεν έκαιεν άλλο τίποτε, ούτε ξύλα, ούτε άλλην ύλην, εν ω ήσαν πολλά και διάφορα πράγματα ευκολόκαυστα, παρά μόνον τους βωμούς και τα είδωλα, τα οποία ήσαν εκεί εις την Δάφνην, και δεν έμειναν ειμή μόνον τα θεμέλια των οικοδομών δια μαρτυρίαν. Ο δε Ιουλιανός ωργίσθη πολύ, γινώσκων ότι μέλλει να περιγελάσωσιν αυτόν οι Χριστιανοί δια την επισυμβάσαν συμφοράν και προστάσσει ευθύς να εκβάλωσιν αυτούς από την μεγάλην Εκκλησίαν, και να την κλείσωσιν, ίνα μη εισέλθη πλέον τις εις αυτήν, τα δε κειμήλια, ήτοι ποτήρια και άλλα ιερά και πολύτιμα σκεύη, να είναι αυθεντικά· έδωσε δε και εις τους Έλληνας άδειαν και ελευθερίαν να ποιώσιν όσας ατιμίας θέλουσι. Ταύτα του ασεβούς και αλιτηρίου προστάξαντος, ας συλλογισθή τις πόσας παρανομίας ετέλεσαν. Εξέβαλον από την Σαμάρειαν, την οποίαν λέγομεν τώρα Σεβάστειαν, τα άγια λείψανα του Προφήτου Ελισσαίου και του Βαπτιστού Ιωάννου, και μιγνύοντες αυτά με άλλα οστά ζώων τα κατέκαυσαν και εσκόρπισαν την στάκτην εις τον αέρα. Τον ανδριάντα του Σωτήρος, τον οποίον κατεσκεύασε μεγαλοπρεπώς εις την πόλιν της Πανεάδος η αιμορροούσα γυνή, την οποίαν ο Χριστός εθεράπευσε και τον οποίον είχε τότε στήσει εις επίσημον τόπον της πόλεως, μετά δε καιρόν γνωρίσαντες αυτόν οι Χριστιανοί από την βοτάνην του θαύματος, ήτις ανεφύη παρ’ αυτόν, τον έλαβον και τον έστησαν εις το διακονικόν, τούτον λέγω τον ανδριάντα οι Έλληνες κατασπάσαντες και δένοντες σχοινία εις τους πόδας του, τον έσυραν εις την αγοράν, έως ου κατά μικρόν συντριβόμενος ηφανίσθη, και έμεινε μόνον η κεφαλή, την οποίαν ήρπασέ τις, όταν οι ειδωλολάτραι εποίουν ταραχήν και θόρυβον, λαλούντες εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν λόγια βλάσφημα, όσα ουδέποτε ήκουσεν άνθρωπος, τα οποία ακούων ο τύραννος τα είχε δια τρυφήν και ηδονήν αυτού. Ως δε να μη ήρκουν ταύτα όσα κατά των Χριστιανών και υπέρ των ειδωλολατρών έπραξεν, εκέλευσε να ανακαινίσωσι και τον ναόν των Ιουδαίων εις τα Ιεροσόλυμα, και τους μεν Χριστιανούς εξέβαλεν έξω της πόλεως, εις δε τους Ιουδαίους συνεχώρησε να κατοικήσωσιν εντός αυτής. Έστειλε δε και δεισιδαιμονέστατόν τινά άνδρα, τον οποίον ανηγόρευσε κόμητα, προστάξας αυτόν να ανακτίση μετά σπουδής τον ναόν, τον οποίον ο Ουεσπασιανός και ο Τίτος κατηδάφισαν και κατέκαυσαν με όλην την πόλιν, κατά την αληθεστάτην πρόρρησιν του Σωτήρος, ειπόντος «Ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου μη καταλυθή» (Μαρκ. ιγ: 2). Τούτον τον λόγον επεδίωκεν ο ανόητος να αποδείξη ψευδή· διο εσπούδασε να ανακαινίση τον ναόν, αλλά εις μάτην εκοπία· διότι ευθύς ως έδραμον οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι με πολλήν προθυμίαν και έσκαψαν να βάλωσι τα θεμέλια, ηγέρθη μεγάλη καταιγίς και ταραχή ανέμων, ήτις ήρπαζε τα χώματα και επλήρου τον εσκαφέντα τόπον. Έγιναν αστραπαί και βρονταί και μέγας σεισμός τοσούτον, ώστε πολλοί απέθανον. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και πυρ εξήλθεν από τα εσκαμμένα θεμέλια και κατέφλεξεν όλους όσοι ευρέθησαν εκεί. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο εις την Ιερουσαλήμ, καθεσθείς ο Ιουλιανός εις τον θρόνον μετά θυμού προστάσσει να φέρωσι τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Ήκουσες, ασεβέστατε, τι ετόλμησαν να πράξωσιν οι κακοδαίμονες και ομόφρονές σου Χριστιανοί; Έκαυσαν τον ναόν του σωτήρος Απόλλωνος, αλλά δεν θέλουσι χαρή εις αυτό, διότι εγώ θα εκδικηθώ εβδομηκοντάκις επτά, κατά την Γραφήν σας, δια να μη μας χλευάζητε». Και ο Μάρτυς λέγει· «Ήκουσα ότι  οργή θεήλατος και πυρ ήλθεν από τον ουρανόν και κατέφαγε τον θεόν σου και τον ναόν του όλον κατηνάλωσε. Λοιπόν εάν ήτο θεός, πως δεν εφυλάχθη»; Αποκριθείς δε προς αυτόν ο Παραβάτης λέγει· «Μήπως και συ, ανοσιώτατε, ως φαίνεται, μας εμπαίζεις εις ταύτα και καταγελάς, διότι σε εξεδίκησεν ο Θεός σου»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Εγώ πάντοτε γελώ και καυχώμαι εις την εξολόθρευσιν των θεών σου, αφρονέστατε, και σεμνύνομαι και χαίρω εις τα παράδοξα, τα οποία καθ’ εκάστην θαυματουργεί ο Δεσπότης μου· την δε εκδίκησιν των βασάνων, την οποίαν μου δίδεις, εκεί θέλεις την δεχθή, εις την άλλην ζωήν, οπόταν σε καταλάβη το πυρ εκείνο και η αιώνιος κόλασις, αλλά και εδώ πάλιν εις ολίγον διάστημα με ήχον θέλει απολεσθή το μνημόσυνόν σου». Τότε εθυμώθη σφόδρα ο τύραννος και λέγει προς αυτόν· «Επειδή αγάλλεσαι εις αυτά, θα σου δώσω εγώ και άλλην ηδονήν δι’ αγάπην σου, αλλά από την καλωσύνην μου σε λυπούμαι και θέλω να σε αποσπάσω από την αγνωσίαν σου και να έλθης με σώφρονα λογισμόν να θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς, οίτινες σε εστόλισαν δια πολλών αρετών και μεγάλης τιμής ηξιώθης, και πλούτον πολύν απέκτησας, αλλά συ εφάνης προς τους ευεργέτας αχάριστος». Λέγει ο Μάρτυς· «Τι μαίνεσαι, παρανομώτατε, και επιχειρείς αγνώστως ανωφελή πράγματα; τας επαναστάσεις των βαρβάρων αφήκας, και τον πόλεμον της Περσίας, δια τον οποίον εσάλευσας όλην την οικουμένην, και έβαλες την σπουδήν σου όλην κατ’ εμού του δούλου του Θεού; Αποφάσισε να με θανατώσης με όποιον θάνατον θέλεις, διότι εγώ ούτε τους θεούς σου λατρεύω, ούτε εις τα προστάγματά σου πείθομαι». Ταύτα ο Παραβάτης ακούσας και θυμωθείς, εκάλεσε λατόμους οίτινες σχίζουσι τους λίθους, και λέγει προς αυτούς (δεικνύων συγχρόνως λίθον τινά μέγαν και σκληρότατον, όστις ήτο έναντι του θεάτρου): «Διαμοιράσατε εις δύο αυτήν την πέτραν, βάλετε την μίαν πλάκα εις την γην, και απλώσατε αυτόν επάνω· έπειτα ρίψατε το άλλο μέρος άνωθεν με ορμήν και βίαν μεγάλην, να συσφιγχθή δε καλώς εις το μέσον των δύο λίθων, ούτως ώστε να συντριβώσιν όλα τα οστά του, δια να μάθη με τα έργα τίνος εναντιώνεται, και ας απολαύση από τον Θεόν του βοήθειαν». Παρευθύς λοιπόν ετέλεσαν το πρόσταγμα του τυράννου, και τόσον έσφιγξαν οι λίθοι τον Άγιον, ώστε ήκουον οι περιεστώτες τον ήχον των συντριβομένων οστέων του, διερράγησαν δε όλα τα εντόσθιά του, οι οφθαλμοί του εχύθησαν, και συνετρίβη όλον το σώμα του. αλλά και εις τοσαύτην ανάγκην και οδύνας βασανιζόμενος, δεν ημέλησε την ωδήν του Θεού, και έλεγεν· «Εν πέτρα ύψωσάς με, ωδήγησάς με, ότι εγεννήθης ελπίς μου, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού (Ψαλμ. ξ: 3-4). Έστησας επί πέτραν τους πόδας μου, κατηύθυνας τα διαβήματά μου. Δέξαι λοιπόν, Υιέ Θεού Μονογενές, το πνεύμα μου και μη συγκλείσης με εις χείρας εχθρών». Έμεινε λοιπόν εις το μέσον των πετρών ο Άγιος ένα ημερονύκτιον· την δε επομένην ημέραν προσέταξεν ο τύραννος να άρωσι τον λίθον, νομίζων ότι συνετρίβη τελείως, και δεν είχε πλέον τινά πνοήν. Ως εξέβαλον όμως την επάνωθεν αυτού κειμένην πέτραν ηγέρθη όρθιος και πάντες εξεπλάγησαν, βλέποντες άνθρωπον γυμνόν, χωρίς οφθαλμούς, τας σάρκας του και τα οστά του λειοτριβημένα από τους λίθους, τα εντόσθιά του όλα εκβεβλημένα, και αυτόν να περιπατή (ω ξένου θεάματος!) και να συνδιαλέγηται προς τον τύραννον, ο οποίος και αυτός εθαύμασε βλέπων αυτόν ως τέρας τι εξαίσιον. Τότε ο βασιλεύς λέγει προς τους περιεστώτας· «Βλέπετε πράγμα καινόν και παράδοξον; Όντως φαρμακεύς και μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος· ναι, μα τους ανικήτους και αθανάτους θεούς! Δεν επίστευον ποτέ να είναι ακόμη ζωντανός αυτός ο φονεύς, να περιπατή και να συνδιαλέγηται χωρίς τα μέλη του και τα εντόσθια· αλλά οι θεοί τον εφύλαξαν δια σωφρονισμόν πολλών αφρόνων, δια να φαίνηται θέαμα φοβερόν και φάντασμα εις εκείνους, οίτινες δεν προσκυνούσι το κράτος αυτών το υπερκόσμιον». Ταύτα ειπών, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Ιδού, ταλαίπωρε, εστερήθης των οφθαλμών και πάντων των μελών, και έμεινες συντετριμμένος και άχρηστος. Λοιπόν ποίαν ελπίδα έχεις πλέον εις εκείνον εις τον οποίον ήλπιζες; Αλλά επικαλέσθητι την ευμένειαν των θεών, και πρόσελθε εις αυτούς, ίνα ίσως σε ελεήσωσι, και δεν σε παραδώσωσιν εις τας τιμωρίας του άδου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εμειδίασε, και λέγει εις τον τύραννον· «Οι θεοί σου να με κολάσωσι; Και πως θα φύγωσιν εκείνοι από την κόλασιν δια να κολάσωσιν άλλους; Δι’ εκείνους είναι ητοιμασμένον το πυρ το αιώνιον, του άδου ο τάρταρος και ο βρυγμός των οδόντων, μετ’ αυτών δε μέλλεις να παραδοθής και συ εις πυρ άσβεστον, και θα κολάζησαι ατελευτήτως, διότι τον Υιόν του Θεού κατεπάτησας, νομίζων κοινόν και ακάθαρτον το τίμιον αυτού και σωτήριον αίμα, το οποίον έχυσε δι’ ημάς, και ύβρισας το Πνεύμα της Χάριτος, δι’ ου ηγιάσθης· αλλ’ εις εμέ, δια τον μικρόν τούτον κόπον και την ολίγην τιμωρίαν, θέλουσι δοθή πολλαί δωρεαί, και στέφανοι νικητήριοι. Διατί όμως να συνομιλώ μετά σου, όστις παρεδόθης εις τους δαίμονας; Αναχώρησον από ημάς. Απόστηθι, εργάτα της ανομίας, διότι δεν έχει το φως κοινωνίαν τινά προς το σκότος. Ποίησον ει τινα απόφασιν θέλεις εναντίον μου, επειδή επληροφορήθης με λόγους και έργα, ότι εις το θέλημά σου δεν υποτάσσομαι». Ταύτα ακούσας ο Παραβάτης, και μη γινώσκων πλέον τι να πράξη εις αυτόν, έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν, λέγων· «Αφού ο Αρτέμιος εξηρνήθη την θρησκείαν των θεών, καταφρονήσας τους ημετέρους λόγους και των Ρωμαίων, και προετίμησεν αντί Ρωμαίου και Έλληνος να ονομάζηται Χριστιανός, και αντί δουκός και αυγουσταλίου να καλήται Γαλιλαίος, προστάσσω να κόψωσι δια ξίφους την μιαράν κεφαλήν του». Ταύτην λοιπόν την απόφασιν δεξάμενος ο Άγιος, εξήλθε χαίρων του βήματος και ηκολούθει προθύμως τους φονευτάς. Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, τους παρεκάλεσε να του δώσωσιν ολίγην διορίαν, δια να κάμη προς Κύριον δέησιν. Ούτως ατενίζων προς τον ουρανόν είπε την ευχήν ταύτην: «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, όστις με ενεδυνάμωσας τον ανάξιον δούλον σου να καταπατήσω τα κέντρα του διαβόλου, και να συντρίψω τας παγίδας, ας ητοίμασεν εις τους πόδας μου, και να καταισχύνω το πρόσωπον εκείνου, όστις αφήκε Σε, το φως του κόσμου, και ηκολούθησε το σκότος. Ευχαριστώ σοι, Μονογενές Υιέ του Πατρός, διότι ηξίωσάς με του βραβείου της άνω κλήσεως και του χορού των Αγίων σου, και ετελείωσάς με εις την ομολογίαν σου. Τώρα δε επικαλούμαι Σε, Δέσποτα, επίβλεψον επ’ εμέ, ίδε την ταπείνωσίν μου, και δος αναψυχήν εις τον πιστόν σου λαόν, διότι ησθένησεν. Ιδού οι εχθροί σου ηγέρθησαν και εβουλεύθησαν κατά των Αγίων σου λέγοντες· έλθετε να τους εξολοθρεύσωμεν δια να μη μείνη πλέον του Χριστού η ανάμνησις. Ταύτα καυχάται ο Ιουλιανός και βοά με βλάσφημον γλώσσαν, απειλών, Δέσποτα, τον λαόν σου, δια τον οποίον εξέχεας το τίμιον Αίμα σου. Ιδού τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, το αγίασμά σου κατέκαυσαν, αφήρεσαν την ευπρέπειαν του οίκου σου, δια τας αμαρτίας ημών και το Αίμα της διαθήκης σου εξουθένωσαν. Αλλά Συ, μακρόθυμε Κύριε, στήσον την αγανάκτησίν σου, σβέσον τον θυμόν σου, τον οποίον ημείς εξεκαύσαμεν, παροργίζοντές σε τον φιλάνθρωπον, σύντριψον την υπερήφανον κεφαλήν της ειδωλολατρίας, ήτις ηγέρθη πάλιν τώρα, και εκινήθη κατά των δούλων σου· ρίψον και αφάνισον κατά γης τα πονηρά ταύτης νήπια υπό την αρραγή πέτραν της Σης ομολογίας και πίστεως, δια να Σοι προσφέρηται καθαρά και αμώμητος θυσία εις πάντα τόπον της Δεσποτείας σου, και να δοξάζηται το πανάγιον Όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και εις τους αιώνας». Ούτω προσηύξατο ο Άγιος και κλίνας τα γόνατα εποίησε τρεις μεγάλας μετανοίας κατά Ανατολάς, λέγων πάλιν· «Θεέ εκ Θεού, μόνε εκ μόνου, Βασιλεύ εκ Βασιλέως, όστις εν Ουρανώ καθεζόμενος εκ δεξιών του γεννήσαντός Σε Θεού και Πατρός ήλθες εις την γην δια την σωτηρίαν πάντων ημών, ο στέφανος εκείνων, οίτινες αθλούσι και πολεμούσιν ευσεβώς δια Σε, επάκουσόν μου του ταπεινού και αναξίου δούλου σου σήμερον, και δέξαι την ψυχήν μου εν ειρήνη, και ανάπαυσον αυτήν μετά των Αγίων σου». Τότε ήλθε φωνή ουρανόθεν λέγουσα· «Ήκουσεν ο Κύριος των ευχών σου, Αρτέμιε, και εχάρισέ σοι την χάριν των ιαμάτων. Σπεύσον λοιπόν να τελειώσης τον δρόμον σου, και να απολαύσης το βραβείον και την πληρωμήν των αγώνων σου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος ενεπλήσθη την ψυχήν ηδονής, φανταζόμενος την τρυφήν και την δόξαν, την οποίαν έμελλε να απολαύση. Όθεν προσκλίνας την κεφαλήν χαίρων, δέχεται την πληγήν εις τας είκοσι του Οκτωβρίου· και αυτός μεν απήλθεν εις ουρανούς, ενώπιον του Χριστού, δια τον οποίον προθύμως έλαβε θάνατον, το δε σώμα και την κεφαλήν αφήκεν εις την γην, μεγάλην εις τους Χριστιανούς παρηγορίαν, ίαμα ψυχής τε και σώματος και πάσης επιβουλής και βλάβης λυτήριον. Γυνή δε τις φιλόχριστος, ονόματι Αρίστη, ήτις ήτο Διάκονος της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, έλαβε το έγιον λείψανον και θέσασα αυτό εις θήκην εντίμως, το απέστειλεν εις το Βυζάντιον δια να κτίσωσιν Εκκλησίαν. Δεν ηδυνήθη όμως να επιτύχη του ποθουμένου, μόνον το εφύλαξαν εις τον Ναόν του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου ως θησαυρόν πολύτιμον και αδαπάνητον, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών, ω πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.                                Άξιον όμως και ωφέλιμον εις τους Χριστιανούς είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Αγίου την διήγησιν. Άνθρωπός τις έχων τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από κήλην (σπάσιμον), επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου κλαίων και ζητών την ιατρείαν. Εκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Ναού επάνω εις στρώμα, και ολίγον υπνώσας βλέπει τον Άγιον Αρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα προς αυτόν· «δείξον μου το πάθος σου». Ο δε έδειξε τον τόπον, όπου είχε το πάθος. Τότε ο Άγιος κύψας και πιάσας επιτήδεια με τας δύο του χείρας το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον ηδύνατο, ο δε ασθενής πονέσας μεγάλως και φωνάξας, «ουαί μοι», εξύπνησε και εύρε τον εαυτόν του υγιά δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος πάλιν έχων δύο κήλας (σπασίματα) εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Αρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν, αποκαμών δε υπό της αγρυπνίας εκοιμήθη· και ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν, και γυμνώσας το πάθος και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του Σταυρού· έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν έγινεν άφαντος. Ο δε ασθενής εξυπνήσας εύρεν εαυτόν υγιά, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχων υδροκήλην μεγάλην εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου, παρακαλών αυτόν δια να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος, φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρια το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και δυσώδης. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του εύρεν υγιά, τα δε ενδύματά του και το έδαφος της γης εύρε πλήρες από υγρασίαν και δυσοσμίαν μεγάλην. Άλλος πάλιν νεωστί ελθών από την Αφρικήν, και ακούσας από Χριστιανόν τινα τα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, επίστευσεν αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχε συγγενή εις την Αφρικήν πάσχοντα και κινδυνεύοντα από κήλην των διδύμων, έλαβεν όσα ήσαν επιτήδεια δια να κάμη αγρυπνίαν και επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον δια τον συγγενή του· αφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, έλαβεν έλαιον από την κανδήλαν του Αγίου και εγύρισεν εις την οικίαν εις την οποίαν έμενεν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο Χριστιανός εις την Κωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Αφρικήν, και σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο συγγενής σου με παρεκάλεσεν υπέρ σου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο από του νυν και εις το εξής ας είσαι υγιής». Ο δε ασθενής εξυπνήσας εύρε τον εαυτόν του υγιά εν αληθεία· όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν. Επειδή όμως δεν εγνώριζε ποίος ήτο ο χαρίσας εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του· όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, όστις παρεκάλεσε περί αυτού τον Άγιον Αρτέμιον και του φανερώνει, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πως ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. Ο δε συγγενής του ταύτα μαθών, ηννόησεν ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Κωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Αφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας· ακολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του πως ηκολούθησεν η υπόθεσις και ότι ο τούτον ιατρεύσας είναι ο Άγιος Αρτέμιος. Άλλος Χριστιανός, έχων βάρος ανυπόφορον εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν· ο δε Άγιος Αρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει προς αυτόν· «Αδελφέ, ύπαγε εις τον γείτονά σου Ιωάννην τον χαλκέα και βάλε την κήλην των διδύμων σου επάνω εις τον άκμονά του και εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρίον του, ευθύς θα ιατρευθής». Ο δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν και πάλιν του λέγει τα αυτά, ο δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Τότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, όπερ σου είπον, ποτέ δεν θα ιατρευθής». Ο δε ασθενής, θέλων και μη θέλων, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα, και έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις τον άκμονα εκείνου. Βλέπων δε το πεπυρωμένον σφυρίον ότι κατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβήχθη οπίσω από τον φόβον του και, ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον ηφανίσθη και το σφυρίον εκτύπησεν επάνω εις τον ξηρόν άκμονα. Εθαύμασαν δε και οι δύο, ο τε χαλκεύς και ο ασθενής δια το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύο εδόξασαν και ηυχαρίστησαν εξ όλης καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Μάρτυρά του, τον μέγαν Αρτέμιον. Αλλά και άλλος Χριστιανός, λαβών με πίστιν θερμήν έλαιον και κηρία, επήγαινεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου, καθ’ οδόν δε ηρωτήθη από ένα ράπτην, που υπάγει· ο δε Χριστιανός μετ’ ευλαβείας απεκρίθη· «Υπάγω εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου να προσευχηθώ». Καθώς δε επροχώρησεν ολίγον, φωνάζει πάλιν ο ράπτης και λέγει· «Αδελφέ, όταν επιστρέψης από τον Άγιον Αρτέμιον, φέρε μου μίαν κήλην των διδύμων». Έλεγε δε τούτο περιγελών τον Άγιον, διότι ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων· ο δε Χριστιανός, χωρίς να φροντίση δια τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου· αφού δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, ανεχώρησε δια τον οίκον του. περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, ήρχισαν να καταβαίνωσι τα δίδυμά του, και επειδή εκατέβησαν πολύ και το σπάσιμόν του ηυξήθη, ηννόησεν ότι δια τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας ηδυνήθη να φθάση έως το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν από τους πόνους και άφωνος. Κατηγόρει λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος τον ράπτην και εδείκνυε το σπάσιμον, εβεβαίωνε δε, ότι κατ’ άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθει τούτο, αν αυτός δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια· όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύο εις λογομαχίας και έριδας. Οι δε παρευρεθέντες εκεί ηρώτων να μάθωσι την αιτίαν του πάθους· θέλων δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν ηδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, δια να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον όπερ έπαθε και, ω του θαύματος! αυτός μεν εύρεν εαυτόν υγιά, ο δε ράπτης εφώναζεν «ουαί μοι!» και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, όπερ τότε παρευθύς συνέβη εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος και ότι από τον Χριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι· και εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Μάρτυρα Αρτέμιον ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν, εις δε τον ράπτην έλεγον· «Μη λυπείσαι, αδελφέ· δικαία είναι η κρίσις του Θεού, διότι εκείνο όπερ εζήτησες, εκείνο και έλαβες· σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες». Τοιουτοτρόπως δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός τους θεράποντάς του, καθώς εδόξασε και τον Άγιον τούτον Μεγαλομάρτυρα Αρτέμιον, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς από παντός κινδύνου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου