1. Ἡ εὐρωπαϊκὴ ἐθνικὴ ἰδέα
–ἀπότοκος μακρῶν ἐξελίξεων, ποὺ κορυφώθηκαν στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789)–
βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἑλληνικῆς–ρωμαίϊκης οἰκουμενικῆς ἰδέας. Ἡ ἔννοια
τοῦ ἐθνικοῦ κράτους κατὰ τὰ νεώτερα εὐρωπαϊκὰ πολιτειακὰ δεδομένα εἶναι ἀναίρεση
καὶ θάνατος τῆς ἑλληνορθόδοξης αὐτοκρατορικῆς ἰδέας. Ὁ χριστιανικὸς Ἑλληνισμός,
στὴ φυλετικὴ καὶ στὴν οἰκουμενικὴ – πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ – διάστασή του,
ταυτίζεται μὲ τὴ Ρωμανία/Βυζάντιο, τὴ Χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης.
Πρωτεύουσα τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι ἡ Ἀθήνα, ἀλλὰ ἡ
Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη. Καὶ τὰ δύο ὀνόματα, τὸ πρῶτο ἀπὸ τὸν ἱδρυτὴ καὶ
θεμελιωτή της καὶ τὸ δεύτερο ἀπὸ τὴν παλιὰ πρωτεύουσα, ποὺ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλληνικὴ
Ἀνατολή, συναποτελοῦν τὸ ἕνα ὄνομα τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας τῆς
Ρωμανίας. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ξεκίνησε ὡς ρωμαίϊκη, μὲ στόχο δηλαδὴ
τὴν ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας, καὶ κατέληξε ἐθνική, κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ
πρότυπα, μὲ κέντρο ὄχι πιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη–Νέα Ρώμη, ἀλλὰ τὴν Ἀθήνα.
---------------------------
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ἡ ἀποκλειστικὴ
στροφὴ στὴν Ἀθήνα καὶ μέσω αὐτῆς στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, μέσα σὲ ἕνα πνεῦμα ἀρχαιοπληξίας
καὶ ἀρχαιομανίας, θὰ ἀποτελέσει πάγια στάση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, μὲ ἀνυπολόγιστες
συνέπειες στὶς ἐθνικές μας διεκδικήσεις τὸν 19ο καὶ τὸν 20ό αἰώνα. Ἰδιαίτερα ἡ
αὐτοχαρακτηριζόμενη «προοδευτικὴ» παράταξη, ἐγκλωβισμένη στὴν παγίδα τοῦ
διεθνισμοῦ, θὰ συμβάλει οὐσιαστικὰ στὴ διάθλαση αὐτοῦ τοῦ πνεύματος καὶ στὴν
πλατειὰ λαϊκὴ βάση, μὲ συνθήματα τοῦ τύπου «ὄχι ἄλλο πόλεμο», μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι
μόνο τὴν ἀπεμπόληση καὶ τοῦ ἐλαχίστου ἴχνους ἀλυτρωτισμοῦ, ἀλλά, τὸ φοβερότερο,
τὴν ἀδρανοποίηση ἢ καὶ παντελῆ νέκρωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης (βλ. Κυπριακὸ καὶ
Βορειοηπειρωτικό). Σημασία ὅμως ἔχει, ὅτι ἡ ἀπόσταση τῆς ἐθνικῆς μνήμης καὶ ἀναφορᾶς
ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη καὶ ὁ ἀναπροσανατολισμός μας πρὸς τὴν Ἀθήνα
δὲν ὀφείλεται μόνο στοὺς δικούς μας ρωμαντικοὺς ἀρχαιολάτρες καὶ ἀρχαιόπληκτους
τύπου Κοραῆ, ἀλλὰ ἐμπνέεται καὶ ὑποβάλλεται σ᾽ αὐτούς, καὶ μέσω αὐτῶν στὸ Ἔθνος,
ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ πάσης φύσεως κέντρα ἀποφάσεων, ποὺ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ
Κράτους (καὶ πρὶν ἀκόμη) χαράζουν καὶ κατευθύνουν τὴν πορεία του, σύμφωνα μὲ τὰ
δικά τους συμφέροντα καὶ διαθέσεις. Ὅλοι δὲ οἱ πιστοὶ ἐντολοδόχοι καὶ φερέφωνα
τῶν Μεγάλων τῆς Εὐρώπης, σ᾽ ὅποιο χῶρο καὶ ἂν ἀναπτύσσουν τὴ δράση τους, θὰ ἐργάζονται
ἐπιμελέστατα γιὰ τὴν ἐμπέδωση αὐτῆς τῆς στάσεως στὴ συνείδηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ,
ἐμποδίζοντας οὐσιαστικὰ τὴ λειτουργία τῆς ἐθνικῆς Ἱστορικῆς μνήμης καὶ
συνειδήσεως. Εὐγλωττότατη ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς θέσεως προσφέρει ἡ ἀκόλουθη
περίπτωση.
---------------------------
Ακριβώς είναι έτσι όπως τα λέγει ο πατέρας Μεταλληνός. Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά μα χωρίσαμε στου δρόμου τα μισά όπως λέει και ο αοιδός! Για αλλού πηγαίναμε και αλλού καταλήξαμε! Οι αγωνιστές του 1821 έλεγαν και του χρόνου στη Πόλη και βρεθήκαμε να κυνηγούμε αλλοδαπούς στο γιουσουρούμ του Πειραιά, στα στενά του Μοναστηρακίου για σουβενίρ και στα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης για νυχτερινό μαγαζί που κάνει καλό σπληνάντερο! Εμείς πρώτοι οι Έλληνες διδάξαμε τον εθνοφυλετισμό στους ομόδοξους χριστιανούς χωρίς να παραβλέψουμε και τη ρώσικη δάκτυλο στον πανσλαβισμό που με τις εξαρχίες ως όχημα δημιούργησαν διχόνοια μεταξύ των πιστών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι Τούρκοι ντρέπονταν να λέγονται Τούρκοι, όλοι προτιμούσαν το Οθωμανός, επειδή ήταν βρισιά να λέγεσαι Τούρκος, επειδή πολλοί απ΄αυτούς ήταν οθωμανοποιημένοι χριστιανοί οι οποίοι εξισλαμίστηκαν και οι οποίοι ήταν ρωμιοί στη καταγωγή. Όλοι αυτοί με την αναβίωση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων έπεσαν μαλακά στις κρατικές οντότητες που δημιουργήθηκαν, άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη δηλαδή. Ενώ ήταν ρωμιός βρέθηκε να είναι πολίτης της νεοπαγούς Τουρκίας του Κεμάλ, και ποιός αφήνει περιουσία και μια καλή ζωή για να πάει αλλού αν δεν έχει βαθιά πίστη? Ελάχιστοι, όσοι δηλαδή σφαγιάστηκαν στη προκυμαία της Σμύρνης και στα δάση και μαχαλάδες των πόλεων και χωριών, ενώ οι περισσότεροι προτίμησαν το ισλάμ, τουρκοποιήθηκαν ενσωματώθηκαν και μάθανε καλύτερα τα Τούρκικα ακόμη κι από τους αυθεντικούς Τούρκους που δε ξεπερνούν σε σύνολο 80 εκατομμυρίων τα δέκα εκατομμύρια.
2. Στὰ 1878 δημοσιεύθηκαν
δύο ἔργα Ἑλλήνων συγγραφέων στὰ Γαλλικά: α) Κωνστ. Παπαρρηγοπούλου, Histoire de la civilisation Hellènique καὶ β) Δημ. Βικέλα, Les Grecs au moyen age, μετάφρ. Emile Legrand (καὶ τὰ δύο στὸ Παρίσι). Ὁ «φιλέλλην» Gustave dʼ Eichthal ἔσπευσε νὰ παρουσιάσει τὰ ἔργα σὲ βιβλιοκρισία του στὴν Revue Historique, ἔτος 4, τόμο 9 (1879). σ.
246–250. Γιὰ νὰ ἐκτιμηθεῖ ὅμως σωστὰ
ἡ σημασία αὐτῆς τῆς βιβλιοκρισίας, πρέπει νὰ γνωρίζει κανείς, ποιὸς ἦταν ὁ
συντάκτης της. Ὁ Γ. Ἐϊχτὰλ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς σαινσιμονιστὲς ὀπαδοὺς τοῦ οὐτοπικοῦ
σοσιαλισμοῦ, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Ναύπλιο τὸ 1832, προστατευόμενοι τῆς γαλλικῆς
πολιτικῆς καὶ τοῦ «γαλλικοῦ» κόμματος τοῦ Ἰ. Κωλέττη. Ὡς σύμβουλος τῆς ἐπικρατείας
στὴ Διεύθυνση τῶν Οἰκονομικῶν, κατηύθυνε οὐσιαστικὰ τὰ οἰκονομικὰ τῆς πρόσφατα ἐλευθερωμένης
Ἑλλάδας. Ἡ γαλλικὴ πολιτική, κατευθυνόμενη ἀπὸ τὴ μεγαλοαστικὴ τάξη, χρησιμοποιοῦσε
στὸ ἐξωτερικὸ πρόσωπα καταδιωκόμενα στὸ ἐσωτερικὸ γιὰ τὴν ἰδεολογία τους, ἐνῶ ἐκεῖνα
ἄνετα ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἐπίσημης (κρατικῆς) πολιτικῆς τῆς χώρας
τους. Ἦσαν ἄρα καλὰ ἐνημερωμένοι γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς Γαλλίας στὴν Ἀνατολή. Τὸ
1835 ὁ Ἐϊχτὰλ ἐγκατέλειψε τὴν Ἑλλάδα (βλ. Δ. Βικέλα, Ὁ Γ. Ἐϊχτὰλ ἐν Ἑλλάδι,
στό: Διαλέξεις καὶ Ἀναμνήσεις, Ἀθῆναι 1893, σ. 277–331). Ὁ Ἐϊχτάλ, μὲ ἀφετηρία
καὶ βάση τὸ κείμενο τοῦ Παπαρρηγοπούλου, δέχεται τὴ θέση τοῦ τελευταίου γιὰ τὴ
συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ (ἀρχαίου–μέσου–νεωτέρου) καὶ «τὸ νέο ρόλο» ποὺ ἄρχισε
γι᾽ αὐτὸν μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπισημαίνει, ὅμως ὅτι λίγο
τονίζεται ἡ ἐπίδραση καὶ παρουσία τοῦ ρωμαϊκοῦ στοιχείου στὴ «βυζαντινή» ἱστορία.
«Στὴ σκέψη τῶν ἱδρυτῶν της ἡ Κωνσταντινούπολη ὤφειλε νὰ εἶναι δεύτερη Ρώμη». Αὐτὸ
τὸ χαρακτήρα –παρατηρεῖ ὀρθὰ– διατήρησε ἡ αὐτοκρατορία. Γνώστης ἐπίσης τῶν ἑλληνικῶν
πραγμάτων, σχολιάζει τὴ συνεχῆ χρήση τοῦ ὀνόματος Ρωμαῖος, Ρούμ (ρωμηός). Θεωρεῖ
ὅμως τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση ὡς εὐεργετικὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες, διότι τοὺς ἀπελευθέρωσε
ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐπίδραση καὶ ἐπιβολή, βοηθώντας τους νὰ στραφοῦν στὸν ἑαυτό
τους, στηριζόμενοι «στὶς παραδόσεις τῆς ἀρχαιότητάς τους». Παραλληλίζει δὲ τὴν ἀπελευθέρωση
αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων μὲ ἐκείνη τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὴν Παπωσύνη («λατινικὴ
κυριαρχία ὑπὸ τὴ διπλὴ μορφή, αὐτοκρατορικὴ καὶ παπική»). Προσβλέποντας ἔτσι στὸ
μέλλον τῆς Ἑλλάδος παρατηρεῖ ὅτι «ἡ ὁριστικὴ ἀποκατάστασή τους (=τῶν Ἑλλήνων), ἡ
τελικὴ παλιγγενεσία τους, προϋποθέτει τὴν πλήρη ἀποποίηση ἐκ μέρους των τῶν
βυζαντινῶν παραδόσεων πάνω στὴ ρωμαϊκὴ κληρονομιά. Τοῦ λοιποῦ πρέπει νὰ ἔχουν τὰ
μάτια στραμμένα ὄχι πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πρὸς τὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ εἶναι ἡ
ἀρχαία, ἐκεῖ καὶ ἡ σύγχρονη μητρόπολή τους»… Δέχεται, βέβαια, τὴ συμμετοχὴ τῶν Ἑλλήνων
στὴν οἰκοδόμηση τοῦ μέλλοντος τῆς Εὐρώπης, μὲ τὴν προσφορὰ ὅμως σ᾽ αὐτὴν «τοῦ ἐθνικοῦ
των πνεύματος», «τῆς ἑλληνικῆς (γρ. ἀρχαιοελληνικῆς) παραδόσεώς τους». Ὑπενθυμίζει
δέ, ὅτι μόλις πρὶν ἀπὸ 15 χρόνια ὁ δεύτερος βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδας (Γεώργιος Α´)
«ξαναπῆρε ἀπένταντι στὴν Εὐρώπη τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, σύμβολο τῆς δόξας των στὴν
ἀρχαιότητα, ἀλλὰ καταφρονεμένο ἀπ᾽ αὐτοὺς στοὺς μέσους αἰῶνες ὡς κατάλοιπο τῆς εἰδωλολατρίας».
Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Γεώργιος Α´ εἶχε πάρει ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους
τὸ ὄνομα «King of the Greeks» (Βασιλιὰς τῶν Γραικῶν). Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ὄνομα Γραικοὶ
ταυτιζόταν ἐπὶ αἰῶνες στὴ Δύση μὲ τὸ Ρωμαῖοι, ὡς ἀρνητικὴ ἐκδοχή του (Γραικοί =
οἱ κακοί, νόθοι, αἱρετικοὶ Ρωμαῖοι), καὶ αὐτὸ τὸ ἤξεραν οἱ Τοῦρκοι, οἱ τελευταῖοι
διαμαρτυρήθηκαν καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ «King of the Hellènes» (Βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων), δηλαδὴ τῶν κατοίκων τοῦ ἀπελευθερωμένου
ἑλλαδικοῦ θέματος! Καὶ τελειώνει ὁ Ἐϊχτὰλ τὶς παρατηρήσεις του: «Πρέπει νὰ ἐννοήσουν
(δηλ. οἱ Ἕλληνες) ὄχι μόνο τὰ δικαιώματα, ποὺ τοὺς δίνει αὐτὸ τὸ ὄνομα, ἀλλὰ καὶ
τὰ καθήκοντα, ποὺ τοὺς ἐπιβάλλει». Πῶς δὲ ἐννοεῖ τὰ «καθήκοντα» αὐτά, φαίνεται ἀπὸ
τὴ συνέχεια, στὴν ὁποία συνδέει τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν Εὐρώπη, ἡ ὁποία
«χρειάζεται τοὺς Ἕλληνες ὅσο καὶ οἱ Ἕλληνες τὴν Εὐρώπη». Ἡ θέση αὐτὴ θὰ εἶναι
μόνιμο μοτίβο καὶ τῶν δικῶν μας Εὐρωπαϊστῶν.
3. Ἂν θέλαμε νὰ
προχωρήσουμε σὲ μία σύντομη κριτικὴ προσέγγιση τῶν παρατηρήσεων τοῦ Ἐϊχτάλ, θὰ μέναμε
στὰ ἀκόλουθα σημεῖα: Εἶναι ἐξόφθαλμο, ὅτι ὁ Γάλλος πολιτικὸς δὲν ἐκφράζει ἁπλῶς
προσωπικές, ἀλλὰ εὐρύτατα κατασταλλαγμένες ἐπίσημες εὐρωπαϊκὲς θέσεις γιὰ τὸ μέλλον
τῆς μικρῆς Ἑλλάδας. Μιλώντας, ἔτσι, γιὰ ἑλληνικὴ παλιγγενεσία, ἀναφέρεται στὴν ἀρχαιότητα,
συνιστώντας στοὺς Ἕλληνες τὴν ἀποσκοράκιση τοῦ Βυζαντίου καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τελευταῖο, πραγματοποιούμενο μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, τὸν
βασικότερο λαὸ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας, βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ στὸ ὁριστικὸ
θάψιμο τῆς ρωμαίϊκης ἰδέας, μακραίωνη ἐπιθυμία καὶ προσδοκία τῆς Φραγκιᾶς. Ὁ Ἐϊχτάλ,
κάνοντας τὶς ὑποδείξεις του σὲ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ καὶ στὰ ὅρια μιᾶς ἐπιστημονικῆς
κριτικῆς, ξέρει ὅτι περνᾶ ἔτσι τὸ μήνυμά του στὴν ἑλληνικὴ πνευματικὴ ἡγεσία. Ἔχουμε,
συνεπῶς, ἐδῶ ἕνα σαφέστατο δεῖγμα τῆς λειτουργίας τῆς ἀντιρωμαίϊκης εὐρωπαϊκῆς
προπαγάνδας, συνέχεια τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἀγνώστου (ὡς κρατικοῦ) στὴ ρωμαίϊκη
παράδοση ὀνόματος Βυζάντιο τὸ 1562 πάλι ἀπὸ τὸν γερμανὸ Ἱερ. Wolf καὶ τὸ ὁποῖο δουλικὰ ἀποδεχθήκαμε, διότι κολάκευε τὴν ἀρχαιοπληξία
μας. Ἡ ἐπιβολὴ ὡς ἐθνικοῦ τοῦ ὀνόματος Βυζάντιο ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ἱστορικὰ Ρωμανία
καὶ τοῦ Βυζαντινοὶ ἀντὶ τοῦ Ρωμαῖοι (δηλ. Νεο–Ρωμαῖοι–Ρωμηοὶ) ἐξυπηρετοῦσε τὴν καθοριζόμενη
ἀπὸ τὸν Ἐϊχτὰλ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἐπιλογή. Τὴν ἀποσύνδεσή μας, δηλαδή, ἀπὸ τὴν
Πόλη καὶ τὸν πολιτισμό της, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες δὲν ὑπήρξαμε, κατ᾽ αὐτούς, παρὰ ὑπόδουλοι
στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ὄχι τὸ κύριο στοιχεῖο τοῦ «βυζαντινοῦ ἀμαλγάματος» (κατὰ
τὸν ἀείμνηστο καθηγ. Ἰ. Καραγιαννόπουλο). Ὁ Ἀθηνοκεντρισμός, ποὺ τὸν πληρώνουμε
ἰδιαίτερα σήμερα μὲ τὸ πῶς κατάντησε ἡ Ἀθήνα, προβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἐϊχτὰλ ὡς
ἀναγκαῖο συστατικὸ τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας. Ἐνῶ δηλαδὴ Ἀθήνα καὶ Πόλη
συνδέθηκαν ἀναπόσπαστα μὲ τὴ πανσεβάσμια Μορφὴ τῆς Θεοτόκου (Ἱερὸς Ναὸς τῆς
Παναγίας Ἀθηνιώτισσας ἔγινε ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ὁ Παρθενώνας–
ἡ Παναγία, ὡς «Ὑπέρμαχος στρατηγός», ἦταν ἡ «προστάτις» τῆς Πόλης), οἱ
Νεοέλληνες μάθαμε ἀπὸ τοὺς Φράγκους – Εὐρωπαίους νὰ βλέπουμε τὶς δύο πόλεις ὡς ἀντίπαλες
καὶ ἀντίδικες μεταξύ τους.
4. Μεγαλύτερη ὅμως σημασία
ἀπὸ τὶς προτάσεις τοῦ Ἐϊχτὰλ ἔχει ἡ ἀνταπόκριση, ποὺ βρῆκαν στὴν Ἑλληνικὴ
διανόηση τῆς ἐποχῆς του. Ἤδη στὴν ἴδια βιβλιοκρισία του ὁ Γάλλος ἐπιστήμονας ὑπογραμμίζει
τὴ σύμπτωση τῶν ἀπόψεών του μὲ ἐκεῖνα, ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Δ. Βικέλας στὸ
κρινόμενο βιβλίο του πάνω στὸ θέμα τοῦ μέλλοντος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Παραθέτει δὲ αὐτούσια
τὰ ἐπίμαχα λόγια τοῦ Ἕλληνα συγγραφέα: «Ἰδού, γιατὶ ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα, χωρὶς νὰ
λησμονεῖ (!) τὴν Ἁγία Σοφία καὶ τὸ Βυζάντιο, ἔχει πάντα στραμμένο τὸ βλέμμα στὴ
δόξα τῶν προγόνων της, καὶ γιατὶ ἡ καρδιά της καὶ ἡ διάνοιά της ἐκτείνεται
πάντοτε πρὸς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἰδοὺ γιατὶ ὁ ποιητὴς τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος
(= ὁ Δ. Σολωμός), ψάλλοντας τὴν ἀνάστασή της, δὲν ἐπικαλεῖται οὔτε τὸν Μέγα
Κωνσταντῖνο, οὔτε τὸν Ἡράκλειο, οὔτε τοὺς Κομνηνούς, οὔτε τὸν τελευταῖο
Παλαιολόγο, ἀλλὰ ὑμνεῖ τὴν ἐλευθερία “ἀπ᾽ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά”».
Πλήρης ἡ ταύτιση τοῦ Ἕλληνα Βικέλα μὲ τὸν εὐρωπαῖο Ἐϊχτάλ. Βέβαια, παραθεωρεῖ ὁ
Βικέλας τελείως τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Σολωμός ἁπλῶς δείχνει τὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ,
ἀποβλέποντας ὅμως στὴν Πόλη καὶ τὸν Πατριάρχη τοῦ Γένους. Ἐντυπωσιακότερη ὅμως
εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς κριτικῆς τοῦ Ἐϊχτὰλ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα Κλειὼ τῆς Τεργέστης
(1861 – 1883), ἔκδοση τοῦ κοραϊκοῦ Διον. Θερειανοῦ (βλ. φύλλο 916, τῆς 6/18 Ἰανουαρίου
1879). Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν παρουσίαση, ποὺ κάνει ἡ Κλειὼ στὴ βιβλιοκρισία
τοῦ Ἐϊχτάλ: «…Ὁ φιλελληνικότατος ἀνὴρ ἀπροκαλύπτως ὁμολογεῖ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία
εἶναι ἁπλὴ συνέχεια τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Ἑπομένως ὀλίγον σχετίζεται πρὸς τὸν
νεώτερον Ἑλληνισμόν» (sic). Τὸ συμπεράσματα εἶναι τῆς ἐφημερίδας, φυσικά, ποὺ ἀποκαλύπτει,
ἔτσι, τὸν ἀντιβυζαντινισμό της. «Διὰ τῆς θεωρίας ταύτης –συνεχίζει– ὁ κ. Ἐϊχτὰλ
ἐπικυροῖ τὰ ἱστορικὰ συμπεράσματα τῶν Γερμανῶν Zinkeisen καὶ Hertzberg, οἵτινες ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ ἀνέχονται νὰ θεωρήσωσι τὴν
βυζαντινὴν ἱστορίαν ὡς συνέχειαν τοῦ παλαιοῦ ἑλληνικοῦ βίου, πολλῷ δὲ μᾶλλον ὡς
πρόδρομον τῆς Ἑλληνικῆς παλιγγενεσίας». Ἡ Κλειὼ δείχνει τὴ δουλικότητά της ἀπέναντι
στὴν εὐρωπαϊκὴ ἐπιστήμη. Καταλήγει δὲ ἡ ἐφημερίδα ἔτσι: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς
εὐγνωμόνως ἀποδέχεται τὰς πατρικὰς συμβουλὰς τοῦ κ. Ἐϊχθὰλ, αἵτινες τότε μόνο θὰ
ἐπιδράσωσιν ἐπὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὅταν πεισθῶμεν, ὅτι ἡ Εὐρώπη πραγματικῶς
ἐνδιαφέρεται εἰς τὴν προαγωγὴν ἡμῶν. Τότε δὲ ἀπαθέστερον ἐξεταζομένων καὶ τῶν
πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸν σχέσεων τοῦ Βυζαντίου, ἀναντιρρήτως θέλουσι διαλυθῆ πολλὰ τῶν
ἑλληνικῶν ὀνείρων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἡ Εὐρώπη θὰ μάθη κατὰ πόσον ἠδίκησε τὴν Ἑλλάδα
χάριν τῶν Σλάβων». Βρισκόμασθε στὰ 1879 καὶ ἡ Ἑλληνικὴ ποικιλώνυμη ἡγεσία ἀποδεικνύεται
πρόθυμη νὰ θυσιάσει πολλὰ «ἐθνικὰ ὄνειρα», ἀρκεῖ νὰ ἔχει τὴν εὔνοια τῆς Εὐρώπης.
Τὸ εὐρωπαϊκὸ σύνδρομο ἔχει ἤδη εἰσχωρήσει ἐπικίνδυνα στὴ δομὴ τοῦ Κράτους μας. Τὸ
συμπέρασμα εἶναι εὔκολο. Ὁ Ἐϊχτὰλ μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες ὁμόφρονές του ἐκφράζουν
μίαν ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ κατεστημένη ἤδη ἰδεολογία γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ
Κράτους. Ἡ σύμπτωση Ἐϊχτὰλ καὶ Βικέλα βεβαιώνει τὴν ἐπικράτησή της ἤδη στὸ χῶρο
τῆς λογιοσύνης, ἡ δὲ ἀποδοχή της ἀπὸ τὸν Τύπο, τὴ διοχέτευσή της στὰ λαϊκὰ
στρώματα. Τὰ τελευταῖα, ὅμως, θρεμμένα μὲ τὴν ὀρθόδοξη – ρωμαίϊκη παράδοση, δὲν
θὰ χάσουν τὸ ὅραμα τῆς Πόλης ὡς ἐθναρχικοῦ κέντρου, ὥς τὸ 1922 φυσικά, ὅταν ἡ Εὐρώπη
θὰ θάψει αὐτὸ τὸ ὄνειρο στὶς ἀκτὲς τῆς Μικρασίας.
Τὸ τελικὸ συμπέρασμα: Τὸ Ἔθνος
ἀρχίζει νὰ ὑποτάσσεται στὶς δυτικὲς – εὐρωπαϊκὲς ὑπαγορεύσεις, κάτι ποὺ θὰ
κορυφωθεῖ στὶς ἡμέρες μας – ἴσως ἀμετάκλητα. Σήμερα δέ, ἡ Εὐρώπη μᾶς πληγώνει (ἀνίατα;)
ἐκεῖ ποὺ στηρίξαμε κυρίως τὸ εὐρωπαϊκό μας ὄνειρο, στὴν οἰκονομικὴ εὐημερία.
Ακριβώς είναι έτσι όπως τα λέγει ο πατέρας Μεταλληνός. Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά μα χωρίσαμε στου δρόμου τα μισά όπως λέει και ο αοιδός! Για αλλού πηγαίναμε και αλλού καταλήξαμε! Οι αγωνιστές του 1821 έλεγαν και του χρόνου στη Πόλη και βρεθήκαμε να κυνηγούμε αλλοδαπούς στο γιουσουρούμ του Πειραιά, στα στενά του Μοναστηρακίου για σουβενίρ και στα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης για νυχτερινό μαγαζί που κάνει καλό σπληνάντερο! Εμείς πρώτοι οι Έλληνες διδάξαμε τον εθνοφυλετισμό στους ομόδοξους χριστιανούς χωρίς να παραβλέψουμε και τη ρώσικη δάκτυλο στον πανσλαβισμό που με τις εξαρχίες ως όχημα δημιούργησαν διχόνοια μεταξύ των πιστών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι Τούρκοι ντρέπονταν να λέγονται Τούρκοι, όλοι προτιμούσαν το Οθωμανός, επειδή ήταν βρισιά να λέγεσαι Τούρκος, επειδή πολλοί απ΄αυτούς ήταν οθωμανοποιημένοι χριστιανοί οι οποίοι εξισλαμίστηκαν και οι οποίοι ήταν ρωμιοί στη καταγωγή. Όλοι αυτοί με την αναβίωση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων έπεσαν μαλακά στις κρατικές οντότητες που δημιουργήθηκαν, άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη δηλαδή. Ενώ ήταν ρωμιός βρέθηκε να είναι πολίτης της νεοπαγούς Τουρκίας του Κεμάλ, και ποιός αφήνει περιουσία και μια καλή ζωή για να πάει αλλού αν δεν έχει βαθιά πίστη? Ελάχιστοι, όσοι δηλαδή σφαγιάστηκαν στη προκυμαία της Σμύρνης και στα δάση και μαχαλάδες των πόλεων και χωριών, ενώ οι περισσότεροι προτίμησαν το ισλάμ, τουρκοποιήθηκαν ενσωματώθηκαν και μάθανε καλύτερα τα Τούρκικα ακόμη κι από τους αυθεντικούς Τούρκους που δε ξεπερνούν σε σύνολο 80 εκατομμυρίων τα δέκα εκατομμύρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ είναι ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ από "ΑΡΧΑΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ" !
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΙ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ ΤΑ ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΑ!
ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ