Τη Ε΄ (5η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΕΙΡΗΝΗΣ.

Ειρήνη, η Αγία Μεγαλομάρτυς, ήτο μονογενής θυγάτηρ Λικινίου του βασιλίσκου και Λικινίας. Εγεννήθη εις την πόλιν Μαγεδών και ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ωνομασθείσα πρότερον Πηνελόπη. Επειδή δε ήτο ωραία και υπερέβαλλε κατά το κάλλος όλας τας συγχρόνους της κόρας, ο πατήρ της ο οποίος εφοβείτο δι’ αυτήν την ενέκλεισεν εντός υψηλού πύργου, τον οποίον επί τούτο έκτισε. Συνέκλεισε δε μετ’ αυτής και δεκατρείς ωραίας θεραπαινίδας, εν μέσω των οποίων η Ειρήνη διήγε μετά πλούτου πολλού και έχουσα θρόνον, τράπεζαν και λυχνίαν κατεσκευασμένα εκ χρυσού.
Όταν δε ωρίσθη παρά του πατρός της να μένη εν τω πύργω ήτο εξαετής και επαιδαγωγείτο και εδιδάσκετο υπό τινος γέροντος, Απελλιανού ονομαζομένου, τον οποίον ο πατήε της Λικίνιος διώρισεν, ίνα επιτηρή αυτήν. Μίαν ημέραν είδεν η Αγία περιστεράν εισελθούσαν εις τον πύργον και φέρουσαν κλάδον ελαίας εις το στόμα της, τον οποίον απέθεσεν επί της χρυσής τραπέζης. Καθ’ όμοιον τρόπον είδε και αετόν κρατούντα δια του ράμφους του στέφανον, πεπλεγμένον με άνθη, τον οποίον και ούτος αφήκεν επί της τραπέζης και έπειτα είδε κόρακα εισελθόντα εκ του άλλου παραθύρου και κρατούντα όφιν, τον οποίον απέθεσε και αυτός επί της χρυσής τραπάζης. Βλέπουσα δε ταύτα η μακαρία αύτη κόρη ηπόρει και εσυλλογίζετο τι άρα ταύτα δηλούσιν. Τότε ο γέρων Απελλιανός, ο διδάσκαλός της, εξήγησε ταύτα, ειπών προς αυτήν· «Η μεν περιστερά δηλοί την παιδείαν της γνώμης, ο δε κλάδος της ελαίας σημείον θαυμαστόν γεγονότων και τύπον βαπτίσματος, ο αετός, επειδή είναι βασιλεύς των πτηνών, προεικονίζει, δια του βασιλικού του στεφάνου, μέλλουσαν νίκην εις εκλεκτάς και αγαθάς πράξεις· ο δε κόραξ και όφις δηλούν, ότι θέλεις δοκιμάσει θλίψιν και ταλαιπωρίαν». Δια της εξηγήσεως ταύτης, την οποίαν έδωκεν ο Απελλιανός εν συντομία, απεκάλυπτε τον αγώνα του Μαρτυρίου, το οποίον έμελλεν η Αγία να τελειώση, δια την αγάπην της προς τον Θεόν. Τα δε εν συνεχεία εξιστορούμενα περί της Αγίας αυτής είναι πράγματι παράδοξα και υπερφυσικά. Λέγουσα, δηλαδή, ότι Άγγελος Κυρίου έδωκεν εις αυτήν το όνομα και αντί Πηνελόπης μετωνόμασεν αυτήν Ειρήνην και ακολούθως ότι Άγγελος Κυρίου τής εδίδαξε την του Χριστού πίστιν και προείπεν εις αυτήν, ότι πολλαί μυριάδες ψυχών θα σωθώσι δι αυτής και ότι θέλει έλθει προς αυτήν παραδόξως ο Απόστολος Τιμόθεος, ο του Παύλου μαθητής, όστις θέλει βαπτίσει αυτήν. Όταν δε όλα ταύτα επραγματοποιήθησαν, τότε η μακαρία Ειρήνη εκρήμνισε τα είδωλα του πατρός της, συντρίψασα ταύτα. Πρώτον λοιπόν εξητάσθη υπό του ιδίου πατρός της ο οποίος, ως είδεν ότι αύτη επέμενον εις την πίστιν του Χριστού, προσέταξε να την δέσωσι και ούτω δεδεμένην να την ρίψωσιν εις τους ίππους δια να την καταπατήσωσιν. Εις δε εκ των ίππων αυτών, αντί να βλάψη την Αγίαν, εξηγριώθη κατά του πατρός της, τον οποίον και έρριψε κατά γης συντρίψας την δεξιάν αυτού χείρα και αυτόν μεν εθανάτωσε, την δε Αγίαν εμακάρισε με ανθρωπίνην φωνήν. Λυθείσα η Μάρτυς εκ των δεσμών, παρεκλήθη υπό των παρεστώτων και προσευχηθείσα ανέστησε τον πατέρατης, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της συζύγου του και τριών άλλων χιλιάδων ανθρώπων, οίτινες άπαντες εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε πατήρ της, εγκαταλείψας μετά ταύτα την βασιλείαν, κατώκησεν εις τον πύργον εκείνον, τον οποίον έκτισε δια την θυγατέρα του, και εκεί διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία. Αποθανόντος δε του πατρός της, εγένετο άλλος βασιλεύς, Σεδεκίας ονομαζόμενος, ο οποίος ηνάγκασε την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως αύτη ουδόλως επείθετο, επρόσταξε και έρριψαν ταύτην την μακαρίαν πρηνή, εντός βαθυτάτου λάκκου, όπου ευρίσκοντο διάφορα ερπετά και δηλητηριώδεις όφεις. Η δε Αγία, αν και έμεινεν εκεί δεκατέσσαρας ημέρας, όμως εξήλθεν αβλαβής. Όθεν επριόνισαν τους πόδας αυτής, όμως δι’ επιστασίας θείου Αγγέλου κατέστη πάλιν υγιής. Έπειτα έδεσαν αυτήν εις τροχόν, το δε ύδωρ, το οποίον κάτω φερόμενον εκίνει τον τροχόν, εσταμάτησε πάραυτα, η δε Αγία έμεινεν ούτω τελείως αβλαβής. Εξ αιτίας δε του τοιούτου θαύματος επίστευσαν εις τον Χριστόν οκτώ χιλιάδες ψυχαί. Αφ’ ου δε ο βασιλεύς Σεδεκίας εξέπεσε της βασιλείας και ο υιός του Σαβώρ επολέμει τους εκθρονίσαντας τον πατέρα του, τότε η Αγία Ειρήνη συνήντησεν εκτός της πόλεως Μαγεδών τον Σαβώρ και το στράτευμα αυτού. Ως δε προσευχήθη, άπαντες ετυφλώθησαν και δεν έβλεπον που να υπάγωσι. Προσευχηθείσα δε πάλιν εδώρησεν εις αυτούς, δια της θείας Χάριτος, το φως των οφθαλμών των. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι εκάρφωσαν τας πτέρνας της Αγίας και εφόρτωσαν αυτήν με σάκκον πλήρη άμμου, ούτω δε πεφορτωμένην την υπεχρέωσαν βιαίως να βαδίση εις απόστασιν τριών μιλίων. Επειδή δε αμέσως τότε η γη εσχίσθη εις δύο και εδέχθη εντός αυτής δέκα χιλιάδας απίστων, τούτου ένεκα προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού έως τριάκοντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο βασιλεύς όμως έμεινεν εν τη απιστία. Όθεν, ελθών Άγγελος Κυρίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε. Τότε η Αγία, λαβούσα άδειαν, περιεπάτει ελευθέρως εντός της πόλεως και εποίει πολλά θαύματα. Πορευθείσα δε και εις τον πύργον, όπου ήτο ο πατήρ της μετά του Ιερέως Τιμοθέου, κατώρθωσε δια της διδασκαλίας της να προσέλθωσιν εις την πίστιν του Χριστού πέντε χιλιάδες ειδωλολατρών. Μετ’ αυτών δε επίστευσαν και τριάκοντα τρεις άνδρες, οι οποίοι ήσαν διωρισμένοι να φυλάττωσι τον πύργον, άπαντες δε ούτοι έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ήλθεν η Αγία εις την πόλιν την ονομαζομένην Καλλίνικον, όπου ήτο ο βασιλεύς Νουμεριανός, συγγενής των πρώην βασιλέων, και αφού παρουσιάσθη εις αυτόν, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν ενέκλεισαν αυτήν διαδοχικώς εντός τριών πεπυρωμένων χαλκίνων βοών, μεταθέτοντες αυτήν από του πρώτου εις τον δεύτερον και από του δευτέρου εις τον τρίτον. Ο δε τρίτος βους, καίτοι άψυχος ων, παραδόξως περιεπάτησε και έπειτα εσχίσθη. Όθεν εξήλθεν η Αγία εξ αυτού άφλεκτος και αβλαβής. Πολλοί δε άπιστοι, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε ούτοι έως δέκα μυριάδες (100.000). Όταν δε ο βασιλεύς έμελλε να αποθάνη, παρήγγειλεν εις τον έπαρχον να τιμωρήση με διαφόρους βασάνους την Αγίαν· ο δε έπαρχος, δέσας την Μάρτυρα με αλύσεις, ήναψε μεγάλην πυράν κάτωθεν αυτής, αλλά κατελθών Άγγελος Κυρίου έσβεσε το πυρ και διεφύλαξε την Αγίαν αβλαβή. Όθεν ο έπαρχος, βλέπων τούτο, επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά των οικείων του. Αλλ’ η φήμη των θαυμασίων τής Αγίας έφθασε και μέχρι του Σαβωρίου του των Περσών βασιλέως, όστις έζη κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ΄ (330), ούτος δε προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα. Απεκεφαλίσθη λοιπόν η του Χριστού καλλίνικος Ειρήνη και ετέθη εντός τάφου, αλλά πάλιν ανεστήθη υπό θείου Αγγέλου, ο οποίος εμακάρισεν αυτήν, διότι εμαρτύρησεν υπέρ του Χριστού, ως επίσης και εκείνους όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής και όσους θα μνημονεύωσι το όνομά της, εορτάζοντες την ημέραν του Μαρτυρίου της. Αφού δε ανέστη, λέγεται ότι εισήλθεν εις την πόλιν την καλουμένην Μεσημβρίαν κρατούσα εις τας χείρας της κλάδον ελαίας και ούτω παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, όστις, ιδών αυτήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη υπό του Πρεσβυτέρου Τιμοθέου μετά πολλών μυριάδων ανθρώπων. Έπειτα μετέβη η Αγία εις την ιδίαν αυτής πόλιν Μαγεδών προς τους γονείς της και τον μεν πατέρα της επένθησεν, ως προαποθανόντα, αφού δε είδε και απεχαιρέτησε την μητέρα της, ανελήφθη υπό νεφέλης και έφθασεν εις την Έφεσον, όπου διέτριψεν επί τινα καιρόν, πλείστα θαύματα τελούσα και τιμωμένη ως εις Απόστολος. Μετά δε ταύτα συνήντησε και τον διδάσκαλον της Απελλιανόν. Αφού δε η Αγία εδίδαξε τους εν Εφέσω, παρέλαβε μεθ’ εαυτής μόνους εξ και τον Απελλιανόν και εξήλθε της πόλεως της Εφέσου· ευρούσα δε εκεί νεώρυκτον τάφον, εντός του οποίου ουδείς είχε ταφή, εισήλθεν εν αυτώ, επί του τάφου δε αυτού έθεσεν ο Απελλιανός λίθον. Διέταξε δε η Αγία, έτι ζώσα, ότι επί τέσσαρας ημέρας να μη κινήση κανείς τον λίθον, τον οποίον έμελλε να τοποθετήση επί του τάφου ο διδάσκαλός της. Μετά δε δύο ημέρας πορευθείς εις τον τάφον ο Απελλιανός, ω του θαύματος! εύρεν εγηγερμένον τον λίθον και μη υπάρχον εκεί το σώμα της Μάρτυρος. Ταύτα κατά μεν τους ταπεινούς και ασθενείς λογισμούς των ανθρώπων ίσως φανώσιν απίθανα, εις τον Θεόν όμως είναι τα πάντα δυνατά. Εκλήθη δε η Αγία ίνα δικασθή πρώτον μεν υπό του πατρός της Λικινίου, δεύτερον υπό του Σεδεκίου και Σαβώρ και Νουμεριανού υιού Σεβαστιανού, ως και υπό του επάρχου Βαύδωνος και Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών. Αι δε πόλεις εις τας οποίας εμαρτύρησεν είναι αύται: Μαγεδών η πατρίς της, Καλλίνικος, Κωνσταντίνα και Μεσημβρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου