ΚΑΝΕΝΑ
ἄλλο πρόσωπο στήν ἱστορία μας, τήν ἀνθρώπινη, δέν παρουσιάζει τόσο ἐπιτυχημένα
τό ἀπολυτρωτικό καί ἐξαγιαστικό ἀποτέλεσμα, πού εἶχε τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά
τόν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παναγία μας. Στή μορφή της βλέπουμε ἀνάγλυφα πῶς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται
μέ τόν Θεάνθρωπο καί γίνεται ἀνθρωπόθεος. Ἀναγνωρίζουμε τό ἀρχαῖο κάλλος, στό ὁποῖο
μᾶς ἐπαναφέρει ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ, ἀλλά καί τήν καινή κτίση, τήν ὁποία
κατεργάζεται ἡ δόξα τῆς ἀναστάσεως. Διότι ἡ Παναγία δέν ἔγινε μόνο Θεοτόκος, ἀλλά
ὑπῆρξε καί ἡ Κεχαριτωμένη· οὔτε ἔμεινε ἁπλῶς Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παρέμεινε
μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ της. Δίκαια, λοιπόν, ἡ Παρθένος Μαρία θεωρεῖται σύμβολο καί ἀπαρχή
τῆς νέας δημιουργίας, τῆς ἀναγεννημένης ἀνθρωπότητος, ἀντιπρόσωπος τοῦ θεωμένου
ἀνθρώπου καί ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας.
Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ του Νέου,
του εκ της κωμοπόλεως
Αγίου Λαυρεντίου έλκοντος την καταγωγήν, εν Κωνσταντινουπόλει δε αθλήσαντος,
επί της βασιλείας Σουλμάν Μεχμέτ του Δ΄ εν έτει σωτηρίω 1686.
Χαίρει σήμερον των Αποστόλων ο χορός και λαμπρότατα πανηγυρίζει απολαμβάνων τον ομώνυμόν του Απόστολον. Αγάλλονται τα των Μαρτύρων συστήματα, συναριθμούντα εν ταις χορείαις αυτών τον νεοφανή Μάρτυρα, όστις, ως άλλος αυγερινός του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους της δουλείας τω αχπστ΄ (1686) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, οπότε πάντες σχεδόν οι ετερόφυλοι και ετερόθρησκοι άρχοντες της εποχής εκείνης, οι τε τον μόνιμον στρατόν της μεγάλης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούντες, και άπαντες εν γένει οι διοικηταί, ανώτεροί τε και κατώτεροι του κολοσσιαίου εκείνου κράτους, επί τοσούτον προέβησαν αυθαιρεσίας και φανατικότητος, ώστε αδύνατος αποβαίνει η παράστασις του εγκλήματος δι’ ολίγων, και μάλιστα αφ’ ου άλλων επεχειρήσαμεν την διήγησιν.
Χαίρει σήμερον των Αποστόλων ο χορός και λαμπρότατα πανηγυρίζει απολαμβάνων τον ομώνυμόν του Απόστολον. Αγάλλονται τα των Μαρτύρων συστήματα, συναριθμούντα εν ταις χορείαις αυτών τον νεοφανή Μάρτυρα, όστις, ως άλλος αυγερινός του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους της δουλείας τω αχπστ΄ (1686) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, οπότε πάντες σχεδόν οι ετερόφυλοι και ετερόθρησκοι άρχοντες της εποχής εκείνης, οι τε τον μόνιμον στρατόν της μεγάλης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούντες, και άπαντες εν γένει οι διοικηταί, ανώτεροί τε και κατώτεροι του κολοσσιαίου εκείνου κράτους, επί τοσούτον προέβησαν αυθαιρεσίας και φανατικότητος, ώστε αδύνατος αποβαίνει η παράστασις του εγκλήματος δι’ ολίγων, και μάλιστα αφ’ ου άλλων επεχειρήσαμεν την διήγησιν.
Η Παναγία και ο Λαός, -- του Φώτη Κόντογλου
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ'
αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι
ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα
την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς
και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει
εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου
κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον
και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και
κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε,
κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου
και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Δεκαπενταύγουστος: Πότε καθιερώθηκε η μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας
Oι πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της
Κοίμησης της Θεοτόκου εμφανίζονται τον πέμπτο αιώνα μΧ, γύρω στην εποχή που
συγκλήθηκε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθόρισε το
θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της
Θεοτόκου.
Για πρώτη φορά φαίνεται να γιορτάστηκε στα Ιεροσόλυμα
στις 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετατέθηκε στις 15 του ίδιου μήνα. Είχε δε
γενικότερα θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της
Κοιμήσεως και ονομάζονταν «ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας». Κέντρο του πανηγυρισμού
αναφέρεται στην αρχή ένα «Κάθισμα» (ναός), που βρίσκονταν έξω από τα Ιεροσόλυμα
στον δρόμο προς την Βηθλεέμ. Η σύνδεση αυτής της γιορτής με την Κοίμηση της
Θεοτόκου, έγινε στον ναό της Παναγίας, που βρισκόταν στη Γεσθημανή, το
«ευκτήριο του Μαυρικίου», όπου υπήρχε και ο τάφος της.
ΛΟΓΟΣ Γ΄ Πανηγυρικός εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου.
Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου,
εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. (Ψαλμός μδ΄ ).
(Του Κερνίκης και Καλαβρύτων Επισκόπου Ηλία Μηνιάτη)
Αυτή είναι η πλέον ζωντανή και πρεπώδης εικών της
μεταστάσης εις ουρανούς Θεομήτορος, ην εζωγράφησε με θεοκίνητον κάλαμον ο
Προφητάναξ· και προς την θεωρίαν της εικόνος ταύτης προσκαλώ σήμερον τα όμματα
της ευλαβούς σας διανοίας, ω φιλέορτον σύστημα. Μη στοχασθήτε εδώ κάτω τα
θλιβερά εκείνα σύμβολα του θανάτου· εκεί δηλαδή, όπου φαίνεται ένα σώμα νεκρόν
ηπλωμένον επάνω εις ένα κράββατον, κηδευόμενον σεπτώς παρά των ιερών Αποστόλων,
παραδόξως συνηγμένων εκ των περάτων της γης. Εις την αγιωτάτην Παρθένον όλα
εστάθησαν υπέρ άνθρωπον· εις τούτο μόνον έδειξε πως ήτο φύσεως ανθρωπίνης,
διότι σήμερον φαίνεται, ότι είναι φύσεως θνητής· αλλά και εις τούτο εφάνησαν
και τα προνόμια της θείας χάριτος· διότι καθώς όταν η πανάμωμος Μαρία
συνέλαβεν, η σύλληψις εστάθη άσπορος, και όταν εγέννησεν, η κύησις εστάθη
αδιάφθορος, έτσι όταν απέθανεν, η νέκρωσις εστάθη αθάνατος.
ΛΟΓΟΣ Β΄ Πανηγυρικός εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου.
«Που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξίν;» (Άσμα
Ασμάτων)
(Του Μακαρίου Σκορδύλη ή Κωφού)
Ω μακαριωτάτη και κοσμοχαρμόσυνος αύτη ημέρα της
Κοιμήσεως της Παρθένου, εις την οποίαν εκπληττόμενα τα πλήθη των μακαρίων
Αγγέλων, ως δεδιδαγμένα από το Πανάγιον Πνεύμα, κράζουν με το στόμα του
Σολομώντος· «Που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξί»; Συ η ωραία και
πάγκαλος κόρη, η καλή εν γυναιξίν, η νεκρά και αθάνατος, η τεθνηκυία και ζώσα,
η εκ των Αποστόλων κάτω εν Γεθσημανή κηδευομένη και από ημάς τους Αγγέλους εν
ουρανώ δοξαζομένη, δείξον ημίν που απήλθεν ο αδελφιδός σου, ο αγαπητός σου και
μονογενής Υιός; Σήμερον όπου συνίπταται η μακαρία ψυχή σου με ημάς τας αϋλους
δυνάμεις της ουρανίου ιεραρχίας, σήμερον όπου ανέρχεσαι από τον κόσμον εις τον
ουρανόν, και από την Γεθσημανή εις τον Παράδεισον, φανέρωσον ημίν «Που απήλθεν ο
αδελφιδός σου, η καλή εν γυναιξίν;»
«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΕΚΦΟΙΤΩΣΑ…»
Συνήθως
χαρακτηρίζεται η Πεντηκοστή «τελευταία εορτή» μέσα στον κύκλον των μεγάλων
θαυμάτων της θείας Οικονομίας. Και, αναντίρρητα, με την προοπτικήν του
«παρόντος αιώνος» η εορτή αυτή αναγνωρίζεται χρονικά η «εσχάτη μεγάλη ημέρα της
Σωτηρίας μας. Αν όμως «θεωρήση» κανείς το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον» από
μίαν ακραιφνεστέραν ορθόδοξη σκοπιάν, την εσχατολογικήν, -- εφ’ όσον η ορθόδοξη
εμπειρία είναι κατ’ εξοχήν εμπειρία του μέλλοντος, -- θα διακρίνη γιορτές, που,
όχι απλώς σαν την Πεντηκοστήν εγκαινιάζουν τα έσχατα, αλλά δυναμικά
προσανατολίζουν προς την συντέλειαν, επειδή αναφέρονται σε «Γεγονότα», που
«βιάζουν» μάλλον με το περιεχόμενό τους την ερχομένην Βασιλείαν και «αρπάζουν»
με την δίνην της αφόρητης χαράς τους ανεκτίμητα λάφυρα από τον άκτιστον πλούτον
της, «σημαίνοντας» έτσι στους μύστες τους την ακάθεκτην επέλευση του «Τέλους»,
δηλαδή την ατέλεστην εκείνην τελειότητα που γίνεται όλο και περισσότερον απτή
πραγματικότητα για όσους μαρτυρικά ή ειρηνικά «τελειούνται».