Τη ΙΕ΄ (15η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Επισκόπου Ιλλυρικού.

Ελευθέριος ο θαυμαστός και ένδοξος Ιερομάρτυς διέλαμπεν ως αστήρ φωταυγέστατος κατά το δεύτερον ήμισυ του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος, γεννηθείς εις την περιφανή μεγαλόπολιν Ρώμην από γονείς ευγενείς, λαμπρούς και πλουσίους, οίτινες ήσαν όχι μόνον κατά σάρκα περιφανείς, αλλά και εις την πίστιν ευγενείς τε και ευσεβέστατοι, διότι η μήτηρ αυτού, Ανθία ονόματι, ήτο δεδιδαγμένη την ακρίβειαν της Πίστεως από τους μαθητάς του μακαρίου Παύλου. Αύτη γεννήσασα τον ιερόν τούτον παίδα τον ωνόμασεν Ελευθέριον, τον οποίον ανέθρεψεν ευσεβώς.
Ο δε πατήρ αυτού ήτο μεν πλούσιος, ως είπομεν, και διετέλεσεν ύπατος της πόλεως, όπερ αξίωμα ήτο εν από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αξιώματα των αρχόντων, πλην έζησεν ολίγον καιρόν μετά την γέννησιν του Αγίου· όθεν έμεινεν ούτος υποτασσόμενος εις την μητέρα αυτού, η οποία τον έδωκεν εις τον Αρχιερέα της Ρώμης να τον μανθάνη τα ιερά γράμματα. Βλέπων ο Αρχιερεύς το ήθος του νέου, την ευταξίαν, την κοσμιότητα και τας άλλας αρετάς, τας οποίας είχε, τον προεχείρισε Κληρικόν· όταν δε έγινεν ετών δεκαπέντε τον εχειροτόνησε Διάκονον, εις τα δεκαεπτά Ιερέα και εις τα είκοσι τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον του Ιλλυρικού· αλλά ας μη θαυμάση τις δια το ότι τον έκαμαν Επίσκοπον τόσον νέον, διότι τούτο εγένετο κατ΄ οικονομίαν Θεού δια τας μεγάλας αρετάς του νέου Ελευθερίου και μάλιστα διότι ήτο τόσον λόγιος και σοφός, ώστε προσείλκυε με την διδαχήν του πάντας εις την ευσέβειαν· όθεν δια να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να μη κρύπτεται, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και δια να φωτίση πολλάς ψυχάς και να επιστρέψη τους εσκοτισμένους εις θεοσέβειαν, δια τούτο πρεπόντως τον ανεβίβασεν εις τον υπέρτιμον θρόνον ο μέγας Ανίκητος, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης, γνωρίζων πόσοι θέλουν φωτισθή δια μέσου αυτού, καθώς και εγένετο και επέστρεψαν πολλοί Έλληνες και εβαπτίσθησαν, διότι η γλυκύτης και η σοφία των λόγων του παρεκίνει τους ακροατάς να γνωρίσουν την αλήθειαν. Ο δε διάβολος, όστις φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων πάντοτε, ελύσσα κατ΄ αυτού και έτριζε τους οδόντας ο δείλαιος και μη δυνάμενος να τον θανατώση ο ανίσχυρος, ενδύεται τον βασιλέα όλως δι΄ όλου εισερχόμενος εις τα εκείνου εντόσθια και εκίνησε διωγμόν κατά της ευσεβείας ο ασεβέστατος. Εδίωκε λοιπόν κοινώς πάντας τους Χριστιανούς ο άχρηστος βασιλεύς και εξόχως εζήτει τον Ελευθέριον δια να θανατώση εκείνον πρώτον ως αίτιον της ευσεβείας και κατόπιν τους άλλους. Απέστειλε λοιπόν στρατηλάτην τινά, ονόματι Φήλικα, προστάσσων αυτόν να φέρη επειγόντως τον Ελευθέριον· ο δε Φήλιξ επήγε με πλήθος στρατιωτών και περιεκύκλωσε την Εκκλησίαν, εντός της οποίας είχεν ακούσει ότι εδίδασκεν ο Άγιος. Εισήλθεν όθεν εις το Ναόν με κακήν γνώμην και βλέμμα άγριον· αλλά καθώς εισήλθε και είδε τον Άγιον με τοσαύτην ευκοσμίαν και ήκουσε την γλυκυτάτην εκείνην γλώσσαν και την πάνσοφον αυτού διδασκαλίαν, ω του θαύματος! εθαύμασε και μεταβαλών το άγριον βλέμμα εις ιλαρότητα, γίνεται ο πρώην λύκος ήμερον πρόβατον και αντί διώκτου μαθητής και υπήκοος, καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πλούτον και συγγενείς, δεν ενδιαφέρεται ποσώς δια να δώση απόκρισιν εις τον βασιλέα, αλλά προσπίπτων εις τους πόδας του Αγίου πιστεύει εις τον Χριστόν ο αοίδιμος. Ο δε Άγιος τον κατήχησε και τον ενουθέτησε την ακρίβειαν της πίστεως· έπειτα τον συνεβούλευσε να τον υπάγη εις τον βασιλέα, καθώς τον προσέταξε, δια να μη ζημιωθή ο Άγιος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Εκίνησαν λοιπόν εις οδοιπορίαν και καθώς διήρχοντο από βρύσιν τινά εζήτησεν ο ευλαβής Φήλιξ (ως άλλος Κανδάκης από τον Φίλιππον) να τον βαπτίση ο Ελευθέριος, όστις ιδών τον πολύν αυτού πόθον και την μεγάλην προθυμίαν προθύμως και εκείνος τον ανεγέννησε δια του θείου Βαπτίσματος. Μεθ΄ ημέρας δε τινας φθάσαντες εις την Ρώμην, ο μεν πιστότατος Φήλιξ ηνώθη με τους άλλους Χριστιανούς και τους είπε τα γενόμενα, ο δε Άγιος επήγεν εις το κριτήριον χαίρων ως να τον είχον καλεσμένον εις πανήγυριν και εορτήν πανευφρόσυνον. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Άγιον τόσον νέον και ωραίον και την πολλήν αυτού ευταξίαν και κοσμιότητα, τον εσυμπάθησε και του λέγει· «Διατί, Ελευθέριε, αφήκας την προπατορικήν σου πίστιν και την ευσέβειαν των θεών και πιστεύεις εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον»; Ο δε Άγιος εσιώπα, ακούσας τοιούτον λόγον ανόητον και δεν έδωκεν εις αυτόν ουδεμίαν απόκρισιν. Τότε πάλιν ο τύραννος είπε προς τον Άγιον λόγους πολλούς και κολακευτικούς και του υπέσχετο δωρεάς και χαρίσματα πλούσια, εάν θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε δεν υπακούση, ηπείλει ότι θα του δώση διάφορα κολαστήρια. Ο δε Ελευθέριος ελευθέραν και την απόκρισιν έδωκε προς αυτόν ειπών· «Πώς να καταδεχθώ να προσκυνήσω τοιούτους θεούς αναισθήτους και ξόανα άψυχα; Μάλιστα και σας, οίτινες προσκυνείτε αυτούς, σας ταλανίζω και σας κλαίω, διότι ο Θεός σάς ετίμησε με το λογικόν, σεις δε γίνεσθε ανοητότεροι των ξύλων και των λίθων και νομίζετε ότι αυτά είναι θεοί, τον δε αληθινόν και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και όλον τον κόσμον εδημιούργησεν, αφήσατε και προσκυνείτε τους δαίμονας· εγώ όμως λατρεύω τον Δεσπότην μου Χριστόν· αυτόν σέβομαι και ομολογώ Θεόν αληθέστατον, τας δε τιμάς και δωρεάς, τας οποίας μου υπόσχεσαι, ως και τα δεινά και φρικτά κολαστήρια, με τα οποία με απειλείς, νομίζω πληγάς νηπίων και παίχνια, διότι εγώ απηρνήθην τον κόσμον και εσταυρώθην κατά τον διδάσκαλόν μου Παύλον και νομίζω τον θάνατον δια τον Χριστόν μου τρυφήν και δόξαν και αγαλλίασιν». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη και προστάσσει να πυρώσουν χάλκινον κράββατον και να θέσουν επάνω τον Άγιον, να έχουν δε υποκάτω πολλούς άνθρακας και εκεί να τον αφήσουν έως να ψηθή τελείως. Όταν λοιπόν έρριψαν τον Άγιον εις την φοβεράν εκείνην βάσανον, τον ελυπήθη όλος ο λαός της πίλεως, όστις ήτο εκεί συνηγμένος και αναρίθμητοι άνθρωποι ελοιδόρησαν τον βασιλέα δια την τοιαύτην ωμότητα λέγοντες· «Διατί ν΄ απολεσθή τοιούτος άνθρωπος επιφανής, ευγενής και πάνσοφος, ως καταφρονεμένος τις και άτιμος»; Ο δε παντοδύναμος Θεός ελάφρυνε τας οδύνας αυτού άνωθεν και έκειτο ο Άγιος δροσιζόμενος, ως να ήτο εις τρυφερά και δροσερά χόρτα. Μετά ώραν ικανήν, όταν παρήλθεν ο θυμός του τυράννου, είπε να τον εκβάλουν από την εσχάραν, νομίζων ότι απέθανεν· ο δε Άγιος επήδησεν όρθιος και απαθής χωρίς να έχη πληγήν τελείως και έψαλλε ταύτα περιχαρής και αγαλλιώμενος· «Υψώσω σε ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα» (Ψαλμ. ρμδ΄ 1), και τα λοιπά του ψαλμού· και τότε λέγει προς τον τύραννον· «Κοίταξέ με τώρα, ω βασιλεύ, που ενόμιζες ότι έγινα παρανάλωμα του πυρός και ίδε ότι ουδόλως αυτό με ήγγισεν· εννόησον λοιπόν εκ τούτου την επ΄ εμέ δύναμιν του μόνου αληθινού Θεού μου, των δε ιδικών σου ψευδωνύμων θεών την ασθένειαν».Ταύτην την παρρησίαν του Μάρτυρος ενόμισεν ο βασιλεύς ως ύβριν αυτού· όθεν εύρεν άλλην νεωτέραν βάσανον να τον παιδεύση ισχυρότερον. Επρόσταξε λοιπόν και έθεσαν τον Άγιον επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην και κάτωθεν μεν αυτής είχον πλήθος ανθράκων, άνωθεν δε έχυνον έλαιον δια ν΄ ανάψουν την φλόγα περισσότερον· πλην ουδέ τότε η Χάρις του Θεού ημέλησεν, αλλ΄ ευθύς ως τον ήπλωσαν εις την εσχάραν, το μεν πυρ έσβυσε και ο σίδηρος εψυχράνθη, ο δε Άγιος έμεινεν υπό της θείας Χάριτος δροσιζόμενος. Ο θυμός όμως του τυράννου μάλλον εξήπτετο και προστάσσει να βάλλουν λίπος, κηρόν και πίσσαν εις λέβητα και να βράσουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Αφού δε από την πολλήν πυράν εκοκκίνισεν ο λέβης, είπεν ο τύραννος· «Αναμέσον ζωής και θανάτου ευρίσκεσαι, Ελευθέριε· όθεν φρόντισον δια το συμφέρον σου, διότι εγώ, εκτιμών την ευγένειάν σου και την πολλήν καλωσύνην και το κάλλος σου, σε λυπούμαι, μα τους θεούς, και δεν θέλω να χάσης την ζωήν σου δι΄ εν πείσμα μάταιον και ανωφελές». Ο δε Άγιος γενναίως και αφόβως ήλεγχε τον βασιλέα, ονομάζων αυτόν λύκον της Αραβίας, όστις εφόνευε τους πιστούς ως πρόβατα· του έλεγε δε, ότι δεν ηδύνατο να τον αποσπάση από την γνώμην του, έστω και αν τον υπέβαλλεν εις όλα τα βασανιστήρια του κόσμου. Τότε επρόσταξεν ο τύραννος και τον έρριψαν εις τον λέβητα· αλλά ματαίως εκοπίαζε, διότι μετέβαλε τον πυρ εις δρόσον η άνω Πρόνοια και έμεινεν ο Μάρτυς πάσης βλάβης αμέτοχος ως και πρότερον δοξάζων τον Κύριον. Ο δε τύραννος ίστατο περίλυπος απορών και μη γνωρίζων τι να πράξη ο δείλαιος. Τότε ο έπαρχος της πόλεως, Κορέμων ονόματι, όστις ήτο πολυμήχανος και ήξευρε διάφορα κολαστήρι, βλέπων τον βασιλέα διαπορούντα και οδυνώμενον, τον παρηγόρησε λέγων· «Εγώ, βασιλεύ, να σε απαλλάξω από τους κόπους και τας φροντίδας δια τον Ελευθέριον και να τον κάμω να εκτελέση τον λόγον σου ή άλλως να απολεσθή κακώς και ανηλεώς». Ταύτα ειπών, επρόσταξε και έφεραν κλίβανον χάλκινον, έσωθεν του οποίου είχον από παντού καρφωμένα αιχμηρά σίδηρα, έβαλον δε πυρ δια να τον πυρώσουν δυνατά και να ρίψουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Ο έπαρχος δε αυτός εγνώριζε μεν την πίστιν του Χριστού, καθό δεδιδαγμένος από τον Φήλικα, πλην ήτο φίλος του βασιλέως και δια την πρόσκαιρον δόξαν δεν άφηνε την θρησκείαν των ειδώλων. Όταν λοιπόν αυτός ητοίμαζεν εκείνο το φρικτόν κολαστήριον, τότε ο Άγιος ως άλλος Στέφανος παρεκάλει τον Κύριον, αντί πάσης άλλης βοηθείας, να φωτίση τους διώκτας του και να τους δώση σωτηρίαν ψυχής· υψώσας δε προς ουρανόν τον νουν και την διάνοιαν, έλεγε ταύτα με ψυχικήν αγαλλίασιν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ και Θεέ μου, όστις με ενεδυνάμωσας και τοσούτων αγαθών με ηξίωσας, ώστε να πάθω ταύτα δια το πανάγιόν σου Όνομα. Αυτός και τώρα την μεν ψυχήν μου λύτρωσον από τας χείρας των εχθρών σου και σώσον με, δια να γνωρίσουν όλοι, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθέστατος, αυτούς δε αξίωσον να μισήσουν τα αναίσθητα είδωλα και να έλθουν εις την αλήθειαν». Ο μεν λοιπόν Άγιος ούτως ηύχετο· ο δε Κύριος επήκουσεν αυτού και εφώτισε τον έπαρχον, όστις ηλλοιώθη και ώσπερ να μη ήτο εκείνος, όστις ητοίμασε την τιμωρίαν του Μάρτυρος, επλησίασε τον βασιλέα και του λέγει· «Ποίον κακόν έπραξεν ο καλός Ελευθέριος και τον αποφασίζεις εις τοιούτον κακόν και χαλεπόν θάνατον»; Ο δε βασιλεύς ηπόρει ακούσας τοιαύτα ανέλπιστα και τον ηρώτα τι έπαθε και έστρεψεν η γνώμη του εις το εναντίον τόσον γρήγορα. Και του έλεγεν· «Εγώ σε ετίμησα περισσότερον από κάθε άλλον άρχοντα του παλατίου μου και σε εψήφισα έπαρχον, πλούτον πολύν σου εχάρισα και πάλιν εάν είσαι φιλάργυρος και επήρες από τον Ελευθέριον χρυσίον και συμπονείς δι΄ αυτόν, εγώ να σου δώσω χαρίσματα μεγαλύτερα». Ο δε Κορέμων επληρώθη όλος θείου Πνεύματος με την προσευχήν του Αγίου και φωτισθείς την διάνοιαν έλεγεν· «Η τιμή σου ας είναι μετά σου εις απώλειαν και τα αργύριά σου ας τα καύση το πυρ, το οποίον σε αναμένει εις την κόλασιν, διότι με το θέλημά σου, γίνεσαι τυφλός εις την αλήθειαν και δεν γνωρίζεις την αδυναμίαν των θεών σου, οίτινες δεν δύνανται να λυτρώσουν εκ του πυρός ουδένα από σας, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε τοσάκις τους δούλους του».Ταύτα ακουσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον ο ανόητος, ώστε έστρεψε την προτέραν αγάπην εις μίσος ανείκαστον και προστάσσει να βάλουν εις τον ητοιμασμένον κλίβανον αυτόν τούτον τον έπαρχον, όστις τον ητοίμασεν. Όταν δε έφερον πλησίον αυτού τον έπαρχον και είδε την φοβεράν εκείνην φλόγα, εφώναξε προς τον Άγιον λέγων· «Ποίησον, Άγιε του Θεού, δέησιν προς τον αληθή Θεόν δι΄ εμέ και ενδυνάμωσόν με με το όπλον του Χριστού, καθώς και τον στρατηλάτην Φήλικα περιετείχισας». Ούτω λοιπόν ο Κορέμων καθοπλισθείς με τας ευχάς του Αγίου, εισήλθεν εις τον κλίβανον μετά προθυμίας και πίστεως· Χάριτι όμως Χριστού έμεινε και αυτός αβλαβής και ηυχαρίστει και υμνολόγει τον Κύριον. Ο δε βασιλεύς προσέταξε και τον απεκεφάλισαν· ούτω δι΄ ολίγον κόπον μιας στιγμής εκέρδησε ζωήν αιώνιον και αγαλλίασιν άρρητον. Αφού ο Άγιος Κορέμων ετελειώθη, επρόσταξεν ο τύραννος και έβαλον εις τον κλίβανον τον Άγιον, αλλ΄ ευθύς το μεν πυρ έσβυσε, τα δε σίδηρα έστρεψαν προς τα οπίσω το οξύ μέρος αυτών ευλαβούμενα τας σάρκας του Μάρτυρος. Ο δε βεβλαμμένος τον νουν και ασύνετος τύραννος έμεινε τυφλός εις την ψυχήν και δεν ήθελε να γνωρίση την αλήθειαν· όθεν φυλακίζει πάλιν τον Άγιον. Πολλοί όμως δια τας άνω ειρημένας θαυματουργίας εφώναζον· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε άχρηστος ελύσσα κατά του Αγίου και τον αφήκεν εις τα δεσμά ν΄ αποθάνη από την πείναν και την κακοπάθειαν. Ο Θεός όμως, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος, αυτός και τον Ελευθέριον επεμελείτο εις την φυλακήν και του έστελλε τροφήν με περιστεράν όσας ημέρας παρέμεινεν έγκλειστος. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι δεν ίσχυον αι πονηρίαι του, εδαιμονίζετο περισσότερον, και προστάσσει να δέσουν εις ζυγόν ίππους αγρίους, ο αγριώτερος και αλογώτερος εκείνων, και να δέσουν τον Άγιον όπισθεν αυτών και να τον σύρουν επάνω εις λίθους και βράχους δια να κατακοπούν αι σάρκες του και να ξεψυχήση ελεεινότατα.  Ματαίως όμως έχανε τον καιρόν του μη παύων να μελετά κακά κατά του Αγίου ο εναγής και παμμίαρος τύραννος, διότι ο παντοδύναμος Κύριος δεν ημέλει να του στέλλη εξ ύψους βοήθειαν· όθεν ελθών Άγιος Άγγελος μετέβαλεν εις ημέρους τούς αγρίους ίππους και λύσας τα δεσμά ελευθερώνει τον Ελευθέριον, τον οποίον εκάθισεν επάνω εις την άμαξαν, την οποίαν έσυρον οι ίπποι και τον επήγε καθεζόμενον εις το πλησίον όρος αταράχως, εκεί δε γίνεται και άλλο θαυμασιώτερον· ήτοι, καθώς ανεγίνωσκε την Ακολουθίαν του, υμνολογών τον Κύριον, συνηθροίζοντο αι άρκτοι και οι λέοντες και άλλα άγρια ζώα του όρους και περιεκύκλουν τον Άγιον χαίροντα και εσκίρτων νεύοντα προς την γην τας κεφαλάς των. Ταύτα μαθών ο ασύνετος τύραννος από τινας κυνηγούς, οι οποίοι έτυχον εκεί και είδον τοιούτον θαυμάσιον, δεν ηυλαβήθη καν από ταύτα τον ΄γιον, αλλά γίνεται των θηρίων ανοητότερος και στέλλει στρατιώτας να του φέρουν τον Ελευθέριον. Τα δε θηρία, ως τους είδον, ώρμησαν με θυμόν εναντίον των, και θα τους εξέσχιζαν με τους οδόντας και τους όνυχας αυτών· πλην ο Άγιος προσέταξε να μη βλάψουν ουδένα, αλλά να υπάγουν εις τα σπήλαιά των, τους δε στρατιώτας ωνείδισε ότι επήγαν με ξίφη και όπλα να τον κυνηγήσουν ως να ήτο φονεύς και ληστής. Ταύτα ειπών, τους ηκολούθησε προθύμως, εδίδασκε δε αυτούς καθ΄ όλην την οδοιπορίαν των, να λάβουν παράδειγμα από την σύνεσιν των θηρίων και να γνωρίσουν τον Ποιητήν της κτίσεως δια να εύρουν ζωήν αιώνιον· και τόσον τους ενουθέτησεν, ώστε πολλοί εξ αυτών επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όταν έφθασαν εις την Ρώμην, ετέλεσεν ο βασιλεύς πανήγυριν, δια να συναχθώσι πολλοί και να ίδωσι τον θάνατον του Αγίου, τον οποίον επρόσταξε να ρίψουν εις τα θηρία. Αλλά τα πράγματα δεν ηκολούθησαν καθώς ο τύραννος ενόμιζε, διότι αφήσαντες κατά του Αγίου λέαιναν αγρίαν κατά πολύ και ανήμερον, εκείνη πρώτον μεν ώρμησε μετά σπουδής κατά του Αγίου, όμως, αφού επλησίασεν, έκλινε την κεφαλήν εις τους πόδας αυτού και ανέλειχε τα ίχνη των ποδών του, έκαμε δε και σημεία τινά, ως να είχε γνώσιν ανθρωπίνην και ηυλαβείτο τον Μάρτυρα· αλλ΄ ουδέ εις αυτό το θαυμάσιον επίστευσεν ο σκληροκάρδιος τύραννος, αλλ΄ ενόμισεν ότι επειδή το θηρίον εκείνο ήτο λέων θηλυκός, ήτοι λέαινα, δεν είχε τόσην δύναμιν και δια τούτο δεν έβλαψε τον Άγιον· όθεν προστάσσει να φέρουν άλλον αρσενικόν λέοντα, όστις όμως εφάνη και αυτός προς τον Άγιον ημερώτερος από τον θηλυκόν· αγκαλίζεται και φιλεί τους πόδας του, σείει την ουράν του, χορεύει και χαίρεται και δεικνύει και αυτός με τα σχήματα νόησιν και αγάπην προς τον Άγιον. Οι δε περιεστώτες, τοιούτον θαυμάσιον βλέποντες, όσοι μεν είχον τους οφθαλμούς της ψυχής ανοικτούς ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», οι δε τυφλοί και ανόητοι έλεγον, ότι ήτο μάντις και γόης. Τούτους όμως η θεία δίκη δικαίως επαίδευσε, δια να φραγούν, κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. λ΄ 19), τα δόλια χείλη, άτινα λαλούσι κατά του δικαίου ανομίαν και εξουθένωσιν, διότι ευθύς, καθώς είπον τα βλάσφημα λόγια, επληγώθησαν αοράτως. Βλέπων ο παράνομος τύραννος, ότι ο Άγιος ενίκα όλα τα κολαστήρια, απηλπίσθη τελείως. Όθεν γνωρίζων ότι με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να τον θανατώση διατάσσει να κόψωσι την κεφαλήν του. Τούτου λοιπόν γενομένου, παρέδωκεν ο ένδοξος Ελευθέριος την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε μήτηρ αυτού Ανθία ενηγκαλίσθη το σώμα του υιού της και Μάρτυρος και καταφιλούσα τούτο εμακάριζεν αυτόν ότι έπαθε τοσαύτα δια τον Κύριον. Τότε οι δήμιοι και την μητέρα ως ωμοί και άσπλαγχνοι εθανάτωσαν. Όσοι δε πιστοί ευρέθησαν εκεί εις την Ρώμην από την Αυλώνα, ήτοι από την έδραν της Επισκοπής του Μάρτυρος, έλαβον και τα δύο ταύτα άγια Λείψανα και μυρίσαντες αυτά και πρεπόντως τιμήσαντες, φιλοθέως και ευλαβώς ενεταφίασαν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος του ενός και μόνου Θεού, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου