Θεία Κοινωνία καὶ Κορωνοϊός

Τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου,
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν Δρoς Θεολογίας
Μεταξὺ τῶν θεοσύστατων Μυστηρίων, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος καθίσταται πραγματικὸ μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν σωτηρία του, συγκαταλέγεται καὶ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ἡ Θεία Κοινωνία. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἶπε στοὺς Μαθητές Του, ὀλίγον πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους Του, κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου […] Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου» (Ματθ. 26, 26-28). Μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς παρέδωσε τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἐπιβεβαίωσε ὅτι μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο ὑπάρχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ ὄχι ἁπλῶς ψωμὶ καὶ κρασί. Προηγουμένως εἶχε διακηρύξει ὅτι «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον […] ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 6, 54, 56).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διασαφηνίζει ὅτι «οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ –μὴ γένοιτο– ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον» (PG 94, 1148A). Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει ὅτι, μεταλαμβάνοντας τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ Χριστοφόροι. (Βλ. PG 33, 1100A). Ἔτσι τὰ σώματά μας γίνονται «μέλη Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 6, 15).
Τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ παράδοση, προσάγει τὸ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος. Μέσῳ αὐτῶν προσφέρει ὁλόκληρη τὴν ζωή του, τὸν πολιτισμό του, τὸν κόπο του, τὴν ψυχοσωματικὴ ὕπαρξή του. Ἀκολούθως, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος τοῦ ἀντιπροσφέρει τὸν Ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, «ὅλος ἐν ὅλοις ἅμα πληρέστατος, καὶ τὸ καθ’ ἕκαστον ὁλόκληρος, ὅλος καὶ ἀνελάττωτος» (Μαξ. Ὁμ. PG 91, 1285D). Ὁ δὲ Δοσίθεος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὁμολογεῖ: «Ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ πιστεύομεν παρεῖναι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν οὐ τυπικῶς, οὐδ’ εἰκονικῶς, οὐδὲ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις… Ἀλλ’ ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς, ὥστε μετὰ τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι […] τὸν μὲν ἄρτον εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου Σῶμα […] τὸν δὲ οἶνον μεταποιεῖσθαι καὶ μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου αἷμα» (Ὁμολογία, ὅρος 17, Ἰ. Καρμίρη, Δογμ. Συμβ., τ. 2, σ. 761).
Ἐξ ὅλων αὐτῶν συνάγεται ὅτι μέσῳ τοῦ καθαγιασμοῦ, διὰ τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ πρεσβυτέρου, τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος μεταβάλλονται τῇ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ Αὐτοῦ, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ἔστω καὶ ἂν -κατὰ θείαν παραχώρησιν, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας- φαίνονται ὡς κοινὸς ἄρτος καὶ οἶνος κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ τὴν γεύση.
Τὸ Ποτήριο εἶναι κοινό, γιατί μέσα ἐκεῖ ἑνώνονται οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ στὸ Ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ σαφήνεια διδάσκει ὅτι λέγεται καὶ εἶναι ὄντως «Κοινωνία» ἡ μετάδοσις τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ μέσῳ αὐτῆς ἀφ’ ἑνὸς κοινωνοῦμε καὶ μετέχουμε «τῆς σαρκός τε καὶ τῆς θεότητος» Αὐτοῦ, ἀφ’ ἑτέρου ἑνωνόμαστε καὶ κοινωνοῦμε μεταξὺ μας οἱ συμμετασχόντες σὲ αὐτήν. Καὶ διευκρινίζει: «Ἐπεῖ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, οἱ πάντες ἕν σῶμα Χριστοῦ καὶ ἕν αἷμα καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα σύσσωμοι Χριστοῦ χρηματίζοντες» (PG 94, 1153A).
Ὡς ἐκ τούτων εἶναι δυνατὸν νὰ διανοηθεῖ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς ὅτι ἠμπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸν ἰὸ ποὺ ἔφερε ὁ πρὸ αὐτοῦ κοινωνήσας; Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι Αὐτός, ὁ Ὁποῖος, διὰ τῆς Θείας Κοινωνίας εἰσέρχεται ἐντός σου, καὶ θὰ ὑπάρξει περίπτωση νὰ ἐπιζήση ὁ κορωνοϊὸς ἢ ἄλλος ἰός; Εἶναι δυνατὸν τὸ «Ποτήριον τῆς ζωῆς» νὰ κεράση τὸν θάνατο;
Νὰ σημειώσουμε, ὡστόσο, ὅτι ὅλα τὰ ἀνωτέρω δὲν ἰσχύουν ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεση, ὅπως τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ κ. ἄλ., γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι τὰ δῆθεν μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα, στερούμενα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντὸς» (Πρβλ. SC10, ἔπ. 1, 19–21 ). Παρομοίως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τονίζει ὅτι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γίνεται σὲ ὅσους μεταλαμβάνουν ἀξίως καὶ μετὰ πίστεως «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καὶ σώματος» (PG 94, 1148A). Ἐπίσης, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημειώνει: «Ἄρτον δὲ ζωῆς ἑαυτὸν καλεῖ, ὅτι τὴν ζωή ἡμῶν συγκροτεῖ καὶ ταύτην καὶ τὴν μέλλουσαν» (Ὁμ. 46, PG 59, 258).
Ὑπάρχουν, βεβαίως, καὶ ὁρισμένοι, ἀνώτεροι καὶ κατώτεροι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ καὶ σκανδαλίζουν μὲ τὸν τρόπο τους αὐτὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νὰ μᾶς διασαφηνίσουν ὅμως ἂν πιστεύουν ὅτι ὄντως ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐμφιλοχωρεῖ στὸ Θεανθρώπινο Σῶμα καὶ Αἷμα κορωνοϊὸς ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσθένεια, ἡ ὁποία φέρει τὸν θάνατο; Δύνανται νὰ συνυπάρχουν ἡ ζωή καὶ ὁ θάνατος; Ἡ Πηγὴ τῆς Ζωῆς -«ἐγὼ εἰμι ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11, 25)- ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ Ὁποῖος προσφέρει τὸν Ἑαυτόν Του μέσῳ τῆς Θείας Κοινωνίας, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιπροσφέρει κάτι ξένο καὶ ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν φύση;
Ὁ κοινωνῶν πιστὸς καθίσταται σύσσωμος καὶ σύν­αιμος Χριστοῦ, κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος» (Κολ. 2, 8) καθ’ ὅμοιον τρόπο καὶ στὸν συσσωματούμενον πιστὸ κατοικεῖ ἡ Ἁγία Τριάς. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθη κατ’ ἐκείνη τὴν στιγμὴ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἰὸς ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσθένεια εἴτε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο εἴτε ἀπὸ τὴν ἁγία Λαβίδα; Ἂν ὑπῆρχε κάτι τέτοιο -ἄπαγε τῆς βλασφημίας- τότε οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ ἐπλήττοντο ἀπὸ ἀσθένειες θὰ ἦταν οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι καταλύουν τὸ Ἅγιο Ποτήριο, ἀφοῦ μεταλάβουν ἑκατοντάδες πιστῶν.
Ὀφείλουμε ὡστόσο νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὅποιος προσέρχεται ἀναξίως νὰ κοινωνήση (δηλαδὴ δὲν πιστεύει ὀρθῶς καὶ ὀντολογικῶς, δὲν ἔχει προηγηθεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως), τότε δὲν ἐπιδρᾶ ἡ ἄκτιστη Χάρις τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Μεταλήψεως καὶ ἠμποροῦν νὰ συμβοῦν τὰ πάντα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ διαβεβαιώνει: «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα. διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοὶ» (Α΄ Κορ. 11, 29-30). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει ἐντόνως ὅτι «οὐ μόνον γὰρ κρῖμα φοβερὸν ἔχει ὁ ἐν μολυσμῷ σαρκὸς καὶ πνεύματος ἀναξίως προσερχόμενος τοῖς ἁγίοις· προσ­ερχόμενος γάρ, ἔνοχος γίνεται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου» (PG 31, 1577A).
Ἡ σημερινὴ σκανδαλώδης συζήτηση περὶ τῆς ἀναποδείκτου μεταδοτικότητος ἀσθενειῶν μέσῳ τῆς Θείας Κοινωνίας στὸ βάθος θέλει νὰ ἐπιτύχη τὴν ἀπόσβεση τῆς ἀναμνήσεως τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Ἴδιος ἄφησε ἐντολή: «Τοῦτο (δηλ. τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας) ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22, 19). Ἡ μετὰ πίστεως καὶ καταλλήλου προετοιμασίας μετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας συνιστᾶ ὁμολογία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι διατράνωση τῆς νίκης τοῦ Θεανθρώπου κατὰ τοῦ θανάτου, εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς Αἰωνίου ζωῆς. Εἶναι πλήρωμα Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι καταλλαγὴ τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Δημιουργό του Θεό.
Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ στιγμὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας – Θείας Κοινωνίας, ὅπου «ἀεὶ μνημονεύομεν τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντος καὶ ἐγερθέντος» (PG 31, 1576B), εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς προσωπικῆς μας συναντήσεως καὶ κατὰ Χάριν ἑνώσεως μετὰ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου καὶ πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ψυχοφθόρες σκέψεις μας.

"O.T"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου