Α. Ὁ Σχολαστικισμός τῆς Φραγκοπαπικῆς Δύσεως ἐναντίον τῆς
πατερικῆς Ἀνατολῆς
Στήν Δύση μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα ἡ Θεολογία καί ἡ
πνευματικότητα ἀκολουθοῦσαν βασικῶς τον δρόμο πού ἐχάρασσε ἡ Ἀνατολή. Ὅπως
παρατηρεῖ ὁ G. Dumont οἱ πηγές καί οἱ ἀρχές
τῆς θεολογικῆς σκέψεως, τῆς λειτουργίας καί τῆς πνευματικότητος τῶν Δυτικῶν,
πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνθούσα ἐποχή τοῦ λατινικοῦ Καθολικισμοῦ βρίσκονται στήν
Ἀνατολή, ὅσο καί ἄν αὐτό ἐκπλήσσει πολλούς Δυτικούς Χριστιανούς. Στήν Ἀνατολή
ὀφείλει ἡ Δύση τήν μορφοποίηση σέ δόγματα τῶν μεγάλων μυστηρίων τοῦ
Χριστιανισμοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῆς θείας και ἀνθρωπίνης
φύσεως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μεγάλο ἀριθμό ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
ἔτους, ἰδιαίτερα πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί τήν ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ
Μοναχισμοῦ.
-----------------------------------
Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...
Βαρυσήμαντον ἄρθρον πού ἀξίζει νά διαβάσουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι. Ὑπάρχουν πολλά σημεῖα πού ξεχωρίζουν καί πρέπει νά προβληθοῦν. Ἐπειδή θέλω νά παραθέσω ἕν χαριτωμένον περιστατικόν πού ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, ποῖον εἶναι ἀκριβῶς τό Ὀρθόδοξον φρόνημα καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχῃ τις Ὀρθόδοξον φρόνημα, ἀκόμη καί ἄν εἶναι τελείως ἀγράμματος, ἐπιλέγω τό ἑξῆς σημεῖον:
«Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό».
Τό περιστατικόν: Ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ π. Θεόδωρος, μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικόν ζυγόν, ἤρχοντο πολλοί προτεστάνται μισσιονάριοι, προκειμένου νά προσηλυτίσουν τούς παμπτώχους καί ταλαιπωρημένους Ἕλληνας. Μία ὁμάς μισσιοναρίων συνήντησεν καθ' ὁδόν ἕνα βοσκόν καί τόν ἠρώτησεν ἄν πιστεύῃ εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος ἀπήντησεν ὅτι πιστεύει. Τότε τόν ἠρώτησαν τί ἀκριβῶς πιστεύει. Ἐκεῖνος, μή δυνάμενος νά δώσῃ κάποιαν θεολογικήν ἀπάντησιν, ἔδειξεν ἕν ἐρημοκλῆσι πού ἦτο ἐκεῖ κοντά καί εἶπεν:
- Ἐγώ πιστεύω ὅ,τι πιστεύει καί ἡ Ἐκκλησία!
- Καί τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία; Ἐπέμειναν οἱ μισσιονάριοι.
- Μά, ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅ,τι πιστεύω κι ἐγώ!
Τὀτε, οἱ μισσιονάριοι διεπίσωσαν ὅτι δέν πρόκειται νά τόν καταφέρουν αὐτόν καί ἔφυγαν.
Ἡ ἀποξένωση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀρχίζει σέ συγκεκριμένη
ἱστορική ἐποχή• ἡ δυναμική ἐμφάνιση στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν
Φράγκων-Γερμανῶν τοῦ Μ. Καρόλου προσέφερε εἰς τόν θρόνο τῆς Ρώμης ἰσχυρό
σύμμαχο γιά νά ἀντιμετωπίσει τις πιέσεις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί εἰς
τόν Γερμανό ἡγεμόνα καί τούς διαδόχους του τήν εὐκαιρία νά θεμελιώσουν καί
οἰκοδομήσουν τήνἉγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καί να
ὑποκαταστήσουν τήν Ρωμανία, πού ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα Βυζάντιο. Ὁ Κάρολος ὁ
Μέγας, ὅπως ἀναλύει ὁ Le Guillu, ἐφιλοδόξησε να
δημιουργήσει νέα θεολογική παράδοση, ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Πατερική Παράδοση τῆς
Ἀνατολῆς. Ὅπως ἐπί λέξει λέγει: «Εἰς τά Καρολίνεια βιβλία γιά πρώτη φορά
γίνεται ἡ προσπάθεια νά προσδιορίσει ἡ Δύση τόν ἑαυτό της σέ ἀντίθεση με τήν
᾽Ανατολή»1.-----------------------------------
«Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό».
Τό περιστατικόν: Ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ π. Θεόδωρος, μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικόν ζυγόν, ἤρχοντο πολλοί προτεστάνται μισσιονάριοι, προκειμένου νά προσηλυτίσουν τούς παμπτώχους καί ταλαιπωρημένους Ἕλληνας. Μία ὁμάς μισσιοναρίων συνήντησεν καθ' ὁδόν ἕνα βοσκόν καί τόν ἠρώτησεν ἄν πιστεύῃ εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος ἀπήντησεν ὅτι πιστεύει. Τότε τόν ἠρώτησαν τί ἀκριβῶς πιστεύει. Ἐκεῖνος, μή δυνάμενος νά δώσῃ κάποιαν θεολογικήν ἀπάντησιν, ἔδειξεν ἕν ἐρημοκλῆσι πού ἦτο ἐκεῖ κοντά καί εἶπεν:
- Ἐγώ πιστεύω ὅ,τι πιστεύει καί ἡ Ἐκκλησία!
- Καί τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία; Ἐπέμειναν οἱ μισσιονάριοι.
- Μά, ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅ,τι πιστεύω κι ἐγώ!
Τὀτε, οἱ μισσιονάριοι διεπίσωσαν ὅτι δέν πρόκειται νά τόν καταφέρουν αὐτόν καί ἔφυγαν.
Στήν ἀποξένωση αὐτή συνετέλεσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο
παράγοντα ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς νέας
θεολογίας ἐπάνω στην ἀριστοτελική συλλογιστική, ἡ διαμόρφωση δηλαδή τῆς Σχολαστικῆς
Θεολογίας. Στήν σύγκρουση τοῦ 14ου αἰ. μεταξύ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τοῦ
Βαρλαάμ Καλαβροῦ ἔχουμε σύγκρουση τῆς νέας θεολογίας τοῦ Σχολαστικισμοῦ με τήν
Ἁγιοπνευματική Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε
καί ἡ Δύση.
α) Σύγκρουση Ὀρθοδόξου Φωτισμοῦ καί Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ
τόν 14ο αἰώνα
Ὑπῆρξε ὄντως σφοδρή σύγκρουση τῆς σχολαστικῆς
μεταπατερικῆς Θεολογίας τῶν Δυτικῶν μέ τήν ἁγιοπνευματική καί ἐμπειρική
Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Την πρώτη ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ἐκ
τῶν πρωτεργατῶν τῆς δυτικῆς Ἀναγεννήσεως, καί τήν δεύτερη ὁ μέγας θεοφόρος καί
θεοφάντωρ θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἐπέτυχε
ὅ,τι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο αἰώνα• να ἐκφράσει δηλαδή καί νά
κωδικοποιήσει τήν διδασκαλία τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων γιά πολλά θέματα,
σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι α) ἄν ἡ Θεολογία πρέπει νά εἶναι διαλεκτική ἤ
ἀποδεικτική, νά στηρίζεται δηλαδή στήν φιλοσοφική ἀνάλυση καί συζήτηση, ὅπως
ἤθελε ὁ Βαρλαάμ μεταφέροντας τόν Σχολαστικισμό ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή ἤ στή
βεβαιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
Ἁγίων, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, β) ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ὁδηγεῖ
στήν τελείωση καί στήν θέωση, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ ἤ αὐτό ἐπιτυγχάνεται
μόνο μέ την θεία σοφία, ἡ ὁποία χορηγεῖται σε ὅσους τηροῦν τίς ἐν τολές τοῦ
Θεοῦ καί καθαίρονται ἀπό τά πάθη, ὁπότε μετά τήν κάθαρ ση δέχονται τον θεῖο
φωτισμό καί στή συνέχεια φθάνουν καί στήν θεοπτία, κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
καί γ) ἄν αὐτός ὁ φωτισμός εἶναι καρπός τῆς κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ, κατά τον
Βαρλαάμ ἤ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἡ ὁποία
θεώνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά κατ’ ἐνέργειαν, κατά Χάριν, ὄχι ὅμως κατά φύσιν
καί οὐσίαν, διό τι διακρίνονται οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι συντριπτική ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί περιφανής ἡ νίκη
τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καί Πατερικῆς Ἀνατολῆς ἐπί τῆς σχολαστικῆς καί
μεταπατερικῆς Δύσεως. Δέν θά τήν ἀναλύσουμε ἐδῶ•2 ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι
χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσκητική βιοτή και προσπάθεια γιά
τήν κάθαρση ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη, ὅπως ἔπραξαν καί ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι
Πατέρες, οἱ θεολόγοι τῆς πείρας, τῆς ἐμπειρίας, δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει σοφός
εἰς τά θεῖα, καί ἑπομένως ἡ μόνη δυνατότητα νά θεολογεῖ κάποιος μή φωτισμένος
καί θεούμενος εἶναι νά ἀκολουθεῖ τούς φωτισμένους και θεωμένους ἀπό τήν Χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς αὐτήν τήν προϋπόθεση δέν ἔχουμε θεολογία και σοφία,
ἀλλά μωρία καί ἀνοησία.
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀλλά καί
προς τούς μεταπατερικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς στοχαστάς, τούς φιλοσόφους, τούς
ἀκαδημαϊκούς θεολόγους λέγει ἀξιωματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ: «Καθαρότητος ἄνευ,
κἄν μάθῃς τήν ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν
ἧττον, ὅτι μή και μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός»3.
Διέτρεξα αὐτές τίς ἡμέρες πολλά ἀπό τά συγγράμματα τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά να ἐπαναβεβαιώσω ὅσα ἐδῶ θά ἔλεγα «ἑπόμενος
τοῖς θείοις πατράσι και τῷ θεοφάντορι τούτῳ καί θεόπτῃ πατρί». Θά χρειαζόταν
πολύς χρόνος, γιά νά παρουσιάσω τήν πατερικότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, τήν ἐκτίμηση καί ἀξία πού δίδει στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπό τά πολλά πού
ἐσταχολόγησα ἐλάχιστα μόνο θά παρουσιάσω ἐνδεικτικά, γιά νά φανῆ πόσο λάθος
κάνουν καί πόσο ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εὑρίσκονται ὅσοι, κληρικοί καί
θεολόγοι, ἀντί νά καθιστοῦν ἀντικείμενο σπουδῆς στίς ἀκαδημίες, στίς θεολογικές
σχολές καί στά σχολεῖα τούς πνευματοκινήτους καί θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρες,
πού μᾶς καθιστοῦν προσιτό τόν ἀπέραντο ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας μεγαλειότητος,
μᾶς κατεβάζουν στά κτιστά καί μικρά τῶν ἀνθρωπίνων στοχασμῶν και φιλοσοφιῶν,
καί πολλές φορές μᾶς μυοῦν στά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος•
ἐξοβελίζουν π.χ. ἀπό τά σχολεῖα το ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τήν
κατήχηση, τήν δογματική, τήν λειτουργική, τήν ἱστορία, τίς ἀναφορές στήν
Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς Ἁγίους, αὐτήν την Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί Καινή
Διαθήκη, καί εἰσάγουν τόν μασωνικό σατανικό συγκρητισμό μέ τό μάθημα τῆς
Θρησκειολογίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπιβεβαιώνοντας τήν θαυμαστή πράγματι
διά τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν Πατέρων λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μη συμφωνοῦν
μεταξύ τους οἱ θεοφόροι Πατέρες, διότι τούς καθοδηγεῖ ἡ ἐπίπνοια τοῦ ἑνός Ἁγίου
Πνεύματος4. Οἱ Πατέρες εἶναι ἀ σφαλεῖς προστάται τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς
Θεολογίας, διότι εἰς τό πνεῦμα τους «ἐφιζάνει», ἐπικάθηται, τό Πνεῦμα τῆς
ἀληθινῆς σοφίας καί ἔτσι ὅσοι μαθητεύουν στούς Ἁγίους Πατέρες γίνονται διδακτοί
Θεοῦ5. Μέ αὐθεντία καί κῦρος τονίζει ὅτι «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε
γνώσει καί δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσιν, πᾶσιν
ἁπλῶς, δι᾽ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆ σαν περί τε Θεοῦ καί τῶν
κτισμάτων αὐτοῦ»6. Ὁ Βαρλαάμ δέν θά κατέληγε στήν αἵρεση, καί μαζί μ’ αὐτόν καί
οἱ σύγχρονοι μεταπατερικοί Νεοβαρλααμίτες, ἄν πίστευε ὅτι τά θεῖα δέν
προσεγγίζονται μέ λογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά μέ εὐλαβῆ πίστη καί δεχόταν μέ
ἁπλότητα τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά τίς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι εἶναι
καλύτερες καί σοφώτερες ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, γιατί προέρχονται ἀπό το
Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀποδεικνύονται μέ ἔργα καί ὄχι μέ λόγια7. Φωτογραφίζοντας δέ
ἀκόμη καί τήν βαρλααμική ὁρολογία τῶν συγχρόνων Μεταπατερικῶν ἐρωτᾶ τόν Βαρλαάμ
ἄν κατάλαβε ποῦ ὁδηγεῖ αὐτή ἡ «ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβεια»8. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, σέ
τέτοιο βόθρο ἀσεβείας, γιατί ἐξερεύνησε μέ τη λογική καί τή φιλοσοφία αὐτά πού
εἶναι «ὑπέρ λόγον καί φύσιν» και δέν πίστευσε στούς Πατέρες πού λέγουν, ὅπως ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι «οὐ δυνατόν ἑρμηνευθῆναι λόγῳ τόν τρόπον τῆς
προφητικῆς ὄψεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνον οἶδε σαφῶς ὁ τῇ πείρᾳ μαθών• εἰ γάρ φύσεως
ἔργα καί πάθη πολλάκις οὐδείς ἄν παραστήσειε λόγος, πολλῷ μάλλον τάς τοῦ
Πνεύματος ἐνεργείας»9.
Ἡ μέχρι τώρα ἀνάπτυξη ἀπέβλεπε νά δείξει ὅτι ἡ
ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῶν Πατέρων ἄρχισε σταδιακά νά ἀναπτύσσεται ἀπό τόν 9ο αἰώνα συγχρόνως μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς
σχολαστικῆς θεολογίας καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ
σχολαστική Θεολογία τοῦ Παπισμοῦ εὐθύνεται γιά τόν παραμερισμό τῶν Πατέρων, ὄχι
μόνο γιατί κατέστησε τήν λογική καί τήν διαλεκτική βασικά ὄργανα θεολογήσεως
καί περιφρόνησε τόν ἄνωθεν φωτισμό, τήν θεία σοφία, ἀλλά καί γιατί
ἐδογματοποίησε τήν ὕψωση τοῦ πάπα ὑπεράνω καί τῶν συνόδων καί τῶν Πατέρων,
ἀκόμη καί ὑπεράνω τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Κριτήριο ὀρθῆς θεολογήσεως πλέον δέν εἶναι ἡ συμφωνία μέ
τούς Πατέρες, ἀλλά ἡ συμφωνία μέ τόν πάπα. Ἐνῶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
κινεῖται στή γραμμή Χριστός- Ἀπόστολοι-Πατέρες, ἡ παπική μοναρχική ἀντίληψη
κινεῖται στή γραμμή Χριστός-Πέτρος-Πάπας.
Αὐτή ἡ ἰσχυρή μεταπατερική θύελλα δέν ἐκλόνισε τήν
πατερική παράδοση, τά πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός ἀνέδειξε
κατά τήν μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου
τῆς Ρωμανίας τρεῖς νέους μεγάλους ἱεράρχας καί οἰκουμενικούς διδασκάλους, τούς
Τρεῖς Νέους Ἱεράρχας, ὅπως τόν τελευταῖο καιρό ὀρθῶς διακρίναμε τόν Μ. Φώτιο, ὁ
ὁποῖος τόν 9ο αἰώνα πρῶτος συστηματικά
καί θεολογικώτατα ἀντιμετώπισε τήν ἀντιπατερική καί αἱρετική διδασκαλία τοῦ
Παπισμοῦ, καί στό θέμα τοῦ filioque καί στό θέμα τοῦ πρωτείου
τοῦ πάπα, κατοχυρώσας μέ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 879 στήν Κωνσταντινούπολη, πού
θεωρεῖται οἰκουμενική, τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία· τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ
ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἀντιμετωπίζοντας τόν οὑμανιστή καί φιλοσοφοῦντα Βαρλαάμ,
κατά τήν περίοδο ἀκμῆς τοῦ Σχολαστικισμοῦ, προέβαλε τόν φωτισμό τῶν θεολόγων
ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τοῦ κτιστοῦ καί
περιορισμένου φωτισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, μέ πλήρη κατοχύρωση τῆς
διδασκαλίας του ἀπό τίς ἡσυχαστικές συνόδους τοῦ 1451, στήν Κωνσταντινούπολη
καί πάλι, πού θεωροῦνται καί αὐτές ὡς μία καί οἰκουμενική καί τόν Ἅγιο Μᾶρκο
Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, τόν γίγαντα καί ἄτλαντα αὐτόν τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὀρθῶς
ἀποκληθέντα ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος μόνος ἀκύρωσε καί ἀχρήστευσε τίς
ἀποφάσεις τῆς ψευτοενωτικῆς συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἡ ὁποία ἐκβιαστικά
καί καταπιεστικά στόν ὅρο της ἐδογμάτισε ἀντιπατερικές καί αἱρετικές
διδασκαλίες καί ἀριθμεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς παπικούς μεταξύ τῶν
οἰκουμενικῶνσυνόδων.
β) Πατερικά καί μεταπατερικά στήν ψευτοσύνοδο Φερράρας-
Φλωρεντίας
Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, πού συνέγραψε τήν ἱστορία τῆς
ψευδοσυνόδου Φερράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), ὅπου σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἦλθαν σέ
σύγκρουση ἡ πατερική Ὀρθόδοξη Θεολογία μέ τήν «μεταπατερική» σχολαστική Θεολογία
τοῦ Παπισμοῦ, μᾶς διασώζει γεγονότα καί πληροφορίες, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν νά
ἀντιληφθοῦμε τό πόσο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πατερική καί πόσο ἡ Δύση, ἀπό τήν ἐποχή
πού οἱ Φράγκοι τόν 9ο αἰώνα κατέλαβαν τό μέχρι τότε ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο τῆς
Παλαιᾶς Ρώμης, μετατράπηκε σέ ἀντιπατερική, μεταπατερική, καί ἐγέννησε τοῦ
κόσμου τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα.
Γνωρίζοντας οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες ὅτι ὁ Παπισμός μέ τήν
Σχολαστική Θεολογία εἶχε ὑπερβῆ,εἶχε παραμερίσει, τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
καί στή θέση τους εἶχε τοποθετήσει τούς δικούς του «Πατέρες», κορυφαῖος τῶν
ὁποίων τόν 13ο αἰώνα εἶχε ἀναδειχθῆ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, μέσα εἰς τά γράμματα μέ
τά ὁποῖα ὅριζαν τούς ἐκπροσώπους των, τούς τοποτηρητάς, ἔθεταν καί τά ὅρια τῶν
συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου, εἴτε αὐτή ἐπρόκειτο νά γίνει στήν
Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας, ὅπου ἐπερίμεναν τόν πάπα οἱ μεταρρυθμιστές συνοδικοί,
εἴτε σέ ἄλλο τόπο πού ἐπρόκειτο νά ὁρίσει ὁ πάπας. Ἡ ἕνωση ἔπρεπε νά γίνει
«νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων
καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ
ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ»10. Διαφορετικά δέν ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν τίς
ἀντιπατερικές-μεταπατερικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου. Μέ τήν τοποθέτησή τους αὐτή
οἱ πατριάρχες ἐξέφραζαν τήν σταθερή, μόνιμη, ἀπαράβατη διά τῶν αἰώνων θέση τῆς
Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦν συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, στοιχεῖο τῆς
ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της· δέν ὑπάρχει Θεολογία πού
ὑπερβαίνει τούς Πατέρες, καί δέν εἶναι θεολόγοι ὅσοι ἤ μειώνουν τήν ἀξία τους ἤ
τούς κατηγοροῦν ἤ τό χειρότερο τούς ξεπερνοῦν καί τούς ὑπερβαίνουν, ὅπως
εἰσηγήθηκε στό γνωστό συνέδριό της τόν Ἰούνιο τοῦ 2010, «Ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν
Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τό
στόμα αὐτό ὅλων τῶν Πατέρων καί ἐκφραστή τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας,
ὅποιος δέν πιστεύει σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος: «Ὁ μή
κατά τήν Παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων... ἄπιστός ἐστι»11.
Ἐνωρίτερα ἐπίσης ὁ Μέγας ὄντως Ἀθανάσιος στήν γνωστή του
Ἐπιστολή πρός τόν Σεραπίωνα διευκρινίζει θαυμάσια ποιά εἶναι αὐτή ἡ Παράδοση,
πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία· εἶναι αὐτά πού παρέδωσε ὁ Χριστός,
ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐφύλαξαν οἱ Πατέρες: «Ἴδωμεν καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν
καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ
δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία
τεθεμελίωται»12.
Ἡ ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν ὀρθοδοξότατη καί
πατερικώτατη ὁριοθέτηση τῶν συζητήσεων καί ἀποφάσεων τῆς συνόδου προκάλεσε
ἀμέσως τήν ἀντίδραση τοῦ ἀπεσταλμένου τῆς συνόδου τῆς Βασιλείας Ἰωάννου τῆς
Ραγκούσης, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας τό δυτικό-φράγκικο πλέον πνεῦμα τῆς ἐκεῖ
Θεολογίας, πού δέν ἐχρειάζετο τώρα πλέον τούς Πατέρες, παρενέβη στόν
αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπό τούς πατριάρχες καί
ἐπέτυχε νά ἀλλάξουν τά γράμματα μέ ἀπάλειψη τῶν ὅρων καί ὁρίων τῆς συμφωνίας μέ
τίς συνόδους καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Ὑποχώρησε δυστυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ πρό τῆς
μεγάλης ἀνάγκης γιά οἰκονομική καί στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά τό χειρότερο εἶναι
πώς ὑποχώρησαν οἱ πατριάρχες, τῶν ὁποίων τά κριτήρια πρέπει νά εἶναι ἀναλλοίωτα
καί σταθερά, μόνον πνευματικά καί οὐδέποτε πολιτικά, σέ θέματα πίστεως.
Σημειώνει μέ λύπη ὁ Συρόπουλος ὅτι αὐτό ἦταν ἕνα κακό προοίμιο, γιά ὅσα
ἐπρόκειτο νά ἀκολουθήσουν, πού ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ παρητεῖτο τοῦ ρόλου
του νά εἶναι «δεφένσωρ», ὑπερασπιστής τῆς πίστεως: «Τοιαύτας προκαταστάσεις
παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέραςἘκκλησίας δογμάτων»13.
Οἱ θεολόγοι βέβαια τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, καί ἰδιαίτερα ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, δέν εἶχαν ἀνάγκη τίς ὑποδείξεις τῶν πατριαρχῶν, γιά
νά θεμελιώνουν πατερικά τίς τοποθετήσεις τους καί νά φέρνουν σέ δύσκολη θέση
τούς Λατίνους θεολόγους 14 , οἱ ὁποῖοι μή ἔχοντας πατερικά ἐρείσματα
προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν διαλεκτικά καί φιλοσοφικά τίς θέσεις τους, κατά
τήν ἐπικρατήσασα στή Σχολαστική Θεολογία μέθοδο, πού στηριζόταν στίς λογικές
κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη. Διασώζει μάλιστα ὁ Συρόπουλος χαριτωμένο περιστατικό,
καί πολύ διδακτικό γιά ὅλους μας, καί ἰδιαίτερα γιά τούς μεταπατερικούς
καινοτόμους τῶν καιρῶν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας (Ἰβηρίας), ὅταν ἄκουσε σέ κάποια συνεδρία τόν Λατῖνο
ὁμιλητή Ἰωάννη Τουρ- κουεμάδα, ἀπό τήν Ἱσπανία, νά ἐπικαλεῖται συχνά τόν
Ἀριστοτέλη, στράφηκε ἐνοχλημένος πρός τόν Συρόπουλο καί εἶπε: «Τί Ἀριστότελ
᾽Αριστότελε· νέ καλό Ἀριστότελε». Ὅταν δέ ὁ Συρόπουλος τόν ἐρώτησε, τί τότε
εἶναι τό καλό ἀπήντησε: «Ἅγιο Πέτρο, ἅγιο Παῦλο, ἅγιο Βασίλειο, θεολόγο
Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νέ Ἀριστότελ Ἀριστότελε». Εἰρωνευόταν δέ καί ἐταλάνιζε μέ
σχήματα, νεύματα καί χειρονομίες τόν Λατῖνο σχολαστικό, ἀλλά ὅπως παρατηρεῖ ὁ
Συρόπουλος μᾶλλον εἰρωνευόταν ἐμᾶς, πού ἀφήσαμε τήν παράταξη τῶν Πατέρων καί
αὐτομολήσαμε σέ τέτοιους διδασκάλους· «μᾶλλον δέ ἡμᾶς τούς εἰς τοιούτους
διδασκάλους αὐτομολήσαντας»15. Ἐνωρίτερα διηγεῖται καί ἄλλο περιστατικό μέ τόν
ἴδιο Γεωργιανό ἀντιπρόσωπο νά ἀφήνει μέ τήν πατερική του ἀπάντηση ἄφωνο τόν
πάπα καί νά τοῦ γίνεται διδάσκαλος. Λίγο πρίν ὁλοκληρωθῆ ἡ
ἀποστασία,καίὑπογραφῆ ὁ ἐπαίσχυντος ἑνωτικός ὅρος,ἐκάλεσε τόν ἐν λόγῳ ὀρθόδοξο
κληρικό ὁ πάπας καί μέ γλυκύτατη προσήνεια, πού θυμίζει τήν ἀγαπολογία καί
εὐγένεια τῶν συγχρόνων μας Οἰκουμενιστῶν, τοῦ συνέστησε νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ρώμης εἶναι «ἡ μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ταύτης προεστηκώς ἐστι
διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ καί ποιμήν καί διδάσκαλος
καθολικός πάντων τῶν Χριστιανῶν». Γιά νά βρῆτε λοιπόν ψυχική σωτηρία, προσέθεσε
ὁ πάπας, πρέπει νά ἀκολουθῆτε τήν μητέρα Ἐκκλησία, νά δέχεσθε ὅ,τι δέχεται καί
αὐτή, νά ὑποταγῆτε στόν ἐπίσκοπό της καί νά διδάσκεσθε καί νά ποιμαίνεσθε ἀπό
αὐτόν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως ὀρθοδόξου ἐπισκόπου βρίσκεται στήν διαχρονική
γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων καί μετά ἀπό χίλια χρόνια
ἀποτελεῖ αὐτολεξεί ἐπανάληψη τῆς περί Παραδόσεως θέσεως τοῦ Μ. ᾽Αθανασίου, τήν
ὁποία ἐμνημονεύσαμε, ἀλλά καί ὅλων τῶν μετά ταῦτα Ἁγίων Πατέρων καί συνόδων.
Εἶπε: «Ἡμεῖς χάριτι Θεοῦ ἐσμέν Χριστιανοί καί στέργομεν καί ἑπόμεθα τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἡμῶν· ἡ ἡμετέρα οὖν Ἐκκλησία κατέχει καλῶς ὅσα παρέλαβεν ἀπό τε τῆς διδασκαλίας
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς παραδόσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν
οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων τῶν ἀνακεκηρυγμένων τῆς Ἐκκλησίας
διδασκάλων, καί οὐδόλως παρεξῆλθε ἀπό τῆς διδασκαλίας αὐτῶν καί οὔτε προσέθηκέ
τι οὔτε ἀφείλετο τό τυχόν· ἡ δ’ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης προσέθηκε καί παρέβη τά ὅρια
τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διό καί ἀπεκόψαμεν αὐτήν ἤ καί ἀπέστημεν ἀπ’ αὐτῆς ὅσοι
τηροῦμεν τά τῶν Πατέρων καθαρά». Ἄν λοιπόν ἐπιθυμεῖ ἡ μακαριότης σου νά
εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία καί νά ἑνωθοῦμε ὅλοι, πρέπει νά ἐκβάλλεις ἀπό τό σύμβολο
τῆς πίστεως τήν προσθήκη τοῦ filioque. Μπορεῖς νά τό ἐπιτύχεις
εὔκολα, ἄν θελήσεις, γιατί τά γένη τῶν Λατίνων θά δεχθοῦν ὅσα τούς ὑποδείξεις, ἀφοῦ
σέ θεωροῦν διάδοχο τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί σέβονται τήν διδασκαλία σου. Τό
συμπέρασμα τοῦ Συροπούλου: Ὁ πάπας περίμενε νά παρασύρει καί νά κερδίσει μέ τήν
ὑποκριτική ἀγαπολογία του τόν Ἴβηρα, ὡς ἀλλόγλωσσο, ὡς ἰδιώτη, ὡς ἀμαθῆ καί ὡς
βάρβαρο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τήν ἀπάντηση, ἔμεινε ἄφωνος: «Ἀκούσας δέ τά παρ’
αὐτοῦ ἄφωνος ἔμεινεν»16.
2. Μεταπατερικές ἐκδηλώσεις κατά τήν Τουρκοκρατία καί τήν
μετά τό 1821 περίοδο
α) Τουρκοκρατία
Τί ἔγινε ὅμως μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453, ἀλλά καί
μετά την ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους τό 1821; Πολύ
σύντομα ἡ εἰκόνα ὡς πρός την πίστη καί τήν πατερική παράδοση εἶναι ἡ ἑξῆς: Κατά
θεία ρύθμιση τά ἡνία τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὡς πρῶτος μετά τήν ἅλωση πατριάρχης
καί ἐθνάρχης, ἐξέχων ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, καθηγητής καί
ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός, κατά τά τελευταῖα δέ πρό τῆς ἁλώσεως ἔτη καί
μοναχός, ὁ πιστός μαθητής καί κατά πάντα ἀκόλουθος τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ
Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ Γεννάδιος Σχολάριος..
Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γνωρίζοντας τήν εὐσέβεια καί τίς
ἱκανότητές του,πρό τοῦ θανάτου του, τον ὥρισε διάδοχο στούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας
ἀγῶνες καί δέν διεψεύσθη. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀχρήστευσε τίς ἀποφάσεις τῆς
Φερράρας-Φλωρεντίας μέ την ἄρνησή του νά τίς ὑπογράψει καί ὁ
ΓεννάδιοςΣχολάριος,ὡς σύμβουλος καί τῶν δύο αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η΄
Παλαιολόγου καί τοῦ Κωνσταντίνου ΙΒ΄, τοῦ τελευταίου ἡρωϊκοῦ
αὐτοκράτορος,παρεμπόδισε τήν ἀνανέωση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου,
γιά περισσότερα ἀπό δέκα ἔτη, μέχρι πού ἔγινε μοναχός τό 1450 καί οἰκειοθελῶς
ἀπεχώρησε ἀπό τήν αὐτοκρατορική αὐλή, μέ συνέπεια, νά ἀνανεωθῆ ἡ ἕνωση μέ τό
ἀντιπατερικό συλλείτουργο τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, κορυφαία αἰτία τῆς
ἐγκαταλείψεως τῆς Πόλης ἀπό τον Θεό καί τῆς ἁλώσεώς της ἀπό τούς Τούρκους
λίγους μῆνες ἀργότερα. Ἀριστοτελικός φιλόσοφος ὁ ἴδιος καί γνώστης τῆς
Θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔργα τοῦ ὁποίου μετέφρασε, καί ἐπί πλέον παρών
ὡς θεολογικός σύμβουλος καί μετέχων ἐνεργῶς τῶν ἐργασιῶν τῆς Φερράρας
Φλωρεντίας, ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἔπρεπε νά συντηρηθεῖ στήν νέα αὐτή ἐπώδυνη
αἰχμαλωσία ἡ ὀρθόδοξη πίστη, διότι, ἄν χανόταν καί αὐτή, μαζί μέ την πολιτική
ὑποδούλωση ἐκινδύνευε νά χαθεῖ ὁλοκληρωτικά ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός, νά
ἐξαφανισθεῖ ἡ Ρωμιοσύνη, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ὑποταχθεῖ στην
Ἐκκλησία τοῦ πάπα17.
Μέσα ἀπό τά ἐρείπια ὡς πατριάρχης ἀνόρθωσε καί ὀργάνωσε
την Ἐκκλησία ἐπί τῆς πατερικῆς γραμμῆς τοῦ Μ.Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ καί τοῦ διδασκάλου του ἉγίουΜάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σχετικά μέ τους
Πατέρες ἀρκούμαστε σε δύο μόνο σημαντικές θέσεις του. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι
εἶναι τόσο πλούσια και τόσο ἀνώτερη ἡ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων καθοδήγηση,
ὥστε το νά ἀκολουθεῖ κανείς τούς Πατέρες εἶναι δεῖγμα συνέσεως καί εὐφυΐας, καί
γι’ αὐτό ἀνοηταίνουν ὅσοι δεν ἀκολουθοῦν τούς Πατέρες• «ἀλλά νοῦν ἐχόντων ἄν
εἴη τούς τῶν Πατέρων ὅρους ἀκολουθεῖν». Συνοψίζοντας δέ καί αὐτός τήν περί τῶν
Πατέρων γνώμη τῆς Ἐκκλησίας γράφει: «Ἡμεῖς δέ τῆς πατερικῆς παραδόσεως οὐδέν ἱερώτερον,
οὐδέν σοφώτερον εἶναι πεπεισμένοι καί ταύτης ἐχόμενοι τόν τῆς πίστεως τουτονί
δρόμον ἐλπίζομεν ὑφ’ ἡγεμόσι πιστοῖς δραμεῖσθαι»18.
Ἐπάνω εἰς αὐτήν τήν πατερική γραμμή, πού δέν διεκόπη,
πορεύθηκαν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία μέχρι τή δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ
κράτους, μολονότι παρουσιάσθηκαν τώρα νέα προβλήματα καί νέες προκλήσεις,
ἐχθρικές πρός τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται για τήν ἐμφάνιση καί
διαμόρφωση στην Δύση τοῦ μεγάλου σχίσματος τοῦ Προτεσταντισμοῦ πού ἐνίσχυσε το
ἀντιπατερικό πνεῦμα, ὡς καί τοῦ συνδεδεμένου μέ τήν ἀθεΐα καί τον
ἀνθρωποκεντρισμό τῆς Ἀναγεννήσεως Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ πού πέρασε καί στην Ἀνατολή ὡς νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ
κύριο ἡγέτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ. Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι
ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια
τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό, πολλοί δέ Ὀρθόδοξοι,
νέοι, πού μετέβαιναν στήν Δύση γιά σπουδές, μετέφεραν ἐπιστρέφοντας στόν
ἐκκλησιαστικό καί παιδευτικό χῶρο τήν νεωτερικότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Εἶναι ἴσως χρήσιμο νά ἐξηγήσω, γιατί ὁ Προτεσταντισμός
ἐνίσχυσε τό ἀντιπατερικό πνεῦμα, γιά νά κατανοηθεῖ καλύτερα ὅτι ὁ κυριαρχῶν
σήμερα παναιρετικός Οἰκουμενισμός πού ὀργανώνει καί ἐνισχύει την
μεταπατερικότητα, εἶναι βασικῶς προτεσταντικῆςπροελεύσεως μέ ρίζες βέβαια
παπικές, μόνον πού ὁ ὀρθολογισμός καί ὁ ἀνθρωποκεντρισμός τοῦ Παπισμοῦ ὠθήθηκε
στα ἄκρα καί μετέτρεψε τόν κάθε Προτεστάντη πιστό σέαὐθεντικό ἐκφραστή καί
ἑρμηνευτή τῆς πίστεως. Λέγει σχετικῶς ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Δέν πρέπει
νά πλανώμεθα: ὁ δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός, ὁ Παπισμός,
εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικός προτεσταντισμός και ἀτομισμός, διότι μετέθεσε τό
θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν αἰώνιον Θεόν εἰς τό ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ
προτεστάνται δεν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο παρά ἁπλῶς παρεδέχθησαν αὐτό τό δόγμα (=τοῦ
ἀλαθήτου) εἰς τήν οὐσίαν του καί το ἀνέπτυξαν τόσον,ὥστε να φθάση εἰς τρομεράς
διαστάσεις καί λεπτομερείας. Πράγματι ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι ἄλλο, παρά
εἷς κατά πάντα ἐφηρμοσμένος Παπισμός, ἡ βασική ἀρχή τοῦ ὁποίου (τό ἀλάθητο τοῦ
ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῆ εἰς την ζωήν ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά καί
ὁλοκλήρου τῆς κοινωνίας. Κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ
κάθε Προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος, διεκδικῶν τό ἀτομικόν ἀλάθητον εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς. ῾Υπ’ αὐτήν τήν ἄποψιν δύναται να λεχθῆ ὅτι ὁ
Προτεσταντισμός εἶναι εἷς ἐκλαϊκευμένος Παπισμός...»19.
Ἡ ἐγκατάλειψη ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας καί ἡ ὑπέρμετρη ἐκτίμηση πρός την φιλοσοφία εἶχε σάν συνέπεια να
εἰσαχθοῦν στη Δύση νεωτερισμοί, να διατυπωθοῦν ἀντιπαραδοσιακές διδασκαλίες και
αἱρέσεις, να διακοπεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Παραδόσεως πού συνέδεε ἀδιάσπαστα τήν
ἀποστολική και πατερική ἐποχή. Στην παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔβλεπαν πλέον οἱ
πιστοί τό κήρυγμα καί τή ζωή τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά σχήματα ἀνθρώπινα καί κοσμικά.
Γι’ αὐτό καί ἡ Μεταρρύθμιση τοῦ Λουθήρου καί τῶν ἄλλων τά ἐγκρέμισε ὅλα•
στράφηκε μόνο πρός την Ἁγία Γραφή καί ἐμείωσε τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας και
τήν Παράδοση γενικῶς, διότι δεν ἐγνώριζαν ὅτι οἱ πρῶτοι πού ξεθεμελιώνουν τίς
ἐκτροπές τοῦ Παπισμοῦ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρώην παπικοί ἦσαν
προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς “σχισματικῆς” Ἀνατολῆς• δέν ἔβλεπαν τήν πατερική
ἐποχή ὡς συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς, τούς Πατέρες ὡς συνεχιστάς τῶν Ἀποστόλων. Ἄν
ὁ Λούθηρος ἐγνώριζε την ἀνατολική πατερική παράδοση (καί ξέρουμε ὅτι ἐγνώριζε
ἕνα μόνο ἔργο τοῦΜ.Ἀθανασίου, και αὐτό μή γνήσιο, καί ἐλάχιστα δογματικά ἔργα
τοῦ αὐτοῦ πατρός, σέ λατινική μετάφραση), δέν θα ἐταύτιζε ἀσφαλῶς το σύνολο τῆς
πατερικῆς παραδόσεως πρός τον Παπισμό καί το Σχολαστικισμό. Ἴσως νά ἀνεγνώριζε
τότε στην Ἀνατολική Ἐκκλησία τήν συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού
ἔψαχνε, καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τούς διαδόχους τῶν Προφητῶν καί
Ἀποστόλων, πού κράτησαν ζωντανά, γνήσια καί ἀνόθευτα τόν λόγο καί τήν ζωή
τοῦΧριστοῦ και τῶν Ἀποστόλων. Ἀναγκάσθηκαν βέβαια στή συνέχεια Παπικοί καί
Προτεστάντες στόν μεταξύ τους ἐξοντωτικό ἀγώνα, ἰδιαίτερα μετά τήν σύνοδο τοῦ
Τριδέντου (1545-1563) νά χρησιμοποιοῦν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ καθένας
γιά νά καταπολεμεῖ τόν ἀντίπαλο μέ ἐπιχειρήματα, γι’ αὐτό καί ἔχουμε πολλές
ἐκδόσεις πατερικῶν ἔργων αὐτήν τήν περίοδο στή Δύση, καί ὄχι γιατί ἐσέβοντο καί
τιμοῦσαν τούς Πατέρες. Ἡ πιο σοβαρή κατηγορία ἀστήρικτη πάντως καί ἕωλη, τῶν
Προτεσταντῶν ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἄλλαξαν οἱ Πατέρες τό ἀρχικό
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνέτρεψαν τίς βιβλικές-Ἰουδαϊκές βάσεις του καί τό
μετέτρεψαν σέ δόγματα μέ ἐμφανῆ τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆςφιλοσοφίας. Εἶναι ἡ
γνωστή θεωρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες πού
διετύπωσε καί διεμόρφωσε ὁ γνωστός προτεστάντης ἱστορικός A. Harnack, συνεχίζουν ὅμως καί σήμερα νά ἀποδέχονται οἱ
Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι σάν τους ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, προτείνουν στους Ὀρθοδόξους,
οἱ μεταξύ τους διάλογοι νά στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι στούς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἄξιο ἐλέγχου και ἐρεύνης τό ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι στον
σύγχρονο θεολογικό διάλογο ἀποδέχονται αὐτήν τήν θέση καί δέν χρησιμοποιοῦν
γνῶμες Ἁγίων Πατέρων ἀκολουθοῦντες ἔτσι τήν μεταπατερικότητα τῶν Προτεσταντῶν.
Το ἀληθές γιά τό θέμα τοῦ ἐξελληνισμοῦ εἶναι ὅτι τόν ἐξελληνισμό τοῦ
Χριστιανισμοῦ, τήν μεταβολή του δηλαδή σέ γνώση, τόν ἐπεδίωξαν και τόν
ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν
αἱρετικῶν ἀπέτρεψαν αὐτόν τόν κίνδυνο, ὅπως συνέβη μέ τον Γνωστικισμό, τον
Ἀρειανισμό καί τον Σχολαστικισμό, καί ὅπως εὐκρινέστατα φαίνεται στή διδασκαλία
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ. Οἱ Πατέρες
πράττουν ὅ,τι ἔπραξαν οἱ Ἀπόστολοι, πού ἐχρησιμοποίησαν ἑλληνική ὁρολογία, ὅπως
ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ἔννοια τοῦ Λόγου καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκόμη καί
ἐπί λέξει παραθέματα ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς, ἀφοῦ ἀπευθύνονταν καί
πρός ἑλληνικά ἀκροατήρια, κατ’ ἐξοχήν μάλιστα σέ ἑλληνικά ἀκροατήρια.Ὑπάρχει
λοιπόν ἐξελληνισμός καί στην Ἁγία Γραφή, στήν Κ. Διαθήκη, την μόνη πηγή τῆς
πίστεως τῶν Προτεσταντῶν;
Ἡ Ἐκκλησία πάντως, ἐπί Τουρκοκρατίας, παρά τήν αἰχμαλωσία
της σέ βάρβαρο καί ἀνηλεῆ κατακτητή, τήν ἔλλειψη παιδείας καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ
διδασκάλων καί θεολόγων, δεν παρεξέκλινε κατ’ ἐλάχιστον ἀπό τήν Παράδοση τῶν
Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀμύνθηκε ἀποτελεσματικά στίς ἐπιθέσεις τῶν μεταπατερικῶν
Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, ἀλλά καί τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά
ὑπερβοῦν στήν νέα παιδεία τοῦ Γένους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί
ἐμφορούμενοι οἱ περισσότεροι ἀπό ἄκριτη ἀρχαιολατρεία καί κλασσικισμό ἐπεδίωκαν
να συνδέσουν τόν νέο Ἑλληνισμό μέ την ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπερβαίνοντας το Βυζάντιο,
τήν Ρωμιοσύνη. Μέ ἐπανειλημμένες καί αὐστηρές συνοδικές ἀποφάσεις ἡ Ἐκκλησία
καταγγέλλει τούς Παπικούς και τούςΠροτεστάντεςπρός το ποίμνιο ὡς ἐπικινδύνους
αἱρετικούς. Καταδικάζει ἐπίσης τίς ἀνατρεπτικές ἰδέες τῶν Διαφωτιστῶν. Μέ τό
γνωστό κίνημα τῶν Κολλυβάδων τοῦ ῾Αγίου Ὄρουςπού ἀνανέωσαν ἐπιτυχῶς την
πατερική Παράδοση τόν 18ο αἰώνα προετοίμασε τό πλήρωμα στό να ἀντέξει τό
ἀντιπατερικό πνεῦμα πού ἐπρόκειτο καί θεσμικά πλέον διά τοῦ κράτους των
Βαυαρῶν, μετά τόν μόνο ὀρθόδοξο κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, νά φραγκέψει, νά
ἐξευρωπαΐσει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Ἔπραξε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, οἱ
κεφαλές τῆς ὁποίας, μεταπατερικῶς, ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νά χαρακτηρίσουν ὡς
αἱρέσεις τον Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ἀλλά και φθάνουν νά ἀναγνωρίσουν αὐτές
τίς αἱρέσεις, ὅπως καί την παλαιά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς ἐκκλησίες πού παρέχουν
τήν Χάρη καί τήν σωτηρία.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΜΑΧΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
Ὡς μικρό
δεῖγμα αὐτῆς τῆς πατερικῆς στάσεως ἐπί Τουρκοκρατίας παραθέτουμε ἐλάχιστες γνῶμες συνοδικές καί πατριαρχικές, ὡς καί μερικές ἐνέργειες τῶν Κολλυβάδων Ἁγίων Πατέρων. Ἀπαντῶντες στούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους οἱ Πατριάρχαιτῆς Ἀνατολῆς (1716/1725) ξεκαθαρίζουν σαφῶς ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας ὁρίσθηκαν «ὀρθῶς τε καί εὐσεβῶς», ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στίς Οἰκουμενικές συνόδους και δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά προσθέσει κανείς οὔτε νά ἀφαιρέσει...
Μέ αὐστηρότητα ἀποκλείουν κάθε διάλογο σε
θέματα πίστεως καί καλοῦν τους Προτεστάντες Ἀγγλικανούς, ἄν ἐπιθυμοῦν τήν ἕνωση, νά συμφωνήσουν μέ ὅσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί στή συνέχεια
διά τῶν Θεοφόρων
Πατέρων ἐδίδαξε, χωρίς
ἔρευνα καί
συζητήσεις, ἀλλά με ἁπλότητα καί ὑπακοή.
«Ἀνάγκη ἀκολουθῆσαι καί ὑποταγῆναι τοῖς διορισθεῖσι καί διαταχθεῖσιν ὑπό τῆς ἀρχαιοπαραδότου καί πατροπαραδότου καί παρά τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεως,ἀπό τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν καθ’ ἑξῆς ἐς τόδε θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν,μετά ἁπλότητος και ὑπακοῆς καί ἄνευ τινός
ἄλλης ἐρεύνης
καί περιεργείας»20. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ Ὁμολογία
Πίστεως τῆς ἐν
Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727,
κηρύσσει ὅτι «Ἐκλήθημεν ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς ᾽Ανατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἀπό τε τῶν προφητῶν, ἀπό τε τοῦ Σωτῆρος, ἡμῶν Χριστοῦ,ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων,ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων και ἁπαξαπάντων τῶν ὑπό τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων Ἁγίων Πατέρων εἰς τό πιστεύειν καί φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καί διασώζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καίἀνόθευτα εἰς τό παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καί κανόνας, εἴτε
παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε και ἀγράφους»21. Ἐνωρίτερα ὁ γνωστός καί μέγας ὄντως πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός, στήν δεύτερη ἀπάντησή του πρός τούς Λουθηρανούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης, ἀφοῦ σύντομα
διεπίστωσε ὅτιδέν μπορεῖνά γίνει θεολογικός διάλογος μαζί τους, ἐπειδή κυρίως ἀπορρίπτουν τούς Ἁγίους Πατέρες, πάνω στούς ὁποίους
στηρίζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, με εὐγένεια ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα διέκοψε τόν διάλογο κα ίτούς ἄφησε νά βαδίζουν στόν δικό τους δρόμο:
«Ἀξιοῦμεν δέ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μή
κόπους παρέχειν ἡμῖν, μηδέ
περί τῶν αὐτῶν γράφειν καί ἐπιστέλλειν, εἴ γε τούς τῆς Ἐκκλησίας
φωστῆρας και θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε, καί τοῖς λόγοις
τιμῶντες αὐτούς καί ἐπαίροντες, τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε, καί τά ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τούς λόγους αὐτῶν τούς ἁγίους καί
θείους, δι’ ὧν ἄν ἡμεῖς γράφειν καί ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
῞Ωστε τό
καθ’ ἡμᾶς,ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων,
φιλίας δέ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν,
γράφετε» (1581)22. Μέ βάση αὐτήν τήν
πατερικώτατη πατριαρχική θέση, ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἔπρεπε νά διακοποῦν οἱ ἐπιζήμιοι
θεολογικοί διάλογοιμέ ὅλους τούς αἱρετικούς, ὅπως ἔχουμε ζητήσει ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια πολλοί κληρικοί καί θεολόγοι.
Οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες καί μάλιστα οἱ τρεῖς ἐξέχοντες
μεταξύ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς,ὁ μοναχός Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ ἱερομόναχος
Ἀθανάσιος Πάριος, ἐξουδετέρωσαν πλήρως την μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν,τῶν
Λουθηροκαλβίνων Προτεσταντῶνκαί τῶν Διαφωτιστῶν βασικῶς μέ τά ἑξῆς μέτρα: μέ ἐντυπωσιακά πληθωρική ἔκδοση
ποικίλων πατερικῶν ἔργων,
κορυφαῖο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ
«Φιλοκαλία» τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μέ προβολή τῶν πατερικῶν λειτουργικῶν παραδόσεων, ὅπως ἡ συχνή θεία κοινωνία και ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων μόνον τά Σάββατα καίὄχιτίς Κυριακές· μέ τήν σύνταξη πλήθους ὑμνογραφικῶν ἔργων καίἀκολουθιῶν στήν καθιερωμένη γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, παρά τό χαμηλό μορφωτικό ἐπίπεδο τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τους· μέ την πολύ συχνά ἀπαντώμενη
στά ἔργα τους ἀντιπαπική καί ἀντιπροτεσταντική διδασκαλία τους,ὅπως και μέ την ἀντιπαράθεσή τους καί πρός τους
Εὐρωπαίους καί Ἕλληνας διαφωτιστάς, ἰδιαίτερα ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ὁ ὁποῖος για
τόν λόγο αὐτό δέχθηκε μεγάλη ἀρνητική κριτική ἀπό τούς “Φωταδιστές” λογίους. Ἰδιαίτερα μάλιστα γιά τό θέμα τῶν
μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων, πού ταλαιπωρεῖ, χωρίς
λόγο,τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα,ἐκτός τοῦ ὅτιοὐδέποτε πέρασε ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνά τους αἰῶνας Ἁγίων Πατέρων παρόμοιος προβληματισμός, ἀντίθετα μάλιστα ἐξακολουθοῦν νά συντάσσουν ἀκολουθίες στήν ἀρχαία γλώσσα καί μέχρι τῶν ἡμερῶν μας,ὑπάρχειμία
σχεδόν ἄγνωστη σημαντική θέση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού την παρουσιάζουμε ἐδῶ,μήπως και αὐτή, μαζί μέ ὅσα ἄλλα πατερικά ἔχουν γραφῆ23 ,φωτίσειτούς τρεῖς ἀρχιερεῖς, τόν
Νικοπόλεως κ. Μελέτιο, τόν Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο καί τόν Σιατίστης κ. Παῦλο νά ἐπανέλθουν στον πατερικό δρόμο. Γράφει ὁ πατερικώτατος Ἁγιορείτης Ἅγιος: «Φυλαχθῆτε δέ ἀκόμη, ἀδελφοί, καί ἀπό τόν λογισμόν τοῦτον, ὅπου βάλλει εἴς τινας ὁ διάβολος καί τούς λέγει· ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος
καί ἀμαθής καί δέν καταλαμβάνεις ἐκεῖνα ὅπου
λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, και λοιπόν διατίὅλως να ὑπάγῃς εἰς τήν ἐκκλησίαν; Σᾶς ἀποκρίνεται γάρ, ἀδελφοί, ἕνας ἀββᾶς εἰς τό Γεροντικόν καίσᾶς λέγει· ὅτιἄν και ἐσεῖς δένκαταλαμβάνετε ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ὁ διάβολος
τά καταλαμβάνεικαίδιά τοῦτο τρομάζει και φοβεῖται και φεύγει ἀπό λόγου σας, ἀφήνω νά λέγω, ὅτι και ἐσεῖς,ἄν καίδέν
καταλαμβάνετε ὅλα τά λόγια τά ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα, ἀλλ’ ὅμως πολλά
λόγια ἐξ αὐτῶν καταλαμβάνετε καί μέ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε.Προσθέτωδέ
και τοῦτο,ὅτι ἄν ἐσεῖς συχνά
πηγαίνετε εἰς τήν ἐκκλησίαν
καίἀκούετε τά θεῖα λόγια,ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νά σᾶς κάμῃ μέ τον καιρόν νά καταλαμβάνετε ἐκεῖνα, ὅπου
πρότερον δέν ἐκαταλαβαίνατε, ὡς λέγειὁ Χρυσόστομος,διότιὁ Θεός βλέποντας τήν προθυμίαν σας ἀνοίγει
τόν νοῦν σας και τόν φωτίζειεἰς το νά τά καταλαμβάνῃ»24.
Ἀναφερόμενοι
στούς Ἁγίους Κολλυβάδες,ἀλλά καί γενικῶς στην πατερικότητα τῆς
περιόδου τῆς δουλείας, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε την δόξα καί τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στούς νεωτέρους χρόνους, τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες.Ἀπό αὐτούς ὄχι μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία να ἔχουν ὡς“ἀλείπτας”,ὡς προπονητάς, δηλαδή, εἰς τό μαρτύριο τούς Ἁγίους Κολλυβάδες καί ἄλλους ὁσίους Γέροντες,ἀλλά και το πλῆθος τῶν ἄλλων Νεομαρτύρων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀκολουθοῦντες τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων περί τοῦ ὅτι ὁ Χριστός
εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας, ἀρνήθηκαν
μέ βαρεῖς μάλιστα χαρακτηρισμούς ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ να ἀλλαξοπιστήσουν και ἐπλήρωσαν αὐτήν τους τήν ἄρνηση καί ὁμολογία μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Ἀποτελοῦν γι’ αὐτό βαρύτατη προσβολή πρός τούς Νεομάρτυρες ὅσα στα πλαίσια τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν λέγονται, και μάλιστα ἀπό
πατριάρχας,ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς καί θεολόγους ὅτι δηλαδή
καί οἱ ἄλλες
θρησκεῖες εἶναι ὁδοί σωτηρίας, ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός
ἔχουν τον ἴδιο Θεό,ὅτι τό Κοράνιο,εἶναι ἅγιο και ἱερό βιβλίο, ἄξιο να τό προσφέρουμε καί ὡς δῶρο. Δέν γνωρίζουν την αὐστηρότατη κριτική μεγάλων Ἁγίων
Πατέρων καί τήν παντελή ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Κορανίου ἀπό τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τον Ἅγ.Ἰωάννη Δαμασκηνό,τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί πολλούς ἄλλους25;
Δέν
γνωρίζουν ὅτι ὁ
προσφιλέστατος λαϊκός διδάχος και ἰσαπόστολος
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἐταύτιζε,προσεκτικά βέβαια καί συνεσκιασμένα, τον Μωάμεθ μέ τόν Ἀντίχριστο ὅπως και τον πάπα; Ἔλεγε: «Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕναςεἶναιὁ Πάπας
και ὁ ἕτερος εἶνε αὐτός ὁπού εἶνε εἰς τό κεφάλι μας,χωρίς να εἰπῶ τό ὄνομά του·
τό καταλαμβάνετε, μά λυπηρόν εἶνε νά σᾶς το εἰπῶ,διότι αὐτοί οἱ ἀντίχριστοι
εἶνε εἰς τήν ἀπώλειαν καθώς τό ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτειαν,αὐτοίἀπώλειαν· ἡμεῖς νηστείαν, αὐτοί πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοί πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη,αὐτοί ἀδικωσύνη»26.Δέν ξεχνοῦμε ἀκόμη τήν πατερική του προφητεία καί σύσταση
«τόν πάπα νά κα- ταρᾶσθε, διότι αὐτός θα εἶνε ἡ αἰτία»27.
Πόσο ἐνθαρρυντικά ἦσαν γιά τούς πιστούς αὐτά πού ἔλεγε γιά τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγ. Πατέρων: «Ἐγώ ἐδιάβασα και περί ἱερέων,και περί ἀσεβῶν,αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις
εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων
χριστιανῶν εἶνε καλή
καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός,
τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ.Πνεύματος.Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τό τέλος· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι
χριστιανοί,και νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος»28.
β΄) Ἡ Μεταπατερικότητα μετά τή δημιουργία τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους (1821)
Τό
συμπέρασμα ἀπό τήν ἀναφορά
μας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅτι ἡ
μεταπατερικότητα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν
Διαφωτιστῶν δέν ἐκλόνισε
τήν πατερικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Χάσαμε τήν σωματική ἐλευθερία, ἀλλά κρατήσαμε ἐλεύθερη καί ἀδούλωτη τήν ψυχή μας, τήν πίστη μας, μέχρι σημείου, νά ἀναδειχθοῦν καί μάρτυρες τῆς πίστεως. Πῶς ἔχει ὅμως, ἡ κατάσταση κατά τήν περίοδο τοῦ ἐλευθέρου πολιτικοῦ βίου; Δυστυχῶς
θά πρέπει νά ἀρχίσει κανείς μέ τό «πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν», καί νά συνθέσει νέα
Ἱερεμιάδα. Αὐτό πού δέν δέχθηκαν νά κάνουν οἱ μεγάλες μορφές τοῦ Γένους, ὁ Μ.
Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Γεννάδιος
Σχολάριος, νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά νά σώσουν τό κράτος ἤ στήν
Τουρκοκρατία οἱ Ἅγιοι καί οἱ Νεομάρτυρες, γιά νά σώσουν το σῶμα τους καί τήν
καλοπέρασή τους, τό ἐπράξαμε δυστυχῶς καί το πράττουμε σήμερα χειρότερα.
Παραδώσαμε τήν Ἑλλάδα στά χέρια ξένων, τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος και τῶν ἐντοπίων
ὑποστηρικτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουν ὡς μόνιμο στόχο νά
ξερριζώσουν και νά ἀφανίσουν ὅ,τι θυμίζει Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο καί Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδυναμώσουν τελείως τίς πνευματικές ἀντιστάσεις νά
καταστήσουν τήν Ἑλλάδα ἀγνώριστη, ἀνορθόδοξη καί ἀνελλήνιστη, ὥστε φραγκεμένη
καί ἐκλατινισμένη, παπική, προτεσταντική καί «διαφωτισμένη» (σκοτισμένη), νά
την ἀφομοιώσουν καί νά τήν ἀφανίσουν.
Οἱ μεταπατερικοί καί
ἀντιπατερικοί ὑπάρχουν καί δροῦν ἐδῶ και πολλά χρόνια· ἁπλῶς τώρα τους
ὑποστασιώνει, τούς συνοψίζει και τούς ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἡ «Ἀκαδημία
Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἡ ὁποία ὅπως ἐλέχθη
προσφυῶς ἀπό εὐλαβέστατο και ἀγωνιστή συμπρεσβύτερο ἔπαυσε νά εἶναι Ἀκαδημία
καί μετατράπηκε σέ ἐπιδημία.
Ὀφείλουμε
εὐγνωμοσύνη στους ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρό τοῦ κινδύνου τῆς πίστεως δέν ὑπολόγισαν το παρεξηγημένο «φιλάδελφο», ἀλλά ἐστηλίτευσαν τά ὅσα ἐλέχθησαν στο μεταπατερικό συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας τόν Ἰούνιο τοῦ 2010· πρῶτον, τόν καί πρῶτον στούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες, ἀτρόμητον ἀγωνιστήν τῆς Πίστεως στίς ἡμέρες μας, σεβασμιώτατον
μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ· δεύτερον, τόν
σεβασμιώτατον μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ὁ ὁποῖος μέ ἐμπεριστατωμένο καί ἀποδεικτικώτατο ὑπόμνημα
πρός τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέδειξε τήν προτεσταντική προέλευση
τῆς μεταπατερικότητας καί τῆς συναφειακῆς θεολογίας καί τήν ἀποξένωσή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Θεολογία· τρίτον, τόν σεμνόν καί πατερικώτατον μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος
γρήγορα συμφώνησε καί προσετέθη στούς ὀρθοτομοῦντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας·τέταρτον, τόν μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἔσπευσε νά
συμπαραταχθῆ μέ θεολογικώτατο ἄρθρο, στό ὁποῖο
κατήγγειλε τήν κυοφορούμενη νέα αἵρεση τῆς
μεταπατερικότητας, και πού σήμερα τόν ἔχουμε
κοντά μας διδάσκοντα καί ὁμολογοῦντα· και τέλος πολλούς ἄλλους ἀρχιερεῖς, λοιπούς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδοκίμασαν με ἄρθρα, σχόλια καί φράσεις τήν αἱρετική συναγωγή τοῦ Βόλου, ἐξαιρέτως δέ τήν ναυαρχίδα τῶν ὀρθοδόξων ἀγώνων ἐπί πενήντα τώρα χρόνια, τήν ὀρθόδοξη μαχητική ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», τήν ἐφημερίδα
τῶν ὁσίων
Γερόντων, ἱδρυτῶν καί ὑπευθύνων, ἀειμνήστων π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου καί τοῦ ἀξίου διαδόχου του π. Μάρκου Μανώλη, ἡ ὁποία προέβαλε καί ἀνέδειξε τό θέμα τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΜΑΧΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, μερικά ἀπό τάπιό ὑψηλά δένδρα καί τους πιό πικρούς καί
θανατηφόρους πνευματικά καρπούς τοῦ
μεταπατερικοῦ δάσους.
Ὁ δέκατος ἔνατος αἰώνας παρά την Βαυαροκρατία ἐκύλησε μέ σοβαρές ἀντιπατερικές ἐνέργειες πού ἔβρισκαν ὅμως ὀρθόδοξες ἀντιστάσεις..
Ἀντίθετα πρός
τους ἱερούς κανόνες
τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀνακηρύσσεται ἡ σχισματική αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αὐτογνωμόνως, χωρίς τήν γνώμη
καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐπιβάλλεται πολιτειοκρατικό σύστημα στίς
σχέσεις ἐκκλησίας καί
πολιτείας, πού προκαλεῖ τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στόν καίσαρα, μέ ἀφέντη τῆς συνόδου τόν παριστάμενο
βασιλικό ἐπίτροπο, ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀφανίζεται ὁ Μοναχισμός μέ τό νά
κλείσουν βίαια ἀπό τόν
προτεστάντη ἐπίτροπο τοῦ Ὄθωνος Βαυαρό Μάουερ τά 400 ἀπό τά πεντακόσια μοναστήρια
μέ ταυτόχρονη ἀπαλλοτρίωση τῆς περιουσίας τους καί
πτωχοποίηση τῶν μοναχῶν, ὅπως κατήγγειλε μέ
συγκινητικό κείμενό του ὁ γνήσιος Ρωμηός στρατηγός
Μακρυγιάννης29. Τά πλήγματα ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ, σέ κάθε ἐποχή καί στήν ἐποχή μας, κατά την ὁποία ἔχει σχεδιασθῆ καί μεθοδευθῆ ἡ δυσφήμηση ἀλλά καί ἡ ἐσωτερική διάβρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς μοναδικῆς αὐτῆς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, κοστίζουν πολύ, διότι ἀποσκοποῦν στό να στερέψει ἡ πηγή πού προσφέρει, βρύει,
Πατέρες, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι στόν σύνολό τους σχεδόν οἱ Ἅγιοι Πατέρες προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ἡ ὀργάνωση
και τά προγράμματα σπουδῶν τῆς ἱδρυθείσης
στό Ἐθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Θεολογικῆς Σχολῆς ἀκολουθοῦν γερμανικά πρότυπα, καί ἡ σχεδόν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά σταδιοδρομήσει κανείς σ’ αὐτήν, ἦταν οἱ σπουδές
στη Δύση, μέ συνέπεια ἡ παπική καί ἡ προτεσταντική Θεολογία νά ἐπηρεάζουν
διά τῶν καθηγητῶν τούς πτυχιούχους της, κληρικούς καί λαϊκούς. Δύο παραδείγματα μόνον ἐνδεικτικά γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές: ὁ ἐπί πολλά ἔτη κατέχων τήν ἕδρα τῆς Πατρολογίας στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος, ἐκφράσθηκε
ἀπαξιωτικά καί ὑποτιμητικά γιά τους ἀγῶνες καί την Θεολογία τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ κήρυκος αὐτοῦ τῆςΧάριτος
καί τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ ἐκφραστοῦ τῆς
Θεολογίας τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. Στήν ἴδια Σχολή μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὁ περιορισμός τῶν Ἁγίων
Πατέρων στούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες, μέχρι τον Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, καί μέ αὐτούς
μόνον ἀσχολεῖται τό
μάθημα τῆς Πατρολογίας, ἐνῶ οἱ
μετέπειτα ἅγιοι συγγραφεῖς ἀνήκουν σέ ἄλλο γνωστικό ἀντικείμενο, στούς ἐκκλησιαστικούς βυζαντινούς συγγραφεῖς, ὡσάν νά ἔπαυσε το Ἅγιον Πνεῦμα νά δρᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα καί νά γεννᾶ Πατέρες, ὅπως τόν Μ. Φώτιο, τόν Συμεών τον Νέο Θεολόγο,
τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τούς Κολλυβάδες ἐπιφανεῖς Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο στόν 20ο αἰώνα.Ὑπόκειται
και ἐδῶ ἡ παπική ἀντίληψη τοῦ παραμερισμοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς σχολαστικούς δικούς τους «Πατέρες»
καί θεολόγους ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἑξῆς, καί
πολύ περισσότερο ἡ προτεσταντική ἀντίληψη ὅτι Πατέρες μποροῦν να χαρακτηρισθοῦν μόνο ὅσοι προσεγγίζουν πρός τούς χρόνους τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ἔζησαν τους πρώτους αἰῶνες, τό πολύ μέχρι τόν 5ο αἰώνα.
Διδάσκοντας ἐπί χρόνια Πατρολογία στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἀναγκαζόμουν κάθε φορά στούς
νέους φοιτητάς νά διευκρινίζω ὅτι γιά νά
χαρακτηρισθῆ κάποιος
συγγραφεύς ὡς Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας δέν χρειάζεται νά ἔχη καί τό γνώρισμα τῆς ἀρχαιότητος, ὅπως ἀπαιτοῦν τά ἑτερόδοξα ἐγχειρίδια Πατρολογίας, καί μερικά ἰδικά μας,
ἀλλά ἀρκοῦν ἡ ἁγιότητα
τοῦ βίου καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ ἀναφορά στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν δέν σημαίνει πώς τό σύνολο τῶν καθηγητῶν της στήν συνέχεια ἐνίσχυσαν τό μεταπατερικό καί ἀντιπατερικό
πνεῦμα.Ὑπάρχουν
λαμπρά παραδείγματα γνησίων πατερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἀειμνήστου
καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου καί τινων ἄλλων, ἐξεχόντως
δέ τοῦ λαμπροῦ καί ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ συμπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου στά
θεολογικάμας γράμματα ἀποπνέει τό ἄρωμα καί τήν αὐθεντικότητα τῆς πατερικῆς σοφίας. Ἐπιθυμῶ μάλιστα στή συνάφεια αὐτή νά κάνω μία πρόταση καί μία ἐπανόρθωση πού ἀφορᾶ στην Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Ἡ πρότασή μου εἶναι νά προβληθῆ μέ ἡμερίδα ἤ συνέδριο
τό πρόσωπο καί το ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ὅπως ἀξιέπαινα ἔπραξαν ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ὁ π.
Γεώργιος Μεταλληνός γιά τόν μεγάλο
πατερικό θεολόγο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἡ ἐπανόρθωση ἔχει σχέση μέ τον πρύτανη τῶν
θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν γίγαντα τῆς θεολογικῆς σκέψης καί παραγωγῆς ἀείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα. Οἱ κάποιες ἀστοχίες του σχετικά μέ τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἡ θεολογική του ἀντιπαράθεση με τον π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δικαιολογοῦνται ἐν μέρει ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγνοια τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δέν εἶναι ὅμως ἀντιπατερικός
οὔτε μεταπατερικός, ὅπως ἄφησε νά ἐννοηθεῖ ἡ «Ἀκαδημία» τοῦ Βόλου σέ
σχετική της ἐκδήλωση. Δέν τόν χαρίζουμε στούς
μεταπατερικούς. Εἶναι πατερικός, πατερικώτατος. Και μόνο ἡ μελέτη τῆς τρίτομης Δογματικῆς του καί τά πολύτομα ἑρμηνευτικά
του ὑπομνήματα στην Παλαιά καί στην Κ.Διαθήκη, ὅπου θαυμάζει κανείς την πλούσια χρήση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί ὅσα κριτικά ἔχει γράψει γιά τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους, τον ἀποξενώνουν τελείως ἀπό τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστάς.
῾Η
Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πολύ νεώτερη τῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἱδρυθεῖσα τό 1942, εὐτύχησε
κατά τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος (1950-1970) νά ρίξει τό βάρος, μέ ἀποφασιστική σ’ αὐτό συμβολή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Π. Χρήστου, στήν ἔκδοση και ἔρευνα τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ και ἄλλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας και νά ἀποκτήσει γι’ αὐτό διεθνῶς κῦρος ὡς σχολή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως ἐκεῖνο
ξεκίνημα ἔχει ἐξασθενήσει
καί ὁ μεταπατερικός Οἰκουμενισμός χαρακτηρίζει σήμερα την πλειονότητα τῶν καθηγητῶν της, μέ λαμπρές ἐξαιρέσεις τούς παρισταμένους ἐδῶ ἀπόψε
συναδέλφους, προέδρους τῶν συνεδριῶν καί εἰσηγητάς.
Ὁ μεγάλος
πάντως σεισμός τῆς μεταπατερικότητας ἀρχίζει στις ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τίς δύο συνοδικές καί πατριαρχικές ἐγκυκλίους, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, τό 1902 καί τό 1904. Γίνεται πιό ἰσχυρός μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο
τοῦ 1920 καί ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νά εἶναι ἐνεργός με ἰσχυρότερη μάλιστα ἔνταση. Με τίς δύο πρῶτες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπό ἐντελῶς νέο πνεῦμα, μεταπατερικό, ἐγκαταλείπει τήν μέχρι πρό ὀλίγων ἐτῶν, μέχρι
τοῦ 1895, αὐστηρή πατερική στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, καί ἀπευθυνόμενο προς τούς προέδρους τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, μεταξύ
ἄλλων, ζητεῖ νά μάθει τήν γνώμη τους γιά τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων
«μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων,
τῆς Δυτικῆς
δηλονότι καί τῆς τῶν
Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας». Συγχρόνως θέτει καί τό θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, μη τοποθετούμενο πάντως ὑπέρ ἤ κατά τοῦ πατροπαραδότου καί ἐπί αἰῶνας κρατοῦντος Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου,
ἀλλά ἀναμένον
τις σκέψεις τῶν αὐτοκεφάλων
ἐκκλησιῶν. Ἐπειδή ἡ ἀπάντηση
σχεδόν ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν καί
στα δύο ἀρνητική, ἐκόπασε γιά λίγο αὐτή ἡ πρώτη ὁρμή, ἀλλά ἐπανῆλθε ἰσχυρότερη
μέ τήν συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ὅπου το
νεωτερικό μεταπατερικό πνεῦμα γιά
πρώτη φορά ἐπισήμως ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στις αἱρετικές κοινότητες, ἀφοῦ διά τῆς ἐγκυκλίου ἀπευθύνεται «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ», καί ὄχι μόνο πρός τις ὀρθόδοξες. Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ χωρίς ἀμφιβολία
Μασόνου Μελετίου Μεταξάκη διατελέσαντος κατά σειράν μητροπολίτου Κιτίου τῆς Κύπρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί πατριάρχου Ἀλεξανδρείας,
ἔπαιξε ἀποφασιστικό
ρόλο την περίοδο αὐτή στό νά προωθηθῆ ὁ ὑπό τῆς Μασονίας σχεδιασθείς καί προωθούμενος μέχρι
σήμερα Οἰκουμενισμός, διαχριστιανικός καί
διαθρησκειακός, γιά νά ἀποδυναμωθῆ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες καί νά ἐξισωθῆ μέ αὐτές ὅπως καί ὁ Χριστιανισμός σέ σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες. Κάκιστο κατόρθωμα τοῦ Μεταξάκη
ἦταν ἡ προώθηση
τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καί ἡ ἀντικατάσταση τοῦ πατροπαραδότου καί κεκυρωμένου
ἀπό ἀποφάσεις
Πατέρων καί συνόδων Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μέ τό παπικό Γρηγοριανό, χωρίς
πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ τήν συμπαράσταση, δυστυχῶς τοῦ ἐξαιρέτου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καί ἐπιστήμονος ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, παλαιοῦ
συνεργάτου τοῦ Μεταξάκη στο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἀπό ὅπου ξεκίνησε τήν ἐντυπωσιακή ἀλλά καί καταστροφική του δράση, πού ἀπέληξε στό νά σχίσει την Ἐκκλησία.
Ἡ ἵδρυση τοῦ προτεσταντικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τό 1948 στό Ἄμστερνταμ, στό ὁποῖο πρόθυμα μετέσχε το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο και ἀρκετές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἀποτελεῖ τόν
χειρότερο ἐκκλησιολογικό ἐκτροχιασμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Διά τοῦ ΠΣΕ ὁ Διάβολος, ἐμφανιζόμενος ὡς ἄγγελος
φωτός ὑπό το προσωπεῖο τῆς ἀγάπης καί
τῆς ἑνότητος, ἐπιχειρεῖ νά σαλεύσει τά ἀποστολικά καί πατερικά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, καταργώντας ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι
καί οἱ Ἅγιοι
Πατέρες ἐδίδαξαν περί αἱρέσεως και αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα ἐξισώνονται μέ την Μία, Ἁγία,
Καθολική, Ἀποστολική καί Πατερική Ἐκκλησία.Δέν πρόκειται για Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀλλά γιά
«Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων», ὅπως προσφυῶς τό ὀνόμασε ὁ καθηγητής Κ. Μουρατίδης30.
Τήν
κληρονομιά τοῦ Μελετίου Μεταξάκη ἀξιοποιεῖ καί ἐπαυξάνει ἄλλη ἐπίσης ἰσχυρή
προσωπικότητα, ὁ ἀπό Ἀμερικῆς κληθείς στόν οἰκουμενικό θρόνο πατριάρχης Ἀθηναγόρας,
καί μετά την σεμνή ἀλλά καθοδηγούμενη πατριαρχία
τοῦ Δημητρίου, ὁ ἐπίσης ἰσχυρός ὑποστηρικτής
τοῦ ἀντιπατερικοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχηςΒαρθολομαῖος. Μέσα στό κλῖμα αὐτό τό ἀνατρεπτικό
τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως ἔχουν διατυπωθῆ μεταπατερικές καί ἀντιπατερικές θέσεις
τέτοιες,πού δικαιολογοῦν ἀπολύτως τήν μεταπατερικότητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τοῦ Βόλου,
τήν ὁποία ἄλλωστε
στηρίζει, καλύπτει καί δικαιώνει το Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο.
Ὑποσημειώσεις:
1. Βλ. τά σχετικά εἰς H. BIEDERMANN «Einige Grundlinien Orthodoxen Kirchenvertandnisses», Ostkirchliche Studien 19(1970) 3ἑ. M-J. LE GUILLU, Vom Geist der Orthodoxie, Aschaffenburg 1963, σ. 7 καί
Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις πατράσι, Ἀρχές καί
κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 179ἑ.
2.Ὑπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν θεολογία τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων βλ. καί δικές μας μελέτες στό
βιβλίο Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
1997.
3.Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ,
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.
4.Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 38, ἐν Π.
ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 111-112: «Τῶν γάρ ἀδυνάτων ἐστί μή ὁμολογεῖν ἀλλήλοις
ἅπαντας τούς θεοφόρους και Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων μιᾶς αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἑνός
Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐπιπνοίας οὔσης».
5. Προς Βαρλαάμ 1, 31, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 243.
6.Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1 42, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ’
ἀνωτ., σελ. 504.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 14, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σελ.
377-378.
8. Πρός Βαρλαάμ 1, 55, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ,σελ. 257: «Συνῆκας ᾗ
κακοῦ φέρει... τό ζητεῖν τήν ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβειαν;»
9.Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 3, Π.
ΧΡΗΣΤΟΥ,σελ. 680-681. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἠσαΐαν 1, PG 56, 14.
Ορθόδοξος
Τύπος,27/04/2012
10. V. LAURENT, Les «Memoires» deGrand Ecclésiarque de l’Église de ConstantinopleSylvestreSyropoulos sur leconcile de Florence (1438-1439), Paris 1971,Ἀπομνημονεύματα 3,5,σελ.166.
11. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου ΠίστεωςPG 94,1128.
12.Πρός Σεραπίωνα 1,28.
13. Ἀπομνημονεύματα 3, 5, V. LAURENT,αὐτόθι.
14. Αὐτόθι 5, 29, σελ. 282: «Κατά δέ τήν ἀποτεταγμένην ἡμέραν πάλιν συνήλθομεν καί ἀπελογήσατο ὁ Ἐφέσου πρός τάπαρά Ἰωάννου εἰρημένα ἀπολογίαν ἀρίστην, συνιστῶν τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα ἀπό τε τῆς θείας Γραφῆς καίἀπόμαρτυριῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων».
15. Αὐτόθι 9, 28, V. LAURENT, σελ.464.
16.Αὐτόθι 9,27-28,V.LAURENT,σελ.462-4
17. Γιά τήν μεγάλη αὐτή προφητική μορφή τοῦ Γένους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, πού συκοφαντήθηκε καί κακοποιήθηκε ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς καί γραμματολόγους καί μερικούς ἀνοήτους δικούς μας, βλ. τήν μεγάλη μας μονογραφία: Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη1988.
18. ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα• ἔκδ.L.PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, Oeuvres Completes de Georges Scholarios, Paris 1928-1936,τόμ.2,15καί 2,44.
19. Ἀρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία και Οἰκουμενισμός, σελ.176 και 219.
Ὑποσημειώσεις:
20. Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά και Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 1968, τόμ. 2, σελ. 819 (899).
21.Αὐτόθι, σελ.862-863 (942-943).
22.Αὐτόθι, σελ. 489 (569).
23. Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ,Πρέπει νά μεταφρασθοῦν τά λειτουργικά κείμενα;Νεοβαρλααμισμός ἡ «ΛειτουργικήἈναγέννηση», Θεσσαλονίκη 2003.
24.ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 305,ὑποσημ.
25. Περί ὅλων αὐτῶν βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥΖΗΣΗ, Διαθρησκειακές Συναντήσεις.Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων,Θεσσαλονίκη 2003.
26.Ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ,μητροπολίτου Φλωρίνης,Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779). Συναξάριον- Διδαχαί- Προφητεῖαι- Ἀκολουθία, Ἀθῆναι2005, σελ. 286. 27.Αὐτόθι, σελ. 348.28.Αὐτόθι,σελ.131-132.
29.ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, Ἀπομνημονεύματα. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια και οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁπού ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στούς δρόμους, ὁπού αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες μας καί ὅλα τ’ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου• ὅτι ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσιάσαν οἱ καημένοι οἱ καλογέροι• και σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τον ἀγῶνα. Και οἱ Μπαυαρέζοι,παντύ χαιναν ὅτ’εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δεν ἤξεραν ὅτ’εἶναι σεμνοί κι’ἀγαθοί ἄνθρωποι καί μέ τά ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καί ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι’ ἔτρωγαν ψωμί. Καί οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καί οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι’ ὁ τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινᾶς συνφώνησαν μέ τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν ὅλους τούς ναούς τῶν μοναστηριῶν».
30.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Ἡ Οἰκουμενική Κίνησις. Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι1973,σελ.14.
Βαρυσήμαντον ἄρθρον πού ἀξίζει νά διαβάσουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι. Ὑπάρχουν πολλά σημεῖα πού ξεχωρίζουν καί πρέπει νά προβληθοῦν. Ἐπειδή θέλω νά παραθέσω ἕν χαριτωμένον περιστατικόν πού ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, ποῖον εἶναι ἀκριβῶς τό Ὀρθόδοξον φρόνημα καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχῃ τις Ὀρθόδοξον φρόνημα, ἀκόμη καί ἄν εἶναι τελείως ἀγράμματος, ἐπιλέγω τό ἑξῆς σημεῖον:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Παπικοί καί Προτεστάντες μισσιονάριοι ἐκμεταλλευόμενοι τίς δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, τήν πτωχεία καί τήν ἀνέχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀσκοῦσαν ἐπιθετικό προσηλυτισμό».
Τό περιστατικόν: Ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ π. Θεόδωρος, μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικόν ζυγόν, ἤρχοντο πολλοί προτεστάνται μισσιονάριοι, προκειμένου νά προσηλυτίσουν τούς παμπτώχους καί ταλαιπωρημένους Ἕλληνας. Μία ὁμάς μισσιοναρίων συνήντησεν καθ' ὁδόν ἕνα βοσκόν καί τόν ἠρώτησεν ἄν πιστεύῃ εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος ἀπήντησεν ὅτι πιστεύει. Τότε τόν ἠρώτησαν τί ἀκριβῶς πιστεύει. Ἐκεῖνος, μή δυνάμενος νά δώσῃ κάποιαν θεολογικήν ἀπάντησιν, ἔδειξεν ἕν ἐρημοκλῆσι πού ἦτο ἐκεῖ κοντά καί εἶπεν:
- Ἐγώ πιστεύω ὅ,τι πιστεύει καί ἡ Ἐκκλησία!
- Καί τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία; Ἐπέμειναν οἱ μισσιονάριοι.
- Μά, ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅ,τι πιστεύω κι ἐγώ!
Τὀτε, οἱ μισσιονάριοι διεπίσωσαν ὅτι δέν πρόκειται νά τόν καταφέρουν αὐτόν καί ἔφυγαν.