Αρχίζει επάνω εις το στερέωμα η πνοή του ανέμου να συναθροίζη τα πυκνά
και σκοτεινά νέφη, όχι μόνον δια να καλύψη με την φοβεράν ταύτην θύελλαν τας
φεγγοβόλους αστραπάς του ηλίου, αλλά (μη υποφέρουσα από τον φθόνον να βλέπη
εκείνην την ηλιοστάλακτον λάμψιν) μηχανάται με μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα
και να αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την ακτινοβολούσαν και λάμπουσαν μορφήν του
προσώπου του. Αρχίζει λοιπόν εδώ κάτω εις την επιφάνειαν του νοητού ουρανού το
πονηρόν πνεύμα του διαβόλου να πλέκη εν πυκνόν και σκοτεινόν νέφος,
ζοφωδέστερον τούτο του Άδου, όχι μόνον δια να καλύψη με την συσκότισιν ταύτην
τας φεγγοβόλους ακτίνας του ανατέλλοντος ηλίου, του Αθανασίου, αλλά μη υποφέρων
από τον φθόνον του να βλέπη την λάμψιν της Ορθοδοξίας ακτινοβολούσαν εκ των
λόγων της διδασκαλίας του, προσπαθεί με τα μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα των
αιρέσεων να του αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την φεγγοβόλον και απαυγάζουσαν
πνοήν της ζωής του.
Αλλά καθώς με την πρώτην ριπήν του ανέμου διασκορπίζονται και αφανίζονται εντός ελαχίστου χρόνου τα σύννεφα του ουρανού και ακτινοβολεί πάλιν ο ήλιος εις όλον το σύμπαν, ούτω και υπό της θείας Δυνάμεως διασκορπίζονται και αφανίζονται εν συντόμω τα νέφη, αι αιρέσεις του μιαρού διαβόλου, ακτινοβολεί δε πάλιν ο Αθανάσιος με τας αστραπάς των διδασκαλιών του, πάσι τοις ανθρώποις το της Ορθοδοξίας τιμαλφέστατον φως· «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη· ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:14-15). Αλλά που είναι αι επίβουλοι και εχθρικαί σου δυνάμεις, σκοτεινόμορφε και φθονερέ διάβολε, δια των οποίων ωπλίσθης εναντίον του ανδρικωτάτου Αθανασίου; Που είναι τα κατασκότεινα και ζοφερά σου τεχνάσματα και αι πανουργίαι, δια των οποίων εβιάσθης όχι μόνον να κρύψης τον λαμπρότατον τούτον λύχνον της ευσεβείας υπό τον μόδιον, αλλά και να τον σβέσης τελείως εντός του σκότους της απιστίας; Που είναι αι απατηλαί αιρέσεις σου, δια των οποίων ηγωνίζεσο, ω μιαρέ, να στερήσης τον Υιόν του Θεού από την θείαν ουσίαν και φύσιν του Πατρός; Εσβέσθησαν, απωλέσθησαν και ηφανίσθη με κρότον το ανόσιον εφεύρημά σου της βλασφημίας και «απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου» (Ψαλμ. θ:7). Διότι ο Αθανάσιος, έστω και αν δεν είναι το φως του κόσμου, ακτινοβολεί όμως το ανέσπερον φως της θεολογίας του και απαυγάζει την λαμπροτάτην ακτίνα, τον θείον Λόγον, όστις και ομοούσιος και ομόδοξος είναι μετά του προανάρχου Πατρός· «Υμείς εστέ το φως του κόσμου» (Ματθ. ε:14). Όθεν δια τοιούτον θεολόγον της Εκκλησίας μας, ω ευσεβείς Χριστιανοί, δια τοιούτον λαμπρότατον φωστήρα, τον Αθανάσιον, ανάγκη ήτο σήμερον να ομιλήση ή εις βροντόφωνος θεολόγος και ρήτωρ των θείων Ευαγγελιστών, οι οποίοι, ως δεδιδαγμένοι και πεφωτισμένοι εξ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της πηγής της θείας σοφίας, θα ηδύναντο να τον εγκωμιάσουν ή αυτό το Πανάγιον και τελεταρχικόν Πνεύμα, το οποίον εκένωσεν όλους τους ποταμούς της σοφίας και της συνέσεως αυτού εις την μακαρίαν ψυχήν του Αθανασίου. Αλλ’ επειδή και εγώ ο αμαθής και αμαρτωλός ανέλαβον τούτο το υπέρ την δύναμίν μου, να ευφημήσω δηλαδή τον μέγαν τούτον φωστήρα, τα μεν άλλα θεολογικά προτερήματα του Αγίου αφήνω να ανομολογούσιν οι διδάσκαλοι και οι θεολόγοι της Εκκλησίας μας, τούτο δε μόνον υπόσχομαι· δια πρεσβειών του Αγίου να αποδείξω εις την υμετέραν αγάπην, ότι αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα λάμπει η Ορθοδοξία. Ευθύς ότε ο μέγας φωστήρ και της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος ήρχισε να εξαπλώνη τας χρυσολαμπούσας ακτίνας της Ορθοδοξίας από αυτής έτι της νεαράς του ηλικίας και ήρχισε να βαπτίζη, παίζων, τους συνομηλίκους αυτού παίδας, παις ων και αυτός, εν τη των Αλεξανδρέων πόλει, ήρχισε και ο μιαρός διάβολος από τα κατασκότεινα βασίλεια του Άδου να φθονή, να αφρίζη και να εξαποστέλλη μαύρους καπνούς και σκοτεινά νέφη, δια να αμαυρώση όχι μόνον την φεγγοβόλον ψυχήν εκείνου, αλλά και δια να θανατώση με τα βέλη των αιρέσεων τον αθάνατον, κατά το όνομα και την πίστιν· «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τι κάμνομεν, ω σύντροφοί μου, έλεγεν ο μιαρός διάβολος εις τα πνεύματα, κάτω εις την άβυσσον της κολάσεως; Τι αναμένομεν; Δεν βλέπομεν τον Αθανάσιον πως αγωνίζεται και διδάσκεται εις τα σχολεία των φιλοσόφων, δια να καταυγάση από τους ιερούς άμβωνας την αίγλην της τρισυποστάτου Θεότητος και να ακτινοβολή με τας αστραπάς της φεγγοβόλου γλώσσης του ως μέλλων να διδάξη μονάδα εν τριάδι και τριάδα εν μονάδι, τρισυπόστατον Φύσιν και αδιαίρετον Ουσίαν; Δεν βλέπετε πως θέλει φωταγωγεί με την διδακτικήν του θεολογίαν, κηρύττων ομοούσιον και ομόδοξον και συναϊδιον τω Πατρί τον Υιόν του Θεού; Δεν βλέπετε πόσας ψυχάς θέλει σύρει από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, αρπάζων ταύτας από την φάρυγγα και τους όνυχας ημών των νοητών δρακόντων, με το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας; Υπομένομεν, εξηκολούθει λέγων ο μιαρός, τοιαύτην ύβριν και ατιμίαν του Αθανασίου, να κηρύττη εκείνος άναρχον γέννησιν του Υιού μετά του Πατρός και χρονικήν μετά της μητρός, ουσίας και φύσεις δύο δογματίζων και θεολογών ο Αθανάσιος εν μια μόνη τη υποστάσει του Χριστού; Όχι, να μη νικήση ο Αθανάσιος και να καταισχυνθώμεν ημείς· ας τανύσωμεν το φαρμακερόν κατά του Αθανασίου τόξον μας, τον φίλον μας δηλαδή και υπηρέτην Άρειον, και ας οπλίσωμεν ισχυρώς τούτον με τα εχθρικά μας βέλη των σκοτεινών αιρέσεων, δια να θανατώσωμεν με ταύτα τον Αθανάσιον. Ας συλλογισθώμεν την αδικίαν αυτήν και ας γεννήσωμεν την ανομίαν μέσα εις την καρδίαν του Αρείου, ίνα δογματίζη και διδάσκη, ως άλλης φύσεως και ουσίας όντα τον Υιόν του Θεού και όχι ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί, καθώς ευαγγελίζεται ο Αθανάσιος, δια να πνίξωμεν την ψυχήν του με την αίρεσιν ταύτην και να σύρωμεν πλήθη ανθρώπων αιρεσιαρχών κάτω εδώ εις την κόλασιν, ίνα συντροφεύωσιν ημάς. «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τοιουτοτρόπως αφού ωμίλησεν ο μιαρός διάβολος προς τους συντρόφους του κάτω εις τον Άδην, ευθύς απέστειλε τα πονηρά πνεύματα, δια να κατοικήσωσι μέσα εις την καρδίαν του Αρείου και να τον διδάξωσι την βλασφημίαν κατά του Υιού του Θεού. Τι δεν ενήργει δε τότε η πονηρία του διαβόλου δια του οργάνου της του Αρείου, με τον σκοπόν να σκοτίση την λάμψιν του Αθανασίου! Και τι δεν εμηχανάτο ο Άρειος δια να αποστομώση το θεολογικόν στόμα του Αθανασίου! Εβλασφήμει ο μιαρός, απέκοπτε το ομοούσιον, ανήρει τον Υιόν του Θεού, φευ! από την θείαν Ουσίαν και Φύσιν. Έλεγεν ότι κατά φαντασίαν μόνον εγένετο άνθρωπος και ότι δεν ήτο αληθής Θεός. Ύβριζεν, ητίμαζεν αφρόνως τον Αθανάσιον, έσυρε δια του λόγου του βασιλείς και Επισκόπους, λαϊκούς τε και Ιερείς. Εντεύθεν σκάνδαλα και ταραχαί, εντεύθεν μάχαι και θόρυβοι, εντεύθεν μεγάλη φλοξ και πυρ κατά της Εκκλησίας, αλλ’ όμως και εκ Θεού η Σύνοδος των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Πως λέγεις, αιρεσιάρχα, λέγει ο Αθανάσιος, ότι άλλης φύσεως είναι ο Πατήρ και άλλης ο Υιός; Και εάν συ, όστις είσαι πλάσμα Θεού, έχεις μίαν ουσίαν και φύσιν, αν και διηρημένην, με τον ίδιον πατέρα όστις σε εγέννησε και δια τούτο λέγεσαι άνθρωπος, ο Υιός του Θεού πως δεν έχει μίαν και την αυτήν ουσίαν και φύσιν μετά του προανάρχου αυτού Πατρός; Και αν ο Υιός του Θεού, κατά την μιαράν σου αίρεσιν, είναι άλλης φύσεως και ουσίας από τον Πατέρα, έπρεπε και συ, εφ’ όσον είσαι υιός του πατρός σου, να έχης άλλην φύσιν και ουσίαν εν τη ανθρωπίνη σου μορφή, από εκείνην του πατρός σου. Έπρεπεν ασφαλώς να είσαι ή εν άλογον ζώον ή εν δένδρον. Αλλά τι είπα ζώον και δένδρον; Έπρεπε να είσαι εις άλλος διάβολος, όστις διδάσκει την πονηράν σου ψυχήν τοιαύτην βλασφημίαν να εκφέρη κατά του Υιού του Θεού, προς τον οποίον διάβολον και εντός ολίγου θέλεις πορευθή δια να κληρονομήσης την αιώνιον κόλασιν. Ούτως επροφήτευσεν ο Άγιος κατά του Αρείου, ευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ ομοούσιε! Διερχόμενος από εν αποχωρητήριον, δια να αποβάλη την κόπρον του, έχυσεν ομού και τα έντερα, συναπολέσας και την βρωμεράν ψυχήν καθώς ο Ιούδας εντός του τενάγους της αιωνίου κολάσεως. Έψαλλε λοιπόν η θεολόγος γλώσσα του Αθανασίου πανεφροσύνως τον προφητικόν τούτον λόγον· «Ιδού οι εχθροί σου, (Κύριε, ιδού οι εχθροί Σου) απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. 91: 10). «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, ον ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού, και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται» (Ψαλμ. ζ: 16-17). Αλλά αν έσθεσε το σκότος του διαβόλου, ο πονηρότατος Άρειος, και αν ήστραπτε πάλιν η μακαρία ψυχή του Αθανασίου το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως, νομίζετε ότι τόσον μόνον επολέμησεν ο μιαρός διάβολος, δια να αμαυρώση την λάμψιν της ψυχής του; Όχι· ακούσατε και θαυμάσατε. Επί τεσσαράκοντα δύο χρόνους επολέμησεν ο σκοτεινόμορφος δράκων τον Αθανάσιον εις την εξορίαν όπου τον έστελλε, δια μέσου του Ουαλεντιανού και του Ουάλεντος, των πονηρών βασιλέων, δια να του σβέση το φως της Ορθοδοξίας, το οποίον διεκήρυττεν. Αλλά πάλιν δεν επεκράτησεν ο μιαρός. Διότι με όλας τας εξορίας, μ’ όλον ότι κατεβίβαζε τον Αθανάσιον πολλάκις από του θρόνου του, με όλα τα βάσανα και τας ασθενείας τας οποίας επροξένει από τον φθόνον του, πάλιν ο Αθανάσιος έγραφε και απέστελλεν επιστολάς εις τας απανταχού Ορθοδόξους Εκκλησίας και Μοναστήρια. Έτρεχεν μακράν ως κεραυνός δια την Πίστιν από της Ανατολής έως της Δύσεως, ίνα μη κινδυνεύση η Εκκλησία και μυρίους συνήντα κινδύνους εις την γην και εις την θάλασσαν. Και δια να μη κλέψη η αρειανή ασέβεια το άκτιστον Φως και την ομοούσιον δόξαν του θείου Λόγου, δοκιμάζει ευχαρίστως τόσας ταλαιπωρίας, τόσα δριμύτατα πάθη, χωρίς να αλλάξη ποτέ όψιν και χωρίς να χάση ποτέ την έμφυτον γαλήνην του προσώπου του. Βλέπων δε πάλιν ο μιαρός διάβολος την τοιαύτην ανίκητον πάλην του Αθανασίου, οργίζεται, φρίττει και εκβάλλων εκ του στόματος καιόμενον θείον και σκότος, το εμφυσά με οργήν κατά του Αθανασίου. Τι ήτο λοιπόν τούτο το σκότος του διαβόλου; Κατά τον καιρόν ότε συνηθροίσθη η μιαρά σύνοδος κατά του αγιωτάτου Αθανασίου και ενώ συνέρραπτον οι κατήγοροι και εχθροί του τόσα εγκλήματα, δια να τον εξορίσουν από τον θρόνον του, προσέθετον πάλιν και ταύτα. Ότι ο Αθανάσιος, ως πόρνος, μοιχεύει μίαν γυναίκα και ως μάγος έκοψε την χείρα του Αρσενίου, δια να κάμνη με ταύτην τας μαγείας του. Ίδετε, Χριστιανοί, ίδετε, ω άρχοντες, δύο μελανά νέφη του διαβόλου, δύο συκοφαντίας, τόσον βαρείας, ώστε ελεεινήν εντύπωσιν κάμνουσιν, ως προερχόμεναι όχι τόσον από τους εχθρούς του Αγίου, όσον από την κόλασιν του Άδου. Δια να ίδωμεν λοιπόν το δίκαιον, δια να ίδωμεν προς τίνα θέλει στρέψει η δυσωδία αύτη των δύο εγκλημάτων, θέλω εξετάσει την υπόθεσιν, θέλω κρίνει την προ της τοιαύτης συνόδου κατάστασιν, δια να γνωρίσετε αν πταίη εις ταύτα ο Αθανάσιος. Ελθέ εδώ, μιαρώτατον γύναιον, άγριον και κακόν θηρίον, χαρά του Άδου και έμψυχον άγκιστρον του διαβόλου και ειπέ αν ο Αθανάσιος εκοιμήθη πράγματι, ή δεν εκοιμήθη, μετά σου! Και αν δεν εκοιμήθη, πρώτον, διατί με τόσην αυθάδειαν κατηγορείς τον άξιον Αρχιερέα εις μίαν σύνοδον των ιδίων του εχθρών; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού και τους κεραυνούς του ουρανού; Αν εκοιμήθη, πως δεν γνωρίζεις το πρόσωπον; Πως δεν διαχωρίζεις την φωνήν; Πως τον Τιμόθεον λέγεις Αθανάσιον και αναισχύντως ομνύεις ότι ο Αθανάσιος σου ήρπασε την παρθενίαν; Ω πονηρία κακής γυναικός! Είπατε τώρα, ω άρχοντες, εις ποίον έστρεψεν η δυσωδία του σκότους τούτου; Είδετε ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ίδετε και τον Αρσένιον, δια τον οποίον λέγουσιν οι κατήγοροι του Αγίου, ότι τον εφόνευσε και έκοψε την χείρα του, δια να κάμνει μαγείας και θέλετε ακόμη ιδή ότι δεν έπταισε και εις τούτο ο Αθανάσιος. Τι υλακτείτε τώρα και σεις από το άλλο μέρος, ω κέρβεροι του Άδου, εναντίον του Αθανασίου; Ποία θανατηφόρα δηλητήρια ρίπτετε, ω σατανικοί δράκοντες, δια να δηλητηριάσετε το γλυκύτατον όνομα του Αθανασίου, με το οποίον ο ένδοξος ούτος ήρως ποτίζει όλην την κτίσιν, την αμβροσίαν και το νέκταρ της διδασκαλίας του; Ο Αθανάσιος εθανάτωσε τον Αρσένιον και του έκοψε την δεξιάν χείρα, δια να κάμη με αυτήν μαγείας; Ψεύδεσθε, ω πλάνοι· διότι τον Αθανάσιον εκ της ευσεβείας, εκ του ήθους, εκ των αρετών και εκ της αγιότητος, που κοσμούν όχι μόνον την ψυχήν αυτού, αλλά και όλους τους Ορθοδόξους, καλώς γνωρίζει ο κόσμος. Δεν είναι μάγος τις ή κλέπτης, αλλά το πάθος, η λύσσα και ο φθόνος σάς αναταράσσουν την καρδίαν δια να λέγετε τόσας ψευδολογίας εναντίον τούτου του αθώου ανδρός. Ελθέ έξω λοιπόν, ελθέ εις το μέσον, ω Αρσένιε! Τι λέγετε τώρα, ψεύσται και επίβουλοι του Αγίου; Είναι ούτος ο Αρσένιος; Ναι, βεβαίως. Έχει και τας δύο του χείρας; Του ελλείπει καμμία; Όχι, καμμία. Τι λέγετε λοιπόν; Ελλείπει από σας η Χριστιανική Πίστις και η γνώσις από τον μυελόν! Ω μίσος και φθόνος, όστις σας κατατρώγει την καρδίαν. Ω κακία και πονηρία δύο μεγάλων συκοφαντιών, τας οποίας εμεθοδεύθητε κατά του Αθανασίου! Είδετε πάλιν, Χριστιανοί, το δίκαιον; Είδετε, ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ιδού λοιπόν, ότι εδικαιώη ο Άγιος, ιδού ότι η δυσωδία των εγκλημάτων εστράφη κατά των κατηγόρων του Αγίου. Κατησχύνθησαν οι εχθροί, κατεστράφη η σύνοδος, την οποίαν συνήθροισαν. Εσβέσθησαν και αυτά τα πονηρά σκότη του διαβόλου, δια των οποίων προσεπάθησεν ο επαναστάτης να τον θανατώση. Αναλάμπων δε πάλιν επί την λυχνίαν, ως φωτοπάροχος λύχνος, απαστράπτει εκείθεν το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως· «Ευλογητός Κύριος» έψαλλεν η ψυχή του Αθανασίου, «ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών, ως στρουθίου ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ: 6-7). Και πάλιν αλλαχού· «Όπλω κυκλώσει με η αλήθεια του Θεού μου. Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος διαπορευομένου εν σκότει, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού» (Ψαλμ. 90: 4-6). Εγώ, ω διάβολε, έλεγεν ο Αθανάσιος, εγώ δια της ομοουσίου, ομοθρόνου και ομοδόξου του μονογενούς Υιού του Θεού δυνάμεως, αποδιώκω τα δυσώδη σου σκότη, καταπολεμώ τας ανισχύρους σου δυνάμεις, αποκρούω τους εχθρούς μου, σβύνω τας εχθρικάς αιρέσεις, καταφωτίζω τα πέρατα του κόσμου δια του λαμπροτάτου φωτός της Ορθοδοξίας και πορευόμενος με τούτο το του Κυρίου μου φως, ψάλλω με αγαλλίασιν και χαράν. «Κύριε εν τω φωτί του προσώπου Σου πορεύσομαι και εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα» (Ψαλμ. πη: 16-17). «Δια τούτο υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήρας μου εν ελαίω πίονι» (Ψαλμ. 91:11). Ταύτα μετ’ ευφροσύνης εμελέτα καθ’ εαυτόν ο Αθανάσιος εναντίον του μιαρού διαβόλου. Και ο διάβολος πάλιν, από της αβύσσου του ασβέστου πυρός κλαίων και ολοφυρόμενος, ηρώτα με πόνον και με λύπην τα πονηρά πνεύματα· «Ω φίλοι μου και υπηρέται, άρχοντες της κολάσεως, απορώ, αδυνατώ, λυπούμαι, δεν ηξεύρω πλέον με ποίον τρόπον να καταστρέψω τον Αθανάσιον και να αμαυρώσω την ψυχήν του. Διότι αν απέστειλα κατ’ αυτής το μεγαλύτερον σκότος του Άδου, τον Άρειον, δια να σβύσω με εκείνο την λάμψιν της ομοουσίου Θεότητος, την οποίαν κηρύττει, αν εξήγειρον εναντίον του τόσους εχθρούς, οίτινες τον κατεβίβασαν πολλάκις από τον θρόνον του, αν τον επαίδευσα μα πάθη, θλίψεις και ασθενείας μακράς, αν τον εξώρισα εις δύσβατα όρη και πέτρας επί τεσσαράκοντα δύο ολοκλήρους χρόνους, αν με τα δύο ζοφωδέστερα σκότη, του φόνου και της μοιχείας, προσεπάθησα να σβύσω το φως το οποίον κηρύττει και αυτός πάλιν ακτινοβολεί, πάλιν φωτίζει δια του τοιούτου λαμπροτάτου φωτός της θεολογίας, εγώ δεν ηξεύρω, αν δεν με συμβουλεύσητε σεις, ποίον άλλο σκότος θα είναι τάχα αρκετόν, δια να αμαυρώσωμεν με εκείνο την ψυχήν του Αθανασίου και να διαψεύσωμεν την διδασκαλίαν του. Αλλ’ ω αποστάτα και βασιλεύ της κολάσεως, ημείς οι υπηρέται και δούλοι σου δυνάμεθα να θανατώσωμεν τον Αθανάσιον, και δια τούτο μη λυπείσαι, μη κλαίεις. Αν ημείς ερρίψαμεν τον Δανιήλ εις τον κάκκον των λεόντων, αν ημείς τον Ιερεμίαν εν τω ζοφωδεστάτω βυθώ κατεκλείσαμεν και τον Ιωσήφ εις έτερον λάκκον κατεβυθίσαμεν, πως δεν θέλομεν ρίψει και τον Αθανάσιον εντός του ξηρού φρέατος, να τον κρατήσωμεν εντός αυτού εξ ολοκλήρους χρόνους, έως ότου να σβύση τελείως, όχι μόνον η λάμψις της Ορθοδοξίας, αλλά και το φως εκείνο της ζωής του; Παύσε λοιπόν τον κλαυθμόν και ιδού σκότος αρκετόν, δια του οποίου θα ελευθερωθής από τον Αθανάσιον». Με τοιούτους αλαζονικούς λόγους επαρηγόρουν τα πονηρά πνεύματα τον βασιλέα του σκότους, ευθύς δε πετάξαντα εκ του ζόφου της κολάσεως, ενεφώλευσαν εντός των καρδιών των εχθρών του Αγίου. Πρέπει εδώ να θαυμάζη και να απορή πας ανθρώπινος νους δια τας επιβουλάς των εχθρών αιρετικών. Διότι όσον έλαμπεν η καθαρωτάτη ψυχή του Αθανασίου εκ των αμετρήτων του αρετών και όσον ηκτινοβόλει το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας δια των ακτίνων των καθημερινών θεολογικών διδασκαλιών του, τόσον αυτοί τον εμίσουν, τον εφθόνουν, τον επεβουλεύοντο, επεδίωκον να τον εξορίσουν και εδίψων να τον ίδωσιν αδίκως φονευόμενον. Ω της επιβουλής και του φθόνου, ω της επαράτου βασκανίας και του φόνου! Τώτα, δια να παύσουν τα σκάνδαλα, Χριστιανοί, δια να ημερώσουν τα άγρια θηρία του φθόνου, δια να σβύση ο φθόνος και η έχθρα από τας καρδίας των κατηγόρων του Αγίου, φεύγει ο Αθανάσιος και κρύπτεται εντός φρέατος από μίαν ευλαβεστάτην γυναίκα, δια να φυλάξη μεγαλοψύχως την ζωήν και δια να προφυλαχθή από άλλους κινδύνους και από περισσοτέρας ταλαιπωρίας. Παρέμεινε λοιπόν εντός του ξηρού φρέατος επί εξ ολοκλήρους χρόνους, αλλά πόσους αιρετικούς δεν επλήγωνε καθ’ εκάστην δια του καλάμου του από τον λάκκον εκείνον, όπως ακριβώς έκαμνε και άνωθεν του ιερού άμβωνος δια της γλώσσης! Δεν έδυσεν εντός του φρέατος, ως ο ήλιος εις την δύσιν, αλλά πάλιν εφωταγώγει με τας ακτίνας των βιβλίων, τα οποία συνέγραφε, σκορπίζων τα εχθρικά σκότη του Άδου και της απιστίας, όχι δε μόνον εν όσω ευρίσκετο εν τη ζωή, αλλά και όταν, κατόπιν τόσων κόπων και κινδύνων, ανήλθεν εις τους ουρανούς και τότε εφώτιζε με τας αυγάς των θεολογικών του βιβλίων. Όντως, κατά τον Δαβίδ, «φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη» (Ψαλμ. 96:11). Ιδού λοιπόν, ευλαβέστατοι ακροαταί, ο μέγας Αθανάσιος, ιδού ο μέγας φωστήρ και θεολόγος της Εκκλησίας μας λάμπων και φωταγωγών δια του φωτός της Χριστιανικής Πίστεως και ζων με τας καθημερινάς του διδασκαλίας και κοιμηθείς με τας βίβλους της τρισυποστάτου θεολογίας. Ώστε αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα αστράπτει δια παντός, ως το φως της Ορθοδοξίας. Ω δόξαι λαμπρότεραι του ηλίου, φωστήρα λαμπρότατον κάμνουσαι τον Αθανάσιον! Ω λάμψεις της θεολογικωτάτης και μακαρίας του ψυχής, με τας οποίας φωταγωγείται δια παντός η ευσέβεια! Και λοιπόν, ω φεγγοβόλε φωστήρ της Εκκλησίας και λύχνε αείφωτε της Ορθοδοξίας, πάμφωτε ήλιε της Αλεξανδρείας και ομώνυμε της αθανασίας, λαμπτήρ διαπρύσιε της Θεολογίας και πηγή ανεξάντλητε της φιλοσοφίας, πάνσοφε Αθανάσιε, ο μεγάλους κινδύνους εξορίας υπομείνας, ο ανδρείως κηρύξας το ομοούσιον του Υιού μετά του Πατρός, ο το μέγα σκότος του Άδου, τον παράφρονα Άρειον, δια των πανσόφων σου διδασκαλιών καταπνίξας και το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας απαυγάσας, ο πάμπολλα σκότη του διαβόλου κατασβέσας και τας των εχθρών αιρέσεις καταστρέψας, σου δεόμεθα και ικετεύομεν άπαντες, λάμπρυνον και ημάς με τας φεγγοβόλους σου ακτίνας και απάστραπτε διηνεκώς εντός των ψυχών μας το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας, ίνα κηρύττωμεν ομοούσιον και ομόθρονον μετά του Πατρός τον Υιόν του Θεού, ίνα και συμβασιλεύσωμεν μετά σου εν τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
Αλλά καθώς με την πρώτην ριπήν του ανέμου διασκορπίζονται και αφανίζονται εντός ελαχίστου χρόνου τα σύννεφα του ουρανού και ακτινοβολεί πάλιν ο ήλιος εις όλον το σύμπαν, ούτω και υπό της θείας Δυνάμεως διασκορπίζονται και αφανίζονται εν συντόμω τα νέφη, αι αιρέσεις του μιαρού διαβόλου, ακτινοβολεί δε πάλιν ο Αθανάσιος με τας αστραπάς των διδασκαλιών του, πάσι τοις ανθρώποις το της Ορθοδοξίας τιμαλφέστατον φως· «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη· ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:14-15). Αλλά που είναι αι επίβουλοι και εχθρικαί σου δυνάμεις, σκοτεινόμορφε και φθονερέ διάβολε, δια των οποίων ωπλίσθης εναντίον του ανδρικωτάτου Αθανασίου; Που είναι τα κατασκότεινα και ζοφερά σου τεχνάσματα και αι πανουργίαι, δια των οποίων εβιάσθης όχι μόνον να κρύψης τον λαμπρότατον τούτον λύχνον της ευσεβείας υπό τον μόδιον, αλλά και να τον σβέσης τελείως εντός του σκότους της απιστίας; Που είναι αι απατηλαί αιρέσεις σου, δια των οποίων ηγωνίζεσο, ω μιαρέ, να στερήσης τον Υιόν του Θεού από την θείαν ουσίαν και φύσιν του Πατρός; Εσβέσθησαν, απωλέσθησαν και ηφανίσθη με κρότον το ανόσιον εφεύρημά σου της βλασφημίας και «απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου» (Ψαλμ. θ:7). Διότι ο Αθανάσιος, έστω και αν δεν είναι το φως του κόσμου, ακτινοβολεί όμως το ανέσπερον φως της θεολογίας του και απαυγάζει την λαμπροτάτην ακτίνα, τον θείον Λόγον, όστις και ομοούσιος και ομόδοξος είναι μετά του προανάρχου Πατρός· «Υμείς εστέ το φως του κόσμου» (Ματθ. ε:14). Όθεν δια τοιούτον θεολόγον της Εκκλησίας μας, ω ευσεβείς Χριστιανοί, δια τοιούτον λαμπρότατον φωστήρα, τον Αθανάσιον, ανάγκη ήτο σήμερον να ομιλήση ή εις βροντόφωνος θεολόγος και ρήτωρ των θείων Ευαγγελιστών, οι οποίοι, ως δεδιδαγμένοι και πεφωτισμένοι εξ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της πηγής της θείας σοφίας, θα ηδύναντο να τον εγκωμιάσουν ή αυτό το Πανάγιον και τελεταρχικόν Πνεύμα, το οποίον εκένωσεν όλους τους ποταμούς της σοφίας και της συνέσεως αυτού εις την μακαρίαν ψυχήν του Αθανασίου. Αλλ’ επειδή και εγώ ο αμαθής και αμαρτωλός ανέλαβον τούτο το υπέρ την δύναμίν μου, να ευφημήσω δηλαδή τον μέγαν τούτον φωστήρα, τα μεν άλλα θεολογικά προτερήματα του Αγίου αφήνω να ανομολογούσιν οι διδάσκαλοι και οι θεολόγοι της Εκκλησίας μας, τούτο δε μόνον υπόσχομαι· δια πρεσβειών του Αγίου να αποδείξω εις την υμετέραν αγάπην, ότι αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα λάμπει η Ορθοδοξία. Ευθύς ότε ο μέγας φωστήρ και της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος ήρχισε να εξαπλώνη τας χρυσολαμπούσας ακτίνας της Ορθοδοξίας από αυτής έτι της νεαράς του ηλικίας και ήρχισε να βαπτίζη, παίζων, τους συνομηλίκους αυτού παίδας, παις ων και αυτός, εν τη των Αλεξανδρέων πόλει, ήρχισε και ο μιαρός διάβολος από τα κατασκότεινα βασίλεια του Άδου να φθονή, να αφρίζη και να εξαποστέλλη μαύρους καπνούς και σκοτεινά νέφη, δια να αμαυρώση όχι μόνον την φεγγοβόλον ψυχήν εκείνου, αλλά και δια να θανατώση με τα βέλη των αιρέσεων τον αθάνατον, κατά το όνομα και την πίστιν· «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τι κάμνομεν, ω σύντροφοί μου, έλεγεν ο μιαρός διάβολος εις τα πνεύματα, κάτω εις την άβυσσον της κολάσεως; Τι αναμένομεν; Δεν βλέπομεν τον Αθανάσιον πως αγωνίζεται και διδάσκεται εις τα σχολεία των φιλοσόφων, δια να καταυγάση από τους ιερούς άμβωνας την αίγλην της τρισυποστάτου Θεότητος και να ακτινοβολή με τας αστραπάς της φεγγοβόλου γλώσσης του ως μέλλων να διδάξη μονάδα εν τριάδι και τριάδα εν μονάδι, τρισυπόστατον Φύσιν και αδιαίρετον Ουσίαν; Δεν βλέπετε πως θέλει φωταγωγεί με την διδακτικήν του θεολογίαν, κηρύττων ομοούσιον και ομόδοξον και συναϊδιον τω Πατρί τον Υιόν του Θεού; Δεν βλέπετε πόσας ψυχάς θέλει σύρει από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, αρπάζων ταύτας από την φάρυγγα και τους όνυχας ημών των νοητών δρακόντων, με το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας; Υπομένομεν, εξηκολούθει λέγων ο μιαρός, τοιαύτην ύβριν και ατιμίαν του Αθανασίου, να κηρύττη εκείνος άναρχον γέννησιν του Υιού μετά του Πατρός και χρονικήν μετά της μητρός, ουσίας και φύσεις δύο δογματίζων και θεολογών ο Αθανάσιος εν μια μόνη τη υποστάσει του Χριστού; Όχι, να μη νικήση ο Αθανάσιος και να καταισχυνθώμεν ημείς· ας τανύσωμεν το φαρμακερόν κατά του Αθανασίου τόξον μας, τον φίλον μας δηλαδή και υπηρέτην Άρειον, και ας οπλίσωμεν ισχυρώς τούτον με τα εχθρικά μας βέλη των σκοτεινών αιρέσεων, δια να θανατώσωμεν με ταύτα τον Αθανάσιον. Ας συλλογισθώμεν την αδικίαν αυτήν και ας γεννήσωμεν την ανομίαν μέσα εις την καρδίαν του Αρείου, ίνα δογματίζη και διδάσκη, ως άλλης φύσεως και ουσίας όντα τον Υιόν του Θεού και όχι ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί, καθώς ευαγγελίζεται ο Αθανάσιος, δια να πνίξωμεν την ψυχήν του με την αίρεσιν ταύτην και να σύρωμεν πλήθη ανθρώπων αιρεσιαρχών κάτω εδώ εις την κόλασιν, ίνα συντροφεύωσιν ημάς. «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τοιουτοτρόπως αφού ωμίλησεν ο μιαρός διάβολος προς τους συντρόφους του κάτω εις τον Άδην, ευθύς απέστειλε τα πονηρά πνεύματα, δια να κατοικήσωσι μέσα εις την καρδίαν του Αρείου και να τον διδάξωσι την βλασφημίαν κατά του Υιού του Θεού. Τι δεν ενήργει δε τότε η πονηρία του διαβόλου δια του οργάνου της του Αρείου, με τον σκοπόν να σκοτίση την λάμψιν του Αθανασίου! Και τι δεν εμηχανάτο ο Άρειος δια να αποστομώση το θεολογικόν στόμα του Αθανασίου! Εβλασφήμει ο μιαρός, απέκοπτε το ομοούσιον, ανήρει τον Υιόν του Θεού, φευ! από την θείαν Ουσίαν και Φύσιν. Έλεγεν ότι κατά φαντασίαν μόνον εγένετο άνθρωπος και ότι δεν ήτο αληθής Θεός. Ύβριζεν, ητίμαζεν αφρόνως τον Αθανάσιον, έσυρε δια του λόγου του βασιλείς και Επισκόπους, λαϊκούς τε και Ιερείς. Εντεύθεν σκάνδαλα και ταραχαί, εντεύθεν μάχαι και θόρυβοι, εντεύθεν μεγάλη φλοξ και πυρ κατά της Εκκλησίας, αλλ’ όμως και εκ Θεού η Σύνοδος των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Πως λέγεις, αιρεσιάρχα, λέγει ο Αθανάσιος, ότι άλλης φύσεως είναι ο Πατήρ και άλλης ο Υιός; Και εάν συ, όστις είσαι πλάσμα Θεού, έχεις μίαν ουσίαν και φύσιν, αν και διηρημένην, με τον ίδιον πατέρα όστις σε εγέννησε και δια τούτο λέγεσαι άνθρωπος, ο Υιός του Θεού πως δεν έχει μίαν και την αυτήν ουσίαν και φύσιν μετά του προανάρχου αυτού Πατρός; Και αν ο Υιός του Θεού, κατά την μιαράν σου αίρεσιν, είναι άλλης φύσεως και ουσίας από τον Πατέρα, έπρεπε και συ, εφ’ όσον είσαι υιός του πατρός σου, να έχης άλλην φύσιν και ουσίαν εν τη ανθρωπίνη σου μορφή, από εκείνην του πατρός σου. Έπρεπεν ασφαλώς να είσαι ή εν άλογον ζώον ή εν δένδρον. Αλλά τι είπα ζώον και δένδρον; Έπρεπε να είσαι εις άλλος διάβολος, όστις διδάσκει την πονηράν σου ψυχήν τοιαύτην βλασφημίαν να εκφέρη κατά του Υιού του Θεού, προς τον οποίον διάβολον και εντός ολίγου θέλεις πορευθή δια να κληρονομήσης την αιώνιον κόλασιν. Ούτως επροφήτευσεν ο Άγιος κατά του Αρείου, ευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ ομοούσιε! Διερχόμενος από εν αποχωρητήριον, δια να αποβάλη την κόπρον του, έχυσεν ομού και τα έντερα, συναπολέσας και την βρωμεράν ψυχήν καθώς ο Ιούδας εντός του τενάγους της αιωνίου κολάσεως. Έψαλλε λοιπόν η θεολόγος γλώσσα του Αθανασίου πανεφροσύνως τον προφητικόν τούτον λόγον· «Ιδού οι εχθροί σου, (Κύριε, ιδού οι εχθροί Σου) απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. 91: 10). «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, ον ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού, και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται» (Ψαλμ. ζ: 16-17). Αλλά αν έσθεσε το σκότος του διαβόλου, ο πονηρότατος Άρειος, και αν ήστραπτε πάλιν η μακαρία ψυχή του Αθανασίου το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως, νομίζετε ότι τόσον μόνον επολέμησεν ο μιαρός διάβολος, δια να αμαυρώση την λάμψιν της ψυχής του; Όχι· ακούσατε και θαυμάσατε. Επί τεσσαράκοντα δύο χρόνους επολέμησεν ο σκοτεινόμορφος δράκων τον Αθανάσιον εις την εξορίαν όπου τον έστελλε, δια μέσου του Ουαλεντιανού και του Ουάλεντος, των πονηρών βασιλέων, δια να του σβέση το φως της Ορθοδοξίας, το οποίον διεκήρυττεν. Αλλά πάλιν δεν επεκράτησεν ο μιαρός. Διότι με όλας τας εξορίας, μ’ όλον ότι κατεβίβαζε τον Αθανάσιον πολλάκις από του θρόνου του, με όλα τα βάσανα και τας ασθενείας τας οποίας επροξένει από τον φθόνον του, πάλιν ο Αθανάσιος έγραφε και απέστελλεν επιστολάς εις τας απανταχού Ορθοδόξους Εκκλησίας και Μοναστήρια. Έτρεχεν μακράν ως κεραυνός δια την Πίστιν από της Ανατολής έως της Δύσεως, ίνα μη κινδυνεύση η Εκκλησία και μυρίους συνήντα κινδύνους εις την γην και εις την θάλασσαν. Και δια να μη κλέψη η αρειανή ασέβεια το άκτιστον Φως και την ομοούσιον δόξαν του θείου Λόγου, δοκιμάζει ευχαρίστως τόσας ταλαιπωρίας, τόσα δριμύτατα πάθη, χωρίς να αλλάξη ποτέ όψιν και χωρίς να χάση ποτέ την έμφυτον γαλήνην του προσώπου του. Βλέπων δε πάλιν ο μιαρός διάβολος την τοιαύτην ανίκητον πάλην του Αθανασίου, οργίζεται, φρίττει και εκβάλλων εκ του στόματος καιόμενον θείον και σκότος, το εμφυσά με οργήν κατά του Αθανασίου. Τι ήτο λοιπόν τούτο το σκότος του διαβόλου; Κατά τον καιρόν ότε συνηθροίσθη η μιαρά σύνοδος κατά του αγιωτάτου Αθανασίου και ενώ συνέρραπτον οι κατήγοροι και εχθροί του τόσα εγκλήματα, δια να τον εξορίσουν από τον θρόνον του, προσέθετον πάλιν και ταύτα. Ότι ο Αθανάσιος, ως πόρνος, μοιχεύει μίαν γυναίκα και ως μάγος έκοψε την χείρα του Αρσενίου, δια να κάμνη με ταύτην τας μαγείας του. Ίδετε, Χριστιανοί, ίδετε, ω άρχοντες, δύο μελανά νέφη του διαβόλου, δύο συκοφαντίας, τόσον βαρείας, ώστε ελεεινήν εντύπωσιν κάμνουσιν, ως προερχόμεναι όχι τόσον από τους εχθρούς του Αγίου, όσον από την κόλασιν του Άδου. Δια να ίδωμεν λοιπόν το δίκαιον, δια να ίδωμεν προς τίνα θέλει στρέψει η δυσωδία αύτη των δύο εγκλημάτων, θέλω εξετάσει την υπόθεσιν, θέλω κρίνει την προ της τοιαύτης συνόδου κατάστασιν, δια να γνωρίσετε αν πταίη εις ταύτα ο Αθανάσιος. Ελθέ εδώ, μιαρώτατον γύναιον, άγριον και κακόν θηρίον, χαρά του Άδου και έμψυχον άγκιστρον του διαβόλου και ειπέ αν ο Αθανάσιος εκοιμήθη πράγματι, ή δεν εκοιμήθη, μετά σου! Και αν δεν εκοιμήθη, πρώτον, διατί με τόσην αυθάδειαν κατηγορείς τον άξιον Αρχιερέα εις μίαν σύνοδον των ιδίων του εχθρών; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού και τους κεραυνούς του ουρανού; Αν εκοιμήθη, πως δεν γνωρίζεις το πρόσωπον; Πως δεν διαχωρίζεις την φωνήν; Πως τον Τιμόθεον λέγεις Αθανάσιον και αναισχύντως ομνύεις ότι ο Αθανάσιος σου ήρπασε την παρθενίαν; Ω πονηρία κακής γυναικός! Είπατε τώρα, ω άρχοντες, εις ποίον έστρεψεν η δυσωδία του σκότους τούτου; Είδετε ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ίδετε και τον Αρσένιον, δια τον οποίον λέγουσιν οι κατήγοροι του Αγίου, ότι τον εφόνευσε και έκοψε την χείρα του, δια να κάμνει μαγείας και θέλετε ακόμη ιδή ότι δεν έπταισε και εις τούτο ο Αθανάσιος. Τι υλακτείτε τώρα και σεις από το άλλο μέρος, ω κέρβεροι του Άδου, εναντίον του Αθανασίου; Ποία θανατηφόρα δηλητήρια ρίπτετε, ω σατανικοί δράκοντες, δια να δηλητηριάσετε το γλυκύτατον όνομα του Αθανασίου, με το οποίον ο ένδοξος ούτος ήρως ποτίζει όλην την κτίσιν, την αμβροσίαν και το νέκταρ της διδασκαλίας του; Ο Αθανάσιος εθανάτωσε τον Αρσένιον και του έκοψε την δεξιάν χείρα, δια να κάμη με αυτήν μαγείας; Ψεύδεσθε, ω πλάνοι· διότι τον Αθανάσιον εκ της ευσεβείας, εκ του ήθους, εκ των αρετών και εκ της αγιότητος, που κοσμούν όχι μόνον την ψυχήν αυτού, αλλά και όλους τους Ορθοδόξους, καλώς γνωρίζει ο κόσμος. Δεν είναι μάγος τις ή κλέπτης, αλλά το πάθος, η λύσσα και ο φθόνος σάς αναταράσσουν την καρδίαν δια να λέγετε τόσας ψευδολογίας εναντίον τούτου του αθώου ανδρός. Ελθέ έξω λοιπόν, ελθέ εις το μέσον, ω Αρσένιε! Τι λέγετε τώρα, ψεύσται και επίβουλοι του Αγίου; Είναι ούτος ο Αρσένιος; Ναι, βεβαίως. Έχει και τας δύο του χείρας; Του ελλείπει καμμία; Όχι, καμμία. Τι λέγετε λοιπόν; Ελλείπει από σας η Χριστιανική Πίστις και η γνώσις από τον μυελόν! Ω μίσος και φθόνος, όστις σας κατατρώγει την καρδίαν. Ω κακία και πονηρία δύο μεγάλων συκοφαντιών, τας οποίας εμεθοδεύθητε κατά του Αθανασίου! Είδετε πάλιν, Χριστιανοί, το δίκαιον; Είδετε, ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ιδού λοιπόν, ότι εδικαιώη ο Άγιος, ιδού ότι η δυσωδία των εγκλημάτων εστράφη κατά των κατηγόρων του Αγίου. Κατησχύνθησαν οι εχθροί, κατεστράφη η σύνοδος, την οποίαν συνήθροισαν. Εσβέσθησαν και αυτά τα πονηρά σκότη του διαβόλου, δια των οποίων προσεπάθησεν ο επαναστάτης να τον θανατώση. Αναλάμπων δε πάλιν επί την λυχνίαν, ως φωτοπάροχος λύχνος, απαστράπτει εκείθεν το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως· «Ευλογητός Κύριος» έψαλλεν η ψυχή του Αθανασίου, «ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών, ως στρουθίου ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ: 6-7). Και πάλιν αλλαχού· «Όπλω κυκλώσει με η αλήθεια του Θεού μου. Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος διαπορευομένου εν σκότει, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού» (Ψαλμ. 90: 4-6). Εγώ, ω διάβολε, έλεγεν ο Αθανάσιος, εγώ δια της ομοουσίου, ομοθρόνου και ομοδόξου του μονογενούς Υιού του Θεού δυνάμεως, αποδιώκω τα δυσώδη σου σκότη, καταπολεμώ τας ανισχύρους σου δυνάμεις, αποκρούω τους εχθρούς μου, σβύνω τας εχθρικάς αιρέσεις, καταφωτίζω τα πέρατα του κόσμου δια του λαμπροτάτου φωτός της Ορθοδοξίας και πορευόμενος με τούτο το του Κυρίου μου φως, ψάλλω με αγαλλίασιν και χαράν. «Κύριε εν τω φωτί του προσώπου Σου πορεύσομαι και εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα» (Ψαλμ. πη: 16-17). «Δια τούτο υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήρας μου εν ελαίω πίονι» (Ψαλμ. 91:11). Ταύτα μετ’ ευφροσύνης εμελέτα καθ’ εαυτόν ο Αθανάσιος εναντίον του μιαρού διαβόλου. Και ο διάβολος πάλιν, από της αβύσσου του ασβέστου πυρός κλαίων και ολοφυρόμενος, ηρώτα με πόνον και με λύπην τα πονηρά πνεύματα· «Ω φίλοι μου και υπηρέται, άρχοντες της κολάσεως, απορώ, αδυνατώ, λυπούμαι, δεν ηξεύρω πλέον με ποίον τρόπον να καταστρέψω τον Αθανάσιον και να αμαυρώσω την ψυχήν του. Διότι αν απέστειλα κατ’ αυτής το μεγαλύτερον σκότος του Άδου, τον Άρειον, δια να σβύσω με εκείνο την λάμψιν της ομοουσίου Θεότητος, την οποίαν κηρύττει, αν εξήγειρον εναντίον του τόσους εχθρούς, οίτινες τον κατεβίβασαν πολλάκις από τον θρόνον του, αν τον επαίδευσα μα πάθη, θλίψεις και ασθενείας μακράς, αν τον εξώρισα εις δύσβατα όρη και πέτρας επί τεσσαράκοντα δύο ολοκλήρους χρόνους, αν με τα δύο ζοφωδέστερα σκότη, του φόνου και της μοιχείας, προσεπάθησα να σβύσω το φως το οποίον κηρύττει και αυτός πάλιν ακτινοβολεί, πάλιν φωτίζει δια του τοιούτου λαμπροτάτου φωτός της θεολογίας, εγώ δεν ηξεύρω, αν δεν με συμβουλεύσητε σεις, ποίον άλλο σκότος θα είναι τάχα αρκετόν, δια να αμαυρώσωμεν με εκείνο την ψυχήν του Αθανασίου και να διαψεύσωμεν την διδασκαλίαν του. Αλλ’ ω αποστάτα και βασιλεύ της κολάσεως, ημείς οι υπηρέται και δούλοι σου δυνάμεθα να θανατώσωμεν τον Αθανάσιον, και δια τούτο μη λυπείσαι, μη κλαίεις. Αν ημείς ερρίψαμεν τον Δανιήλ εις τον κάκκον των λεόντων, αν ημείς τον Ιερεμίαν εν τω ζοφωδεστάτω βυθώ κατεκλείσαμεν και τον Ιωσήφ εις έτερον λάκκον κατεβυθίσαμεν, πως δεν θέλομεν ρίψει και τον Αθανάσιον εντός του ξηρού φρέατος, να τον κρατήσωμεν εντός αυτού εξ ολοκλήρους χρόνους, έως ότου να σβύση τελείως, όχι μόνον η λάμψις της Ορθοδοξίας, αλλά και το φως εκείνο της ζωής του; Παύσε λοιπόν τον κλαυθμόν και ιδού σκότος αρκετόν, δια του οποίου θα ελευθερωθής από τον Αθανάσιον». Με τοιούτους αλαζονικούς λόγους επαρηγόρουν τα πονηρά πνεύματα τον βασιλέα του σκότους, ευθύς δε πετάξαντα εκ του ζόφου της κολάσεως, ενεφώλευσαν εντός των καρδιών των εχθρών του Αγίου. Πρέπει εδώ να θαυμάζη και να απορή πας ανθρώπινος νους δια τας επιβουλάς των εχθρών αιρετικών. Διότι όσον έλαμπεν η καθαρωτάτη ψυχή του Αθανασίου εκ των αμετρήτων του αρετών και όσον ηκτινοβόλει το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας δια των ακτίνων των καθημερινών θεολογικών διδασκαλιών του, τόσον αυτοί τον εμίσουν, τον εφθόνουν, τον επεβουλεύοντο, επεδίωκον να τον εξορίσουν και εδίψων να τον ίδωσιν αδίκως φονευόμενον. Ω της επιβουλής και του φθόνου, ω της επαράτου βασκανίας και του φόνου! Τώτα, δια να παύσουν τα σκάνδαλα, Χριστιανοί, δια να ημερώσουν τα άγρια θηρία του φθόνου, δια να σβύση ο φθόνος και η έχθρα από τας καρδίας των κατηγόρων του Αγίου, φεύγει ο Αθανάσιος και κρύπτεται εντός φρέατος από μίαν ευλαβεστάτην γυναίκα, δια να φυλάξη μεγαλοψύχως την ζωήν και δια να προφυλαχθή από άλλους κινδύνους και από περισσοτέρας ταλαιπωρίας. Παρέμεινε λοιπόν εντός του ξηρού φρέατος επί εξ ολοκλήρους χρόνους, αλλά πόσους αιρετικούς δεν επλήγωνε καθ’ εκάστην δια του καλάμου του από τον λάκκον εκείνον, όπως ακριβώς έκαμνε και άνωθεν του ιερού άμβωνος δια της γλώσσης! Δεν έδυσεν εντός του φρέατος, ως ο ήλιος εις την δύσιν, αλλά πάλιν εφωταγώγει με τας ακτίνας των βιβλίων, τα οποία συνέγραφε, σκορπίζων τα εχθρικά σκότη του Άδου και της απιστίας, όχι δε μόνον εν όσω ευρίσκετο εν τη ζωή, αλλά και όταν, κατόπιν τόσων κόπων και κινδύνων, ανήλθεν εις τους ουρανούς και τότε εφώτιζε με τας αυγάς των θεολογικών του βιβλίων. Όντως, κατά τον Δαβίδ, «φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη» (Ψαλμ. 96:11). Ιδού λοιπόν, ευλαβέστατοι ακροαταί, ο μέγας Αθανάσιος, ιδού ο μέγας φωστήρ και θεολόγος της Εκκλησίας μας λάμπων και φωταγωγών δια του φωτός της Χριστιανικής Πίστεως και ζων με τας καθημερινάς του διδασκαλίας και κοιμηθείς με τας βίβλους της τρισυποστάτου θεολογίας. Ώστε αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα αστράπτει δια παντός, ως το φως της Ορθοδοξίας. Ω δόξαι λαμπρότεραι του ηλίου, φωστήρα λαμπρότατον κάμνουσαι τον Αθανάσιον! Ω λάμψεις της θεολογικωτάτης και μακαρίας του ψυχής, με τας οποίας φωταγωγείται δια παντός η ευσέβεια! Και λοιπόν, ω φεγγοβόλε φωστήρ της Εκκλησίας και λύχνε αείφωτε της Ορθοδοξίας, πάμφωτε ήλιε της Αλεξανδρείας και ομώνυμε της αθανασίας, λαμπτήρ διαπρύσιε της Θεολογίας και πηγή ανεξάντλητε της φιλοσοφίας, πάνσοφε Αθανάσιε, ο μεγάλους κινδύνους εξορίας υπομείνας, ο ανδρείως κηρύξας το ομοούσιον του Υιού μετά του Πατρός, ο το μέγα σκότος του Άδου, τον παράφρονα Άρειον, δια των πανσόφων σου διδασκαλιών καταπνίξας και το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας απαυγάσας, ο πάμπολλα σκότη του διαβόλου κατασβέσας και τας των εχθρών αιρέσεις καταστρέψας, σου δεόμεθα και ικετεύομεν άπαντες, λάμπρυνον και ημάς με τας φεγγοβόλους σου ακτίνας και απάστραπτε διηνεκώς εντός των ψυχών μας το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας, ίνα κηρύττωμεν ομοούσιον και ομόθρονον μετά του Πατρός τον Υιόν του Θεού, ίνα και συμβασιλεύσωμεν μετά σου εν τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
Ποιανού είναι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ/Η Ανώνυμος είπε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιανού είναι;
Δεν το γράφει ο Συναξαριστής.