Αποτελεί αυταπόδεικτη αλήθεια
για τον πολιτικό χώρο, ότι κανείς δικτάτορας δεν θα μπορούσε να σταθή χωρίς συνεργάτες.
Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει καί στον εκκλησιαστικό χώρο. Κανείς αιρετικός δεν θα μπορούσε να ευδοκίμηση, αν δεν είχε αύτούς που θα επικροτούσαν, ή τουλάχιστον θα ανέχονταν σιωπηρώς τήν αίρεσίν του, θα κοινωνούσαν μαζί του και θα τον ακολουθούσαν.
Και για να γίνουμε πιό συγκεκριμένοι. Από θεολόγους και κληρικούς όλων των μετώπων έχει χαρακτηρισθή ο Οίκουμενισμός ως παναίρεσις. Ενώ ξεκίνησε δειλά με το σύνθημα της αγάπης, κατέληξε σήμερα να διακηρύσση «γυμνή τη κεφαλή» ότι η Ορθοδοξία δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μαζί με τις λοιπές αιρέσεις, παπισμού και προτεσταντισμού, συναποτελούν την Εκκλησίαν! Και το κατόρθωσαν αυτό οι οικουμενισταί πατριάρχαι, διότι είχαν βοηθούς και συναντιλήπτορας στην ανίερη προσπάθειά τους εκατοντάδας επισκόπων και χιλιάδας ιερέων και μοναχών, που είτε επικροτούσαν, είτε σιωπούσαν δια την προδοσία!
--------------------------------------
Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...
Καθαρά, σταράτα καί τεκμηριωμένα ἁγιοπατερικῶς λόγια, μακριά ἀπό δικολαβισμούς καί μή τεκμηριωμένους συμβιβασμούς τοῦ τύπου «παραμένομεν εἰς κοινωνίαν ἄχρι καιροῦ, παραμένομεν στενάζοντες». Πατρός Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου, αίωνία ἡ μνήμη (γ').
Έτσι η αίρεσις του Οικουμενισμού έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν είχαν οι παλαιές αιρέσεις, πρώτον, την καθολικήν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας επίθεσιν και όχι μόνον εναντίον ενός δόγματος και δεύτερον, την καθολικήν σχεδόν αποδοχήν της αιρέσεως από τους κορυφαίους κληρικούς και θεολόγους της Ορθοδοξίας, με ελαχίστας εξαιρέσεις στο χώρο των ίερέων και μοναχών.
Σημειωτέον ότι οι εξαιρέσεις αυτές αναφέρονται μόνο στο θεωρητικό πεδίον, δηλαδή στα λόγια και την πέννα, χωρίς ουδεμίαν πρακτικήν έκφρασιν αντιστάσεως, όπως είναι η διακοπή κοινωνίας με την αίρεσιν κ.λ.π.
Το θλιβερώτερον όμως εν προκειμένω είναι η δικαιολογία που προβάλλουν αύτοί οι ρασοφόροι παντός βαθμού προκειμένου να υποστηρίξουν την θέσιν τους. Λέγουν χαρακτηριστικώς ότι ενεργούν έτσι, διότι επθυμούν να ευρίσκωνται εντός Εκκλησίας, αφού, όπως ισχυρίζονται, μόλις διακόψουν κοινωνίαν με τους αιρετικούς προϊσταμένους των ή τους κοινωνούντας με αυτούς, θα ευρεθούν αμέσως εκτός Εκκλησίας. Οποία διαστροφή της Ορθοδόξου διδασκαλίας!
Ενώ οι Iεροί Κανόνες και ο σύνολος χορός των ομολογητών Πατέρων χαρακτηρίζουν ως σωτηριώδη αντίδρασιν και προστασίαν της Εκκλησίας την διακοπήν κοινωνίας με τους αιρετικά κηρύσσοντας, αυτοί ισχυρίζονται τα ακριβώς αντίθετα!
Έτσι όχι μόνον συμμαχούν πρός την αίρεσιν και την ενισχύουν διατηρούντες το ποίμνιόν τους ανύποπτο στο πλευρό των κακοδόξων, αλλά και υβρίζουν όλους τους ομολογητάς πατέρας του παρελθόντος, χαρακτηρίζοντας αυτούς ως εκτός Εκκλησίας αγωνισθέντας, αφού ως γνωστόν, έπραξαν τα ακριβώς αντίθετα από ότι πράττουν αυτοί σήμερα.
Σαφέστατη απόδειξις της υποκειμενικής καί άκρως αντορθοδόξου θέσεώς των είναι, ότι ουδεμία μαρτυρία αναφέρουν προς στηριγμόν των λεγομένων των. Ελλείψει δε πατερικών επιχειρημάτων δημιουργούν συνεχώς νέα εκ του προχείρου, προς παρηγορίαν των οπαδών τους, διότι κάθε λίγο οι αιρετικοί οικουμενισταί που άκολουθούν, δια λόγων και έργων τούς αχρηστεύουν τά παλαιά!..
Γράφομεν τα ανωτέρω διότι προσφάτως έδημοσιεύθη στον «‘Ορθόδοξον Τύπον» (12.3) άρθρον τού ήγουμένου της Ι. Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, εις το οποίον ενώ καταδικάζεται το «οίκουμενιστικό παραλήρημα» των ημερών μας, τονίζεται συγχρόνως ότι «εμείς μένουμε στην Αγία μας Εκκλησία, διότι πιστεύουμε ότι μέσα από την Εκκλησία καί όχι εκτός αυτής ημπορούμε να αγωνισθούμε».
Η αλήθεια όμως εν προκειμένω είναι ότι η στάσις τους αυτή τους τοποθετεί εκτός αγωνιζομένης κατά της αίρεσεως Εκκλησίας και συνεπώς μετά της μερίδος των αιρετικών που κοινωνούν. Αν δε ληφθή ύπ' όψιν ότι οι Αγιορείται μνημονεύουν τον Βαρθολομαίο, τον πρύτανη των οίκουμενιστών, τότε άντιλαμβάνεται κανείς την τραγικότητα της ανωτέρω προτάσεως του ήγουμένου, ο οποίος δυστυχώς,
εκφράζει το κοινό πιστεύω των Αγιορειτών. (Εκτός βεβαίως των ζηλωτών πατέρων).
Και μόνον οι λόγοι του Μ. Αθανασίου όπου προτρέπει τους πιστούς να προσεύχωνται στο ύπαιθρον προκειμένου να μην κοινωνήσουν με τους Αρειανούς (ΒΕΠΕΣ, 33, 199), και των αγίων Χρυσοστόμου και Θεοδώρου του Στουδίτου, που τονίζουν: ότι εχθροί του Θεού δεν είναι μόνο οι αίρετικοί, αλλά και οι κοινωνούντες με αυτούς, έστω και αν θεωρητικώς απορρίπτουν την αίρεσιν (P.G. 99. 1164 Α), ανατρέπει εκ θεμελίων το ανωτέρω άρθρον του ηγουμένου.
Τό τραγικόν είναι ότι ο Αγιορείτης ηγούμενος στο τέλος του άρθρου του επικαλείται τας ευχάς «των μέχρι θανάτου» αγωνισθέντων κατά της αίρεσεως ομολογητών. Είναι όμως αποδεδειγμένον ιστορικώς, ότι αντίστασιν «μέχρι θανάτου» στην αίρεσιν έκαναν μόνον όσοι διέκοπτον κοινωνίαν πρός αύτήν, και διά τούτο εξωρίζοντο ή εθανατούντο.
Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει καί στον εκκλησιαστικό χώρο. Κανείς αιρετικός δεν θα μπορούσε να ευδοκίμηση, αν δεν είχε αύτούς που θα επικροτούσαν, ή τουλάχιστον θα ανέχονταν σιωπηρώς τήν αίρεσίν του, θα κοινωνούσαν μαζί του και θα τον ακολουθούσαν.
Και για να γίνουμε πιό συγκεκριμένοι. Από θεολόγους και κληρικούς όλων των μετώπων έχει χαρακτηρισθή ο Οίκουμενισμός ως παναίρεσις. Ενώ ξεκίνησε δειλά με το σύνθημα της αγάπης, κατέληξε σήμερα να διακηρύσση «γυμνή τη κεφαλή» ότι η Ορθοδοξία δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μαζί με τις λοιπές αιρέσεις, παπισμού και προτεσταντισμού, συναποτελούν την Εκκλησίαν! Και το κατόρθωσαν αυτό οι οικουμενισταί πατριάρχαι, διότι είχαν βοηθούς και συναντιλήπτορας στην ανίερη προσπάθειά τους εκατοντάδας επισκόπων και χιλιάδας ιερέων και μοναχών, που είτε επικροτούσαν, είτε σιωπούσαν δια την προδοσία!
--------------------------------------
Έτσι η αίρεσις του Οικουμενισμού έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν είχαν οι παλαιές αιρέσεις, πρώτον, την καθολικήν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας επίθεσιν και όχι μόνον εναντίον ενός δόγματος και δεύτερον, την καθολικήν σχεδόν αποδοχήν της αιρέσεως από τους κορυφαίους κληρικούς και θεολόγους της Ορθοδοξίας, με ελαχίστας εξαιρέσεις στο χώρο των ίερέων και μοναχών.
Σημειωτέον ότι οι εξαιρέσεις αυτές αναφέρονται μόνο στο θεωρητικό πεδίον, δηλαδή στα λόγια και την πέννα, χωρίς ουδεμίαν πρακτικήν έκφρασιν αντιστάσεως, όπως είναι η διακοπή κοινωνίας με την αίρεσιν κ.λ.π.
Το θλιβερώτερον όμως εν προκειμένω είναι η δικαιολογία που προβάλλουν αύτοί οι ρασοφόροι παντός βαθμού προκειμένου να υποστηρίξουν την θέσιν τους. Λέγουν χαρακτηριστικώς ότι ενεργούν έτσι, διότι επθυμούν να ευρίσκωνται εντός Εκκλησίας, αφού, όπως ισχυρίζονται, μόλις διακόψουν κοινωνίαν με τους αιρετικούς προϊσταμένους των ή τους κοινωνούντας με αυτούς, θα ευρεθούν αμέσως εκτός Εκκλησίας. Οποία διαστροφή της Ορθοδόξου διδασκαλίας!
Ενώ οι Iεροί Κανόνες και ο σύνολος χορός των ομολογητών Πατέρων χαρακτηρίζουν ως σωτηριώδη αντίδρασιν και προστασίαν της Εκκλησίας την διακοπήν κοινωνίας με τους αιρετικά κηρύσσοντας, αυτοί ισχυρίζονται τα ακριβώς αντίθετα!
Έτσι όχι μόνον συμμαχούν πρός την αίρεσιν και την ενισχύουν διατηρούντες το ποίμνιόν τους ανύποπτο στο πλευρό των κακοδόξων, αλλά και υβρίζουν όλους τους ομολογητάς πατέρας του παρελθόντος, χαρακτηρίζοντας αυτούς ως εκτός Εκκλησίας αγωνισθέντας, αφού ως γνωστόν, έπραξαν τα ακριβώς αντίθετα από ότι πράττουν αυτοί σήμερα.
Σαφέστατη απόδειξις της υποκειμενικής καί άκρως αντορθοδόξου θέσεώς των είναι, ότι ουδεμία μαρτυρία αναφέρουν προς στηριγμόν των λεγομένων των. Ελλείψει δε πατερικών επιχειρημάτων δημιουργούν συνεχώς νέα εκ του προχείρου, προς παρηγορίαν των οπαδών τους, διότι κάθε λίγο οι αιρετικοί οικουμενισταί που άκολουθούν, δια λόγων και έργων τούς αχρηστεύουν τά παλαιά!..
Γράφομεν τα ανωτέρω διότι προσφάτως έδημοσιεύθη στον «‘Ορθόδοξον Τύπον» (12.3) άρθρον τού ήγουμένου της Ι. Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, εις το οποίον ενώ καταδικάζεται το «οίκουμενιστικό παραλήρημα» των ημερών μας, τονίζεται συγχρόνως ότι «εμείς μένουμε στην Αγία μας Εκκλησία, διότι πιστεύουμε ότι μέσα από την Εκκλησία καί όχι εκτός αυτής ημπορούμε να αγωνισθούμε».
Η αλήθεια όμως εν προκειμένω είναι ότι η στάσις τους αυτή τους τοποθετεί εκτός αγωνιζομένης κατά της αίρεσεως Εκκλησίας και συνεπώς μετά της μερίδος των αιρετικών που κοινωνούν. Αν δε ληφθή ύπ' όψιν ότι οι Αγιορείται μνημονεύουν τον Βαρθολομαίο, τον πρύτανη των οίκουμενιστών, τότε άντιλαμβάνεται κανείς την τραγικότητα της ανωτέρω προτάσεως του ήγουμένου, ο οποίος δυστυχώς,
εκφράζει το κοινό πιστεύω των Αγιορειτών. (Εκτός βεβαίως των ζηλωτών πατέρων).
Και μόνον οι λόγοι του Μ. Αθανασίου όπου προτρέπει τους πιστούς να προσεύχωνται στο ύπαιθρον προκειμένου να μην κοινωνήσουν με τους Αρειανούς (ΒΕΠΕΣ, 33, 199), και των αγίων Χρυσοστόμου και Θεοδώρου του Στουδίτου, που τονίζουν: ότι εχθροί του Θεού δεν είναι μόνο οι αίρετικοί, αλλά και οι κοινωνούντες με αυτούς, έστω και αν θεωρητικώς απορρίπτουν την αίρεσιν (P.G. 99. 1164 Α), ανατρέπει εκ θεμελίων το ανωτέρω άρθρον του ηγουμένου.
Τό τραγικόν είναι ότι ο Αγιορείτης ηγούμενος στο τέλος του άρθρου του επικαλείται τας ευχάς «των μέχρι θανάτου» αγωνισθέντων κατά της αίρεσεως ομολογητών. Είναι όμως αποδεδειγμένον ιστορικώς, ότι αντίστασιν «μέχρι θανάτου» στην αίρεσιν έκαναν μόνον όσοι διέκοπτον κοινωνίαν πρός αύτήν, και διά τούτο εξωρίζοντο ή εθανατούντο.
Καθαρά, σταράτα καί τεκμηριωμένα ἁγιοπατερικῶς λόγια, μακριά ἀπό δικολαβισμούς καί μή τεκμηριωμένους συμβιβασμούς τοῦ τύπου «παραμένομεν εἰς κοινωνίαν ἄχρι καιροῦ, παραμένομεν στενάζοντες». Πατρός Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου, αίωνία ἡ μνήμη (γ').
ΑπάντησηΔιαγραφή