Τη ΙΓ΄ (13η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ του Εκατοντάρχου.

Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος και Μάρτυς ήτο σύγχρονος των Αγίων Αποστόλων ζων εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης. Μετά δε την επί γης σωτήριον του θείου Λόγου επιδημίαν και αφού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσταυρώθη δι’ ημάς, ετάφη και ανέστη τριήμερος, αναληφθείς δε εις τους ουρανούς ετελείωσεν άπασαν την ένσαρκον αυτού οικονομίαν, ήτο και ούτος ο μακάριος εις από εκείνους, οίτινες επεθύμουν να ακούσουν και να μάθουν τα θεία έργα του Κυρίου.
Ήτο δε ο Κορνήλιος εκατόνταρχος εις τα τάγματα της Ιταλίας, ευσεβής εις τον Θεόν μεθ’ όλου του οίκου του, ελεήμων εις τους πένητας και πρόθυμος εις παν έργον αγαθόν και πριν εισέτι βαπτισθή. Ευρισκόμενος ο θείος Κορνήλιος εις την Καισάρειαν (καθώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστορεί εις τας Πράξεις), Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτόν αισθητώς κατά την ενάτην ώραν και του λέγει· «Κορνήλιε, αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν εις τον Θεόν· όθεν στείλε εις την χώραν Ιόππην να έλθη εις σε ο Απόστολος Πέτρος, αυτός δε ερχόμενος θέλει διδάξει λόγια ζωής αιωνίου και μυστήρια Θεού». Ταύτα ειπών ο Άγγελος έγινεν άφαντος. Ο δε Κορνήλιος έστειλε δύο υπηρέτας και ένα στρατιώτην πιστόν, προς τους οποίους εφανέρωσεν εκείνα τα οποία είδε και ήκουσε, δια να τα είπωσιν εις τον Απ. Πέτρον και να έλθωσιν ομού προς αυτόν. Ο δε μέγας Απ. Πέτρος ήτο τότε εις την Λύδδαν, όπου ιάτρευσε τον παράλυτον Αινέαν, και ανέστησε και την νεκράν Ταβιθά· ενώ δε μετέβαινεν εις Ιόππην, ήλθον οι απεσταλμένοι του Κορνηλίου, και λέγουσιν εις τον μακάριον Πέτρον τα όσα τους παρήγγειλεν ο Κορνήλιος. Ο δε θείος Απόστολος Πέτρος, έχων την είδησιν ενωρίτερον δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, συγκατετέθη και την άλλην ημέραν εκίνησαν και ήλθον εις την Καισάρειαν· μαθών δε ο Κορνήλιος την έλευσιν του Αποστόλου, εξήλθε και τον προϋπάντησε, πεσών δε εις τους πόδας του τον προσεκύνησε μετά πολλής ευλαβείας. Ο δε Απόστολος τον ήγειρεν από την γην λέγων εις αυτόν· «Και εγώ άνθρωπος είμαι, όπως και συ, και οι λοιποί άνθρωποι». Αφού δε διηγήθη άπαντα ο Κορνήλιος και την αιτίαν δια την οποίαν εκάλεσε τον Απόστολον, εζήτησε διδασκαλίαν σωτήριον, και ακούσας άπαντα τα μυστήρια της αμωμήτου Πίστεως, αυτός και όσοι ήσαν εις την οικίαν και συντροφίαν του εδέχθησαν άπαντες και έλαβον παρά του μεγάλου Πέτρου το άγιον Βάπτισμα. Ότε δε, δια την λύπην την οποίαν έλαβον οι Απόστολοι δια τον άδικον θάνατον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ανεχώρησαν εις διάφορα μέρη, ηκολούθησεν αυτούς ο θείος Κορνήλιος, ελθών έως της Κύπρου και Αντιοχείας· έπειτα ομού με τον Απόστολον Πέτρον και Τιμόθεον ήλθεν εις τα μέρη της Ασίας έως την Έφεσον. Εκεί λοιπόν διατρίβοντες, έμαθον ότι μία χώρα πολυάνθρωπος, Σκεψέων ονομαζομένη, ευρίσκεται περισσότερον των άλλων βεβυθισμένη εις την ειδωλολατρίαν· όθεν έρριψαν λαχνόν ποίος θα υπάγη εκεί να κηρύξη το Ευαγγέλιον. Έλαχε δε ο κλήρος της διακονίας ταύτης εις τον Κορνήλιον. Μετέβη όθεν ο Άγιος μετά προθυμίας εις εκείνην την χώραν, εις την οποίαν ήτο ηγεμών, Δημήτριος ονόματι φιλόσοφος των Ελλήνων και εχθρός θανάσιμος των Χριστιανών. Ούτος μαθών την άφιξιν του Κορνηλίου, έστειλεν ευθύς και τον εκάλεσε, εξήτασε δε αυτόν διατί ήλθε, και από ποίον τόπον, και τι είναι η εργασία και το επάγγελμά του. Ο δε γενναίος Κορνήλιος ουδόλως δειλιάσας απεκρίθη· «Δούλος είμαι του ζώντος Θεού, εστάλην δε υπό της αληθείας δια να σε εξαγάγω από το σκότος της αγνωσίας, να σε φέρω εις το φως της αληθούς επιγνώσεως και να λαμπρυνθή η ψυχή σου με την ακτίνα της θεογνωσίας». Ταύτα ακούσας εκείνος ο δυσσεβής εξαίφνης τον εκυρίευσεν άλογος θυμός, και λέγει προς τον Άγιον· «Εγώ άλλα σε ηρώτησα, και συ άλλα μου αποκρίνεσαι· ορκίζομαι δε εις τους θεούς, ότι αν δεν μου αποκριθής εις έκαστον ερώτημά μου με τάξιν και σύνεσιν, δεν θέλω λυπηθή το γήρας και την ηλικίαν σου· λοιπόν ειπέ μοι πρώτον την τάξιν της στρατείας σου, και διατί ήλθες εδώ εις την χώραν μας»; Απεκρίθη ο Κορνήλιος· «Εγώ είμαι εις την αξίαν εκατόνταρχος, η δε αιτία, δια την οποίαν ήλθον εδώ, είναι διότι έμαθον ότι συ και ο οίκος σου και όλη η επαρχία σου ευρίσκεσθε εις την πλάνην της μιαράς ειδωλολατρίας· δια τούτο όθεν ήλθον, δια να εξαφανίσω την πλάνην και να σας οδηγήσω εις την οδόν της αληθείας, να σας ειρηνεύσω με τον ζώντα Θεόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και πάντα όσα ευρίσκονται εν αυτοίς, και με την θέλησίν του μόνον κυβερνά και διακρατεί τα πάντα». Προς ταύτα απεκρίθη ο ηγεμών· «Βλέπω σε, άνθρωπε, γηραιόν, και μου έρχεται ποια τις συμπάθεια δια την ηλικίαν σου· όμως ας αφήσωμεν την πολυλογίαν, και με ένα λόγον σού λέγω θυσίασον εις τους θεούς, τον Δία και τον Απόλλωνα· ει δε και δεν στέρξης, ήξευρε βέβαια ότι θέλεις λάβει παρ’ εμού πολλάς και πικράς τιμωρίας, και δεν θέλει ευρεθή κανείς δυνατός Θεός ίνα σε γλυτώση από τας χείρας μου». Απεκρίθη ο Κορνήλιος· «Ο ιδικός μου Θεός δύναται όχι μόνον να με φυλάξη αβλαβή από τας ιδικάς σου χείρας, αλλά και μυρίων άλλων τυράννων χειροτέρων από σε, έτι δε και αυτά τα βδελύγματα, τα οποία συ ονομάζεις θεούς, δύναται να τα συντρίψη και να τα κάμη χώμα και κονιορτόν, και σε να εξαγάγη από το σκότος της απάτης και να σε φέρη εις το φως της θεογνωσίας». Ταύτα ακούσας ο Δημήτριος είπε προς τον Κορνήλιον· «Εγώ ώμοσα εις όλους τους θεούς, ότι ανίσως και δεν αποκρίνεσαι με σύνεσιν και γνώσιν, και ανίσως και δεν θυσιάσης εις τους θεούς, θα σου δώσω φοβερά και ανυπόφορα βάσανα». Λέγει πάλιν ο θαυμάσιος Κορνήλιος· «Άκουσον, ω δικαστά, συνετήν και φρόνιμον από εμέ απόκρισιν· εγώ εις δαίμονας και άψυχα και κωφά είδωλα δεν προσφέρω θυσίαν ουδέποτε, διότι είναι γεγραμμένον από το Άγιον Πνεύμα, ότι οι θεοί οίτινες δεν έκαμαν τον ουρανόν και την γην, υπάγουν εις την απώλειαν. Και πάλιν μάς προστέσσει λέγον· «Κύριον τον Θεόν τον πλάσαντά σε να προσκυνήσης, και αυτόν μόνον να τιμάς και να δοξάζης». Εγώ λοιπόν ήλθον εδώ δια να σας διδάξω το φως της αληθείας, δια να αποφύγητε το σκότος της απάτης του διαβόλου. Όμως δείξατέ μοι αυτούς τους οποίους ονομάζετε θεούς». Εχάρη κατά πολλά ο ηγεμών ακούσας ταύτα· διότι ενόμιζεν ο μάταιος, ότι θα ίδη τον στρατιώτην του Χριστού να θυσιάζη εις τους δαίμονας· όθεν τον έφεραν ευθύς εις τον βωμόν και ήνοιξαν τας θύρας· ηκολούθει δε πλήθος μέγα εκ του λαού, και αυτός ο ηγεμών Δημήτριος με τον υιόν του και αυτόν Δημήτριον ονομαζόμενον και την γυναίκα του Ευανθίαν, δια να ίδουν τον Κορνήλιον θυσιάζοντα εις τα είδωλα. Ο Άγιος όμως, καθώς εμβήκεν εις τον βωμόν, έκλινε τα γόνατα εις την γην, και προσηυχήθη εις τον Κύριον λέγων· «Συ, Κύριε, όστις κλονείς και ταράσσεις την γην, και μετατοπίζεις τα όρη εις τα βάθη της θαλάσσης· Συ, Κύριε, όστις ηφάνισας το είδωλον του Βηλ, και εφόνευσας τον δράκοντα δια μέσου του δούλου σου και Προφήτου Δανιήλ, τον οποίον εφύλαξας αβλαβή από τα στόματα των λεόντων· Αυτός και τώρα, Δέσποτα Βασιλεύ, σύντριψον και τα είδωλα ταύτα τα γλυπτά και χωνευτά, και δος σύνεσιν και γνώσιν εις τον λαόν τούτον, δια να γνωρίσουν ότι συ μόνος είσαι παντοδύναμος και το καύχημα της δυνάμεως και χάριτος των Χριστιανών». Ταύτα προσευχηθείς εξήλθεν ο Άγιος του βωμού, ομού δε με αυτόν εξήλθε και ο ηγεμών Δημήτριος, ως και οι επίλοιποι Έλληνες, παρέμειναν δε εντός αυτού μόνον η γυνή του άρχοντος Ευανθία και ο υιός των Δημήτριος. Δεν παρήλθεν ώρα πολλή, και ιδού γίνεται σεισμός φοβερός, τόσον ώστε η μεν πόλις έτρεμεν ως φύλλον δένδρου, ο δε βωμός κατεκρημνίσθη, τα δε είδωλα πίπτοντα εις την γην συνετρίβησαν και εγένοντο κονιορτός· η δε Ευανθία μετά του υιού της Δημητρίου έμειναν εις τον βωμόν κατακεχωσμένοι κάτωθεν των λίθων και των χωμάτων. Βλέπων ο ηγεμών την καταστροφήν του ναού και μη γνωρίζων εισέτι δια την γυναίκα και τον υιόν του καμμίαν είδησιν, επρόσταξε και έφεραν τον Κορνήλιον να τον εξετάση δια τον αφανισμόν του βωμού. Τότε ο θείος Κορνήλιος μετά χαράς μεγάλης και με πρόσωπον φαιδρόν εστάθη έμπροσθεν του ηγεμόνος, και πριν να τον ερωτήση ο ηγεμών, επρόλαβεν αυτός την ερώτησιν λέγων· «Που είναι τώρα οι μεγάλοι σου θεοί, Δημήτριε»; Ο δε Δημήτριος λέγει· «Με ποίας μαγείας, ταλαίπωρε, εκρήμνισας τον ναόν και συνέτριψας τα είδωλα; Ας είναι μάρτυρες όλοι οι θεοί, ότι θέλω σε βάλει εις βαρύτατα και πικρότατα βάσανα». Και ταύτα ειπών, επρόσταξε και εκρέμασαν αφ’ εσπέρας τον Άγιον εις την φυλακήν από τους δεσμούς των χειρών και των ποδών μέχρι πρωϊας, και τότε κατέφθασεν εις υπηρέτης, Τελεφών ονόματι, κράζων με πικρότατα δάκρυα· «Γνώριζε, αυθέντα μου, ότι η κυρία μου Ευανθία, και ο μονογενής σου υιός Δημήτριος, παραμείναντες εντός του ναού, κατεχώσθησαν από τα κρημνίσματα αυτού και απέθανον». Ακούσας ταύτα ο Δημήτριος, από την μεγάλην του λύπην εξέσχισε τα ενδύματά του και εθρήνει απαρηγόρητος· μετ’ ολίγον δε επρόσταξε να σκάψουν τον τόπον λέγων· «αναχώσατε την ηγαπημένην και πιστοτάτην μου σύζυγον, και τον γλυκύτατον και μονογενή υιόν μου, δια να τους ενταφιάσω ο δυστυχής με τας ιδίας μου χείρας». Και ταύτα λέγων, έρρεον από τους οφθαλμούς του άφθονα δάκρυα με βαρυτάτους αναστεναγμούς, τόσον ώστε και τους θεούς του κατηγόρει, ότι τον αφήκαν εις την ζωήν δια να ακούση τοιούτον πικρότατον μήνυμα. Ήλθον δε τότε και όλοι οι άρχοντες, οίτινες άλλοι μεν τον εσυμπονούσαν και έκλαιον, και άλλοι τον παρηγορούσαν όσον ήτο δυνατόν, δια να σβύσουν την φλόγα της ψυχής του, ήτις εξήπτετο από την άμετρον λύπην. Απεφασίσθη δε τότε η θανάτωσις του Κορνηλίου και ητοιμάσθη και ο τάφος της γυναικός και του υιού τού ηγεμόνος. Ευρισκομένων αυτών εις τοιαύτας φροντίδας, έρχεται μετά σπουδής ο αρχιερεύς των ελληνικών θεών, Βαρβάτος ονόματι, ο οποίος φθάσας πλησίον εις τον θρόνον εις τον οποίον εκάθητο ο ηγεμών και οι άρχοντες, εβόησε με μεγάλην φωνήν· «Κάτωθεν των ερειπίων του κρημνισθέντος ναού ακούεται η φωνή της Ευανθίας και του υιού αυτής λεγόντων ταύτα· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο οποίος μάς εγλύτωσεν από τοιούτον κίνδυνον, δια μέσου του δούλου του Κορνηλίου. Φρόντισον λοιπόν, Δημήτριε, το ταχύτερον και ελευθέρωσον από την φυλακήν αυτόν τον Άγιον άνθρωπον, και προσκύνησον αυτόν ευλαβώς με άπαντας τους συγγενείς και γνωρίμους μας, και παρακάλεσον αυτόν ίνα έλθη και μας εξαγάγη από το χάσμα τούτον εις το οποίον ευρισκόμεθα και οι δύο. Μεγάλα θαυμάσια του Θεού βλέπομεν εδώ όπου είμεθα βυθισμένοι, και ακούομεν πλήθος Αγγέλων οίτινες κράζουν και ψάλλουσι: Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, και μαθών ότι ζη η σύζυγος και ο υιός του, από τον αιφνίδιον χαράν έμεινεν ολίγον εξεστηκώς. Ευθύς δε ως συνήλθεν, έσπευσε δρομαίως εις την φυλακήν, και εύρεν εκεί τον θείον Κορνήλιον αναγινώσκοντα και ψάλλοντα ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν, λελυμένον δε υπό Αγγέλου από τα δεσμά. Τότε λοιπόν ο Δημήτριος με όλον το πλήθος, το οποίον τον ηκολούθει, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και τον επροσκύνησε λέγων μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός του Κορνηλίου, ο οποίος ηλευθέρωσε την σύζυγον και τον υιόν μου από τοιούτον πικρότατον θάνατον εις την καταστροφήν του ναού». Και ούτως ευρισκόμενος πρηνής εις την γην, παρεκάλει τον Άγιον λέγων· «Δούλε του αληθινού Θεού, πιστεύομεν άπαντες ημείς εις τον Εσταυρωμένον όπου κηρύττεις, ανίσως και εξαγάγης από τα βάθη της γης, εις την οποίαν κατεποντίσθησαν, την γυναίκα και τον υιόν μου ζωντανούς». Ο δε Άγιος με πραείαν και ήρεμον φωνήν λέγει· «Λάβετε πρώτον την σφραγίδα του Χριστού, το Άγιον Βάπτισμα, και τότε υπάγομεν ομού, και θέλετε ιδεί παραδόξως εκείνο όπου επιθυμείτε». Τότε ο ηγεμών με όλους τους ακολούθους του έκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών»· εδέχθησαν δε και έλαβον το Άγιον Βάπτισμα, ούτω δε αναγεγεννημένους παρέλαβεν αυτούς ο Άγιος και μετέβησαν ομού εις τον κατεστραμμένον ναόν, και φθάνοντες εκεί έκλινε τα γόνατα εις την γην και προσηύχετο λέγων· «Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, όπου βλέπεις εις την γην και την κάμνεις να τρέμη με την παντοδυναμίαν σου, και από του φόβου του κράτους σου συντρίβονται τα όρη, και με την εξουσίαν σου ξηραίνονται οι άβυσσοι· αυτός, Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και εξάγαγε από το βάθος της γης την Ευανθίαν μετά του τέκνου της· επίβλεψον και ελέησον αυτούς, και ελευθέρωσον από το βάθος της γης εις δόξαν και μεγαλωσύνην του ονόματός σου». Ταύτα προσευξαμένου του ιερού Κορνηλίου, του δε πλήθους το οποίον ευρέθη εκεί ειπόντος το «Αμήν», εξαίφνης ήνοιξεν η γη και ανέδωκε ζώντας την Ευανθίαν και τον υιόν αυτής. Τότε πάλιν έκραξαν πάντες το «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις μας ηλευθέρωσες από την πλάνην των δαιμόνων, και τον πικρότατον θάνατον της ψυχής, καθώς και τούτους από τον της ψυχής και του σώματος θάνατον, δια μέσου του δούλου σου Κορνηλίου, και εγνωρίσαμεν φανερά την παντοδυναμίαν της Βασιλείας σου». Εκείνην δε την ημέραν εβαπτίσθησαν ψυχαί διακόσιαι, οίτινες ευρέθησαν εκεί. Μετά τα γεγονότα ταύτα, ευρών ο Άγιος τόπον ήσυχον και επιτήδειον, Στάδιον καλούμενον, κατώκησεν εκεί· ήρχετο δε συχνά ο ηγεμών και η σύζυγος αυτού με τον υιόν των, και ήκουον παρά του Αγίου λόγους ζωής και σωτηρίας. Ομοίως και οι λοιποί Έλληνες ήρχοντο καθ’ εκάστην ημέραν και ακούοντες την διδαχήν του Αγίου εβαπτίζοντο, και από άγρια θηρία όπου ήσαν πρότερον, με την ευσέβειαν εγίνοντο ημερώτεροι προβάτων δια της χάριτος της ευσεβείας. Ούτως όθεν ο μέγας Κορνήλιος διδάσκων και φωτίζων καθ’ ημέραν πλήθη ανδρών τε και γυναικών, κατέστησεν όλην εκείνην την πολυάνθρωπον πόλιν των Σκεψέων ένα λαμπρόν θέατρον της ευσεβείας. Αυτός δε ο τρισμακάριος εδίδετο όλως δι’ όλου εις την θεωρίαν εκείνης της ουρανίου διαγωγής, έχων προσηλωμένα τα όμματα της ψυχής εις τα κάλλη του Παραδείσου, και εις την θεωρίαν του γλυκυτάτου προσώπου του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· δια τούτο και εμίσησε τον μάταιον τούτον κόσμον και τα εγκόσμια. Όθεν ο Άγιος υπέργηρως πλέον έλαβε παρά Κυρίου μήνυμα ότι έφθασε το τέλος του, ήκουσε δε και φωνήν ουρανόθεν λέγουσαν· «Κορνήλιε, ελθέ προς με, ιδού ότι σου ητοιμάσθη ο στέφανος της δικαιοσύνης». Τότε προσκαλέσας πλησίον του το νεοφώτιστον πλήθος, αφού τους εδίδαξεν αρκετά, να φυλάττουν καθαρόν τον πολύτιμον μαργαρίτην της πίστεως του Χριστού, και ακόμη να διατηρώσιν απαρασάλευτα όσα χριστιανικά έργα τούς παρήγγειλε, κλίνας τα γόνατα προσηύξατο ταύτα· «Κύριε ο Θεός μου, όστις με κατηξίωσας να φυλάξω την πίστιν και να τελειώσω τον καλόν αγώνα, και να νικήσω τον εχθρόν και πολέμιον· ιδού και πάλιν προσπίπτω σοι δεόμενος· επίβλεψον εξ ουρανού, και διαφύλαξον τους δούλους σου τούτους αβλαβείς από τας ενέδρας του δαίμονος, και στήριξον αυτούς εις τον φόβον σου, ίνα δοξάζουν αξίως δια παντός το πανάγιον όνομά Σου νυν και αεί, και εις τους αιώνας». Και ευθύς ως είπον άπαντες το «Αμήν» παρέδωκε και ο Άγιος το πνεύμα εις χείρας Θεού. Τότε ο ηγεμών Δημήτριος με την σύζυγόν του και τον υιόν του Δημήτριον, και με τους λοιπούς εγκρίτους, και άπαν το ιερατείον, αφού έκλαυσαν ικανώς δια την στέρησιν τοιούτου διδασκάλου και κήρυκος, λαβόντες εκείνο το πάντιμον σώμα μεγαλοπρεπώς μετά φωτοχυσίας κηρών και ευωδίας θυμιαμάτων και αρωμάτων παντοδαπών, το έφεραν εις τον ναόν, τον οποίον κατέστρεψεν ο Άγιος δια προσευχής, και το ενεταφίασαν με το γλωσσόκομον, εις τον τάφον τον οποίον είχεν ετοιμάσει ο Δημήτριος δια να ενταφιάση την σύζυγον και τον υιόν του. Πέριξ δε του τάφου εις τον οποίον ενεταφίασαν το ιερόν του Αγίου λείψανον εφύτρωσεν ευθύς μία βάτος υψηλή τόσον, ώστε δεν εφαίνετο τελείως ο τάφος, ούτε εκείνοι ο΄τινες επήγαινον εκεί ημπορούσαν να καταλάβουν τον τάφον, παρά μόνον ο ηγεμών, η συνοδία του, και μερικοί άρχοντες, οίτινες έτυχον εις τον ενταφιασμόν και οι οποίοι επήγαιναν συχνά και έψαλλον άσματα και ύμνους θεοπρεπείς και εθυμίαζον τον τόπον με αρώματα. Εγίνοντο δε και θαύματα εις εκείνο το ιερόν μνήμα, και επειδή ο κόσμος μόνην την βάτον έβλεπεν, ενόμιζον ότι η βάτος έχει κάποιαν θείαν χάριν και εξ αυτής γίνονται εκεί τα εξαίσια αυτά θαύματα. Αφού δε ετελεύτησεν ο ηγεμών και όσοι άλλοι ήξευραν τον τάφον, έμεινε και ο τάφος του Αγίου αγνώριστος. Ότε δε εχειροτονήθη εις την Τρωάδα Επίσκοπος τις ενάρετος, ονόματι Σιλβανός, ο οποίος (Θεού οικονομία) έτυχε να υπάγη από την επαρχίαν του εις την χώραν των Σκεψέων, του εφάνη εις το όραμα ο θείος Κορνήλιος και του λέγει· «Αρκετόν χρόνον έχω όπου ευρίσκομαι εδώ και άλλος κανείς δεν με επεμελήθη παρά μόνον εκείνοι οίτινες εβαπτίσθησαν από εμέ». Και πάλιν την δευτέραν νύκτα βλέπει ο Επίσκοπος τον Άγιον εν οράματι, και του λέγει· «Εγώ είμαι Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος, ευρίσκομαι δε κατοικών πλησίον εις τον βωμόν του Διός, εκεί όπου είναι η βάτος· αλλά συ επιμελήσου να κτίσης Εκκλησίαν εις το προάστιον του Δημητρίου, όπερ ονομάζεται Πανδοχείον, εις τον οποίον τόπον ευρίσκονται τεθαμμένα τα λείψανα πολλών Αγίων Μαρτύρων δια Χριστόν τελειωθέντων». Ταύτα ιδών και ακούσας ο Επίσκοπος έβαλεν επιμέλειαν να τελειώση την παραγγελίαν του Αγίου. Όμως επειδή ο τόπος του πανδοχείου περιείχε πολλά μνήματα, εσκέφθη να κτίση εις άλλο μέρος την Εκκλησίαν· αλλ’ ο Άγιος δι’ οράματος τον ημπόδισεν. Όθεν εσύναξεν ο Επίσκοπος όλον τον Κλήρον και λέγει προς αυτούς· «Μέγας θησαυρός τέκνα μου, εφανερώθη εις εμέ, και ελάτε μετ’ εμού να τον λάβωμεν». Τούτου ακούσαντες εκείνοι έδραμον μετά προθυμίας κατόπιν του Επισκόπου· και καθώς έφθασαν εις την βάτον, είπον οι κληρικοί προς τον Επίσκοπον· «Ούτος ο τόπος, ω Δέσποτα, έχει θείαν Χάριν· διότι όσοι ασθενείς και δαιμονισμένοι ήλθον, έλαβον την υγείαν των, και ενόμιζον άπαντες, ότι η βάτος έχει την ενέργειαν της ιατρείας· όμως ανίσως και ο θησαυρός της Χάριτος ευρίσκεται κάτωθι της βάτου, ποίος ημπορεί να ξερριζώση τόσους ακανθωτούς κλώνους και να λάβη τον θησαυρόν και μάλιστα καθ’ ένας φοβείται να επιχειρισθή την εκκοπήν δια την ενέργειαν των θαυμάτων τα οποία έχουν μέχρι τώρα γίνει εις τον τόπον τούτον». Ο δε ευλαβής εκείνος Επίσκοπος έστησε Σταυρόν εις την γην, και κάμνων προσευχήν προς τον Θεόν ήρχισε να κόπτη τους κλάδους της βάτου· τούτο δε βλέποντες οι κληρικοί έκαμαν και αυτοί το ίδιον, και άλλοι μεν έσκαπτον τας ρίζας, άλλοι δε έκοπτον τους κλάδους της βάτου, η οποία έχασε την φυσικήν τραχύτητα, και εκόπτετο και εσκάπτετο και απέβαλλε τα φύλλα και εκαθαρίζετο με πολλήν ευκολίαν, και όσον ήρχιζε να φαίνηται ο τάφος, όστις είχε τον θησαυρόν, τόσον περισσότερον ο ευλαβής Επίσκοπος επεμελείτο την εκσκαφήν, έως ου εγένετο εσπέρα· και τότε πάλιν προσηύξατο ο Αρχιερεύς, και μετά την προσευχήν επρόσταξε τον Κλήρον και το Ιερατείον να κάμουν ολονύκτιον δέησιν με ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν, και με ακοίμητα φώτα και θυμιάματα αρωμάτων να τιμώσι το ιερόν του Αγίου Μάρτυρος μνήμα ως έπρεπε.  Μετά την εύρεσιν του αγίου λειψάνου ο Επίσκοπος εσκέπτετο πως θα επιτύχη την οικοδομήν της Εκκλησίας, εις την οποίαν θα εναπέθετε το άγιον λείψανον και την οποίαν είχε μεν πόθον να κτίση, δεν είχεν όμως έξοδα. Αλλ’ ο Άγιος παρηγόρησε τον Επίσκοπον και εις τούτο· εφάνη εις το όραμα ενός εναρέτου ανδρός, ονόματι Ευγενίου, όστις ήτο πλούσιος κατά πολλά, και πρόθυμος εις βοήθειαν των εν ανάγκαις, και επρόσταξεν αυτόν ο Άγιος να δαπανήση και να επιμεληθή δια την τελείαν οικοδομήν της Εκκλησίας. Εφάνη ακόμη εις το όραμά του, ότι έφερεν ο Άγιος οικοδόμους του Ναού, εις τους οποίους έδειξε και εσχεδίασε το σχήμα της Εκκλησίας, και πόσον το μάκρος και το πλάτος ως και το έμβασμα του αγίου Βήματος να είναι ίσον με το γλωσσόκομον, το οποίον περιείχε το άγιον λείψανον. Ετελειώθη όθεν ο Ναός με τα έξοδα και την επιμέλειαν του ευγενούς Ευγενίου, και καθ’ αυτό με την θαυματουργίαν του Αγίου, ο οποίος έφερε δια θαύματος και τους οικοδόμους από το χωρίον Τρυγώνος καλούμενον, εις το οποίον χωρίον έκαμνε και την πανήγυριν του Αγίου Ανδρέου ο Επίσκοπος. Έδωκαν λοιπόν την είδησιν εις τον Επίσκοπον, ότι ετελειώθη ο Ναός, και ότι είναι καιρός να μεταφέρουν το άγιον λείψανον προτού να κλείσουν την θύραν του θυσιαστηρίου. Τότε ο Αρχιερεύς του Θεού ευθύς έλαβεν εις χείρας του το ιερόν Ευαγγέλιον και ομού με τον Ευγένιον επήγαν εις τον τάφον του Αγίου, ποιήσας δε ευχήν, ήρχισαν να ψάλλουν το τρισάγιον· και εκεί εφάνη θαύμα παραδοξότατον· καθώς εκίνησεν ο Επίσκοπος με όλον το πλήθος (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ) εκίνησε και το γλωσσόκομον με το άγιον λείψανον, χωρίς να το εγγίση τις και κατ’ αρχάς παρ’ όλον ότι έβλεπον το θαύμα, δεν το επίστευον, έπειτα όμως, κατανοήσαντες ακριβώς, έκραζον με μίαν φωνήν το «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, συ Κύριε, όστις δια μέσου του δούλου σου Κορνηλίου έδειξας εις ημάς τοιαύτα θαύματα και παράδοξα». Τούτο το θαύμα έπεισε και όσους Έλληνας παρέμενον αφώτιστοι να πιστεύσουν όλοι και να βαπτισθούν, ευχαριστούντες τον φωτοδότην Χριστόν και τον Αυτού Μάρτυρα Κορνήλιον. Η λιτανεία λοιπόν επροχώρει προς τα εμπρός, και το γλωσσόκομον με το άγιον λείψανον ηκολούθει κατόπιν μόνον του, χωρίς να το κρατή κανείς· ότε δε έφθασαν εις τον Ναόν, εστάθησαν εκείνοι οίτινες ηκολούθουν την λιτανείαν, το ήμισυ μέρος δεξιά και το έτερον ήμισυ αριστερά, και παρετήρουν που θα επήγαινε το γλωσσόκομον και που έχει να σταθή. Το δε γλωσσόκομον διελθόν δια μέσου αυτών, ήλθεν εις τα δεξιά της πλαγίας πύλης, και εστάθη πλησίον εις το άγιον Βήμα, και απ’ εκεί με όλον ότι προσεπάθησαν να το μεταθέσουν εντός του θυσιαστηρίου, δεν ηδυνήθησαν παντάπασιν· και εκεί μένει έως την σήμερον αυτός ο πολύτιμος θησαυρός, θαύματα βρύων δια παντός, εις ωφέλειαν ψυχής τε και σώματος. Αφού δε ετελεύτησαν ο Επίσκοπος Σιλβιανός, έγινε διάδοχος αυτού εις την Τρωάδα ο Αθανάσιος, εις δε την Σκεψέων έγινεν Επίσκοπος εις ονόματι Φιλόστοργος, ο οποίος επρόσταξε ζωγράφον τινά, Εγκράτειον ονομαζόμενον, ναζωγραφίση όλον τον Ναόν, και την εικόνα του Αγίου Κορνηλίου, ήτις να τον ομοιάζη απαραλλάκτως εις τον χαρακτήρα· ταύτην την παραγγελίαν λαβών ο ζωγράφος παρά του Επισκόπου, αδημονούσε δια την δυσκολίαν του πράγματος, και απορούμενος έλεγε λόγους απρεπείς και κατά του Επισκόπου και κατά του Αγίου. Έτυχε δε μίαν ημέραν να πέση από την σκάλαν του οίκου του, και εκείτετο ως νεκρός άλαλος, και από το στόμα του έβγαιναν σκώληκες, οι οποίοι εφαίνοντο ότι ήσαν εις καρπός θείας οργής δι’ εκείνους τους λόγους, τους οποίους έλεγε κατά του Αγίου. Ο δε αμνησίκακος δούλος του Χριστού Κορνήλιος εφάνη την άλλην νύκτα εις τον ζωγράφον, και βαστάζων αυτόν από την δεξιάν χείρα τον ήγειρε ως από ύπνον, και ευθύς τον ιάτρευσεν από τα δύο πάθη· το εν δηλαδή της ψυχής, ήτοι να μη λέγη λόγον απρεπή και μάλιστα κατά των Αγίων· και το άλλο του σώματος, ήτοι τον εφώτισεν εις την τέχνην, και εζωγράφισε τον Άγιον καθώς του εφάνη απαραλλάκτως και όλα τα μέρη του σώματος, και μάλιστα το πρόσωπον ήτο παρόμοιον του Αγίου. Έτι δε ιάτρευσεν ευθύς τον ζωγράφον, και έπαυσαν οι πόνοι του τελείως από την πτώσιν, οι δε σκώληκες εξηφανίσθησαν με την χάριν του Αγίου Κορνηλίου. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου