Σήμερον ο Χριστός διεκήρυξε προς ημάς τους άθλους της Σαμαρείτιδος· και
είναι ανάγκη ο πτωχός λόγος μου να ταξιδεύση μέσα εις το πέλαγος των
κατορθωμάτων της. Βλέπω δηλαδή την πίστιν αυτής και θέλω να την εγκωμιάσω, όπως
της αρμόζει, και μαζί με σας να επαινέσω την πτωχήν και πλουσίαν, την πόρνην
και την Απόστολον, την άσωτον και την πιστήν, εκείνην η οποία πολλούς εμόλυνε
και τον μονογενή Λόγον του Θεού επεριποιήθη, εκείνην η οποία εμολύνθη με πολλάς
αμαρτίας αλλά και εκαθαρίσθη εξ αυτών, εκείνην η οποία εδίψασε και επεθύμησε να
πίη το Ύδωρ της αιωνίου ζωής, η οποία εκληρονόμησε τέλος την χάριν των ναμάτων
του ουρανού. Τι λέγει δηλαδή ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος ως υιός βροντής
μας απεκάλυψε τα άρρητα μυστήρια;
«Έρχεται ουν (λέγει δια τον Ιησούν) εις πόλιν της Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου, ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού. Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· Ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δος μοι πιείν. Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ: 5 – 8). Έρχεται ο Ιησούς εις μίαν πόλιν της Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, η οποία ευρίσκετο πλησίον εις το μέρος, το οποίον έδωσεν ο Ιακώβ εις τον Ιωσήφ τον υιόν αυτού. Υπήρχε δε εκεί ένα πηγάδι, το οποίον είχεν ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, επειδή ήτο κουρασμένος από την οδοιπορίαν, εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Ήτο δε περίπου η έκτη ώρα της ημέρας, δηλαδή μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυνή, η οποία κατήγετο από την Σαμάρειαν, δια να βγάλη νερό από το πηγάδι. Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς· δώσε μου να πίω. Είπε δε τούτο προς αυτήν διότι οι Μαθηταί Αυτού είχον μεταβή εις την πόλιν δια να αγοράσουν τροφάς και ήτο μόνος. «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς». Πως λοιπόν λέγει ο Προφήτης Ησαϊας, ότι· «Ο παντοδύναμος Θεός ούτε θα πεινάση ούτε θα διψάση ούτε θα κουρασθή ποτέ. Ούτε είναι δυνατόν να εννοήση κανείς τας σκέψεις του» (Ησ. μ: 28); Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το Ευαγγέλιόν του γράφει περί του Ιησού· «Και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. δ: 2). Επίσης και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως ήκουσες προ ολίγου, αγαπητέ ακροατά, λέγει· Ο Ιησούς, επειδή εκουράσθη από την πεζοπορίαν, εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς επείνασεν, ο δε Ιωάννης ότι εκουράσθη. Ο δε Προφήτης Ησαϊας, ομιλών κατά φώτισιν του Αγίου Πνεύματος, λέγει καθαρά· «Ο Θεός ούτε θα παινάση, ούτε θα διψάση, ούτε θα κουρασθή ποτέ. Ούτε είναι δυνατόν να εννοήση κανείς την σκέψιν Αυτού» (Ησ. μ: 28). Πως είναι δυνατόν όμως να υπάρξη συμφωνία μεταξύ εκείνων, τα οποία λέγουν οι Ευαγγελισταί και εκείνων τα οποία λέγει ο Προφήτης; Όμως ούτε ο Προφήτης είπε ψέματα, Θεός φυλάξοι! Ούτε οι Απόστολοι έγραψαν πράγματα αντίθετα προς όσα δια του Αγίου Πνεύματος εφανέρωσε ο Προφήτης. Επειδή η κατά σάρκα οικονομία του Σωτήρος και μεγάλου Θεού ημών είχε διπλήν και παράδοξον την ένωσιν της θείας και ανθρωπίνης φύσεως Αυτού, όπως Εκείνος ηθέλησε και όπως Εκείνος ηυδόκησε, δια τούτο ο μεν Προφήτης διακηρύσσει την δύναμιν της θεότητος και την μεγαλειότητα αυτής, οι δε Απόστολοι αποδεικνύουν πραγματικήν την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου. «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή. Ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· Δος μοι πιείν. Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι. Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος» (Ιωάν. δ: 6 – 9). Λέγει λοιπόν προς Αυτόν η Σαμαρείτις: Πως συ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερόν από εμέ δια να πίης, η οποία είμαι από την Σαμάρειαν; Εις το σημείον τούτο, αγαπητοί μου, είναι ανάγκη να εξετάσωμεν δια ποίον λόγον ο Κύριος και τον τόπον καθώρισε και την ώραν και την απουσίαν των Μαθητών προητοίμασε. Τον τόπον: «Εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή» (Ιωάν. δ: 6). Την ώραν: «Ώρα, ην ωσεί έκτη». Την απουσίαν των Μαθητών: «Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι» (αυτόθι 8). Δια ποίον λόγον λοιπόν είπε τον τόπον; Εγώ λέγω: Κάποιο θήραμα πνευματικόν ήθελε να συλλάβη και δια το θήραμα αυτό επήγεν εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον θα ήτο δυνατόν να προσελκύση το κυνήγιον. Δεν βλέπεις τι κάνουν οι αλιείς; Δεν γυρίζουν εις όλην την θάλασσαν, αλλά πηγαίνουν εις ωρισμένον τόπον, εκεί όπου γνωρίζουν ότι υπάρχουν ψάρια. Διότι υπάρχουν πολλαί περιοχαί εις την θάλασσαν, όπου υπάρχουν περισσότερα ψάρια από όσα υπάρχουν εις άλλας περιοχάς. Κατά τον ίδιον τρόπον και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο μέγας Θεός κατά την προφητείαν, ως Θεός εγνώριζεν, ότι εκεί ημπορούσε να συλλάβη την λείαν, δηλαδή την γυναίκα την Σαμαρείτιν. Όπως λοιπόν είπον προηγουμένως, οι αλιείς εις εκείνους τους τόπους ρίπτουσι τα δίκτυα των, όπου ελπίζουν ότι θα συλλάβουν ιχθύς. Ούτω και ο Χριστός ήλθεν εις τον τόπον, όπου θα ημπορούσε να συλλάβη εις τα δίκτυά του την Σαμαρείτιν και δι’ αυτής να συλλάβη μέγα πλήθος ανθρώπων. Ιδού ότι σας εφανέρωσα την αιτίαν του τόπου. Διατί όμως ανέφερε και την ώραν; Λέγει δηλαδή εις το Ευαγγέλιον· «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή. Ώρα ην ωσεί έκτη». Άκουσε λοιπόν, αγαπητέ μου, και δια την ώραν. Η Σαμαρείτις ήτο μία πτωχή γυνή, η οποία εζούσεν από την εργασίαν των χειρών της. Ήτο δε πτωχή και κατά το σώμα και από απόψεως χρημάτων, όχι όμως και κατά την ευσέβειαν της ψυχής της. Δια τούτο λοιπόν εκείνη, μόλις εξυπνούσε το πρωί, ήρχισε να εργάζεται εις τον αργαλειόν, διότι με την εργασίαν της εις αυτόν εξησφάλιζε τα μέσα της συντηρήσεώς της. Αλλά κατά το μεσημέρι, όταν όλοι εφρόντιζον να αναπαυθούν, τότε εκείνη ελάμβανε την στάμναν της και επήγαινεν εις το πηγάδι να πάρη νερόν. Εγνώριζε λοιπόν ο Κύριος, ότι την ώραν, κατά την οποίαν όλοι ανεπαύοντο, εκείνη ήτο απησχολημένη εις το να προμηθευτή το ύδωρ που εχρειάζετο. Δι’ αυτό λοιπόν και ο Κύριος την μεσημβρίαν επήγεν εις το πηγάδι, την ώραν που εγνώριζεν ότι η Σαμαρείτις θα έλθη να γεμίση την στάμναν της και θα ήτο δυνατόν να συλλάβη το πνευματικόν εκείνο θήραμα. Και δια ποίον λόγον ο Κύριος έστειλε τους Μαθητάς του εις την πόλιν; «Οι γαρ μαθηταί αυτού» (Ιωάν. δ: 8), λέγει το Ευαγγέλιον, «απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι». Η γυνή εκείνη ήτο μία πτωχή και ασήμαντος, όπως είπομεν προ ολίγου, η οποία δεν είχε καν την δύναμιν να ατενίση προς συνοδείαν υπηρετών. Και εάν έβλεπε κάποιον με την αξίαν και εμφάνισιν διδασκάλου, και την ενδυμασίαν των Μαθητών, τον Διδάσκαλον, τους διδασκομένους, τον κόσμον, την τάξιν, το αξίωμα, την εμφάνισιν, την επισημότητα, ασφαλώς θα απέφευγε να πλησιάση και το κυνήγιον θα διέφευγε. Δεν θα είχε την τόλμην να έλθη πλησίον και το ψάρι θα έφευγεν από τα δίκτυα. Δεν θα επιάνετο εις αυτά, αλλά θα επήδα έξω και θα εξηφανίζετο. Δια τούτο έστειλε τους Μαθητάς εις την πόλιν. Πηγαίνετε εις την πόλιν, είπε, και αγοράσατε τροφάς. Σεις πηγαίνετε να αγοράσετε, εγώ δια τον εαυτόν μου έχω άλλο φαγητόν: «Εμόν βρώμα εστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ: 34) Ιδικόν μου φαγητόν είναι να εκτελώ το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλεν εις τον κόσμον και να αποτελειώσω το έργο Του. Σεις φροντίζετε δια τα σωματικά· εγώ φροντίζω δια τα πνευματικά. Σεις αγοράσατε, διότι εγώ εξηγόρασα· «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ: 13). Ο Χριστός μάς εξηγόρασεν από την κατάραν του Νόμου και δια την εξαγοράν μας έγινεν ο ίδιος κατάρα, λέγει το σκεύος της εκλογής, ο Παύλος. Με το νερόν θέλω να συλλάβω το πνευματικόν αυτό θήραμα. Έμαθες δια ποίον λόγον αναφέρονται και ο τόπος και η απουσία των Μαθητών. Ήδη είναι ανάγκη να αρχίσωμεν να εξετάζωμεν και τα αναφερόμενα περαιτέρω. «Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ» (Ιωάν. δ: 7). Έρχεται η Σαμαρείτις δια να αντλήση νερόν από το πηγάδι την έκτην ώραν, δηλαδή την μεσημβρίαν, αφού εσταμάτησε την εργασίαν της εις τον αργαλειόν. Ήλθε να πάρη νερόν κατά την ώραν της αναπαύσεως των άλλων, και όπως επανειλημμένως ανέφερα, την μεσημβρίαν, επειδή όταν και η Εύα παρέβη την εντολήν εις τον Παράδεισον ήτο περίπου η έκτη ώρα. Δια τούτο και η Σαμαρείτις εύρε την σωτηρίαν της εις το πηγάδι περί την μεσημβρίαν. Ήλθε λοιπόν η Σαμαρείτις να πάρη νερόν και βλέπει τον Ιησούν ως ένα ξένον, ως ένα πεζοπόρον, ο οποίος ήθελε να δροσισθή από την ζέστην της ημέρας και δια τούτο εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Είδεν ένα άνθρωπον με πτωχικήν εμφάνισιν και ούτε του ωμίλησε καν. Αλλ’ Εκείνος, ως Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα προτού να γίνουν, όταν είδεν ενώπιόν του τον θησαυρόν εκείνον της πίστεως, λέγει: «Δος μοι πιείν» (Ιωάν. δ: 7). Η πηγή της ζωής, καθισμένος κοντά εις το πηγάδι, ζητεί να του δώση να πίη, όχι διότι ήθελε να πίη ο ίδιος, αλλά διότι ήθελε να δώση εις εκείνην να πίη. Δώσε μου να πίω, δια να σου δώσω να πίης το ύδωρ της αφθαρσίας. Διότι εγώ διψώ την σωτηρίαν των ανθρώπων· δεν σου ζητώ δια να πίω, αλλά δια να ποτίσω. Εμιμήθην τον Πατέρα μου· λέγει δηλαδή ο Θεός προς τον Αβραάμ· «Δώσε μου τον υιόν σου· θυσίασέ μου τον Ισαάκ τον ηγαπημένον σου υιόν, τον μονογενή, ως προσφοράν εις εμέ επάνω εις το όρος, το οποίον θα σου δείξω» (Γεν. κβ: 2). Αλλά δεν είπε τούτο ο Θεός, διότι πράγματι ήθελε να πάρη τον υιόν του Αβραάμ, αλλά διότι ήθελε να χαρίση εις την οικουμένην τον ιδικόν του Υιόν. Λέγει δηλαδή ο υιός της βροντής, ο θείος Ιωάννης, εις το Ευαγγέλιόν του· «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16). Τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε προσέφερε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή, ίνα θυσιασθή υπέρ του κόσμου, ώστε όποιος πιστεύει εις αυτόν να μη απολεσθή αλλά να κληρονομήση την αιώνιον ζωήν. Δώσε μου τον μονογενή σου υιόν, δια να χαρίσω εις τον κόσμον τον Μοναγενή μου. Θυσσίασε τον υιόν σου, όχι δια να τον θυσιάσης, αλλά δια να θυσιάσω εγώ τον Υιόν μου τον Μονογενή δια την σωτηρίαν του κόσμου, θυσίαν ζωντανήν, ευάρεστον, αγίαν. Το ίδιον συνέβη και εδώ. «Δος μοι πιείν» (Ιωάν. δ: 7), όχι δια να πίω, αλλά δια να ποτίσω. «Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις»(αυτ. 9). Λέγει προς αυτόν η γυνή· Πως συ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς από εμέ να σου δώσω να πίης νερόν, η οποία είμαι Σαμαρείτις; Διότι οι Ιουδαίοι δεν έχουν καμμίαν επαφήν με τους Σαμαρείτας. Εις αυτά η γυνή είναι αυστηρά· αυτά τα πράγματα τα προσέχει η πόρνη· εις αυτά η πόρνη αποδεικνύεται ακριβής τηρητής του Νόμου. Τοιούτον είναι πάντοτε το γένος των Σαμαρειτών· μολύνονται μέσα εις την αμαρτίαν της πορνείας και νομίζουν ότι αν πλυθούν με ύδωρ θα καθαρισθούν. «Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (ένθ. ανωτ). Γεμίζουν την ψυχήν των με αμαρτίας και το σώμα προσπαθούν να σκουπίσουν. Το ίδιον και η Σαμαρείτις· η ψυχή της εκυλίετο εις την πορνείαν και νερόν εδίσταζε να δώση μη τυχόν αμαρτήση. Τι έκαμε τότε ο Ιησούς; Δεν την απεδίωξε· δεν είπε προς αυτήν· Εγώ είμαι Θεός γεννηθείς εκ Θεού· εγώ εστερέωσα τον ουρανόν και εθεμελίωσα την γην και συ εξετάζεις εάν είναι ορθόν να μου δώσης νερόν να πίω μη τυχόν και αμαρτήσης, συ η οποία είσαι μεμολυσμένη από τόσας αμαρτίας; Αλλά τι της είπε; «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, Δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιωάννου δ: 10). Εάν εγνώριζες την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος και ποίος είναι εκείνος ο οποίος σου λέγει να του δώσης νερόν να πίη, συ θα εζητούσες από Αυτόν να σου δώση ύδωρ, το οποίον θα σου έδιδε ζωήν. Βλέπεις με ποίον τρόπον εκέντησε τον πόθον της; «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, Δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων..» (ένθ. ανωτέρω). Τι είπε τότε πάλιν προς αυτόν η Σαμαρείτις; «Κύριε, ούτε άντλημα έχεις και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε, και οι υιοί αυτού, και τα θρέμματα αυτού»; (Ιωάν. δ: 11 – 12). Κύριε, ούτε δοχείον έχεις να αντλήσης το ύδωρ και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις το ύδωρ, το οποίον δίδει ζωήν; Μήπως είσαι συ ανώτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ, ο οποίος αφήκεν εις ημάς κληρονομίαν το πηγάδι αυτό και έπιεν ο ίδιος εξ αυτού και οι υιοί αυτού και τα ζώα αυτού; Μεγάλην γνώμην είχεν η γυνή εκείνη περί του πατριάρχου Ιακωβ (προσέχετε, παρακαλώ, με όλην σας την προσοχήν)· μεγάλην εκτίμησιν είχε προς τον Ιακώβ η Σαμαρείτις και μεγάλην ιδέαν είχε περί αυτού, διότι ήτο πατριάρχης, διότι ήτο δίκαιος, επειδή βεβαίως ο Ιακώβ εγένετο γενάρχης των δώδεκα πατριαρχών· διότι αι δώδεκα φυλαί του Ισραήλ από τον Ιακώβ κατάγονται. Και όχι μόνον δι’ αυτό, αλλά και διότι επάλαισε μετά του Θεού και απεδείχθη ισχυρός, ώστε και αυτός ο Θεός να του είπη· «Απόστειλόν με· ανέβη γαρ ο όρθρος» (Γεν. λβ: 26). Άφησέ με, διότι πλησιάζει να εξημερώση. Ο Θεός, παλαίων με άνθρωπον, έλεγεν· Άφησέ με, διότι μου είσαι αγαπητός και ήλθεν η αυγή. Ο δε Ιακώβ του είπε· «Ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης» (αυτόθι) Δεν θα σε αφήσω, εάν δεν με ευλογήσης. Τι ήθελε να είπη με αυτό και ποία ήτο η σημασία της πάλης του Θεού μετά του ανθρώπου, ή ότι έμελλε προς χάριν ημών να φορέση την ιδικήν μας σάρκα; Τι είπε τότε ο Θεός προς αυτόν; Εις το εξής δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά το όνομά σου θα είναι Ισραήλ, (ήτοι ενισχυμένος από τον Θεόν), επειδή εφάνης ισχυρός απέναντι του Θεού. Συνεπώς θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων. Μεγάλην ιδέαν λοιπόν είχε περί του Ιακώβ η γυνή εκείνη· δια τούτο έλεγεν εις τον Κύριον· «Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε, και οι υιοί αυτού, και τα θρέμματα αυτού»; (Ιωάν. δ: 12). Τι απήντησε τότε προς αυτήν ο Χριστός; Πρόσεξε την σοφίαν του Δεσπότου· πρόσεξε την συγκατάβασιν του Διδασκάλου. Δεν είπε προς αυτήν· Ναι, είμαι ανώτερος εγώ από τον προπάτορά σας Ιακώβ. Ούτε είπε προς αυτήν, καθώς είπεν εις τους Ιουδαίους, ότι «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι (Ιωάν. η: 58). Προτού να γεννηθή ο Αβραάμ υπάρχω εγώ· ή πάλιν ως έλεγεν· «Αμήν λέγω υμίν, ότι πολλοί Προφ’ηται και βασιλείς ηθέλησαν ιδείν, α υμείς βλέπετε, και ουκ είδον» (Λουκ. ι: 24). Σας λέγω αληθώς, ότι πολλοί βασιλείς και Προφήται επεθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε σεις, και δεν τα είδον. Τίποτε από αυτά δεν είπεν εις την γυναίκα, αλλ’ αντιπαρέρχεται την συζήτησιν σχετικώς με τον πατριάρχην και κατά τρόπον φανερόν την κάμνει ισχυροτέραν. Εάν δηλαδή έλεγεν εις αυτήν, ότι· Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ, διότι εκείνος μεν έλαβεν από εμέ την ευλογίαν, εγώ δε την έδωσα εις αυτόν. Επειδή εκείνη δεν θα ήτο δυνατόν να στρέψη τους οφθαλμούς της προς το ύψος των τοιούτων αποκαλύψεων, αμέσως θα έφευγε. Τίποτε λοιπόν εξ αυτών δεν είπε προς αυτήν, αλλά εκ των φαινομένων καθιστά το πράγμα σαφές και ακαταμάχητον. Τι είπε δηλαδή προς αυτήν; «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν· ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος, ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα· αλλά το ύδωρ, ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 13- 14). Όποιος πίη από τούτο το ύδωρ, θα διψάση πάλιν· εκείνος όμως, ο οποίος θα πίη από το νερόν, το οποίον θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάση ποτέ. Αλλά το ύδωρ το οποίον θα του δώσω εγώ, θα γίνη εντός αυτού πηγή ύδατος, το οποίον θα του χαρίση την αιώνιον ζωήν. Εις την συζήτησιν εκείνην επρόκειτο περί του προσώπου του Ιακώβ και του Χριστού. Αλλ’ αφήκε την αντιδικίαν περί των προσώπων και έρχεται εις την συζήτησιν περί των υλικών υδάτων και των αοράτων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Εάν βεβαίως έλεγε· «Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ», αμέσως εκείνη θα διέκοπτε την συζήτησιν και θα έσπευδε να επιστρέψη εις την πόλιν, θα έφευγε δρομαίως μόλις θα ήκουε μίαν τοιαύτην απάντησιν και προτού τελειώση ο λόγος θα έφθανεν εις την πόλιν και θα έλεγεν· «Ούτος δεν γνωρίζει τι λέγει, μου φαίνεται ότι τον κατέχει κάποιο δαιμόνιον, ίσως έχει πάρει ο νους του αέρα, δεν έχει τα λογικά του. Κάποιος ξένος, εις τον οποίον δεν πρέπει να δίδη κανείς την παραμικράν σημασίαν, λέγει ότι είναι ανώτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ, ή μάλλον από εκείνον ο οποίος υπήρξε γενάρχης των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, ανώτερος από εκείνον ο οποίος ηυλογήθη από αυτόν τον Θεόν, ο οποίος ήτο μεν πτωχός, όταν έφυγεν εις την ξένην χώραν, όμως επέστρεψε πλούσιος από την οικονομίαν, η οποία έγινεν εις αυτόν παρά του Θεού». Απέναντι της γυναικός ο Χριστός εδείκνυεν όλην την συγκατάβασίν Του και υπεχώρει εμπρός εις την αδυναμίαν της γυναικός δια να την αναβιβάση σιγά σιγά εις το ύψος των μεγάλων εκείνων εννοιών. Όπως δηλαδή οι αλιείς (τι κάνουν οι αλιείς, άκουσον μετά προσοχής) ρίπτουν το άγκιστρον εις την θάλασσαν, και όταν αισθανθούν ότι κάποιος ιχθύς συνελήφθη, δεν τον σύρουν αμέσως έξω από την θάλασσαν, αλλά χαλαρώνουν ολίγον το νήμα, ώστε ο ιχθύς να καταπίη τελείως και χωρίς καμμίαν υποψίαν το δόλωμα, και όταν αντιληφθούν ότι το άγκιστρον έφθασεν εις το βάθος των σπλάγχνων του, τότε το σύρουν με δύναμιν και τραβούν τον ιχθύν έξω από την θάλασσαν, εκείνοι οι οποίοι προηγουμένως του άφηνον περισσότερον νήμα. Το ίδιον έκαμε και ο Χριστός εις την γυναίκα εκείνην· δεν εφανέρωσεν εις αυτήν ευθύς εξ αρχής την ωραιότητα της θεότητος, ούτε της έδωσεν υποσχέσεις περί μεγάλων αγαθών, ούτε της εφανέρωσεν ότι Αυτός έκαμε τον Ιακώβ ισχυρόν. Αντιθέτως διήγειρε την επιθυμίαν και τον πόθον της ψυχής της λέγων προς αυτήν· «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν· ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος, ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήσει εις τον αιώνα· αλλά το ύδωρ, ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 13 – 14). Αφήκεν ο Κύριος την αντιδικίαν περί των προσώπων και ήλθε πλέον εις την αφθονίαν των χαρισμάτων, μάλλον δε απέδειξε την υπεροχήν τούτων εξ αυτών των πραγμάτων. Τι είπε τότε προς αυτόν η γυνή; «Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (αυτόθι 15). Κύριε, δώσε μου αυτό το ύδωρ, το οποίον λέγεις, δια να μη διψώ πλέον, και να μη έρχωμαι εδώ να αντλώ ύδωρ από το πηγάδι. Βλέπεις με ποίον τρόπον επίστευσεν, ότι εκείνος όστις θα πίη από το ύδωρ, το οποίον δίδεται παρά του Χριστού, δεν διψά εις το εξής; «Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (αυτόθι). Ολίγον κατ’ ολίγον εδημιούργησεν εις αυτήν ο Χριστός την επιθυμίαν δια τας πνευματικάς δωρεάς Αυτού. Επίστευσεν η γυνή ότι υπάρχει ύδωρ, το οποίον, όταν το πίη τις, δεν διψά πλέον· το οποίον όταν πίνεται, εξαφανίζει τας αμαρτίας. «Κύριε, δος μοι το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν», Λέγει αυτή ο Ιησούς· «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι 16). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς· Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ. Εάν έχης σύζυγον, ας γίνη και ούτος κοινωνός και της πίστεώς σου· μη θέλης να λάβης μόνη σου την δωρεάν των πνευματικών τούτων χαρισμέτων. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου, και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι). Ακριβώς δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, όχι δια να σώσω μόνον την Εύαν δια της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, αλλά δια να επαναφέρω και τον άνδρα δι’ εμού εις τον Παράδεισον. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι). Καλώς, αγαπητοί μου, και ο Διδάσκαλος της οικουμένης Παύλος, γράφων δια το ίδιον θέμα προς τους Κορινθίους, λέγει· «Τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις»; (Α΄ Κορινθ. ζ: 16). Γνωρίζεις άραγε, ω Χριστιανή, μήπως δυνηθής να ελκύσης εις την Πίστιν και να σώσης τον άνδρα σου; Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. Λέγει αυτώ η γυνή· Ουκ έχω άνδρα» (Ιωάν. δ: 16 – 17). Λέγει προς αυτόν η γυνή· δεν έχω άνδρα. Και ούτω ήρχισεν η Σαμαρείτις να αποκαλύπτη τας αμαρτίας της. Ήρχισε να εξομολογήται τα ανομήματά της και να λέγη· «Ουκ έχω άνδρα» (αυτόθι). Εβυθίσθην εις τον βυθόν της πορνείας και της ασωτίας και άνδρα δεν έχω· «Λέγει αυτή ο Ιησούς· Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (αυτόθι 17-18). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς. Την αλήθειαν είπες· διότι έλαβες πέντε άνδρας, και αυτός, τον οποίον έχεις τώρα, δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου. Αυτή είναι η αλήθεια. Τι σημαίνει δε αυτό το: «Πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ» (αυτόθι 18). Η γυνή έλαβε πέντε νομίμους άνδρας και απέθανον και οι πέντε. Μετά τον θάνατον του τελευταίου η γυνή έγινε πόρνη· δια τούτο εις το εξής κανείς δεν ήθελε πλέον να την λάβη ως νόμιμον σύζυγόν του. Εκείνη δε, επειδή δεν ημπορούσε να συγκρατήση τας ορμάς της επιθυμίας, συνεδέθη κρυφίως με κάποιον, ο οποίος επόρνευε μαζί της· και δεν ήτο ούτε δεδηλωμένη πόρνη, αλλ’ ούτε και νόμιμος σύζυγος. Είχε μεν άνδρα, αλλά κτυφίως· ενόμιζε δε ότι ο Χριστός ήτο άνθρωπος και επομένως ηδύνατο να τον εξαπατήση, και έλεγε προς Αυτόν: «Ουκ έχω άνδρα». Επειδή όμως ο Χριστός είναι παντογνώστης, εγνώριζε τα απόκρυφα της καρδίας της, όπως γνωρίζει τα πάντα πριν ακόμη συμβούν, δι’ αυτό είπε προς αυτήν· «Καλώς είπας, ότι: Άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (Ιωάν. δ: 17-18). Τότε: «Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ, ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς δε λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (αυτόθι 19-20). Λέγει προς αυτόν η γυνή: Κύριε, νομίζω ότι συ είσαι προφήτης. Οι πατέρες ημών ελάτρευσαν τον Θεόν εις τούτο εδώ το όρος. Και σεις οι Ιουδαίοι λέγετε, ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν. Ποίον Προφήτην εννοείς, ω γύναι; Εκείνον δια τον οποίον ο Μωϋσής έγραψεν, ότι: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου» (Δευτ. ιη: 15). Κύριος ο Θεός ημών θα αναδείξη ένα Προφήτην προς χάριν σας από τους αδελφούς σας, όπως εμέ, ή κάποιον άλλον; Εννοείς, ω γύναι, εκείνον ο οποίος αποκαλύπτει τα μυστικά της καρδίας; Επειδή δηλαδή ήκουσε παρά του Δεσπότου ημών την αποκάλυψιν των κρυφίων αμαρτημάτων της, λέγει· Κύριε, νομίζω ότι συ είσαι Προφήτης. Ήτο το ίδιον ακριβώς με εκείνο το οποίον έλεγεν ο Προφήτης Δαβίδ: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. ιη: 13), από τας μυστικάς αμαρτίας μου, τας οποίας μόνον εγώ γνωρίζω, καθάρισόν με. Και εκάθητο ο Θεός συνομιλών με μίαν γυναίκα. Ω της φιλανθρωπίας! Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ συνομιλεί με μίαν γυναίκα πόρνην: «Θεωρώ, ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 19-20). Η πόρνη αρχίζει συζήτησιν περί δογματικών ζητημάτων, και επειδή ενόμισεν ότι ο Δεσπότης ημών είναι Προφήτης, δεν εζήτησε κανένα υλικόν αγαθόν. Τον ωμολόγησεν ως Κύριον, και δεν εζήτησε χρήματα ή άλλα περιουσιακά αγαθά: «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ» (αυτόθι). Τον ωμολόγησε Κύριον, και τίποτε περισσότερον δεν εζήτησεν εκ μέρους Του παρά μόνον την ερμηνείαν των πατρικών δογμάτων: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν» (αυτόθι). Και τούτο το λέγει, διότι εις εκείνο το όρος το καλούμενον Σώμωρ προσέφερεν ο Αβραάμ τον υιόν του Ισαάκ ως θυσίαν εις τον Θεόν, εις δε τα Ιεροσόλυμα ο Ιακώβ, όταν επήγαινε προς τον Λάβαν τον Σύρον, είδεν εις τον ύπνον του την κλίμακα, ήτις έφθανεν από της γης εις τον ουρανόν και επάλαισε με τον Θεόν. Δια τούτο και έλεγεν: «Ο Θεός μου ώφθη μοι εν Λουζά» (Γεν. μη: 3). Ο Θεός παρουσιάσθη εις εμέ, όταν ευρισκόμην εις την Λουζάν. Δια τούτο λοιπόν η γυνή αρχίζει συζήτησιν περί δογμάτων και λέγει: «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 19-20). Τι απήντησε τότε προς αυτήν ο Κύριος; Πάλιν απήντησε με την σοφίαν, την οποίαν μόνον ο Θεός είναι δυνατόν να έχη. Επειδή δηλαδή εκείνος μεν εθεωρείτο υπ’ αυτής ως Ιουδαίος, εκείνη δε ήτο Σαμαρείτις, δεν ηθέλησε να απαντήση απ’ ευθείας προς την ερώτησιν και δια να μη διαψεύση την γυναίκα και δια να μη την κάμη περισσότερον σκληράν. Διότι η προσπάθειά Του δεν απέβλεπεν εις άλλο τι, παρά μόνον επεζήτει πως θα ήτο δυνατόν να προσελκύση την αμαρτωλήν εκείνην γυναίκα εις την οδόν της σωτηρίας. Δια τούτο δεν λέγει προς αυτήν τίποτε σκληρόν, ώστε ούτε να την διαψεύση ούτε να εντροπιάση την Σαμαρείτιδα. Εάν δηλαδή έλεγε προς αυτήν, ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούν τον Θεόν, καθώς παρήγγειλεν ο Μωϋσής εις τους απογόνους του Ισραήλ, θα την έκαμνε σκληροτέραν· επειδή, όπως είπομεν, η Σαμαρείτις έκπαλαι είχε την γνώμην, ότι εις το όρος, το οποίον ευρίσκετο εις τα Σίκιμα, είχε διαταχθή παρά του Θεού ο Αβραάμ να θυσιάση τον υιόν του Ισαάκ. Εάν πάλιν φαινόμενος ο Κύριος συγκαταβατικός συνεφώνει μετ’ αυτής και έλεγεν, ότι αυτό είναι το όρος, και ορθώς προσκυνείτε εις αυτό τον Θεόν, ο λόγος Του δεν θα ήτο αληθής. Δια τούτο λοιπόν αντιπαρέρχεται και τα δύο και προσπαθεί να οδηγήση την γυναίκα προς την πνευματικωτέραν προσκύνησιν του Θεού, και λέγει προς αυτήν· «Γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί, αλλ’ οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία. Και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν· Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 21-24). Γύναι, πίστευσόν με, όταν σου λέγω, ότι γρήγορα θα έλθη ο καιρός, και ήλθεν ήδη, ότε ούτε εις το όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θα λατρεύσουν οι άνθρωποι τον Θεόν· αλλ’ οι αληθινοί προσκυνηταί θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικώς και εν αληθεία. Διότι ο Πατήρ ζητεί να είναι τοιούτοι εκείνοι οι οποίοι τον προσκυνούν και τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι οι οποίοι τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικώς και εν αληθεία. Βλέπεις ποίος είναι ο άριστος τρόπος της διδασκαλίας; Είδες την σοφίαν του εφευρετικού Διδασκάλου; «Γύναι, πίστευσόν μοι» (αυτόθι 21). Πρόσεξε να ίδης πως προετοιμάζει την πίστιν της γυναικός. Πρόσεξε πως αναβιβάζει σιγά – σιγά την ψυχήν της εις τον ουρανόν, χωρίς να εντρέπεται δια το ένδυμα της πόρνης το οποίον εφόρει, διότι απέβλεπεν εις την σωτηρίαν της ψυχής της. Δια ποίον δε λόγον ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; Διότι δεν ήλθε δια να καλέση εις μετάνοιαν τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς. Επειδή, δια το απολωλός πρόβατον, χωρίς να χωρισθή από τους κόλπους του Πατρός Αυτού, κατήλθε προς ημάς, και έκλινε τους ουρανούς και έγινε τέλειος άνθρωπος, ενώ παρέμεινε Θεός όπως ήτο και πρότερον. «Γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία. Και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (αυτόθι 21 – 24). Η προσκύνησις και λατρεία του Θεού δεν είναι δυνατόν να περιορισθή εις ωρισμένον τόπον, αλλ’ η επίγνωσις της θείας Χάριτος είναι απλωμένη εις πάντα τόπον. Δεν κατέχουν δια λογαριασμόν των και μόνον ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Σαμαρείται τα σύμβολα του Νόμου. «Και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Ο Θεός δεν λατρεύεται πλέον με ξένας θυσίας και με τας προσφοράς μόσχων και κριών. Λατρείαν του Θεού δεν σημαίνει πλέον η περιτομή και η τήρησις του Σαββάτου. Δεν σημαίνει λατρείαν του Θεού ο ναός και ο βωμός και ο αποδιοπομπαίος τράγος και τα Άγια των Αγίων. Δεν είναι πλέον αληθής λατρεία του Θεού η σκιά της λατρείας και τα Σάββατα, τα οποία έχουν διαψευσθή. «Τας νουμηνίας υμών και τα Σάββατα» (Ησαϊας α: 13), λέγει ο Θεός δια στόματος του Προφήτου, «και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι· νηστείαν και αργίαν και τας νουμηνίας υμών, και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου» (αυτόθι 13 – 14). Διότι τας προσφοράς σας κατά την πρώτην του μηνός και την τήρησιν του Σαββάτου δεν ανέχομαι πλέον· την νηστείαν και την αργίαν σας και τας εορτάς σας τας μισεί η ψυχή μου. Διότι «Τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Όλα εκείνα επέρασαν ως να ήσαν σκιά· αι διατάξεις του παλαιού Νόμου ητόνησαν, όλα έχουν γίνει καινούργια. Επομένως ήλλαξε και η χάρις των πραγμάτων· δεν δέχομαι πλέον εκείνοι οι οποίοι λατρεύουν πνευματικώς τον Θεόν να συγκεντρώνωνται εις ωρισμένον τόπον, όπως ώριζεν ο παλαιός Νόμος. Το χάρισμα της σωτηρίας θέλω να απλωθή εις ολόκληρον την οικουμένην. Διότι: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5). Η διδασκαλία των διεδόθη εις όλην την γην και οι λόγοι των έφθασαν εις τα πέρατα της οικουμένης. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Τότε: «Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (Ιωάν. δ: 25). Λέγει προς Αυτόν η Σαμαρείτις· Γνωρίζω από την μελέτην των Προφητών, ότι πρόκειται να έλθη ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός· Εκείνος θα μας τα διδάξη όλα αυτά. Είναι αξιοθαύμαστος η πόρνη, διότι απεδεικνύετο σοφή εις τα πνευματικά ζητήματα, και ηδύνατο να συζητή περί των θείων Γραφών. Σωματικώς μεν ήτο βυθισμένη ολόκληρος εις την ακαθαρσίαν της πορνείας, ψυχικώς όμως είχε καθαρισθή με την ανάγνωσιν και μελέτην των αγίων Γραφών: «Οίδα ότι Μεσσίας έρχεται» (Ιωάν. δ:25). Η δε λέξις Μεσσίας ερμηνεύεται Ηλειμμένος (Χριστός). Δια τούτο λέγει η γυνή, ότι περιμένω να έλθη εκείνος του οποίου η σαρξ είναι περιβεβλημένη με την θεότητα. «Όταν έλθη Εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (αυτόθι). Ω πόσον θαυμαστή ήτο η πνευματική προκοπή της γυναικός εκείνης, πόσον αξιέπαινος ήτο η πόρνη εκείνη, η οποία περί όλων ήτο ενήμερος! Πρόσεξε κατά ποίον τρόπον από τα καταχθόνια της αμαρτίας ανέβη εις τον ουρανόν ως να είχε πτερά! Μεσσίαν λέγει τον αποστελλόμενον υπό του Θεού, τον αναμενόμενον Χριστόν, τον ερχόμενον εις τον κόσμον δια την σωτηρίαν του κόσμου ολοκλήρου, και πάλιν τον λέγει Προφήτην και πάλιν Κύριον. Σεν τον ονομάζει πλέον Ιουδαίον, δεν ομιλεί δια το είδος του ύδατος, το οποίον θα της δώση, δεν λέγει πλέον προς Αυτόν: «Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ: 9). Αλλά τι του λέγει; «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ» (ενθ’ αν.). Ομιλούσα δε και πάλιν η Σαμαρείτις περί των δογμάτων, λέγει: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε, ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 20). Πρόσεξε πως αρπάζει την δωρεάν των πνευματικών χαρισμάτων. Κοίταξε πως περί όλων ομιλεί επί τη βάσει των Γραφών. «Οίδα, ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (αυτόθι 25). Εκείνον ζητώ, Εκείνον περιμένω, Εκείνον αναμένω να έλθη. «Λέγει αυτή ο Ιησούς· Εγώ ειμί, ο λαλών σοι» (αυτόθι 26). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς. Ο Μεσσίας είμαι εγώ, ο οποίος σου ομιλώ αυτήν την στιγμήν. Ω πόσον θαυμαστά και παράδοξα όσα συμβαίνουν εκεί πλησίον εις το φρέαρ του Ιακώβ! Εκείνο το οποίον εις πολλούς των Αποστόλων δεν εφανέρωσεν ο Κύριος, αυτό το απεκάλυψεν ολοκάθαρα εις την πόρνην. Όταν ο Κύριος εβάδιζεν εις την οδόν προς Εμμαούς μετά του Κλεώπα, δεν εφανερώθη εις τους Αποστόλους εκείνους· και όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς των, ώστε να τον αναγνωρίσουν, εγένετο άφαντος, ώστε και αυτοί οι Μαθηταί να είπουν, ότι: «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ, και ως διήνοιγεν ημίν τας Γραφάς»; (Λουκά κδ: 32). Δεν εφλογίζετο από τον θείον πόθον μέσα εις τα στήθη μας η καρδία μας, όταν μας ωμίλει εις τον δρόμον και μας εξηγούσε τας Γραφάς; Προς εκείνους δεν εφανερώθη, και προς την γυναίκα λέγει: «Εγώ ειμί, ο λαλών σοι» (Ιωάν. δ:26). Εκείνο το οποίον μόνον δια τον Παύλον έκαμε, τον Παύλον ο οποίος ανήλθε μέχρι του τρίτου ουρανού, ο οποίος ανηρπάγη εις τον Παράδεισον, ο οποίος ήκουσε λόγους τους οποίους δεν είναι δυνατόν να είπη ανθρωπίνη γλώσσα, ο οποίος την οικουμένην ολόκληρον συνέλαβεν εις τα δίκτυά του, τούτο έκαμε προηγουμένως εις την Σαμαρείτιδα. Εις τον Παύλον εφανερώθη καθαρά από τον ουρανόν, όταν του είπε: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κστ: 14). Ο δε Παύλος απεκρίθη λέγων: «Τις ει, Κύριε; Ο δε είπεν: Εγώ ειμι Ιησούς, ον συ διώκεις» (αυτόθι 15). Σαύλε, Σαύλε, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να λακτίζης τα καρφιά. Ο δε Παύλος απεκρίθη λέγων: Ποίος είσαι, Κύριε; Εκείνος δε απεκρίθη: Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ καταδιώκεις. Το ίδιον ακριβώς λέγει τώρα εις την Σαμαρείτιδα: «Εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (αυτόθι δ: 26). Εν τω μεταξύ επέστρεψαν οι Μαθηταί από την πόλιν και τον ευρήκαν να συνομιλή με την γυναίκα. «Και εθαύμασαν, ότι μετά γυναικός ελάλει» (Ιωάν. δ:27). Και τους εφάνη παράδοξον ότι συνωμίλει με μίαν γυναίκα. Εκείνος τον οποίον προσκυνούν οι Άγγελοι, συνεζήτει με μίαν πόρνην. Εκείνος του οποίου η Βασιλεία μετά του Πατρός Του δεν έχει τέλος, συνωμίλει μόνος με μίαν γυναίκα. Αλλ’ εκείνη, αφού άφησε την στάμναν της, επειδή την επλημμύρισε το Ύδωρ της ζωής, και αφού παρουσιάσθη εις τους συμπολίτας της, έλεγε με δυνατήν φωνήν: «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος ειπέ μοι πάντα, όσα εποίησα· μήτι ούτος εστιν ο Χριστός»; (αυτόθι 29). Ελάτε να ίδετε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπεν ό,τι και αν έχω κάμει μέχρι σήμερον εις την ζωήν μου. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός; «Δεύτε ίδετε άνθρωπον» (αυτόθι). Δεν είπεν, ελάτε να ίδητε ένα Θεόν εν μέσω των ανθρώπων, δια να μη νομίσουν οι άνθρωποι ότι αύτη παρεφρόνησε, δια να μη είπουν οι άνθρωποι, αυτή έχει καταληφθή από μανίαν και δεν γνωρίζει τι λέγει. Διότι πότε είδε κανείς Θεόν να περιπατή ως άνθρωπος; Πότε είδε κανείς Θεόν να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους; «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα, όσα εποίησα» (αυτόθι). Γεννά εις την ψυχήν των την επιθυμίαν να εξέλθουν και να συλληφθούν υπό του κυνηγού· όπως αύτη συνελήφθη εις τα δίκτυα, κατά τον ίδιον τρόπον συλλαμβάνει αυτούς. Αυτή ωνόμασε κατ’ αρχάς τον Χριστόν Ιουδαίον και έφθασε να τον ονομάζη Κύριον, τους άλλους οδηγεί από την ονομασίαν του ανθρώπου εις την ομολογίαν του ως Θεού. Ω πως η πόρνη έγινεν Απόστολος! Η πόρνη έγινεν ισχυροτέρα από τους Αποστόλους. Διότι οι μεν Απόστολοι, όταν ωλοκληρώθη εις αυτούς η θεία οικονομία, ήτοι μετά την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος, τότε ήρχισαν το αποστολικόν κήρυγμά των· ενώ η πόρνη και προ του Πάθους και προ της ολοκληρώσεως της θείας οικονομίας και προ της Αναστάσεως κηρύσσει τον Χριστόν. «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα, όσα εποίησα» (ενθ’ αν.). Κατακρίνω δημοσίως τας αμαρτίας μου, δια να σας οδηγήσω προς την σωτηρίαν· δια να ίδητε και σεις τον Θεόν, ο οποίος ήλθε προς τους ανθρώπους, ομολογώ φανερά τα υπ’ εμού διαπραχθέντα κακά, δια να προσκυνήται ο Χριστός, ο οποίος δεν αποστρέφεται τους αμαρτωλούς. «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος ειπέ μοι πάντα, όσα εποίησα· μήτι ούτος εστιν ο Χριστός»; (αυτόθι). Ιδέ την σοφίαν της γυναικός εκείνης, πρόσεξε την ευγνωμοσύνην της πόρνης. Μίαν αμαρτίαν της μόνον της εφανέρωσεν ο Χρισός, την αμαρτίαν της πορνείας. Και εκείνη, αφού αφήκε την στάμναν της, έτρεξεν εις την πόλιν λέγουσα: «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα» (αυτόθι). Ομολογεί δημοσίως τον παντογνώστην Θεόν, γίνεται κήρυξ ισχυρότερος των Αποστόλων. Δεν τον είδεν όταν ανέστη εκ των νεκρών, δεν τον είδε να καλή τον τετραήμερον Λάζαρον να εξέλθη του τάφου, δεν είδε τον θάνατον αποκλειόμενον, δεν είδε την θάλασσαν να γαληνεύη με μόνον τον λόγον Του, δεν Τον είδεν όταν έπλασε τον Αδάμ, δεν τον είδε να αντικαθιστά με τον πηλόν τους εκ γενετής ελλείποντας οφθαλμούς του τυφλού, και δια του λόγου της εκήρυττε δημοσία τον κεραμέα του Παραδείσου (όστις δηλαδή έπλασε τον Αδάμ εκ πηλού). «Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών, δια τον λόγον της γυναικός μαρτυρούσης, ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (αυτόθι 39). Από δε την πόλιν εκείνην των Σαμαρειτών πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν μόνον από την διαβεβαίωσιν της γυναικός εκείνης, η οποία ωμολόγει, ότι μου εφανέρωσε όλα όσα έπραξα εις την ζωήν μου. Ας μιμηθώμεν και ημείς την Σαμαρείτιδα εκείνην και ας μη εντρεπώμεθα δια τας αμαρτίας μας, αλλά να φοβώμεθα τον Θεόν. Σήμερον όμως βλέπω ότι γίνεται ακριβώς το αντίθετον. Εκείνον ο οποίος πρόκειται να μας κρίνη εις την μέλλουσαν Κρίσιν δεν τον φοβούμεθα, τρέμομεν όμως εμπρός εις εκείνους, οι οποίοι εις ουδέν μας βλάπτουν και φοβούμεθα την εκ μέρους των εντροπήν. Δια τούτο θα υποστώμεν την τιμωρίαν ακριβώς δι’ εκείνα τα οποία φοβούμεθα. Εκείνος δηλαδή ο οποίος εντρέπεται να φανερώση τας αμαρτίας του ενώπιον των ανθρώπων, ενώ δεν εντρέπεται να τας διαπράττη ενώ τον βλέπει ο Θεός, ο οποίος δεν θέλει να τας ομολογήση και να μετανοήση δι’ αυτάς, κατ’ εκείνην την ημέραν όχι ενώπιον ενός ή δύο, αλλ’ ενώπιον ολοκλήρου της οικουμένης, η οποία θα τον βλέπη, θα διαπομπευθή. Ας συνομιλήσωμεν λοιπόν με τον Χριστόν· διότι και αυτήν ακόμη την στιγμήν ίσταται εν μέσω ημών και δια των Προφητών και δια των Αποστόλων ομιλεί προς ημάς. Ας ακούσωμεν λοιπόν τους λόγους του Χριστού και ας υπακούσωμεν εις αυτούς. Έως πότε θα ζώμεν ζωήν άτακτον και ματαίαν; Διότι, όταν τον χρόνον, ο οποίος εδόθη εις ημάς, τον εξοδεύσωμεν εις το τίποτε, θα απέλθωμεν εκ του κόσμου τούτου δια να δώσωμεν λόγον των πράξεών μας δια την ανωφελή δαπάνην του χρόνου αυτού. Διότι δι’ αυτό μας έφερεν ο Θεός εις την παρούσαν ζωήν και μας έδωσε ψυχήν λογικήν, όχι δια να την χρησιμοποιήσωμεν μόνον εις τον επίγειον βίον μας, αλλά δια να κερδήσωμεν όλοι την μέλλουσαν ζωήν. Τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνον δια την παρούσαν ζωήν. Ενώ ημείς έχομεν αθάνατον ψυχήν, ώστε να πράξωμεν ό,τι χρειάζεται δια να κερδήσωμεν την μέλλουσαν ζωήν, δια να λάμψωμεν εκεί, δια να χορεύσωμεν μετά των Αγγέλων, δια να ευρισκώμεθα ενώπιον του αθανάτου Βασιλέως εις τους ατελευτήτους αιώνας. Δια τούτο και η ψυχή επλάσθη αθάνατος και το σώμα θα γίνη αθάνατον πάλιν. Εάν όμως μένης προσκεκολλημένος εις τα γήϊνα αγαθά, ενώ σου προσφέρονται οι ουράνιοι θησαυροί, σκέψου πόσον βαρεία είναι η περιφρόνησις η οποία γίνεται προς Εκείνον, όστις προσφέρει τα δώρα ταύτα, όταν Εκείνος σου προσφέρη τα ουράνια αγαθά, συ δε, χωρίς να δίδης μεγάλην σημασίαν εις αυτά, προτιμάς αντ’ αυτών τα γήϊνα. Δια τούτο και μας ηπείλησε με την τιμωρίαν της αιωνίου κολάσεως και της γεέννης του πυρός, επειδή τον περιφτονούμεν, δια να μάθωμεν και εξ αυτού πόσων αγαθών στερούμεν τον εαυτόν μας. Αλλ’ εύχομαι να μη δώση ο Θεός να δοκιμάσωμεν την κόλασιν εκείνων· αλλ’ αφού ευαρεστήσωμεν τον Θεόν δια των καλών έργων μας να κερδήσωμεν και ημείς τα αιώνια αγαθά, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«Έρχεται ουν (λέγει δια τον Ιησούν) εις πόλιν της Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου, ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού. Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· Ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δος μοι πιείν. Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ: 5 – 8). Έρχεται ο Ιησούς εις μίαν πόλιν της Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, η οποία ευρίσκετο πλησίον εις το μέρος, το οποίον έδωσεν ο Ιακώβ εις τον Ιωσήφ τον υιόν αυτού. Υπήρχε δε εκεί ένα πηγάδι, το οποίον είχεν ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, επειδή ήτο κουρασμένος από την οδοιπορίαν, εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Ήτο δε περίπου η έκτη ώρα της ημέρας, δηλαδή μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυνή, η οποία κατήγετο από την Σαμάρειαν, δια να βγάλη νερό από το πηγάδι. Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς· δώσε μου να πίω. Είπε δε τούτο προς αυτήν διότι οι Μαθηταί Αυτού είχον μεταβή εις την πόλιν δια να αγοράσουν τροφάς και ήτο μόνος. «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς». Πως λοιπόν λέγει ο Προφήτης Ησαϊας, ότι· «Ο παντοδύναμος Θεός ούτε θα πεινάση ούτε θα διψάση ούτε θα κουρασθή ποτέ. Ούτε είναι δυνατόν να εννοήση κανείς τας σκέψεις του» (Ησ. μ: 28); Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το Ευαγγέλιόν του γράφει περί του Ιησού· «Και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. δ: 2). Επίσης και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως ήκουσες προ ολίγου, αγαπητέ ακροατά, λέγει· Ο Ιησούς, επειδή εκουράσθη από την πεζοπορίαν, εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς επείνασεν, ο δε Ιωάννης ότι εκουράσθη. Ο δε Προφήτης Ησαϊας, ομιλών κατά φώτισιν του Αγίου Πνεύματος, λέγει καθαρά· «Ο Θεός ούτε θα παινάση, ούτε θα διψάση, ούτε θα κουρασθή ποτέ. Ούτε είναι δυνατόν να εννοήση κανείς την σκέψιν Αυτού» (Ησ. μ: 28). Πως είναι δυνατόν όμως να υπάρξη συμφωνία μεταξύ εκείνων, τα οποία λέγουν οι Ευαγγελισταί και εκείνων τα οποία λέγει ο Προφήτης; Όμως ούτε ο Προφήτης είπε ψέματα, Θεός φυλάξοι! Ούτε οι Απόστολοι έγραψαν πράγματα αντίθετα προς όσα δια του Αγίου Πνεύματος εφανέρωσε ο Προφήτης. Επειδή η κατά σάρκα οικονομία του Σωτήρος και μεγάλου Θεού ημών είχε διπλήν και παράδοξον την ένωσιν της θείας και ανθρωπίνης φύσεως Αυτού, όπως Εκείνος ηθέλησε και όπως Εκείνος ηυδόκησε, δια τούτο ο μεν Προφήτης διακηρύσσει την δύναμιν της θεότητος και την μεγαλειότητα αυτής, οι δε Απόστολοι αποδεικνύουν πραγματικήν την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου. «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή. Ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· Δος μοι πιείν. Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι. Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος» (Ιωάν. δ: 6 – 9). Λέγει λοιπόν προς Αυτόν η Σαμαρείτις: Πως συ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερόν από εμέ δια να πίης, η οποία είμαι από την Σαμάρειαν; Εις το σημείον τούτο, αγαπητοί μου, είναι ανάγκη να εξετάσωμεν δια ποίον λόγον ο Κύριος και τον τόπον καθώρισε και την ώραν και την απουσίαν των Μαθητών προητοίμασε. Τον τόπον: «Εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή» (Ιωάν. δ: 6). Την ώραν: «Ώρα, ην ωσεί έκτη». Την απουσίαν των Μαθητών: «Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι» (αυτόθι 8). Δια ποίον λόγον λοιπόν είπε τον τόπον; Εγώ λέγω: Κάποιο θήραμα πνευματικόν ήθελε να συλλάβη και δια το θήραμα αυτό επήγεν εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον θα ήτο δυνατόν να προσελκύση το κυνήγιον. Δεν βλέπεις τι κάνουν οι αλιείς; Δεν γυρίζουν εις όλην την θάλασσαν, αλλά πηγαίνουν εις ωρισμένον τόπον, εκεί όπου γνωρίζουν ότι υπάρχουν ψάρια. Διότι υπάρχουν πολλαί περιοχαί εις την θάλασσαν, όπου υπάρχουν περισσότερα ψάρια από όσα υπάρχουν εις άλλας περιοχάς. Κατά τον ίδιον τρόπον και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο μέγας Θεός κατά την προφητείαν, ως Θεός εγνώριζεν, ότι εκεί ημπορούσε να συλλάβη την λείαν, δηλαδή την γυναίκα την Σαμαρείτιν. Όπως λοιπόν είπον προηγουμένως, οι αλιείς εις εκείνους τους τόπους ρίπτουσι τα δίκτυα των, όπου ελπίζουν ότι θα συλλάβουν ιχθύς. Ούτω και ο Χριστός ήλθεν εις τον τόπον, όπου θα ημπορούσε να συλλάβη εις τα δίκτυά του την Σαμαρείτιν και δι’ αυτής να συλλάβη μέγα πλήθος ανθρώπων. Ιδού ότι σας εφανέρωσα την αιτίαν του τόπου. Διατί όμως ανέφερε και την ώραν; Λέγει δηλαδή εις το Ευαγγέλιον· «Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή. Ώρα ην ωσεί έκτη». Άκουσε λοιπόν, αγαπητέ μου, και δια την ώραν. Η Σαμαρείτις ήτο μία πτωχή γυνή, η οποία εζούσεν από την εργασίαν των χειρών της. Ήτο δε πτωχή και κατά το σώμα και από απόψεως χρημάτων, όχι όμως και κατά την ευσέβειαν της ψυχής της. Δια τούτο λοιπόν εκείνη, μόλις εξυπνούσε το πρωί, ήρχισε να εργάζεται εις τον αργαλειόν, διότι με την εργασίαν της εις αυτόν εξησφάλιζε τα μέσα της συντηρήσεώς της. Αλλά κατά το μεσημέρι, όταν όλοι εφρόντιζον να αναπαυθούν, τότε εκείνη ελάμβανε την στάμναν της και επήγαινεν εις το πηγάδι να πάρη νερόν. Εγνώριζε λοιπόν ο Κύριος, ότι την ώραν, κατά την οποίαν όλοι ανεπαύοντο, εκείνη ήτο απησχολημένη εις το να προμηθευτή το ύδωρ που εχρειάζετο. Δι’ αυτό λοιπόν και ο Κύριος την μεσημβρίαν επήγεν εις το πηγάδι, την ώραν που εγνώριζεν ότι η Σαμαρείτις θα έλθη να γεμίση την στάμναν της και θα ήτο δυνατόν να συλλάβη το πνευματικόν εκείνο θήραμα. Και δια ποίον λόγον ο Κύριος έστειλε τους Μαθητάς του εις την πόλιν; «Οι γαρ μαθηταί αυτού» (Ιωάν. δ: 8), λέγει το Ευαγγέλιον, «απεληλύθεισαν εις την πόλιν, ίνα τροφάς αγοράσωσι». Η γυνή εκείνη ήτο μία πτωχή και ασήμαντος, όπως είπομεν προ ολίγου, η οποία δεν είχε καν την δύναμιν να ατενίση προς συνοδείαν υπηρετών. Και εάν έβλεπε κάποιον με την αξίαν και εμφάνισιν διδασκάλου, και την ενδυμασίαν των Μαθητών, τον Διδάσκαλον, τους διδασκομένους, τον κόσμον, την τάξιν, το αξίωμα, την εμφάνισιν, την επισημότητα, ασφαλώς θα απέφευγε να πλησιάση και το κυνήγιον θα διέφευγε. Δεν θα είχε την τόλμην να έλθη πλησίον και το ψάρι θα έφευγεν από τα δίκτυα. Δεν θα επιάνετο εις αυτά, αλλά θα επήδα έξω και θα εξηφανίζετο. Δια τούτο έστειλε τους Μαθητάς εις την πόλιν. Πηγαίνετε εις την πόλιν, είπε, και αγοράσατε τροφάς. Σεις πηγαίνετε να αγοράσετε, εγώ δια τον εαυτόν μου έχω άλλο φαγητόν: «Εμόν βρώμα εστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ: 34) Ιδικόν μου φαγητόν είναι να εκτελώ το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλεν εις τον κόσμον και να αποτελειώσω το έργο Του. Σεις φροντίζετε δια τα σωματικά· εγώ φροντίζω δια τα πνευματικά. Σεις αγοράσατε, διότι εγώ εξηγόρασα· «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ: 13). Ο Χριστός μάς εξηγόρασεν από την κατάραν του Νόμου και δια την εξαγοράν μας έγινεν ο ίδιος κατάρα, λέγει το σκεύος της εκλογής, ο Παύλος. Με το νερόν θέλω να συλλάβω το πνευματικόν αυτό θήραμα. Έμαθες δια ποίον λόγον αναφέρονται και ο τόπος και η απουσία των Μαθητών. Ήδη είναι ανάγκη να αρχίσωμεν να εξετάζωμεν και τα αναφερόμενα περαιτέρω. «Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ» (Ιωάν. δ: 7). Έρχεται η Σαμαρείτις δια να αντλήση νερόν από το πηγάδι την έκτην ώραν, δηλαδή την μεσημβρίαν, αφού εσταμάτησε την εργασίαν της εις τον αργαλειόν. Ήλθε να πάρη νερόν κατά την ώραν της αναπαύσεως των άλλων, και όπως επανειλημμένως ανέφερα, την μεσημβρίαν, επειδή όταν και η Εύα παρέβη την εντολήν εις τον Παράδεισον ήτο περίπου η έκτη ώρα. Δια τούτο και η Σαμαρείτις εύρε την σωτηρίαν της εις το πηγάδι περί την μεσημβρίαν. Ήλθε λοιπόν η Σαμαρείτις να πάρη νερόν και βλέπει τον Ιησούν ως ένα ξένον, ως ένα πεζοπόρον, ο οποίος ήθελε να δροσισθή από την ζέστην της ημέρας και δια τούτο εκάθητο κοντά εις το πηγάδι. Είδεν ένα άνθρωπον με πτωχικήν εμφάνισιν και ούτε του ωμίλησε καν. Αλλ’ Εκείνος, ως Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα προτού να γίνουν, όταν είδεν ενώπιόν του τον θησαυρόν εκείνον της πίστεως, λέγει: «Δος μοι πιείν» (Ιωάν. δ: 7). Η πηγή της ζωής, καθισμένος κοντά εις το πηγάδι, ζητεί να του δώση να πίη, όχι διότι ήθελε να πίη ο ίδιος, αλλά διότι ήθελε να δώση εις εκείνην να πίη. Δώσε μου να πίω, δια να σου δώσω να πίης το ύδωρ της αφθαρσίας. Διότι εγώ διψώ την σωτηρίαν των ανθρώπων· δεν σου ζητώ δια να πίω, αλλά δια να ποτίσω. Εμιμήθην τον Πατέρα μου· λέγει δηλαδή ο Θεός προς τον Αβραάμ· «Δώσε μου τον υιόν σου· θυσίασέ μου τον Ισαάκ τον ηγαπημένον σου υιόν, τον μονογενή, ως προσφοράν εις εμέ επάνω εις το όρος, το οποίον θα σου δείξω» (Γεν. κβ: 2). Αλλά δεν είπε τούτο ο Θεός, διότι πράγματι ήθελε να πάρη τον υιόν του Αβραάμ, αλλά διότι ήθελε να χαρίση εις την οικουμένην τον ιδικόν του Υιόν. Λέγει δηλαδή ο υιός της βροντής, ο θείος Ιωάννης, εις το Ευαγγέλιόν του· «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16). Τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε προσέφερε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή, ίνα θυσιασθή υπέρ του κόσμου, ώστε όποιος πιστεύει εις αυτόν να μη απολεσθή αλλά να κληρονομήση την αιώνιον ζωήν. Δώσε μου τον μονογενή σου υιόν, δια να χαρίσω εις τον κόσμον τον Μοναγενή μου. Θυσσίασε τον υιόν σου, όχι δια να τον θυσιάσης, αλλά δια να θυσιάσω εγώ τον Υιόν μου τον Μονογενή δια την σωτηρίαν του κόσμου, θυσίαν ζωντανήν, ευάρεστον, αγίαν. Το ίδιον συνέβη και εδώ. «Δος μοι πιείν» (Ιωάν. δ: 7), όχι δια να πίω, αλλά δια να ποτίσω. «Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις»(αυτ. 9). Λέγει προς αυτόν η γυνή· Πως συ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς από εμέ να σου δώσω να πίης νερόν, η οποία είμαι Σαμαρείτις; Διότι οι Ιουδαίοι δεν έχουν καμμίαν επαφήν με τους Σαμαρείτας. Εις αυτά η γυνή είναι αυστηρά· αυτά τα πράγματα τα προσέχει η πόρνη· εις αυτά η πόρνη αποδεικνύεται ακριβής τηρητής του Νόμου. Τοιούτον είναι πάντοτε το γένος των Σαμαρειτών· μολύνονται μέσα εις την αμαρτίαν της πορνείας και νομίζουν ότι αν πλυθούν με ύδωρ θα καθαρισθούν. «Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (ένθ. ανωτ). Γεμίζουν την ψυχήν των με αμαρτίας και το σώμα προσπαθούν να σκουπίσουν. Το ίδιον και η Σαμαρείτις· η ψυχή της εκυλίετο εις την πορνείαν και νερόν εδίσταζε να δώση μη τυχόν αμαρτήση. Τι έκαμε τότε ο Ιησούς; Δεν την απεδίωξε· δεν είπε προς αυτήν· Εγώ είμαι Θεός γεννηθείς εκ Θεού· εγώ εστερέωσα τον ουρανόν και εθεμελίωσα την γην και συ εξετάζεις εάν είναι ορθόν να μου δώσης νερόν να πίω μη τυχόν και αμαρτήσης, συ η οποία είσαι μεμολυσμένη από τόσας αμαρτίας; Αλλά τι της είπε; «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, Δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιωάννου δ: 10). Εάν εγνώριζες την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος και ποίος είναι εκείνος ο οποίος σου λέγει να του δώσης νερόν να πίη, συ θα εζητούσες από Αυτόν να σου δώση ύδωρ, το οποίον θα σου έδιδε ζωήν. Βλέπεις με ποίον τρόπον εκέντησε τον πόθον της; «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, Δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων..» (ένθ. ανωτέρω). Τι είπε τότε πάλιν προς αυτόν η Σαμαρείτις; «Κύριε, ούτε άντλημα έχεις και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε, και οι υιοί αυτού, και τα θρέμματα αυτού»; (Ιωάν. δ: 11 – 12). Κύριε, ούτε δοχείον έχεις να αντλήσης το ύδωρ και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις το ύδωρ, το οποίον δίδει ζωήν; Μήπως είσαι συ ανώτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ, ο οποίος αφήκεν εις ημάς κληρονομίαν το πηγάδι αυτό και έπιεν ο ίδιος εξ αυτού και οι υιοί αυτού και τα ζώα αυτού; Μεγάλην γνώμην είχεν η γυνή εκείνη περί του πατριάρχου Ιακωβ (προσέχετε, παρακαλώ, με όλην σας την προσοχήν)· μεγάλην εκτίμησιν είχε προς τον Ιακώβ η Σαμαρείτις και μεγάλην ιδέαν είχε περί αυτού, διότι ήτο πατριάρχης, διότι ήτο δίκαιος, επειδή βεβαίως ο Ιακώβ εγένετο γενάρχης των δώδεκα πατριαρχών· διότι αι δώδεκα φυλαί του Ισραήλ από τον Ιακώβ κατάγονται. Και όχι μόνον δι’ αυτό, αλλά και διότι επάλαισε μετά του Θεού και απεδείχθη ισχυρός, ώστε και αυτός ο Θεός να του είπη· «Απόστειλόν με· ανέβη γαρ ο όρθρος» (Γεν. λβ: 26). Άφησέ με, διότι πλησιάζει να εξημερώση. Ο Θεός, παλαίων με άνθρωπον, έλεγεν· Άφησέ με, διότι μου είσαι αγαπητός και ήλθεν η αυγή. Ο δε Ιακώβ του είπε· «Ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης» (αυτόθι) Δεν θα σε αφήσω, εάν δεν με ευλογήσης. Τι ήθελε να είπη με αυτό και ποία ήτο η σημασία της πάλης του Θεού μετά του ανθρώπου, ή ότι έμελλε προς χάριν ημών να φορέση την ιδικήν μας σάρκα; Τι είπε τότε ο Θεός προς αυτόν; Εις το εξής δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά το όνομά σου θα είναι Ισραήλ, (ήτοι ενισχυμένος από τον Θεόν), επειδή εφάνης ισχυρός απέναντι του Θεού. Συνεπώς θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων. Μεγάλην ιδέαν λοιπόν είχε περί του Ιακώβ η γυνή εκείνη· δια τούτο έλεγεν εις τον Κύριον· «Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε, και οι υιοί αυτού, και τα θρέμματα αυτού»; (Ιωάν. δ: 12). Τι απήντησε τότε προς αυτήν ο Χριστός; Πρόσεξε την σοφίαν του Δεσπότου· πρόσεξε την συγκατάβασιν του Διδασκάλου. Δεν είπε προς αυτήν· Ναι, είμαι ανώτερος εγώ από τον προπάτορά σας Ιακώβ. Ούτε είπε προς αυτήν, καθώς είπεν εις τους Ιουδαίους, ότι «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι (Ιωάν. η: 58). Προτού να γεννηθή ο Αβραάμ υπάρχω εγώ· ή πάλιν ως έλεγεν· «Αμήν λέγω υμίν, ότι πολλοί Προφ’ηται και βασιλείς ηθέλησαν ιδείν, α υμείς βλέπετε, και ουκ είδον» (Λουκ. ι: 24). Σας λέγω αληθώς, ότι πολλοί βασιλείς και Προφήται επεθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε σεις, και δεν τα είδον. Τίποτε από αυτά δεν είπεν εις την γυναίκα, αλλ’ αντιπαρέρχεται την συζήτησιν σχετικώς με τον πατριάρχην και κατά τρόπον φανερόν την κάμνει ισχυροτέραν. Εάν δηλαδή έλεγεν εις αυτήν, ότι· Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ, διότι εκείνος μεν έλαβεν από εμέ την ευλογίαν, εγώ δε την έδωσα εις αυτόν. Επειδή εκείνη δεν θα ήτο δυνατόν να στρέψη τους οφθαλμούς της προς το ύψος των τοιούτων αποκαλύψεων, αμέσως θα έφευγε. Τίποτε λοιπόν εξ αυτών δεν είπε προς αυτήν, αλλά εκ των φαινομένων καθιστά το πράγμα σαφές και ακαταμάχητον. Τι είπε δηλαδή προς αυτήν; «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν· ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος, ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα· αλλά το ύδωρ, ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 13- 14). Όποιος πίη από τούτο το ύδωρ, θα διψάση πάλιν· εκείνος όμως, ο οποίος θα πίη από το νερόν, το οποίον θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάση ποτέ. Αλλά το ύδωρ το οποίον θα του δώσω εγώ, θα γίνη εντός αυτού πηγή ύδατος, το οποίον θα του χαρίση την αιώνιον ζωήν. Εις την συζήτησιν εκείνην επρόκειτο περί του προσώπου του Ιακώβ και του Χριστού. Αλλ’ αφήκε την αντιδικίαν περί των προσώπων και έρχεται εις την συζήτησιν περί των υλικών υδάτων και των αοράτων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Εάν βεβαίως έλεγε· «Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ», αμέσως εκείνη θα διέκοπτε την συζήτησιν και θα έσπευδε να επιστρέψη εις την πόλιν, θα έφευγε δρομαίως μόλις θα ήκουε μίαν τοιαύτην απάντησιν και προτού τελειώση ο λόγος θα έφθανεν εις την πόλιν και θα έλεγεν· «Ούτος δεν γνωρίζει τι λέγει, μου φαίνεται ότι τον κατέχει κάποιο δαιμόνιον, ίσως έχει πάρει ο νους του αέρα, δεν έχει τα λογικά του. Κάποιος ξένος, εις τον οποίον δεν πρέπει να δίδη κανείς την παραμικράν σημασίαν, λέγει ότι είναι ανώτερος από τον προπάτορά μας τον Ιακώβ, ή μάλλον από εκείνον ο οποίος υπήρξε γενάρχης των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, ανώτερος από εκείνον ο οποίος ηυλογήθη από αυτόν τον Θεόν, ο οποίος ήτο μεν πτωχός, όταν έφυγεν εις την ξένην χώραν, όμως επέστρεψε πλούσιος από την οικονομίαν, η οποία έγινεν εις αυτόν παρά του Θεού». Απέναντι της γυναικός ο Χριστός εδείκνυεν όλην την συγκατάβασίν Του και υπεχώρει εμπρός εις την αδυναμίαν της γυναικός δια να την αναβιβάση σιγά σιγά εις το ύψος των μεγάλων εκείνων εννοιών. Όπως δηλαδή οι αλιείς (τι κάνουν οι αλιείς, άκουσον μετά προσοχής) ρίπτουν το άγκιστρον εις την θάλασσαν, και όταν αισθανθούν ότι κάποιος ιχθύς συνελήφθη, δεν τον σύρουν αμέσως έξω από την θάλασσαν, αλλά χαλαρώνουν ολίγον το νήμα, ώστε ο ιχθύς να καταπίη τελείως και χωρίς καμμίαν υποψίαν το δόλωμα, και όταν αντιληφθούν ότι το άγκιστρον έφθασεν εις το βάθος των σπλάγχνων του, τότε το σύρουν με δύναμιν και τραβούν τον ιχθύν έξω από την θάλασσαν, εκείνοι οι οποίοι προηγουμένως του άφηνον περισσότερον νήμα. Το ίδιον έκαμε και ο Χριστός εις την γυναίκα εκείνην· δεν εφανέρωσεν εις αυτήν ευθύς εξ αρχής την ωραιότητα της θεότητος, ούτε της έδωσεν υποσχέσεις περί μεγάλων αγαθών, ούτε της εφανέρωσεν ότι Αυτός έκαμε τον Ιακώβ ισχυρόν. Αντιθέτως διήγειρε την επιθυμίαν και τον πόθον της ψυχής της λέγων προς αυτήν· «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν· ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος, ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήσει εις τον αιώνα· αλλά το ύδωρ, ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 13 – 14). Αφήκεν ο Κύριος την αντιδικίαν περί των προσώπων και ήλθε πλέον εις την αφθονίαν των χαρισμάτων, μάλλον δε απέδειξε την υπεροχήν τούτων εξ αυτών των πραγμάτων. Τι είπε τότε προς αυτόν η γυνή; «Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (αυτόθι 15). Κύριε, δώσε μου αυτό το ύδωρ, το οποίον λέγεις, δια να μη διψώ πλέον, και να μη έρχωμαι εδώ να αντλώ ύδωρ από το πηγάδι. Βλέπεις με ποίον τρόπον επίστευσεν, ότι εκείνος όστις θα πίη από το ύδωρ, το οποίον δίδεται παρά του Χριστού, δεν διψά εις το εξής; «Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (αυτόθι). Ολίγον κατ’ ολίγον εδημιούργησεν εις αυτήν ο Χριστός την επιθυμίαν δια τας πνευματικάς δωρεάς Αυτού. Επίστευσεν η γυνή ότι υπάρχει ύδωρ, το οποίον, όταν το πίη τις, δεν διψά πλέον· το οποίον όταν πίνεται, εξαφανίζει τας αμαρτίας. «Κύριε, δος μοι το ύδωρ, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν», Λέγει αυτή ο Ιησούς· «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι 16). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς· Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ. Εάν έχης σύζυγον, ας γίνη και ούτος κοινωνός και της πίστεώς σου· μη θέλης να λάβης μόνη σου την δωρεάν των πνευματικών τούτων χαρισμέτων. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου, και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι). Ακριβώς δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, όχι δια να σώσω μόνον την Εύαν δια της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, αλλά δια να επαναφέρω και τον άνδρα δι’ εμού εις τον Παράδεισον. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» (αυτόθι). Καλώς, αγαπητοί μου, και ο Διδάσκαλος της οικουμένης Παύλος, γράφων δια το ίδιον θέμα προς τους Κορινθίους, λέγει· «Τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις»; (Α΄ Κορινθ. ζ: 16). Γνωρίζεις άραγε, ω Χριστιανή, μήπως δυνηθής να ελκύσης εις την Πίστιν και να σώσης τον άνδρα σου; Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. Λέγει αυτώ η γυνή· Ουκ έχω άνδρα» (Ιωάν. δ: 16 – 17). Λέγει προς αυτόν η γυνή· δεν έχω άνδρα. Και ούτω ήρχισεν η Σαμαρείτις να αποκαλύπτη τας αμαρτίας της. Ήρχισε να εξομολογήται τα ανομήματά της και να λέγη· «Ουκ έχω άνδρα» (αυτόθι). Εβυθίσθην εις τον βυθόν της πορνείας και της ασωτίας και άνδρα δεν έχω· «Λέγει αυτή ο Ιησούς· Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (αυτόθι 17-18). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς. Την αλήθειαν είπες· διότι έλαβες πέντε άνδρας, και αυτός, τον οποίον έχεις τώρα, δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου. Αυτή είναι η αλήθεια. Τι σημαίνει δε αυτό το: «Πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ» (αυτόθι 18). Η γυνή έλαβε πέντε νομίμους άνδρας και απέθανον και οι πέντε. Μετά τον θάνατον του τελευταίου η γυνή έγινε πόρνη· δια τούτο εις το εξής κανείς δεν ήθελε πλέον να την λάβη ως νόμιμον σύζυγόν του. Εκείνη δε, επειδή δεν ημπορούσε να συγκρατήση τας ορμάς της επιθυμίας, συνεδέθη κρυφίως με κάποιον, ο οποίος επόρνευε μαζί της· και δεν ήτο ούτε δεδηλωμένη πόρνη, αλλ’ ούτε και νόμιμος σύζυγος. Είχε μεν άνδρα, αλλά κτυφίως· ενόμιζε δε ότι ο Χριστός ήτο άνθρωπος και επομένως ηδύνατο να τον εξαπατήση, και έλεγε προς Αυτόν: «Ουκ έχω άνδρα». Επειδή όμως ο Χριστός είναι παντογνώστης, εγνώριζε τα απόκρυφα της καρδίας της, όπως γνωρίζει τα πάντα πριν ακόμη συμβούν, δι’ αυτό είπε προς αυτήν· «Καλώς είπας, ότι: Άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (Ιωάν. δ: 17-18). Τότε: «Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ, ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς δε λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (αυτόθι 19-20). Λέγει προς αυτόν η γυνή: Κύριε, νομίζω ότι συ είσαι προφήτης. Οι πατέρες ημών ελάτρευσαν τον Θεόν εις τούτο εδώ το όρος. Και σεις οι Ιουδαίοι λέγετε, ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν. Ποίον Προφήτην εννοείς, ω γύναι; Εκείνον δια τον οποίον ο Μωϋσής έγραψεν, ότι: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου» (Δευτ. ιη: 15). Κύριος ο Θεός ημών θα αναδείξη ένα Προφήτην προς χάριν σας από τους αδελφούς σας, όπως εμέ, ή κάποιον άλλον; Εννοείς, ω γύναι, εκείνον ο οποίος αποκαλύπτει τα μυστικά της καρδίας; Επειδή δηλαδή ήκουσε παρά του Δεσπότου ημών την αποκάλυψιν των κρυφίων αμαρτημάτων της, λέγει· Κύριε, νομίζω ότι συ είσαι Προφήτης. Ήτο το ίδιον ακριβώς με εκείνο το οποίον έλεγεν ο Προφήτης Δαβίδ: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. ιη: 13), από τας μυστικάς αμαρτίας μου, τας οποίας μόνον εγώ γνωρίζω, καθάρισόν με. Και εκάθητο ο Θεός συνομιλών με μίαν γυναίκα. Ω της φιλανθρωπίας! Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ συνομιλεί με μίαν γυναίκα πόρνην: «Θεωρώ, ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 19-20). Η πόρνη αρχίζει συζήτησιν περί δογματικών ζητημάτων, και επειδή ενόμισεν ότι ο Δεσπότης ημών είναι Προφήτης, δεν εζήτησε κανένα υλικόν αγαθόν. Τον ωμολόγησεν ως Κύριον, και δεν εζήτησε χρήματα ή άλλα περιουσιακά αγαθά: «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ» (αυτόθι). Τον ωμολόγησε Κύριον, και τίποτε περισσότερον δεν εζήτησεν εκ μέρους Του παρά μόνον την ερμηνείαν των πατρικών δογμάτων: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν» (αυτόθι). Και τούτο το λέγει, διότι εις εκείνο το όρος το καλούμενον Σώμωρ προσέφερεν ο Αβραάμ τον υιόν του Ισαάκ ως θυσίαν εις τον Θεόν, εις δε τα Ιεροσόλυμα ο Ιακώβ, όταν επήγαινε προς τον Λάβαν τον Σύρον, είδεν εις τον ύπνον του την κλίμακα, ήτις έφθανεν από της γης εις τον ουρανόν και επάλαισε με τον Θεόν. Δια τούτο και έλεγεν: «Ο Θεός μου ώφθη μοι εν Λουζά» (Γεν. μη: 3). Ο Θεός παρουσιάσθη εις εμέ, όταν ευρισκόμην εις την Λουζάν. Δια τούτο λοιπόν η γυνή αρχίζει συζήτησιν περί δογμάτων και λέγει: «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 19-20). Τι απήντησε τότε προς αυτήν ο Κύριος; Πάλιν απήντησε με την σοφίαν, την οποίαν μόνον ο Θεός είναι δυνατόν να έχη. Επειδή δηλαδή εκείνος μεν εθεωρείτο υπ’ αυτής ως Ιουδαίος, εκείνη δε ήτο Σαμαρείτις, δεν ηθέλησε να απαντήση απ’ ευθείας προς την ερώτησιν και δια να μη διαψεύση την γυναίκα και δια να μη την κάμη περισσότερον σκληράν. Διότι η προσπάθειά Του δεν απέβλεπεν εις άλλο τι, παρά μόνον επεζήτει πως θα ήτο δυνατόν να προσελκύση την αμαρτωλήν εκείνην γυναίκα εις την οδόν της σωτηρίας. Δια τούτο δεν λέγει προς αυτήν τίποτε σκληρόν, ώστε ούτε να την διαψεύση ούτε να εντροπιάση την Σαμαρείτιδα. Εάν δηλαδή έλεγε προς αυτήν, ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούν τον Θεόν, καθώς παρήγγειλεν ο Μωϋσής εις τους απογόνους του Ισραήλ, θα την έκαμνε σκληροτέραν· επειδή, όπως είπομεν, η Σαμαρείτις έκπαλαι είχε την γνώμην, ότι εις το όρος, το οποίον ευρίσκετο εις τα Σίκιμα, είχε διαταχθή παρά του Θεού ο Αβραάμ να θυσιάση τον υιόν του Ισαάκ. Εάν πάλιν φαινόμενος ο Κύριος συγκαταβατικός συνεφώνει μετ’ αυτής και έλεγεν, ότι αυτό είναι το όρος, και ορθώς προσκυνείτε εις αυτό τον Θεόν, ο λόγος Του δεν θα ήτο αληθής. Δια τούτο λοιπόν αντιπαρέρχεται και τα δύο και προσπαθεί να οδηγήση την γυναίκα προς την πνευματικωτέραν προσκύνησιν του Θεού, και λέγει προς αυτήν· «Γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί, αλλ’ οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία. Και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν· Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 21-24). Γύναι, πίστευσόν με, όταν σου λέγω, ότι γρήγορα θα έλθη ο καιρός, και ήλθεν ήδη, ότε ούτε εις το όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θα λατρεύσουν οι άνθρωποι τον Θεόν· αλλ’ οι αληθινοί προσκυνηταί θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικώς και εν αληθεία. Διότι ο Πατήρ ζητεί να είναι τοιούτοι εκείνοι οι οποίοι τον προσκυνούν και τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι οι οποίοι τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικώς και εν αληθεία. Βλέπεις ποίος είναι ο άριστος τρόπος της διδασκαλίας; Είδες την σοφίαν του εφευρετικού Διδασκάλου; «Γύναι, πίστευσόν μοι» (αυτόθι 21). Πρόσεξε να ίδης πως προετοιμάζει την πίστιν της γυναικός. Πρόσεξε πως αναβιβάζει σιγά – σιγά την ψυχήν της εις τον ουρανόν, χωρίς να εντρέπεται δια το ένδυμα της πόρνης το οποίον εφόρει, διότι απέβλεπεν εις την σωτηρίαν της ψυχής της. Δια ποίον δε λόγον ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; Διότι δεν ήλθε δια να καλέση εις μετάνοιαν τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς. Επειδή, δια το απολωλός πρόβατον, χωρίς να χωρισθή από τους κόλπους του Πατρός Αυτού, κατήλθε προς ημάς, και έκλινε τους ουρανούς και έγινε τέλειος άνθρωπος, ενώ παρέμεινε Θεός όπως ήτο και πρότερον. «Γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία. Και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (αυτόθι 21 – 24). Η προσκύνησις και λατρεία του Θεού δεν είναι δυνατόν να περιορισθή εις ωρισμένον τόπον, αλλ’ η επίγνωσις της θείας Χάριτος είναι απλωμένη εις πάντα τόπον. Δεν κατέχουν δια λογαριασμόν των και μόνον ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Σαμαρείται τα σύμβολα του Νόμου. «Και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Ο Θεός δεν λατρεύεται πλέον με ξένας θυσίας και με τας προσφοράς μόσχων και κριών. Λατρείαν του Θεού δεν σημαίνει πλέον η περιτομή και η τήρησις του Σαββάτου. Δεν σημαίνει λατρείαν του Θεού ο ναός και ο βωμός και ο αποδιοπομπαίος τράγος και τα Άγια των Αγίων. Δεν είναι πλέον αληθής λατρεία του Θεού η σκιά της λατρείας και τα Σάββατα, τα οποία έχουν διαψευσθή. «Τας νουμηνίας υμών και τα Σάββατα» (Ησαϊας α: 13), λέγει ο Θεός δια στόματος του Προφήτου, «και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι· νηστείαν και αργίαν και τας νουμηνίας υμών, και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου» (αυτόθι 13 – 14). Διότι τας προσφοράς σας κατά την πρώτην του μηνός και την τήρησιν του Σαββάτου δεν ανέχομαι πλέον· την νηστείαν και την αργίαν σας και τας εορτάς σας τας μισεί η ψυχή μου. Διότι «Τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Όλα εκείνα επέρασαν ως να ήσαν σκιά· αι διατάξεις του παλαιού Νόμου ητόνησαν, όλα έχουν γίνει καινούργια. Επομένως ήλλαξε και η χάρις των πραγμάτων· δεν δέχομαι πλέον εκείνοι οι οποίοι λατρεύουν πνευματικώς τον Θεόν να συγκεντρώνωνται εις ωρισμένον τόπον, όπως ώριζεν ο παλαιός Νόμος. Το χάρισμα της σωτηρίας θέλω να απλωθή εις ολόκληρον την οικουμένην. Διότι: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5). Η διδασκαλία των διεδόθη εις όλην την γην και οι λόγοι των έφθασαν εις τα πέρατα της οικουμένης. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 24). Τότε: «Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (Ιωάν. δ: 25). Λέγει προς Αυτόν η Σαμαρείτις· Γνωρίζω από την μελέτην των Προφητών, ότι πρόκειται να έλθη ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός· Εκείνος θα μας τα διδάξη όλα αυτά. Είναι αξιοθαύμαστος η πόρνη, διότι απεδεικνύετο σοφή εις τα πνευματικά ζητήματα, και ηδύνατο να συζητή περί των θείων Γραφών. Σωματικώς μεν ήτο βυθισμένη ολόκληρος εις την ακαθαρσίαν της πορνείας, ψυχικώς όμως είχε καθαρισθή με την ανάγνωσιν και μελέτην των αγίων Γραφών: «Οίδα ότι Μεσσίας έρχεται» (Ιωάν. δ:25). Η δε λέξις Μεσσίας ερμηνεύεται Ηλειμμένος (Χριστός). Δια τούτο λέγει η γυνή, ότι περιμένω να έλθη εκείνος του οποίου η σαρξ είναι περιβεβλημένη με την θεότητα. «Όταν έλθη Εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (αυτόθι). Ω πόσον θαυμαστή ήτο η πνευματική προκοπή της γυναικός εκείνης, πόσον αξιέπαινος ήτο η πόρνη εκείνη, η οποία περί όλων ήτο ενήμερος! Πρόσεξε κατά ποίον τρόπον από τα καταχθόνια της αμαρτίας ανέβη εις τον ουρανόν ως να είχε πτερά! Μεσσίαν λέγει τον αποστελλόμενον υπό του Θεού, τον αναμενόμενον Χριστόν, τον ερχόμενον εις τον κόσμον δια την σωτηρίαν του κόσμου ολοκλήρου, και πάλιν τον λέγει Προφήτην και πάλιν Κύριον. Σεν τον ονομάζει πλέον Ιουδαίον, δεν ομιλεί δια το είδος του ύδατος, το οποίον θα της δώση, δεν λέγει πλέον προς Αυτόν: «Πως συ, Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ: 9). Αλλά τι του λέγει; «Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ» (ενθ’ αν.). Ομιλούσα δε και πάλιν η Σαμαρείτις περί των δογμάτων, λέγει: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε, ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος, όπου δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ: 20). Πρόσεξε πως αρπάζει την δωρεάν των πνευματικών χαρισμάτων. Κοίταξε πως περί όλων ομιλεί επί τη βάσει των Γραφών. «Οίδα, ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα» (αυτόθι 25). Εκείνον ζητώ, Εκείνον περιμένω, Εκείνον αναμένω να έλθη. «Λέγει αυτή ο Ιησούς· Εγώ ειμί, ο λαλών σοι» (αυτόθι 26). Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς. Ο Μεσσίας είμαι εγώ, ο οποίος σου ομιλώ αυτήν την στιγμήν. Ω πόσον θαυμαστά και παράδοξα όσα συμβαίνουν εκεί πλησίον εις το φρέαρ του Ιακώβ! Εκείνο το οποίον εις πολλούς των Αποστόλων δεν εφανέρωσεν ο Κύριος, αυτό το απεκάλυψεν ολοκάθαρα εις την πόρνην. Όταν ο Κύριος εβάδιζεν εις την οδόν προς Εμμαούς μετά του Κλεώπα, δεν εφανερώθη εις τους Αποστόλους εκείνους· και όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς των, ώστε να τον αναγνωρίσουν, εγένετο άφαντος, ώστε και αυτοί οι Μαθηταί να είπουν, ότι: «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ, και ως διήνοιγεν ημίν τας Γραφάς»; (Λουκά κδ: 32). Δεν εφλογίζετο από τον θείον πόθον μέσα εις τα στήθη μας η καρδία μας, όταν μας ωμίλει εις τον δρόμον και μας εξηγούσε τας Γραφάς; Προς εκείνους δεν εφανερώθη, και προς την γυναίκα λέγει: «Εγώ ειμί, ο λαλών σοι» (Ιωάν. δ:26). Εκείνο το οποίον μόνον δια τον Παύλον έκαμε, τον Παύλον ο οποίος ανήλθε μέχρι του τρίτου ουρανού, ο οποίος ανηρπάγη εις τον Παράδεισον, ο οποίος ήκουσε λόγους τους οποίους δεν είναι δυνατόν να είπη ανθρωπίνη γλώσσα, ο οποίος την οικουμένην ολόκληρον συνέλαβεν εις τα δίκτυά του, τούτο έκαμε προηγουμένως εις την Σαμαρείτιδα. Εις τον Παύλον εφανερώθη καθαρά από τον ουρανόν, όταν του είπε: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κστ: 14). Ο δε Παύλος απεκρίθη λέγων: «Τις ει, Κύριε; Ο δε είπεν: Εγώ ειμι Ιησούς, ον συ διώκεις» (αυτόθι 15). Σαύλε, Σαύλε, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να λακτίζης τα καρφιά. Ο δε Παύλος απεκρίθη λέγων: Ποίος είσαι, Κύριε; Εκείνος δε απεκρίθη: Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ καταδιώκεις. Το ίδιον ακριβώς λέγει τώρα εις την Σαμαρείτιδα: «Εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (αυτόθι δ: 26). Εν τω μεταξύ επέστρεψαν οι Μαθηταί από την πόλιν και τον ευρήκαν να συνομιλή με την γυναίκα. «Και εθαύμασαν, ότι μετά γυναικός ελάλει» (Ιωάν. δ:27). Και τους εφάνη παράδοξον ότι συνωμίλει με μίαν γυναίκα. Εκείνος τον οποίον προσκυνούν οι Άγγελοι, συνεζήτει με μίαν πόρνην. Εκείνος του οποίου η Βασιλεία μετά του Πατρός Του δεν έχει τέλος, συνωμίλει μόνος με μίαν γυναίκα. Αλλ’ εκείνη, αφού άφησε την στάμναν της, επειδή την επλημμύρισε το Ύδωρ της ζωής, και αφού παρουσιάσθη εις τους συμπολίτας της, έλεγε με δυνατήν φωνήν: «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος ειπέ μοι πάντα, όσα εποίησα· μήτι ούτος εστιν ο Χριστός»; (αυτόθι 29). Ελάτε να ίδετε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπεν ό,τι και αν έχω κάμει μέχρι σήμερον εις την ζωήν μου. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός; «Δεύτε ίδετε άνθρωπον» (αυτόθι). Δεν είπεν, ελάτε να ίδητε ένα Θεόν εν μέσω των ανθρώπων, δια να μη νομίσουν οι άνθρωποι ότι αύτη παρεφρόνησε, δια να μη είπουν οι άνθρωποι, αυτή έχει καταληφθή από μανίαν και δεν γνωρίζει τι λέγει. Διότι πότε είδε κανείς Θεόν να περιπατή ως άνθρωπος; Πότε είδε κανείς Θεόν να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους; «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα, όσα εποίησα» (αυτόθι). Γεννά εις την ψυχήν των την επιθυμίαν να εξέλθουν και να συλληφθούν υπό του κυνηγού· όπως αύτη συνελήφθη εις τα δίκτυα, κατά τον ίδιον τρόπον συλλαμβάνει αυτούς. Αυτή ωνόμασε κατ’ αρχάς τον Χριστόν Ιουδαίον και έφθασε να τον ονομάζη Κύριον, τους άλλους οδηγεί από την ονομασίαν του ανθρώπου εις την ομολογίαν του ως Θεού. Ω πως η πόρνη έγινεν Απόστολος! Η πόρνη έγινεν ισχυροτέρα από τους Αποστόλους. Διότι οι μεν Απόστολοι, όταν ωλοκληρώθη εις αυτούς η θεία οικονομία, ήτοι μετά την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος, τότε ήρχισαν το αποστολικόν κήρυγμά των· ενώ η πόρνη και προ του Πάθους και προ της ολοκληρώσεως της θείας οικονομίας και προ της Αναστάσεως κηρύσσει τον Χριστόν. «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα, όσα εποίησα» (ενθ’ αν.). Κατακρίνω δημοσίως τας αμαρτίας μου, δια να σας οδηγήσω προς την σωτηρίαν· δια να ίδητε και σεις τον Θεόν, ο οποίος ήλθε προς τους ανθρώπους, ομολογώ φανερά τα υπ’ εμού διαπραχθέντα κακά, δια να προσκυνήται ο Χριστός, ο οποίος δεν αποστρέφεται τους αμαρτωλούς. «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος ειπέ μοι πάντα, όσα εποίησα· μήτι ούτος εστιν ο Χριστός»; (αυτόθι). Ιδέ την σοφίαν της γυναικός εκείνης, πρόσεξε την ευγνωμοσύνην της πόρνης. Μίαν αμαρτίαν της μόνον της εφανέρωσεν ο Χρισός, την αμαρτίαν της πορνείας. Και εκείνη, αφού αφήκε την στάμναν της, έτρεξεν εις την πόλιν λέγουσα: «Δεύτε, ίδετε άνθρωπον, ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα» (αυτόθι). Ομολογεί δημοσίως τον παντογνώστην Θεόν, γίνεται κήρυξ ισχυρότερος των Αποστόλων. Δεν τον είδεν όταν ανέστη εκ των νεκρών, δεν τον είδε να καλή τον τετραήμερον Λάζαρον να εξέλθη του τάφου, δεν είδε τον θάνατον αποκλειόμενον, δεν είδε την θάλασσαν να γαληνεύη με μόνον τον λόγον Του, δεν Τον είδεν όταν έπλασε τον Αδάμ, δεν τον είδε να αντικαθιστά με τον πηλόν τους εκ γενετής ελλείποντας οφθαλμούς του τυφλού, και δια του λόγου της εκήρυττε δημοσία τον κεραμέα του Παραδείσου (όστις δηλαδή έπλασε τον Αδάμ εκ πηλού). «Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών, δια τον λόγον της γυναικός μαρτυρούσης, ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (αυτόθι 39). Από δε την πόλιν εκείνην των Σαμαρειτών πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν μόνον από την διαβεβαίωσιν της γυναικός εκείνης, η οποία ωμολόγει, ότι μου εφανέρωσε όλα όσα έπραξα εις την ζωήν μου. Ας μιμηθώμεν και ημείς την Σαμαρείτιδα εκείνην και ας μη εντρεπώμεθα δια τας αμαρτίας μας, αλλά να φοβώμεθα τον Θεόν. Σήμερον όμως βλέπω ότι γίνεται ακριβώς το αντίθετον. Εκείνον ο οποίος πρόκειται να μας κρίνη εις την μέλλουσαν Κρίσιν δεν τον φοβούμεθα, τρέμομεν όμως εμπρός εις εκείνους, οι οποίοι εις ουδέν μας βλάπτουν και φοβούμεθα την εκ μέρους των εντροπήν. Δια τούτο θα υποστώμεν την τιμωρίαν ακριβώς δι’ εκείνα τα οποία φοβούμεθα. Εκείνος δηλαδή ο οποίος εντρέπεται να φανερώση τας αμαρτίας του ενώπιον των ανθρώπων, ενώ δεν εντρέπεται να τας διαπράττη ενώ τον βλέπει ο Θεός, ο οποίος δεν θέλει να τας ομολογήση και να μετανοήση δι’ αυτάς, κατ’ εκείνην την ημέραν όχι ενώπιον ενός ή δύο, αλλ’ ενώπιον ολοκλήρου της οικουμένης, η οποία θα τον βλέπη, θα διαπομπευθή. Ας συνομιλήσωμεν λοιπόν με τον Χριστόν· διότι και αυτήν ακόμη την στιγμήν ίσταται εν μέσω ημών και δια των Προφητών και δια των Αποστόλων ομιλεί προς ημάς. Ας ακούσωμεν λοιπόν τους λόγους του Χριστού και ας υπακούσωμεν εις αυτούς. Έως πότε θα ζώμεν ζωήν άτακτον και ματαίαν; Διότι, όταν τον χρόνον, ο οποίος εδόθη εις ημάς, τον εξοδεύσωμεν εις το τίποτε, θα απέλθωμεν εκ του κόσμου τούτου δια να δώσωμεν λόγον των πράξεών μας δια την ανωφελή δαπάνην του χρόνου αυτού. Διότι δι’ αυτό μας έφερεν ο Θεός εις την παρούσαν ζωήν και μας έδωσε ψυχήν λογικήν, όχι δια να την χρησιμοποιήσωμεν μόνον εις τον επίγειον βίον μας, αλλά δια να κερδήσωμεν όλοι την μέλλουσαν ζωήν. Τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνον δια την παρούσαν ζωήν. Ενώ ημείς έχομεν αθάνατον ψυχήν, ώστε να πράξωμεν ό,τι χρειάζεται δια να κερδήσωμεν την μέλλουσαν ζωήν, δια να λάμψωμεν εκεί, δια να χορεύσωμεν μετά των Αγγέλων, δια να ευρισκώμεθα ενώπιον του αθανάτου Βασιλέως εις τους ατελευτήτους αιώνας. Δια τούτο και η ψυχή επλάσθη αθάνατος και το σώμα θα γίνη αθάνατον πάλιν. Εάν όμως μένης προσκεκολλημένος εις τα γήϊνα αγαθά, ενώ σου προσφέρονται οι ουράνιοι θησαυροί, σκέψου πόσον βαρεία είναι η περιφρόνησις η οποία γίνεται προς Εκείνον, όστις προσφέρει τα δώρα ταύτα, όταν Εκείνος σου προσφέρη τα ουράνια αγαθά, συ δε, χωρίς να δίδης μεγάλην σημασίαν εις αυτά, προτιμάς αντ’ αυτών τα γήϊνα. Δια τούτο και μας ηπείλησε με την τιμωρίαν της αιωνίου κολάσεως και της γεέννης του πυρός, επειδή τον περιφτονούμεν, δια να μάθωμεν και εξ αυτού πόσων αγαθών στερούμεν τον εαυτόν μας. Αλλ’ εύχομαι να μη δώση ο Θεός να δοκιμάσωμεν την κόλασιν εκείνων· αλλ’ αφού ευαρεστήσωμεν τον Θεόν δια των καλών έργων μας να κερδήσωμεν και ημείς τα αιώνια αγαθά, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου