ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΑΚΕΝΩΤΟΝ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ -- Του αειμνήστου Καθηγητού Ανδρέου Θεοδώρου

Το σύμβολο στην αρχαία εκκλησιαστική γραμματεία σήμαινε δύο τινά· ή το εξωτερικό σημείο στο οποίον αισθητοποιείται σε σχέση αναλογική μία αλήθεια ή κάποιο άλλο γεγονός, γενικά μία εικονική παράσταση αναλογική – όπως ο σταυρός, η ναύς, η άμπελος, ο ιχθύς – ή, πάλιν, το σημείο εκείνο το οποίον εκφράζει την ταυτότητα ενός προσώπου και ιδιαίτερα τη θρησκευτική του ιδιότητα, την πίστη και το ιδεολογικό περιεχόμενο της συνειδήσεώς του.

Με τη δεύτερη αυτή έννοια σύμβολα ήσαν οι πάσης φύσεως αρχαιοχριστιανικές ομολογίες πίστεως και τα εκκλησιαστικά σύμβολα – όπως το της Νικαίας Κων/πόλεως – η ομολογία των οποίων διέστελλεν αυτόματα τους πιστούς από τους μη πιστεύοντες ειδωλολάτρες. Στη νεώτερη θεολογική γλώσσα τα φερόμενα ως συμβολικά βιβλία ή μνημεία είναι τα ιδιαίτερα εκείνα κείμενα, στα οποία εκτίθεται συνοπτικά και σε σχέση συγκριτική ομολογιακή η πίστη της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς και των άλλων χριστιανικών Ομολογιών, η παραδοχή της οποίας πιστοποιεί την εκκλησιαστική ταυτότητα του ομολογούντος, αν είναι δηλαδή Ορθόδοξος, Παπικός ή Προτεστάντης. Όμως, παράλληλα προς τα σύμβολα αυτά, υπάρχουν στον ορθόδοξο χώρο και άλλα σύμβολα ζωντανά και έμψυχα, στα οποία αποτυπώνονται ευκρινώς οι φυσιογνωμικοί χαρακτήρες, το ήθος και το ιδεώδες της Ορθοδοξίας. Τα σύμβολα αυτά συνιστούν μορφές άγιες και ιερές, ορθόδοξες προσωπικότητες αείζωες και θαλερές, η ζωή και το έργο των οποίων αποτελούν ζώντα «υπομνήματα» Ορθοδοξίας, κανόνες και στάθμη του ορθόδοξου ήθους και λόγου και εστίες ακτινοβόλες, στις οποίες η απειρόσοφη ενέργεια του Θεού συμπυκνώνει το νόημα και τη δυναμική αποστολή της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Ένα τέτοιο ζων και ακτινοβόλο σύμβολον είναι και η σεπτή μορφή του αγίου Μάρκου, επισκόπου Εφέσου, του Ευγενικού, προς τιμήν του οποίου διοργανώθηκε το παρόν διεθνές πανορθόδοξο βυζαντινολογικό Συμπόσιο, με την ευκαιρία συμπληρώσεως 600 χρόνων από της γεννήσεώς του (1391).

Ο Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός υπήρξε μία φωτεινή εκκλησιαστική μορφή, ένας κρίκος στην αλυσίδα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας· ένα αστέρι πνευματικό, το οποίον, αφού διέγραψε την τροχιά του, καρφώθηκε στο νοητό στερέωμα της Ορθοδοξίας, λάμποντας και καθοδηγώντας κάθε ορθόδοξη ψυχή στη φωτεινή πορεία της και την αποστολή της. Στο πρόσωπο του αγίου Μάρκου του Ευγενικού η Ορθοδοξία είδε, σαν σε κάτοπτρο διαυγές και αθόλωτο, τον ίδιο τον εαυτόν της. Κατενόησε το τέκνο της το κατά πάντα άξιο της τιμημένης Μητέρας. Είδε το μόρφωμα του Παναγίου Πνεύματος, τη σφραγίδα της θείας ενέργειας, το αποτύπωμα της χάριτος του Θεού. Είδε το θεολόγο της, όχι τον σχολαστικό μελετητή του σπουδαστηρίου, αλλά το θεολόγο του ερημικού ασκητηρίου, του οποίου ο καθαρός περί Θεού λόγος ήταν η βαθειά βιωματική σχέση με το αντικείμενό του, τον τριαδικό Θεό· το μόρφωμα της «ησυχίας», το οποίο γράφει στη ψυχή η χάρη του Θεού, παρ’ όλον ότι η καθ’ αυτό άσκηση του Οσίου, ήταν περιορισμένη. Στο πρόσωπό του είδε το τέκνο της, το οποίον ποτέ δεν δούλευσε σε σκοπιμότητες έξω από την αλήθεια, δεν δέχτηκε συμβιβασμούς και λύσεις τραγελαφικές και μεσότητες επαμφοτερίζουσες, δεν επώλησε τα ορθόδοξα πρωτοτόκιά του αντί «πινακίου φακής», δεν εκολάκευσε αδυναμίες ανθρώπινες ούτε παρασύρθηκε από χαλαρώσεις ή και εξάρσεις ψυχολογικές και συγκινησιακά φορτίσματα. Είδε τον ατρόμητο και ασυμβίβαστό της αθλητή, ο οποίος στην άσκηση της αποστολής του δεν πτοήθηκε από πιέσεις και απειλές, αλλ’ αγωνίστηκε αταλάντευτα προς κάθε κατεύθυνση, κατά αντιπάλων εσωτερικών και εξωτερικών, και ο οποίος στο τέλος παρέμεινε μόνος, σηκώνοντας στους στιβαρούς ώμους του, σαν άλλος Άτλας της μυθολογίας, την υπόθεση της δοκιμαζόμενης Ορθοδοξίας, για να τη σώσει τελικά από την αγριεμένη λαίλαπα της περιπέτειας της Φλωρεντίας! Ο Άγιος έζησε σε μια εποχή πολύ συγκεχυμένη και ανήσυχη. Η ιστορική περίοδος η καλύπτουσα τη βασιλεία των Παλαιολόγων (1261 – 1453) εκπροσωπεί την μακράν εναγώνια προσπάθεια και τη σκληρότερη μάχη του Βυζαντίου δια την πολιτική του επιβίωση. Τις ζωτικές βάσεις της Αυτοκρατορίας είχαν ήδη κατασκάψει οι προηγηθείσες σταυροφορίες, οι φρικαλεότητες των οποίων είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα στη ψυχή του βυζαντινού λαού. Η περίοδος ακμής που ακολούθησε στην υπό του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου ανάκτηση εκ της Φραγκικής κυριαρχίας της Κων/πόλεως το 1261, υπήρξεν η τελευταία μεγάλη αναλαμπή του Βυζαντίου, η οποία όμως, παρά τις διαγραφείσες ελπίδες, δεν μπόρεσε ν’ ανακόψει τη ραγδαιότατα εξελισσόμενη πτώση του. Η περίοδος μετά το θάνατο του Μιχαήλ σημαδεύτηκε από εσωτερικούς και εξωτερικούς περισπασμούς, από μεγάλες αναστατώσεις, πολιτικές και πνευματικές, οι οποίες τόσο πολύ επέδρασαν στην πνευματική ζωή της Αυτοκρατορίας. Το κράτος βρισκόταν εξαντλημένο οικονομικώς και στρατιωτικώς και αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει τη διαγραφομένη θανάσιμη εκ των Τούρκων απειλή, οι οποίοι, αφού κατακερμάτισαν την Αυτοκρατορία, αφαιρέσαντες τις πλείστες επαρχίες του, απειλούσαν επί Ιωάννου Η΄ Παλαιολόγου αυτήν ταύτην την υπόστασή της, σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο την Κων/νούπολη. Το τραγικό δε ήταν, ότι στην επιθανάτια αυτή αγωνία της Αυτοκρατορίας οι πνευματικές της δυνάμεις, αντί να είναι ενωμένες προς απόκρουση του επελαύνοντος εχθρού, βρέθηκαν διασπασμένες και αλληλοσυγκρουόμενες. Εν τούτοις, μέσα στο υπαρξιακό αυτό άγχος και την καταθλιπτική αγωνία της Αυτοκρατορίας, η ελληνική φυλή, ανατρέχοντας στις πατρογονικές καταβολές της και συσπειρωμένη γύρω από τις εθνικές παραδόσεις της, δημιουργεί το τελευταίο της αναγεννητικό θαύμα, την τελευταία της αναλαμπή και άνθηση, ως πνευματική υπόσταση, ως κόσμος και ως πολιτισμός. Οι αρχαίες κλασσικές σπουδές ζωογονούνται κατά την εποχή αυτή όχι μονάχα στην Κων/πολη, αλλά και σε άλλα αξιόλογα πνευματικά κέντρα (όπως η Τραπεζούντα), όπου καλλιεργούνται με επιμέλεια όλοι οι κλάδοι των επιστημών, τα γράμματα και οι τέχνες. Ο μεσαιωνικός Ελληνισμός ενόψει της απειλής τού προσεγγίζοντος εχθρού αντιτάσσει, ως προστατευτικό θώρακα, τις πνευματικές του δυνάμεις με σκοπό την επιβίωση και τη διατήρηση της ακεραιότητός του. Καθ’ όσον όμως οι δυνάμεις αυτές δεν ήσαν ενιαίες και ενωμένες, στρέφεται παράλληλα είτε προς τη Δύση, από την οποία προσδοκούσε στρατιωτική βοήθεια, είτε συσπειρώνεται γύρω από την θρησκεία των Πατέρων του. Το τελευταίον τούτο, η στροφή δηλαδή προς την πάτριο θρησκεία, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στη συντριπτική του πλειονότητα ο βυζαντινός λαός εταύτιζε την ορθόδοξη πίστη του με την εθνική του ταυτότητα. Οι δύο τελευταίοι αιώνες (ιδ΄ και ιε΄ ) της θρησκευτικής ζωής του Βυζαντίου κυριαρχούνται από τη διδασκαλία και το ασκητικό ήθος της «Παλαμικής» θεολογίας, η οποία εμφανίζεται ως σύστημα και δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια των ησυχαστικών ερίδων της ιδ’  εκατονταετηρίδος. Η θεολογία αυτή δεν ήταν φυσικά αυτοδύναμο εποχικό μόρφωμα. Άπλωνε βαθειά τις ρίζες του στην αρχαιότητα, αποτελώντας οργανική ανάπτυξη της ησυχαστικής θεολογίας των μεγάλων ασκητών και Πατέρων της Ανατολής, σε όλες τις αναφορές της υπάρξεως και της αποστολής της. Επομένως η γνώμη δυτικών συγγραφέων, ότι ο Ησυχασμός ήταν τάχα μία παράδοξη πλάνη, μία περίεργη διαστροφή του Χριστιανισμού – κάτι σαν την αίρεση των Βογομίλων – είναι τελείως εξωπραγματική, δηλούσα άγνοιαν της φύσεως του ανατολικού μοναχισμού και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Αφορμήν δια την έξαρση του Παλαμισμού έδωσεν ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ, ο «τοις των Λατίνων ήθεσι και νόμοις εντραφείς». Ούτος προσέβαλε τους Αθωΐτες μοναχούς, των οποίων διέσυρε βάναυσα το ησυχαστικό βίωμα, την αδιάκοπη νοερά προσευχή, συνδυαζόμενη με ορισμένη σωματική συγκέντρωση, και τον ισχυρισμό τους ότι με τη συνεχή επανάληψη του Ονόματος του Χριστού, έβλεπαν το άκτιστο φως του Χριστού, το οποίον κατέλαμπε την όλην ψυχοσωματική τους υπόσταση. Εντριβέστατος περί τη σχολαστική θεολογία ο Βαρλαάμ και αδυνατώντας, με την αριστοτελική – θωμιστική νοοτροπία του, να κατανοήση τη διάκριση μεταξύ ουσίας και άκτιστης ενέργειας στη θεότητα – πράγμα που αποτελεί την πεμπτουσία της ορθόδοξης τριαδολογίας – το φως του Χριστού που έλαμψε στο Όρος δεχόταν ως μέγεθος κτιστό, ως λάμψη πρόσκαιρη και φευγαλέα· διότι η αποδοχή άκτιστης θείας ενέργειας εισήγε, κατά την αντίληψή του, διθεΐαν, επιφέροντας μερισμόν στην απλή και ασύνθετη θεότητα. Έτσι τους μοναχούς του Άθω διέσυρε ως διθεΐτες και κτισματολάτρες. Την υπεράσπιση των προσβαλλόμενων μοναχών καθώς και την αναίρεση των θεολογικών θέσεων του Βαρλαάμ ανέλαβεν ο διαπρεπής τότε μοναχός Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μετέπειτα επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο οποίος λεθεσε και τις θεολογικές βάσεις του πνευματικού κινήματος του Ησυχασμού. Η Εκκλησία εδικαίωσε τελικά τη θεολογία του Παλαμά, καταδικάσασα επισήμως (1368) τις αιρετικές κακοδοξίες του Βαρλαάμ. Υποστηρίχθηκε ότι οι ησυχαστικές έριδες του ιδ΄ αιώνα αποτελούσαν σύγκρουση μεταξύ Αριστοτελισμού και Πλατωνισμού, ή μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού ή λατινοφρόνων και εθνικιστών. Χωρίς βέβαια να ελλείπουν τέτοιες αναφορές και πέρα από αυτές, οι έριδες αυτές είχαν βαθύτερη αιτιολόγηση. Αντιπροσώπευαν τη σύγκρουση δύο ξεχωριστών κόσμων: του ορθόδοξου ανατολικού, με το έντονο θεωρητικό, υπερλογικό και μυστικό στοιχείο και με γνωσιολογική μέθοδο τον αποφατισμό, και του σχολαστικού δυτικού, του οποίου ψυχή ήταν ο αριστοτελικός φιλοσοφικός ρεαλισμός, όπως είχεν ενσωματωθεί στο σύστημα Θωμά του Ακινάτη. Η επίθεση του Βαρλαάμ αντιπροσώπευε την εισβολή του δυτικού νοησιαρχισμού και της δυτικής σχολαστικής γνωσιολογίας στην ορθόδοξη αποφατική θεολογία· τυχόν δε επικράτηση εκείνης θα αφομοίωνε και θα αφάνιζε το πατροπαράδοτο θεολογικό ήθος και ύφος της Ορθοδοξίας. Ο απόηχος όμως του Παλαμισμού εξακολουθούσε να υπάρχει έντονος και στη ιε΄ εκατονταετηρίδα, συγκινώντας απεριόριστα τη βυζαντινή ψυχή, στη συντριπτική πλειονότητα του ιερού Κλήρου και του λαού. Κύριος εκφραστής της Παλαμικής θεολογίας κατά την τελευταία αυτή περίοδο της ιστορικής ζωής του βυζαντίου ήταν ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός. Ο αείμνηστος Καθηγητής Αlexander Schmemann στο γνωστό διεισδυτικό άρθρο του περί Μάρκου του Ευγενικού, εκθέτει τους λόγους που, κατά την κρίση του, εξαίρουν τον Παλαμισμό του Αγίου. Επίσης ο καθηγητής Ειρηναίος Μπούλοβιτς αγγίζει την καρδιά του Παλαμισμού του ιερού Πατρός στην πρόσφατη πολύ καλή μελέτη του «Το μυστήριον της εν τη αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενεργείας κατά τον άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν (1983). Την έγκριση της μελέτης αυτής, που υποβλήθηκε ως επί διδακτορία διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε τη χαρά να ψηφίσει ο ομιλών. Από τους συγχρόνους του Αγίου το ησυχαστικό του βίωμα εξαίρει περιεκτικότατα Μανουήλ, ο Μέγας Ρήτωρ, ο οποίος γράφει σχετικά: «Όλος της ησυχίας γίνεται· τοσούτον δε της μονής και της ιδίας κέλλης απρόϊτος ετύγχανεν ων εφέσει δήπου της κατ’ αυτόν ησυχίας, ως και γνωστοίς και φίλοις  και αυτοίς της καθ’ αίμασι συγγενέσι μηδέ εις όψιν ελθείν ανεχόμενος· μόνον δε αυτώ νύκτωρ και μεθ’ ημέραν έργον ην ακατάπαυστον η των θείων μελέτη γραφών». Ο Μάρκος υπήρξε χωρίς αμφιβολίαν ο σπουδαιότερος παλαμιστής θεολόγος της εποχής του. Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, διότι ο Ησυχασμός, όχι μόνον ως έκφραση ζωής και μυστικό θεόληπτο βίωμα διεμπύριζε την υπόστασή του, αλλά και ως θεολογία, ως έκφραση του ορθόδοξου λόγου και της φανερωμένης θείας αλήθειας, του έδωσε τα όπλα και τη δύναμη να υπερασπίσει τόσο σθεναρά την υπόθεση της Ορθοδοξίας στην ενωτική τραγωδία της Φλωρεντίας, αντικρούοντας όχι μόνο τις θέσεις των Λατίνων αλλά και εκείνες των βυζαντινών φιλενωτικών και λατινοφρόνων. Έξω από το χώρο του Παλαμισμού δεν μπορεί να εξηγηθεί η περιπέτεια του φιλενωτικού διαλόγου των Εκκλησιών, ο οποίος δεν πρόλαβε να γεννηθεί και τόσο άδοξα τάφηκε στη Φερράρα – Φλωρεντία (1438 – 1439). Αλλά και ευρύτερα οποιαδήποτε διαλογική σχέση της θεολογίας της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας με τηδυτική θεολογία έξω από την παλαμική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας στον θεό, πολύ λίγα είναι δυνατόν να συνεισφέρει. Όμως κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες δεν συμφωνούσαν όλοι με το πνεύμα, τις τάσεις και τη θεολογία του αγίου Μάρκου. Υπήρχαν και οι διαφωνούντες. Αυτοί ήσαν γενικά οι Λατινόφρονες – όπως συνήθως αποκαλούνται - , με επί κεφαλής το διαβόητο επίσκοπο Νικαίας Βησσαρίωνα. Σ’ αυτούς δεν ακούονταν οι παραδοσιακές φωνές του Παλαμισμού. Τέκνα του ανθρωπιστικού κινήματος της αναγεννητικής περιόδου των Παλαιολόγων, και αντιδρώντας προς την επίσημη θεολογία του Κράτους την οποία διέκρινε ο στείρος φορμαλιστικός τυπικισμός, είχαν επικεντρώσει αποκλειστικά την προσοχή τους στα πολιτιστικά ιδεώδη του κλασσικού Ελληνισμού, από τον οποίον προσδοκούσαν την αναγέννηση και τη σωτηρία του Γένους. Γι’ αυτό και δεν δίστασαν να υπογράψουν τον όρο της Φλωρεντίας με την ελπίδα, ότι η προσδοκώμενη βοήθεια από τη Δύση θα έσωζε την Αυτοκρατορία και δι’ αυτής τον Ελληνισμόν. Ο Βησσαρίων, ξένος προς τη γνήσια βυζαντινή θεολογία, της οποίας ψυχή ήταν ο Παλαμισμός, ήταν περισσότερο οπαδός του Πλάτωνος και λιγότερο μαθητής του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Σε πιο ακραία τοποθέτηση περιήλθεν  ο διδάσκαλος του Βησσαρίωνος – καθώς και του Μάρκου – Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ο οποίος θέλησε να γκρεμίσει ολότελα τον Χριστιανισμό και να τον αντικαταστήσει με τη φιλοσοφία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη! Ο Βησσαρίων όμως ήταν – παρά τα αντίθετα που λέγονται – κακός «Έλλην»  και ο πατριωτισμός του λαθεμένος πατριωτισμός. Η υπερβολική προσήλωσή του στον αρχαίο κλασσικό Ελληνισμό ήταν λάθος. Διότι ένας τέτοιος Ελληνισμός είχε παύσει να υπάρχει καθ’ εαυτόν, αφότου ως γλώσσα και εννοιολογία φιλοσοφική είχεν ενσωματωθεί στην Ορθοδοξία σε μια μακρά διεργασία αιώνων. Επομένως η έμπνευση και οι τάσεις του εγχειρήματος του επισκόπου της Νικαίας ήταν στην ουσία του άρνηση του γνήσιου και πραγματικού Ελληνισμού, ο δε πατριωτισμός του στο πλαίσιο αυτό ήταν ψεύτικος πατρωτισμός. Πόσο δε λίγη σχέση είχε με την ελληνική Ορθοδοξία, φανερώνει η κατοπινή διαγωγή του. Έτσι δεν δίστασε ν’ αποπτύσει την Ορθοδοξία και ν’ ασπαστεί τον Λατινισμό, του οποίου, ως καρδινάλιος, εστελέχωσε την ιεραρχία! Τον βαθμό δε της πλήρους αποπτώσεώς του από τις θρησκευτικές εθνικές παραδόσεις της βυζαντινής Ορθοδοξίας μαρτυρεί και η επιστολή του προς τον παιδαγωγό των δύο υιών του Δεσπότου της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγου, στην οποία συνιστά αναφανδόν όχι απλά τη λατινική ανατροφή, αλλά και τον πλήρη εκλατινισμό των τέκνων του Δεσπότου. Απέναντι σ’ ένα τέτοιο ψεύτικο ελληνισμό και πατριωτισμό, ορθώνεται ο ελληνισμός και ο πατριωτισμός του αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο επίσκοπος Εφέσου ήταν αυθεντικός έλλην και πατριώτης. Ο Ελληνισμός του ήταν ο ισόρροπος ορθόδοξος Ελληνισμός, όπως συνταιριάστηκε με την εξ αποκαλύψεως θείαν αλήθεια του Χριστιανισμού και βιώθηκε στο άχραντο σώμα της Ορθοδοξίας, Ελληνισμός χωρίς εκκεντρικότητες, υπερβάσεις και πισωγυρίσματα· όπως γνήσιος και αυθεντικός υπήρξε και ο πατριωτισμός του. Ο Μάρκος αγαπούσε το Έθνος του. Τούτο ανακλάται στην προς τον Πάπαν Ευγένιο Δ΄ προσφώνησή  του στη Φερράρα, όπου αφήνεται να ξεχυθή ο θρήνος του δια τα τόσα κακά και τις συμφορές της πατρίδος του. Σε αντίθεση προς τους βυζαντινούς ανθρωπιστές, οι οποίοι χάριν της διατηρήσεως του Ελληνισμού εθυσίασαν την Ορθοδοξία, ο Μάρκος έβλεπε την Αυτοκρατορία ως υπηρέτη και φρουρό της ζώσας αληθείας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οπατριωτισμός του Μάρκου, όπως παρατηρεί ο Ειρηναίος Μπούλοβιτς, «δεν ήτο γεωκεντρικός και αυτόνομος είτ’ ουν ειδωλολατρικός, αλλά εκκλησιοκεντρικός και «ιεροκρατικός», σωτηριολογικός και καθολικός, δια τούτο δε ασυγκρίτως βαθύτερος και γνησιώτερος της κοινής φιλοπατρίας». Ο Μάρκος ήταν Έλλην, καθόσον ήταν Ορθόδοξος, και Ορθόδοξος καθόσον ήταν Έλλην. Οι δύο αυτές έννοιες στο πλέγμα της Ελληνορθοδοξίας είναι στενά συνυφασμένες, αμοιβαίως εμπεριχωρούμενες και αλληλοπροσδιοριζόμενες. Με μια λέξη ο Μάρκος ήταν θεολόγος ορθόδοξος. Η ορθοδοξία του νίκησε τον ανθρωπιστικό φιλελληνισμό τού Βησσαρίωνος, το νεοειδωλολατρισμό του Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού, καθώς και την ενωτική πλεκτάνη της Φερράρας – Φλωρεντίας. Ο Μάρκος – κατά κόσμον Μανουήλ – είχεν ευγενική καταγωγή. Γεννήθηκε το 1391 στην Ίμβρο ή την Τραπεζούντα. Μέχρι το 13ο έτος της ηλικίας του διδάσκαλό του είχε τον πατέρα του, ο οποίος διατηρούσε φροντιστήριο· μετά το θάνατο εκείνου είχε διδασκάλους τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Ιγνάτιο τον Χορτασμένο και τον φιλόσοφο Γεώργιον Γεμιστόν ή Πλήθωνα. Κοντά στον τελευταίο είχε συσπουδαστή του τον μετέπειτα αντίπαλό του Βησσαρίωνα. Έμμεσα διδάσκαλό του είχε και το διακεκριμένο μοναχό Ιωσήφ Βρυέννιο, ο οποίος υπήρξε μαθητής του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Βέβαιο είναι ότι ο Βρυέννιος είχεν επηρεάσει τον Μάρκον στην προς τον Παλαμισμόν στροφήν και αγάπην του. Με την πάροδο του χρόνου ο Μάρκος απέκτησε μεγάλη φήμη δια την δεινότητα των λόγων του, ώστε να διοριστεί προϊστάμενος του Πατριαρχικού Φροντιστηρίου, από το οποίον απεφοίτησαν πολλοί διάσημοι δια την παιδεία τους άνδρες. Σε ηλικία 26 ετών, διαπνεόμενος από το μοναστικό ιδεώδες, αφού διένειμε τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, εκάρη μοναχός στο νησί της Προποντίδος Αντιγόνη, το οποίον όμως, μετά από παραμονή δύο ετών, αναγκάστηκε – λόγω της αυξανόμενης τουρκικής απειλής – να εγκαταλείψει, εγκατασταθείς στην Κων/πολη, στην ιερά Μονή του αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Εκεί συνεπλήρωσε κατ’ ιδίαν τις σπουδές του, εγκύψας στη μελέτη των θείων Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Συνάμα επιδόθηκε σε σκληρότατη άσκηση και στην κατά μόνας και εν ησυχία προσευχήν. Η Μονή του αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων έμελλε να καταστεί το κέντρο της όλης ζωής και της δραστηριότητός του μέχρι και του θανάτου του. Προικισμένος με σπάνια διανοητικά χαρίσματα (ευφυΐαν, ευθυκρισίαν, οξύνοια και διαλεκτικήν ικανότητα), δεν εβράδυνε να αποκτήσει, παράλληλα με τη βαθειά θεολογική του μόρφωση, και μόρφωση γραμματική, φιλοσοφική και κλασσική. Έγραψε πολλά έργα, ως επί το πλείστον πολεμικά και αντιρρητικά, σημαντικό μέρος των οποίων καταστράφηκε από τους Λατίνους και Λατινόφρονες, και άλλο παραμένει εισέτι ανέκδοτο. Ο Μάρκος αναδείχτηκε μία από τις πιο φλογερές αγωνιστικές προσωπικότητες της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, στο ύψος του Μ. Αθανασίου, του ιερού Φωτίου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του – κυρίως μετά τη μοναχική του κουρά – το διέθεσε αγωνιζόμενος υπέρ της Ορθοδοξίας. Επίκεντρο των αγώνων του υπήρξαν οι πόλεις της Ιταλίας Φερράρα και Φλωρεντία, όπου συγκλήθηκε η ενωτική μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών σύνοδος, της οποίας ο Άγιος υπήρξεν ο κυριώτερος μοχλός, και της οποίας τον όρον αρνήθηκε να υπογράψει. Η ενωτική σύνοδος της Φλωρεντίας υπήρξε μία πολύ συζητημένη και στην προοπτική της αναμφίβολα πολύ σημαντική σύνοδος. Ήταν η πρώτη φορά που επίσημα επρόκειτο να συζητηθούν οι δογματικές διαφορές των Εκκλησιών. Ερωτάται όμως· μπορούσε η σύνοδος εκείνη να δικαιολογήσει τον τίτλο της ως οικουμενικής, να φέρει εις πέρας το έργο της και να πετύχει την πολυπόθητη ένωση των Εκκλησιών; Ασφαλώς όχι. Όπως αποδείχτηκε, υπήρξε μια επιχείρηση, που ήταν από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Δύση δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στο κορυφαίο ενωτικό αίτημα. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία, σπαρασσομένη από εσωτερικές έριδες και διαμάχες, ήταν τραγικά διχασμένη. Η πολυπληθής λατινική σύνοδος της Βασιλείας (1431 – 1449), η οποία συγκλήθηκε δια να μεταρρυθμίσει τα εκκλησιαστικά πράγματα στη Δύση, να πατάξει το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα και να τον υποτάξει στη σύνοδο, είχε κηρύξει τον Πάπαν αργόν, ο οποίος διωκόμενος από τους αντιπάλους του, κατέφυγε στη Φλωρεντία. Πως μπορούσε μια τέτοια Εκκλησία να εργαστεί αποτελεσματικά δια την ένωση των Εκκλησιών; Αλλά και στην Ανατολήν η κατάσταση ήταν άκρως ταραγμένη και συγκεχυμένη. Ο κινητήριος δια την ένωση μοχλός ήταν η πολιτική σκοπιμότητα. Την ένωση ήθελε διακαώς ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, ο οποίος προσδοκούσε στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση προς απόκρουση της τουρκικής απειλής. Βαυκαλιζόταν με μια φρούδα ελπίδα και μ’ ένα αχνό και άπιαστο όνειρο. Διότι, και σε περίπτωση ακόμη που οι δυτικοί ηγεμόνες ήθελαν να οργανώσουν και ν’ αποστείλουν αξιόμαχη στρατιωτική βοήθεια στην Ανατολή, δεν μπορούσαν να το κάνουν, λόγω των μεταξύ τους διενέξεων και διαφορών. Στη ψυχή της Ορθόδοξης Ανατολής ήταν βαθιά χαραγμένη η πεποίθηση, ότι ο Πάπας δεν ήθελε πραγματικήν ένωση των Εκκλησιών και ότι υπό το πρόσχημα της ενώσεως επεδίωκε την καθυπόταξη της Ανατολικής Εκκλησίας, την κατ’ Ανατολάς επέκταση της πολιτικής του επιρροής και την τόνωση του τρωθέντος στη Δύση γοήτρου του. Άλλωστε η ιστορική εμπειρία των Βυζαντινών ήταν ο καταλληλότερος διδάσκαλος και οδηγός. Και προηγούμενα είχαν επιχειρηθεί απόπειρες φιλενωτικές, οι οποίες όμως, κινούμενες κατά κανόνα από πολιτική ιδιοτέλεια, αποτύγχαναν, διότι τις καταδίκαζεν ο ορθόδοξος λαός, ο οποίος διέβλεπε σ’ αυτές την καθυπόταξη της Ορθοδοξίας του και τον αφανισμό του Έθνους του. Οι Σταυροφορίες άλλωστε είχαν δώσει πολλά δείγματα γραφής του  τι έμελλε να επακολουθήσει σε μια τέτοια εκκλησιαστική ένωση. Τόσο πικρές ήσαν οι εμπειρίες που στο πέρασμα του χρόνου στιβάχτηκαν στην ορθόδοξη ψυχή της Ανατολής από τη διπλωματική κακότητα της Δύσεως, ώστε στο τραγικό δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί: πολιτική καθυπόταξη στους Τούρκους ή εκλατινισμόν, να προκρίνουν το πρώτο, διότι σε μια ενδεχόμενη τουρκική καθυπόταξη, η Ορθοδοξία θα μπορούσε σιγά – σιγά με το μορφωτικό δυναμισμό και την αναγεννητική της δύναμη να συγκρατήσει και να ανασυνδέσει τα λείψανα του Έθνους, παρασκευάζοντας την αποτίναξη του δουλικού ζυγού, ενώ ο εκλατινισμός θα σήμαινε τον τέλειο θρησκευτικό και πολιτιστικό αφανισμό του Έθνους. Η ιστορία τελικά εδικαίωσε τους φόβους και τις προσδοκίες τους. Ο Αυτοκράτωρ, παρά την αντιλατινική τοποθέτηση του βυζαντινού λαού, παρά τις παραινέσεις του ευσεβούς λογίου πατρός του Μανουήλ Β’  Παλαιολόγου και τις συμβουλές του διακεκριμένου θεολόγου και αξιωματούχου του Γεωργίου Σχολαρίου να είναι προσεκτικός στις κινήσεις του, έσπευσε προς τη Σύνοδο εις ένα και μόνον αποβλέπων, την εξασφάλιση στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση. Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωσήφ, ενώ στην αρχή είχεν ενδοιασμούς, ενέδωσεν κατόπιν, προσδοκώντας ότι με την ένωση των Εκκλησιών θα ηύξανε το κύρος του – με τη βοήθεια εννοείται του Πάπα – έναντι της εξουσίας του Αυτοκράτορος, βαυκαλιζόμενος συνάμα με την ελπίδα ότι στην Ιταλίαν οι Βυζαντινοί θα κέρδιζαν την υπόθεση της Ορθοδοξίας! Ο Μάρκος, ασθενής και εξαντλημένος σωματικά από την αυστηρή άσκησή του στη Μονή του αγ. Γεωργίου των Μαγγάνων, στην αρχή ήταν απρόθυμος να μετάσχει στη σχεδιαζόμενη Σύνοδο. Ενέδωσε όμως στις πιέσεις του Αυτοκράτορος, ο οποίος ιδιαίτερα τον εκτιμούσε δια την αγιότητα και τη σοφία του, και φυσικά στη φωνή του χρέους, ότι δεν έπρεπε ν’ απουσιάσει από μια τόσο βαρυσήμαντη αποστολή. Συγκατατέθηκε, λοιπόν,  και για την απόκτηση μεγαλύτερου γοήτρου χειροτονήθηκε επίσκοπος Εφέσου, το ποίμνιο της οποίας όμως ουδέποτε αξιώθηκε να ποιμάνει. Οι Μητροπολίτες Μάρκος Εφέσου, Διονύσιος Σάρδεων και Νικαίας Βησσαρίων ορίστηκαν «πρόκριτοι εν τη Συνόδω», ενώ ο Σχολάριος χαρακτηρίζει τον Μάρκον «έξαρχον της εν Φλωρεντία των ημετέρων συνελεύσεως». Η Σύνοδος που έγινε σε δύο φάσεις – αρχικά στη Φερράρα και έπειτα στη Φλωρεντία – ήταν ασυνήθους διάρκειας και διαδικασίας επίπονης. Τα κατ’ αυτήν ιστορεί ο Μέγας Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας των γενομένων, του οποίου η αξιοπιστία από κανένα δεν μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί. Υπάρχουν όμως και άλλες παραλληλες και αξιόπιστες πηγές. Από την αρχή – προτού ακόμη αρχίσει η Σύνοδος το έργο της – ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ έδωσε δείγματα αντιπροσωπευτικά της αλαζονείας και της οιήσεως της Παπωσύνης, απαιτήσας, αδελφικότατα και χριστιανικότατα, από τον Πατριάρχη Ιωσήφ να ασπασθεί τον πόδα του (!). Αυτό φυσικά δεν έγινε. Ο κατά τα άλλα χλιαρός Πατριάρχης αντέδρασε σθεναρότατα στην πρόκληση. Στη συνέχεια, το πλέγμα υπεροχής και ανωτερότητος του Παπισμού εκδηλώθηκε με άλλο τρόπο, με την αξίωση ο Πάπας να καθήσει, κατά την Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Συνόδου στον καθεδρικό ναό του αγίου Γεωργίου, υψηλότερα από όλους τους άλλους πάνω σε θρόνο που θα έφερε «ουρανόν», «ως πρώτος και συνοχεύς πάντων, ίνα και τα εκάτερα μέρη συνέχη». Όλα αυτά ήσαν προμηνύματα δυσοίωνα του τι έμελλε να επακολουθήσει στη Σύνοδο. Εν πάση περιπτώσει οι Βυζαντινοί, παρά τους πολλούς ενδοιασμούς και τις επιφυλάξεις τους, δεν προσήλθαν προκατειλημμένοι στη Σύνοδο. Ήλπιζαν σε ένα αξιοπρεπή και έντιμο διάλογο. Ο ισχυρισμός ότι ο Μάρκος παρεκάθησε στη Σύνοδο τρέφοντας μίσος κατά των Λατίνων, είναι αναληθής. Τη μετριοπάθεια και τα φιλικά του συναισθήματα είχεν εκφράσει άλλωστε με μειλιχιότητα κατά τις πρώτες συζητήσεις της Συνόδου, όπως και στο υπόμνημά του που απηύθυνε προς τον Πάπαν. Ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιρμπανλής στην ωραία εργασία του «Μark Eugenicus and the Council of Florence” (Θεσς. 1974) επιμένει στην ανάδειξη του γεγονότος, ότι ο Μάρκος δεν μετείχε στην ανύπαρκτη τότε αντιλατινική κίνηση «Ιερά Σύναξις», η οποία ιδρύθηκε μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας στην Κων/πολη, και της οποίας ηγέτης υπήρξεν ασφαλώς ο άγιος Πατήρ. Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό, ότι σκοπός του Πάπα δεν ήταν ένας αξιοπρεπής και έντιμος διάλογος και μία αληθινή ένωση Εκκλησιών. Ακολουθώντας στην τακτική των προγενεστέρων του Παπών καθώς και των φράγκων ηγεμόνων της Δύσεως, με το πρόσχημα της ενώσεως απέβλεπε στην καθυπόταξη και τον εκλατινισμό της Ορθόδοξης Ανατολής. Δια την επιτυχία του σκοπού αυτού δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Έμπειρος περί τα ψυχολογικά πράγματα, ασκούσε πίεση στους Έλληνες συνέδρους, περικόπτοντας ή και καθυστερώντας την καταβολή του πενιχρού σιτηρεσίου τους. Πόσοι άραγε είχαν τη δύναμη ν’ αντισταθούν σ’ αυτό το τόσο φιλάδελφο και φιλόξενο (!) επιχείρημα; Άλλοτε, πάλιν, κατέφευγε σε κολακείες και χορηγούσε δόματα υλικά και παροχές, μη παραλείποντας να εκτοξεύσει και απειλές, δια να κάμψει τους ενδοιασνούς και την αντίσταση στη θέληση και τις επιδιώξεις του(!). Αλλά και στο καθαρά θεολογικό έργο της Συνόδου ο τρόπος του δεν ήταν πέρα ως πέρα έντιμος. Οι θεολόγοι του δεν δίσταζαν να παρουσιάσουν νοθευμένα κείμενα πατερικών έργων – πράγμα εξόχως προσφιλές στη μεσαιωνική λατινική Δύση – και αυτής ακόμη της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου(!), σε βαθμό που και αυτός ακόμη ο Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός  να παρατηρήσει· αφού υπήρχε τέτοιο σημαντικό κείμενο, γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε προηγούμενα από τους λατίνους θεολόγους; Άλλη πάλιν προσφιλής μέθοδος του Πάπα ήσαν τα σκοτεινά παρασκηνιακά διαβούλια – ερήμην φυσικά του Μάρκου -, όπου από κατ’ επιλογήν επιτροπές μαγειρεύονταν τα πράγματα της Συνόδου. Αντίθετα, η στάση και η συμπεριφορά του επισκόπου της Εφέσου καθ’ όλην τη διάρκεια της Συνόδου, ήταν αξιοπρεπής, σταθερή και αταλάντευτη. Δεν επτοείτο από την περικοπή του σιτηρεσίου. Πόσην άραγε ανάγκη τροφής είχε το συνηθισμένο στην ασκητική κακουχία και στέρηση σώμα του; Ποίαν ανάγκην είχεν ο ησυχαστής μοναχός, ο τα πάντα διανείμας δια τη δόξα του Χριστού, από δόματα υλικά και παροχές, από υποσχέσεις, κολακείες και απειλές; Μήπως θα δίσταζε, αν το καλούσε η ανάγκη, να θυσιάσει τη ζωή του για την υπόθεση της Ορθοδοξίας; Η μνημιώδης απάντησή του στον Αυτοκράτορα Ιωάννη, την οποίαν μόνο ένας πραγματικός ορθόδοξος ιεράρχης μπορούσε να εκστομίσει, είναι ενδεικτική της νοοτροπίας και της αποφασιστικότητός του: «Ου ποιήσω τούτο ποτέ (την υπογραφή δηλαδή του όρου της Συνόδου), καν ει τι και γένηται». Οι κεραυνικοί αυτοί λόγοι του Αγίου έπληξαν καίρια τις προσδοκίες του Πάπα, ο οποίος, πληροφορηθείς την άρνηση του Μάρκου να υπογράψει τον ενωτικό συνοδικό όρο, με απογοήτευση ανεφώνησε: «Λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν». Ως βάση του συνοδικούδιαλόγου ο Μάρκος έθετε την ανεύρεση της θείας αληθείας. Οι συζητήσεις έπρεπε να επισημάνουν την πλάνην, η οποία έπρεπε κάπου να υπάρχει στις διιστάμενες Εκκλησίες. Με αυτή την προϋπόθεση, την επισήμανση της αληθείας, ήλθε με φιλικότητα να συζητήσει με τους Παπικούς στην Ιταλία. Οποιεσδήποτε άλλες σκοπιμότητες, την «κατ’ οικονομίαν» ένωση και τις δογματικές μεσότητες, απέκρουε μετά δυνάμεως. Σαν θεμέλιο δε του δογματικού διαλόγου έθετε τη μαρτυρία του ανόθευτου πατερικού λόγου, όπως αυτός εξέβαλλε στον Παλαμισμό, και των Συνόδων της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας. Στη βάση αυτή έπρεπε ν’ ανακριθούν τα πάντα. Από τη θέση αυτή δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει έστω και ένα βήμα. Βεβαίως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη δυσχέρεια της λατινικής θέσεως μπροστά στην αδαμάντινη αυτή τοποθέτηση του Μάρκου, δυσχέρεια φυσικά την οποία δεν ωφελούσε η νόθευση των πατερικών κειμένων, στην οποίαν κατέφευγαν οι Παπικοί, και την οποίαν πάραυτα επεσήμαινε ο Άγιος. Η λατινική επιχειρηματολογία παρέμενε έκθετη και απροκάλυπτη. Ως ήταν επόμενο, την ορθοδοξότατη αυτή τοποθέτηση του επισκόπου της Εφέσου δεν υιοθετούσαν σε όλη τη γραμμή της οι Έλληνες ενωτικοί, οι οποίοι υπεστήριζαν την «οικονομικήν» ένωση και τις συμβιβαστικές μεσότητες. Το περίεργον δε είναι ότι ο Βησσαρίων, ενώ στην αρχή συμμαχούσε με τον Άγιον Εφέσου, κατόπιν, χολωθείς επειδή ο Αυτοκράτωρ επήνεσε περισσότερο τη γραπτή συμβολή του Μάρκου στο ζήτημα του «καθαρτηρίου πυρός» και επειδή οι περισσότεροι των Ορθοδόξων συνέδρων θεωρούσαν τον Μάρκον ως τον κυριότερον εκφραστή της ορθόδοξης θεολογίας και τον τιμούσαν περισσότερον, τον εγκατέλειψε, αφήνοντάς τον να μάχεται μόνος εναντίον όλων! Από τα πολλά κείμενα του Μάρκου θα επιστήσουμε εδώ την προσοχή μονάχα σε δύο, τα οποία είναι ενδεικτικά της στάσεώς του έναντι των Λατινοφρόνων, παρέχοντα επίσης γενικές νύξεις της δογματικής τοποθετήσεώς του στο φιλενωτικό διάλογο της Φλωρεντίας. Τα κείμενα αυτά είναι: α) Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού Εγκύκλιος «τοις απανταχού της γης και των νήσων Ορθοδόξοις Χριστιανοίς». Και β) Του αγιωτάτου Μητροπολίτου Εφέσου, κυρίου Μάρκου του Ευγενικού, Ομολογία της ορθής πίστεως, εκτεθείσα εν Φλωρεντία κατά την προς τους Λατίνους γενομένην σύνοδον». Το πρώτο κείμενο, που για τη σημασία του είναι καταχωρημένο στα συμβολικά δογματικά μνημεία της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, γράφτηκε μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1440/1) από τη νήσο Λήμνο, όπου, κατ’ απαίτηση των φιλενωτικών του Βυζαντίου, εξορίστηκε ο Άγιος από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο. Στην Εγκύκλιό του αυτήν ο Μάρκος καθάπτεται δριμύτατα των Λατινοφρόνων, οι οποίοι από τότε εχρημάτισαν πρόδρομοι των μεταγενεστέρων εχθρών της Ορθοδοξίας Ουνιτών, για να προφυλάξει κυρίως τους Ορθοδόξους των ελληνικών νήσων από την προπαγάνδα Λατίνων και Λατινοφρόνων, που στις περιοχές αυτές ήσαν ιδιαίτερα έντονες και αισθητές. Τους Λατινόφρονες ο άγιος Πατήρ χαρακτηρίζει ως «Βαβυλωνίους», οι οποίοι καθυπέταξαν την Ορθοδοξίαν στη ¨Βαβυλώνα των λατινικών εθών και δογμάτων»· ως «Γραικολατίνους», ως «μιξόθηρες» ανθρώπους, κατά το πρότυπο των μυθικών ιπποκενταύρων, οι οποίοι, μαζί μεν με τους Λατίνους ομολογούν το Πνεύμα και εκ του Υιού, επικροτούντες την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, μαζί δε με τους Ορθοδόξους λέγουν, ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και απαγγέλουν το Σύμβολο χωρίς το Filioque. Χαρακτηρίζει τους Λατίνους όχι μόνον ως σχισματικούς αλλά και ως αιρετικούς, «ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκη (του Filioque) ποιήσαντας». Διότι, ως τονίζει, «αιρετικός εστ και τοις των κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο κατά μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως». Σύμφωνα με τον έβδομο Κανόνα της Β΄ Οικ. Συνόδου, κατατάσσει τους Λατίνους στη σειρά των αρχαίων αιρετικών, Αρειανών, Μακεδονιανών, Σαββατιανών κ.ά. οι οποίοι σε περίπτωση επανόδου τους στην Καθολική Εκκλησία χρίονταν μα άγιο μύρο. Καταπολεμεί οξύτατα τη διαβόητη «μεσότητα», που αποτελούσε το συνεκτικό ιστό της φιλενωτικής πολιτικής των Λατινοφρόνων. Μεσότης δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ δύο διαφορετικών δοξασιών. Ή η μία είναι σωστή ή η άλλη. Και οι δύο ταυτόχρονα να αληθεύουν είναι αδύνατον. Η αληθεια δεν μοιάζει με κόθορνο (παπούτσι του αρχαίου θεάτρου, στο οποίο χωρούσαν και τα δύο πόδια). Συνιστά στους πιστούς να αποφεύγουν τους Λατινόφρονες «ως φεύγει τις από όφεως», διότι είναι «χριστοκάπηλοι» και «χριστέμποροι»· «ου γαρ ίνα μάθωσιν, αλλ’ ίνα λάβωσι προς εκείνους (Λατίνους) αυτομολούσι». Εξαίρει, μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, το άκτιστο της θείας θελήσεως και ενέργειας, ενώ οι Γραικολατίνοι,  μαζί με τους Λατίνους και τον Θωμά, «την μεν θέλησιν ταυτόν τη ουσία, την δε θείαν ενέργειαν κτιστήν είναι λέγουσι, καν τε θεότης ονομάζοιτο, καν τε θείον και άϋλον φως, καν τε Πνεύμα άγιον, καν τε τι τοιούτον έτερον, και ούτω κτιστήν θεότητα και κτιστόν θείον φως και κτιστόν Πνεύμα άγιον τα πονηρά πρεσβεύουσι κτίσματα». Εξαίρει δε και άλλες παπικές ετεροδιδασκαλίες: την πλήρη και τελειωτική μετά θάνατο κρίση και ανταπόδοση· το καθάρσιο πυρ, διάφορο του της γεέννης· τη χρήση των αζύμων στην ευχαριστία· την άθεσμη και παράνομη προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο καθώς και το παπικό Πρωτείον. Στην Ομολογία δε πίστεώς του ο Μάρκος εκθέτει συνοπτικά, επί τη βάσει της διδασκαλίας των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας – κυρίως Ιωάννου του Δαμασκηνού – την περί αγίας Τριάδος πίστη του, με επίκεντρο την περί αγίου Πνεύματος διδασκαλίαν, η οποία ήταν και το επίμαχο θέμα. Αιτία και πηγή της θεότητος είναι ο Πατήρ. Εξ αυτού γεννάται αϊδίως ο Υιός και εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιον. Ο Υιός δεν μετέχει της εκπορεύσεως, όπως δεν μετέχει και της γεννήσεως. Στην Τριάδα μόνος αίτιος είναι ο Πατήρ. Στη σχέση αυτή έχει την εφαρμογή της η πρόθεση εκ, η οποία ουδέποτε αποδίδεται στον Υιόν. Στην έκφραση «εκ Πατρός δι’ Υιού», η πρόθεση δια δεν έχει την έννοια της αιτιώδους αρχής, αλλά της εξωτερικής φανερώσεως και εκλάμψεως του αγίου Πνεύματος: «Λείπεται άρα το εκ Πατρός δι’ Υιού εκπορεύεσθαι το Πνεύμα το άγιον ούτω λέγεσθαι κατά τον της συνεπτυγμένης θεολογίας τρόπον ως εκ Πατρός εκπορευόμενον, δι’ Υιού φανερούσθαι ή γνωρίζεσθαι ή πεφηνέναι νοείσθαι». Το ίδιο σημαίνει και η φράση «Πνεύμα Υιού», που χρησιμοποιούν οι άγιοι Πατέρες, ως «δι’ αυτού (του Υιού) φανερούμενον και τη κτίσει μεταδιδόμενον, αλλ’ ουκ εξ αυτού έχον την ύπαρξιν», όπως δηλώνει (η φράση) και την κοινότητα ουσίας μεταξύ Πνεύματος και Υιού. Αν το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται και εκ του Υιού, τότε εισάγεται «δεύτερος αίτιος εν τη Τριάδι, καντεύθεν δύο αίτιοι και δύο αρχαί γνωρίζονται». Οι Λατίνοι δια του Filioque δεν μπορούν να αποφύγουν τη δυαρχία, διότι η αρχή είναι ιδίωμα υποστατικό, το οποίον διακρίνει τα πρόσωπα. Κατά τον Μάρκον η προσθήκη του Filioque είναι άθεσμος και αντικανονική. Την απαγορεύουν ρητώς οι προγενέστερες οικουμενικές Σύνοδοι. Κάθε δε σχέση με τους αλλοιωτές του ιερού Συμβόλου της Πίστεως απαγορεύεται επί ποινή ακοινωνησίας: «ο γαρ κοινωνών τω ακοινωνήτω, και αυτός ακοινώνητος έσται». Κατά τον ιερόν Πατέρα η οικονομία δεν πρέπει να συνοδεύεται από παρανομίαν: «οικονομητέον, ένθα ου παρανομητέον». «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι – επιλέγει – πάσαι αι σύνοδοι και πάσαι αι θείαι γραφαί φεύγουν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων γαρ εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ενωθείναι κελεύουσι;». Μετά από μακροχρόνιες συζητήσεις και διαβουλεύσεις, ο «όρος» της Συνόδου υπογράφτηκε τελικά την 5ην Ιουλίου 1439. Στην υπογραφή συνετέλεσαν κυρίως η σπουδή του Αυτοκράτορος και των Λατινοφρόνων και η δι’ ευνοήτους λόγους επιμονή του Πάπα Ευγενίου Δ΄. Από ελληνικής πλευράς δεν υπέγραψαν: Ο Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός, ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας  και ο Ιβηρίας· από δε τους λαϊκούς δεν υπέγραψαν ο αδελφός του Αυτοκράτορος δεσπότης Δημήτριος, ο Γεώργιος Γεμιστός και ο Γεώργιος Σχολάριος. Οι τελευταίοι είχαν ήδη αναχωρήσει από την Φλωρεντία μετά το θάνατο του Πατριάρχου Ιωσήφ, του οποίου την υπογραφή είχε είχε προλάβει ο θάνατος. Ποίος ήταν ο τελικός απολογισμός της Συνόδου; Η Παπική Εκκλησία την κατέταξε πανηγυρικά στη σειρά των Οικουμενικών της συνόδων, μεγάλως εγκαυχώμενη γι’ αυτήν. Πολλά ήσαν τα δια τον Παπισμό προκύψαντα εξ αυτής ωφελήματα. Όπως παρατηρεί ο Καθηγητής Θεόδωρος Ζήσης, δια της Συνόδου της Φλωρεντίας πρωτίστως αυξήθηκε το κύρος του Ευγενίου Δ΄, το οποίον είχε καταρρακωθεί από τη σύνοδο της Βασιλείας. Ενομιμοποιήθηκαν οι επιδιώξεις των Παπών περί πρωτείου και κυριαρχίας επί της καθόλου Εκκλησίας, πράγμα που επί αιώνες επιζητούσαν και δεν το κατόρθωναν, και κυρίως προσφέρθηκε στον Παπισμόν η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε στις συνόδους του Τριδέντου (1545 – 1563) και της Α΄ Βατικανού (1870) η δογματοποίηση του παπικού πρωτείου και του αλαθήτου. Στην Ανατολή τα πράγματα ήσαν εντελώς διαφορετικά. Η Βυζαντινή Εκκλησία ουδέποτε ανεγνώρισε τη Σύνοδο αυτή. Στη συνείδησή της καταγράφτηκε ως σύνοδος ληστρική, συνέδριο «καϊαφαϊκό», σύνοδος σκοπιμότητος, πλεκτάνης, σκοτεινών παρασκηνίων, ανελευθερίας, πιέσεων, δωροδοκίας και υφαρπαγής της ψήφου των πλειόνων. Ο όρος της παρέμεινε χωρίς καμιά αξία, ως «εν απλούν τεμάχιον χάρτου». Ήδη οι ακουσίως ή εξ υφαρπαγής υπογράψαντες αυτήν Έλληνες αντιπρόσωποι, μόλις γύρισαν στην Κων/πολη, απέπτυσαν την υπογραφή τους. Ο λαός αντέδρασε βιαιότατα. Μετά από αλλεπάλληλες καταδίκες, σύνοδος στην Κων/πολη το 1482 στην οποία μετείχαν και τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, την εκήρυξαν «αργήν και ανενέργητον και ως μηδέ το κατ’ αρχάς όλως συστάσαν». Το κακό όμως είχεν ήδη συντελεστεί. Ο λαός διχάστηκε φοβερά και ένοιωσε έντονες τις συνέπειες της περιπέτειας εκείνης και πιεστικότερο το βάρος της λατινικής προπαγάνδας. Εν τω μεταξύ η βοήθεια από τη Δύση δεν έφθανε! Τους Λατινόφρονες φιλενωτικούς ο βυζαντινός λαός εστιγμάτισεν ως αποστάτες, κυρίως τους σημαντικώτερους αυτών, Νικαίας Βησσαρίωνα, Ρωσσίας Ισίδωρον και Γρηγόριον Πνευματικόν (Μαμμήν ή Μάμμαν). Οι δύο πρώτοι, πολιτογραφηθέντες στη νέα τους πνευματική πατρίδα, τιμήθηκαν από τον Πάπαν με τον επίζηλο τίτλο του καρδιναλίου. Τον τρίτο, γενόμενο για λίγο Πατριάρχη Κων/πόλεως, κατεδίκασε, ως λατινόφρονα, και καθήρεσε σύνοδος στην Κων/πολη το 1450. Και αυτός με τη σειρά του κατέφυγε στη φιλική γι’ αυτόν Ρώμην. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ τιμήθηκε από τον Πάπα με μία λαμπρή κηδεία στη Σάντα Μαρία Νοβέλλα της Φλωρεντίας!Αντίθετα, μεγάλως ετίμησε ο λαός την τριάδα των ανθενωτικών αγωνιστών, Ιωσήφ Βρυέννιον, Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και τον Γεννάδιον Σχολάριον, τους τρεις μεγάλους θεολόγους της πνευματικής κληρονομίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Βρυέννιος, πρύτανις της Πατριαρχικής Ακαδημίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κων/πόλεως, φυσικά δεν έλαβε μέρος συη Σύνοδο, διότι είχεν ήδη αποθάνει. Προετοίμασε όμως την τοποθέτηση σ’ αυτήν του πνευματικού τέκνου του, Μάρκου του Ευγενικού. Ο Βρυέννιος διακρίθηκε ως Παλαμιστής θεολόγος και σφοδρός αντιλατίνος. Αγαπούσε φλογερά την Ορθοδοξία. Οι λόγοι του: «Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία· ου ψευσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας· ουκ αφιστάμεθά σου Μήτερ ευσέβεια· εν σοι εγεννήθημεν, και σοι ζώμεν, και εν σοί κοιμηθησόμεθα· ει δε καλέσει καιρός, και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα», θα συγκινούν πάντοτε και θα διαθερμαίνουν κάθε ορθόδοξη ψυχή. Ιδιαίτερα όμως η Βυζαντινή Ορθοδοξία ετίμησε Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν, διότι στο πρόσωπό του είδε ανακλώμενη τη δική της αυτοσυνειδησία. Ο βυζαντινός λαός τον ετίμησε ιδιαζόντως ως εκφραστή του, ως πληρούντα τους δικούς του πόθους, ως εκφραστή της δικής του ψυχής, ως σύμβολο των δικών του εθνικοθρησκευτικών παραδόσεων, ως το ακλόνητο τεύχος και έρεισμα της μαχόμενης Ορθοδοξίας του και ως άξιο ηγέτητου Έθνους του. Οι σύγχρονοί του πολλαχώς εγκωμίασαν τον Άγιον. Τον εχαρακτήρισαν ως θαυμάσιον άνθρωπο «πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένον και παντοίας σοφίας ανάπλεων» (Θεόδωρος Αγαλλιανός) · ως «σωφρονέστερον των τας ερημίας οικούντων» (Σχολάριος) · ως «εν ελληνικοίς μαθήμασι και ορίοις των αγίων Συνόδων κανόνα και στάθμην απαρέκβατον» (ο φιλολ. Δούκας) · «ως πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένον» (Θεόδωρος Ιερ.)· ως «όντως σοφώτατον και θεολόγον ακρότατον» (Βησσαρίων)·  ως μη μιάναντα χρυσώ τας χείρας (φιλολατ. Ιωσήφ Μεθώνης) · ως κανόνα της «εν δόγμασιν ακριβείας και της των λόγων ορθότητος» (Σχολάριος)· τέλος, ως Άτλαντα φέροντα ώμοις Ορθοδοξίαν». Ως ήταν επόμενο, δεν έλειψαν και οι κατά του προσώπου του Μάρκου οξύτατοι, χυδαίοι και υβριστικοί χαρακτηρισμοί. Τούτο φυσικά δεν εκπλήσσει, διότι είναι ίδιον των μεγάλων προσωπικοτήτων να δημιουργούν εχθρούς και να γίνονται σημείον αντιλεγόμενον. Το ίδιο δεν συνέβη και με το πρόσωπο του ιερού Φωτίου; Από την πλευρά των φιλενωτικών αντιπροσωπευτική ήταν η έναντι του Μάρκου τοποθέτηση του Βησσαρίωνος. Ο Μητροπολίτης Νικαίας τόσο πολύ πιέστηκε από τη σθεναρή στάση και την ανένδοτη αγωνιστηκότητα του Μάρκου, ώστε σε ξέσπασμά του να τον χαρακτηρίσει ως δαιμονισμένο και παράφρονα: «Περισσόν ποιώ και φιλονεικώ μετά ανθρώπου δαιμοναρίου. Αυτός γαρ ένι μαινόμενος»· δια να εισπράξει την απάντηση του Μάρκου: «Συ υπάρχεις κοπέλιν και εποίησας ως κοπέλιν». Τον χαρακτήρισαν ως φανατικό, δύστροπο, πείσμονα, αδιάλλακτον, αμετάπειστον. Η δυστροπία όμως, το πείσμα και η αδιαλλαξία, όταν η θεία αλήθεια είναι το διακυβευόμενο, δεν είναι ψόγοι αλλ’ έπαινοι. Ο Μάρκος ήταν μεν καυστικός στις κρίσεις του, όχι όμως και υβριστής. Όταν χαρακτήριζε τον Βησσαρίωνα «κοπέλιν» ή απαγόρευε στους φιλενωτικούς να παρασταθούν στην κηδεία του, ήταν μεν αυστηρός και αδιάλλακτος, όχι όμως και άδικος. Κάθε άλλο δε, παρά φανατικός ήταν ο προασπιστής και λάτρης της θείας αλήθειας. Τις ίδιες επικρίσεις εκτοξεύουν – δι’ ευνοήτους λόγους – και όλοι οι νεώτεροι παπικοί θεολόγοι συγγραφείς. Αναίρεση των επικρίσεων αυτών παρέχουν στις μνημονευθείσες εργασίες τους οι καθηγητές Τσιρπανλής και Μπούλοβιτς. Τον εκφραστή της καθολικής της συνειδήσεως και πρωταγωνιστή των δογματικών αγώνων της, τον κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικόν ηγέτη της και το θεολόγο της, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία κατέταξε στη σειρά των Αγίων της, τιμώσα τη μνήμη του την 19ην Ιανουαρίου. Τέλος και ο Γεννάδιος Σχολάριος, παρ’ όλον ότι στη Σύνοδο της Φλωρεντίας τήρησε στάση εφεκτική, λόγω της πολιτικής του θέσεως, μετά την ψευδένωση εργάστηκε όσο κανένας άλλος δια τη μη εφαρμογή του επαίσχυντου εκείνου συνοδικού όρου. Ο ισχυρισμός ότι στην αρχή ο Γεννάδιος ήταν φιλενωτικός και μεταστράφηκε τάχα μετά ταύτα, αποτελεί δυσφήμηση, την οποίαν αναιρεί ευστοχότατα στο περί Σχολαρίου έργο του ο καθηγητής Θεόδωρος Ζήσης. Θεολόγος άριστος και πολυγραφότατος, εγκρατής όσον ολίγοι και της δυτικής σχολαστικής θεολογίας, μπορούσε να κονιορτοποιήσει κυριολεκτικά τις λατινικές θεολογικές θέσεις, σπείροντας το φόβο στους θεολόγους της λατινικής Δύσεως. Μετά την άλωση της Πόλεως, η ανάδειξή του σε Πατριάρχη και γενικά το έργο του τον ανέδειξαν μίαν από τις πιο λαμπρές εκκλησιαστικές μορφές της Ορθοδοξίας. Αντί της χλιδής και της ευμάρειας της Παπικής αυλής, προτιμήσας το δρόμο της θυσίας, ανέλαβε ως εθνάρχης τού υπόδουλου Γένους, να περισυλλέξει τα σκορπισμένα του λείψανα, να διατηρήσει στη ψυχή των υποδούλων τη φλόγα της θρησκευτικής και εθνικής του συνειδήσεως, να πετύχει από τον κατακτητή ελευθερίες στη ζωή και το έργο της σκλαβωμένης Ορθοδοξίας και να καταθέσει το θεμέλιο λίθο της αναστάσεως του δουλωμένου Γένους! Τα σύμβολα έχουν καθολική σημασία, στο μέτρο που καθολική είναι και η αλήθεια, την οποίαν διασαλπίζουν, είναι σημεία οικουμενικά, διαχρονικά και αιώνια. Δεν χάνουν την σημασία τους, αλλ’ είναι πάντοτε θαλερά και φωτοβόλα, διαχέοντα το φως τους στους ανθρώπους όλων των εποχών και όλων των αιώνων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα δια τον σήμερα τιμώμενο Μάρκον, επίσκοπον Εφέσου, τον Ευγενικόν, το κατ’ εξοχήν καθολικό και ακένωτο σύμβολο της Ορθοδοξίας, που από τότε που έλαμψε στη Φλωρεντία, δεν έπαυσε να φωτίζει και να διαθερμαίνει κάθε ορθόδοξη ψυχή στη θρησκευτική αυτοσυνειδησία και το χρέος της. Όμως ιδιαίτερα για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία η σημασία του αγίου Επισκόπου της Εφέσου πρέπει να είναι σήμερα προεχόντως καθοδηγητική. Διότι, τηρουμένων των αναλογιών, τα ίδια προβλήματα απασχολούν σήμερα, όπως και τότε, την Ορθοδοξία μας. Τα πρόσωπα μόνον αλλάζουν και οι περιστάσεις. Και σήμερα επιζητείται ευκαίρως ακαίρως η ένωση των Εκκλησιών. Και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που σπεύδουν, άκριτα και επιπόλαια, να αγκαλιάσουν τους ετεροδόξους και να επιδιώξουν μίαν «οικομική» και συμβατικήν ένωση μαζί τους. Όλοι αυτοί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ορθόδοξοι θεολόγοι και ιεράρχες(!), στελεχώνουν τον κακώς νοούμενον οικουμενισμόν, ο οποίος είναι προϊόν των νεώτερων φιλενωτικών τάσεων, και ο οποίος αποτελεί επικίνδυνη παγίδα δια την Ορθοδοξίαν. Οι σύγχρονοι οικουμενιστές έχουν διαμορφώσει ίδια εκκλησιολογική οικουμενική νοοτροπία. Πολλοί έπαυσαν να αποδέχονται εκείνο που όλες οι γενεές των Ορθοδόξων ομολογούσαν μέχρι σήμερα, ότι δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων, μη διστάζοντες να την τοποθετήσουν σε ίση μοίρα με τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους (θεωρία των κλάδων). Υποβαθμίζουν τη σημασία και τη δύναμη των ορθοδόξων δογμάτων, σχετικοποιούν την καθολικότητα της θείας αλήθειας, στη συνείδησή τους ατονούν οι αρχαιοπαράδοτες παραδόσεις, συσκοτίζεται το ιδιαίτερο ήθος της Ορθοδοξίας. Σπεύδουν – όπως και τότε – σε «οικονομικές» λύσεις, σε δογματικές μεσότητες και συμβιβασμούς. Τη συνείδηση των Ορθοδόξων αυτών κατευθύνει η συμβατικότητα μάλλον παρά η αγάπη και η εμμονή στην αλήθεια. Οι οποίοι, εν μέσω εναγκαλισμών με τους ετεροδόξους και μειδιαμάτων, συστήνουν κάθε Εκκλησία να κλείσει στα θησαυροφυλάκιά της τα δόγματα (!) και να εκδώσουμε όλοι από κοινού το νέο οικουμενιστικό νόμισμα της αγάπης (!), λησμονούντες ότι αγάπη μη βασισμένη στη θεία αλήθεια είναι οικοδόμημα χωρίς θεμέλιο. Και κατηγορούν – όπως και τότε – τους παραδοσιακούς Ορθοδόξους ως στενόμυαλους και φανατισμένους, ως ναρκισσευόμενους και επαρχιώτες! Και οι οποίοι δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν, ότι τα καμώματά τους είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε ένα νέο θλιβερό σχίσμα την Ορθοδοξίαν! Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή είναι πολύ παρήγορο το γεγονός, ότι υπάρχει εν εξελίξει ο επίσημος θεολογικός διάλογος μεταξύ των διισταμένων Εκκλησιών, ο οποίος, μπορεί μεν κατά την άποψη ορισμένων να πολλαπλασιάζει τα προβλήματα, όμως είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για μια αληθινή φιλενωτική προσέγγιση, που μπορεί να αποτρέψει μίαν ένωση – ας μου επιτραπεί η έκφραση – «μαϊμού», η οποία θα βλάψει ανεπανόρθωτα την εν τω κόσμω αποστολή και υπόθεση της Ορθοδοξίας. Οι σημερινοί χρόνοι, οι τόσο ρευστοί και ακαθόριστοι, είναι ιδιαίτερα δύσκολοι δια την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Ο Παπισμός, παρά τα πολλαπλά προβλήματα που τον πιέζουν, παραμένει πάντοτε ο ίδιος, αυταρχικός και απόλυτος. Θέλει να μας κάνει δικούς του, να μας γυρίσει πίσω στο μαντρί του. Ενισχύει και υποθάλπει την Ουνία, αυτό το κακόμορφο και εκτρωματικό μόρφωμά του, ενώ συγχρόνως δεν ντρέπεται να μας ονομάζει αδελφούς του! Το άσχημο δε είναι ότι η πολιτική συγκυρία, όπως εξελίσσεται σήμερα, ίσως να ευνοεί τους χειρισμούς του. Από την άλλη μεριά ο Προτεσταντισμός εξακολουθεί να παραμένει εκκλησιολογικά ασπόνδυλος, εγκλωβισμένος στον υποκειμενισμό, τον εκκλησιαστικό πλουραλισμό και το φιλελευθερισμό του. Είναι όμως παράλληλα και χρόνοι εξόχως προκλητικοί δια την Ορθοδοξία. Ο σύγχρονος κόσμος, αν και κερδίζει την πολιτική και πολιτιστική του ενοποίηση, έχει χάσει ωστόσο τον πνευματικό του προσανατολισμό. Δεν τον ικανοποιεί πλέον εκείνο που του προσφέρει ένας χρεωκοπημένος Χριστιανισμός, όπως τον έχει καταντήσει η υλιστική Δύση. Ο σύγχρονος ταλαιπωρημένος και αποστατικός άνθρωπος ο πνιγμένος μεν στα αγαθά του, πνευματικά όμως έρημος και ανερμάτιστος, διψά να γνωρίσει την αλήθεια στην καθολικότητα, την καθαρότητα και τη λυτρωτική της πληρότητα. Και τούτο μόνον η Ορθοδοξία μπορεί να του προσφέρει με ένα σύγχρονο ζωντανό λόγο και με τη φωτεινότητα του ήθους της, η Ορθοδοξία η αφτιασίδωτη, χωρίς την περίκομψη οικουμενιστική της αμφίεση, η Ορθοδοξία του ασκητηρίου και όχι του σύγχρονου εκκλησιολογικού συρμού και των οικουμενιστικών συμποσίων και σαλονιών. Η Ορθοδοξία, που με το πλήρωμα της λυτρωτικής θείας αληθείας που κατέχει, με το ήθος και την παράδοσή της μπορεί να φανερώσει στο σύγχρονο κόσμο τον αληθινό Θεό, και να τον βοηθήσει να βρει το νόημα και τον προορισμό του. Και θα επιτύχει όλα αυτά, αν εξακολουθήσει να εμπνέεται από την ένθεη φλόγα, το ιερό πάθος και τους αγώνες του ακένωτου συμβόλου της, Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού.                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου