ΥΜΝΟΙ ΘΕΙΩΝ ΕΡΩΤΩΝ -- ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Γι΄ αυτό πληγώνομαι με την αγάπη εκείνου. Κι΄ όσο δεν τον βλέπω, λιώνει η ψυχή, ο νους μου, η καρδιά μου φλέγεται, και στενάζοντας τριγυρίζω και καίγομαι ζητώντας τον εδώ κι΄ εκεί. Και πουθενά δεν βρίσκω τον εραστή της ψυχής μου. Στρέφω παντού τα μάτια μου, μήπως δω τον ποθητό μου. Όμως εκείνος, αόρατος, δε φαίνεται καθόλου. Κι΄ όταν αρχίσω να θρηνώ απελπισμένος, τότε παρουσιάζεται μπροστά μου, και με βλέπει, αυτός που βλέπει τα πάντα. Μένω όλο απορία και θάμπος μπρος στην αρμονία της ομορφιάς του. Κι΄ αναρωτιέμαι πως άνοιξε τους ουρανούς και πρόβαλε του κόσμου ο κτίστης και μου έδειξε τη δόξα του την ανείπωτη και μοναδική. Κι΄ ενώ εγώ συλλογίζομαι ποιος άραγε θα βρεθεί πιο κοντά σ΄ εκείνον και πως θ΄ ανυψωθεί σε τέτοιο απροσμέτρητο ύψος, αυτός βρίσκεται μέσα μου, αστράφτοντας μες στην καημένη μου καρδιά, τυλίγοντάς με ολόγυρα με την αθάνατη λάμψη του, καταυγάζοντας με τις ακτίνες του όλα μου τα μέλη.
Με αγκαλιάζει ολόκληρος, ολόκληρον με καταφιλεί, δίνει σε με τον ανάξιο τον εαυτόν του ολόκληρο. Γεμίζω από την αγάπη του, απ΄ την ομορφιά του, γεμίζω από ηδονή και από το θείο γλυκασμό. Παίρνω από το φως του, μετέχω στη δόξα του, το πρόσωπό μου λάμπει σαν του ποθητού μου, και όλα τα μέλη μου κρατούν απάνω τους φως. Γίνομαι τότε ωραιότερος από τους ωραίους, πλουσιότερος από τους πλουσίους, δυνατότερος από τους άρχοντες, μεγαλύτερος από τους βασιλείς, όχι μόνο από τη γη και τα γήϊνα αλλά κι΄ από τον ουρανό και τα ουράνια. Γιατί έχω μαζί μου τον κτίστη όλων, που του ταιριάζει δόξα και τιμή και τώρα και στους αιώνες. Αμήν.                                                    – Ποια γλώσσα θα το πει; Ποιος νους θα το ερμηνέψει; Ποιος λόγος θα το εκφράσει, για να το γράψει και το χέρι μου; Αληθινά, φριχτό, Κύριε, φριχτό· και πάν΄ απ΄ το λογικό. Γιατί μου φανερώνεται το φως που ο κόσμος δεν το έχει. Και με αγαπά εκείνος που δεν είναι μες σ΄ αυτό τον κόσμο. Και αγαπώ εκείνον που δεν είναι πουθενά μες στα ορατά. Κάθομαι στο κρεββάτι μου κι΄ είμαι έξω από τον κόσμο. Κι΄ ενώ βρίσκομαι στο κελί μου, βλέπω αυτόν που ήταν και είναι έξω από τον κόσμο. Και τον συναναστρέφομαι και – να το πω ας τολμήσω! – τον φιλώ, και με φιλεί κι΄ εκείνος. Τρώγω, χορταίνω από μόνη τη θέα του. Σμίγω μαζί του και ξεπερνώ τους ουρανούς – αυτό το ξέρω αληθινά, είναι σίγουρο. Που τότε βρίσκεται το σώμα μου, δεν το γνωρίζω. Ξέρω ότι κατεβαίνει αυτός που είναι ακίνητος, ότι μου φανερώνεται αυτός που είναι αόρατος, ότι αυτός που είναι απ΄ όλην την κτίση χωρισμένος με παίρνει εντός του, με κρύβει στις αγκάλες του και βρίσκομαι τότε έξω απ΄ όλον τον κόσμο.                           – Ποθώ και με τον πόθο μου κάνω να χάνει ο πόθος μου τη λάμψη του και την ένταση. Έχεις ποτέ ακούσει τέτοιο πράγμα; Κανονικά δηλαδή ο πόθος ανάβει τον πόθο και η φωτιά τρέφει τη φλόγα. Όμως σε μένα δεν συμβαίνει αυτό, αλλά – πώς να σου το πω, δεν ξέρω – η υπερβολή του έρωτα μού σβήνει τον έρωτα, γιατί δεν αγαπώ («ερώ») όσο θέλω. Και στοχάζομαι ότι δεν έχω καθόλου έρωτα για το Θεό. Καθώς λοιπόν ζηλώ ακόρεστα ν΄ αγαπώ όσο θέλω, χάνω – ω θαύμα – και τον έρωτα που είχα για το Θεό, όπως ακριβώς ένας που έχει θησαυρό αλλά είναι φιλάργυρος, επειδή δεν έχει τα πάντα, νομίζει ότι δεν έχει τίποτα, κι΄ ας έχει πολύ χρυσάφι. Το ίδιο μού φαίνεται πως παθαίνω κι΄ εγώ ο δυστυχισμένος: επειδή ακριβώς δεν ποθώ ούτε όπως ούτε όσο θέλω, νομίζω ότι δεν ποθώ καθόλου. Να ποθώ όσο θέλω είναι πόθος πάνω απ΄ τον πόθο, και βιάζω τη φύση μου ν΄ αγαπήσει πάν΄ απ΄ τη φύση. Η φύση μου βρίσκεται σε ανημποριά και χάνει και τη δύναμη που έχει και απονεκρώνεται κατά παράδοξο τρόπο. Τότε, ζει ακόμη περισσότερο ο έρωτας, ζει μέσα μου και θάλλει.                                            – Κι΄ ευθύς ακολούθησα τον Κύριο που με κάλεσε. Έτρεχε, κι΄ έτρεχα πίσω του. Έφευγε, και τον κυνηγούσα όπως ο σκύλος το λαγό. Και καθώς ο Σωτήρας ξεμάκρυνε από μένα και κρύφτηκε, εγώ δεν απελπίστηκα. Ούτε είπα ότι τον έχασα και γύρισα πίσω. Αλλά κάθησα στον τόπο που βρέθηκα κι΄ άρχισα να θρηνώ. Έκλαια και καλούσα πίσω τον κρυμμένο Κύριο. Kαθώς λοιπόν κυλιόμουνα κάτω και βοούσα, μου φανερώθηκε πολύ κοντά μου. Βλέποντάς τον, αναπηδώ κι΄ ορμώ να τον αδράξω. Όμως πάλι μου έφυγε γρήγορα. Εγώ έτρεχα δυνατά. Πολλές φορές έφτανα την άκρη του φορέματός του και τον άδραχνα. Σταματούσε εκείνος για λίγο. Χαιρόμουν εγώ βαθιά, κι΄ ευθύς πετούσε μες απ΄ τα χέρια μου, και άρχιζα πάλι να τον κυνηγώ. Όλο έτσι γινόταν, έφευγε κι΄ ερχόταν, κρυβόταν και φανερωνόταν, μα εγώ δεν γύρισα πίσω. Δεν μ΄ έπιασαν δισταγμοί, δεν απόκαμα να τρέχω, δεν μου πέρασε από το νου πως είναι πλάνος ή απλώς με βασανίζει. Αλλά με όλη μου τη δύναμη, με όλη την ένταση τον ζητούσα, κι΄ ας μην τον έβλεπα. Κοίταζα παντού, στους δρόμους, στις μάντρες, μήπως πουθενά φανεί. Και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα. Και ρωτούσα τους πάντες, όσους ποτέ τον είχαν δει… Με δάκρυα και σφοδρό πόνο της καρδιάς τους ρωτούσα να μου πουν που, σε ποιόν τόπο τον είχαν δει και πως, με ποιόν τρόπο. Εκείνοι μου λέγαν, κι΄ έτρεχα πάλι με όλη τη δύναμή μου. Δεν κοιμόμουν καθόλου αλλά βίαζα τον εαυτό μου. Βλέποντας λοιπόν τον πόθο μου φανερώθηκε κάπως. Εγώ, μόλις τον είδα, όρμησα με δύναμη ξοπίσω του. Αφού πια βεβαιώθηκε ότι για μένα τα πάντα είναι ένα τίποτα και όλα τα εγκόσμια κι΄ ο ίδιος ο κόαμος και όλοι οι άνθρωποι μες στον κόσμο είναι σαν να μην υπάρχουν στην αίσθησή μου, πως με μια λέξη έχω χωριστεί από τον κόσμο, μου φανερώθηκε ολόκληρος σ΄ ολόκληρο τον εαυτό μου. Ολόκληρος ενώθηκε μ΄ ολόκληρον εμένα, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κόσμο και που γυρίζει τον κόσμο και όλα τα εγκόσμια και με το χέρι του μόνο συγκρατεί τα ορατά και τα΄ αόρατα. Ορμώ γρήγορα ν΄ αδράξω το χάρισμα τούτο (δηλ. την Αγάπη)· κι΄ αυτό πετά μες απ΄ τα χέρια μου ολόκληρο. Μένω κατάπληκτος, φλέγομαι και μαθαίνω να παρακαλώ και να το ζητώ με πολλή ταπείνωση… (Μόνον όταν ο άνθρωπος απογυμνωθεί από τον κόσμο), τότε κυκλώνει η Αγάπη το νου του σα λεπτό και μικρότατο φέγγος και τον συνεπαίρνει στην έκσταση. Γρήγορα όμως τον αφήνει…, για να μη φάει, ενώ είναι ακόμη σαν ένα νήπιο, τροφή ώριμου ανθρώπου και πάθει βλάβη… Από τότε τον χειραγωγεί, τον ενδυναμώνει, τον διδάσκει, άλλοτε παρουσιαζόμενη κι΄ άλλοτε φεύγοντας όταν τη χρειαζόμαστε… Αλλ΄ όταν πια φτάσουμε στο σημείο να μην ξέρουμε τι να κάνουμε και διαλυθούμε ολοκληρωτικά, τότε ανατέλλει από μακριά, για να μας βοηθήσει. Με κάνει τότε να τη νιώθω στην καρδιά μου. Κράζω μεγαλόφωνα, τυλίγω τα χέρια μου σφιχτά στο κορμί μου, θέλοντας να την κρατήσω. Όμως τα πάντα είναι νύχτα και τα δυστυχισμένα χέρια μου είναι κενά. Ξεχνώ τα πάντα και κάθομαι και κλαίω ανέλπιδος πως θα την ξαναδώ ποτέ…
***
Όταν θρηνήσω πολύ και θελήσω να σταματήσω, έρχεται τότε μυστικά και με πιάνει από το κεφάλι, κι΄ εγώ δε βλέπω μπροστά μου από τα δάκρυα, μην ξέροντας ποιος είναι. Φεγγοβολεί τότε και καταυγάζει με φως γλυκό το νου μου. Όταν όμως γνωρίσω ποια είναι, σε λίγο πετά μακριά μου, αφήνοντάς μου τη φωτιά του θείου της πόθου, που δε σ΄ αφήνει να γελάς ούτε να ρίχνεις τα μάτια σου στους άλλους ανθρώπους ούτε να δέχεσαι μέσα σου κανέναν πόθο για τα ορατά… και σε διδάσκει την παντοδύναμη ταπεινοσύνη. Όταν λοιπόν αποκτήσω την ταπεινοσύνη και γίνω ταπεινός, τότε έρχεται και μένει αχώριστα μαζί μου εκείνη (δηλ. η αγάπη του Θεού). Συναναστρέφεται μαζί μου. Με φωτίζει. Με κοιτά και την κοιτώ. Βρίσκεται στην καρδιά μου και συγχρόνως στον ουρανό. Μου ερμηνεύει τη Γραφή, μου δίνει γνώση και με διδάσκει μυστήρια, που δε θα μπορέσω να τα εκφράσω. Μου δείχνει πως με άρπαξε από τον κόσμο και με προστάζει να έχω έλεος για όλους όσοι είναι στον κόσμο. Τοίχοι με περιβάλλουν, το σώμα με κρατεί, κι΄ όμως βρίσκομαι αληθινά – να το πιστέψεις! – έξω απ΄ αυτά. Δεν αντιλαμβάνομαι τους κρότους, δεν ακούω τις φωνές, δεν φοβάμαι το θάνατο, γιατί κι΄ αυτόν το ξεπέρασα. Τι είναι θλίψη δεν ξέρω, κι΄ αν όλοι οι άνθρωποι με στενοχωρούν. Οι ευχαριστήσεις είναι πίκρα για μένα, τα πάθη στέκουν μακριά μου. Και βλέπω φως μες από κάθετι, τη νύχτα και την ημέρα. Η ημέρα μού φαίνεται νύχτα, η νύχτα μού είναι ημέρα. Ούτε θέλω να κοιμηθώ, γιατί κι΄ αυτό είναι χάσιμο για μένα. Κι΄ όταν συμβεί να με περικυκλώσουν όλες οι συμφορές και φαίνονται πως με σέρνουν σκλάβο και με κάνουν ό,τι θέλουν, εγώ βρίσκομαι τότε ξάφνου μαζί της, έξω απ΄ όλα τούτα τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα και τις τέρψεις του κόσμου. Απολαμβάνω τη χαρά την ανείπωτη, τη θεϊκή, γεύομαι άσωτα «κατατρυφώ» την ομορφιά της, την αγκαλιάζω πολλές φορές, τη γεμίζω φιλιά και την προσκυνώ, κι΄ έχω μεγάλη χάρη σε όσα στάθηκαν αιτία να δω αυτήν που ποθούσα και να μετάσχω στο άρρητο φως και να γίνω φως και να λάβω από τη δωρεά του και ν΄ αποκτήσω το δωρητή όλων των αγαθών και να μη μου λείπει πια κανένα ψυχικό χάρισμα.                 Ξαφνικά μού φανερώθης από ψηλά πολύ μεγαλύτερος από τον ήλιο. Κι΄ έλαμψες απ΄ τους ουρανούς ως την καρδιά μου. Όλα τα΄ άλλα τα έβλεπα να είναι σα βαθύ σκοτάδι. Και καταμεσής ένας φωτεινός στύλος έσκισε την ατμόσφαιρα κι΄ έφτασε απ΄ τους ουρανούς ως εμένα το δύστυχο. Ευθύς λησμόνησα το φως του λύχνου, ξέχασα ότι βρίσκομαι μες σ΄ ένα σπίτι, και καθόμουν σ΄ αυτό που μου φαινόταν πως είναι η ατμόσφαιρα του σκοταδιού. Αλλά και το σώμα μου το λησμόνησα ολοκληρωτικά. Κι΄ άρχισα να σου μιλώ.                                                                                Αφού λοιπόν εγώ καθαρίστηκα και απαλλάχτηκα από τα δεσμά, μου δίνει το θεϊκό του χέρι, με σηκώνει από το βόρβορο, με αγκαλιάζει ολόκληρος, πέφτει στον τράχηλό μου – αλοίμονο, πως θ΄ αντέξω όλα αυτά; - και με καταφιλεί πολλές φορές. Και καθώς εγώ λιγοψύχησα κι΄ έχασα τις δυνάμεις μου – αλοίμονο, πώς να τα γράψω; - με παίρνει πάνω στους ώμους του – ω αγάπη, ω καλοσύνη – και με βγάζει από τον Άδη και το χώρο και το σκοτάδι και με βάζει σε άλλον κόσμο ή αέρα – πως ακριβώς να το πω, δεν ξέρω. Ένα ξέρω, ότι φως με κρατεί και με κυκλώνει. Με βάζει λοιπόν σ΄ ένα φως μεγάλο, που το μεγάλο και θείο θαύμα ούτε άγγελοι, νομίζω, θα μπορούσαν να το εκφράσουν ή να το πουν μεταξύ τους. Κι΄ όταν βρέθηκα εκεί, μου δείχνει πάλι άλλα πράγματα όσα είναι μες στο φως και πιο πολύ όσα προέρχονται από το φως και μου δίνει να εννοήσω την απίστευτη αναδημιουργία μου «την ανάπλασιν την ξένην», που ο ίδιος μού έκανε και με απάλλαξε από τη φθορά και μ΄ ελευθέρωσε ολόκληρο από το θάνατο στην αίσθηση και μου δώρισε αθάνατη ζωή… Μ΄ έκανε ανάγγιχτο, αψηλάφητο, αόρατο, συνδεμένον με τ΄ αόρατα… Ύστερα με γύρισε στον κόσμο τον αισθητό και ορατό και μ΄ έβαλε να εξακολουθήσω το βίο και να συναναστρέφομαι αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι… και κυρίως να τους διδάσκω… Όταν όμως εγκαταλείφθηκα μόνος…, δεν αρκέστηκα… στα αγαθά που μου δώρισε…, αλλά η στέρησή του μ΄ έκανε να ξεχάσω όλα τα καλά που ανέφερα, και θαρρούσα ότι δεν έχω τίποτα και στενοχωριόμουν νομίζοντας τον εαυτό μου βυθισμένο στις προηγούμενες συμφορές. Καθόμουν λοιπόν στη μέση της σκηνής μου, κλεισμένος σα σε μνήμα «θήκη» ή σα σε πιθάρι, έκλαιγα, θρηνούσα δυνατά, χωρίς να κοιτάζω καθόλου έξω. Αναζητούσα εκείνον, εκείνον που ποθούσα, που τον αγάπησα «ηράσθην», που από το κάλλος τής ομορφιάς του πληγώθηκα. Φλεγόμουν, καιγόμουν, είχα μέσα μου πυρκαγιά «ενεπυριζόμην όλος». Περνούσα λοιπόν έτσι, έχυνα δάκρυα, έλιωνα και βασανιζόμουνα και βοούσα πονεμένα. Κι΄ αυτός με άκουσε, έσκυψε από ύψος αφάνταστο και, βλέποντάς με, με λυπήθηκε και με αξίωσε να τον δω… Τον είδα λοιπόν πάλι μες στο σπίτι, μες στο πιθάρι μου, κι ήταν μπροστά μου ξάφνου ολόκληρος κι΄ ενώθηκε μαζί μου ανείπωτα, συνδέθηκε μυστικά, έσμιξε μαζί μου χωρίς να σμίξει, όπως η φωτιά μες στο σίδερο και το φως μες στο γιαλί. Μ΄ έκανε σα φωτιά, σα φως, κι΄ έγινα εκείνο που πρωτύτερα έβλεπα και θωρούσα από μακριά.                                       

Μεταφράζει  ε.ν.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου