Τη ΛΑ΄ (31η) Αυγούστου, η ανάμνησις της εν τη αγία Σορώ καταθέσεως της ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ

της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ, εν τω σεβασμίω αυτής Οίκω τω όντι εν τοις Χαλκοπρατείοις, ανακομισθείσης από της Επισκοπής Ζήλας επί Ιουστινιανού του βασιλέως, εν έτει φλ΄ (530), και η ανάμνησις θαύματος γεγονότος δια της επιθέσεως της Τιμίας Ζώνης επάνω εις την βασίλισσαν Ζωήν, την σύζυγον του εν βασιλεύσιν αοιδίμου Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως, εν έτει ωπστ΄ (886).                                                                                                                                   
Καθ’ όλον το έτος είμεθα υπόχρεοι να ευχαριστώμεν και να δοξάζωμεν πρώτον μεν την υπερτάτην και Παναγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Πανάγιον, τον ένα και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και ανέπλασε δια την πολλήν αυτού ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα· δεύτερον δε την Υπερένδοξον και Αειπάρθενον Θεοτόκον, δι’ ης απηλαύσαμεν και απολαμβάνομεν τόσα αγαθά, τα οποία υπερβαίνουσι κατά τον αριθμόν τα άστρα του ουρανού και την ψάμμον της θαλάσσης.
Εάν όλους τους άλλους Αγίους εορτάζωμεν χαρμονικώς και εγκωμιάζωμεν, διότι εφάνησαν προς τον Δεσπότην ευγνώμονες, φυλάττοντες τα άγια και σωτήρια προστάγματά του, πόσω μάλλον πρέπει να εορτάζωμεν την Υπέραγνον του Θεού Μητέρα, ήτις δια την πολλήν αγιότητα, ταπεινοφροσύνην και καθαρότητά της, τον έκαμε και έκλινεν ουρανούς, και εσαρκώθη απ’ αυτής, ίνα σώση τον άνθρωπον ο φιλάνθρωπος; Δια τούτο και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας πρεπόντως εθέσπισαν να την εορτάζωμεν όχι μόνον εις τας μεγάλας της εορτάς, την Γέννησιν, τα Εισόδια, την Υπαπαντήν, τον Ευαγγελισμόν και την Κοίμησιν, αλλά και εις άλλας ημέρας καθ’ ας ετέλεσε διάφορα θαυμάσια και μάλιστα δια των αγίων της ιματίων, τα οποία έκαμαν πολλάκις σημεία και τέρατα. Και τι θαυμαστόν; Εάν οι δούλοι της, ενδυναμούμενοι υπ’ αυτής, ετέλεσαν τοιαύτα τερατουργήματα, αφού του Πέτρου η άλυσις και άλλων Αγίων δεσμά και σουδάρια εθαυματούργησαν, διατί και η Τιμία Ζώνη της υπερτίμου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δι’ ης και τον Δεσπότην ίσως θα έζωσε, να μη κάμη θαύματα; Μη αμφιβάλλετε λοιπόν εις όσα εγράφησαν και θα γράφωνται ως προς τούτο, αλλά πιστεύετε ότι όσα θέλει και βούλεται δύναται να πραγματοποιή, ως Θεόν κυήσασα παντοδύναμον. Ας έχωμεν λοιπόν την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις ανείκαστον πίστιν και ευλάβειαν, προσευχόμενοι προς Αυτήν πολλάκις. Μάλιστα πρέπει να αγαλλιώμεθα και να χαίρωμεν, όταν ευχώμεθα προς τον Δεσπότην Χριστόν, και εις αυτήν την Υπέραγνον Μητέρα Του, καθώς τινες ευφραίνονται και καυχώνται έχοντες φίλον τον πρόσκαιρον βασιλέα και την βασίλισσαν, και κολακεύονται και δοξάζονται συνομιλούντες προς τοιαύτα πρόσωπα ένδοξα, ελπίζοντες να απολάβωσι παρ’ αυτών πλούσια δώρα και πρωτοκαθεδρίας. Εάν εις τους επιγείους άρχοντας έχετε τοσαύτην πίστιν, ω άνθρωποι, αν και σας ελέγχει ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγων· «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», πόσην πρέπει να έχωμεν ασυγκρίτω λόγω προς τον αδιάδοχον Βασιλέα και επουράνιον και προς την Αειπάρθενον Μητέρα του; Ας έχωμεν λοιπόν εις ευλάβειαν, εορτάζοντες και τας μικράς πανηγύρεις, και μάλιστα την σημερινήν, όπου είναι η τελευταία ημέρα του έτους, κατά την παλαιάν χρονολογίαν, καθώς και αύριον όπου είναι η πρώτη, ας την εορτάζωμεν μετ’ άλλων πολλών Αγίων, καθώς εν τω Συναξαρίω του μηνός Σεπτεμβρίου φαίνεται. Όθεν ας γράψωμεν εν συντομία τα θαυμάσια, άπερ ηκολούθησαν εις ταύτην την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις πίστωσιν των πολλών, άτινα ετέλεσεν η παντοδύναμος Κυρία και Παντάνασσα. Ο βασιλεύς Αρκάδιος, ο του Μεγάλου Θεοδοσίου υιός, ο βασιλεύσας εν έτει τριακοσιοστώ ενενηκοστώ πέμπτω (395), έκαμε παντοίους τρόπους δια του χρυσίου και της δυνάμεώς του της βασιλικής και έστειλε και έφερεν από τα Ιεροσόλυμα εις την Κωνσταντινούπολιν την Τιμίαν Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία εφυλάττετο εκεί ομού μετά της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου υπό μιάς παρθένου Ιουδαίας και την εναπέθεσεν εις λαμπράν θήκην, την οποίαν ωνόμασεν αγίαν Σορόν. Μετά δε παρέλευσιν ετών τετρακοσίων δέκα, Λέων ο Σοφός βασιλεύς ήνοιξε την αγίαν ταύτην Σορόν, χάριν της συζύγου του βασιλίσσης Ζωής, η οποία ηνωχλείτο από πνεύμα ακάθαρτον. Διότι είδεν αυτή κατ’ όναρ, ότι αν τεθή επάνω εις αυτήν η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου θα ελευθερωθή από του δαιμονίου. Ανοιχθείσης λοιπόν της αγίας θήκης και Σορού, ευρέθη η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου ακτινοβολούσα λαμπρότατα ως θεοϋφαντος, έχουσα δε και χρυσήν σφραγίδα και υπόμνημα σύντομον, το οποίον ανέφερε λεπτομερώς το έτος, την ινδικτιώνα και την ημέραν καθ’ ην ανεκομίσθη εις την βασιλεύουσαν η Αγία Ζώνη, και προσέτι ότι εναπετέθη εν τη θήκη και εσφραγίσθη δια χειρών του βασιλέως Αρκαδίου. Αφού λοιπόν προσκυνήσας ησπάσθη την αγίαν Ζώνην ο βασιλεύς, την ήπλωσεν ο τότε Πατριάρχης επί της πασχούσης βασιλίσσης, και ω του θαύματος! Πάραυτα ηλευθερώθη αύτη από του δαιμονίου. Όθεν άπαντες δοξάσαντες τον Θεόν και Σωτήρα Χριστόν και ευχαριστήσαντες την πανάχραντον Μητέρα Του, απέθεντο πάλιν την Τιμίαν Ζώνην εντός της αγίας Σορού, όπου υπήρχε και πρότερον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου