Τη Η΄ (8η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Επισκόπου Νικομηδείας.

Θεοφύλακτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Ανατολής, ακμάζων κατά τα έτη της βασιλείας των Ισαύρων, Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου (741 – 775) και των διαδόχων αυτού· πορευθείς δε εις Κωνσταντινούπολιν (περί το έτος 780), εσχετίσθη μετά του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 – 806), όταν ακόμη εκείνος ήτο πρωτασηκρήτης, δηλαδή πρώτος μεταξύ των υπηρετούντων εις τας βασιλικάς σάκρας, όπως ωνόμαζον οι Βυζαντινοί τα βασιλικά γραφεία και οι οποίοι ωνομάζοντο ασηκρήται και υπ’ αυτού καλώς εξεπαιδεύθη εις τα θεία.
Όταν δε, θεία ψήφω, ανήλθεν ο ιερός Ταράσιος εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784), αφ’ ου παρητήθη οικειοθελώς του θρόνου ο προ αυτού Παύλος ο Κύπριος (780 – 784), ο οποίος επειδή έλαβε την Αρχιερωσύνην παρά των εικονομάχων ωνόμαζε μόνος τον εαυτόν του ανάξιον, τότε και ο ιερώτατος Μιχαήλ ο μετέπειτα Επίσκοπος Συνάδων και ο ιερός Θεοφύλακτος ούτος έγιναν Μοναχοί και εστάλησαν υπό του θείου Ταρασίου (περί το έτος 785) εις το υπό τούτου οικοδομηθέν Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την είσοδον του Ευξείνου Πόντου. Καιρόν δε τινα, κατά τον οποίον τα κυνικά καύματα ήσαν εις επίτασιν λόγω του θέρους και εδίψων υπερβολικώς, τότε, οι μακάριοι, ίνα ασκηθώσιν εις την δίψαν και την εγκράτειαν, ήνοιξαν τον χάλκινον σωλήνα του κρουνού και αφήκαν να χύνεται το ύδωρ, χωρίς αυτοί να πίωσι καθόλου. Τοιαύτην αρετήν και άσκησιν μετήρχοντο οι τρισόλβιοι ούτοι Πατέρες, διο και μεγάλων ηξιώθησαν παρά Θεού δωρημάτων. Επειδή λοιπόν η αρετή των δύο τούτων Αγίων Πατέρων εμεγαλύνθη και ήστραψεν ως αστήρ φαεινότατος, τούτου ένεκα εκρίθησαν υπό του μεγάλου Ταρασίου άξιοι Αρχιερωσύνης· και ευθύς ο μεν Μιχαήλ προεχειρίσθη Επίσκοπος εις τα Σύναδα, πόλιν ένδοξον της μεγάλης Φρυγίας, περίφημον δια τα θαυμαστά μάρμαρά της, Επισκόπους είκοσιν έχουσα, τώρα δε κρημνισμένην ούσαν, ο δε ιερός Θεοφύλακτος εχειροτονήθη (περί το έτος 800) Επίσκοπος εις την Νικομήδειαν. Όσα δε έπραξεν εκεί κατορθώματα ο μακάριος Θεοφύλακτος, αυτά ταύτα τα πράγματα μαρτυρούν, διότι έκτισεν Εκκλησίας και νοσοκομεία, επροστάτευε τα ορφανά και τας χήρας, ηλέει δε μετά τοσαύτης αγαθότητος, ώστε εγέμιζε φιάλην με ζεστόν ύδωρ και με αυτό έπλυνε και εκαθάριζεν ιδίαις χερσίν ο συμπαθέστατος τους τυφλούς και χωλούς και τους άλλους ασθενείς, τους έχοντας τα μέλη των βεβλαμμένα. Αφ’ ου δε ο μέγας Ταράσιος, πατριαρχεύσας επί έτη είκοσι δύο, απήλθε προς Κύριον και αφ’ ου έγινε Πατριάρχης ο πάνσοφος Νικηφόρος (806 – 815), τότε ηκολούθησε μεγάλη ταραχή και συμφορά εις την του Χριστού Εκκλησίαν, διότι κατά την εποχήν εκείνην εβασίλευσε Λέων Ε΄ ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813), όστις εφρύαξε κατά των Αγίων Εικόνων. Όθεν ο Άγιος Νικηφόρος έστειλε και έφερε τους εκλεκτούς και ελλογίμους Αρχιερείς, τον Κυζίκου Αιμιλιανόν, τον Σάρδεων Ευθύμιον, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, τον Αμορίου Ευδόξιον, τον Συνάδων Μιχαήλ, τον μακάριον τούτον Θεοφύλακτον και άλλους πολλούς, μεταξύ των οποίων και Ηγουμένους και Μοναχούς. Συμπαραλαβών δε όλους τούτους μετέβη εις τον δυσσεβή και αποστάτην βασιλέα. Κατά την γενομένην τότε ενώπιον του βασιλέως συζήτησιν προέτειναν οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες πολλάς μαρτυρίας εκ των Θείων Γραφών, αι οποίαι υποστηρίζουσιν ότι πρέπει να προσκυνώνται αι άγιαι Εικόνες, όμως δεν ηδυνήθησαν να καταπείσωσι τον άφρονα βασιλέα, όστις έμεινεν αδιόρθωτος. Τότε ο μακάριος ούτος Θεοφύλακτος είπε προς τον βασιλέα· «Γνωρίζω ότι καταφρονείς την μακροθυμίαν και την υπομονήν του Θεού· γίνωσκε όμως, ότι θα επέλθη αίφνης κατά σου μέγας όλεθρος και αφανισμός και η καταστροφή σου θέλει γίνει ως ανεμοστρόβιλος, ώστε να μη ευρεθή κανείς, όστις θα δυνηθή να σε σώση εκ του κινδύνου». Τους λόγους τούτους ακούσας ο θηριώνυμος βασιλεύς, ωργίσθη σφόδρα και ευθύς επρόσταξε να εξορισθώσιν όλοι οι ανωτέρω Αρχιερείς. Όθεν, ο μεν Άγιος Νικηφόρος εξωρίσθη εις την νήσον Θάσον, ο αοίδιμος Συνάδων Μιχαήλ εις Ευδοκιάδα, πόλιν της Καππαδοκίας, άλλοι Αρχιερείς αλλαχού, ο δε μακάριος Θεοφύλακτος εξωρίσθη εις Στρόβιλον, το οποίον ήτο φρούριον παραθαλάσσιον, εις το θέμα των Κιβυρραιωτών. Εκεί λοιπόν διελθών, ο αοίδιμος, έτη τριάκοντα και υπομείνας γενναίως την κακοπάθειαν της εξορίας, απήλθε προς ον επόθησε Κύριον (περί το έτος 840). Αφ’ ου δε εφονεύθη ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος κατά την νύκτα των Χριστουγένων, ψάλλων τον ειρμόν  «Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω» και αφ’ ου η Ορθοδοξία έλαμψεν επί Μιχαήλ Γ΄ (842 – 867) και Θεοδώρας της ευσεβεστάτης Βασιλίδος, τότε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος (842 – 846) έφερεν εκ της εξορίας το τίμιον Λείψανον του μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου και απέθετο αυτό εις την Νικομήδειαν, εις τον Ναόν των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, τον οποίον, έτι ζων, είχεν ο ίδιος ο Άγιος ανεγείρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου