Γεώργιος ο Άγιος Πατήρ ημών και νέος Ιερομάρτυς του Χριστού, της Οσιότητος
το πολύτιμον σκεύος, των Ιερέων η κοσμιότης και των Μαρτύρων ο ισοστάσιος,
κατήγετο εκ της επαρχίας Νεαπόλεως, της ευρισκομένης εις την Μικράν Ασίαν, ήτις
τουρκιστί λέγεται «Νεβ-Σεχήρ». Το όνομα του χωρίου, της ιδιαιτέρας δηλαδή
πατρίδος αυτού, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη, είναι εις ημάς άγνωστον.
Δύο χωρία, το εν βορείως της Νεαπόλεως, λεγόμενον Ντάρ, και το άλλο νοτίως, ονόματι Κιόρε, διεκδικούν τον θείον τούτον άνδρα ως ίδιον βλαστόν, εις ποίον δε εκ τούτων εγεννήθη ή μάλλον εβλάστησεν ως φοίνιξ υψίκομος, κατά τον Δαβίδ, «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει» (Ψαλμ. 91:13), ακριβώς δεν γνωρίζομεν. Ήτο Ιερεύς και διέπρεπεν εν Νεαπόλει κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα, εφημερεύων εις τον εκείσε Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και διαλάμπων ως αληθής Ιερεύς και λειτουργός του Υψίστου, εν αληθεία και οσιότητι και δικαιοσύνη, πορευόμενος εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτος. Ο βίος του ήτο ακηλίδωτος και άμωμος, βίος αληθούς Ιερέως, έχοντος το πολίτευμα εν ουρανοίς και σκοπόν θεμένου την επίγειον ζωήν, την εξυπηρέτησιν και ακριβή εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, εις ο έταξεν ολοψύχως εαυτόν. Αγάπη, πραότης, ανεξικακία, ταπείνωσις, φιλαδελφία ήσαν τα χαρακτηριστικά της μακαρίας αυτού ψυχής, ήτις κοσμουμένη δια τοιούτων ευαγγελικών αρετών και θείων προτερημάτων, υπηρέτει μετά πάσης προθυμίας τον Θεόν, ιερουργών ως άλλος Άγγελος και παντοιοτρόπως ανακουφίζων και παραμυθούμενος, δια λόγου και έργου, τους καταδυναστευομένους και απηνώς καταδιωκομένους τότε αδελφούς ημών Έλληνας Χριστιανούς υπό των κρατούντων Αγαρηνών. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος ο θείος Γεώργιος και φερωνύμως γεωργών τα θεία χαρίσματα και ευαρεστών εις τον Θεόν, ηξιώθη του μαρτυρικού τέλους ως εξής: Κατά το έτος 1797 προσεκλήθη εκ Νεαπόλεως, όπου ευρίσκετο ο Άγιος, υπό του χωρίου Μαλακοπή, απέχοντος εξ ώρας, δια να υπάγη και ιερουργήση εκεί, εις τινα μεγάλην εορτήν και αγιάση τους ευσεβείς Χριστιανούς, διότι ο Ιερεύς αυτών ησθένει ή, ως άδεται λόγος, εκρύπτετο φεύγων την μανίαν των Τούρκων, οίτινες λογω της τότεγενομένης επαναστάσεως του Ορλώφ είχον εγείρει τους φοβερούς διωγμούς Κατς – Κάτς. Εδέχθη ευχαρίστως ο θείος Γεώργιος την πρόσκλησιν των εν Μαλακοπή αδελφών Χριστιανών και ιππεύσας επί όνου, διότι ήτο γέρων και καχεκτικός, επορεύετο πρόθυμος την οδόν, χωρίς να σκεφθή τι το απευκταίον, ίνα ταχύτερον φθάση εις τον προορισμόν του. Αλλ’ αίφνης, ενώ επλησίαζε προς την Μαλακοπήν, παρά την θέσιν «Κόμπια – Ντερέ», ήτοι «ρεματιά», εμφανίσθησαν προ αυτού Τούρκοι ποιμένες λίαν εξηγριωμένοι, δια τους ους ανεφέραμεν λόγους και μάλιστα κατά των Κληρικών, οίτινες επιπεσόντες μετά μανίας κατά του πραοτάτου ανθρώπου του Θεού, του έχοντος και παρ’ αυτοίς τοις Τούρκοις φήμην Αγίου, ελήστευσαν αυτόν και εγύμνωσαν και τέλος εφόνευσαν, αποκόψαντες την τιμίαν αυτού κεφαλήν, το δε λείψανον γυμνόν και καθημαγμένον, απέρριψαν εις την παρακειμένην φάραγγα, ομού μετά της κεφαλής. Και τοιουτοτρόπως ο θείος πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος θεράπων του Κυρίου και αληθής λειτουργός και υπηρέτης αυτού, «Ο πεπληρωμένος καρπών δικαιοσύνης», επεσφράγισε την καθαράν και ενάρετον αυτού πολιτείαν δια του μαρτυρικού τέλους, μισθόν λαβών της ιερουργίας την δι’ αίματος τελείωσιν και συνηριθμήθη μετά των Οσίων και Ιερομαρτύρων ως Όσιος και Ιερομάρτυς, καβών παρά Χριστού τον στέφανον της αθανάτου ζωής. Οι εν Μαλακοπή, μη γνωρίζοντες τα γεγονότα, ανέμενον την άφιξιν αυτού εναγωνίως, αλλ’ εις μάτην· ο αναμενόμενος ουδαμού ανεφαίνετο. Παρήλθον τρεις και τέσσαρες ημέραι, αλλ’ ο Ιερεύς δεν εφαίνετο ερχόμενος δια να αγιάση και παρηγορήση τους φοβισμένους και τεθλιμμένους Χριστιανούς. Ανησυχήσαντες τότε και οι εν Νεαπόλει δια την παρατεινομένην απουσίαν αυτού, εξήλθον εις αναζήτησίν του, πληροφορηθέντες δε και από τους εν Μαλακοπή ότι δεν μετέβη εκεί, ηρεύνησαν κατά την οδόν και έκπληκτοι ανεύρον παρά την προλεχθείσαν φαραγγώδη θέσιν το τίμιον αυτού λείψανον γυμνόν, και εκεί που πλησίον την ιεράν κεφαλήν του. Υπώπτευσαν τότε το τι συνέβη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων και οίας τιμωρίας και σκληρόν θάνατον υπέστη παρ’ αυτών ο ιερός ανήρ και θείος παρήγορος αυτών υπέρ της του πλησίον αγάπης και προς εκπλήρωσιν του ιερού καθήκοντος «ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων», και μετά θρήνων και κλαυθμών δια την απώλειαν αυτού, αλλά και μετά πολλών προφυλάξεων, δια τον φόβον των εξηγριωμένων Τούρκων, εκήδευσαν εκεί όπου ανεύρον μετά πολλής σπουδής το τίμιον λείψανον και έθηκαν επί του τάφου πέτραν φέρουσαν κεχαραγμένην την εξής απλήν επιγραφήν: «Ιερεύς Γεώργιος». Παρήλθεν έκτοτε αρκετός καιρός, και το μεν σώμα του θείου Γεωργίου ανεπαύετο ένθα προχείρως εκηδεύθη, η δε μακαρία αυτού ψυχή ηγάλλετο μετά των Αγγέλων εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, ότε εν μια νυκτί φαίνεται εν οράματι ο θείος Ιερομάρτυς εις τινα γυναίκα χήραν, ευλαβή και φοβουμένην τον Θεόν, εις την οποίαν διηγήθη το τι έπαθε καθ’ οδόν πηγαίνων εις Μαλακοπήν, ότι εληστεύθη και εφονεύθη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων. «Και τώρα, της λέγει, να εγερθής και να υπάγης αμέσως εις την Δημογεροντίαν, δια να έλθουν να με εύρουν εις το γνωστόν σας «Κόμπια – Ντερέ» πλησίον της Μαλακοπής». Αλλ’ η γυνή δεν έδωσε σημασίαν και προσοχήν εις το φανέν και το ίδιον όνειρον επανελήφθη μετά τινας ημέρας. Έντρομος ηγέρθη τότε η ευλαβής γυνή και μετέβη εις την οικίαν γνωστού της δημογέροντος, εις τον οποίον διηγήθη ό,τι είδε και της είπεν ο φανείς κατ’ επανάληψιν Όσιος και Ιερομάρτυς Γεώργιος. Εκ τούτου δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναβάλουν οι ευσεβείς Νεαπολίται περισσότερον χρόνον την εκτέλεσιν του προστάγματος, αλλ’ έσπευσαν πάντες μετά προθυμίας εις το υποδειχθέν μέρος, έχοντες επί κεφαλής τον Ιερέα Νεόφυτον, Εφημέριον του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις τον οποίον Ναόν, ως προείπομεν, ήτο Εφημέριος και ο Ιερομάρτυς Γεώργιος, όστις Νεόφυτος διεδέχθη τον πατέρα του Ιερέα Βασίλειον, συνεφημέριον όντα του θείου Γεωργίου. Και σκάψαντες τον πρόχειρον εκείνον τάφον ανεύρον το τίμιον τού Αγίου λείψανον σώον και ακέραιον και άφθαρτον και πλήρες ουρανίου ευωδίας και Χάριτος, το οποίον αφού προσεκύνησαν μετ’ ευλαβείας, χαράς και μεγάλου θαυμασμού, δια την πλουσίαν ταύτην Χάριν, την οποίαν εκ Θεού έλαβε, το ετοποθέτησαν εντός ξυλίνης λάρνακος και το μετέφερον εις την οικίαν του προρρηθέντος Ιερέως Νεοφύτου, ως ηγιασμένον πλέον λείψανον. Προ αυτού έκαιε ακοίμητος κανδήλα και πλείστοι προσήρχοντο καθ’ εκάστην δια να ψάλωσι παρακλήσεις και δεηθώσι του Αγίου και αγιασθώσι δια της αγιαστικής Χάριτος της ενοικούσης εις το άγιον λείψανον και πολλαί θεραπείαι και ιάσεις και άλλα θαύματα εγίνοντο εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, εξ ων γράφομεν τινά. Ευρισκομένου, ως είπομεν, του ιερού λειψάνου εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, προσήρχοντο πολλοί τόσον εντόπιοι όσον και ξένοι δια να ψάλουν παρακλήσεις και να λάβουν αγιασμόν εξ αυτού, αλλ’ η μεγάλη αύτη κίνησις περί το ιερόν λείψανον δεν ήρεσεν εις την Δημογεροντίαν, θεωρήσασαν τούτο ως εκμετάλλευσιν και παρεκάλεσαν τον εν λόγω Ιερέα Νεόφυτον να μεταφερθή τούτο εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ούτω και εγένετο και είχον δύο κλείδας, εκ των οποίων την μίαν εκράτει η Δημογεροντία, την δε άλλην ο ρηθείς Ιερεύς δια να έρχεται τακτικώς και να ανάπτη την κανδήλαν του. Αλλ’ η μεταφορά αύτη δεν ήρεσεν εις τον Άγιον, διότι μάλις παρήλθον ολίγαι ημέραι ησθένησαν όλα τα μέλη της Δημογεροντίας και είδον τον Άγιον εις τον ύπνον των να τους επιπλήττη, διατί να μεταφέρουν το ιερόν λείψανον εις την Εκκλησίαν και τους διέτασσε να το μεταφέρουν πάλιν εις το σκοτεινόν κελλί, εις το οποίον το είχε τοποθετήσει ο Ιερεύς Νεόφυτος, εντός της οικίας του. Έντρομοι την επομένην ημέραν προσεκάλεσαν τον ρηθέντα Ιερέα και παρεκάλεσαν αυτόν να μεταφερθή εν ιερά πομπή το λείψανον εις την προηγουμένην θέσιν του. Αμέσως δε κατόπιν όλοι οι εκ τούτου ασθενήσαντες εθεραπεύθησαν. Προσήρχετο δε πολλάκις εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα το λείψανον του Αγίου, και ο Ιερεύς της Μαλακοπής, αμφότεροι δε εκαθάριζον την λάρνακα και ανεγίνωσκον την ακολουθίαν του αγιασμού· αλλ’ ημέραν τινά, κρυφίως του Παπα-Νεοφύτου, έλαβεν ο Ιερεύς εκείνος μικρόν οστούν εκ του ιερού λειψάνου δια φυλακτόν και ανεχώρησε. Μόλις όμως παρήλθον ολίγαι ημέραι, ησθένησε και αυτός και όλη η οικογένειά του, συγχρόνως δε ενεφανίσθη εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και τον επέπληττε δια την κλοπήν και τον διέτασσε να μεταφέρη το κλαπέν οστούν εις την θέσιν του. την επομένην, αν και ήτο και ασθενής, διήνυσε πορείαν εξ ωρών και ελθών εις Νεάπολιν ετοποθέτησε μετά φόβου και τρόμου το οστούν όθεν αφήρεσεν αυτό και προσηυχήθη μετ’ ευλαβείας ειπών και τα εξής· «Ω ευλογημένε Άγιε Γεώργιε! Δεν ήμην άξιος να κρατήσω και εγώ εν μικρόν τεμάχιον από το άγιον λείψανόν σου»; Είχον δε συνδεδεμένον με αλυσίδα οστούν του βραχίονος τού Αγίου με ένα οδόντα, άτινα ελάμβανον εις τας οικίας των όσοι είχον ασθενείς και εθεραπεύοντο. Ποτέ ευσεβής τις γυνή επιστρέφουσα τον οδόντα του Αγίου απώλεσε τούτον καθ’ οδόν, χωρίς να το αντιληφθή. Αλλά τις να διηγηθή τους θρήνους και οδυρμούς της ευσεβούς ταύτης γυναικός; Αλλ’ ω του θαύματος! μετά δύο ημέρας η γυνή αύτη, ενώ ανήρχετο την οδόν προς την οικίαν της, εύρε παρά πάσαν ελπίδα εντός των χαλίκων, έκθαμβος και περιχαρής, το τόσον μικρόν άγιον λείψανον και έθεσεν αυτό εις την θάσιν του. Ζωγράφος τις εκ του χωρίου Προκόπιον, επιθυμών να αποκτήση παιδίον, διότι ήτο άτεκνος, ακούσας τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου, λαβών την γυναίκα του ήλθον εις το ιερόν λείψανον και μετά θερμών προσευχών και νηστειών παρεκάλεσαν να τους δοθή παιδίον. Και υπεσχέθηκαν, αν γεννηθή άρσεν, να το ονομάσουν Γεώργιον, μετά εξ δε μήνας, οπότε θα αρχίση το παιδίον να περιπατή, να το λάβουν εις τας αγκάλας των, να φέρουν και μίαν στάμνον ελαίου, και πεζοπορούντες να έλθουν να προσκυνήσουν και πάλιν το ιερόν λείψανον. Εισήκουσεν ο Θεός της προσευχής των δια πρεσβειών του Αγίου και εγέννησαν ως επεθύμουν παιδίον, αλλ’ εκ της πολλής χαράς των ελησμόνησαν την υπόσχεσιν. Μετά εν έτος όμως ενεφανίσθη κατ’ όναρ εις τον ζωγράφον ο Άγιος και του υπενθύμισε το τάξιμον και μάλιστα είπεν· «Εάν δεν φέρετε το παιδίον εις το λείψανόν μου, θα το πάρω πίσω». Την πρωϊαν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, αμέσως παραλαμβάνει την γυναίκα του και το παιδίον και την στάμνον του ελαίου και πεζοπορήσαντες όλην σχεδόν την ημέραν, ήλθον και παρεκάλεσαν μετά θερμών δακρύων τον Άγιον να τους συγχωρήση. Ο αυτός, ως ζωγράφος, εζωγράφισε τον θαυματουργόν Άγιον καθώς τον είδεν εις τον ύπνον του και έφερε την εικόνα εκεί, την οποίαν πολλοί αντέγραψαν. Άλλη γυνή από το γένος Δεμερτσή Παντελή, εις κάθε εσπερινόν έφερεν εν ασθενές και αδύνατον παιδίον 3-4 ετών, μη δυνάμενον να περιπατήση. Νέος δε τις έως είκοσιν ετών, πάσχων από τετραετίας εκ των οφθαλμών και έχων φοβερούς πόνους, ήρχετο και αυτός καθημερινώς και εδέετο του Αγίου να τύχη ιάσεως. Τούτον ιδούσα η ανωτέρω γυνή εις την αυλήν της οικίας του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα εφυλάσσετο το θαυματουργόν του Αγίου λείψανον, δεδεμένον τους οφθαλμούς και φωνάζοντα εκ των πόνων αχ! και ωχ! διενοήθη, ότι ούτος είναι τόσα έτη πλησίον του λειψάνου του Αγίου και δεν τον εθεράπευσε και τώρα θα θεραπεύση το παιδί μου; Ταύτα διενοήθη και επιστρέφουσα δια να φθάση εις την εξώθυραν, μόλις επάτησεν εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος, ήτις είχε δώδεκα τοιαύτας, ωλίσθησε και εκυλίσθη έως κάτω μετά του μικρού και ασθενούς παιδός και έμεινεν αναίσθητος με κλειστούς οδόντας, ο δε μικρός υιός της εκάθητο εις μικράν εκείθεν απόστασιν και εγέλα χωρίς να πάθη τι. Αμέσως αι δύο γυναίκες του οίκου, η πρεσβυτέρα Ευγενία και η άλλη, Μαρία λεγομένη, έσπευσαν και μετά πολλού κόπου συνέφερον την λιπόθυμον εκ της πτώσεως γυναίκα, ήτις μόλις συνήλθεν εφώναξε το παιδί της, το ενηγκαλίσθη και διαρκώς έκλαιε φωνάζουσα· «Ήμαρτον, Θεέ μου, Άγιέ μου». Και αμέσως έσπευσεν εις το άγιον λείψανον μετά χαράς και θρήνων και δακρύων, διότι εσώθη ως εκ θαύματος εκ ταύτης της πτώσεως. Όταν ετελείωσε την προσευχήν της διηγήθη εις όλους παρρησία τι είχε διανοηθή, ο δε ασθενής υιός της εθεραπεύθη μετ’ ολίγον, χάριτι του Αγίου και θαυματουργού Γεωργίου, εντελώς, όστις μετά ταύτα, ως τέλειος πλέον ανήρ, ήτο γνωστός εις την Νεάπολιν ως τυρέμπορος. Αλλά και τινος Σαρρή Θωμά ο υιός ονόματι Ιωάννης, όταν ήτο ηλικίας δώδεκα ετών, έπαθεν εκ νευρασθενείας και ήτο πολύ επικίνδυνος. Εν τοιαύτη καταστάσει τον έδεσαν και τον μετέφερον εις τον Άγιον, όπου τον προσέδεσαν εις τους πόδας της λάρνακος και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη τελείως. Και ούτος ήτο έμπορος εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά και εις συμβάντα λιμόν εις την επαρχίαν Καισαρείας, κατά τον οποίον εξέλιπον τα πάντα, η κανδήλα του Αγίου παραδόξως ανέβλυζεν έλαιον και έκαιε διαρκώς, εις έκπληξιν των ορώντων την θαυματουργόν του Αγίου Χάριν, δια της οποίας εδοξάσθη και επλουτίσθη παρά του Θεού. και άλλη γυνή τυχούσα επισκέψεως και θεραπείας παρά του Αγίου, ονόματι Μαρία Τοσούνογλου, διηγείται το εξής: «Όταν ήμην κοριτσάκι μόλις εξ ετώ, ησθένησα και με έστελναν εις την θείαν μου, κατοικούσαν κάτωθεν της οικίας του Ανέστη Χατζηπροδρόμου. Εκεί με παρέλαβον με αγάπην και στοργήν και με έβαλαν να κοιμηθώ πλάϊ εις την λάρνακα του ιερού λειψάνου και το πρωϊ που εξύπνησα ήμουν τελείως καλά». Είχον ποτέ μεγάλην ανομβρίαν εις την Νεάπολιν, οι δε ευσεβείς Νεαπολίται εν τοιαύτη ανάγκη κατέφυγον εις τον θαυματουργόν Ιερομάρτυρα Άγιον Γεώργιον και λαβόντες την τιμίαν κάραν του, εποίησαν μετ’ αυτής λιτανείαν μέχρι του μύλου, παρακαλέσαντες τον Άγιον μετά θερμών δεήσεων να βοηθήση αυτούς εις την προκειμένην δεινήν περίστασιν. Και ω του θαύματος! μετ’ ολίγην ώραν ήρχισε δυνατή βροχή και πάντες εθαύμασαν την εξαιρετικήν χάριν του Αγίου, και εδόξασαν τον Θεόν, τον δοξάζοντα θαυμαστώς τους Αγίους Αυτού. Προσκυνήσαντες δε μετ’ ευλαβείας την ιεράν του Αγίου κεφαλήν, μετέφερον αυτήν μετά ψαλμωδιών και δοξολογιών εις την θέσιν της. Αλλά και οι αείμνηστοι Μητροπολίται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος και Ιωάννης, οίτινες τακτικώς ήρχοντο εις Νεάπολιν, μετ’ ευλαβείας προσεκύνουν το ιερόν του Αγίου λείψανον και εθαύμαζον και ωμολόγουν την χάριν την οποίαν έλαβε παρά Θεού ο θείος πατήρ ημών Γεώργιος, αναδειχθείς θαυματουργός Άγιος της Ορθοδόξου ημών Αγίας Εκκλησίας. Ήλθε τέλος το έτος 1924, κατά το οποίον εγένετο η ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Έλληνες της Καππαδοκίας ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν εις την ελευθέραν Ελλάδα. Έκαστος ελάμβανεν ό,τι πολύτιμον είχε και ό,τι ηδύνατο να μεταφέρη. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος εθεώρησεν ως πρώτον του καθήκον την ασφαλή μεταφοράν του ιερού και θαυματουργού και αφθάρτου λειψάνου του Αγίου Ιερομάρτυρος, ευρισκομένου μετά τον θάνατον του Ιερέως Νεοφύτου εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λαβόντες λοιπόν το ιερόν λείψανον μετά των άλλων ιερών σκευών, το μετέφερον εις την παραλίαν της Μερσίνης και εκείθεν επεβιβάσθησαν του ατμοπλοίου. Αλλά κατά το μεσονύκτιον, ενώ έπλεον, το πλήρωμα του πλοίου ταράσσεται όλον, διότι είδον Ιερέα τινά να αναμιγνύεται εις τας μηχανάς του πλοίου, να περιφέρεται και να διατάσση όλας τας υπηρεσίας ως έχων εξουσίαν και εν τέλει να εξαφανίζεται. Την πρωϊαν μαθών ταύτα ο πλοίαρχος επλησίασε μετά πολλής ευγενείας τον Αρχιμανδρίτην Ιγνάτιον, διότι ενόμιζεν ότι ούτος είναι ο φανείς την νύκτα διατάσσων το πλήρωμα και λέγει προς αυτόν· «Σας παρακαλώ, Πάτερ μου, μη αναμιγνύεσαι άλλην φοράν εις τας υπηρεσίας του πλοίου, ως έπραξες την παρελθούσαν νύκτα, διότι μου παρεπονέθησαν οι ναύται ότι τους ηνώχλησες». Αλλ’ ο πατήρ Ιγνάτιος διεμαρτυρήθη εντόνως εις τον πλοίαρχον και διεβεβαίωσεν αυτόν ότι δεν έχει καμμίαν είδησιν εξ όσων του είπε και ότι όλην την νύκτα ήτο επί της κλίνης λίαν καταπεπονημένος εκ των πολλών στενοχωριών και των κόπων. Ήλθεν η επομένη νυξ και πάλιν εμφανίζεται ο ίδιος Ιερεύς, καθώς και την προηγουμένην νύκτα, διατάσσων και πάλιν γίνεται άφαντος. Ηναγκάσθη τότε ο πλοίαρχος να πλησιάση εκ δευτέρου τον Πατέρα Ιγνάτιον και να απευθύνη εις αυτόν δριμείας παρατηρήσεις, απειλών αυτόν, ως δημιουργούντα σύγχυσιν εις το πλήρωμα. Μετ’ ολίγον όμως εγείρεται μεγάλη τρικυμία και θαλασσοταραχή, ήτις και εξακολουθεί με μεγάλην έντασιν. Το πλοίον ταράσσεται κλυδωνιζόμεον υπό των αγρίων κυμάτων, το δε πλήρωμα είναι επί ποδός, προσέχων εις όλα τα σημεία δια να προλάβη απευκταίον τι. Και προς το εσπέρας η θύελλα μεγαλώνει, τα πάντα ανατρέπονται εν τω πλοίω και δεν είναι δυνατόν να δώσουν την εξήγησιν της συνεχούς θαλασσοταραχής. Εις τοιαύτην στιγμήν παρουσιάζεται ο Πατήρ Ιγνάτιος εις τον πλοίαρχον λέγων εις αυτόν, ότι εις την αποθήκην του πλοίου είναι και το ιερόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος Γεωργίου. Πάραυτα κατέρχονται κάτω εις το πλοίον και ευρίσκουν εις την λάρνακα το ιερόν λείψανον αναποδογυρισμένον. Τότε μετ’ ευλαβείας πολλής ετοποθέτησαν το λείψανον εις την θέσιν του, η δε φοβερά θύελλα εκόπασε, και πάντες εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Γεώργιον, προ του λειψάνου του οποίου ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος έψαλε παράκλησιν. Φθάσαντες εις την ελευθέραν Ελλάδα, το ιερόν και θαυματουργόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος παρεδόθη εις τους Νεαπολίτας, οι οποίοι το ετοποθέτησαν μετά σεβασμού και ευλαβείας, ως ιερόν κειμήλιον και άμισθον ιατρείον πάσης ασθενείας, εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ευσταθίου εν Νέα Νεαπόλει Περισσού Αττικής, δεξιά της Σαφραμπόλεως και άνωθεν της Νέας Ιωνίας, ένθα ευρίσκεται, πηγάζον Χάριν θείαν και πλείστα ιάματα, και πληρούν τας αιτήσεις εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό. Ενταύθα ενήργησε τα εξής θαύματα: Εις την Κοκκινιάν, Ταξιάρχου Μπλόκ αριθ. 22, κατοικεί νέα τις ονομαζομένη Μαρία Κουτλίδου, ηλικίας 17ετών. Αυτή ασθενήσασα εθεραπεύθη υπό του Αγίου ως εξής: Εκάθηντο μετά της μητρός της εις την Κοκκινιάν, αλλά κατά την εποχήν της κατοχής υπέφεραν πολύ και επείνασαν, και δια να σωθούν η μητέρα παρέλαβε την μικράν τότε Μαρίαν και μετέβησαν εις την Καρδίτσαν, εις τι εκεί Μοναστήριον, ένθα είχον αδελφήν Μοναχήν. Εκεί ήσαν καλά μέχρι του ανταρτοπολέμου, οπότε ήρχισαν φόνοι, απαγχονισμοί και τα τοιαύτα. Τότε η μικρά Μαρία τρομοκρατείται, όταν είδε να φονεύουν μίαν γυναίκα παραπλεύρως της, και έκτοτε δεν είχε διόλου ησυχίαν. Δια τούτο την εισήγαγον εις κλινικήν τινά του Βόλου ένθα παρέμεινεν εικοσιεπτά ημέρας, αλλά δεν ωφελήθη ποσώς. Την μετέφεραν εις τας Αθήνας και την είδον οι ενταύθα ιατροί, αλλά δυστυχώς άνευ αποτελέσματος και εδώ. Από την πολύ δύσκολον ταύτην θέσιν, εις ην ευρίσκοντο η μήτηρ μετά της πασχούσης θυγατρός της Μαρίας, την εξήγαγεν η κ. Κλεονίκη Αγγέλογλου, εκ Νεαπόλεως της Μικράς Ασίας, κάτοικος Κοκκινιάς, οδός Διαδόχου Παύλου αριθ. 22, διότι τας ωδήγησεν εις το ιερόν λείψανον του Αγίου και θαυματουργού Πατρός Γεωργίου και εκεί διενυκτέρευσαν. Καθώς εξημέρωνε κατά την επέτειον εορτήν του Αγίου Ευσταθίου η Μαρία εκοιμήθη, εν ω προσηύχοντο εκ βάθους καρδίας η μήτηρ της μετά της Αγγέλογλου. Εις τον ύπνον της η Μαρία εψιθύρισε προς την μητέρα της· «Ο Παπά-Γεώργιος, μητέρα, μού άλειψεν αλοιφή στο λαιμό μου». Η κόρη σου θα γίνη εντελώς καλά, είπε τότε η Αγγέλογλου. Κατά τον όρθρον 6ην π.μ. κατέλαβον την Μαρίαν δυνατοί σπασμοί και ρίγη. Η μήτηρ κλαίουσα θέλει να βοηθήση την πάσχουσαν δεινώς κόρην της, να την συγκρατήση. Αλλ’ η μικρά φωνάζει· «Μη με εγγίσης, διότι ο Παπά- Γεώργιος μου έβαλεν ένεσι στο χέρι μου». Γυμνώνουν και παρατηρούν το μέρος εκείνο και παραδόξως το βλέπουν κατακόκκινον, από εκείνην δε την στιγμήν η Μαρία εθεραπεύθη (19 Σεπτεμβρίου 1949). Έκτοτε δε κατ’ έτος η θεραπευθείσα υπάγει εις τον Ναόν του Αγίου Ευσταθίου και προσεύχεται προ του ιερού λειψάνου του θαυματουργού Ιερομάρτυρος. Επίσης δια της ιαματικής Χάριτος και ταχείας βοηθείας του Αγίου Γεωργίου εθεραπεύθη ο Αναστάσιος Στεφανίδης, κάτοικος Νέας Νεαπόλεως, Αγίας Λαύρας 40. Άπειροι είναι αι ιάσεις και τα θαύματα, άτινα ενήργησε και πάντοτε ενεργεί ο Ιερομάρτυς Άγιος Γεώργιος εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν, και ευλαβώς προσκυνούντας το σεπτόν αυτού λείψανον. Εδόξασε τον Θεόν δια του εναρέτου αυτού βίου και του μαρτυρικού τέλους, και αντεδοξάσθη παρά Θεού, του δοξάζοντος τους αυτόν δοξάζοντας, ως αψευδώς επηγγείλατο. Η ιερατική αυτού διακονία, η χρηστότης των τρόπων, η απλότης και σεμνότης του ήθους, και γενικώς η επίγειος αυτού ζωή και ο μαρτυρικός θάνατος, δια των οποίων εδόξασε τον εν Αγίοις δοξαζόμενον Θεόν, ανέδειξαν αυτόν λαμπρόν εν τοις Αγίοις αστέρα και θαυματουργόν Ιερομάρτυρα και κλέος και στήριγμα των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, και μάλιστα των τότε εν τη χαλεπή δουλεία ευρισκομένων κατά το γεγραμμένον «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού» (Ψαλμ. ξζ΄ 36). Δεύτε λοιπόν, οι ευσεβείς και Ορθόδοξοι Αθηναίοι και πάντες οι Έλληνες, μετά καθαράς καρδίας και αγνών χειλέων και πίστεως ανυποκρίτου, δεύτε προσκυνήσωμεν το σεπτόν λείψανον του θαυματουργού Ιερομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον η θεία Πρόνοια εδωρήσατο εις ημάς ως θησαυρόν πολύτιμον και κειμήλιον τιμαλφέστατον και πηγήν αγιασμού. Δεύτε προσπέσωμεν και είπωμεν προς αυτόν· «Ω Άγιε Ιερομάρτυς και θαυματουργέ Γεώργιε, ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, πρέσβευε πάντοτε, δεόμεθα, υπέρ πάντων ημών, υπέρ της πόλεως ταύτης, υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου, και υπέρ πάσης της Ελλάδος, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν και ευαγγελικώς πολιτευώμεθα, και εν τέλει αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δύο χωρία, το εν βορείως της Νεαπόλεως, λεγόμενον Ντάρ, και το άλλο νοτίως, ονόματι Κιόρε, διεκδικούν τον θείον τούτον άνδρα ως ίδιον βλαστόν, εις ποίον δε εκ τούτων εγεννήθη ή μάλλον εβλάστησεν ως φοίνιξ υψίκομος, κατά τον Δαβίδ, «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει» (Ψαλμ. 91:13), ακριβώς δεν γνωρίζομεν. Ήτο Ιερεύς και διέπρεπεν εν Νεαπόλει κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα, εφημερεύων εις τον εκείσε Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και διαλάμπων ως αληθής Ιερεύς και λειτουργός του Υψίστου, εν αληθεία και οσιότητι και δικαιοσύνη, πορευόμενος εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτος. Ο βίος του ήτο ακηλίδωτος και άμωμος, βίος αληθούς Ιερέως, έχοντος το πολίτευμα εν ουρανοίς και σκοπόν θεμένου την επίγειον ζωήν, την εξυπηρέτησιν και ακριβή εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, εις ο έταξεν ολοψύχως εαυτόν. Αγάπη, πραότης, ανεξικακία, ταπείνωσις, φιλαδελφία ήσαν τα χαρακτηριστικά της μακαρίας αυτού ψυχής, ήτις κοσμουμένη δια τοιούτων ευαγγελικών αρετών και θείων προτερημάτων, υπηρέτει μετά πάσης προθυμίας τον Θεόν, ιερουργών ως άλλος Άγγελος και παντοιοτρόπως ανακουφίζων και παραμυθούμενος, δια λόγου και έργου, τους καταδυναστευομένους και απηνώς καταδιωκομένους τότε αδελφούς ημών Έλληνας Χριστιανούς υπό των κρατούντων Αγαρηνών. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος ο θείος Γεώργιος και φερωνύμως γεωργών τα θεία χαρίσματα και ευαρεστών εις τον Θεόν, ηξιώθη του μαρτυρικού τέλους ως εξής: Κατά το έτος 1797 προσεκλήθη εκ Νεαπόλεως, όπου ευρίσκετο ο Άγιος, υπό του χωρίου Μαλακοπή, απέχοντος εξ ώρας, δια να υπάγη και ιερουργήση εκεί, εις τινα μεγάλην εορτήν και αγιάση τους ευσεβείς Χριστιανούς, διότι ο Ιερεύς αυτών ησθένει ή, ως άδεται λόγος, εκρύπτετο φεύγων την μανίαν των Τούρκων, οίτινες λογω της τότεγενομένης επαναστάσεως του Ορλώφ είχον εγείρει τους φοβερούς διωγμούς Κατς – Κάτς. Εδέχθη ευχαρίστως ο θείος Γεώργιος την πρόσκλησιν των εν Μαλακοπή αδελφών Χριστιανών και ιππεύσας επί όνου, διότι ήτο γέρων και καχεκτικός, επορεύετο πρόθυμος την οδόν, χωρίς να σκεφθή τι το απευκταίον, ίνα ταχύτερον φθάση εις τον προορισμόν του. Αλλ’ αίφνης, ενώ επλησίαζε προς την Μαλακοπήν, παρά την θέσιν «Κόμπια – Ντερέ», ήτοι «ρεματιά», εμφανίσθησαν προ αυτού Τούρκοι ποιμένες λίαν εξηγριωμένοι, δια τους ους ανεφέραμεν λόγους και μάλιστα κατά των Κληρικών, οίτινες επιπεσόντες μετά μανίας κατά του πραοτάτου ανθρώπου του Θεού, του έχοντος και παρ’ αυτοίς τοις Τούρκοις φήμην Αγίου, ελήστευσαν αυτόν και εγύμνωσαν και τέλος εφόνευσαν, αποκόψαντες την τιμίαν αυτού κεφαλήν, το δε λείψανον γυμνόν και καθημαγμένον, απέρριψαν εις την παρακειμένην φάραγγα, ομού μετά της κεφαλής. Και τοιουτοτρόπως ο θείος πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος θεράπων του Κυρίου και αληθής λειτουργός και υπηρέτης αυτού, «Ο πεπληρωμένος καρπών δικαιοσύνης», επεσφράγισε την καθαράν και ενάρετον αυτού πολιτείαν δια του μαρτυρικού τέλους, μισθόν λαβών της ιερουργίας την δι’ αίματος τελείωσιν και συνηριθμήθη μετά των Οσίων και Ιερομαρτύρων ως Όσιος και Ιερομάρτυς, καβών παρά Χριστού τον στέφανον της αθανάτου ζωής. Οι εν Μαλακοπή, μη γνωρίζοντες τα γεγονότα, ανέμενον την άφιξιν αυτού εναγωνίως, αλλ’ εις μάτην· ο αναμενόμενος ουδαμού ανεφαίνετο. Παρήλθον τρεις και τέσσαρες ημέραι, αλλ’ ο Ιερεύς δεν εφαίνετο ερχόμενος δια να αγιάση και παρηγορήση τους φοβισμένους και τεθλιμμένους Χριστιανούς. Ανησυχήσαντες τότε και οι εν Νεαπόλει δια την παρατεινομένην απουσίαν αυτού, εξήλθον εις αναζήτησίν του, πληροφορηθέντες δε και από τους εν Μαλακοπή ότι δεν μετέβη εκεί, ηρεύνησαν κατά την οδόν και έκπληκτοι ανεύρον παρά την προλεχθείσαν φαραγγώδη θέσιν το τίμιον αυτού λείψανον γυμνόν, και εκεί που πλησίον την ιεράν κεφαλήν του. Υπώπτευσαν τότε το τι συνέβη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων και οίας τιμωρίας και σκληρόν θάνατον υπέστη παρ’ αυτών ο ιερός ανήρ και θείος παρήγορος αυτών υπέρ της του πλησίον αγάπης και προς εκπλήρωσιν του ιερού καθήκοντος «ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων», και μετά θρήνων και κλαυθμών δια την απώλειαν αυτού, αλλά και μετά πολλών προφυλάξεων, δια τον φόβον των εξηγριωμένων Τούρκων, εκήδευσαν εκεί όπου ανεύρον μετά πολλής σπουδής το τίμιον λείψανον και έθηκαν επί του τάφου πέτραν φέρουσαν κεχαραγμένην την εξής απλήν επιγραφήν: «Ιερεύς Γεώργιος». Παρήλθεν έκτοτε αρκετός καιρός, και το μεν σώμα του θείου Γεωργίου ανεπαύετο ένθα προχείρως εκηδεύθη, η δε μακαρία αυτού ψυχή ηγάλλετο μετά των Αγγέλων εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, ότε εν μια νυκτί φαίνεται εν οράματι ο θείος Ιερομάρτυς εις τινα γυναίκα χήραν, ευλαβή και φοβουμένην τον Θεόν, εις την οποίαν διηγήθη το τι έπαθε καθ’ οδόν πηγαίνων εις Μαλακοπήν, ότι εληστεύθη και εφονεύθη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων. «Και τώρα, της λέγει, να εγερθής και να υπάγης αμέσως εις την Δημογεροντίαν, δια να έλθουν να με εύρουν εις το γνωστόν σας «Κόμπια – Ντερέ» πλησίον της Μαλακοπής». Αλλ’ η γυνή δεν έδωσε σημασίαν και προσοχήν εις το φανέν και το ίδιον όνειρον επανελήφθη μετά τινας ημέρας. Έντρομος ηγέρθη τότε η ευλαβής γυνή και μετέβη εις την οικίαν γνωστού της δημογέροντος, εις τον οποίον διηγήθη ό,τι είδε και της είπεν ο φανείς κατ’ επανάληψιν Όσιος και Ιερομάρτυς Γεώργιος. Εκ τούτου δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναβάλουν οι ευσεβείς Νεαπολίται περισσότερον χρόνον την εκτέλεσιν του προστάγματος, αλλ’ έσπευσαν πάντες μετά προθυμίας εις το υποδειχθέν μέρος, έχοντες επί κεφαλής τον Ιερέα Νεόφυτον, Εφημέριον του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις τον οποίον Ναόν, ως προείπομεν, ήτο Εφημέριος και ο Ιερομάρτυς Γεώργιος, όστις Νεόφυτος διεδέχθη τον πατέρα του Ιερέα Βασίλειον, συνεφημέριον όντα του θείου Γεωργίου. Και σκάψαντες τον πρόχειρον εκείνον τάφον ανεύρον το τίμιον τού Αγίου λείψανον σώον και ακέραιον και άφθαρτον και πλήρες ουρανίου ευωδίας και Χάριτος, το οποίον αφού προσεκύνησαν μετ’ ευλαβείας, χαράς και μεγάλου θαυμασμού, δια την πλουσίαν ταύτην Χάριν, την οποίαν εκ Θεού έλαβε, το ετοποθέτησαν εντός ξυλίνης λάρνακος και το μετέφερον εις την οικίαν του προρρηθέντος Ιερέως Νεοφύτου, ως ηγιασμένον πλέον λείψανον. Προ αυτού έκαιε ακοίμητος κανδήλα και πλείστοι προσήρχοντο καθ’ εκάστην δια να ψάλωσι παρακλήσεις και δεηθώσι του Αγίου και αγιασθώσι δια της αγιαστικής Χάριτος της ενοικούσης εις το άγιον λείψανον και πολλαί θεραπείαι και ιάσεις και άλλα θαύματα εγίνοντο εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, εξ ων γράφομεν τινά. Ευρισκομένου, ως είπομεν, του ιερού λειψάνου εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, προσήρχοντο πολλοί τόσον εντόπιοι όσον και ξένοι δια να ψάλουν παρακλήσεις και να λάβουν αγιασμόν εξ αυτού, αλλ’ η μεγάλη αύτη κίνησις περί το ιερόν λείψανον δεν ήρεσεν εις την Δημογεροντίαν, θεωρήσασαν τούτο ως εκμετάλλευσιν και παρεκάλεσαν τον εν λόγω Ιερέα Νεόφυτον να μεταφερθή τούτο εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ούτω και εγένετο και είχον δύο κλείδας, εκ των οποίων την μίαν εκράτει η Δημογεροντία, την δε άλλην ο ρηθείς Ιερεύς δια να έρχεται τακτικώς και να ανάπτη την κανδήλαν του. Αλλ’ η μεταφορά αύτη δεν ήρεσεν εις τον Άγιον, διότι μάλις παρήλθον ολίγαι ημέραι ησθένησαν όλα τα μέλη της Δημογεροντίας και είδον τον Άγιον εις τον ύπνον των να τους επιπλήττη, διατί να μεταφέρουν το ιερόν λείψανον εις την Εκκλησίαν και τους διέτασσε να το μεταφέρουν πάλιν εις το σκοτεινόν κελλί, εις το οποίον το είχε τοποθετήσει ο Ιερεύς Νεόφυτος, εντός της οικίας του. Έντρομοι την επομένην ημέραν προσεκάλεσαν τον ρηθέντα Ιερέα και παρεκάλεσαν αυτόν να μεταφερθή εν ιερά πομπή το λείψανον εις την προηγουμένην θέσιν του. Αμέσως δε κατόπιν όλοι οι εκ τούτου ασθενήσαντες εθεραπεύθησαν. Προσήρχετο δε πολλάκις εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα το λείψανον του Αγίου, και ο Ιερεύς της Μαλακοπής, αμφότεροι δε εκαθάριζον την λάρνακα και ανεγίνωσκον την ακολουθίαν του αγιασμού· αλλ’ ημέραν τινά, κρυφίως του Παπα-Νεοφύτου, έλαβεν ο Ιερεύς εκείνος μικρόν οστούν εκ του ιερού λειψάνου δια φυλακτόν και ανεχώρησε. Μόλις όμως παρήλθον ολίγαι ημέραι, ησθένησε και αυτός και όλη η οικογένειά του, συγχρόνως δε ενεφανίσθη εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και τον επέπληττε δια την κλοπήν και τον διέτασσε να μεταφέρη το κλαπέν οστούν εις την θέσιν του. την επομένην, αν και ήτο και ασθενής, διήνυσε πορείαν εξ ωρών και ελθών εις Νεάπολιν ετοποθέτησε μετά φόβου και τρόμου το οστούν όθεν αφήρεσεν αυτό και προσηυχήθη μετ’ ευλαβείας ειπών και τα εξής· «Ω ευλογημένε Άγιε Γεώργιε! Δεν ήμην άξιος να κρατήσω και εγώ εν μικρόν τεμάχιον από το άγιον λείψανόν σου»; Είχον δε συνδεδεμένον με αλυσίδα οστούν του βραχίονος τού Αγίου με ένα οδόντα, άτινα ελάμβανον εις τας οικίας των όσοι είχον ασθενείς και εθεραπεύοντο. Ποτέ ευσεβής τις γυνή επιστρέφουσα τον οδόντα του Αγίου απώλεσε τούτον καθ’ οδόν, χωρίς να το αντιληφθή. Αλλά τις να διηγηθή τους θρήνους και οδυρμούς της ευσεβούς ταύτης γυναικός; Αλλ’ ω του θαύματος! μετά δύο ημέρας η γυνή αύτη, ενώ ανήρχετο την οδόν προς την οικίαν της, εύρε παρά πάσαν ελπίδα εντός των χαλίκων, έκθαμβος και περιχαρής, το τόσον μικρόν άγιον λείψανον και έθεσεν αυτό εις την θάσιν του. Ζωγράφος τις εκ του χωρίου Προκόπιον, επιθυμών να αποκτήση παιδίον, διότι ήτο άτεκνος, ακούσας τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου, λαβών την γυναίκα του ήλθον εις το ιερόν λείψανον και μετά θερμών προσευχών και νηστειών παρεκάλεσαν να τους δοθή παιδίον. Και υπεσχέθηκαν, αν γεννηθή άρσεν, να το ονομάσουν Γεώργιον, μετά εξ δε μήνας, οπότε θα αρχίση το παιδίον να περιπατή, να το λάβουν εις τας αγκάλας των, να φέρουν και μίαν στάμνον ελαίου, και πεζοπορούντες να έλθουν να προσκυνήσουν και πάλιν το ιερόν λείψανον. Εισήκουσεν ο Θεός της προσευχής των δια πρεσβειών του Αγίου και εγέννησαν ως επεθύμουν παιδίον, αλλ’ εκ της πολλής χαράς των ελησμόνησαν την υπόσχεσιν. Μετά εν έτος όμως ενεφανίσθη κατ’ όναρ εις τον ζωγράφον ο Άγιος και του υπενθύμισε το τάξιμον και μάλιστα είπεν· «Εάν δεν φέρετε το παιδίον εις το λείψανόν μου, θα το πάρω πίσω». Την πρωϊαν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, αμέσως παραλαμβάνει την γυναίκα του και το παιδίον και την στάμνον του ελαίου και πεζοπορήσαντες όλην σχεδόν την ημέραν, ήλθον και παρεκάλεσαν μετά θερμών δακρύων τον Άγιον να τους συγχωρήση. Ο αυτός, ως ζωγράφος, εζωγράφισε τον θαυματουργόν Άγιον καθώς τον είδεν εις τον ύπνον του και έφερε την εικόνα εκεί, την οποίαν πολλοί αντέγραψαν. Άλλη γυνή από το γένος Δεμερτσή Παντελή, εις κάθε εσπερινόν έφερεν εν ασθενές και αδύνατον παιδίον 3-4 ετών, μη δυνάμενον να περιπατήση. Νέος δε τις έως είκοσιν ετών, πάσχων από τετραετίας εκ των οφθαλμών και έχων φοβερούς πόνους, ήρχετο και αυτός καθημερινώς και εδέετο του Αγίου να τύχη ιάσεως. Τούτον ιδούσα η ανωτέρω γυνή εις την αυλήν της οικίας του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα εφυλάσσετο το θαυματουργόν του Αγίου λείψανον, δεδεμένον τους οφθαλμούς και φωνάζοντα εκ των πόνων αχ! και ωχ! διενοήθη, ότι ούτος είναι τόσα έτη πλησίον του λειψάνου του Αγίου και δεν τον εθεράπευσε και τώρα θα θεραπεύση το παιδί μου; Ταύτα διενοήθη και επιστρέφουσα δια να φθάση εις την εξώθυραν, μόλις επάτησεν εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος, ήτις είχε δώδεκα τοιαύτας, ωλίσθησε και εκυλίσθη έως κάτω μετά του μικρού και ασθενούς παιδός και έμεινεν αναίσθητος με κλειστούς οδόντας, ο δε μικρός υιός της εκάθητο εις μικράν εκείθεν απόστασιν και εγέλα χωρίς να πάθη τι. Αμέσως αι δύο γυναίκες του οίκου, η πρεσβυτέρα Ευγενία και η άλλη, Μαρία λεγομένη, έσπευσαν και μετά πολλού κόπου συνέφερον την λιπόθυμον εκ της πτώσεως γυναίκα, ήτις μόλις συνήλθεν εφώναξε το παιδί της, το ενηγκαλίσθη και διαρκώς έκλαιε φωνάζουσα· «Ήμαρτον, Θεέ μου, Άγιέ μου». Και αμέσως έσπευσεν εις το άγιον λείψανον μετά χαράς και θρήνων και δακρύων, διότι εσώθη ως εκ θαύματος εκ ταύτης της πτώσεως. Όταν ετελείωσε την προσευχήν της διηγήθη εις όλους παρρησία τι είχε διανοηθή, ο δε ασθενής υιός της εθεραπεύθη μετ’ ολίγον, χάριτι του Αγίου και θαυματουργού Γεωργίου, εντελώς, όστις μετά ταύτα, ως τέλειος πλέον ανήρ, ήτο γνωστός εις την Νεάπολιν ως τυρέμπορος. Αλλά και τινος Σαρρή Θωμά ο υιός ονόματι Ιωάννης, όταν ήτο ηλικίας δώδεκα ετών, έπαθεν εκ νευρασθενείας και ήτο πολύ επικίνδυνος. Εν τοιαύτη καταστάσει τον έδεσαν και τον μετέφερον εις τον Άγιον, όπου τον προσέδεσαν εις τους πόδας της λάρνακος και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη τελείως. Και ούτος ήτο έμπορος εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά και εις συμβάντα λιμόν εις την επαρχίαν Καισαρείας, κατά τον οποίον εξέλιπον τα πάντα, η κανδήλα του Αγίου παραδόξως ανέβλυζεν έλαιον και έκαιε διαρκώς, εις έκπληξιν των ορώντων την θαυματουργόν του Αγίου Χάριν, δια της οποίας εδοξάσθη και επλουτίσθη παρά του Θεού. και άλλη γυνή τυχούσα επισκέψεως και θεραπείας παρά του Αγίου, ονόματι Μαρία Τοσούνογλου, διηγείται το εξής: «Όταν ήμην κοριτσάκι μόλις εξ ετώ, ησθένησα και με έστελναν εις την θείαν μου, κατοικούσαν κάτωθεν της οικίας του Ανέστη Χατζηπροδρόμου. Εκεί με παρέλαβον με αγάπην και στοργήν και με έβαλαν να κοιμηθώ πλάϊ εις την λάρνακα του ιερού λειψάνου και το πρωϊ που εξύπνησα ήμουν τελείως καλά». Είχον ποτέ μεγάλην ανομβρίαν εις την Νεάπολιν, οι δε ευσεβείς Νεαπολίται εν τοιαύτη ανάγκη κατέφυγον εις τον θαυματουργόν Ιερομάρτυρα Άγιον Γεώργιον και λαβόντες την τιμίαν κάραν του, εποίησαν μετ’ αυτής λιτανείαν μέχρι του μύλου, παρακαλέσαντες τον Άγιον μετά θερμών δεήσεων να βοηθήση αυτούς εις την προκειμένην δεινήν περίστασιν. Και ω του θαύματος! μετ’ ολίγην ώραν ήρχισε δυνατή βροχή και πάντες εθαύμασαν την εξαιρετικήν χάριν του Αγίου, και εδόξασαν τον Θεόν, τον δοξάζοντα θαυμαστώς τους Αγίους Αυτού. Προσκυνήσαντες δε μετ’ ευλαβείας την ιεράν του Αγίου κεφαλήν, μετέφερον αυτήν μετά ψαλμωδιών και δοξολογιών εις την θέσιν της. Αλλά και οι αείμνηστοι Μητροπολίται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος και Ιωάννης, οίτινες τακτικώς ήρχοντο εις Νεάπολιν, μετ’ ευλαβείας προσεκύνουν το ιερόν του Αγίου λείψανον και εθαύμαζον και ωμολόγουν την χάριν την οποίαν έλαβε παρά Θεού ο θείος πατήρ ημών Γεώργιος, αναδειχθείς θαυματουργός Άγιος της Ορθοδόξου ημών Αγίας Εκκλησίας. Ήλθε τέλος το έτος 1924, κατά το οποίον εγένετο η ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Έλληνες της Καππαδοκίας ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν εις την ελευθέραν Ελλάδα. Έκαστος ελάμβανεν ό,τι πολύτιμον είχε και ό,τι ηδύνατο να μεταφέρη. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος εθεώρησεν ως πρώτον του καθήκον την ασφαλή μεταφοράν του ιερού και θαυματουργού και αφθάρτου λειψάνου του Αγίου Ιερομάρτυρος, ευρισκομένου μετά τον θάνατον του Ιερέως Νεοφύτου εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λαβόντες λοιπόν το ιερόν λείψανον μετά των άλλων ιερών σκευών, το μετέφερον εις την παραλίαν της Μερσίνης και εκείθεν επεβιβάσθησαν του ατμοπλοίου. Αλλά κατά το μεσονύκτιον, ενώ έπλεον, το πλήρωμα του πλοίου ταράσσεται όλον, διότι είδον Ιερέα τινά να αναμιγνύεται εις τας μηχανάς του πλοίου, να περιφέρεται και να διατάσση όλας τας υπηρεσίας ως έχων εξουσίαν και εν τέλει να εξαφανίζεται. Την πρωϊαν μαθών ταύτα ο πλοίαρχος επλησίασε μετά πολλής ευγενείας τον Αρχιμανδρίτην Ιγνάτιον, διότι ενόμιζεν ότι ούτος είναι ο φανείς την νύκτα διατάσσων το πλήρωμα και λέγει προς αυτόν· «Σας παρακαλώ, Πάτερ μου, μη αναμιγνύεσαι άλλην φοράν εις τας υπηρεσίας του πλοίου, ως έπραξες την παρελθούσαν νύκτα, διότι μου παρεπονέθησαν οι ναύται ότι τους ηνώχλησες». Αλλ’ ο πατήρ Ιγνάτιος διεμαρτυρήθη εντόνως εις τον πλοίαρχον και διεβεβαίωσεν αυτόν ότι δεν έχει καμμίαν είδησιν εξ όσων του είπε και ότι όλην την νύκτα ήτο επί της κλίνης λίαν καταπεπονημένος εκ των πολλών στενοχωριών και των κόπων. Ήλθεν η επομένη νυξ και πάλιν εμφανίζεται ο ίδιος Ιερεύς, καθώς και την προηγουμένην νύκτα, διατάσσων και πάλιν γίνεται άφαντος. Ηναγκάσθη τότε ο πλοίαρχος να πλησιάση εκ δευτέρου τον Πατέρα Ιγνάτιον και να απευθύνη εις αυτόν δριμείας παρατηρήσεις, απειλών αυτόν, ως δημιουργούντα σύγχυσιν εις το πλήρωμα. Μετ’ ολίγον όμως εγείρεται μεγάλη τρικυμία και θαλασσοταραχή, ήτις και εξακολουθεί με μεγάλην έντασιν. Το πλοίον ταράσσεται κλυδωνιζόμεον υπό των αγρίων κυμάτων, το δε πλήρωμα είναι επί ποδός, προσέχων εις όλα τα σημεία δια να προλάβη απευκταίον τι. Και προς το εσπέρας η θύελλα μεγαλώνει, τα πάντα ανατρέπονται εν τω πλοίω και δεν είναι δυνατόν να δώσουν την εξήγησιν της συνεχούς θαλασσοταραχής. Εις τοιαύτην στιγμήν παρουσιάζεται ο Πατήρ Ιγνάτιος εις τον πλοίαρχον λέγων εις αυτόν, ότι εις την αποθήκην του πλοίου είναι και το ιερόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος Γεωργίου. Πάραυτα κατέρχονται κάτω εις το πλοίον και ευρίσκουν εις την λάρνακα το ιερόν λείψανον αναποδογυρισμένον. Τότε μετ’ ευλαβείας πολλής ετοποθέτησαν το λείψανον εις την θέσιν του, η δε φοβερά θύελλα εκόπασε, και πάντες εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Γεώργιον, προ του λειψάνου του οποίου ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος έψαλε παράκλησιν. Φθάσαντες εις την ελευθέραν Ελλάδα, το ιερόν και θαυματουργόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος παρεδόθη εις τους Νεαπολίτας, οι οποίοι το ετοποθέτησαν μετά σεβασμού και ευλαβείας, ως ιερόν κειμήλιον και άμισθον ιατρείον πάσης ασθενείας, εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ευσταθίου εν Νέα Νεαπόλει Περισσού Αττικής, δεξιά της Σαφραμπόλεως και άνωθεν της Νέας Ιωνίας, ένθα ευρίσκεται, πηγάζον Χάριν θείαν και πλείστα ιάματα, και πληρούν τας αιτήσεις εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό. Ενταύθα ενήργησε τα εξής θαύματα: Εις την Κοκκινιάν, Ταξιάρχου Μπλόκ αριθ. 22, κατοικεί νέα τις ονομαζομένη Μαρία Κουτλίδου, ηλικίας 17ετών. Αυτή ασθενήσασα εθεραπεύθη υπό του Αγίου ως εξής: Εκάθηντο μετά της μητρός της εις την Κοκκινιάν, αλλά κατά την εποχήν της κατοχής υπέφεραν πολύ και επείνασαν, και δια να σωθούν η μητέρα παρέλαβε την μικράν τότε Μαρίαν και μετέβησαν εις την Καρδίτσαν, εις τι εκεί Μοναστήριον, ένθα είχον αδελφήν Μοναχήν. Εκεί ήσαν καλά μέχρι του ανταρτοπολέμου, οπότε ήρχισαν φόνοι, απαγχονισμοί και τα τοιαύτα. Τότε η μικρά Μαρία τρομοκρατείται, όταν είδε να φονεύουν μίαν γυναίκα παραπλεύρως της, και έκτοτε δεν είχε διόλου ησυχίαν. Δια τούτο την εισήγαγον εις κλινικήν τινά του Βόλου ένθα παρέμεινεν εικοσιεπτά ημέρας, αλλά δεν ωφελήθη ποσώς. Την μετέφεραν εις τας Αθήνας και την είδον οι ενταύθα ιατροί, αλλά δυστυχώς άνευ αποτελέσματος και εδώ. Από την πολύ δύσκολον ταύτην θέσιν, εις ην ευρίσκοντο η μήτηρ μετά της πασχούσης θυγατρός της Μαρίας, την εξήγαγεν η κ. Κλεονίκη Αγγέλογλου, εκ Νεαπόλεως της Μικράς Ασίας, κάτοικος Κοκκινιάς, οδός Διαδόχου Παύλου αριθ. 22, διότι τας ωδήγησεν εις το ιερόν λείψανον του Αγίου και θαυματουργού Πατρός Γεωργίου και εκεί διενυκτέρευσαν. Καθώς εξημέρωνε κατά την επέτειον εορτήν του Αγίου Ευσταθίου η Μαρία εκοιμήθη, εν ω προσηύχοντο εκ βάθους καρδίας η μήτηρ της μετά της Αγγέλογλου. Εις τον ύπνον της η Μαρία εψιθύρισε προς την μητέρα της· «Ο Παπά-Γεώργιος, μητέρα, μού άλειψεν αλοιφή στο λαιμό μου». Η κόρη σου θα γίνη εντελώς καλά, είπε τότε η Αγγέλογλου. Κατά τον όρθρον 6ην π.μ. κατέλαβον την Μαρίαν δυνατοί σπασμοί και ρίγη. Η μήτηρ κλαίουσα θέλει να βοηθήση την πάσχουσαν δεινώς κόρην της, να την συγκρατήση. Αλλ’ η μικρά φωνάζει· «Μη με εγγίσης, διότι ο Παπά- Γεώργιος μου έβαλεν ένεσι στο χέρι μου». Γυμνώνουν και παρατηρούν το μέρος εκείνο και παραδόξως το βλέπουν κατακόκκινον, από εκείνην δε την στιγμήν η Μαρία εθεραπεύθη (19 Σεπτεμβρίου 1949). Έκτοτε δε κατ’ έτος η θεραπευθείσα υπάγει εις τον Ναόν του Αγίου Ευσταθίου και προσεύχεται προ του ιερού λειψάνου του θαυματουργού Ιερομάρτυρος. Επίσης δια της ιαματικής Χάριτος και ταχείας βοηθείας του Αγίου Γεωργίου εθεραπεύθη ο Αναστάσιος Στεφανίδης, κάτοικος Νέας Νεαπόλεως, Αγίας Λαύρας 40. Άπειροι είναι αι ιάσεις και τα θαύματα, άτινα ενήργησε και πάντοτε ενεργεί ο Ιερομάρτυς Άγιος Γεώργιος εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν, και ευλαβώς προσκυνούντας το σεπτόν αυτού λείψανον. Εδόξασε τον Θεόν δια του εναρέτου αυτού βίου και του μαρτυρικού τέλους, και αντεδοξάσθη παρά Θεού, του δοξάζοντος τους αυτόν δοξάζοντας, ως αψευδώς επηγγείλατο. Η ιερατική αυτού διακονία, η χρηστότης των τρόπων, η απλότης και σεμνότης του ήθους, και γενικώς η επίγειος αυτού ζωή και ο μαρτυρικός θάνατος, δια των οποίων εδόξασε τον εν Αγίοις δοξαζόμενον Θεόν, ανέδειξαν αυτόν λαμπρόν εν τοις Αγίοις αστέρα και θαυματουργόν Ιερομάρτυρα και κλέος και στήριγμα των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, και μάλιστα των τότε εν τη χαλεπή δουλεία ευρισκομένων κατά το γεγραμμένον «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού» (Ψαλμ. ξζ΄ 36). Δεύτε λοιπόν, οι ευσεβείς και Ορθόδοξοι Αθηναίοι και πάντες οι Έλληνες, μετά καθαράς καρδίας και αγνών χειλέων και πίστεως ανυποκρίτου, δεύτε προσκυνήσωμεν το σεπτόν λείψανον του θαυματουργού Ιερομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον η θεία Πρόνοια εδωρήσατο εις ημάς ως θησαυρόν πολύτιμον και κειμήλιον τιμαλφέστατον και πηγήν αγιασμού. Δεύτε προσπέσωμεν και είπωμεν προς αυτόν· «Ω Άγιε Ιερομάρτυς και θαυματουργέ Γεώργιε, ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, πρέσβευε πάντοτε, δεόμεθα, υπέρ πάντων ημών, υπέρ της πόλεως ταύτης, υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου, και υπέρ πάσης της Ελλάδος, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν και ευαγγελικώς πολιτευώμεθα, και εν τέλει αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου