Τη ΚΓ΄ (23η) Ιανουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Επισκόπου Αγκύρας και του Αγίου Μάρτυρος ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ.

Κλήμης ο μακάριος και θεσπέσιος Ιερομάρτυς ήτο από την Άγκυραν της Γαλατίας (της εν Μικρά Ασία) ζήσας κατά τους χρόνους πολλών μισοχρίστων αυτοκρατόρων από του Ουαλεριανού του εν έτει σνγ΄ (253) βασιλεύσαντος μέχρι των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οπότε επί της βασιλείας αυτών, εν έτει 296, ηξιώθη των στεφάνων του μαρτυρίου. Κατά δε την επωνυμίαν είχε και την πράξιν αρμόζουσαν, ων εστολισμένος ως κλήμα καρποφόρον με τας σταφυλάς του Παναγίου Πνεύματος, τας οποίας ετρύγησεν η πατρίς του μετά την τελείωσιν του μαρτυρίου του. Το γένος του ήτο επίσημον και ευγενικώτατον.
Ο πατήρ αυτού ήτο ειδωλολάτρης και απέθανεν (οίμοι!) διπλούν σαρκός τε και ψυχής θάνατον, η δε μήτηρ αυτού ήτο η ευσεβής και σοφή Σοφία το όνομα, με την οποίαν έμεινεν ο Κλήμης μικρόν παιδίον και το ανέτρεφεν ευσεβώς ονομάσασα αυτό, σοφώτατα, Κλήμεντα, επειδή έμελλε να καρποφορήση πολλάς ψυχάς και να το κλαδεύσουν ως κλήμα πολύφορον πολλοί βασιλείς με διάφορα κολαστήρια. Έτρεφε λοιπόν το παιδίον η ενάρετος μήτηρ επιμελώς και το εδίδασκε καλώς την ευσέβειαν. Όταν δε το παιδίον ήτο δέκα χρόνων ή ένδεκα, εγνώρισεν η Σοφία τον θάνατόν της και έχοντα πόθον να το κάμη κληρονόμον των ουρανίων θησαυρών μάλλον ή εις τον πλούτον αυτής τον πρόσκαιρον, κατεφίλησεν αυτό, ταύτα λέγουσα· «Τέκνον μου ηγαπημένον και γλυκύτατον, εγώ μεν σωματικώς σε εκύησα, ο δε Χριστός δια Πνεύματος σε ανεγέννησε. Λοιπόν, γνώρισε καλά τον ουράνιόν σου Πατέρα, να τον λατρεύης πιστότατα, ότι αυτός ο Χριστός είναι μόνος Θεός· αυτός είναι η αθανασία και σωτηρία μας, όστις εσταυρώθη δι’ ημάς και μας έκαμεν υιούς αυτού και θεούς κατά χάριν». Ταύτα λέγουσαη θεοσεβής εκείνη γυνή εγέμισαν οι οφθαλμοί της δάκρυα. Τότε προεφήτευσεν όσα έμελλε να πάθη το τέκνον της λέγουσα· «Παρακαλώ σε να μου κάμης μίαν χάριν, τέκνον μου· επειδή ο διωγμός της ασεβείας εξάπτεται και έχεις να παρρησιασθής εις βασιλείς και άρχοντας, να βασανισθής διαφόρως, καθώς και ο Δεσπότης Χριστός εθανατώθη δια την σωτηρίαν μας, κάμε υπομονήν να τιμήσης το γένος σου και να λάβης από τον Θεόν του μαρτυρίου τον άφθαρτον στέφανον· ετοιμάζου λοιπόν και αγωνίζου πρωτύτερα, να μη σε αρπάσουν έξαφνα και σε νικήσουν οι άνομοι και ανδρίζου γενναίως, ότι εν από τα δύο ταύτα θα επακολουθήσουν· ή έχεις να απολαύσης μετά θάνατον ζωήν αιώνιον, ίνα αγάλλεσαι εις τον Παράδεισον με τους Αγίους, εάν υπομείνης τω τυράννων τα κολαστήρια, ή, εάν αρνηθής τον Χριστόν, να καίεσαι με τους δαίμονας εις πυρ ατελεύτητον. Λοιπόν επειδή ανάγκη είναι να αποθάνωμεν τον θάνατον της φύσεως, κάλλιον ν’ αποθάνης δια τον Χριστόν ίνα δοξασθής ατελευτήτως». Με ταύτα και άλλα πλείονα εδίδασκε τον παίδα η πάνσοφος Σοφία όλην την ημέραν, προθυμοποιούσα τούτον προςτο μαρτύριον, εις δε το τέλος είπε και ταύτα η παμμακάριστος· «Αυτάς τας αμοιβάς απόδος εις την μητέρα σου, ω τέκνον μου· αυτός ας είναι ο μισθός των πόνων μου, που σε εγέννησα και ανέθρεψα, να δοξασθώ και εγώ εις τα μέλη σου· εγώ φεύγω από τον κόσμον τούτον σήμερον και χωρίζομαι κατά το σώμα των ποθεινών μου οφθαλμών σου· αλλά γνώριζε ότι η ψυχή μου εις την ψυχήν σου κρέμαται να κοινωνήσωμεν ομού τα πάθη σου· έπειτα να υπάγωμεν μαζί να προσκυνήσωμεν τον Δεσπότην μας, λαμπρυνόμενοι με την φαιδρότητα των άθλων σου». Ταύτα ειπούσα κατεφίλει τα μέλη του και έλεγε· «Μακαρία εγώ, ότι Μάρτυρος μέλη φιλώ, τα οποία έχουν να γίνουν θυσία δια τον Κύριον». Ούτως εναγκαλιζομένη τον παίδα και καταφιλούσα τούτον γλυκύτατα, την μεν αγίαν ψυχήν της παρέδωκεν εις τον Θεόν, το δε σώμα αφήκεν εις τας χείρας του παιδός της, ο οποίος την ενεταφίασεν ευλαβώς και φιλότιμα, τα δε θεία λόγια, τα οποία του είπεν, εφύλαττεν ακριβώς εις την καρδίαν του. Ευθύς λοιπόν από τότε, παις ων ο μακάριος, απηρνήθη πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και μετήρχετο μοναχικήν πολιτείαν, επήρε δε αυτόν μία ευγενεστάτη γυνή άτεκνος δια θετόν υιόν, η οποία ωνομάζετο Σοφία ως και η πρώτη του μήτηρ. Τούτο δε όλον έγινεν από θείαν οικονομίαν, διότι ήτο η Σοφία σοφή εις τα γράμματα και εις την ένθεον πολιτείαν και ημέραν και νύκτα προσηύχετο και τον εδίδασκε τον φόβον του Θεού και τον ηγάπα ως τέκνον της γνήσιον· ομοίως και το παιδίον την είχεν ώσπερ μητέρα του και εφύλαττεν ακριβώς τας παραγγελίας της· και ως καλή γη, εις ολίγον απέδωκε τον καρπόν πολλαπλάσιον. Και ακούσατε του παιδόςτην ελεημοσύνην και τας θείας αρετάς.  Ένα καιρόν ήτο μεγάλη πείνα εις εκείνην την χώραν των Γαλατών· ο δε Κλήμης έπαιρνε τα παιδία των Ελλήνων, όσα ήσαν πτωχά και ορφανά, τα οποία δεν είχον τα αναγκαία του σώματος, τα ενέδυε, τα έτρεφε και, το καλλίτερον, τα εδίδασκε την πίστιν μας όσον ηδύνατο, έχων αυτά εις την οικίαν του πολύν καιρόν τρώγων ομού μετ’ αυτών και κοιμώμενος, δια να τα στερεώση εις την ευσέβειαν. Και εις μεν τας αναγκαίας χρείας του σώματος εξωδίαζεν από το πράγμα της Σοφίας και τα έτρεφε, εις δε την μάθησιν της ευσεβείας και ψυχής ωφέλειαν τα εφίλευεν αυτός από την έσω σοφίαν του πνεύματος και τα επότιζε με την θαυμασίαν διδασκαλίαν του. Επάνω δε εις τας άλλας αρετάς ήτο και εγκρατής ο μακάριος και δεν έτρωγε πράγμα έμψυχον, ει μη όσπρια, ενθυμούμενος τους τρεις Παίδας, οίτινες με την νηστείαν ενίκησαν την φλόγα της καμίνου και δεν τους έκαυσε. Δια ταύτας λοιπόν τας αρετάς, τας οποίας είχε, τον εχειροτόνησαν και Πρεσβύτερον, έπειτα δε εις δύο χρόνους Επίσκοπον, όταν κατά μεντην σωματικήν ηλικίαν ήτο χρόνων είκοσι, κατά δε την ψυχικήν διάθεσιν επερίσσευε τους γέροντας, ότι τότε που εστολίσθη με την αξίαν της Αρχιερωσύνης (ή να είπω καλλίτερα αυτός ηυτρέπισε την Μητρόπολιν) επεμελείτο τους ορφανούς και πτωχούς περισσότερον, τους δε παίδας εβάπτισεν, από τους οποίους όσους εγνώρισεν άξια σκεύη της ιερωσύνης εχειροτόνησεν· όθεν οι γείτονες αυτού έφερον καθ’ εκάστην τα τέκνα των και τα ενουθέτει πρότερον τινάς ημέρας, έπειτα τα εβάπτιζεν· αυτοί είναι οι πρώτοι καρποί του θαυμαστού Κλήμεντος και από ταύτα τα θεία του κατορθώματα έλαβεν αρχήν το μαρτύριόν του και ήρχισε να πλέκεται ο πολυτίμητος στέφανος. Κατ’ εκείνας τας ημέρας εστάλη διαταγή από τον μισόχριστον βασιλέα της Ρώμης προς όλους τους υπ’ αυτόν ηγεμόνας και άρχοντας να παιδεύουν ασπλάγχνως τους φιλοχρίστους οι άχρηστοι, οίτινες δια να φανούν προς τον επίγειον βασιλέα ευγνώμονες και πιστοί, εκόλαζον τους Χριστιανούς μετ’ ασπλαγχνίας άκρας. Εξόχως δε ο Βικάριος των Γαλατών, ακούσας δια τον Άγιον Κλήμεντα, ότι εβάπτιζε τα παιδιά και εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον, τα δε είδωλα περιέπαιζεν, προσέταξε να τον φέρουν και βλέπων αυτόν νέον και κόσμιον εδοκίμασε με κολακείας να τον νικήση και του λέγει· «Η ευγένεια του προσώπου σου και η ευταξία σου μαρτυρούσιν ότι είσαι και εις την ψυχήν γνωστικός και φρόνιμος· τα δε λόγια, τα οποία ήκουσα από τινας προς κατηγορίαν σου, είναι περίσσια και ασύμφωνα, διότι λέγουν ότι κάμνεις παιδικά και ανόητα πράγματα· λοιπόν ειπέ μας ολίγα λόγια γνωστικά να βεβαιωθώμεν δια την αλήθειαν». Ο δε απεκρίνατο· «Η φρόνησις και η γνώσις μας είναι ο Δεσπότης Χριστός, η αυτοσοφία, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον και το λέγειν και φρονείν μας έδωκε». Του λέγει ο Βικάριος· «Μας επίκρανες, μα τους θεούς, εις τους πρώτους σου λόγους, λάγων εις ημάς τοιαύτα φλυαρήματα· αλλ’ εάν αγαπάς το καλόν σου, άφες τας μωρίας, να φύγης τας τιμωρίας, και προσκύνησον τους θεούς να λάβης από ημάς τιμάς πολλάς και χάριτας». Τότε μειδιάσας ο Άγιος λέγει· «Ημείς οι Χριστιανοί φρονούμεν τας τοιαύτας δωρεάς σας ζημίαν και την τιμήν ατιμίαν μας· τας δε ύβρεις και τιμωρίας, ηδονήν και τρθφήν μας νομίζομεν. Λοιπόν μη ελπίζης να μας διαστρέψης από την ευσέβειαν με τοιαύτας απειλάς».  Εκ τούτων θυμωθείς ο άρχων παρετήρει τον Άγιον με αγριότητα και είπε· «Εγώ σε έκαμα αυθαδέστερον, διότι σου ωμίλησα σπλαγχνικά με ταπείνωσιν, αλλά τούτο δεν είναι παράδοξον, επειδή παιδίον νέον είσαι, και έχεις ολίγην την φρόνησιν· αλλά γίνωσκε, ότι εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς, θέλω σου δώσει ένα πολύ σκληρόν θάνατον, όστις να μη ηκούσθη ουδέποτε· ήτοι ποικίλα και διάφορα βασανιστήρια πρότερον, έπειτα θα αποθάνης κακώς ως κακός, ίνα δια σου σωφρονισθούν πολλοί υπερήφανοι». Απαντά ο Άγιος· «Περισσοτέραν γνώσιν έχουσι τα μικρά βρέφη των Χριστιανών, από σας τους σοφούς και γέροντας· εγώ παρακαλώ τον αληθή Θεόν να του γίνω θυσία εκούσιος, καθώς και αυτός ως άνθρωπος εθυσιάσθη εις τον Σταυρόν δι’ εμέ». Τότε ο τύραννος, αποβαλών το προσωπείον, έδειξε την έσωθεν αγριότητα και προστάσσει να κρεμάσουν εις το ξύλον τον Μάρτυρα, να ξεσχίζουν τας πλευράς του ασπλάγχνως και τόσον τον κατεξέσχισαν, ώστε εφαίνοντο τα σπλάγχνα του και ήτο να τον βλέπη τις ελεεινόν θέαμα. Ταύτα ο Άγιος πάσχων δεν εδειλίασε, δεν ωμίλησε λόγον, δεν ήλλαξεν η όψις του, ούτε εστέναξεν, αλλά υπέμεινεν αυτήν την επώδυνον βάσανον μεγαλοψύχως, ευχαριστών τον Κύριον· και όσον επέρνα ο καιρός και εκουράζοντο οι στρατιώται και έμενον από τον κόπον αι χείρες των ακίνητοι, τόσον ο Άγιοςεγίνετο φαιδρότερος. Και τότε του λέγει ο άρχων· «Μη θαρρείς, ότι εκουράσθην και εγώ ως οι στρατιώται, να σε αφήσω, αλλά ήξευρε ότι θέλω τους αλλάζει συχνάκις έως να ξεσχίσουν όλας τας σάρκας σου και να μείνουν μόνον τα κόκκαλα». Και ούτω κατά τον λόγον και το έργον εγένετο και τον εξέσχιζαν οι ύστεροι στρατιώται από τους πρώτους χειρότερα, έως ου και αυτοί εκουράσθησαν και τότε τον κατεβίβασαν, σχεδόν δε δεν έμεινε σαρξ επάνω του, αλλά ήσαν μόνον τα οστά, ελεεινόν (φεύ!) και φρικωδέστατον θέαμα. Ο δε άρχων πάλιν τον εδοκίμασε πρότερον με κολακείας, έπειτα τον ηπείλησε να τον θανατώση τελείως, εάν δεν κάμη το πρόσταγμά του· ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ο θάνατός μου, δικαστά, δίδει του σώματός μου αφθαρσίαν και της ψυχής μου αθανασίαν εργάζεται». Λέγει ο άρχων· «Άφες τούτους τους μύθους, δια τους οποίους ζημιώνεσθε το γλυκύτατον φως του ηλίου, το οποίον οι θεοί μας εχάρισαν, ελπίζοντες ν’ απολαύσητε ζωήν μέλλουσαν· αλλά αν δεν μου υπακούσης, θέλεις λάβει περισσοτέρας βασάνους, μόνον δε τώρα σου δίδω ολίγας ημέρας άνεσιν δια να δυναμώσης, να βαστάσης περισσότερα παιδευτήρια». Λέγει ο Άγιος· «Μόνον με λόγους φοβερίζεις και με το έργον δεν κάμνεις τίποτε· σου είπα ότι όσον δριμύτερον με θλίβεις εις την σάρκα, τόσον εις την ψυχήν με ωφελείς περισσότερον· λοιπόν ηξεύρεις την γνώμην μου και κάμε μου όσα δύνασαι». Τότε θυμωθείς ο άδικος προστάσσει να δέρουν τον δίκαιον εις τας σιαγόνας και εις το στόμα, ότι μόνον η κεφαλή έμεινεν ατιμώρητος. Οι δε στρατιώται, βλέποντες τον Άγιον καταξεσχισμένον, ως είπομεν, τον ελυπούντο να του δώσουν νεωτέραν βάσανον·  τινές όμως άσπλαγχνοι, υπακούοντες του τυράννου, εκτυπούσαν με λίθους, συντρίβοντες το φιλάληθες στόμα του, ούτος δε έλεγε·  «Με ετίμησες να γίνω κοινωνός του Χριστού μου δια τα ραπίσματα· η μίμησις του πάθους αυτού ελαφρύνει τους πόνους μου». Ταύτα ειπών, προσηύχετο ευχαριστών τον Κύριον. Ο δε τύραννος, θαρρών ότι δεν ηδύνατο να περιπατήση, διέταξε να τον σηκώσουν και να τον φυλακίσουν έως άλλην του διαταγήν·  όμως ο Θεός τον εδυνάμωσε και δεν αφήκε τινά να τον πλησιάση, αλλά περιπατών αφ’ εαυτού του έλεγεν· «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ο δε άρχων εθαύμασε πολύ την καρτερίαν του, λέγων· «τοιούτους στρατιώτας έπρεπενα έχουν οι αυτοκράτορες, να μη δειλιώσιν εις τους κινδύνους και να πολεμούν ανδρειότατα· αλλά εγώ να τον στείλω εις τον βασιλέα, ότι εκείνος μόνον δύναται να τον νικήση ως έμπειρος». Έγραψε λοιπόν επιστολήν και την έστειλεν ομού με τον μάρτυρα εις την Ρώμην, όταν δε εξήρχετο από την χώραν του ο μακάριος, τότε έκαμε ταύτην την δέησιν· «Κύριε ο Θεός μου, φύλαξον την πόλιν σου ταύτην και μη αφήσης τους πιστούς δούλους σου να τους νικήσουν οι αντίδικοι, μήτε εμέ να αλλοτριώσης από την πατρίδα μου, αλλά καθώς υπέστρεψες τον Ιακώβ εις τον οίκον του πατρός του και τα οστά του Ιωσήφ από την Αίγυπτον εις την γην των πατέρων του, ούτω δέομαι της βασιλείας σου, να οικονομήση να επιστρέψω πάλιν εδώ εις την πατρίδα μου». Ταύτα ηύχετο ο Άγιος και ταξιδεύοντες έφθασαν εις την Ρώμην. Και βλέπων ο βασιλεύς την φαιδρότητα του Αγίου και την ευγένειαν εθαύμασε· και δια να τον κάμη να φοβηθή τας βασάνους και να προτιμήση τα χαρμόσυνα, προσέταξε και έφεραν όλα τα ωραιότερα πράγματα, τα οποία είχεν εις τα βασίλεια, χρυσά, αργυρά σκεύη και ιμάτια, λίθους τιμίους και όσα άλλα οι οφθαλμοί ορέγονται, και αυτά μεν έβαλεν εις το ένα μέρος και αντίκρυ έθεσαν όλα τα κολαστήρια, κραββάτους σιδηρούς, τροχούς, εσχάρας, σούβλας, χαλκώματα, τήγανα και άλλα όμοια, τα οποία ουχί να δοκιμάση άνθρωπος, αλλά μόνον να τα ίδη έτρεμε· και λέγει ταύτα προςτον Άγιον δεικνύων εις αυτόν τα πολύτιμα πράγματα· «Αυτά όλα σου τα χαρίζω ομού με την φιλίαν μου, εάν προσκυνήσης τους θεούς ως φρόνιμος· ει δε απειθήσης, θα δοκιμάσης όλα εκείνα τα παιδευτήρια όργανα και άλλα χειρότερα». Λέγει του ο Άγιος· «Εάν σου φαίνωνται αυτά τα χρυσά και αργυρά σκεύη λαμπρά και πολύτιμα, πόσον νομίζεις να είναι τα επουράνια; Και εάν αυτά τα πρόσκαιρα κολαστήρια φαίνωνται τόσον φοβερά, πόσον να είναι ο ποταμός του πυρός, ο τάρταρος και τα λοιπά της αιωνίου κολάσεως; Αυτό το χρυσίον σας είναι ύλη ευτελής και άκαρπος· το κλέπτουσιν οι λησταί και το χάνετε· τα πολύτιμά σας ιμάτια είναι των σκωλήκων γεννήματα και βαρβάρων ανθρώπων τεχνουργήματα και όσοι τα τιμώσιν είναι ανόητοι και των σκωλήκων αυτών ατιμότεροι· αλλά τα αιώνια αγαθά είναι χαρμόσυνα και πανευφρόσυνα, άφθαρτα και ατελεύτητα, καθώς και αυτός ο δημιουργός και Δεσπότης πάσης της κτίσεως είναι άναρχος και αθάνατος, όστις, ως Θεός μεν είναι απαθής, ως άνθρωπος δε εσταυρώθη, ετάφη και ανέστη τριήμερος, αναστήσας ημάς ως αγαθός και παντοδύναμος». Εθυμώθη εις ταύτα ο τύραννος και προστάσσει να τον δέσουν εις τον τροχόν, τον οποίον να γυρίζωσι με πολλήν ορμήν και να δέρνουν με ράβδους τον Μάρτυρα ασπλάγχνως. Ο μεν λοιπόν τροχός βιαίως εστρέφετο και ταχύτατα, αι σάρκες κατεκόπτοντο και τα οστά συνετρίβοντο, ο δε Μάρτυς προσηύχετο λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με· ελθέ και βοήθησόν μοι, ελάφρυνον το βαρύ της κολάσεως, ότι οδύναι θανάτου και κίνδυνοι άδου με εύρον· λοιπόν, λύτρωσαί με εις δόξαν του ονόματός σου και αισχύνην των εχθρών και καταφρόνησιν». Τότε ο τροχός εσταμάυησε, τα δεσμά ελύθησαν, αι χείρες των στρατιωτών εξηράνθησαν και δεν ηδύναντο να τας σαλεύσουν ολότελα· ο δε Άγιος έμεινεν υγιής και αβλαβής. Πολλοί ιδόντες τοιαύτα θαυμάσια εφωτίσθησαν τας ψυχάς των και εκραύγαζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε μακάριος Κλήμης, το κλήμα του Χριστού, καρποφορήσας τα μέλη αυτού ως καρπούς ωραίους, εδόξαζε τον Κύριον λέγων ευχαριστίας ως έπρεπεν. Ο δε τύραννος, θυμώσας περισσότερον, προστάσσει να συντρίψουν με λοστούς σιδηρούς το στόμα του. Έθραυσαν λοιπόν το στόμα και συνέτριψαν τους οδόντας και τας σιαγόνας του· έπειτα τον εφυλάκισαν και την νύκτα επήγαν όσοι επίστευσαν άνδρες τε και γυναίκες και τον παρεκάλεσαν με θερμότητα να τους αξιώση του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν ο Άγιος, βλέπων την πολλήν των ευλάβειαν, τους εβάπτισεν άπαντας, επειδή εις τας φυλακάς υπήρχεν ύδωρ όσον ήθελεν. Εκείνο το μεσονύκτιον ήλθεν εκεί φως λαμπρότατον και έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον, εις το μέσον δε του φωτός εφάνη άνθρωπός τις όλος φως και αυτός με μεγάλας πτέρυγας και δίδων του Αγίου άρτον και ποτήριον, έγινεν άφαντος. Ο δε Άγιος γνωρίζων, ότι ταύτα ήσαν σύμβολα του Δεσποτικού σώματος και αίματος, τα υπεδέχθη ευλαβώς και λέγων τας συνήθεις ευχάς εκοινώνησεν όσους εβάπτισεν. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην οι πιστεύοντες· οι δε φύλακες ταύτα βλέποντες επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, ότι έγινε το δεσμωτήριον Μοναστήριον, ούτος δε έστειλε νύκτα τινά και τους συνέλαβον όλους άνδρας και γυναίκας και παίδας και τους απεκεφάλισαν, διότι δεν ηθέλησαν να προσκυνήσουν τα είδωλα και κανείς δεν έμεινε ζωντανός εκτός από ένα, όστις ωνομάζετο Αγαθάγγελος, και εκρύβη όχι δια φόβον θανάτου, αλλά δια να λάβη πολλά κολαστήρια, ίνα δοξασθή εις την βασιλείαν του Θεού περισσότερον, καθώς κατωτέρω θέλομεν γράψει περί αυτού σαφέστερον. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν τον μακάριον Κλήμεντα και εδοκίμασε πάλιν με κολακείας να τον νικήση, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν έρριψεν αυτόν εις την γην και τον έσυραν δυνατοί στρατιώται από τας χείρας και τους πόδας όσον ηδύναντο και τόσον τον ετέντωσαν, ώστε εσαλεύθησαν όλα του τα μέλη από τους τόπους των και του έδιδον πόνους δριμυτάτους· έπειτα τον έδερναν με βούνευρα ξηρά άνδρες τέσσαρες· αλλά και ταύτας τας βασάνους υπέμεινεν ανδρείως, ως να έπασχεν άλλος. Ο δε τύραννος απορών έλεγε· «Καθώς έχεις, Κλήμη, την ψυχήν φιλόνικον, ούτως είναι και το σώμα σου αταπείνωτον· αλλά πάλιν θέλω να δοκιμάσω (επειδή δεικνύεις ότι είσαι σκληρός ως ο σίδηρος) με σιδηρούς όνυχας να σε εξυπνήσω από την βαθυτάτην αναισθησίαν σου». Λέγει ο Άγιος· «Καλώς είπες, ω βασιλεύ, ότι ο Δεσπότης μου Χριστός μού δίδει ύπνον γλυκύτατον, κοιμίζων τους πόνους με την ελπίδα των μελλουσών απολαύσεων». Τότε κρεμάσαντες αυτόν εις το ξύλον τόσον τον εξέσχισαν οι άσπλαγχνοι δήμιοι υπό του απανθρώπου τυράννου προστασσόμενοι και υπό του μισανθρώπου δαίμονος εκκεντούμενοι, ώστε δεν έμεινε καθόλου σαρξ επάνω του, αλλά εφαίνοντο όλα του τα οστά. Ταύτα ο Άγιος πάσχων είπε προς τον τύραννον· «Δεν είναι ιδικόν μου τούτο το σώμα, όπερ βασανίζετε, δι’ αυτό δεν πονώ· ότι το σώμα, το οποίον η φύσις μού έδωκεν, ηναλώθη και έλυσε με τα πρότερα κολαστήρια και δεν μου έμεινεν απ’ εκείνο μέρος μικρότατον· ταύτην δε την σάρκα, ήτις περιβάλλει τα οστά μου και συνέχει και κρατεί τας αρμονίας, μου έδωκεν ο Χριστός μου, επειδή δια χάριν του την πρώτην εξεδύθην, και πάλιν, εάν και ταύτην μου αναλώσητε, έχει άλλην νεωτέραν να μου δώση ο Κύριος· ότι δεν λείπει ο πηλός από τον κεραμέα ουδέποτε». Αυτά και πλείονα τούτων αφού είπεν ο Άγιος, επρόσταξεν ο τύραννος με λαμπάδας πυρός να τον καταφλέγωσι, και βλέπων αυτόν ότι τα υπέμεινεν όλα με καρτερίαν θαυμασίαν εθαύμαζε και έλεγεν· «Εγώ πολλούς από τους δυσωνύμους Χριστιανούς ετιμώρησα και απείρους εθανάτωσα, αλλά δεν είδα τοιαύτης γνώμης και ψυχής άλλον άνθρωπον». Ταύτα ειπών απέστειλε τον Άγιον εις τον έπαρχον της Νικομηδείας, έγραψε δε και επιστολήν προστάσσων αυτόν να προσπαθήση με όλην του την δύναμιν να τον επιστρέψη εις την ασέβειαν και εάν δεν δυνηθή να τον δώση των θηρίων εις βρώσιν ή με άλλον τρόπον να τον θανατώση ασπλάγχνως. Ενώ λοιπόν εξήρχετο από την Ρώμην ο Άγιος έκλαιον οι πιστοί Χριστιανοί και άλλοι μεν εφίλουν τας χείρας και πόδας του, άλλοι εχρίοντο με το αίμα του και δεν ηδύναντο να ξεχωρίσουν απ’ αυτού και μετά βίας τον άφησαν και εισήλθεν εις το πλοίον, κάμνων προσευχήν εις τον Θεόν δι’ εκείνους και δι’ εαυτόν. Ο δε θείος Αγαθάγγελος, τον οποίον ανεφέραμεν άνωθεν, έχων πόθον να πάθη δια τον Χριστόν εις την συνοδείαν τοτ Αγίου Κλήμεντος, εισήλθε και αυτός εις το πλοίον πρωτύτερα, συμφωνήσας με τους ναύτας να δώση τον ναύλον του, και εκάθητο εις μίαν γωνίαν ευχόμενος. Όταν λοιπόν είδε τον Άγιον, ότι έμεινε μοναχός και προσηύχετο, πλησιάσας εις αυτόν του ανήγγειλεν όλην την υπόθεσιν, ήτοι τον πόθον τον οποίον είχε προς το μαρτύριον και τα επίλοιπα. Ο δε Άγιος Κλήμης εδέχθη τον Αγαθάγγελον ως Άγγελον Θεού και δοξάζων τον Κύριον τοιαύτα προσηύξατο· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, η μόνη μου παράκλησις και βοήθεια, ότι ούτε εις την γην, ούτε εις την θάλασαν με αφήνεις αβοήθητον, αλλά παρηγορείς την ψυχήν μου ως βούλεσαι, και μου έστειλες ως αγαθόν Άγγελον τον αδελφόν μου Αγαθάγγελον, τον οποίον παρακαλώ σε δυνάμωσον εις την ομολογίαν σου, και δόξασον αυτόν, ίνα και συ, πολυέλεε, δοξασθής υπ’ αυτού». Ούτω λοιπόν ηύχοντο ημέραν και νύκτα, και τροφήν ποσώς δεν εγεύθησαν, ότι ουδείς εφρόντισε δι’ αυτούς· εκείνοι δε έχοντες εις την καρδίαν των τον ουράνιον άρτον και το ζων ύδωρ, με ταύτα αοράτως ετρέφοντο. Οι δε στρατιώται βλέποντες αυτούς νήστεις τόσας ημέρας τους ελυπήθησαν, και τους έδιδαν βρώματα. Οι Άγιοι όμως ηυχαρίστησαν μεν αυτούς δια την καλήν των προαίρεσιν, αλλά τα φαγητά δεν εδέχθησαν, λέγοντες ότι ο Θεός τούς έτρεφεν άνωθεν· το οποίον και έγινε, καθώς είπον, και τους έστειλεν ο Κύριος ουρανόθεν κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός τροφήν αρμοδίαν και ετρέφοντο με άρτον των Αγγέλων οι επίγειοι άνθρωποι. Φθάσαντες εις την Ρόδον, εξήλθον οι άνθρωποι από το πλοίον να εύρωσι τροφάς, οι δε Άγιοι έμειναν με ολίγους φύλακας και έχοντες πόθον να υπάγουν εις την Εκκλησίαν να κοινωνήσουν τα θεία Μυστήρια, ειδοποίησαν τον Αρχιερέα του τόπου, Φωτεινόν ονόματι, όστις επήγεν εις το πλοίον με πολλούς Χριστιανούς και παρεκάλεσαν τους φύλακας να λύσουν τους Αγίους να υπάγουν εις την Εκκλησίαν, και πάλιν να έλθωσιν· οι δε εδέχθησαν και προσελθόντες εις την λειτουργίαν ήκουσαν εκείνο το Ευαγγέλιον, όπερ λέγει ταύτα· «Μη φοβείσθε από των αποκτενόντων το σώα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ούτος ο λόγος έσταξεν εις τας ψυχάς των Αγίων πολλήν γλυκύτητα και από την χαράν των εδάκρυσαν· ομοίως και οι παρεστώτες Χριστιανοί συμπονούντες τους Αγίους έκλαυσαν. Τότε παρεκάλεσε τον Άγιον Κλήμενα ο θεοφιλής εκείνος Επίσκοπος να λειτουργήση, ούτος δε υπήκουσε, και όσοι ήσαν άξιοι είδον θαύμα εξαίσιον· ήτοι όταν ελειτούργει ο Άγιος εφαίνετο ανήρ τις φωτεινός εις την Αγίαν Τράπεζαν, εις δε τον αέρα ίσταντο πλήθος πολύ Αγγέλων απαστράπτοντες. Όθεν ιδόντες τοιαύτην θέαν θαυμασίαν έπεσον κατά γης, διότι δεν ηδύναντο να βλέπουν το φως εκείνο το άρρητον. Το θαύμα τούτο ηκούσθη εις όλην την πόλιν, και συνήχθησαν όχι μόνον οι πιστοί, αλλά και πολλοί από τους ειδωλολάτρας, και μάλιστα όσοι είχον ασθενείς, τους οποίους έρριψαν εις τους πόδας τού Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως· αφού δε έθεσε τας χείρας του εις τους αρρώστους ο Άγιος, ω του θαύματος! εθεραπεύθησαν άπαντες και πολλοί ειδωλολάτραι ιδόντες ταύτα επίστευσαν. Οι δε στρατιώται, βλέποντες τον πολύν πόθον, τον οποίον είχεν όλη η πόλις προς τον Άγιον, εφοβήθησαν να μη τον αρπάσουν βιαίως και φύγωσι και δένοντες αυτόν εισήλθον εις το πλοίον και έφυγον. Φθάσαντες δε εις την Νικομήδειαν, παρέδωσαν τον Άγιον εις τον έπαρχον Αγριππίνον να κάμη αυτός την εξέτασιν. Ούτος τον ηρώτησεν εάν ήτο αυτός ο Κλήμης, εκείνος δε απήντησε· «Ναι, ο δούλος του Χριστού είμαι». Οργισθείς εις ταύτα ο έπαρχος προσέταξε να τον ραπίζουν εις το πρόσωπον λέγοντες· «Μη λέγης ότι είσαι του Χριστού, αλλά των βασιλέων υπόδουλος». Ο δε Άγιος είπεν· «Είθε να εκράζοντο οι βασιλείς σας δούλοι του Χριστού, αλλά διότι αυτοί είναι ασεβείς και κακότροποι, φιλονικούσι να απολέσουν και ημάς οι ανόητοι». Ηγριώθη ο Αγριππίνος από τον θυμόν του, και μη δυνάμενος να αποκριθή προς αυτόν, στρέφει προς τον άλλον την όψιν λέγων· «Αλλά συ τις είσαι, και δεν είναι το όνομά σου εις τα βασιλικά γράμματα»; Ο δε Αγαθάγγελος βλέπων προς τον ουρανόν και προς τον Άγιον (όθεν εδέχετο την βοήθειαν) απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι βαπτισμένος από τον Άγιον τούτον Κλήμεντα». Τότε τον μεν Κλήμεντα κρεμάσαντες εσπάθιζον, τον δε Αγαθάγγελον έδερναν με βούνευρα ωμότατα. Έπειτα, αφού τους έδειραν ώραν πολλήν, τους εφυλάκισαν· ούτοι δε προσηύχοντο όλην την νύκτα, και κατελθόντες ουρανόθεν Άγιοι Άγγελοι τους επροθυμοποιούσαν προς το μαρτύριον. Ήσαν δε και άλλοι δι’ άλλας αιτίας φυλακισμένοι, και ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν, οι δε Μάρτυρες εδίδαξαν ικανώς και τους εστερέωσαν και εβάπτισαν· έπειτα ήνοιξεν ο Κλήμης χωρίς κλείδας την θύραν της φυλακής δια του λόγου μόνον, και έφυγαν όλοι οι άλλοι χαίροντες. Μόνον οι Άγιοι έμειναν. Ο δε έπαρχος, ακούσας ταύτα, εθυμώθη και συνάξας λέοντας και άλλα θηρία ο θηριόγνωμος, αφήκεν αυτά κατά των Αγίων ο εναγής· αλλά αυτά εφάνησαν συνετώτερά του και φρονιμώτερα, και ποσώς δεν τους έβλαψαν, αλλά μάλιστα και τα ίχνη των έγλυφον και έσειον τας ουράς των κάμνοντα και έτερα σχήματα, καθώς οι σκύλοι προς τους αυθέντας των. Οι μεν λοιπόν Άγιοι ηυχαρίστουν τον Κύριον λέγοντες: «Δοξασμένος να είσαι, Χριστέ, ότι εφώτισες τα θηρία και μας ηυλαβήθησαν, καθώς και πρώην τον δούλον σου Δανιήλ εθαυμάστωσες». Ο δε αγριώνυμος έπαρχος δεν εγνώρισε την αιτίαν, από το βαθύ σκότος της ασεβείας εκτυφλωθείς ο ασύνετος, αλλά προστάσσει να πυρώσουν σούβλας δυνατά, να τας εμπήξουν από τα δάκτυλα των χειρών των έως τους αγκώνας. Τούτου γενομένου έδωσε δριμυτάτην οδύνην εις τους Μάρτυρας, ότι καθώς τας εκάρφωναν, εσύριζαν οι σάρκες υπό του πυρός καιόμεναι τόσον, ώστε και οι παρεστώτες τους συνεπόνεσαν και εφώναζαν να τους αφήσουν. Ο δε έπαρχος εθυμώνετο περισσότερον και προστάσσει να πυρώσουν και άλλας σούβλας, να τας καρφώσουν από τας μασχάλας έως τους ώμους των, και τούτο τους έδωκε σφοδροτέραν οδύνην και αίσθησιν. Ο λαός τότε αγανακτήσας δια την απανθρωπίαν και αγριότητα του Αγριππίνου, έρριψαν λίθους κατ’ αυτού να τον φονεύσουν ως άδικον, ενώ εφώναζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τούτο δε έλεγον θαυμάζοντες, ότι δεν εξεψύχησαν οι Άγιοι από την σκληροτάτην αυτήν βάσανον. Έγινε λοιπόν μεγάλη ταραχή και θόρυβος, και ο μεν άρχων έφυγεν, οι δε Άγιοι έχοντες άδειαν επήγαν εις ένα όρος, Πύραμιν καλούμενον, εις το οποίον είχον κεκρυμμένα πολλά είδωλα, εις τα οποία προσέφερον θυσίαν οι πεπλανημένοι ειδωλολάτραι. Μετά δε ημέρας τινάς έστειλεν ανθρώπους ο άρχων και έφερε τους Αγίους, και τους λέγει· «Με τας μαγείας σας εκάμετε τον όχλον να σηκώσουν χείρας επάνω μου και να βλασφημούν τους θεούς αναίσχυντα». Οι δε είπον εις αυτόν· «Ο Θεός τους εφώτισε να κηρύξουν τον αλήθειαν, ότι εάν δεν ήτο Θεός αληθής, δεν έκαμνε τοιαύτα θαυμάσια. Λοιπόν μη αμελήσης, αλλά δος μας και άλλας τιμωρίας, όπως μελετάς, να ίδης πως μας λυτρώνει πάλιν από τας χείρας σου  ως Θεός παντοδύναμος». Τότε ο έπαρχος ανεβίβασε τους Αγίους εις την κορυφήν του όρους και πρώτον μεν κατέκοψε τας σάρκας αυτών και τα οστά (φεύ!) συνέτριψεν· έπειτα τους έβαλεν εις δύο σάκκους, και δένων εις αυτούς λίθους μεγάλους, τους έρριψεν από την κορυφήν του όρους εις τον κατήφορον, και κατέβαινον οι σάκκοι κατακτυπώντες εις τους λίθους, έως ου έπεσαν εις το πέλαγος, και όλοι ενόμισαν ότι απέθανον οι Μάρτυρες. Οι δε φιλομάρτυρες επήγαν από το άλλο μέρος και εστέκοντο εις τον αιγιαλόν, αναμένοντες μήπως και τους εκβάλη η θάλασσα. Αφού δε παρήλθεν ώρα αρκετή βλέπουσι τους σάκκους αναβαίνοντας από τον βυθόν και πλέοντας εις τα ύδατα. Όθεν εμβαίνοντες εις μίαν λέμβον επήραν τους σάκκους, και ανοίξαντες αυτούς, βλέπουσιν, ω της αφάτου σου, Χριστέ βασιλεύ, και απορρήτου δυνάμεως! Ζώντας τους Αγίους και δεν είχον ουδέ μικρόν σημείον πληγής επάνω των. Ήλθε δε και φως εις αυτούς από τους ουρανούς το μεσονύκτιον, Άγιοι δε Άγγελοι λαβόντες αυτούς από την χείρα τους εξήγαγον εις την ξηράν και τους έδωσαν τροφήν ουράνιον, και φαγόντες εδυνάμωσαν, οι δε Άγγελοι τους εστερέωσαν και έγιναν ισχυρότεροι και δυνατώτεροι παρά ό,τι πρότερον, ερχόμενοι δε εις το μέσον της πόλεως διηγούντο εις τους πιστούς του Θεού τα θαυμάσια. Περιπατούντες δε εις την οδόν οι Άγιοι εύρον δύο τυφλούς εις ένα δωμάτιον και ένα του οποίου ήτο εξηραμμένη η χειρ, και άλλον τελείως παράλυτον, εις τους οποίους προσεγγίσαντες τας χείρας οι Μάρτυρες εθεράπευσαν χωρίς κόπον και έξοδον. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι, οίτινες είχον διαφόρους ασθενείας, ιατρεύθησαν. Ταύτα μαθών ο έπαρχος εγνώρισεν, ότι όχι μόνον αυτούς δεν ηδύνατο να θανατώση, αλλά και εζημιώνετο πολλούς ειδωλολάτρας, οίτινες επίστευον εις τον Χριστόν, βλέποντες τοιαύτα θαυμάσια. Λοιπόν έστειλε προς τον βασιλέα γράμματα, να κάμη τους Αγίους ως βούλεται. Ιδών δε εκείνος πόσα κολαστήρια έλαβον και δεν απέθανον, εδειλίασε να τους επιχειρηθή, δια να μη καταισχυνθή και αυτός εις το ύστερον, αλλά του έγραψε να τους στείλη εις τον ηγεμόνα της Αγκύρας, Κουρίκιον ονόματι, ίνα τους θανατώση εκείνος εις αυτήν την χώραν του Κλήμεντος. Τούτο δε ήτο οικονομία Θεού και πρόνοια να υπάγη πάλιν ο θείος Κλήμης εις την πατρίδα του, αφού επέρασε τόσην γην και θάλασσαν, καθώς αυτός ηύχετο, ως άνωθεν είρηται. Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις την χώραν του, ηυχαρίστει τον Θεόν με φαιδρότητα, λέγων· «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, ότι επήκουσες της δεήσεώς μου και με έφερες εις την πατρίδα μου με καλήν προσθήκην τον σύναθλον Αγαθάγγελον». Μετά τινας ημέρας, καθήσας εις το κριτήριον ο Κουρίκιος, έφεραν τους Αγίους, και πρώτον μεν εδοκίμασε με κολακείας ο δόλιος, εγκωμιάζων τον ιερόν Κλήμεντα και φημίζων αυτόν ως φρόνιμον. Έπειτα, όταν είδεν ότι οι Άγιοι ενέπαιζον τα είδωλα και έλεγον ότι είχον δια χαράν των τα κολαστήρια, εθυμώθη πολύ ο αλιτήριος λέγων· «Επειδή εις τας τιμωρίας χαίρεσθε, εγώ να σας φιλοτιμήσω, κακοδαίμονες». Επύρωσε λοιπόν ένα σίδηρον τόσον, ώστε εσπινθηροβόλει από κάθε μέρος, έβαλον δε αυτόν εις τας μασχάλας του Κλήμεντος, έπειτα και εις τας πλευράς, δένω δυνατά τους αγκώνας του, δια να αισθάνεται τον πόνον δριμύτερα. Και καρφώνων εις την γην ένα ξύλον ορθόν, έδεσεν εις αυτό τον Κλήμεντα, τον δε Αγαθάγγελον εκρέμασαν και ιστάμενοι πέριξ αυτού οι δήμιοι κετεξέσχιζαν τας πλευράς και τους μηρούς του, και εμπαίζων αυτούς ο άρχων τους ηρώτα εάν ησθάνοντο τον πόνον της βασάνου. Ο δε Κλήμης απεκρίνετο· «Όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται, τόσον ανακαινίζεται η ψυχή έσωθεν». Ο δε τύραννος φιλονικών να νικήση την υπερβολήν της υπομονής με την υπερβολήν των κολάσεων, επύρωσε σφοδρά σιδηράν περικεφαλαίαν, και όταν έγινεν ολοκόκκινη, την έβαλεν εις την κεφαλήν του Μάρτυρος, και ευθύς εξήρχετο ο καπνός από το στόμα, την ρίνα και τα ώτα του Αγίου, όστις βαρέως εστέναζε, ζητών από τον Θεόν βοήθειαν. Και τότε εψυχράνθη ο σίδηρος, εκείνοι δε οίτινες εξέσχιζαν τον Αγαθάγγελον εκουράσθησαν. Ταύτα ιδών ο τύραννος ετρόμαξε, την υπομονήν αυτών θαυμάζων και προστάσσει να τους φυλακίσουν. Η δε σοφή Σοφία, η θετή μήτηρ του Αγίου Κλήμεντος, βλέπουσα αυτόν κατόπιν τοσούτων χρόνων ανελπίστως, ηγαλλιάσατο και πηγαίνουσα την νύκτα κρυφά εις το δεσμωτήριον ενηγκαλίσθη τον Άγιον δακρυρροούσα και καταφιλούσα το στόμα, τους οφθαλμούς, τας χείρας και όλα τα μέλη του, τον ηρώτα δε πως επέρασεν εις την ξένην και πως ηγωνίσθη και τις ήτο ο συνοδίτης αυτού και σύναθλος. Ο δε Άγιος της είπεν εξ αρχής την υπόθεσιν και αυτή τους επεμελήθη στοργικώς, έπλυνε τας πληγάς των, έβαλε βότανα και μανδήλια και τους έφερε τροφάς όσας ήθελον. Ο δε Κουρίκιος, συλλογιζόμενος τι να κάμη τους Μάρτυρας, εγνώρισεν ότι δεν δύναται να τους νικήση και τους έστειλεν εις τον βικάριον των Αμυσινών, ονόματι Δομετιανόν, ηκολούθει δε και η φιλόπαις και φιλομάρτυς Σοφία με όλα τα παιδιά, τα οποία ο Άγιος Κλήμης εβάπτισε πρότερον, ως άνωθεν είρηται, περί των οποίων, όταν ανέφερον εις τον τότε βασιλέα, προσέταξεν, εάν θελήσουν να ξεχωρίσουν από τον Άγιον Κλήμεντα, να τον αφήσουν να υπάγουν όπου θέλουσιν, ει δε και δεν δεχθούν, να κόψουν και εκείνων τας κεφαλάς. Οι δε στρατιώται εκοπίασαν πολύ να τα ξεχωρίσουν απ’ εκείνον και δεν ηδυνήθησαν, ότι έπιπτον κατά γης και εκρατούσαν δυνατά τους πόδας του μακαρίου Κλήμεντος και δεν εξεκολλούσαν απ’ εκεί, έως ου έκοψαν τας κεφαλάς των· και ούτως έδειξαν ακριβώς, ότι τούτο ήτο «δώρημα τέλειον» της καλής του γνώμης και αγαθής προαιρέσεως, «άνωθεν καταβαίνον» εκ «του Πατρός των φώτων», κατά τον θείον Ιάκωβον (Καθ. Επ. Α 17). Έμειναν λοιπόν τα άγια σώματα των παίδων εις ένα κάμπον, η δε καλή Σοφία επήρε συγχώρησιν από τους Αγίους να απομείνη εκεί να τα ενταφιάση, έπειτα δε να υπάγη πάλιν προς αυτούς. Έφεραν λοιπόν τους Αγίους εις τον βικάριον, με τον οποίον συνεζήτησεν ο θείος Κλήμης περί της αιωνίου ζωής σοφώτατα, δοκιμάζων μήπως και τον φέρη εις μετάνοιαν, να πιστεύση εις τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος δεν έβαλε κατά νουν τους λόγους του Αγίου και προστάσσει να τους φυλακίσουν δια να τους εξετάζη ένα προς ένα, να τους νικά ευκολώτερα, καθώς ενόμιζεν· αλλά δεν ηδυνήθη ο μάταιος. Όθεν γεμίσας ένα μεγάλον λάκκον ασβέστην άσβεστον, τους έβαλεν εντός αυτού θέσας και στρατιώτας να τους φυλάττουν, δια να μη τους κλέψωσιν. Ο Θεός όμως εφύλαξε και αυτούς αβλαβείς, ως πάλαι τους τρεις Παίδας διέσωσεν εις την Χαλδαϊκήν κάμινον. Ήτο δε ώρα Δευτέρα, εν ημέρα Παρασκευή, όταν τους έβαλαν. Και όταν ενύκτωσεν, ήλθεν από τους ουρανούς φως λαμπρότατον και περιέλαμπεν εκείνον τον τόπον όλην την νύκτα και καρπός εις το θαύμα ηκολούθησεν· ότι δύο από τους φύλακας, Φάγγων και Εύκαρπος τα ονόματα, ιδόντες το φως επήδησαν εις την άσβεστον, τον Χριστόν επικαλούμενοι και το πρωϊ νομίζων ο νεκρός την ψυχήν βικάριος ότι απέθανον, προσέταξε να εξαγάγουν τα λείψανα. Οι δε ιδόντες και τους τέσσαρας σώους και υγιείς εξεπλάγησαν και το ανήγγειλαν εις τον τύραννον, όστις προσέταξε να εμπήξουν πασσάλους εις τα σώματα των δύο στρατιωτών και ούτως εδέχθησαν οι μακάριοι του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Μετά ταύτα έδερναν τους Αγίους με ράβδους καθ’ όλον το σώμα των, έως ου συνέτριψαν όλα των τα οστά, έτι δε και δύο λωρίδας από την ράχιν των έβγαλαν και τότε πυρώσαντες δύο σιδηρά στρώματα τους ήπλωσαν επάνω τοποθετούντες από κάτω κάρβουνα πολλά αναμμένα και χύνοντες άνωθεν πίσσαν, θείον και έλαιον τοσούτον ήναψε το πυρ, ώστε όλοι ενόμισαν ότι απέθανον· ομοίως και ο βικάριος βλέπων αυτούς ότι δεν εσάλευον, αλλά ήσαν κλεισμένοι οι οφθαλμοί των, προσέταξε τους υπηρέτας να σβύσουν το πυρ και να ρίψουν εις τον ποταμόν τα λείψανα. Εκείνοι όμως οι μακάριοι εκοιμώντο ύπνον τινά γλυκύν και θαυμάσιον· και εις τον ύπνον ήλθεν ο αγωνοθέτης Χριστός με πλήθος Αγίων Αγγέλων και τους λέγει· «Μη φοβείσθε, ότι εγώ είμαι εις την συνοδείαν σας». Οι μεν λοιπόν Άγιοι εξύπνησαν και διηγείτο ο ένας εις τον άλλον την όρασιν, ωσάν να ήσαν εις δροσερά χορτάρια και όχι εις φλόγα πυρός καιόμενοι. Ο δε Δομέτιος, ιδών αυτούς παραδόξως και του πυρός κυριεύσαντας, απηλπίσθη τελείως και μη ηξεύρων πλέον ποίαν άλλην παίδευσιν να τους δώση, τους έστειλεν εις τον Μαξιμιανόν, όστις ήρχετο τότε από την Ταρσόν εις την Άγκυραν. Καθώς λοιπόν εβάδιζον οι Άγιοι εις την οδόν ήτο καύσων πολύς και ο τόπος ξηρός και άνυδρος, και όχι μόνον οι Άγιοι, αλλά και οι ατρατιώται και άλλοι πολλοί συνοδοιπόροι εκινδύνευαν από την δίψαν εις θάνατον· όθεν οι Άγιοι κλίναντες την καρδίαν και τα γόνατα έλεγον· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις προσέταξας την θάλασσαν και εσχίσθη εις δύο και την σκληράν πέτραν και εξήγαγεν ύδωρ, Αυτός και τώρα πρόσταξε να εξέλθη ύδωρ εις τούτον τον άνυδρον τόπον, ίνα θεραπεύσωμεν την άμετρον δίψαν, ότι όσα θέλεις κάμνεις ως Παντοδύναμος». Ταύτα αφού είπον με θερμά δάκρυα, εξήλθεν ύδωρ (ω του θαύματος!) από την ξηράν εκείνην γην, καθαρόν και γλυκύτατον και πιόντες όλοι ηυφράνθησαν. Αύτη η φήμη ηκούσθη εις τα περίχωρα και έφερον αρρώστους και ιατρεύοντο όχι με χόρτα ή άλλα φάρμακα, αλλά μόνον δι’ επιθέσεως των χειρών των Αγίων εις τους ασθενείς. Ο δε μακαριώτατος Κλήμης είχε τόσην δίψαν να πάθη δια τον Χριστόν και άλλα βάσανα, ώστε δεν εχόρτασε με τα περασμένα, αλλά πάλιν εδέετο του Θεού όπως τον αξιώση να βασανίζεται δι’ αγάπην του καθ’ όλην του την ζωήν, λέγων τα εξής: «Δέσποτα Θεέ, μόνε Βασιλεύ των αιώνων, μη με πάρης ακόμη εις το μέσον των ημερών μου, αλλά κάμε μου την χάριν ταύτην, να πάσχω όλην μου την ζωήν δια την αγάπην σου κολαστήρια, έως να σου θυσιάσω όλα τα μέλη μου, δια να απολαύσω πάλιν λαμπρότερα». Ταύτα ευχόμενος ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Ό,τι εζήτησες, Κλήμη, έχε το· λοιπόν ενδυναμού και τρέχε ανδρείως τον δρόμον της αθλήσεως, ότι όλος ο καιρός της ζωής σου θέλει τελειώσει με μαρτύριον όστις είναι χρόνοι κη΄ (28) μετ’ εκείνων όπου ήθλησες έως της σήμερον». Απελθόντες λοιπόν εις την Ταρσόν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, όστις τους εκολάκευεν ώραν πολλήν ίνα τους διαστρέψη, και διελέγετο ο Άγιος Κλήμης μετ’ αυτού χωρίς δειλίαν ή φόβον τινά, ελέγχων την ασέβειαν αυτού· όθεν εσβέσθη από τον θυμόν η φωνή τού τυράννου και προστάσσει να ανακάψουν κάμινον δυνατώτερα από την Χαλδαϊκήν, έρριψαν δε τους Αγίους εις αυτήν και πάντες ενόμισαν ότι παρευθύς εξεψύχησαν, ότι μόνον απ’ έξω να βλέπη κανείς ήτο φόβος και τρόμος κατά αλήθειαν· εις την κάμινον τους αφήκαν ένα ημερονύκτιον, δια να μη μείνη ούτε καν οστούν. Αλλά η θεία χάρις τους εδρόσιζεν, ώσπερ τους τρεις Παίδας και αβλαβείς διεφύλαξεν, απ’ έξω δε ηκούετο ήχος εοερταζόντων και ευωδία θαυμασία. Την άλλην ημέραν, αφού έσβυσεν η φλοξ, επήγεν ο βασιλεύς να ίδη και τους βλέπει (ω του μεγίστου τερατουργήματος! ) προσευχομένους, και δεν εκάη ούτε καν μία από τας τρίχας των και εξαγαγόντες αυτούς έξω, είπεν εις αυτούς ο ανόητος· «Ειπέτε μοι, σας παρακαλώ, ποίας μαντείας εκάματε και δεν σας έκαυσεν η φλοξ ολότελα»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς δεν ηξεύρομεν μαγείας, αλλά ο αληθής Θεός, τον οποίον προσκυνούμεν, εξουσιάζει τα στοιχεία και όλα του υπακούουσι». Τότε πάλιν προσέταξε να τους δέσουν από τους πόδας και να τους σύρουν εις όλην την πόλιν και να τους σπαράσσουν έως ου βιαίως να ξεψυχήσουν. Αλλά πάλιν και αυτό εκείνον εζημίωσε μάλιστα· ότι όσοι είδον το ρηθέν της φλογός θαυμάσιον, βλέποντες πάλιν αυτούς ούτω συρομένους και σοαρασσομένους και μη αποθνήσκοντας, επίστευσαν εις τον Χριστόν, γνωρίσαντες την πολλήν αυτού και ανυπέρβλητον δύναμιν. Απορών λοιπόν ο Μαξιμιανός και μη ηξεύρων πλέον τι να κάμη, τους κατεδίκασε να μείνουν εις σκοτεινήν φυλακήν χρόνους τέσσαρας, μήπως και βαρυνθούν την πολλήν στενοχωρίαν του τόπου και την κάκωσιν τόσον καιρόν και του υπακούσουν· αλλ’ εψεύσθη ο μάταιος· ότι ο πόθος προς τον Χριστόν και η ελπίς των μελλουσών απολαύσεων τους έκαμνε και εχαίροντο εις την φυλακήν, ώσπερ να ήσαν εις πλούσιον και φωτεινόν παλάτιον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς ημέλει και δεν είχε πλέον προθυμίαν να τους παιδεύση, ηξεύρων την προθυμίαν των και προσεποιήθη ότι δεν ήσαν άξιοι ως ανόσιοι να τον ίδωσι. Μόνον εξήταζε και εύρεν ένα από τους ηγεμόνας σκληρότερον των άλλων, Σακερδώνα ονόματι, όστις εθανάτωσε πολλούς Χριστιανούς με δεινά κολαστήρια. Τούτον προσέταξεν ο τύραννος να εξετάση τους Μάρτυρας, τους οποίους έφεραν εις το κριτήριον και τους εδοκίμασε με διαφόρους λόγους, ποτέ μεν φοβερίζων, ποτέ δε κολακεύων. Ιδών δε ότι δεν επρόκοπτε με τους λόγους, τους εβασάνισε και αυτός, καθώς και οι πρότεροι τύραννοι, και τόσον κατεξέσχισαν τας σάρκας των, ώστε εφαίνοντο οι αρμοί των σπονδύλων και όλα τα οστά. Αλλά αυτοί μεν υπό της θείας χάριτος δυναμούμενοι υπέμενον ανδρείως την βάσανον και ήρχοντο εις την φυλακήν περιπατούντες καθώς επρόσταξεν. Αυτός δε από την λύπην και εντροπήν του, ότι τον ενίκησαν, ελιποθύμησε και τον έφεραν σηκωτόν εις το παλάτιον. Καθώς λοιπόν ήρχοντο εις την φυλακήν οι Άγιοι, έτρεχον οι πιστοί και περισυνέλεγον τας σάρκας και τα αίματα, τα οποία έπιπτον απ’ αυτών και τα εφύλαττον ως μέγαν θησαυρόν δι’ ευλάβειαν. Αφού δε έκαμεν όσα τεχνάσματα, σοφίσματα, μαγγανείας και μηχανήματα ηθέλησεν ο Σακερδών και δεν ηδυνήθη να τους νικήση, έμεινε κατησχυμμένος και περίλυπος, τον περιέπαιζε δε ο Μαξιμιανός με τους άρχοντας. Τότε ηγεμών τις, ονόματι Μάξιμος, είπε προς τον τύραννον· «Δώσε αυτούς εις εμέ, ω βασιλεύ, και ελπίζω εις τους μεγάλους θεούς να τους νικήσω ή να τους θανατώσω κακώς τους κακούς, να μη μας πειράζωσι». Τους επήρε λοιπόν ο δείλαιος Μάξιμος, όστις ήτο όγδοος τύραννος, ότι άλλοι επτά τους εβασάνισαν πρότερον. Πρώτον μεν λοιπόν  υπεκρίθη ότι ήτο φίλος των και τους έλεγε λόγια αγαπητικά ο δόλιος· μετά πολλάς ημέρας όμως εφανέρωσε την αιτίαν της δολεράς εκείνης και προσποιητής φιλίας και τους λέγει· «Να ηξεύρετε, φίλοι μου, ότι οι αθάνατοι θεοί σας αγαπώσιν ως τέκνα των, καθώς μου είπον εις τον ύπνον μου και δεν σας ωργίσθησαν, διότι ήξευραν ότι εις το τέλος έχετε να επιστρέψητε προς αυτούς· και πάλιν σήμερον μου είπεν ο μέγας Διόνυσος να σας οδηγήσω εις τον βωμόν να τον προσκυνήσετε». Λέγουσι προς αυτόν οι Άγιοι· «Ποίον Διόνυσον ονομάζεις αθάνατον, τον χαλκούν ή τον λίθινον; Εάν λέγης τον λίθινον, ήξευρε, ότι εις ολίγας ημέρας τον βλέπεις τσακισμένον ή εις τον τοίχον με άλλους ομοίους λίθους κτισμένον ή να τον κάμνουν ασβέστην εις την κάμινον· τον χαλκούν πάλιν θέλεις ίδει σφυροκοπούμενον υπό του τεχνίτου, όστις θα τον κάμη χύτραν και τήγανον». Ταύτα ακούσας ο τύρανος εθυμώθη και αποβαλών το προσωπείον αποκαλύπτει και φανερώνει τον έσω Μάξιμον, και προστάσσει να καρφώσουν εις την γην αντιστρόφως σούβλας αιχμηράς και μαχαίρας ηκονισμένας, ήτοι να είναι αι αιχμαί αυτών ακονισμέναι επιμελέστατα. Επάνω λοιπόν εις αυτάς ήπλωσαν ύπτιον τον μακάριον Κλήμην και τον έδερον εις την κοιλίαν δυνατά με ξύλα χονδρά, δια να βαραίνη και να καθίζουν αι σούβλαι βαθύτερα εις την ράχιν του, του δε Αγίου Αγαθαγγέλου έχυσαν εις την κεφαλήν βραστόν μόλυβδον. Αλλά πάλιν ο Κύριος τους εδυνάμωνε και υπέμειναν ανδρείως και ταύτα ως και τα πρότερα· εξαιρέτως δε εθαύμαζον οι ειδωλολάτραι τον Άγιον Κλήμεντα, πως δεν απέθανε, αφού ήσαν αι σούβλαι καρφωμέναι εις την καρδίαν και εις όλον του το σώμα. Αφού δε ταύτα εποίησαν, ήγειραν τον Άγιον από την βάσανον και ήτο ωσάν ένδυμα κατατρυπημένον και ξεσχισμένον από κάθε μέρος και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο ότι έζη· είπε δε προς τους ειδωλολάτρας· «Γνωρίσατε καν τώρα, ότι ο Θεός τον οποίον προσκυνώ είναι παντοδύναμος και καταισχύνει τας επιβουλάς σας, μη αφήνων την ψυχήν μου να εξέλθη από του σώματος». Απελπισθείς λοιπόν τελείως ο Μάξιμος και μη γνωρίζων τι να κάμη, το ανήγγειλεν εις τον βασιλέα, όστις ομοίως μη έχων πλέον ελπίδα τινά εις αυτούς, προσέταξε να τους κρατούν φυλακισμένους, έως να αποθάνωσιν. Όταν δε παρήλθε καιρός πολύς και είδον ότι οι Άγιοι δεν απέθανον, τους επήρεν εις άρχων δεινός, ονόματι Αφροδίσιος, και έστρωσε πλουσίαν τράπεζαν και τους προσεκάλεσε να τους φιλεύση, δια να πάρουν δήθεν από τας πρώην βασάνους ολίγην άνεσιν. Αλλά αυτοί δεν επήγαν, είπον δε εις αυτόν· «ημείς τρώγομεν άρτον ουράνιον, τον οποίον όστις τον φάγη, δεν πεινά ουδέποτε». Όθεν οργισθείς ο άφρων Αφροδίσιος, διότι δεν κατεδέχθησαν την φιλίαν του, έδεσεν αυτούς εις δύο λίθους μύλου μεγάλους και σύραντες αυτούς εις όλην την χώραν, τους ελιθοβόλουν οι των λίθων αναισθητότεροι. Οι δε γενναίοι Μάρτυρες ευχαρίστως υπέμενον τα λυπηρά με θαυμασίαν καρτερίαν, δια την οποίαν επίστευσαν εις τον Χριστόν πολλοί ειδωλολάτραι. Νικηθείς λοιπόν από τους Αγίους ο αφρονέστατος Αφροδίσιος, το ανήγγειλε προς τον βασιλέα, ο οποίος έγραψεν απόφασιν να τους κλείσουν εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν να μείνουν ανεπιμέλητοι και άσιτοι, έως να ξεψυχήσουν από την πείναν και την πολλήν κακοπάθειαν. Τούτο δε ήτο οικονομία Θεού, δια να περάσουν χρόνοι, να γίνουν σωστοί είκοσιν οκτώ (28) καθώς αυτός ο Κύριος απεκάλυψεν εις τον μακάριον Κλήμεντα, όταν αυτός τον παρεκάλεσε να πάθη πολλά κολαστήρια. Έμειναν λοιπόν οι Άγιοι κεκλεισμένοι εις την φυλακήν πολύν καιρόν, από μεν ανθρωπίνην δύναμιν ανεπιμέλητοι, υπό Θεού δε βοηθούμενοι και παραδόξως τρεφόμενοι. Πολλοί δε άλλοι ευσεβείς εμαρτύρησαν εκείνας τας ημέρας κατά τας οποίας ήσαν οι Άγιοι φυλακισμένοι. Όταν δε επέρασαν και πάλιν χρόνοι πολλοί και είδον οι φύλακες ότι παρ’ όλας τας στερήσεις, τας οποίας επέβαλλον εις τους Μάρτυρας, εκείνοι δεν απέθανον, εβαρύνθησαν και ανέφεραν προς τον βασιλέα την υπόθεσιν, ο οποίος εθυμώθη τόσον, ώστε ύβριζε τους θεούς του, ότι δεν ηδύναντο να θανατώσουν δύο εχθρούς των, οίτινες τους εμάχοντο. Έπειτα ηρώτησεν από ποίαν χώραν ήσαν οι Μάρτυρες και μαθών ότι ήσαν από την Άγκυραν έστειλεν αυτούς πάλιν εκεί, γράφων προς τον ηγεμόνα Λούκιον να τους θανατώση. Ούτω γνωρίζεται ο Κύριος, ότι ποιεί το θέλημα των δούλων του, αποστείλας πάλιν εις το ύστερον τους Αγίους εις την πατρίδα των, αφού επέρασαν τόσους κινδύνους εις διαφόρους πόλεις και χώρας, να λάβουν εις την ιδίαν γην τον ποθούμενον θάνατον. Φεύγοντες λοιπόν από την Ταρσόν επήγαν εις την Άγκυραν αγαλλόμενοι. Ο δε ηγεμών τους εφυλάκισε, προστάξας να δέσουν αυτούς εις ξύλον με ένα λίθον μεγάλον, να μη δύναται κανένας να σαλεύση. Έπειτα εδοκίμασε πρώτα με κολακείας να πλανήση τον Αγαθάγγελον· αλλ’ εις μάτην εκοπίαζεν ο ανόητος, ότι ο Άγιος τον ήλεγξε με πολλήν παρρησίαν, υβρίζων τα είδωλα καθώς έπρεπεν· όθεν, γνωρίσας ο τύραννος την αμετάθετον γνώμην του Αγίου, επύρωσε περόνας σιδηράς, ήτοι καρφία μεγάλα και τα ενέπηξεν εις τα ώτα του Μάρτυρος και καθώς επέρασαν εις τον μυελόν του, του ήλθε μεγάλη συσκότισις και καπνός εξήρχετο από το στόμα και την ρίνα του. Όχι δε μόνον ταύτα τα κολαστήρια του έκαμαν οι ακόλαστοι, αλλά και τας πλευράς του έκαιονμε λαμπάδας. Τας οδύνας ταύτας υπομένων γενναίως ο ένδοξος Αγαθάγγελος επεκαλείτο τον Κύριον εις βοήθειαν λέγων· «Δέσποτα Ιησού Χριστέ, μη με στερήσης της μακαρίας εκείνης των αθανάτων αγαθών απολαύσεως, αλλά δυνάμωσόν με να τελειώσω τον δρόμον της ομολογίας σου, να με συναριθμήσης με τον δούλον σου Κλήμεντα και τους άλλους σου Μάρτυρας, ότι έλειψεν η δύναμίς μου και μόνον εις σε η ψυχή μου ήλπισε». Ταύτα ο Άγιος ηύχετο, ο δε Θεός επήκουσεν αυτού την δέησιν και έδωκεν ο ηγεμών κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να τον διαστρέψη. Λοιπόν τον επήγαν εις ένα τόπον, Κρυπτόν καλούμενον, και έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν τη ε΄ (5) του Νοεμβρίου μηνός· η δε μακαρία ψυχή του απήλθεν εις την ουράνιον απόλαυσιν να συναγάλλεται μετά των Αγίων Αγγέλων αιώνια. Η δε θεοφιλής και θεόσοφος Σοφία, όταν είδε τον Άγιον τελειωθέντα, εχάρη και λαβούσα το Άγιόν του λείψανον το εναπέθεσεν εις τόπον απόκρυφον με πολλήν ευλάβειαν. Μαθών ο πολύαθλος Μάρτυς του Χριστού Κλήμης του συνάθλου του την τελείωσιν, ηυχαρίστησε πολλά τον Θεόν, ότι ετέλεσε τον δρόμον του άγια. Ο δε ηγεμών προσέταξε να δίδουν εις τον Άγιον εκατόν ραπίσματα καθ’ ημέραν και εκατόν πληγάς εις το πρόσωπον. Όθεν και ο λίθος εις τον οποίον τον είχον δεδεμένον και όλη η γη εκοκκίνιζεν από τα αίματα· ο δε υπέμενεν ευχαριστών τον Κύριον· την νύκτα δε πάλιν ήρχετο Άγιος Άγγελος με φως άμετρον και τον εθεράπευεν. Ούτω λοιπόν υπέμεινεν ο θείος Κλήμης εις την φυλακήν δεμένος εις τον λίθον, και τον έδερναν καθ’ εκάστην ημέραν έως ου ετελείωσαν οι είκοσι οκτώ χρόνοι από τον καιρόν όπου ήρχισε το μαρτύριον, και τότε έλαβε και την σφαγήν με τον τρόπον τούτον. Η θεοφιλής Σοφία είχε πόθον άμετρον να ίδη τον μακάριον Κλήμεντα να λειτουργήση· όθεν νύκτα τινά, κατά την οποίαν ετελείτο η αγρυπνία των θείων Θεοφανείων, κινουμένη από θείον ζήλον, ετόλμησε να κάμη τοιαύτην ανδραγαθίαν η πάνσεμνος· ήτοι επήρεν όλους τους υπηρέτας και δούλους της, και τα παιδία όπου δια την ψυχήν της ανέτρεφε, και επήγαν την νύκτα άνδρες και γυναίκες κρυφίως εις το δεσμωτήριον, και δωροδοκήσαντες τους φύλακας έλυσαν τον Άγιον και τον ενέδυσε στολήν λευκήν η Σοφία, του έβαλε δε και το ωμοφόριον, και επήγαν εις την Εκκλησίαν με λαμπάδας και θυμιάματα. Ενεδύθη δε και αυτή ομοίως στολήν λευκήν δια να φανερώση την έσωθεν της ψυχής φαιδρότητα, την οποίαν είχε δια τον θετόν υιόν της Κλήμεντα. Ο Άγιος δε προεγνώρισε την τελείωσίν του και κρατών εις την μίαν χείρα το ιερόν Ευαγγέλιον, ύψωσε την άλλην και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και προσηύχετο δια την κατά πνεύμα μητέρα του, και δι’ όλον το ποίμνιον, και δι’ όσους θέλουν τον εορτάζει, να τους δώση ο Κύριος σωτηρίαν ψυχής και ει τι άλλο ζητήσωσιν εύλογον. Ταύτα λέγων, επέρασαν αγρυπνούντες όλην την νύκτα ευχόμενοι, έχοντες τας θύρας κεκλεισμένας επιμελώς και αφού εξημέρωσεν ελειτούργησεν ο Άγιος και τους εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια. Έπειτα έκαμε και διδαχήν θαυμασίαν ο θείος Κλήμης, το κλήμα του Χριστού, και τους επότισεν οίνον θεολογίας γλυκύτατον. Έπειτα βλέπων αυτούς ότι ήσαν έμφοβοι διότι ήκουσαν, ότι έμελλον να έλθουν στρατιώται να τους φονεύσουν, προεφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Μη φοβείσθε, αδελφοί, αλλά έχετε θάρρος, ότι κανείς από σας δεν φονεύεται, ει μη μόνον εγώ την δωδεκάτην ημέραν, και οι δύο Διάκονοι, Χριστόφορος και Χαρίτων· έπειτα θα σβύση ο θυμός των ειδώλων, θα ειρηνεύση ο κόσμος, θα κηρύττεται ο Χριστός εις όλα τα φρούρια και τας πόλεις, θα κλείσουν οι βωμοί των Ελλήνων και θα φύγουν όσοι προσκυνούσι τα είδωλα. Τούτο δε θέλει γίνει εις ολίγον καιρόν και θέλετε το ίδει πολλοί από σας». Ταύτα προφητεύσας φανερά ο θαυμάσιος, εχάρη η σοφή Σοφία, και συνάξασα χήρας και ορφανά, τους έτρεφε και επεμελείτο πλουσιοπάροχα. Όταν δε ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, ήτις ήτο Κυριακή, λειτουργήσας ο Άγιος τους εκοινώνησεν όλους, καθ’ ην ώραν δε έκλινε τον αυχένα εις την Αγίαν Τράπεζαν ήλθεν εις άρχων, ονόματι Αλέξανδρος, με πλήθος στρατιωτών και εισελθόντες εξαίφνης εις τον Ναόν, προσέταξεν ο άρχων ένα στρατιώτην, όστις και κτυπήσας απέκοψε δια της σπάθης του την κεφαλήν του Αγίου, την δε παναγίαν και άχραντον προσφοράν, ω της μακροθυμίας σου, Χριστέ Βασιλεύ! Έρριψαν εις την γην, και την κατεπάτησαν οι ασεβείς και παμμίαροι τύραννοι. Ούτω λοιπόν ο μέγας Κλήμης είδε το ποθούμενον τέλος, και έγινε θυσία ο θύτης εις τον Θεόν ευπρόσδεκτος. Και οι μεν άλλοι κλαίοντες έφυγον, οι δε δύο Διάκονοι, οίτινες συνελειτούργησαν με τον Άγιον, εστέκοντο εις την αγίαν Τράπεζαν και εκεί τους εφόνευσαν. Τότε η πιστή Σοφία, η κατά Θεόν μήτηρ και τροφός και παιδαγωγός του μεγάλου Κλήμεντος, ανάπτουσα λαμπάδας και θυμιάματα, επήρε το πολυπαθές και πολύαθλον αυτού σώμα με άσματα πνευματικά και ύμνους ως έπρεπε και τυλίξασα τον πολύτιμον αυτόν θησαυρόν με καθαράν σινδόνα λαμπρώς τον λαμπρόν εις το Κρυπτόν απέκρυψεν, εκεί όπου έθαψε και τον σύναθλον Αγαθάγγελον, δια να είναι εις μίαν θήκην τα σώματα, καθώς και τας μακαρίας αυτών ψυχάς εις ένα τόπον ευφρόσυνον ανέπαυσεν ο Κύριος. Τους δε Διακόνους ενεταφίασεν πλησίον αυτών και έκτισε και αυτών μικράν οικίαν. Έπειτα εκάθησεν εις τον τάφον του Αγίου Κλήμεντος και έλεγε ταύτα προς αυτόν μετά πίστεως· «Εγώ μεν, ω τέκνον, σας έκρυψα εις το Κρυπτόν, ο δε Χριστός να σας αναπαύση εις το φανερόν, επειδή δι’ αυτόν τούτον εβασανίσθητε. Εγώ δε εγήρασα πολύ και τώρα έρχομαι προς σας, ότι ο Κύριος με εφύλαξεν έως την σήμερον δια να σας ενταφιάσω ομού, καθώς και τους μακρούς χρόνους του μαρτυρίου ομού καλώς ετελέσατε· αλλ’ εύξασθε, δέομαι και παρακαλώ σας, ηγαπημένα τέκνα μου, δια την μητέρα και τροφόν και δούλην σας, ίνα με αξιώση ο Κύριος να εύρω και εγώ η αμαρτωλός ολίγην παρρησίαν προς αυτόν, να έλθω εις την συνοδείαν σας, καθώς και εδώ μετά πόθου σας υπηρέτησα». Και ταύτα ειπούσα η μακαρία μετά δακρύων και πίστεως, δεν απέτυχε της αιτήσεως, αλλά προσεκάλεσε και αυτήν ο πανάγαθος Κύριος, δια πρεσβειών του Αγίου Κλήμεντος και της ανταπέδωσε το εκατονταπλάσιον. Ούτος είναι ο βίος του βιοθανούς και νεκρεγέρτου Κλήμεντος. Αυτά είναι τα άθλα και οι φρικτοί τούτου αγώνες, και τα υπέρ άνθρωπον κατορθώματα, τα οποία με βραχυλογίαν εγράψαμεν. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Πόσους θανάτους έλαβεν ο αοίδιμος, και πόσους τυράννους ήλλαξεν ο αήττητος, από τους οποίους επαιδεύετο χρόνους κη΄ (28) και ύστερα τη κγ΄ (23η) Ιανουαρίου μηνός του έτους 296 επί της βασιλείας των μισοχρίστων τυράννων Διοκλητιανού και Μξιμιανού έκοψαν την πολύαθλον και πολύζωον αυτού κεφαλήν. Λάβετε από τον μακάριον τούτον το παράδειγμα όλοι οι ράθυμοι και ανυπόμονοι όπου δεν ημπορείτε, αν σας κεντήση μία βελόνη ή ενός ψύλλου δάγκωμα, να υπομένετε, αλλά ραθυμείτε και βλασφημείτε εις κάθε ολίγον πόνον ωτίου ή οδόντος ή άλλου μέρους τινός από τα εντόσθια και προσκαλείτε ανυπομόνητοι τον θάνατον. Όστις ενθυμείται τας αρρήτους τιμωρίας των αιωνίων κολάσεων, υπομένει πάσαν παίδευσιν πρόσκαιρον, εάν ήτο η μεγαλύτερη, ηξεύρων ότι δια μέσου ταύτης της μικράς κολάσεως λυτρώνεται από εκείνας τας φρικτάς, αίτινες δεν τελειώνουσιν ουδέποτε, και κληρονομεί χαράν ανεκλάλητον και ανάπαυσιν αιώνιον, ίνα δοξάζη μετά του πολυάθλου και βιοθανούς αΚλήμεντος και μετ’ άλλων μαρτύρων την Παναγίαν Τριάδα, αγαλλόμενος. Η πρέπει δόξα και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου