ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή έκτη από του Πάσχα, το εις τον εκ γενετής ΤΥΦΛΟΝ εορτάζομεν θαύμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.                                                                                

Το εξαίσιον τούτο και παράδοξον θαύμα, όπερ ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εποίησεν εις τον εκ γενετής Τυφλόν και του οποίου την ανάμνησιν ποιούμεθα σήμερον, εγένετο και τούτο επί υγρού ως το του Παραλύτου και το της Σαμαρείτιδος, έχει δε η περί αυτού ιστορία ως εξής: Φεύγων ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός από το Ιερόν δια να αποσυρθή από εκείνους, οίτινες ώρμησαν να τον λιθοβολήσουν, επειδή είπεν εις τους Ιουδαίους ότι είναι Υιός Θεού και αρχαιότερος από τον Αβραάμ, καθώς είπομεν εις την Τετάρτην της Μεσοπεντηκοστής, συνήντησε καθ’ οδόν άνθρωπον τινα, όστις ήτο εκ γενετής τυφλός.
Βλέποντες δε οι Μαθηταί του, ότι με προσοχήν έβλεπε τον ρηθέντα Τυφλόν, έλαβον εκ τούτου αφορμήν να τον ερωτήσουν από ποίαν αιτίαν εγεννήθη ούτος ο άνθρωπος τυφλός, τάχα από αμαρτίας ιδικάς του ή από αμαρτίας των γονέων του; Αλλά ποίας αμαρτίας ηδύνατο να πράξη εκείνος όστις ακόμη δεν εγεννήθη; Ανόητος φαίνεται μία τοιαύτη ερώτησις. Πολλοί από τους φιλοσόφους των Ελλήνων, ήτοι οι λεγόμενοι Πυθαγορικοί και οι Πλατωνικοί είχον μίαν πλάνην, ότι αι ψυχαί των ανθρώπων, πριν εισέλθουν εις τα ανθρώπινα σώματα, ήσαν μοναχαί και έζων εις τον παρ’ αυτοίς λεγόμενον νοητόν κόσμον. Εκεί δε ζώσαι και πολιτευόμεναι, ημάρτανον. Όθεν από θείαν δίκην κατεδικάζοντο δια τας αμαρτίας των και άλλαι μεν εισήρχοντο εις ανθρώπινα σώματα, άλλαι εις κτήνη, ήτοι κύνας και όνους και ίππους, και άλλαι εις φυτά, κατά τα αμαρτήματα άπερ έπραξαν και η πλάνη αύτη ωνομάζετο μετεμψύχωσις και μεταγγισμός ψυχών. Εκ τούτου λοιπόν τινές ορμώμενοι λέγουσιν, ότι και οι Μαθηταί του Χριστού θα εφρόνουν εκείνην την μυθολογίαν και δια τούτο ηρώτησαν τον Χριστόν, αν και πριν να γεννηθή σαρκικώς, ως ψυχή μόνη ήμαρτε και εγεννήθη τυφλός. Το ανόητον όμως τούτο δόγμα της μετεμψυχώσεως δεν ευρίσκετο εις το γένος των Εβραίων και μάλιστα ήτο μακράν από τους Μαθητάς του Χριστού, διότι ήσαν ιδιώται και αλιείς. Ούτω δε είπον, επειδή ακούσαντες τον Χριστόν να λέγη εις τον Παράλυτον: «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (Ιωάν. ε: 14), συνεπέραναν, ότι η ασθένεια της παραλύσεώς του από αμαρτίας συνέβη εις αυτόν. Βλέποντες δε ύστερον τον Τυφλόν, ήλθον εις απορίαν και τρόπον τινά είπον· «Έστω, ο Παράλυτος ήμαρτε και επαιδεύθη με την παράλυσίν του· αλλ’ εδώ εις τον Τυφλόν τούτον, τις ήμαρτεν ίνα τυφλός γεννηθή; Αυτός ούτος ήμαρτε; Και πως, εν ω ακόμη δεν είχε γεννηθή, εγεννήθη τυφλός; Τάχα μήπως από αμαρτίας των γονέων του; Αλλ’ ο Θεός με τα στόματα των Αγίων του Προφητών, του Μωϋσέως και του Ιεζεκιήλ, αποφασίζει, ότι υιός δια τας αμαρτίας του πατρός του να μη κολάζεται, εκτός μόνον, αν και αυτός πράττη τα ίδια. Πόθεν λοιπόν εις τούτον αύτη η τύφλωσις»; Είχε λοιπόν τόπον η απορία και η τοιαύτη ερώτησις των Μαθητών. Αλλά αν και είναι βέβαιον, ότι οι Μαθηταί του Χριστού, και ως Ιουδαίοι και ως αλιείς, δεν είχον είδησιν από τους ελληνικούς μύθους, όμως πολλοί από τους παλαιούς Χριστιανούς και μάλιστα εκ των επισήμων, όπως επί παραδείγματι εκείνος ο μέγας διδάσκαλος Ωριγένης και Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς και άλλοι, εφρόνησαν την προϋπαρξιν των ωυχών, τους οποίους όλους ανεθεμάτισεν η Ε΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος. Απεκρίθη λοιπόν ο Χριστός εις την ερώτησιν των Μαθητών, ότι ούτε ο Τυφλός ήμαρτε, διότι δεν είχε γεννηθή ακόμη εις τον κόσμον, ούτε οι γονείς αυτού, όχι διότι ούτοι ήσαν αναμάρτητοι, αλλά δεν ήμαρτον τοιαύτην αμαρτίαν δια να γεννήσωσι τυφλόν υιόν· αλλ’ εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν τα έργα του Θεού εν αυτώ, ήτοι εμού του Υιού του Θεού. Όχι δε καθ’ αυτό, ήτοι δια να δείξη ο Χριστός την θεϊκήν του δύναμιν εις αυτόν δια τούτο εγεννήθη τυφλός, αλλ’ επειδή εγεννήθη εκείνος τυφλός ηκολούθησεν ούτω και ενήργησεν εις αυτόν ο Δεσπότης Χριστός το έργον της παντοδυναμίας του.  Ταύτα ειπών ο Χριστός, πτύσας χαμαί και πηλόν ποιήσας επέχρισε δι’ αυτού τους τόπους των οφθαλμών του Τυφλού και προσέταξεν αυτόν ίνα μεταβή εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νιφθή. Τούτο δε έπραξε ίνα δείξη ότι Αυτός είναι ο απ’ αρχής χουν λαβών από της γης και πλάσας τον άνθρωπον. Επειδή δε εκ πάντων των μελών του σώματος ο οφθαλμός είναι το κυριώτερον, δια τούτο πλάττει αυτόν εκ του χοός, διότι ο Τυφλός εκείνος δεν είχε καν οφθαλμούς, αλλά μόνον τους τόπους αυτών εις τους οποίους επέθηκε τον πηλόν, δεικνύων ούτω ότι Αυτός είναι ο εις την άψυχον ύλην δώσας την ψυχήν και την ζωήν και την ενέργειαν. Δεν εχρησιμοποίησε δε ύδωρ, αλλά μόνον εκ του πτύσματος Αυτού έλαβεν, ίνα γνωρίσωμεν και ημείς ότι από του στόματος Αυτού η Χάρις άπασα επήγαζε και ότι με το ιδικόν Του δημιουργικόν πτύσμα ήνοιξεν ο Τυφλός τους οφθαλμούς του και όχι με το νίψιμον του Σιλωάμ. Έστειλε δε τον Τυφλόν εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ίνα μη τις νομίση ότι εκ της γης εκείνης και του πηλού εθεραπεύθη. Έστειλε δε αυτόν εις την κολυμβήθραν με τον πηλόν εις τους οφθαλμούς, δια να λάβη πολλούς μάρτυρας της θεραπείας του. Επειδή επόμενον ήτο πορευόμενον να τον ίδωσι πολλοί με τον πηλόν κεχρισμένον τα όμματα και να ερωτώσι διατί τούτο· και ύστερον να ίδωσι καθαρώς βλέποντα τον προ ολίγου τυφλόν και με τον πηλόν εις τα όμματα. Λέγουσι δε τινές, ότι νιπτόμενος ο Τυφλός δε απέβαλε τον πηλόν εκ των οφθαλμών αυτού, αλλ’ αυτός ο πηλός καθ’ ον χρόνον ενίπτετο προς οφθαλμών πλάσιν μετεσχηματίζετο. Ήτο δε τότε, ότε εποίησεν ο Ιησούς το θαύμα τούτο, ημέρα Σαββάτου. Ομματούται λοιπόν ο πρώην τυφλός και σύγχυσις εντεύθεν ακολουθεί. Οι γείτονες και οι γνώριμοί του, βλέποντες αυτόν έξαφνα αναβλέψαντα, περιέπεσαν εις αμφιβολίας, μήπως δεν είναι εκείνος. Αυτός ωμολόγει ότι είναι ο ίδιος και τον τρόπον της θεραπείας του διηγείτο. Οι δε Φαρισαίοι, ακούσαντες ότι την ημέραν του Σαββάτου πηλόν εποίησεν, εβλασφήμουν λέγοντες, ότι ο άνθρωπος ούτος δεν είναι από τον Θεόν, ότι το Σάββατον ου τηρεί· και σχίσμα γίνεται μεταξύ αυτών και τον Τυφλόν ερωτώσι τι λέγει περί Αυτού. Εκείνος απεκρίθη, ότι είναι Προφήτης, όπερ δι’ αυτούς ήτο το τιμιώτερον. Μη πιστεύοντες δε, ότι τυφλός ων, παρά Χριστού έλαβε την θεραπείαν, εκάλεσαν τους γονείς αυτού και τούτους ερωτώσιν, αν είναι υιός των ο τοιούτος και αν γεννηθείς τυφλός, ως λέγουσι, πως τώρα βλέπει; Απεκρίθησαν εκείνοι, ότι υιός των είναι και ότι τυφλός εγεννήθη, πως δε τώρα βλέπει, ημείς δεν γνωρίζομεν, αυτός ηλικίαν έχει και ας αποκριθή. Υπεκρίθησαν δε τον αγνοούντα, δια να μη τους ποιήσουν αποσυναγώγους. Εξετάζουν λοιπόν τόν ποτε Τυφλόν και άπαξ και δις και πολλάκις, τόσον ώστε με τας πολλάς εξετάσεις άλλο δεν έπραττον παρά να βεβαιώνουν το θαύμα περισσότερον. Τέλος πάντων, επειδή φανερά ο πρώην τυφλός ωμολόγησεν, ότι ο Ιησούς από Θεού είναι και δια τούτο τυφλού αυτού γεγενημένου ήνοιξε τους οφθαλμούς, το οποίον απ’ αιώνος άλλος δεν έπραξε πώποτε, οργισθέντες τον εποίησαν αποσυνάγωγον. Όθεν ευρών αυτόν ο Ιησούς μετά ταύτα, λέγει προς αυτόν· «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; (Ιωάν. θ: 35). Ακούσας δε, ότι αυτός είναι ο μετ’ αυτού λαλών, προσεκύνησεν Αυτόν και Μαθητής Αυτού εχρημάτησε, την ευεργεσίαν ανακηρύττων. Εκαλείτο δε, ως λέγουσι τινές, Χαλιδόνιος. Το εις τον Τυφλόν θαύμα τούτο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχει και συμβολικήν έννοιαν. Και τυφλός μεν είναι ο εξ εθνών λαός, τον οποίον παράγων ήτοι εν τη γη διατρίβων και ουχί εν ουρανώ εύρεν ο Χριστός. Έτι δε και ότι ελθών ο Κύριος δια τον Εβραϊκόν λαόν διέβη παροδικώς και εις τα έθνη. Πτύσας δε χαμαί, και πηλόν ποιήσας, έχρισεν ήτοι αναγωγικώς εδίδαξεν αυτούς πρώτον· ότι ως σταγών κατήλθεν επί της γης και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου· είτα και το θείον Βάπτισμα παρέδωκε δια του «Ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ» (Ιωάν. θ: 7). Μετά ταύτα ο αναβλέψας τυφλός ήτοι ο Χριστιανικός λαός υπέρ Χριστού προς πάντας παρρησιάζεται και διώκεται και μαρτυρεί, ύστερον δε παρ’ αυτού ανακηρύττεται και δοξάζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου