Τη ΚΔ΄ (24η) Αυγούστου, η ανακομιδή του λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αιγίνης, και η τούτου εκ Στροφάδων νήσων εις Ζάκυνθον επάνοδος.

Διονύσιος ο Άγιος και θαυματουργός Ιεράρχης εγεννήθη εν Ζακύνθω εν έτει αφμζ΄ (1547) Ιουνίου κα΄ (21) ευσεβών και πλουσίων γονέων υιός, Μωκίου και Παυλίνης την κλήσιν. Εισήλθεν εκ νεότητος εις την κατά τας Στροφάδας νήσους βασιλικήν Μονήν και ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα.
Προεχειρίσθη έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, της οποίας εκόσμησε τον θρόνον επί χρόνον ικανόν, μετά δε ταύτα επέστρεψεν εις την πατρίδα αυτού, ένθα διεβίωσε του λοιπού οσίως γευόμενος το μέλι της ησυχίας. Φθάσας ο Άγιος εις το τέρμα του βίου του εν βαθεί γήρατι, προανήγγειλε τον θάνατον αυτού εις τους αδελφούς της Μονής της Αναφωνητρίας εις το οποίον ησύχαζεν. Ούτοι μετά θλίψεως ήκουσαν το πικρότατον τούτο άγγελμα. Ούτω δε ο Άγιος παρέδωκε την ψυχήν εις τον Πλάστην την ιζ΄ (17) του μηνός Δεκεμβρίου του έτους αχκδ΄ (1624), ημέραν Παρασκευήν, ημερομηνίαν καθ’ ην τελείται και μέχρι σήμερον η μνήμη αυτού και η περιαγωγή του λειψάνου ανά πάσαν την πόλιν. Ότε δε εκοιμήθη ο Άγιος, το ιερόν αυτού σκήνος, κατά παραγγελίαν του ιδίου μετεφέρθη προς ενταφιασμόν εις την Μονήν των Στροφάδων, όπου ζώντα ο Άγιος εαυτόν αφωσίωσε, και εκεί ετάφη υπό των πατέρων εις καινόν μνημείον εις το παρεκκλήσιον του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κείμενον εντός του περιβόλου του Μοναστηρίου. Αλλ’ έτη πολλά δεν παρήλθον, και δι’ οραμάτων προς τον Ηγούμενον και τους πατέρας της Μονής ο Άγιος ανήγγειλε το αγίασμα αυτού, όπως το ίδιον σκήνωμα εκ του τάφου εκβάλωσιν. Υπείκοντες δε οι πατέρες εις την θείαν ταύτην αποκάλυψιν, ετέλεσαν ανακομιδήν του λειψάνου, όπερ ευρόντες σώον, ανελλιπές και ακέραιον, και ευωδίαν υπερφυώς αποπνέον, κατέθηκαν ευλαβώς εν λάρνακα εντός του νάρθηκος του κυριακού του Ναού της θείας του Χριστού Μεταμορφώσεως. Υπήρχε δε τούτο εκεί της Μονής φυλακτήριον και παραμυθία ουχί μικρά εις τους πατέρας, νοσήματα θεραπεύον, καταστρέφον τα νέφη των ακρίδων και καταβυθίζον αυτά εις την θάλασσαν, ανομβρίας διαλύον, και εν γένει θαυματουργούν εις πάντας τους πιστώς εις αυτό προσερχομένους κατά ανάγκην, στενοχωρίαν και θλίψιν. Κατά δε το έτοςαψιστ΄ (1716), εν μηνί Ιουνίω, ότε ο οθωμανικός στόλος διηυθλυνετο προς εκπόρθησιν της Κερκύρας και διήλθε δια των Στροφάδων, οι πατέρες του εκεί Μοναστηρίου φοβηθέντες έκρυψαν εντός δύο σπηλαίων μετά των άλλων πολυτίμων ειδών της Μονής και το σεβάσμιον λείψανον του Αγίου. Και τότε μεν έμειναν ανενόχλητοι υπό των Αγαρηνών· μετά δε την εκ Κερκύρας αισχράν, ταις πρεσβείαις του θαυματουργού Αγίου Σπυρίδωνος, φυγήν των, στίφος βαρβάρων μένεα πνεόντων τότε ως εκ της αποτυχίας των εκείνης κατά των Χριστιανών, οδηγούμενον υπό τινος αιμοδιψούς, Μουσταφά ονομαζομένου, απεβιβάσθη εις την νήσον και εφορμήσαν εις την Μονήν, συνέλαβεν ευθύς τον Ηγούμενον μετά των πατέρων, πλην τεσσάρων κεκρυμμένων που, και δια πικρών τυραννικών βασάνων ηνάγκασεν αυτούς να τους αποκαλύψωσι τους θησαυρούς της Μονής. Ούτω λαφυραγωγήσαντες οι βάρβαροι την Μονήν και θανατώσαντες τους Μοναχούς ανεχώρησαν, λαβόντες μεν εν τω πλοίω των την εικόνα της Παναγίας, αφήσαντες δε ανέπαφον, κατά θείαν οικονομίαν, του Αγίου το λείψανον, εκτός των δύο χειρών, τας οποίας τέσσαρες Χριστιανοί εκ του πληρώματος του πλοίου αποκόψαντες δι’ ευλάβειαν, και διχάσαντες έλαβον έκαστος ανά εν τεμάχιον προς αγιασμόν των. Αλλά μετά ταύτα σκεπτόμενος ο αρχηγός αυτών, ότι έχουσιν αξίαν τινά αι χείρες του αγίου λειψάνου, έλαβεν αυτάς και εις Χίον τας επώλησεν προς τον τότε Αρχιερέα αυτής Αγαθάγγελον και προς ένα ευλαβή Μοναχόν, Ακάκιον το όνομα, οίτινες και τας έπεμψαν χάριν ευλαβείας εις την Μονήν των Στροφάδων· την δε εικόνα της Παρθένου ηγόρασαν εν Πάτμω δύο αδελφοί, οίτινες την έπεμψαν εις Στροφάδας. Μετά δε την απομάκρυνσιν του βαρβαρικού στόλου, εξελθόντες της κρύπτης των οι τέσσαρες διασωθέντες Μοναχοί, και ιδόντες τα γενόμενα, ελυπήθησαν σφόδρα και ήσαν απηλπισμένοι δια την έλλειψιν τροφών, βλέπουσι δε τότε απροσδοκήτως δύο ενετικά πλοία μακρόθεν πλέοντα, εις τα οποία αφού έκαμαν σημεία και έφερον εις τον όρμον των επιβιβάζονται επ’ αυτών και αφικνούνται εις Ζάκυνθον την 24 Αυγούστου 1716, κομίζοντες εις την πατρώαν αυτού γην και το πανσεβάσμιον λείψανον του Αγίου Διονυσίου. Διαδοθείσης της φήμης ταύτης εν Ζακύνθω συνέρρευσαν πανταχόθεν Ιερείς τε και λαϊκοί, πλούσιοι και πένητες, όπως ασπασθώσι το άγιον λείψανον· αφού δε ωκοδομήθη κατάλληλος Ναός εις την παραλίαν της Άμμου και επί οικοπέδου ανήκοντος εις την Μονήν των Στροφάδων, κατετέθη το σεπτόν σκήνος εις αυτόν τον Ναόν, όστις μέχρι σήμερον τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου, βρύον θαύματα και πηγάζον τούτο ιάματα προς δόξαν του επουρανίου Θεού. Τελείται δε η ανακομιδή αύτη του αγίου λειψάνου την 24ην Αυγούστου. Εκ των πολλών δε συγχρόνων θαυμάτων παραθέτομεν ενταύθα ολίγα τινά. Ανδρόγυνον εκ Πελοποννήσου, συνελθών από δεκαετίας εις γάμον, δεν είχεν αποκτήσει τέκνον. Όθεν παρεκάλεσαν τον Άγιον να χαρίση εις αυτούς τοιούτον επί τη υποσχέσει να βαπτίσωσιν αυτό εις τον εν Ζακύνθω Ναόν του· είδε δε τότε η γυνή κατ’ όναρ τον Άγιον, ειπόντα εις αυτήν· «Τι ζητείς παρ’ εμού, γύναι; Ιδού εισήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σας και θα τύχητε της επιθυμίας σας τάχιστα». Πράγματι δε συλλαβούσα αύτη έτεκεν υιόν χαριέστατον δια πρεσβειών του Αγίου· διο περιχαρείς γενόμενοι οι γονείς και άπαντες οι συγγενείς των εδόξαζον τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Διονύσιον. Μετά παρέλευσιν δε πέντε μηνών από του τοκετού ητοιμάσθησαν ν’ αναχωρήσωσιν εις Ζάκυνθον προς εκπλήρωσιν της υποσχέσεώς των, αλλά πνεύσαντος εναντίου ανέμου ημποδίσθη το πλοίον να αναχωρήση, και εν τω μεταξύ ησθένησε βαρέως το τέκνον των. Τούτο όμως δεν απεδειλίασεν αυτούς και απέπλευσαν άμα παρήλθεν η κακοκαιρία. Πλήν, φευ! Εν ω ήσαν ολίγον μακράν της Ζακύνθου, έως τέσσαρα μίλια, ετελεύτησε το αγαπητόν βρέφος, έκαστος δε δύνανται να φαντασθή τους κοπετούς και τους οδυρμούς των ατυχών εκείνων γονέων· ο αήρ αντήχει εκ των κραυγών των. Ηγκυροβόλησε τέλος εις τον λιμένα το πλοίον αφ’ εσπέρας, την δε επιούσαν πρωϊαν ηθέλησαν, καίτοι αποθαμένον, να προσφέρωσι το τέκνον των εις τον Άγιον οι αγαθοί, αλλ’ ατυχείς εκείνοι γονείς. Επορεύθησαν λοιπόν εις τον Ναόν του Αγίου, φέροντες το τεθνηκός και υπό πολλών άλλων Χριστιανών συνοδευόμενοι, αποθέσαντες δε το πτώμα πλησίον της ιεράς λάρνακος, δακρυρροούντες και ολοφυρόμενοι έλεγον, ότι αν και εξ αμαρτιών απώλεσαν το προσφιλές εις αυτούς τέκνον, δεν καθυστέρησαν όμως και της εαυτών υποσχέσεως. Αλλά τότε αίφνης, ω του θαύματος! Το βρέφος ήνοιξε τους οφθαλμούς και κλαυθμηρίζον εζήτει την μητέρα του! Επί τη παραδόξω ταύτη θέα οι παρεστώτες γονυκλινείς εφώνουν το: «Κύριε ελέησον»· η δε τάλαινα μήτηρ, επαναβλέπουσα το τέκνον της εις την παρούσαν ζωήν, εν ω προ δεκαοκτώ ωρών νεκρόν έκειτο ενώπιόν της, έπεσε κατά γης λιπόθυμος ως νεκρά. Έπειτα αναλαβούσα εδέχθη αυτό εις τους κόλπους της, και βαπτισθέν ωνομάσθη Διονύσιος. Ούτως ανεχώρησαν χαίροντες οι ευλαβείς εκείνοι σύζυγοι δοξάζοντες τον Θεόν και κηρύττοντες πανταχού το θαυμάσιον, δια το οποίον ευγνωμονών ο Διονύσιος ουδέποτε έλειπε κατά την μνήμην του Αγίου να φέρη εις αυτόν κηρία και παντοία θυμιάματα. Εν έτει αωκ΄ (1820), την 17ην Δεκεμβρίου, τελουμένης της περιφοράς του ιερού λειψάνου του Αγίου ανά την πόλιν της Ζακύνθου, και προκειμένου να διέλθη τούτο ενώπιον του κατά την πλατείαν των Αγίων Πάντων εγερθέντος τότε αγάλματος του αρμοστού Θωμά Μέτλανδ, όπως τελεσθή δέησις και τα αποκαλυπτήρια αυτού, εγένετο την νύκτα μέγας σεισμός και το πρωϊ έπεσε χάλαζα μεγάλη και βροχή ραγδαιοτάτη, παρακωλύσασα την τελετήν να προχωρήση. Τότε ηναγκάσθησαν να φέρωσι το άγιον λείψανον και να το καταθέσωσι προσωρινώς εις τον Ναόν της Φανερωμένης, ο δε τότε τοποτηρητής συνταγματάρχης Ρος, συνοδευόμενος υπό τινος Άγγλου ναυάρχου, παρατυχόντος εκεί, επορεύθη εις τον ειρημένον Ναόν, και διατάξας να μη παραμείνωσιν εις τον Ναόν έτεροι εκτός αυτού του ναυάρχου και των επιτρόπων, προσηυχήθη γονυκλινώς και μετά συγκινήσεως ενώπιον του αγίου λειψάνου, καταθέσας προ των ποδών του Αγίου και το χρυσούν εγκόλπιον, το οποίον είχον προσφέρει εις αυτόν οι Λευκάδιοι, ότε κατά την εν τη νήσω εκείνη διοίκησίν του διέπρεψεν επί καλοκαγαθίαις, και το οποίον υπάρχει έτι και σήμερον επί του αγίου λειψάνου, εις τεκμήριον του τελεσθέντος θαύματος. Εις υποδηματοποιός, Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, Ζακύνθιος, δια του ιδρώτος του προσώπου αυτού συντηρών την οικογένειάν του, απώλεσεν εντελώς ο ατυχής την όρασιν, και κατά παρακίνησιν της συζύγου του επεκαλέσθη τον Άγιον, όπως λάβη το πολύτιμον φως του. Όθεν λαβών ανά χείρας ο τυφλός την εικόνα του Αγίου κατησπάζετο αυτήν στενάζων εκ βάθους καρδίας και επικαλούμενος την βοήθειάν του. Κατά δε την ιδ΄ (14ην) του μηνός Δεκεμβρίου βλέπει κατ’ όναρ τον Άγιον ως Αρχιερέα μετά του επανωμανδύου του, όστις πλησιάσας έλαβεν αυτόν εκ του δεξιού βραχίονος και του λέγει· «Θάρσει, τέκνον, πίστευε εις τον Θεόν και μη λυπού, διότι μετά τρεις ημέρας θα έχης το φως σου και εντελώς θα θεραπευθής, μη φανερώσης όμως τούτο έως ου λάβης εντελών την ίασιν». Και ταύτα ειπών έγινεν άφαντος. Τότε εγερθείς του ύπνου ο τυφλός Παναγιώτης διηγήθη την οπτασίαν ταύτην εις την σύζυγόν του μόνον, επιτιμών αυτήν να μη την φανερώση, και ζητήσας την εικόνα του Ιεράρχου θερμώς αυτήν ησπάσθη. Κατά δε τον εσπερινόν της εορτής του Αγίου, ως ήκουσεν ο τυφλός τον πρώτον κρότον του πυροβόλου, εμνήσθη της οπτασίας του Αγίου, και κλίνας τα γόνατα επί της στρωμνής του, και υποστηριζόμενος παρά της ευλαβούς συζύγου του, παρακαλεί και ικετεύει δακρύων τον Άγιον. Και ω του θαύματος! Αυθωρεί είδεν αμυδρόν φως. Κατά δε την επιούσαν, την δεκάτην εβδόμην Δεκεμβρίου, ότε εορτάζεται η μνήμη του Αγίου δια περιφοράς εν τη πόλει της Ζακύνθου του πανσέπτου αυτού λειψάνου, εν ω η λιτανεία διήρχετο κάτωθεν της οικίας του πάσχοντος, ηγέρθη ούτος της κλίνης, υποστηριζόμενος υπό της συζύγου του, και κλίναντες αμφότεροι τα γόνατα εδέοντο θερμώς επικαλούμενοι τον Άγιον· και, ω των θαυμασίων σου Κύριε! Δεν είχε προχωρήσει η λιτανεία τριάκοντα βήματα, ότε ο τυφλός εντελώς ανέβλεψε, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού θαυματουργόν Διονύσιον έως της σήμερον ημέρας. Πλοίον έξωθεν της Ζακύνθου πελαγιζόμενον και μη δυνάμενον ν’ ανθέξη εις τα απειλητικά κύματα, ήρχισε να βυθίζηται εις την θάλασσαν· τρεις δε εκ των ναυτών ευσεβείς, ριφθέντες εις την ορμήν των αγρίων κυμάτων, επεκαλέσθησαν την βοήθειαν του Αγίου Διονυσίου. Πράγματι δε φανερωθείς ο Άγιος εις αυτούς, κατεπράϋνε την ορμήν των κυμάτων, και τους ωδήγησε κολυμβώντας εις Ζάκυνθον. Πορευθέντες δε ούτοι βεβρεγμένοι και ασθμαίνοντες εις τον Ναόν του Αγίου, όπως προσενέγκωσιν ευχαριστίας εις τον λυτρωτήν αυτών, εζήτησαν να ανοιχθή η ιερά λάρναξ, ίνα προσκυνήσωσι το άγιον αυτού λείψανον και βρέξωσι με τα δάκρυά των τους αγίους αυτού πόδας· αλλά λείποντος του εφημερίου, όστις εκράτει τας κλείδας, εν ω ήσαν έτοιμοι οι τρεις ευσεβείς άνδρες ν’ ασπασθώσι μόνον την ιεράν λάρνακα και να αναχωρήσωσιν, αίφνης ακούεται τριγμός και ανοίγει η λάρναξ αυτομάτως προς έκπληξιν και θαυμασμόν αυτών τε και των λοιπών παρισταμένων ορθοδόξων! Ασπασθέντες λοιπόν τους αγίους αυτού πόδας μετά κατανύξεως, πάλιν αυτομάτως έκλεισεν η ιερά λάρναξ ως πρότερον, οι δε ναύται εξελθόντες εκήρυττον τοις πάσι τα παράδοξα ταύτα του θαυματουργού Αγίου Διονυσίου θαύματα. Εν έτει αωμα΄ (1841) προσεβλήθη υπό βαρείας οφθαλμίας η οκταετής Αικατερίνη θυγάτηρ του Σπαρτιάτου Ευστρατίου Ιατρίδου καλουμένου, κατοίκου Ζακύνθου, όχι μόνον δε δια των της επιστήμης πολλαπλών μέσων δεν εθεραπεύθη το κοράσιον, αλλά και εντελώς ετηφλώθη κατά τον Ιούνιον του ειρημένου έτους και εκυρτώθη κατά τε τα γόνατα και την κεφαλήν. Απελπισθείς δε παρά της επιστήμης ο ατυχής πατήρ προσέτρεξεν εις το έλεος του Αγίου Διονυσίου, και κατά την 17ην Δεκεμβρίου, ότε τελείται η μνήμη του Αγίου και η λιτανεία του σεπτού αυτού λειψάνου, περιτυλίξας με σινδόνην το τυφλόν τέκνον του έφερεν αυτό εις τον δρόμον, όθεν έμελλε να διέλθη η λιτανεία, και γονυκλινής ικέτευε και παρεκάλει τον Άγιον μετά θερμών δακρύων· αφού δε διέβη η ιερά λάρναξ μετά του αγίου λειψάνου άνωθεν του τετυφλωμένου κορασίου, ετύλιξε πάλιν αυτό ο ατυχής πατήρ και το έφερεν εις την οικίαν του, ότε, ω του παραδόξου θαύματος! Ανέβλεψεν η Αικατερίνη, και όχι μόνον ιατρεύθη η οφθαλμία της, αλλ’ έλαβε και εντελή ίασιν του σώματος. Ιωάννης τις Μποφαρδιός το όνομα, καταγόμενος εκ του προαστίου Ποχάλεως, είχε κρατηθή, εστηρίζετο δε εις δύο βακτηρίας. Κατά την εορτήν του Αγίου μετά δυσκολίας επορεύθη εις τον εσπερινόν, όπως επικαλεσθή το έλεος και την βοήθειαν αυτού, αλλά δεινωθείσης της ασθενείας του δεν ηδύνατο ν’ αναχωρήση, και απεφάσισε να διανυκτερεύση μόνος εντός του Ναού. Την νύκτα, εν ω έκρουσαν οι Μοναχοί την θύραν και αυτός δεν ηδύνατο να εγερθή να ανοίξη, ακούει μυστηριώδη τινά φωνήν εξερχομένην εκ της ιεράς λάρνακος· «Ευλογημένε, εγέρθητι και άνοιξον». Τότε ενδυναμωθείς ολίγον και εχόμενος δια των χειρών του εκ των στασιδίων ήνοιξε την θύραν. Την δε πρωϊαν, μετά την τέλεσιν της θείας μυσταγωγίας, απεφάσισε τη βοηθεία των δύο ράβδων του να απέλθη εις τον οίκον του εις Πόχαλιν, και καθ’ οδόν ήρχισε να αναλαμβάνη τας σωματικάς δυνάμεις του, ότε δε έφθασεν εις την οικίαν του ήτο ρωμαλέος και υγιέστατος. Νικόλαος τις Ντιρλής, ερχόμενος δια πλοιαρίου εις Ζάκυνθον, προσεβλήθη υπό επιληψίας. Ότε δε προσήγγισε το πλοιάριον εις Ζάκυνθον και ο πάσχων ιδών τον Ναόν του Αγίου επεκαλέσθη την βοήθειάν του, εθεραπεύθη πάραυτα. Άγγλος πλοίαρχος, ελλιμενισμένος εις τον όρμον του Κερίου της Ζακύνθου ένεκα της μεγάλης τρικυμίας, είδε τον Νικόλαον Κουτσουκέλην, φύλακα του Υγειονομείου, να δέηται γονυκλινώς. Ερωτήσαντος και μαθόντος ότι δέεται προς τον Άγιον Διονύσιον είπεν εις αυτόν· «Δύναμαι και εγώ να τον παρακαλέσω, ίνα σωθώμεν»; «Και διατί όχι;» του απαντά εκείνος. Τότε ασκεπής εδεήθη του Αγίου ο πλοίαρχος και, ω του θαύματος! Την τρικυμίαν αυθωρεί διεδέχθη γαλήνη, φθάσας δε ούτος εις Ζάκυνθον εδώρησε την εν τω αγίω άρτι νυν υπάρχουσαν αργυράν κανδήλαν. Έκτοτε δε, οσάκις ήρχετο εις Ζάκυνθον μετά του πλοίου του, δεν έλειπε του να προσφέρη πάντοτε εις τον Άγιον αρκετάς λαμπάδας. Ο Ιλαρίων Γκέρπεσης κατά την πρώτην εκκλησιαρχίαν αυτού τω αωμθ΄ (1849) τρις είδε κατ’ όναρ τον Άγιον, την δε τετάρτην φοράν βλέπει τον Άγιον σύροντα αυτόν εκ του βραχίονος και λέγοντα: «Εγέρθητι». Εξυπνά, λαμβάνει τας κλείδας του Ναού, ανοίγει και βλέπει καιόμενον το κιβώτιον της ελεημοσύνης, εις το οποίον είχε μεταδοθή το πυρ εκ τινος λαμπάδος, την οποίαν ελησμόνησεν ανημμένην. Έσβεσε λοιπόν αμέσως αυτό και ηυχαρίστησε τον Άγιον. Κατά την 16ην Δεκεμβρίου αωξα΄ (1861), ότε ετελείτο ο εσπερινός, εις το «Φως ιλαρόν», εκπυρσοκροτούντων των μασκούλων, εν ξύλινον έναυσμα (καρκούνι) μασκούλου εισήλθεν εις την κοιλίαν του εκ Ποχάλεως παιδός Χρήστου Σεμιτέκλου (Ντίρλη) του Σπυρίδωνος, όπερ έθρεψεν εις την κοιλίαν του. Μετά δε είκοσιν ημέρας ησθάνθη ο παις δυνατούς πόνους, και ω του θαύματος! Το ξύλινον εκείνο έναυσμα εξήλθεν εκ της τακτικής οδού, διότι επεκαλείτο αυτός πάντοτε εις βοήθειάν του τον Άγιον. Τοιαύτα είναι ολίγα εκ των πολλών υπερφυών θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην ο θαυματουργός Άγιος Διονύσιος, παρέχων ιάματα εις πάντας τους μετά πίστεως αιτούντας την βοήθειαν και εκλιπαρούντας το άπειρον αυτού έλεος. Συ δε, ω θαυμαστέ ιεράρχα Διονύσιε, του οποίου θαυμάζομεν το άπειρον έλεος και την μεγάλην ευσπλαγχνίαν, δέου τω πανοικτίρμονι Θεώ, ίνα διαφυλάττη πάντας τους δια πρεσβειών σου αιτούντας την βοήθειαν του Κυρίου και Θεού ημών, του θαυμαστού εν τοις Αγίοις αυτού, ως αποδεικνύει ο ανωτέρω δια βραχέων περιγραφείς Βίος σου, εν ω φαίνεται η εν σοι του Θεού χάρις, όπως θαυματουργής αενάως και ελεής τους εις το μέγα σου προστρέχοντας έλεος και μάλιστα τους συμπολίτας σου κατοίκους της νήσου Ζακύνθου, τους καυχωμένους ότι ηυτύχησαν να Σε έχωσι προστάτην Άγιον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου