Τη ΚΗ΄ (28η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών κι Ομολογητού ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ, διασωθέντος από του μαρτυρικού τέλους εν έτει από Χριστού 276.

Χαρίτων ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη εις το Ικόνιον της Μικράς Ασίας, εις το οποίον και ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ανδρωθείς δε εγένετο περιβόητος δια την ευσέβειαν και την αρετήν του και κατέστη πρώτος της πόλεως ταύτης. Κατά την εποχήν εκείνην (σο΄ - σοστ΄ ) (270-276) εβασίλευεν εν Ρώμη ο Αυρηλιανός, όστις κατ’ αρχάς μεν της βασιλείας του, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως δεν ημπόδιζε τους Χριστιανούς να προσκυνώσι τον αληθινόν Θεόν· κατόπιν όμως παρακινηθείς από τους δαίμονας, τους οποίους ελάτρευεν, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών, και εις όλας τας επαρχίας της βασιλείας του έστειλεν ασεβή προστάγματα, κελεύοντα τους εξουσιαστάς μεθ’ όλης της δυνατής προσπαθείας να καταπείσωσι τους Χριστιανούς να αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού και να επιστρέψωσιν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας, τους δε μη υποτασσομένους εις τα ασεβή προστάγματά του να παιδεύωσι διαφοροτρόπως, και τέλος επονειδίστως να τους θανατώνωσι.

Τα βασιλικά ταύτα διατάγματα έφθασαν και εις το Ικόνιον· όθεν συλληφθείς και ο Άγιος Χαρίτων ωδηγήθη από τους στρατιώτας έμπροσθεν του βασιλικού κριτηρίου. Παρασταθείς δε εις τον ύπατον, ήτοι εις τον δεύτερον μετά τον βασιλέα, και ερωτώμενος υπ’ αυτού πως ονομάζεται, και τι πιστεύει, αποκρίνεται, ότι ονομάζεται Χαρίτων και πιστεύει εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν· και πάλιν ερωτώμενος, διατί εναντιούται εις τα προστάγματα του βασιλέως και δεν καταπείθεται να θυσιάση εις τους αθανάτους θεούς, αποκρίνεται ευπαρρησιάστως· «Εγώ δεν σέβομαι τα σεβάσματά σας, διότι αυτά δεν είναι τη αληθεία θεοί, αλλά πονηροί δαίμονες και δολερώς σας καταπείθουσι να τους νομίζετε θεούς, δια δύο αίτια· πρώτον μεν, δια να δοξάζωνται αυτοί οι ψεύσται με την ένδοξον ονομασίαν της θεότητος, διότι χαίρονται πολύ να τιμώνται ως θεοί, ως φύσει άκρως υπερήφανοι· δεύτερον δε δια να σύρουν μαζί των και τους προσκυνητάς των εις το άσβεστον πυρ της κολάσεως». Ακούσας ταύτα ο κριτής, του είπεν: «Έπρεπεν, ω Χαρίτων, να θυμωθώ τώρα πολλά και να σου δώσω παρευθύς την μεγίστην παίδευσιν, διότι εβλασφήμησας εις τους θεούς· όμως επειδή και αυτοί είναι μακρόθυμοι και αμνησίκακοι, αυτούς μιμούμενος και εγώ, σε συμβουλεύω να προκρίνης το συμφερώτερόν σου και να θυσιάσης εις τους θεούς, δια να απολαύσης μεγάλην τιμήν και ευτυχίαν από τον βασιλέα». Ο δε γενναίος στρατιώτης του Χριστού απεκρίθη: «Ω δικαστά, εάν αυτά τα κωφά και άψυχα ξόανα είναι θεοί, δεν κάμνεις καλά να μακροθυμής δια τας ύβρεις, τας οποίας τους λέγω· ει δε και δεν είναι θεοί, καθώς και τη αληθεία δεν είναι, ματαίως κοπιάζεις παρακινών με να κάμω παράνομα πράγματα· διότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν θα αρνηθώ ποτέ τον ζώντα αληθινόν Θεόν, και να λατρεύσω τους μιαρούς δαίμονας· διότι είμαι ακόλουθος και μιμητής της περιφήμου εκείνης Θέκλης της Πρωτομάρτυρος, η οποία ως άλλος ήλιος λάμπει με τας ακτίνας του Μαρτυρίου εις ταύτην την πόλιν των Ικονιέων· ομοίως είμαι και μαθητής του μεγάλου κήρυκος της ευσεβείας Παύλου, του παρακινήσαντος ενθέως αυτήν την Θέκλαν να υπομείνη τα βάσανα του Μαρτυρίου, δια την αγάπην του Χριστού· όθεν και εγώ σήμερον εμπρός εις όλους λέγω, κατά τον θείον Παύλον: «Ποίον πράγμα δύναται να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός, ή πείνα, ή αρπαγή των υπαρχόντων, ή κίνδυνος ή μάχαιρα, ή άλλο τι κακόν, ή καλόν από τα ανθρώπινα; Όχι! κανέν τοιούτον δεν θα με χωρίση από την αγάπην του Χριστού μου». Ο δε εξουσιαστής, επιθυμών να ελκύση εις εαυτόν τον θείον Χαρίτωνα, του λέγει με πραείαν φωνήν: «Ω καλέ Χαρίτων, εάν τα σεβάσματά μας δεν είναι θεοί, καθώς συ λέγεις, πως οι σεβαστοί βασιλείς, οι προσκυνούντες αυτά και πιστεύοντες ως και ημείς οι εξουσιασταί, απολαμβάνομεν παρ’ αυτών πάσαν δόξαν και ευτυχίαν»; Ο δε Μάρτυς είπε: «Πολλά πεπλανημένοι είσθε σεις οι ειδωλολάτραι, ομολογούντες ότι είναι θεοί τα γλυπτά ξόανα, τα κατεσκευασμένα από τας χείρας των ανθρώπων, τα οποία δεν μετέχουσι παντελώς ούτε από λόγον και νουν ούτε από ζώσαν αίσθησιν· καθώς το λέγει η δική μας Αγία Γραφή, ότι «τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται. Ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γαρ εστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά, και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς». (Ψαλμ. ρλθ: ιε-ιθ). Εάν αμφιβάλλης, ω δικαστά, ότι δεν είναι αληθή αυτά τα οποία είπον, δοκίμασε πραγματικώς, δια να βεβαιωθής· βάλε πυράν εις τα είδωλα, πρόσταξε να συντρίψωσι τα σκέλη των, και τότε θα πληροφορηθής δια της δοκιμής σου, ότι είναι παντελώς αναίσθητα και δεν δύνανται να σαλεύσωσιν ή να λλήσωσιν ή να βλάψωσιν εκείνους οι οποίοι τα αφανίζουσιν». Εις τους λόγους τούτους του Αγίου εθυμώθη πολλά ο παράνομος κριτής και προστάττει να γυμνωθή ο Άγιος και να τανυσθή κατά γης από τα τέσσαρα μέρη των χειρών και των ποδών, και να δαρή με βούνευρα, και η προσταγή του έγινε παρευθύς έργον. Εν τούτω δε τω μεταξύ ο θηριώδης τύραννος έλεγε προς τον Μάρτυρα: «Θυσιάζεις εις τους θεούς, ή θέλεις να σωρευθώσιν ακόμη εις το σώμα σου περισσότεροι ραβδισμοί»; Ο δε καρτερόψυχος Αθλητής τού απεκρίθη· «Όχι ραβδισμούς, αλλά μυρίους θανάτους, αν είναι δυνατόν, να μου δώσης δια την αγάπην του Ιησού, όλους τους δέχομαι μετά χαράς, παρά να καταδεχθώ να αρνηθώ την θεότητά του και να θυσιάσω εις τα είδωλα». Ακούσας δε ο τύραννος ταύτα, επρόσταξε πάλιν να τον δέρουν περισσότερον. Και τόσον πολύ τον έδειραν οι ραβδούχοι, ώστε εξηφάνισαν όλας του τας σάρκας και εφάνησαν τα σπλάγχνα του, έμεινε δε ο Μάρτυς άφωνος από τους ανυποφόρους ραβδισμούς, εν ω οι φονείς εκείνοι ακόμη τον έδερον· τότε δε είπεν ο εξουσιαστής να τον αφήσουν πλέον, όχι διότι τον ελυπήθη ο θηριόγνωμος, αλλ’ ίνα μη αποθανών, συντόμως απαλλαγή περισσοτέρων βασάνων. Λοιπόν οι υπηρέται τον εσήκωσαν ως ημιθανή και επ’ ώμων αυτόν επάραντες, τον έρριψαν εις την φυλακήν. Και ίνα είπω συντομώτερον, αποσιωπών τας πολλάς του γενναίου ανδραγαθίας, φέρεται πάλιν εις το κριτήριον ο Μάρτυς του Χριστού, υγιής γενόμενος παραδόξως υπό του Κυρίου εις όλον του το συντετριμμένον σώμα εντός της φυλακής. Ο δε ματαιόφρων εξουσιαστής εδοκίμασεν αύθις πρώτον μεν με απατηλάς κολακείας, δεύτερον δε με φρικτάς απειλάς να τον φέρη εις την γνώμην του· αλλ’ επειδή ο Μάρτυς ήτο πλέον στερεώτερος εις την πίστιν του Χριστού, καταγελών τας μωρολογίας του, λαμβάνει πάλιν μεγαλύτερα βάσανα, και κατακαίεται το σώμα με φλογεράς λαμπάδας, και πάλιν κατακλείεται σιδηροδέσμιος εις την φυλακήν. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός, και ο θεόμαχος βασιλεύς επαιδεύθη δικαίως θεόθεν δι’ όσας ετέλεσε κακίας κατά των Χριστιανών, κάκιστα αποθανών ο παγκάκιστος· ο δε μετ’ αυτόν βασιλεύσας, Τάκιτος ονομαζόμενος, σωφρονισθείς εκ του παθήματος του Αυρηλιανού, και φοβούμενος μήπως καταδιώκων και εκείνος τους Χριστιανούς παιδευθή ως ο προ αυτού, κατέπαυσε τον διωγμόν των Χριστιανών καθ’ όλας τας επαρχίας της βασιλείας του. Τούτο δε έγινε κατ’ οικονομίαν Θεού, ίνα μη θανατωθή ο θείος Χαρίτων, και ζημιωθώσι πολλοί την ωφέλειαν, την οποίαν έμελλον να λάβωσιν ένεκα της μακροημερεύσεώς του· όθεν δια να γίνη τούτο το κοινωφελές καλόν, η θεία πρόνοια, η κυβερνώσα πανσόφως τα πάντα, ωκονόμησε και ελυτρώθη ο Μάρτυς δεσμών τε και φυλακής· διότι το βασιλικόν διάταγμα έδωκεν εις όλους τελείαν ελευθερίαν. Ο δε Άγιος Χαρίτων, αν και δεν έλαβε τον υπέρ Χριστού μαρτυρικόν θάνατον, όμως εβάστασεν επάνω εις το καρτερικόν σώμα του τα νικητικά σημεία και τα στίγματα του Χριστού· όθεν νενεκρωμένος ων σχεδόν εν τη προσκαίρω ταύτη ζωή και ποθών να ζήση εις το εξής μόνος μόνω τω Χριστώ, μετεχειρίσθη μίαν στενήν και ασκητικωτάτην ζωήν. Πλην έπεσε πάλιν εις διαφόρους πειρασμούς· διότι απερχόμενος εις την αγίαν πόλιν των Ιεροσολύμων συνελήφθη υπό κακών και θηριωδών ληστών, οι οποίοι δέσαντες οπίσω τας χείρας του, και βαλόντες εις τον τράχηλόν του σιδηράν άλυσιν, τον έφερον εις το σπήλαιόν των, και αφήσαντες αυτόν εκεί δεδεμένον μετέβησαν εις δημοσίας οδούς, παραφυλάττοντες προς σύλληψιν και άλλων διαβατών. Ο δε θείος Χαρίτων στοχαζόμενος, ότι ο πειρασμός εκείνος συνέβη εις αυτόν κατά συγχώρησιν του Θεού δια το συμφέρον της ψυχής του, πρώτον μεν ηυχαρίστει κατά πολλά τον Θεόν, υπομένων αυτόν μετά χαράς· έπειτα δε στραφείς προς τον πονηρόν διάβολον, τον ωνείδιζε τοιουτοτρόπως: «Ω μιαρέ και ακάθαρτε, δια τι με παρέδωκας εις τούτους τους ληστάς; ίνα με φονεύσωσιν αυτοί ή να με εμποδίσης από του σκοπού μου; Ει μεν σπουδάζης ίνα θανατωθώ, ματαίως κοπιάζεις· διότι το είδες φανερώτατα, ότι εγώ, Χάριτι του Χριστού μου, καταφρονώ τον θάνατον· ει δε θέλης να με αποκόψης από της οδού μου, ίνα μη πολιτευθώ κατά μίμησιν του Χριστού, δεν δύνασαι να κατορθώσης τίποτε, τη βοηθεία του Θεού· επειδή αυτός, ων φύσει αγαθός, ζητεί να ευρίσκη ολίγην πρόφασιν, δια να χαρίζη πλουσιοπάροχα τα αγαθά του εις τους ποθούντας να πολιτεύωνται θεαρέστως». Και ταύτα μεν εμελέτα κατά μόνας ο Άγιος, μία δε έχιδνα φαρμακερά επήγε, χωρίς να την ίδη ο Άγιος, εις εν αγγείον των κλεπτών, γεμάτον οίνον, και εξήμεσεν εντός αυτού όλον το δηλητήριόν της· και όταν επέστρεψαν ούτοι εις το σπήλαιον διψαλέοι, πιόντες το δηλητηριώδες ποτόν εν τω άμα απέθανον όλοι κατά θείαν δίκην, και τοιουτοτρόπως οι κακοί κακώς ετελεύτησαν· ευθύς δε ο θαυμαστός Χαρίτων ελύθη αοράτως από τα δεσμά· και επειδή ο τόπος εκείνος ήτο επιτηδειότατος εις ησυχίαν, έμεινεν εκεί ο Άγιος κληρονομήσας μάλιστα τα κακώς συνηγμένα υπό των ληστών αργύρια, τα οποία οικονομών καλώς εμοίρασε μέρος μεν εις τους πτωχούς και εις τους Οσίους Πατέρας, οίτινες ευρίσκοντο εις την έρημον, δια δε των εναπολειφθέντων ωκοδόμησε το σπήλαιον των ληστών εις ναόν Θεού άγιον, συστήσας εκεί Λαύραν ευαγεστάτην, ήτις επωνομάσθη Φαράν ομού μετά του Ναού της, τον οποίον ενεκαινίασεν ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων, όστις ήτο ο θείος Μακάριος, εις εκ των τριακοσίων δεκαοκτώ θεοφόρων Πατέρων της Αγίας πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο Όσιος εις το σπήλαιον, έγινε φανερός εις όλους ακουσίως δια την ένθεον πολιτείαν του, και δια τα παράδοξα θαύματα τα οποία έκαμνε καθημερινώς, δι’ ων κατέπειθε πλήθος αναρίθμητον Ελλήνων και Ιουδαίων να δεχθώσι το άγιον Βάπτισμα· πολλοί δε τούτων θαυμάζοντες τους αγώνας και τας αρετάς του ηθέλησαν να τον μιμηθώσι κατά το δυνατόν, και γενόμενοι Μοναχοί υπετάχθησαν εις αυτόν, διότι ήτο τη αληθεία θαύμα εξαίσιον, να βλέπη τις εκείνον τον αξιομακάριστον πως ηγωνίζετο εν ασυγκρίτω προθυμία εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και πως ενόμιζε τρυφήν την εγκράτειαν, και πλούτον αδαπάνητον την ακτημοσύνην, και πως ηγάπα την χαμαικοιτίαν· εις δε τας ολονυκτίους προσευχάς και ψαλμωδίας τόσον πολύ εχαίρετο ο αείμνηστος, ώστε περισσοτέραν ανάπαυσιν εστοχάζετο ότι απελάμβανεν αυτός από των αγρυπνιών του παρά οι φιλόζωοι από της πολυϋπνίας και αναπαύσεώς των επάνω εις τα απαλά στρώματα· και περισσότερον ηυχαριστείτο εκείνος εις το τρίχινόν του φόρεμα, δι’ ου κατέξεε τας μαρτυρικάς πληγάς του, παρά οι φορούντες λαμπρά και μαλακά ιμάτια· διότι η ελπίς της αιωνίου μακαριότητος τον ενεψύχωνε να υπομένη ευχαρίστως τα πάντα, πόνον και κόπον. Ήτο δε ο μακάριος Χαρίτων και πολύ ελεήμων εις τους πτωχούς, και συμπαθής εις τους πταίστας. Φιλόξενος ως ο Αβραάμ, αγαθός, πράος, απλούς, άκακος ως παιδίον, ειρηνικός εις άπαντας, καταδεκτικός, ευπρόσιτος, διδακτικός, πλούσιος εις λόγον και σοφίαν, με τα οποία ηύφραινε τας καρδίας των ακροατών· δια τούτο καθ’ εκάστην έτρεχον οι λαοί προς αυτόν, δια να ακούουν την ψυχοσωτήριον διδασκαλίαν του, και από το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι συνήγοντο εκείσε, η έρημος επολίσθη και ο Άγιος έγινε πολιστής της ερήμου. Βλέπων ο Όσιος, ότι από την πολλήν ταραχήν του συντρέχοντος πλήθους ημποδίζετο από την ησυχίαν και την θείαν συνομιλίαν, και το περισσότερον, σπουδάζων να φύγη την εξ ανθρώπων δόξαν (διότι εγνώριζεν ότι αύτη δύναται να ανεμολικμίση και να αφανίση πάσαν αρετήν), απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν· όθεν παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του όλα τα χρειαζόμενα εις την μοναδικήν πολιτείαν, ήτοι τους διώρισε να τρώγουν άπαξ της ημέρας μετά τον εσπερινόν, και να μη τρώγουν πολύ χορταστικά, αλλά να απέχουν από το φαγητόν, όταν το ζητή ακόμη η όρεξίς των, και η τροφή των να είναι άρτος, το δε άλας προσφάγιον· και ως ποτόν να μεταχειρίζωνται το καθαρόν ύδωρ, αλλά μετά εγκρατείς, δια την ζητουμένην απάθειαν· τους διώρισεν ακόμη και καιρόν δια την ψαλμωδίαν και προσευχήν, τόσον εις τας διωρισμένας ώρας της ημέρας, όσον και τας της νυκτός. Τους παρήγγειλεν ωσαύτως να έχωσι μίσος κατά της αργίας, ως μητρός πάσης κακίας, και έργον εις τας χείρας των παντοτεινόν κατά το ψαλμικόν εκείνο ρητόν του Προφητάνακτος Δαβίδ: «Όλην την ημέραν  διεπέτασα προς σε (τον Θεόν μου) τας χείρας μου» (Ψαλμ. πζ΄ (87), 10), ήτοι να προσεύχωνται πάντοτε δια της υψώσεως των χειρών των. Εάν δε ο κοινός εχθρός σπείρη εις την καρδίαν των, ως ζιζάνιον, κανένα κακόν λογισμόν, τους έλεγε να τον αποκόπτωσιν εκ καρδίας δια της νηστείας και της θεϊκής μαχαίρας της ακαταπαύστου προσευχής, ίνα μη εύρη τόπον αναπαύσεως εις την καρδίαν των και γεννήση φαρμακερόν καρπόν ηδυπαθείας· «Τούτο γαρ το γένος (των δαιμονικών λογισμών) ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ: 21), λέγει ο Κύριος. Τους παρήγγειλε και τούτο: Να μη εξαποστέλλωσι με κενάς χείρας τους πτωχούς τους ερχομένους εις την θύραν του Μοναστηρίου, ίνα μη λαθόντες ποτέ παραβλέψωσιν αυτόν τον Χριστόν, ενδεδυμένον πολλάκις το σχήμα των πτωχών και ερχόμενον προς δοκιμήν ημών. Αφού λοιπόν τους διέταξε τοιουτοτρόπως και κοινή ψήφω και γνώμη όλης της αδελφότητος διώρισεν Ηγούμενον τον εναρετώτατον και εμπειρότατον κατά πάντα, ητοιμάζετο ν’ αναχωρήση. Οι δε αδελφοί, μη υποφέροντες την στέρησίν του, ελυπούντο άκρως, παρακαλούντες αυτόν μετά θερμών δακρύων, να μη χωρισθή απ’ αυτών· αλλά δεν τους υπήκουσε· διότι απέβλεπεν εις μόνον το συμφέρον της ψυχής αυτού τε και αυτών· όθεν τους παρηγόρει ως εξής: «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, δια τον χωρισμόν μου· διότι, εάν εγώ αναχωρήσω απ’ εδώ, δεν έρχεται πλέον κανείς να με ζητή και να ενοχλή και σας, και η αναχώρησίς μου θα γίνη ωφέλιμος και εις εμέ και εις σας· διότι τόσον εγώ, όσον και σεις, έχομεν να ησυχάσωμεν πλέον εις τα κελλία μας και να καρποφορήσωμεν συν Θεώ το μέλι της αρετής». Λοιπόν ασπασθείς αυτούς και παραδώσας εις τον Δεσπότην Χριστόν , ανεχώρησε· περιπατήσας δε μιας ημέρας οδόν, εύρε κτά την Ιεριχώ εν σπήλαιον έρημον και καταλληλότατον εις ησυχίαν, και έμεινεν εκεί κεκρυμμένος πολύν καιρόν και παντελώς άγνωστος, τρώγων τα τυχόντα χόρτα της γης και μετά μόνου του Θεού συνομιλών. Ο πανάγαθος όμως Θεός ο Σωτήρ του κόσμου δεν άφησε κεκρυμμένον τον θησαυρόν, αλλ’ εφανέρωσεν εις τον κόσμον τον δούλον του, δια μέσου των θαυμάτων τα οποία εθαυματούργει δι’ αυτού, ιατρεύων διάφορα πάθη σωματικά και ψυχικά. Επειδή λοιπόν πολλοί των θεραπευομένων, βλέποντες την κατά Θεόν πολιτείαν του και ακούοντες τας ψυχωφελείς νουθεσίας του, ηθέλησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον και τα του κόσμου, και γενόμενοι Μοναχοί έμειναν μετ’ αυτού, δια τούτο ίδρυσε και εκεί δευτέραν Λαύραν, την οποίαν επλάτυνε κατόπιν ο Ελπίδιος, ο ευδοκιμήσας πολύ εις τα ασκητικά κατορθώματα, και επονομασθείς και Δούκας· διότι κάποιος Δούκας υπερησπίζετο ταύτην την Ιεράν Λαύραν, και ημπόδιζε τας καταδρομάς, όσας εκίνουν κατ’ αυτής οι τότε γειτονεύοντες Εβραίοι, κατοικούντες το χωρίον το καλούμενον Νοερόν, οι οποίοι υπό του φθόνου κινούμενοι εζήτουν να εξαφανίσωσι το Μοναστήριον. Επειδή όμως συνέτρεχον και εκείσε καθ’ ημέραν πολλοί, και ούτε ο Άγιος, ούτε οι αδελφοί είχον ησυχίαν, δια τούτο, παραγγείλας και εις αυτούς πως πρέπει να πολιτεύωνται, και εγκαταστήσας άξιον επιστάτην και οδηγόν αυτών, ανεχώρησε και από εκεί, και επήγεν εις άλλον τόπον της ερήμου, Θεκώον καλούμενον· διότι ο Κύριος ημών, ζητών πάντων την σωτηρίαν, εξοικονόμει ούτως ώστε να μεταλλάσση ο Άγιος τας κατοικήσεις του, το μεν ίνα τον κάμη πλέον φανερώτερον εις όλους δια την αρετήν του, το δε ίνα πηγαίνοντες προς αυτόν ωφελώνται και άλλοι πολλοί, μάλιστα ειδωλολάτραι, εξ ων άλλοι μεν επίστευον εις τον Χριστόν και εβαπτίζοντο, άλλοι δε ωδηγούντο εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και αφήνοντες την ματαιότητα του κόσμου και τας κοσμικάς φροντίδας εγίνοντο Μοναχοί, σπουδάζοντες να πολιτεύωνται κατά μίμησιν του Οσίου. Δια το πολύ όθεν πλήθος και των εκεί συναχθέντων αδελφών ωκοδόμησε πάλιν και τρίτην Λαύραν, ονομαζομένην Σουκάν. Ένεκα δε της πολλής αγάπης του πάλιν προς την ησυχίαν, διότι εγνώριζεν εκ δοκιμής την γλυκύτητά της, ως συντεινούσης πλείστον εις την απόκτησιν της αρετής, ερευνών εύρεν εν θεόκτιστον σπήλαιον επάνω εις εν βουνόν, κρημνώδες μεν και άβατον, όχι όμως πολύ μακράν της νεοκτίστου Λαύρας, καλούμενον σπήλαιον Κρεμαστόν, καθό υψηλότατον από της γης, εις το οποίον ανέβαινον μόνον δια κλίμακος. Εις αυτό λοιπόν αναβάς ο μεγαλόψυχος Χαρίτων κατώκησεν· ησυχάζων δε εκεί πολύν καιρόν, και μη δυνάμενος δια το γήρας και τους μακροχρονίους κόπους της ασκήσεως να υπηρετήται μόνος του και να κομίζη το ύδωρ, μηδέ θέλων ν’ αναθέση την διακονίαν ταύτην εις μαθητήν του τινά, δια να μη γίνη βαρετός, τι μεθοδεύεται ο θεοχαρίτωτος; Προστρέχει εις τον Θεόν, όστις δύναται να κάμη τα αδύνατα δυνατά, και τα δύσκολα εύκολα, και δια της προσευχής του, ω του θαύματος! ανέβλυσε παρευθύς ύδωρ καθαρώτατον, το οποίον τρέχει έως την σήμερον από μίαν πλευράν του σπηλαίου, και όχι μόνον παρηγορεί την σωματικήν δίψαν, αλλά και ιατρεύει και πάσαν ασθένειαν, και ούτω γίνεται και μαρτυρία ακριβεστάτη της αγιότητος και της παρρησίας, τας οποίας είχεν εις τον Θεόν ο χαριτόβρυτος Άγιος. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος προεγνώρισε δια θείας αποκαλύψεως την κοίμησιν αυτού· όθεν κατέβη από του σπηλαίου εις την Ιεράν Λαύραν Σουκάν, εκείθεν δε μετά του Ηγουμένου και των αδελφών επήγεν εις το άλλο Μοναστήριον του Ελπιδίου, και συνοδευθείς υπό των ποιμένων τε και των ποιμνίων αμφοτέρων των Μονών, επήγεν εις την Ιερ΄ν Λαύραν Φαράν· και εκεί ένθα έχυσε πρώτον τους ιδρώτας των ασκητικών του παλαισμάτων ηθέλησε να κάμη ύστερον και την διαθήκην του, και να την αφήση ως κληρονομίαν εις όλους τους μαθητάς του, διατάσσων αυτούς τοιουτοτρόπως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου