Τη ΚΘ΄ (29η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΚΥΡΙΑΚΟΥ του Αναχωρητού.

Κυριακός ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Κόρινθον της Πελοποννήσου, το έτος υμη΄(448), βασιλεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μικρού· και ο μεν πατήρ του ήτο πρεσβύτερος της εν Κορίνθω Εκκλησίας, Ιωάννης ονόματι, η δε μήτηρ του εκαλείτο Ευδοξία, ήτο δε Επίσκοπος Κορινθίων ο από μητρός θείος του Πέτρος, όστις και τον έκαμεν Αναγνώστην.
Αναγινώσκων λοιπόν συχνάκις ο μακάριος Κυριακός τας Ιεράς Γραφάς, εθαύμαζε πως ο Θεός εξ αρχής ωκονόμησε και εποίησε τα πάντα δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και πως υπερεδόξασε τους ευαρεστήσαντας αυτώ παλαιούς Δικαίους και Προφήτας· μάλιστα δε εξίστατο, συλλογιζόμενος τα όσα γράφει το Ιερόν Ευαγγέλιον. Ταύτα τούτου διανοουμένου διεθερμάνθη η καρδία του υπό θείου ζήλου, και απεφάσισε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, και εκεί να εφησυχάση. Νυχθημερόν δε τούτο μελετών ήκουσε Κυριακήν τινα επ’ Εκκλησίας το Ιερόν Ευαγγέλιον λέγον· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24)· ευθύς λοιπόν εξήλθεν ησύχως έξω, και επήγεν εις τας Κεγχρεάς, απ’ εκεί δε ευρών πλοίον ανεχώρησεν εις τα Ιεροσόλυμα· ήτο δε τότε δεκαοκταετής, επί του ενάτου έτους της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου. Φθάσας ο Κυριακός αισίως εις την αγίαν Πόλιν εύρε πρώτον τον μέγαν Ευστόργιον, όστις ήτο πεπλουτισμένος δια των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, παρά του οποίου μεγάλως ωφελήθη ψυχικώς, δεύτερον δε ακούων τας θαυμαστάς αρετάς του Μεγάλου Ευθυμίου έλαβε συγχώρησιν παρά του θείου Ευστοργίου και μετέβη προς αυτόν, γενόμενος δεκτός παρ’ αυτού περιχαρώς, και ενδυθείς το μοναχικόν σχήμα. Επειδή όμως εις την Λαύραν του ο Μέγας Ευθύμιος δεν εδέχετο νέους αγενείους, δια το ασκανδάλιστον των αδελφών, τον έστειλεν εις τον Όσιον Γεράσιμον τον εν τω Ιορδάνη, ο οποίος τον εδέχθη και τον έβαλεν εις το μαγειρείον, ένθα υπηρέτει τους αδελφούς προθυμότατα, τας δε νύκτας εξώδευεν εις τας θείας προσευχάς, ετρέφετο δε μόνον δι’ άρτου και ύδατος και ταύτα ανά δύο ημέρας· όθεν τοσούτον τον ηγάπησεν ο Όσιος Γεράσιμος, ώστε τον ελάμβανεν εις την έρημον Ρουβά πλησίον του κατά τον καιρόν της Τεσσαρακοστής, και τον είχε σύντροφον των πόνων και των αρετών του· εκεί δε ησυχάζων και ο μέγας Ευθύμιος τους μετελάμβανε τα θεία μυστήρια εκάστην Κυριακήν, έως την εορτήν των Βαϊων. Ότε δε μετ’ ολίγον είδεν εις οπτασίαν ο θείος Γεράσιμος την ψυχήν του θείου Ευθυμίου υπό Αγίων Αγγέλων προπεμπομένην και εις ουρανούς λαμπρώς ανερχομένην, συμπαραλαβών τον Κυριακόν απήλθεν εις την Λαύραν, αφού δε έθαψαν το σώμα του Αγίου Ευθυμίου μετά της πρεπούσης ευλαβείας, επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριόν του. Κατά δε το ένατον έτος της εις την Ιερουσαλήμ μεταβάσεως του Κυριακού ετελεύτησε και ο θαυμαστός Γεράσιμος και ανέβη προς τον ποθούμενον Θεόν. Τότε ο Κυριακός, το εικοστόν έβδομον έτος της ηλικίας του άγων, επέστρεψεν εις την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, όπου εγένετο δεκτός υπό του Καθηγουμένου αυτής Ηλιού και του εδόθη κελλίον, ένθα ησύχαζε, και πολλά επεμελήθη να κάμη την Λαύραν Κοινόβιον. Βλέπων όμως ο Όσιος ότι είχον έχθραν τα δύο Μοναστήρια, το του Αγίου Ευθυμίου και το του Θεοκτίστου, δια τινα αφιερώματα και χρήματα δωρηθέντα παρά του Τερέβωνος, εβαρύνθη τα καθημερινά σκάνδαλα, και αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις την Μονήν του Σουκά, εις την οποίαν διέμεινε πολλά έτη διακονών εις πολλάς διακονίας, εις τας οποίας εφάνη η πολλή του υπομονή και άκρα ταπείνωσις, και εδέχθη και το αξίωμα της ιερωσύνης ότε ήτο τεσσαράκοντα ετών· λέγουσι δε περί αυτού, ότι όχι μόνον δεν άφηνε να επιδύση ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού του, αλλά και ούτε εθυμώθη ποτέ καθ’ όλου, ούτε ημέρα τον είδε ποτέ τρώγοντα. Κατά δε το εβδομηκοστόν έβδομον έτος της ηλικίας του, αφήσας το Μοναστήριον, ανεχώρησεν ο μακάριος Κυριακός εις την έρημον του Νατουφά, ακολουθούμενος υπό ενός υποτακτικού του. Επειδή όμως δεν εύρον ουδεμίαν τροφήν να παρηγορήσωσι την ανάγκην της φύσεως, εδεήθη του Θεού ο Κυριακός να γλυκάνη βότανα τινα, ονομαζόμενα σκιλλοκρόμμυδα και στραφείς προς τον μαθητήν του είπε· «Μάζευσε, τέκνον, αυτά τα βότανα, και βαλών άλας βράσε αυτά και ευλογητός ο Θεός, όστις θα μας χορτάση δι’ αυτών». Και ο Θεός επήκουσε της δεήσεώς του, και μετέβαλε την φυσικήν πικρίαν των βοτάνων εκείνων εις γλυκύτητα, κι ετρέφοντο οι μακάριοι δια των σκιλλοκρομμύδων επί τέσσαρα έτη. Αλλά καθώς λέγει ο θείος Δαβίδ· «Ουκ εγκαταλείψει Κύριος τους Οσίους αυτού». Διότι άνθρωπος τις εκ της χώρας των Θεκώων εκεί πλησίον, ακούων τας πράξεις του Κυριακού, εφόρτωσε το ζώον του άρτους ζεστούς και τους επήγεν εις τον Όσιον, προς τροφοδοσίαν αμφοτέρων. Ο δε μαθητής του ημέραν τινά, χωρίς να του είπη ο Όσιος, έβρασε πάλιν σκιλλοκρόμμυδα, και φαγών αυτά κρυφίως δεν υπέφερε την πικρότητά των, και ευθύς εσβέσθη η δύναμίς του και η φωνή του, και εκείτετο ως νεκρός· ο δε θείος Κυριακός προσευξάμενος υπέρ αυτού προς Κύριον τον ανέστησε, και μεταλαμβάνων αυτόν τα θεία μυστήρια υγιά εποίησεν. Αφού δε εξηντλήθησαν οι άρτοι, τους οποίους είχον, πάλιν διέταξεν ο Όσιος να βράση τα πρώτα εκείνα πικρά σκιλλοκρόμμυδα, και πάλιν ετρέφοντο δι’ εκείνων. Το δε πέμπτον έτος, καθ’ ον ησύχαζεν ο Όσιος εκεί, άνθρωπος τις από της άνωθεν χώρας των Θεκώων, έχων υιόν βασανιζόμενον υπό δαιμονίου χαλεπού, έφερεν αυτόν εις τον Άγιον, δεόμενος θερμώς να τον ελεήση· ο δε Όσιος, προσευξάμενος και χρίσας αυτόν ελαίω σταυροειδώς, τον ηλευθέρωσε της πικράς εκείνης μανίας. Ακουσθείσης δε της φήμης τούτου του θαύματος απανταχού, ήρχοντο πολλοί προς τον Όσιον, και τον ανησύχουν εις την προσευχήν του· δια τούτο έφυγεν εις την εσωτέραν έρημον του Ρουβά, και ετρέφετο εκεί πέντε έτη από ρίζας μελαγρίων, και από βλαστούς και κορυφάς βοτάνων, ως με βασιλικά φαγητά. Αλλ’ η χάρις των θαυμάτων του Οσίου και ταύτην την έρημον ως πόλιν απέδειξε· διότι όσοι είχον δαιμόνια ή άλλας ασθενείας έτρεχον προθύμως εις τον Όσιον, και ουδείς επέστρεφεν οπίσω λυπούμενος ή άπρακτος· και πάλιν βαρυνόμενος ο Όσιος Κυριακός δια το πλήθος των προσερχομένων, κατέφυγεν εις τα βαθύτατα και ενδότατα της ερήμου, εκεί όπου δεν επάτησε ποτέ ουδείς, εις το λεγόμενον Σουσακείμ. Αλλά και εκεί η χάρις του Οσίου και η πολλή πίστις των ευσεβών δεν τον άφηνον ανενόχλητον· διότι διατρίβοντος εκεί επί επταετίαν, συνέβη θανατικόν εις τους πλησίον τόπους· όθεν φοβηθέντες οι Μοναχοί της Λαύρας του Σουκά έδραμον προς τον Όσιον, δεόμενοι μετά κλαυθμών ίνα επανακάμψη μεθ’ εαυτών εις την Λαύραν και έχωσιν αυτόν βοήθειαν εις το θανατικόν· τους ελυπήθη όθεν η αγαθή και φιλάνθρωπος εκείνη ψυχή και επανήλθεν εις την Λαύραν, διαμείνας δε πέντε έτη εν τω κελλίω του μακαρίου Χαρίτωνος, επολέμησεν ανδρικώτατα εκείνους, οι οποίοι εφρόνουν τα δόγματα του Ωριγένους και τους ενίκησεν. Κατά την εποχήν εκείνην επήγεν από την Λαύραν του Μεγάλου Ευθυμίου εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα και ο θαυμάσιος Κύριλλος, εκείνος όστις έγραψε τους Βίους των Αγίων Σάββα και Ευθυμίου, ίνα ίδη τον Επίσκοπον Ιωάννην τον Ησυχαστήν, ο οποίος τον απέστειλε με γράμματα εις τον μακάριον τούτον Κυριακόν, δια να παρακαλέση τον Θεόν όπως νικηθούν οι αιρετικοί. Φθάσας λοιπόν ο Κύριλλος εις τον Όσιον Κυριακόν, του έδωσε την επιστολήν· ο δε αναγνώσας εδάκρυσεν από καρδίας και είπεν· «Ειπέ εις εκείνον, ο οποίος σε έστειλε, να μη λυπήται, διότι τάχιστα θα λάβωσι κακόν θάνατον και ο Νόννος και ο Λεόντιος και οι πρώτοι της αιρέσεως, οι δε ακόλουθοί των θα καταισχυνθώσι· και πάλιν η Εκκλησία θα ίδη ειρήνην και ανάπαυσιν, και ειπέ του ότι πολύ επεμελήθησαν να πλανήσωσι και εμέ τον ταπεινόν, αλλά δεν ηδυνήθησαν, διότι και όψις θεία μοι εφάνη και μοι εφανέρωσε την ακαθαρσίαν της αιρέσεώς των· και όχι μόνον εγώ ενίκησα την πονηρίαν των, Χάριτι Χριστού, αλλά και όλοι οι Μοναχοί της Μονής του Σουκά δια μέσου της συμβουλής μου». Μαθών δε ότι ο Κύριλλος ήτο από την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου, του είπε περιχαρώς: «Ιδού, όπου είσαι και συγκοινοβιώτης μας, αδελφέ», και του διηγείτο περί του βίου του μακαρίου Ευθυμίου και του Σάββα καταλεπτώς, καθώς εκείνος ύστερον έγραψεν. Ούτω λοιπόν ο θείος Κυριακός ευφραίνων αυτόν με τοιαύτα διηγήματα τον απέλυσεν εν Κυρίω, εις ολίγον δε καιρόν έλαβε τέλος η πρόρρησις του Αγίου και ηφανίσθησαν οι αιρετικοί. Επειδή δε και πάλιν ήρχοντο πολλοί εις τον θείον Κυριακόν και του έδιδον ενόχλησιν, δια τούτο ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τον Σουσακείμ, ων τότε ενενήκοντα εννέα ετών. Εις δε το όγδοον έτος της εκεί διαμονής του Κυριακού, επεθύμησεν ο Κύριλλος να τον ίδη· όθεν ελθών εις την Λαύραν του Σουκά, και ευρών τον μαθητήν του Οσίου, Ιωάννην, τον επήρε και επήγαν εις του Σουσακείμ, όπερ απείχε δεκατρία μίλια. Αφού δε επλησίασαν, τους απήντησεν εις λέων μέγας και φοβερός, και ευθύς ο Κύριλλος ετρόμαξε και εφοβήθη. Ο δε Ιωάννης του είπε· «Μη φοβού»· και ο λέων, ευθύς ως τους είδεν ότι επορεύοντο προς τον Όσιον, παρεμέρισε και επέρασαν αβλαβείς. Τούτους ιδούσα η ιερά εκείνη κεφαλή υπερεχάρη και είπε χαριέντως· «Ιδού και ο συγκοινοβιώτης μου Κύριλλος». Ο δε μαθητής Ιωάννης είπε και αυτός χαριέντως· «Αλλ’ ο λέων, Πάτερ, κατά πολλά τον εφόβισε, και δειλόν φανερώς τον απέδειξεν». Η δε ιλαρά γαληνιαία εκείνη ψυχή είπεν· «Αλλ’ όμως μη φοβείσαι, τέκνον, διότι ούτος ο λέων εδώ ευρίσκεται φύλαξ επιτήδειος των λαχάνων, και δεν αφήνει κανέν θηρίον να βλάψη αυτά». Κατόπιν τους διηγήθη πολλάς αρετάς των της ερήμου Πατέρων, δι’ ων παρεκίνησε και εστερέωσεν αυτούς κατά πολλά εις τον ζήλον της αρετής· έπειτα τους έβαλε και τράπεζαν, και ιδού έφθασε και ο λέων, και ο μεν Όσιος του έδωκεν ιδιοχείρως άρτον και τον έστειλε ν φυλάττη τα λάχανα, προς δε τους καθεζομένους είπε· «Καλόν φύλακα έχω, τέκνα, του κήπου, διότι ούτε άρκτον αφήνει, ούτε κανέν άλλο θηρίον να τον βλάψη, ούτε ληστήν, ούτε βάρβαρον». Έμειναν λοιπόν εκείνοι όλην την ημέραν και απήλαυσαν την διδασκαλίαν και ωφέλειαν των λόγων του, την δε άλλην ημέραν ευλογήσας αυτούς απέστειλεν εν ειρήνη. Ο δε λέων τους έκαμε πάλιν τόπον και επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες. Επειδή δε ποτε έγινε μεγάλη ξηρασία, και δεν υπήρχε παντάπασιν ύδωρ, προσηύξατο εις τον Θεόν περί τούτου ο Όσιος και ευθύς εφάνη νέφος άνωθέν του και έβρεξεν ύδωρ πολύ, ώστε εγέμισαν αι στάμναι και τα κοιλώματα των πετρών, το οποίον έφθασεν αρκετά τον Όσιον. Καλόν δε είναι να διηγηθώμεν και τούτο: Εν ω ποτε απήρχοντο δύο μαθηταί του προς επίσκεψίν του, είδον κατά την οδόν ομοίωμα ανθρώπου· νομίσαντες δε ότι είναι ούτος Αναχωρητής (διότι πολλοί κατώκουν τότε την έρημον) έδραμον προς αυτόν, και πλησιάσαντες είδον σπήλαιον υποκάτω της γης, ο δε φανείς εκρύβη ένδον· ούτοι δε έμενον έξωθεν ζητούντες την ευλογίαν του. Εκείνος δε είπε· «Τι  με θέλετε; Διότι εγώ είμαι γυνή, αλλά που υπάγετε»; Οι δε είπον· «Προς τον Αναχωρητήν Κυριακόν· αλλ’ ειπέ μας πως ονομάζεσαι, και πως και διατί ήλθες ενταύθα»; Η δε είπε· «Τώρα υπάγετε, και όταν γυρίσητε θα σας το είπω». Εκείνοι δε, επειδή δεν ήθελον να ναχωρήσωσιν, είπεν εις αυτούς· «Εγώ μεν λέγομαι Μαρία· η δε τέχνη μου ήτο να τραγουδώ· όθεν εσκανδάλιζον πολλών ψυχάς· παρεκάλουν λοιπόν τον Θεόν να με ελευθερώση από τας παγίδας του πονηρού, και ημέραν τινά κατανυγείσα κατέβην εις τον Σιλωάμ, και γεμίσασα τούτο το αγγείον νερόν, και βαλούσα εις την σπυρίδα ταύτην όσπρια, ήλθον ενταύθα, τα οποία ως βλέπετε δεν ωλιγόστευσαν έως τώρα, αλλ’ ούτε άνθρωπον είδον από τότε· πλην υπάγετε σεις τώρα, και πάλιν γυρίσατε απ’ εδώ να με ίδητε». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι ανεχώρησαν και ελθόντες εις τον μακάριον Κυριακόν του είπον άπαντα. Ο δε εθαύμασε κατά το πρέπον και τους είπε και αυτός εις την επιστροφήν των να υπάγουν να την ίδουν· εκείνοι δε επιστρέψαντες, την εύρον νεκράν κειμένην εν τω σπηλαίω. Ελθόντες λοιπόν εις την Λαύραν του Σουκά, και λαβόντες τα προς ταφήν επιτήδεια, εγύρισαν εις το σπήλαιον, και τελέσαντες τα συνήθη, ενεταφίασαν το τίμιον λείψανον ένδον του σπηλαίου. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού έκαμε λοιπόν οκτώ έτη εις τον Σουσακείμ ο μακάριος Κυριακός, και εσβέσθη τελείως η αίρεσις του Ωριγένους, ήλθον οι Μοναχοί της Λαύρας του Σουκά και τον επήγαν εις το σπήλαιον του Μεγάλου Χαρίτωνος, εις το οποίον μετέβαινε συχνά και ο μακάριος Κύριλλος ο τους Βίους συγγράψας των μεγάλων Οσίων Ευθυμίου και Σάββα, οδηγούμενος υπό του Οσίου Κυριακού, από τον οποίον και ελάμβανε μεγάλην ωφέλειαν και προκοπήν εις την αρετήν. Έζησε λοιπόν ο μέγας ούτος Κυριακός εκατόν οκτώ έτη, και μέχρι τέλους δεν συγκατέβη από την συνήθη του άσκησιν. Διότι όταν ήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν ήτο δέκα οκτώ ετών· διέτριψε δε πλησίον του Αγίου Γερασίμου του εν Ιορδάνη εννέα έτη, δέκα εις την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου, τριάκοντα εννέα εις την Λαύραν του Σουκά υπηρετών τους αδελφούς, πέντε εις την έρημον Νατουφά από σκιλλοκρόμμυδα τρεφόμενος, άλλα πέντε εις του Ρουβά· εις τον Σουσακείμ επτά πρώτον, είτα εν τω σπηλαίω του Αγίου Χαρίτωνος πέντε· και πάλιν εις του Σουσακείμ οκτώ· κι πάλιν νέβη εις το σπήλαιον του Αγίου Χαρίτωνος δύο έτη προ της τελειώσεώς του. Και όμως εις τόσον βαθύ γήρας φθάσας, δεν έλειψε παντάπασιν από την στάσιν των θείων ύμνων, και την υπηρεσίαν των προσερχομένων εις αυτόν. Ήτο δε ο Άγιος ούτος πράος, ευκολοπλησίαστος,  ιλαρός και γλυκύς, καταδεκτικόα, προλέγων τα μέλλοντα εκ θείας αποκαλύψεως, μεγαλόσωμος, έχων και κάποιαν ωραιότητα και φυσικήν χάριν, υψηλός, όρθιος κατά τον λαιμόν και το σώμα, διδασκαλικός τον τρόπον και την πίστιν ορθοδοξότατος, και διετήρει όλα τα μέλη του σώματος υγιά χωρίς καμμίαν βλάβην την από των γηρατείων προξενουμένην. Ασθενήσας δε ολίγον, ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις τον ποθούμενον Κύριον Ιησούν. Και τώρα είναι εις την ανάπαυσιν των Δικαίων, εις την λαμπρότητα των γγέλων, βλέπων όσα πάντοτε επόθει, και όλην την έλλαμψιν της Αγίας Τριάδος εισδεχόμενος, εν Αυτώ Χριστώ τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω ανάρχω Πατρί, και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, δίξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου