Συμεών και Ιωάννης οι δύο ούτοι Όσιοι Πατέρες ήλθον κατά τας ημέρας του
βασιλέως Ιουστίνου του νέου, εν έτει φιη΄ (518), από την Έδεσσαν εις τα
Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν της Υψώσεως, δια να προσκυνήσουν τον Τίμιον Σταυρόν,
καθώς και άλλοι πολλοί την ημέραν αυτήν προσέρχονται. Εκ τούτων ο πρώτος, ο
Ιωάννης, πατέρα μεν είχε, μητέρα δε δεν είχεν. Ο δε έτερος, ο Συμεών, πατέρα
δεν είχε, μόνον δε μητέρα, γεροντικής ηλικίας ογδοήκοντα περίπου ετών. Ήτο δε ο
Ιωάννης ετών είκοσι δύο και τον υπάνδρευσεν ο πατήρ αυτού κατ’ εκείνον τον
χρόνον.
Είχον δε οι νέοι ούτοι πολλήν αγάπην μεταξύ των, ώστε δεν ηδύναντο ουδόλως να χωρισθώσιν ο εις από τον άλλον. Αφού λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ήλθον εις τον Ιορδάνην. Καθώς δε περιήρχοντο και παρετήρουν τους Οσίους Ασκητάς, ετρώθη η καρδία των εις τον θείον έρωτα και έβαλον κατά νουν να γίνουν Μοναχοί. Καθώς λοιπόν επροχώρουν έφιπποι (επειδή ήσαν πλούσιοι και ευγενέστατοι), όταν διέτρεξαν ικανόν δρόμον αφίππευσαν, έδωσαν δε τους ίππους των εις τους υπηρέτας και τους διέταξαν να ιππεύσουν και να προχωρήσουν, διότι εκείνοι είχον υπηρεσίαν, και κατόπιν θα τους έφθαναν. Όταν έμειναν μόνοι των, έδειξεν ο Ιωάννης εις τον Συμώνα τας δύο οδούς, όπου έβλεπε, λέγων· «Ιδού, αδελφέ, η οδός όπου πηγαίνει εις την αιώνιον ζωήν». Έδειξε δε εκείνην ήτις έφερε προς την έρημον. Έπειτα του δεικνύει την άλλην, ήτις ωδήγει εις τον κόσμον, λέγων· «Αυτή οδηγεί την ψυχήν εις τον θάνατον και την απώλειαν. Λοιπόν ας κάμωμεν προς τον Κύριον δέησιν, να μας φωτίση να γίνη το συμφερώτερον». Κλίναντες τότε τα γόνατα και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, προσηύχοντο λέγοντες· «Ο Θεός, όστις θέλεις να σωθή όλος ο κόσμος, φανέρωσόν μας το θέλημά σου, και φώτισόν μας να κάμωμεν το καλλίτερον δια την ψυχήν μας». Ταύτα ειπόντες, ηγέρθησαν· θέσαντες δε κλήρους έτυχεν εις αυτούς η οδός της ερήμου. Όθεν περιχαρείς γενόμενοι, κατεφρόνησαν άπαντα τα πρόσκαιρα αγαθά ως σκύβαλα, δια να κληρονομήσουν τα αιώνια. Εναγκαλισθέντες λοιπόν αλλήλους εφιλήθησαν ο εις μετά του άλλου, λέγοντες· «Ας περιπατήσωμεν, αδελφέ, την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρωμεν κατόπιν την ευρύχωρον. Ας μισήσωμεν την σάρκα και ας την νεκρώσωμεν, δια να ζη η ψυχή αιώνια». Ταύτα ειπόντες έτρεχον χαίροντες, ως να μετέβαινον εις γάμον, και ο εις τον άλλον επροθυμοποίει· διότι ο μεν Ιωάννης εφοβείτο δια τον Συμεών, μήπως και η αγάπη της μητρός του τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα, ο δε Συμεών πάλιν εδίσταζε δια τον Ιωάννην, μήπως η πολλή προσπάθεια και η πολλή αγάπη της νεονύμφου γυναικός τον σύρη προς αυτήν βιαίως, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Όθεν ο μεν Ιωάννης προς τον Συμεών τοιαύτα έλεγε· «Πρόσεχε, αδελφέ μου, μη αμελήσης εις την προκειμένην οδόν της αρετής, διότι σήμερον εξαναγεννήθημεν, και δεν μας μέλει πλέον δια του κόσμου τα πράγματα, ότι ο πλούτος μας δεν δύναται να μας ωφελήση ποσώς την ώραν της κρίσεως. Η νεότης και το κάλλος της σαρκός ως άνθος μαραίνεται, και όλη η ευδαιμονία του κόσμου παρέρχεται ταχέως, και ως όνειρον αφανίζεται». Ο δε Συμεών πάλιν προς τον Ιωάννην τοιαύτα ανταπεκρίνετο· «Εγώ, αδελφέ μου φίλτατε, ούτε πατέρα έχω, ούτε αδελφούς ή άλλον τινά συγγενή μου, ειμή μόνον την γραίαν αυτήν, ήτις με εγέννησεν· όθεν δεν φοβούμαι ποσώς δι’ εμέ να επιστρέψω πλέον εις την κοσμικήν ματαιότητα, αλλά μόνον δια τον εαυτόν σου αμφιβάλλω και θλίβομαι, μήπως και σε αποσπάση βιαίως ο πόθος της νεονύμφου σου γυναικός από τον ένθεον έρωτα». Αυτά και έτερα λέγοντες, έφθασαν εις το Μοναστήριον του Οσίου Γερασίμου, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος άνθρωπος, Νίκων ονομαζόμενος, όστις ενίκησεν όντως πάσαν δαιμονικήν παράταξιν εις τον πνευματικόν πόλεμον, και έλαμπε με σημεία και θαύματα. Μάλιστα είχε και προορατικόν χάρισμα και προέβλεπε τα μέλλοντα, καθώς και την έλευσιν αυτών εγνώρισε δι’ οράματος. Διότι του είπεν εις φοβερός εις την θέαν και θαυμάσιος· «Εγείρου, άνοιξον την θύραν της ποίμνης, ίνα εισέλθουν τα πρόβατά μου». Ταύτα ακούσας ηγέρθη και ανοίξας την θύραν εκάθητο. Οι δε νέοι είχον κάμει προσευχήν προς τον Θεόν, να οικονομήση η χάρις του, εάν ήτο θέλημά του να γίνουν Μοναχοί, να εύρουν ανοικτήν την θύραν του Μοναστηρίου. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, και ιδόντες την θύραν ανεωγμένην, εχάρησαν. Ο δε Ηγούμενος τους υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθον του Χριστού τα πρόβατα». Προς δε τον Συμεών είπεν ιδιαιτέρως· «Καλώς ήλθες, Σαλέ», επροφήτευσε δε και άλλα λόγια. Και αναπαύσας αυτούς την πρώτην ημέραν, την δευτέραν τους ενουθέτησε (πριν αυτοί του είπουν τίποτε) λέγων· «Καλή και αξία είναι η προς Θεόν αγάπη σας, μόνον να μη ψυχρανθή η πολλή σας προθυμία από δαιμονική συνεργίαν. Καλά και γνωστικά επράξατε να καταφρονήσετε τα παρόντα δια τα μέλλοντα. Καλοί είναι και οι κατά σάρκα γονείς τε και συγγενείς, αλλά καλλίτερα να ευαρεστήσετε και να δουλεύσητε εις τον ουράνιον Πατέρα ως τέκνα του φίλτατα, να έχετε τους αγίους Αγγέλους φίλους και ευμενείς προστάτας προς Κύριον. Καλή και γλυκεία η του παρόντος βίου απόλαυσις, και τερπνός ο πλούτος και η ευδαιμονία η πρόσκαιρος· αλλά δεν είναι ισαξία προς τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουρανίου μακαριότητος». Αφού ενουθέτησεν ικανώς από κοινού και τους δύο, είπε ταύτα ιδιαιτέρως προς τον Συμεών· «Μη λυπήσαι δια το γήρας της μητρός σου, ότι ο Κύριος δύναται να την παρηγορήση κάλλιον από σε υπό των αγώνων σου δυσωπούμενος. Ότι καλά και συ επερίμενες την τελευτήν εκείνης, αλλά δεν ήξευρες εάν απέθνησκες συ πρότερον, να υπάγης εις τον άλλον κόσμον έρημος από αρετάς και να μη έχης τινά να σε λυτρώση της αιωνίου κολάσεως. Ότι εκεί δεν δύναται πλούτος ή δόξα, ή συγγενών μεσιτεία, να ωφελήσουν τινά, ει μη μόνον η ενάρετος πολιτεία και οι κατά Θεόν πόνοι και κάματοι». Έπειτα εστράφη και προς τον Ιωάννην και του λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη λυπηθής ποσώς δια την γυναίκα σου, ότι ο Θεός έχει την φροντίδα της». Αποτεινόμενος είτα και πάλιν προς τους δύο είπε· «Χαίρετε αμφότεροι, επειδή καλού βασιλέως εγίνατε στρατιώται· και έχετε εις αυτόν τας ελπίδας σας, ότι ως ελεήμων και Πανάγαθος θέλει φροντίσει δια τον οίκον σας, να κυβερνήση τους συγγενείς σας και υμάς ψυχή τε και σώματι· μόνον μη οκνεύσετε εις την δούλευσιν αυτού ποτέ· ότι εάν ήθελε σας προσκαλέσει ο επίγειος βασιλεύς εις το επίγειόν του παλάτιον, να σας τιμήση με αξίωμα Πατρικίου, εκαταφρονείτε όλα σας τα υπάρχοντα, και υπομένετε πάσαν κακοπάθειαν, και εδέχεσθε να διατρέχετε καθ’ εκάστην ώραν κίνδυνον της ζωής σας δια την φιλίαν του φθαρτού βασιλέως, και δια την ολίγην ταύτην τιμήν, όπου ηδύνατο να σας δώση, ήτις ως σκιά και ενύπνιον αφανίζεται. Τοσούτω μάλλον πρέπει να σπουδάσητε να ευαρεστήσετε τον ουράνιον και αιώνιον Βασιλέα των Βασιλέων Χριστόν τον Θεόν ημών, όστις έδειξε τόσην αγάπην εις ημάς τους αγνώμονας, ώστε εθανατώθη κατά το ανθρώπινον δια τον άνθρωπον ως φιλάνθρωπος. Εάν και το ίδιον αίμα δι’ αυτόν εκχύσωμεν, τι θαυμαστόν; Ότι και Αυτός έχυσεν εις τον Σταυρόν το ίδιον Αυτού αίμα το πολυτίμητον και σωτήριον, δια να μας λυτρώση από την δεινήν αιχμαλωσίαν του κακοσχόλου δαίμονος». Με ταύτα και άλλα παρόμοια ψυχωφελή υποδείγματα επροθυμοποίει τους νέους ο Γέρων δια να μη οκνεύσουν ποτέ εις την θείαν βούλησιν, βλέπων πως ήσαν πολύ τρυφεροί και δεν ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν. Έπειτα, δια να τους δοκιμάση, ηρώτησεν αυτούς, εάν ήθελον να τους κουρεύση ευθύς ή να κάμουν την δοκιμήν κατά την συνήθειαν πρότερον. Ούτοι δε είπον με μίαν γνώμην και οι δύο, να τους κουρεύση το συντομώτερον. Μάλιστα ο Συμεών του είπεν, ότι εάν δεν τους κουρεύση ευθύς, θα υπάγουν εις άλλο Μοναστήριον. Ούτως είπε, διότι ήτο άκακος και απονήρευτος. Αλλ’ ο Ιωάννης ήτο γνωστικός και σοφώτερος· ήξευρον όμως και οι δύο ελληνικά γράμματα, και ήσαν εις άκρον πεπαισευμένοι. Τότε τους εξήτασε και χωριστά ένα προς ένα ο πάνσοφος, δια να καταλάβη τον πόθον αυτών καλλίτερα, δοκιμάζων δε μόνον τον Συμεών του έλεγεν· «Ο σύντροφός σου μοι υπεσχέθη να μείνη ακόμη εν έτος λαϊκός δια δόκιμος». Ο δε απεκρίνατο· «Εάν αυτός θέλη, ας κάμη όπως θέλει, αλλ’ εγώ δεν μένω ούτε μίαν ημέραν κοσμικός. Πλην παρακαλώ την αγιωσύνην σου, να τον κουρεύσης και αυτόν συντόμως. Διότι το έτος τούτο υπανδρεύθη και έλαβεν σύζυγον πλουσίαν και εύμορφον, μήπως ο πόθος της τον αιχμαλωτίση και ολιγοστεύση τον ένθεον αυτού έρωτα». Πάλιν δε ο Ιωάννης έλεγε μόνος του προς εκείνον τον Άγιον Γέροντα με θερμότατα δάκρυα (επειδή ήτο πολύ κατανυκτικός και είχε τα δάκρυα πολύ εύκολα)· «Κάμε, πάτερ, δια τον Κύριον, κούρευσόν μας σήμερον, ότι δια τον Συμεών φοβούμαι· διότι ζη η μητέρα του, προς την οποίαν έχει τοσαύτην αγάπην, ώστε εκοιμώντο μαζί έως σήμερον και δεν ηδύναντο ούτε ημέραν ούτε νύκτα να αποχωρισθώσιν». Όταν εγνώρισεν ο Όσιος την σταθεράν ιδέαν των νέων, τότε επληροφορήθη, ότι και ο Θεός δεν θέλει τους καταισχύνει, επειδή ολοψύχως τον επόθησαν και προσέδραμον εις αυτόν αδιστάκτως. Όθεν έφερε το ψαλίδιον και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν, από την οποίαν το έλαβον αυτοί κατά την τάξιν· και δώσαντες αυτό εις τας χείρας του, τους εκούρευσε και τους ενέδυσεν ιμάτια πεπαλαιωμένα του αγίου και αγγελικού σχήματος αρμόδια. Μετά ταύτα πάλιν εκάθισεν όλην εκείνην την ημέραν, νουθετών αυτούς ο Ηγούμενος, διότι προέβλεπεν, ότι ολίγον καιρόν θα έμεναν εις το Μοναστήριον. Ήτο δε τότε Σάββατον, όταν τους εκούρευσε, ήθελε δε την επομένην ημέραν εις την λειτουργίαν να τους τελειώση Μοναχούς, να τους ενδύση το αγγελικόν σχήμα. Είχε δε κάμει ένα Μοναχόν προ ολίγων ημερών, όστις εφόρει ακόμη τον μανδύαν, το κουκούλιον, εβάστα δε και τον Σταυρόν κατά την τάξιν, έως ότου τελειώση η εβδομάς. Τούτον τον νεόκουρον διέταξεν ο Ηγούμενος να έλθη εκεί όπου ήσαν οι νέοι, οίτινες ιδόντες αυτόν ούτως ενσεδυμένον εξέστησαν δια μίαν οπτασίαν όπου αυτοί μόνοι ως καθαροί και αμόλυντοι είδον, την οποίαν τους ηξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και είδον δια να ευλαβηθούν καλλίτερον το άγιο Σχήμα. Εγερθέντες λοιπόν προσεκύνησαν τον νεόκουρον και τον Ηγούμενον, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Εάν μέλλη να λάβωμεν και ημείς τοσαύτην τιμήν και δόξαν, ως ούτος ο τρισμακάριος, ένδυσόν μας αφ’ εσπέρας αυτό το άγιον φόρεμα, μήπως και μας συμβή ενυπνιασμός την νύκτα από φαντασίαν του δαίμονος και στερηθώμεν τοιούτων πολυτίμων στεφάνων, και αυτής της λαμπροφόρου συνοδείας οι τάλανες». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηννόησεν ότι είδον οπτασίαν, και διέταξε τον νεόκουρον να υπάγη εις το καλλίον του. Οι δε παίδες του Χριστού ελυπήθησαν πολύ και λέγουσι προς τον Ηγούμενον· «Μακάριοι και ημείς εάν αξιωθώμεν τοσαύτης τιμής, να φορώμεν εις την κεφαλήν τοιούτον λαμπρόν στέφανον, και να μας συνοδεύουν τοσούτον πλήθος Μοναχών με λαμπάδας εις τας χείρας χαίροντες». Ούτως είπον, νομίζοντες ότι ο Ηγούμενος τα έβλεπεν. Αυτός δε πάλιν εσιώπησε, θαυμάζων την πολλήν των ακεραιότητα και την της ψυχής καθαρότητα. Μόνον υπεσχέθη να τους τελειώση την επομένην δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ούτως εποίησε. Τόσην δε λάμψιν είχεν η όψις των, ώστε έβλεπον την νύκτα ο εις του άλλου το πρόσωπον, εις δε την κεφαλήν τον πολυτίμητον εκείνον στέφανον, τον οποίον έβλεπον πρότερον εις την κεφαλήν του προαναφερθέντος νεοκούρου Μοναχού. Αυτά όλα όπου είπομεν έως εδώ και όσα θέλομεν διηγηθή μέχρι τέλους διηγήθη ο αψευδής Συμεών προς ένα ιεροδιάκονον της Εδέσσης, Ιωάννην ονομαζόμενον. Όστις ως θαυμαστός και ενάρετος όπου ήτο, από θείαν χάριν ηννόησε την απόκρυφον αρετήν του Συμεών· όστις εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός και άγνωστος (καθώς κατόπιν θέλομεν διηγηθή ακριβέστερον εις το θαυμάσιον, όπου άκαμεν εις αυτόν τον Διάκονον), εις δε τον Θεόν ήτο φρόνιμος πολύ και σοφώτατος. Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης μας διηγήθη όλον τον Βίον τούτον, καθώς τον ήκουσεν απ’ αυτόν τον Μέγαν Συμεών, και επεκαλείτο τον Θεόν μάρτυρα, ότι δεν είπε περισσότερον από την αλήθειαν, αλλά μάλιστα και πολλά από την πολυκαιρίαν ελησμόνησεν. Εις τοσαύτην χαράν ευρίσκετο η ψυχή μας (έλεγεν ο Μέγας Συμεών, προς τον ρηθέντα Διάκονον), ώστε δεν ηθέλομεν να γευθώμεν τροφήν ή ποτόν από την ευλάβειαν. Μετά δύο δε ημέρας είδομεν υπηρετούντα εις την Μονήν τον νεόκουρον εκείνον Μοναχόν, εφόρει δε άλλο ιμάτιον και δεν είχε πλέον εις την κεφαλήν τον άνωθεν στέφανον, ούτε οι Μοναχοί τον συνώδευον με τας λαμπάδας ως πρότερον· θαυμάσας δε είπον εις τον Ιωάννην· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αφού πληρώσωμεν και ημείς τας επτά ημέρας, δεν θα έχωμεν πλέον ταύτην την χάριν και την ευπρέπειαν. Λοιπόν αν θέλης να με ακούσης, ακολούθει μοι προθύμως, να υπάγωμεν εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας. Ναι, αδελφέ φίλτατε, καθώς απηρνήθημεν τα κοσμικά, ας αρνηθώμεν και πάσαν φροντίδα και μέριμναν γήϊνον, να μελετώμεν μόνον τα ουράνια· ότι εις τούτο το άγιον Σχήμα, όπου ελάβομεν, βλέπω ξένα και θαυμάσια πράγματα· δια τούτο από την ώραν όπου μας ενέδυσεν ο δούλος του Θεού αισθάνομαι πυρ, το οποίον μου κατακαίει τα εντόσθια, και ζητεί η ψυχή μου να μη ίδω πλέον άνθρωπον, ούτε να ομιλήσω μετά τινος όλως διόλου».Του λέγει ο Ιωάννης· «Τι θα τρώγωμεν; Πως θα ψάλλωμεν, όπου ακόμη καμμίαν κατάστασιν της μοναδικής πολιτείας και διαγωγήν δεν εμάθομεν»; Λέγει ο Συμεών· «Εκείνος ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις τρέφει πάσαν πνοήν λογικήν και άλογον, αυτός έχει την έννοιαν ως πατήρ φιλόπαις να μας τρέφη ως αγαθός και εύσπλαγχνος και να μας διδάξη πώς να διάγωμεν, μόνον μη διακόψης παρακαλώ την προθυμίαν μου». Του λέγει ο Ιωάννης· «Ας πράξωμεν όπως θέλεις. Αλλά πως θα φύγωμεν την νύκτα, όπου η θύρα του Μοναστηρίου κλείεται»; Ο δε Συμεών είπεν· «Εκείνος όστις μας ήνοιξεν όταν ήλθομεν, αυτός πάλιν θα μας ανοίξη να φύγωμεν». Καθώς λοιπόν απεφάσισαν, είδεν αυτήν την νύκτα ο Ηγούμενος όραμα, ότι η θύρα του Μοναστηρίου ήνοιξεν, ήκουσε δε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Εξέλθετε να βοσκήσετε εσφραγισμένα πρόβατα του Χριστού». Εγερθείς τότε από την κλίνην έδραμε και ευρών την θύραν ανοικτήν εστέναζε, νομίζων ότι έφυγον οι νεόκουροι και δεν ηξιώθη να λάβη την ευλογίαν των. Καθώς ταύτα διελογίζετο και ενώ οι καθαροί νυμφίοι του Δεσπότου Χριστού ήρχοντο να εξέλθουν, έβλεπεν έμπροσθεν αυτών ο Ηγούμενος Αγγέλους τινάς λαμπαδηφόρους, οίτινες εκράτουν εις την μίαν χείρα σκήπτρον. Οι δε μακάριοι ιδόντες την θύραν ανεωγμένην και τον Ηγούμενον εκεί ευρισκόμενον εχάρησαν, θέλοντες δε να τον προσκυνήσουν, δεν τους άφησεν. Αυτοί δε ευχαριστήσαντες αυτόν ικανώς, διότι τους ηξίωσε του αγγελικού Σχήματος, του εζήτησαν συγχώρησιν να υπάγουν εις αναχώρησιν δια να δυνηθούν να δουλεύσουν ολοψύχως τον Θεόν εις την έρημον, τον παρεκάλεσαν δε να μη τους λησμονήση εις την προσευχήν του, αλλά να δέηται δια λόγου των. Αφού λοιπόν έκλαυσαν αμφότεροι ικανώς, εγονάτισεν ο Όσιος Νίκων, θέσας εις την δεξιάν του τον Συμεών και εις την αριστεράν τον Ιωάννην, και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηύχετο ούτω· «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, ο αινετός και δίκαιος, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην του αναξίου δούλου σου, και τους πόδας αυτών εις οδόν ειρήνης κατάρτισον. Ναι, Κύριος ο Θεός, επάκουσόν μου η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των επί ξένης μακράν. Επιτίμησον τοις ακαθάρτοις δαίμοσιν από προσώπου των παίδων σου, και ανάστηθι εις την βοήθειαν αυτών· πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφανείας και πάσης κακίας ας σβύση απ’ αυτών και πάσα πύρωσις σαρκός και διαβολικής συνεργείας και φώτισον τας ψυχάς αυτών με το φως της σης επιγνώσεως, δια να φθάσουν εις το άκρον της αρετής, να δοξάζουν αιωνίως με τους Αγίους Αγγέλους σου και πάντας τους εναρέτους δούλους σου το πάντιμον και φυλακτήριον όναμά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Ταύτα θερμώς προς Θεόν ευξάμενος, πάλιν προς αυτούς μετά δακρύων έλεγεν· «Ο Θεός, τέκνα, τον οποίον επροτιμήσατε από όλα τα κτίσματα, να στείλη τον Άγγελόν του προ προσώπου σας, να ετοιμάση την οδόν σας, να σας λυτρώση από όλα τα εναντία και από τας χείρας του βροτοκτόνου λέοντος, καθώς και τον Προφήτην εφύλαξεν από τα στόματα των λεόντων ως Παντοδύναμος. Βλέπετε, τέκνα, εις πόλεμον ήλθετε, αλλά μη φοβηθήτε, διότι δεν σας αφήνει ο Κύριος να πειραχθήτε περισσότερον από όσον δύνασθε να υποφέρετε. Μόνον σταθήτε ανδρείοι, έχοντες τα όπλα του αγίου Σχήματος. Ενθυμείσθε την παραβολήν του πύργου, και προσπαθήσετε να τελειώσητε αυτό το καλόν όπου ηρχίσατε, ίνα μη καταισχυνθήτε κατόπιν. Μικρός είναι ο πόλεμός σας και μεγάλος ο στέφανος· πρόσκαιρος ο κόπος και αιωνία η απόλαυσις». Ταύτα και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια λόγια λέγων ο Όσιος προς τους Οσίους, έκρουσε το ξύλον του όρθρου. Τότε λαμβάνει ο Συμεών κατά μέρος τον Ηγούμενον και του λέγει· «Προσεύχου, Δέσποτα, παρακαλώ την αγιωσύνην σου, δια τον αδελφόν Ιωάννην, να λησμονήση την σύζυγόν του, δια να μη με αφήση μοναχόν εις την έρημον». Ομοίως και ο έτερος του είπε μυστικά, να κάμη δια τον Συμεών δέησιν, να μη ενθυμηθή της μητρός του και τον αφήση μόνον, να κινδυνεύη ως εις ναυάγιον. Θαυμάσας ο Γέρων δια την αγάπην όπου είχεν ο εις μετά του άλλου, τους απεχαιρέτησε λέγων· «Υπάγετε, τέκνα μου, ιδού σας ευαγγελίζομαι, ότι ο Κύριος έχει ανοικτήν την θύραν του Παραδείσου, να σας υποδεχθή χαίροντας, καθώς και την θύραν της Μονής ταύτης σας ήνοιξε με τρόπον θαυμάσιον». Σφραγίσας δε αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον το σώμα, τους απέλυσεν εις ειρήνην. Επορεύοντο λοιπόν οι μακάριοι χαίροντες, προσευχόμενοι δε έλεγον· «Ο Θεός οδήγησον ημάς τους ξένους, να μη πλανηθώμεν ως απολωλότα πρόβατα, ότι δια την αγάπην σου παρεδόθημεν εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης». Λέγει ο Ιωάννης προς τον Συμεών, όταν έφθασαν εις ένα δίστρατον· «Από ποίον δρόμον να υπάγωμεν»; Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ας οδεύσωμεν το δεξιόν, διότι τα δεξιά προτιμώνται πάντοτε». Οδεύσαντες λοιπόν ικανώς, έφθασαν εις την Νεκράν θάλασσαν, κατ’ οικονομίαν δε του Θεού, όστις δεν αφήνει τους δούλους του να κακοπέσουν, εύρον τόπον τινά κατάλληλον δι’ άσκησιν, Αρρωνάν ονομαζόμενον, εις τον οποίον κατώκει εις Γέρων ενάρετος. Αφού έφθασαν εις τοιούτον τόπον σωτήριον, εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι. Ο δε μισόκαλος τους εφθόνησε, μη υποφέρων να βλέπη την αρετήν των, και τον μεν Ιωάννην παρεκίνει εις το να επιθυμή την σύζυγόν του, τον δε Συμεών εις τον πόθον της μητρός του. Αυτοί δε προσηύχοντο εκ καρδίας και ούτως εδίωκον τον πειράζοντα. Άλλην φοράν τους ενεθύμιζε κρεωφαγίαν, οινοποσίαν και πάσαν άλλην τρυφήν και ηδυπάθειαν σώματος, εις δε τας ευχάς ακηδίαν και δειλίαν εις την άσκησιν. Εις τον ύπνον πάλιν τους εδείκνυε τους συγγενείς των κλαίοντας, αλλά και πάσαν άλλην μηχανήν τους εδείκνυεν ο κακότεχνος με φαντασίας διαφόρους, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν. Αλλ’ αυτοί οι αείμνηστοι, ενθυμούμενοι τους στεφάνους και την διδασκαλίαν του Γέροντος, τον οποίον έβλεπον πολλάκις και εις τον ύπνον των, επαρηγορούντο θαυμασιώτατα, διότι και καθ’ ύπνον τους ενουθέτει και μακράν ευρισκομένους προσηύχετο δι’ αυτούς. Ταύτα βλέποντες εις τον ύπνον εχαίροντο, γνωρίζοντες βέβαια, ότι ο Όσιος Νίκων εφρόντιζε δια την σωτηρίαν αυτών ως φιλάδελφος. Εζήτησαν δε από τον Θεόν την χάριν, ο μεν Συμεών να παρηγορηθή η μητέρα του, να μη λυπήται δι’ αυτόν. Ο δε Ιωάννης, να κοιμηθή η σύζυγός του δια να μη τον ενοχλή εις τον νουν η ενθύμησις αυτής. Επήκουσε δε αμφοτέρων ο Κύριος, όστις ως εύσπλαγχνος παρέχει τα αιτήματα των δούλων του. Όθεν μετά δύο έτη επληροφορήθη από τον Θεόν ο μακάριος Συμεών, ότι έμεινεν η μήτηρ του άνευ λύπης δι’ αυτόν, διότι αυτός εφαίνετο καθ’ όλην την νύκτα εις το όνειρον και την παρηγόρει ούτω λέγων εις την Συριακήν διάλεκτον· «Λάδε χρελημέχ», δηλαδή: «Μη λυπήσαι, μήτερ, διότι καλά είμεθα εγώ και ο Ιωάννης· επειδή εστρατεύθημεν εις τα ουράνια παλάτια του αιωνίου Βασιλέως, ο οποίος μας ενέδυσε με στολάς ωραίας, φορούμεν δε εις τας κεφαλάς στεφάνους ευπρεπείς δια τον κόπον της ασκήσεώς μας. Λοιπόν παρηγόρησον και του Ιωάννου τους συγγενείς να μη λυπούνται παντάπασι δι’ αυτόν». Ο δε Ιωάννης πάλιν είδεν εις τον ύπνον του ένα λευκοφόρον και του λέγει· «Ιδού τον πατέρα σου κατέστησα άνευ λύπης, θέλω δε λάβει και την σύζυγόν σου εις την αιώνιον αγαλλίασιν». Διηγήθησαν τότε ο εις προς τον έτερον το όραμά των και έμειναν παρηγορημένοι αμφότεροι, διάγοντες άνευ πόνων και οκνηρίας τον δρόμον της ασκήσεως, αδιαλείπτως ευχόμενοι· τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγα έτη προώδευσαν και έγιναν τέλειοι τόσον, ώστε ηξιώθησαν και θείων οράσεων και θαυμασίων αποκαλύψεων. Ησύχαζον δε ο καθ’ εις εις ένα σπήλαιον· ήσαν δε ο εις από τον άλλον μακράν τόσον όσον να ρίψη τις μίαν πέτραν, δια να προσεύχηται έκαστος μόνος του με δάκρυα κατανύξεως. Όταν δε ήρχετο εις τον ένα ακηδία ή άλλος πειρασμός, προσηύχοντο μεταξύ των προς Κύριον και εδίωκον τον πειράζοντα. Εν μια δε των ημερών είδεν ο Συμεών οπτασίαν, με την οποίαν εγνώρισεν ότι εκοιμήθη η μήτηρ αυτού. Όθεν το είπεν εις τον Ιωάννην, και έκαμαν δια την ψυχήν της προς τον Κύριον κοινήν δέησιν ομού πρότερον, έπειτα πάλιν αυτός προσηύχετο ιδιαιτέρως εις τον Θεόν να αναπαύση την ψυχήν αυτής εις τόπον ανέσεως. Έπειτα είπε προς τον Συμεών ο Ιωάννης· «Επειδή επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου και σε επληροφόρησεν, ότι ανέπαυσε την μητέρα σου, σε παρακαλώ ας συγκοπιάσωμεν μαζί ευχόμενοι προς τον Κύριον και οι δύο να κάμη ευσπλαγχνίαν εις την ονομασθείσαν σύζυγόν μου, ή να την φωτίση και αυτήν όπως ενδυθή το άγιον Σχήμα, ή να την αναπαύση με την μητέρα σου, δια να μείνω και εγώ εις το εξής ανενόχλητος ο ανάξιος». Ούτως ευξάμενοι, είδε μίαν νύκτα οπτασίαν ο Ιωάννης, ότι ήλθεν η μήτηρ του Συμεών και έλαβε την σύζυγόν του από την χείρα λέγουσα· «Ανάστα, αδελφή, εκδύσου τα ερρυπωμένα ιμάτια και ενδύσου στολήν λευκήν. Ότι ο ουράνιος Βασιλεύς σου εχάρισε λαμπρόν οικητήριον, να συναγάλλεσαι πάντοτε μετά του νυμφίου σου». Γνωρίσαντες τότε και οι δύο ότι ελυτρώθησαν από τοιαύτην φροντίδα, διήλθον εις την έρημον ασκούντες με πολλήν κακοπάθειαν και άσκησιν είκοσιν εννέα έτη πολλούς πειρασμούς υπομείναντες. Τους οποίους όλους νικήσαντες, και τον διάβολον ανδρείως πατάξαντες, έφθασαν εις μέτρα τελειότητος· μάλιστα δε ο Συμεών, όστις με την πολλήν του ακακίαν και καθαρότητα ησθάνετο τελείαν απάθειαν εις το σώμα του, με την χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, και ούτε πάθος εφοβείτο, ούτε ψύχραν ησθάνετο, ούτε επείνα, ούτε καύσιν ησθάνετο, αλλά σχεδόν υπερέβη τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.΄Οθεν είπε προς τον συναγωνιστήν αυτού ταύτα· «Αδελφέ Ιωάννη, εδώ όπου καθήμεθα μόνον τον εαυτόν μας ωφελούμεν· αλλ’ εάν υπάγωμεν εις τον κόσμον, θα έχωμεν πολλήν μισθαποδοσίαν, θα γίνωμεν και άλλων πολλών οδηγοί προς σωτηρίαν, καθώς εις πολλά μέρη της Αγίας Γραφής είναι γεγραμμένα διάφορα παραδείγματα». Του είπε και ρήσεις τινάς εξ αυτών, ήτοι: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου», και πάλιν: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπω…», και τα τούτοις όμοια. Αυτά και άλλα πλείστα του έλεγε, δια να τον φέρη εις την γνώμην του. Ο δε Ιωάννης είπεν εις αυτόν· «Νομίζω, αδελφέ, ότι ο σατανάς εφθόνησε την ησυχίαν μας και σου έβαλεν αυτήν την ιδέαν· όθεν κάθησον εις το κελλίον σου, να τελειώσωμεν εδώ, όπου εκλήθημεν, το επίλοιπον της παροικίας μας». Του λέγει ο Συμεών· «Πίστευσόν μοι, ότι δεν μένω πλέον εδώ, αλλά θα υπάγω να εμπαίζω τον κόσμον». Λέγει ο Ιωάννης: «Μη, αδελφέ μου αγαπητέ· σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη με αφήσης μόνον τον ταπεινόν, ότι εγώ δεν έφθασα ακόμη εις αυτά τα μέτρα, να εμπαίζω τον κόσμον, και μη διαχωρισθής από εμέ, διότι δεν έχω άλλον μετά Θεόν ειμή μόνον σε, και δια την αγάπην σου απηρνήθην τα πάντα και σε ηκολούθησα, τώρα δε θέλεις να με αφήσης εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης, να κινδυνεύω ο άπορος; Ενθυμήσου τας συνθήκας, όπου εδώσαμεν εις τον Θεόν, όταν μας εκούρευσεν ο Όσιος Νίκων να μη διαχωρισθή δια καμμίαν αιτίαν ο εις από του άλλου, αλλά να είμεθα και οι δύο μία ψυχή εις δύο σώματα. Εάν με αφήσης εδώ μόνον, θέλω αμαρτήσει και θέλει εκζητήσει ο Θεός την ψυχήν μου από σε». Του λέγει πάλιν ο Συμεών· «Υπόθεσον κατά νουν, ότι απέθανον· όθεν διοικήσου καθώς δύνασαι, διότι εγώ δεν περιμένω πλέον εδώ». Ιδών την σταθεράν γνώμην του ο Ιωάννης εγνώρισεν, ότι εκ Θεού προήρχετο η ιδέα αύτη, επειδή δεν τους εχώριζε κανείς ειμή ο θάνατος· μάλιστα ουδέ αυτός ο θάνατος, διότι πολλάκις έκαμαν δέησιν προς τον Χριστόν να κοιμηθώσι μαζί την αυτήν ημέραν, επειδή δε είχον πίστιν ο Θεός τους επήκουσε και εις τούτο, καθώς εις όσα του εζήτησαν. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης· «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως σε εξαπατήση ο διάβολος». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Συ μόνον μη με λησμονήσης εις τας ευχάς σου καθώς και εγώ δεν θέλω σε λησμονήσει ποτέ, και αι ευχαί σου (του Θεού βοηθούντος) με σώζουσι». Τότε πάλιν ο Ιωάννης τον συνεβούλευσε με τοιαύτα σοφώτατα λόγια, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, Αββά Συμεών, και φυλάττου επιμελέστατα, να μη σου σκορπίση ο κόσμος όσην αρετήν η έρημος σου εσύναξε, να μη σε βλάψη η ταραχή όσον σε ωφέλησεν η ησυχία, και να απολέσης με την πολυϋπνίαν όσα με την αγρυπνίαν απέκτησας. Πρόσεχε μη φθείρης την σωφροσύνην του μοναχικού Βίου με γυναίκας συναυλιζόμενος· μη απολέσης την κατάνυξιν δια γέλωτος και την προσευχήν σου δι’ αμέλειαν· απλώς δε βάλε πολλήν επιμέλειαν εις τας ψυχικάς σου δυνάμεις, να μη πράττη και η ψυχή έσωθεν όσα τελούσι τα σωματικά μέλη έξωθεν· αλλά εις όσα πράξη το σώμα, σχήματα ή λόγους ή πράγματα, ας μείνη ο νους σου και η καρδία ατάραχος, δια να μη μολύνεται ποσώς η ψυχή από ταύτα και βλάπτεται. Ούτω και εγώ εις την σωτηρίαν σου θέλω χαίρει, μόνον εύχου τω Θεώ να μη μας χωρίση εις τον αιώνα τον μέλλοντα». Εις τους λόγους τούτους του Ιωάννου, δακρύων ο Συμεών είπε· «Μη φοβού, αδελφέ, ότι αυτό όπου θέλω να πράξω, δεν το πράττω από τον εαυτόν μου, αλλ’ ο Θεός με διέταξε· θέλεις δε γνωρίσει και συ, ότι ευηρέστησε το έργον μου εις τον Θεόν και ότι με την συνεργείαν Αυτού και βοήθειαν εγένετο εκ του ότι προ του θανάτου μου θέλω έλθει να σε χαιρετήσω, εντός δε ολίγων ημερών θέλεις με φθάσεις και συ, Θεού θέλοντος». Ταύτα ειπών, έκαμεν ευχήν επί πολλήν ώραν· ασπασθέντες δε αλλήλους εις τα στήθη εδάκρυσαν και απεχαιρετίσθησαν. Ηκολούθησε δε ο Ιωάννης επί πολύ διάστημα τον Συμεώνα, διότι η ψυχή του τον επόθει, και δεν ηδύνατο να τον χωρισθή· αλλ’ όσας φοράς του έλεγεν ο Συμεών να επιστρέψη οπίσω, του εφαίνετο, πως εχώριζε με το ξίφος την καρδίαν του, δια τούτο τον παρεκάλει να τον αφήση να ακολουθή, αλλ’ ο Συμεών τον διέταξε δριμύτερον· όθεν επέστρεψε στυγνός και περίλυπος καταβρέχων την γην με άφθονα δάκρυα. Ο δε Συμεών έφθασεν εις Ιεροσόλυμα, διότι επεθύμει να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και παραμείνας εκεί επί τρεις ημέρας προσηύχετο, παρακαλών τον Κύριον να μη φανερωθή η εργασία του έως της τελευτής αυτού, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων, δια της οποίας έρχεται η υπερηφάνεια και οίησις, η οποία εκρήμνισεν από τους ουρανούς τους Αγγέλους. Επήκουσε δε αυτού ο Κύριος, διότι παρ’ όλας τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε, δεν εφανερώθη η εργασία του. Επειδή εάν ο Κύριος δεν τον εσκέπαζεν, ήθελον γνωρίσει οι άνθρωποι την αρετήν του από τα θαύματα τα οποία έκαμε· ότι ιάτρευσε δαιμονισμένους, άνθρακας εις τας χείρας εβάστασεν, προέβλεψε τα μέλλοντα, τα μακρόθεν εφανέρωσεν, Ιουδαίους και αιρετικούς προς την Ορθόδοξον πίστιν εχειραγώγησε, νοσούντας και ασθενείς εθεράπευσε, και άλλα πολλά θαύματα έκαμε. Πλην με όλα ταύτα ωκονόμησεν ο Κύριος να μη τον γνωρίσουν οι άνθρωποι, καθώς αυτός εζήτησεν ο μακάριος. Αλλ’ ας διηγηθώμεν εξ αρχής την υπόθεσιν, δια να γνωρίσωμεν καλύτερα τον Άγιον. Αφού προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Έδεσσαν· ευρών δε εκεί σκύλον τινά νεκρόν έξωθεν της πόλεως, έλυσε το σχοινίον, όπερ ήτο εζωσμένος εις την μέσην, και έδεσε με αυτό τον σκύλον, σύρων δε αυτόν τον εισήγαγε μέσα από την θύραν της πόλεως· εκεί δε πλησίον ήτο σχολείον· οι δε παίδες, ιδόντες αυτόν, έτρεξαν όλοι οπίσω του και τον περιέπαιζον ως μωρόν. Ελθόντα δε εις την αγοράν, είδεν αυτόν εις κάπηλος ούτω πτωχικά ενδεδυμένον και ηρώτησεν αυτόν, εάν ήθελε να του πωλή τα φαγητά, όπου είχεν εις το εργαστήριον, ο δε Συμεών εδέχθη. Κατά δε την πρώτην ημέραν έφαγε πρώτον αυτός, διότι είχε μίαν εβδομάδα νήστις· έπειτα έδωσε τα επίλοιπα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το εσπέρας ήνοιξε το ερμάριον ο κάπηλος, να ίδη πόσα χρήματα είχεν εισπράξει ο Αββάς εξόσων επώλησεν, αλλά δεν εύρεν ούτε οβολόν, τα δε φαγητά δεν υπήρχον, διότι τα εμοίρασεν όλα. Όθεν έδειρεν αυτόν και τον εξεδίωξε και παρά πολύ τον εξουθένωσε και τον ύβρισεν. Αλλ’ αυτός δεν έφυγεν εκείνην την εσπέραν. Κατά δε την νύκτα έβαλεν άνθρακας αναμμένους εις την δεξιάν του χείρα και θέσας λιβάνιον εθυμίαζεν. Η δε γυνή του εστιάτορος τον είδε και εθαύμασε πως δεν εκάη ποσώς η χειρ του, δ’ αυτό δε το θαύμα έγινεν όλος ο οίκος των ορθόδοξος, οι οποίοι ήσαν όλοι αιρετικοί του Σεβήρου, δηλαδή ακέφαλοι. Ο δε Όσιος, όταν έκαμνεν εν θαύμα εις μίαν συνοικίαν, έφευγεν απ’ εκεί και επήγαινεν εις άλλην, έως να λησμονηθή το πράγμα να μη τον γνωρίσουν. Ή όταν ήθελε κάμει το θαύμα, έκαμνε κατόπιν και μίαν μωρίαν, δια να σκεπάση με την σαλότητα το κατόρθωμα. Τούτο έκαμε και τότε, όταν είδεν ότι η γυνή του εστιάτορος τον εσέβετο και τον εθαύμαζε· ανέβη μίαν νύκτα, όπου εκοιμάτο μόνη εις το στρώμα της, προσποιούμενος ότι θέλει να την μοιχεύση. Αυτή δε εφώναξεν, ώστε ήλθεν ο άνδρας της και του λέγει ότι ο καλόγηρος ήθελε να την βιάση. Τότε εκείνος έδειρεν αυτόν άσπλαγχνα και τον έβγαλεν έξω, όπου ήτο μεγάλος χειμών και ψύχος αφόρητον, και δεν τον εδέχθη πλέον, μάλιστα όπου και αν ευρίσκετο ο εστιάτωρ, όταν ήκουε κανένα να λέγη δια τον Συμεών ότι ήτο σαλός με το θέλημά του, αυτός ανταπεκρίνετο και τον κατέκρινεν, ότι είχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, εάν αυτός δεν επρόφθανεν, ήθελε βιάσει την γυναίκα του. Έτρωγε δε μερικάς φοράς και το κρέας ο δίκαιος, όχι πολύ, αλλά μόνον δια να τον βλέπουν οι άνθρωποι, να τον νομίζωσι δια σαλόν και ανόητον, κατόπιν δε ενήστευε και τον άρτον επί μίαν εβδομάδα. Πλην την μεν κρεωφαγίαν έβλεπον, την δε νηστείαν δεν εγνώριζαν· διότι τας αρετάς τας έκαμνεν απόκρυφα, την δε ασχημοσύνην εις τον φανερόν, δια να τον αποστρέφονται. Ιδών δε πολλάκις αυτόν εις ενάρετος και θεοφιλής Διάκονος, Ιωάννης ονόματι, όστις, ως προείπομεν, είναι ο μετά ταύτα φανερώσας τα περί του Οσίου, τον εσυμπόνεσεν ως εύσπλαγχνος θαυμάζων την πολλήν του σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν και τον επήρε να τον πλύνη εις ένα λουτρόν. Όταν δε έφθασαν εκεί προσεπάθει ο Ιωάννης να τον σύρη μέσα εις τα λουτρά των ανδρών, να τον πλύνωσι· αλλ’ αυτός έδραμε μέσα εις το γυναικείον, και ώρμησεν εν μέσω των γυναικών, αι οποίαι τον έδειραν και τον εδίωξαν. Ύστερον δε τον ηρώτησεν ο θεοφιλής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε και τον Βίον του όλον και του λέγει· «Δια τον Κύριον, πάτερ, όταν εισήλθες εις το μέσον αυτών δεν ησθάνθης εις το σώμα σου καμμίαν ενόχλησιν»; Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι καθώς όταν τοποθετής ένα ξύλον εις τα άλλα ξύλα δεν αισθάνεται, ούτω και εγώ δεν εσαλεύθην όλως διόλου, αλλ’ ήτο όλος ο νους μου εις τον Θεόν και προσηυχόμην». Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης είχεν υιόν άσωτον, όστις επόρνευσε με γυναίκα τινά ύπανδρον και όταν εξήλθεν από τον οίκον της εδαιμονίσθη ο άθλιος. Ο δε Όσιος, θέλων να τον ιατρεύση ψυχή τε και σώματι, τον έφθασεν εις την αγοράν και του δίδει ράπισμα, λέγων· «Ταπεινέ, μη μοιχεύσης πλέον, να μη σε εγγίση ο δαίμων». Τότε τον έρριψεν ο δαίμων και αφρίζων εσπάραζε· και ιδού βλέπει τον σαλόν ο δαιμονιζόμενος και του έβγαλεν από επάνω του ένα μαύρον σκύλον, τον οποίον έδειρε με Σταυρόν ξύλινον και ούτως ελυτρώθη από τον δαίμονα. Όταν δε συνήλθε ο πάσχων, τον ηρώτησαν τι έπαθε, αλλά δεν ηδυνήθη να είπη άλλον λόγον, ειμή μόνον τούτον· «Ένας μου είπε να μη μοιχεύω». Μετά όμως το τέλος του Αββά Συμεών, εξηγείτο εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να αναβαίνη και εις τας οικίας των πλουσίων να παίζη, πολλάς δε φοράς προσεποιείτο ότι εφίλει τας δούλας, μία δε από αυτάς συνέλαβεν από ένα δημότην, δηλαδή πολίτην. Την ηρώτησε λοιπόν η κυρία της τις την έφθειρεν. Η δε απεκρίθη· «Ο σαλός Συμεών με εβίασε». Όταν δε ήλθεν ο Όσιος εις αυτόν τον οίκον, τον ήλεγξεν η κυρία της, λέγουσα· «Κακώς έκαμες, Συμεών, και εβίασας την δούλην μου». Αυτός δε εμειδίασε και της έφερε πολλάκις οψάρια, κρέας και άρτον λέγων· «Φάγε, γυνή μου, να γεννήσης γρήγορα». Όταν δε επλησίασεν ο καιρός να γεννήση, εβασανίζετο τρία ημερόνυκτα η αθλία, και εκινδύνευε να αποθάνη. Η δε κυρία της είπε προς τον Όσιον· «Κάμε προσευχήν, Συμεών, δια την γυναίκα σου, διότι δεν ημπορεί να γεννήση η τάλαινα». Αυτός δε τρέχων προς αυτήν, εκτύπα τας χείρας και έλεγεν· «Τη αληθεία, ταπεινή, δεν γεννάται το βρέφος, εάν δεν ομολογήσης τον πατέρα του». Τότε η τάλαινα, βλέπουσα τον επικείμενον κίνδυνον, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Άδικα τον δίκαιον εκατάκρινα, αλλά με τον δείνα δημότην το άκαμα». Τότε παρευθύς εγέννησε, πάντες δε εθαύμασαν. Όθεν είχον πολλοί τον Συμεών ως Άγιον, άλλοι δε έλεγον ότι από τον σατανάν ήσαν αυτά τα σημεία δια να πλανώνται οι άνθρωποι. Εις παντοπώλης της πόλεως, Εβραίος, είδεν ημέραν τινά, ότε επλύνετο ο Όσιος, ότι του ωμίλουν δύο Άγγελοι. Όθεν έβαλεν εις τον νουν του να φανερώση την αρετήν του. Ο δε Όσιος εφάνη καθ’ ύπνον και του λέγει· «Μη είπης εις ουδένα τι είδες». Όταν εξημέρωσεν, ήθελεν ο Εβραίος να φανερώση τον Όσιον, ούτος όμως φανείς ήγγισεν αυτόν εις τα χείλη και εβουβάθηκεν. Όθεν ήλθε προς τον Σαλόν και του έλεγε με νεύματα να τον θεραπεύση. Τότε εφάνη και πάλιν εις τον ύπνον του ο Όσιος και του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, θεραπεύεσαι, αλλέως αποθνήσκεις ούτως άλαλος». Ο δε Ιουδαίος τότε μεν δεν απεφάσισε να βαπτισθή· όταν δε ο Όσιος απήλθε προς Κύριον και τον είδεν ο Ιουδαίος εστεφανωμένον, μετετέθη δε το άγιόν του και σεβάσμιον λείψανον, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω, τότε πιστεύσας εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του· όταν δε εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν ωμίλησεν. Όθεν είχε τόσην ευλάβειαν εις τον Συμεών, όπου τον εώρταζε κατ’ έτος και πολλούς πτωχούς εθεράπευσεν. Έφθασε δε ο Όσιος εις τόσην απάθειαν και καθαρότητα, ώστε επήγαινεν εις το μέσον των εταιρίδων γυναικών, όταν εχόρευον εις το θέατρον, και έμενεν ως χρυσός καθαρός και αμόλυντος, καθώς αυτός εζήτησεν από τον Θεόν εις την προσευχήν του, να τον λυτρώση από τον πόλεμον της πορνείας. Είδε τότε τον μακάριον Νίκωνα, όστις του είπε· «Πως έχεις, αδελφέ Συμεών»; Ο δε απεκρίνατο· «Κακώς έχω, εάν δε προφθάσης να μου δώσης βοήθειαν, διότι η σαρξ μου σαλεύει και με σκανδαλίζει». Του λέγει ο Όσιος Νίκων· «Μη δειλιάσης εξ αυτού». Τότε επήρε νερόν από τον Ιορδάνην και τον έβρεξεν εις το υπογάστριον και τον εσφράγισε με τον τύπον του Σταυρού ειπών· «Ιδού υγιής γέγονας». Από τότε, καθώς ώμνυεν ο Όσιος, ουδέποτε εσκανδαλίσθη όλως διόλου. Όθεν έχων αυτό το θάρρος εισήρχετο ελεύθερα μέσα εις τας γυναίκας, και έκαμνε όσα σχήματα ήθελε, δια να τον νομίζουν μωρόν και άφρονα. Είχε δε και το χάρισμα της εγκρατείας ο μακάριος και δεν εδοκίμαζε τίποτε από την αρχήν της Τεσσαρακοστής μέχρι της Μεγάλης Πέμπτης, και τότε ήρπαζεν άρτον από τον αρτοποιόν και έτρωγεν. Οι δε άνθρωποι εσκανδαλίζοντο λέγοντες· «Καν την Μεγάλην Πέμπτην δεν δύνασαι να νηστεύης, άγνωστε»; Εν μια δε των ημερών είδε δαίμονα με τους νοερούς οφθαλμούς του, όστις εστέκετο εις την αγοράν, έχων κατά νουν να εισέλθη εις εκείνον όστις περάση πρώτος. Ο δε Όσιος το ηννόησεν εκ θείας χάριτος, και γεμίσας λίθους τον κόλπον του, όταν έβλεπεν ανθρώπους ερχομένους δια να περάσουν, τους ελιθοβόλει και έστρεφον οπίσω φοβούμενοι, έως ου επέρασεν ένας σκύλος, κρούσας δε αυτόν ο διάβολος ήρχισε να αφρίζη· τότε και ο Όσιος εφώναξεν εις τους ανθρώπους να διέλθουν άφοβα. Όλος λοιπόν ο σκοπός του Οσίου ήτο δια να σώση ψυχάς με όποιον τρόπον ηδύνατο, ή με προβλήματα γελοιώδη ή με άλλην τέχνην και γνωστικήν διάθεσιν ή και με θαυματουργίαν και παραγγελίαν τινά κατά τον αρμόδιον καιρόν γενομένην. Ημέραν τινά επέρασεν ο Όσιος από τόπον τινά, όπου εχόρευον κοράσια και καθώς τον είδον ήρχισαν να τον περιγελούν, και ετραγώδουν αισχρά δια τους Μοναχούς και άσχημα λόγια. Ο δε δίκαιος, δια να τα σωφρονίση, έκαμε προσευχήν και παρευθύς ετυφλώθησαν εκ του ενός οφθαλμού. Όθεν διηγείτο η μία της άλλης την συμφοράν· και εννοήσασαι ότι ο Συμεών τας ετύφλωσεν, έτρεχον οπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, και λύσε μας». Όταν δε τον έφθασαν, εκράτησαν αυτόν βιαίως και τον ώρκιζον να τας ιατρεύση. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτάς· «Ήτις θέλει να ιατρευθή, ας δεχθή να την φιλήσω εις τον τυφλόν οφθαλμόν, και τότε παρευθύς θέλει θεραπευθή». Όσας λοιπόν ήθελεν ο Θεός να ιατρευθούν, εδέχθησαν και τας εφίλησε και ιάθησαν· αι δε άλλαι, όσαι δεν ηθέλησαν να τας φιλήση ο σαλός, έμειναν ούτω κλαίουσαι. Μετ’ ολίγην ώραν, αφού ανεχώρησεν απ’ εκεί ο Όσιος, έτρεχον και αυταί κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον και ημάς δια τον Κύριον». Αλλ’ αυτός πλέον δεν εδέχθη, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι εάν δεν ήθελε τυφλώσει αυτάς, ήθελον γίνει αι πορνικώτεραι από όλας τας γυναίκας της Συρίας. Με την ασθένειαν δε εκείνην έπαυσαν την ασωτείαν και έμειναν ούτω μέχρι θανάτου. Ήλθον ποτέ άνθρωποι τινες από την Έδεσσαν εις Ιεροσόλυμα να εορτάσουν την Αγίαν Ανάστασιν. Εις δε απ’ αυτούς κατέβη εις τον Ιορδάνην δι’ ευλάβειαν· πηγαίνων δε εις όλα τα σπήλαια της ερήμου, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους Ασκητάς δια τον Κύριον. Ούτος, όστις ήτο έμπορος, κατ’ οικονομίαν Θεού συνήντησε τον συνασκητήν του Συμεών Ιωάννην, τον οποίον επροσκύνησεν ο έμπορος και του εζήτει ευλογίαν. Του λέγει ο Ιωάννης· «Από ποίον τόπον είσαι»; Ο δε είπεν· «Από την Έδεσσαν». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Σεις έχετε εκεί τον Αββάν Συμεών τον σαλόν και ζητείς ευχήν από εμέ τον ανάξιον, όταν εγώ και όλος ο κόσμος χρειάζεται ευχήν από αυτόν»; Έλαβε λοιπόν τον έμπορον εις το σπήλαιον αυτού και τον εφίλευσε πλούσια, όσα ο Θεός του έστειλεν. Ούτος δε εθαύμασε βλέπων πως έφερεν εις την τράπεζαν άρτον ζεστόν και οψάρια ψητά και οίνον ωραιότατον, ταύτα δε εις τοσαύτην πλησμονήν, ώστε εχόρτασαν και επερίσσευσαν. Έπειτα, όταν επήρεν ο έμπορος την συγχώρησιν να αναχωρήση, του έδωκεν ο Ιωάννης άλλας τρεις ευλογίας, δηλαδή άρτους ζεστούς, και του λέγει· «Δώσε του σαλού Συμεώνος, και ειπέ του να εύχεται δια τον αδελφόν του Ιωάννην». Καθώς δε έφθασεν ο έμπορος εις την Έδεσσαν, ω του θαύματος! απήντησεν αυτόν εις την θύραν της πόλεως ο Συμεών, και του λέγει· «Μήπως έφαγες τας τρεις ευλογίας, τας οποίας ο Αββάς Ιωάννης μου έστειλεν; Εάν τας έφαγες να τας πληρώσης κακώς έχων». Εκείνος δε εθαύμασε ταύτα ακούσας, και τον επήρεν ο Συμεών εις την καλύβην του να τον φιλεύση· ώμνυε δε κατόπιν ο έμπορος, ότι του έβαλε και αυτός εις την τράπεζαν από εκείνα τα ίδια φαγητά, όπου ο Ιωάννης τον εφίλευσεν εις την έρημον, και τα ίδια αγγεία, όπου είχεν εκεί, και τα οψάρια. Όταν έφαγον, του έδωκεν ο έμπορος τους τρεις άρτους και ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και δεν ετόλμησε να ομολογήση τινος το θαυμάσιον. Αλλ’ ακούσατε ένα εξαίσιον τερατούργημα όπου έγινε δια προσευχής του Οσίου εις τον ρηθέντα Διάκονον, τον φίλον αυτού, όστις έγραψε τον Βίον του. Τινές κακούργοι εφόνευσαν άνθρωπον, τον οποίον έρριψαν εις την οικίαν του Ιωάννου από το παράθυρον. Όταν εύρον τον νεκρόν εις τον οίκον του θεοφιλεστάτου εκείνου ανδρός, όλοι ενόμισαν, ότι αυτός τον εφόνευσεν. Όθεν έδωκεν ο άρχων κατ’ αυτού την απόφασιν, δια να τον κρεμάσουν. Καθώς λοιπόν τον επήραν οι δήμιοι και τον έφεραν δεδεμένον εις τον τόπον της καταδίκης, δεν έλεγεν άλλον λόγον καθ’ όλον τον δρόμον ειμή μόνον· «ο Θεός του σαλού ας με βοηθήση». Θέλων δε ο Θεός να τον σώση από τοιαύτην συκοφαντίαν, έστειλεν άνθρωπον, όστις λέγει του Συμεών· «Σαλέ άθλιε, τώρα πηγαίνουν να κρεμάσουν τον φίλον σου, εάν δε αυτός αποθάνη εις ολίγας ημέρας θα αποθάνης και συ από την πείναν, ότι άλλος κανείς δεν φροντίζει δια τον εαυτόν σου». Είπε δε εις αυτόν και την πανουργίαν του φονέως ως άνωθεν είπομεν. Τότε ο Όσιος επήγε μόνος εις το κελλίον του, ήτοι εις ένα τόπον απόκρυφον, όπου ηύχετο πάντοτε και τον οποίον κανείς δεν εγνώριζεν, ειμή μόνον αυτός ο φίλος του Ιωάννης· κλίνας δε εκεί τα γόνατα, παρεκάλει τον Κύριον να λυτρώση τον δούλον αυτού από τον προκείμενον κίνδυνον. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός επήκουσε τον φίλον του και ωκονόμησε να φανερωθούν οι φονείς ευθύς και να μη αποθάνη αδίκως ο δίκαιος. Όταν λοιπόν έφεραν οι δήμιοι εις την αγχόνην τον Ιωάννην, ήλθον τρεις ιππείς τρέχοντες και διατάσσουν τους δημίους να τον απολύσουν, διότι οι φονείς ευρέθησαν. Λυτρωθείς παραδόξως ο Ιωάννης έδραμεν εις τον άνωθεν απόκρυφον τόπον, βλέπων δε από μακράν τον Συμεών ευχόμενον εφοβήθη· ότι ως σφαίραι πυρός εξήρχοντο από το στόμα του, και ανέβαινον εις τον ουρανόν, γύρωθεν δε αυτού ήτο ως κλίβανος πυρός καιομένου, ο δε Όσιος έστεκεν εις το μέσον του πυρός ευχόμενος· όθεν δεν ετόλμησε να τον πλησιάση, μέχρις ότου απετελείωσε την προσευχήν. Τότε στραφείς ο Όσιος είπε προς τον Διάκονον· «Ούτος ο πειρασμός σου συνέβη, διότι ήλθον χθες δύο πτωχοί και σου εζήτησαν ελεημοσύνην, συ δε ενώ είχες δεν τους έδωσες, αλλά τους απέπεμψες. Μη νομίζης ότι είναι ιδικά σου εκείνα τα οποία δίδεις, ολιγόπιστε; Ο Κύριος λέγει ότι, όστις δώση ελεημοσύνη, θα απολαμβάνη εις τούτον τον κόσμον εκατονταπλάσιον και ζωήν αιώνιον εις τον μέλλοντα. Λοιπόν, εάν πιστεύης, δίδε όσον δύνασαι, εάν δε δεν δίδης, είναι φανερόν, πως είσαι άπιστος». Αυτά και έτερα ψυχωφελή ακούσας ο Ιωάννης, ευχαριστών αυτόν απήλθεν εις την οικίαν του χαίρων. Μίαν πρωϊαν εκράτει ο Όσιος σινάπι τριμμένον εις την αριστεράν του χείρα, εις δε την δεξιάν άρτον, και βυθίζων εις το σινάπι έτρωγεν. Όστις δε ήθελε τον περιπαίξη, ήλειφε με το σινάπι το στόμα του. Ήλθε δε και εις του οποίου οι οφθαλμοί είχον ασπράδα, έχρισε δε ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού με το σινάπι ειπών· «Ύπαγε και πλύσου με σκορδόξυδον, να ιατρευθής, έξηχε», δηλαδή σαλέ· διότι τούτον τον λόγον είχε πάντοτε συνήθειαν να λέγη προς άπαντας. Εκείνος δε επήγεν εις ιατρούς να τον θεραπεύσουν (διότι τον λόγον του σαλού δεν επίστευεν), οίτινες τον ετύφλωσαν ακόμη περισσότερον. Όθεν από την θλίψιν του ηναγκάσθη μίαν ημέραν και είπεν· «Ό,τι μου είπεν ο σαλός θα πράξω, έστω και εάν ήξευρα ότι θα έβγουν οι οφθαλμοί μου όλως διόλου». Ούτος λοιπόν επλύθη με σκορδόξυδον και τόσον ιάθη τελείως, ώστε έγιναν οι οφθαλμοί του καθαροί ως παιδίου μικρού, και έβλεπε θαυμάσια. Τότε περισσώς εθαύμαζεν. Απαντήσας δε αυτόν ο Όσιος, τον συνεβούλευσε λέγων· «Βλέπεις πως ιατρεύθης, έξηχε; Μη κλέψης πλέον του γείτονός σου τας αίγας». Άλλος τις πλούσιος ήτο εκεί εις την Έδεσσαν· τούτου δε εις δούλος έκλεψεν απ’ αυτού πεντακόσια χρυσά νομίσματα, και μη δυνάμενος να τα εύρη, απαντήσας τον Όσιον, τον ηρώτησε λέγων· «Δύνασαι, έξηχε, να μου εύρης τα αργύρια όπου έχασα, και να σου δώσω τα δέκα»; Του λέγει ο Όσιος· «Δώσε μου υπόσχεσιν ότι δεν θα δείρης πλέον κανένα δούλον σου, και να σου είπω που είναι». Αυτός δε έδωκε τον λόγον του με όρκον φρικτόν να τον υπακούση. Τότε είπεν ο Όσιος το όνομα του κλέπτου, και τον τόπον όπου τα έκρυψε, και εύρεν αυτά. Μετά καιρόν δε, θέλων να δείρη ένα των δούλων του ο ρηθείς πλούσιος, έτρεμεν η χειρ του· όθεν ηννόησε πως ήτο του σαλού ενέργεια, και ευρών αυτόν του είπε· «Λύσον με από τον όρκον, σαλέ». Ο δε Όσιος δεν του έδωκεν απάντησιν. Μόνον εφάνη εις τον ύπνον αυτού και του λέγει· «Εάν λύσω τον όρκον, θέλω σκορπίσει τα αργύριά σου, να τα χάσης όλως διόλου. Δεν εντρέπεσαι, άγνωστε, να δέρης τους δούλους σου, όπου αυτοί θα υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν, συ δε εις την γέενναν, εάν δεν γίνης συμπαθής προς τους πένητας»; Συνέπασχε δε και συνελυπείτο τους δαιμονιζομένους ο Όσιος και συνηντάτο μετ’ αυτών και προσηύχετο δι’ αυτούς, ώστε πολλούς εθεράπευσε, και πολλάκις εξέπεμπον τοιαύτας φωνάς οι δαίμονες λέγοντες· «Ω βία σαλέ, όλον τον κόσμον χλευάζεις και πειράζεις και ημάς, αναίσχυντε! Φύγε απ’ εδώ, μη βασανίζης και ημάς». Ο δε Όσιος ήλεγχεν όλους όσους ήξευρεν από Πνεύμα Άγιον ότι ήσαν αμαρτωλοί, δηλαδή πόρνους, κλέπτας, επιόρκους και βεβαρημένους άλλους με διάφορα αμαρτήματα και τους ωνείδιζε με τρόπον επιδέξιον, ούτως ώστε επέστρεφεν αυτούς εις μετάνοιαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις μάντισσα, ήτις έκαμνε φυλακτήρια, την οποίαν προσεποιείτο ότι ηγάπα και της έδιδεν άρτον, και άλλα φαγητά και ιμάτια όπου του εχάριζαν. Έπειτα της είπε μίαν ημέραν· «Θέλεις να σου κάμω ένα φυλακτόν, να μη σε βλάπτη ποτέ κανείς οφθαλμός»; Του λέγει εκείνη· «Ναι». Ο δε μακάριος έγραψε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον· «Είθε να σε καταργήση ο Θεός και να σε κάμη να παύσης να αποστρέφεσαι απ’ αυτού, και να αποστρέφης και τους άλλους». Τούτο το γράμμα λαβούσα εκράτει επάνω της η μάντισσα και δεν ηδύνατο πλέον να κάμη μαγείαν ή φυλακτήριον. Καθήμενος ποτέ ο Όσιος πλησίον εις κάμινόν τινα, εις την οποίαν έψηνε γυαλιά εις Εβραίος, είπε προς τινας πτωχούς· «Θέλετε να σας κάμω να γελάσετε; Κυττάξετε επιμελώς τι θέλω πράξει». Εγερθείς δε έκαμεν ένα Σταυρόν εις τα υάλινα σκεύη του Εβραίου και εθραύσθησαν τότε επτά αγγεία. Και οι μεν εγελούσαν, ο δε Εβραίος εθυμώθη, και καύσας δια πυράς τον Όσιον τον εδίωξεν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν· «Επ’ αληθείας, εάν δεν κάμης Σταυρόν εις το μέτωπόν σου, όλα σου τα αγγεία θέλουν συντριβή». Τότε δε πάλιν, όταν έλεγε ταύτα ο Όσιος, εθραύσθησαν άλλα δεκατρία αγγεία. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Εβραίος εκατανύχθη, και κάμνων την άλλην ημέραν τον Σταυρόν εις το μέτωπον, δεν εθραύσθη κανέν αγγείον τελείως· όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη. Άλλην φοράν έπλυναν έξω της πόλεως δέκα δημόται τα ενδύματά των και περνών απ’ εκεί ο Όσιος είπεν εις αυτούς· «Έλθετε μετ’ εμού, να σας φιλεύσω, έξηχοι». Οι πέντε λοιπόν επίστευσαν τον λόγον του και τον ηκολούθησαν. Όταν δε τους ωδήγησεν εις ένα τόπον όπου ηθέλησε, τους είπε· «Καθίσατε ολίγον εδώ, έως να έλθω». Πηγαίνων δε παρεμπρός, έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν, όστις του έστειλε φαγητά διάφορα, άρτους και οίνον νόστιμον, και τους εφίλευσε πλουσιώτατα. Όταν δε εχόρτασαν, τους έδωκεν όσα επερίσσευσαν λέγων· «Λάβετε ταύτα μαζί σας, να φάγουν αι γυναίκες και τα παιδιά σας· και εάν αφήτε αυτήν την τέχνην, να μη είσθε πλέον δημόται, να σας φθάσουν αυτά τα φαγητά, να τρώγετε έως να αποθάνω». Αυτοί τότε τα επήραν και είπον προς αλλήλους· «Ας δοκιμάσωμεν μίαν εβδομάδα, και εάν δεν ολιγοστεύσουν τα βρώματα, ας αφήσωμεν την αμαρτίαν». Ούτω ποιήσαντες έτρωγαν καθ’ ημέραν, και δεν ωλιγόστευσαν τα βρώματα, ω του θαύματος! αλλά ήσαν την εβδόμην ημέραν ως και την πρώτην ανελλιπή· όθεν επέστρεψαν εις μετάνοιαν, οι δε τρεις απ’ αυτούς έγιναν Μοναχοί. Ούτος ο μακάριος, μεταξύ των άλλων αρετών, είχε την ακτημοσύνην και δεν είχεν άλλο τι εις την καλύβην του, ειμή μόνον ένα φορτίον κλήματα, δια να κοιμάται παραμικρόν· πολλάς δε φοράς διήρχετο όλην την νύκτα άϋπνος, εις την προσευχήν ιστάμενος, βράχων την γην με δάκρυα. Το δε πρωϊ, όταν εξήρχετο από την καλύβην, έκοπτε κλάδους ελαιών ή από άλλα φυτά και κάμνων στέφανον τον εφόρει εις την κεφαλήν, εις δε την χείρα εκράτει άλλον κλάδον φωνάζων· «Νίκα τω Βασιλεί και τη Πόλει». Πόλιν δε έλεγε την ψυχήν, Βασιλέα δε τον νουν. Εζήτησε δε και χάριν παρά του Θεού ο τρισόλβιος να μη μακρύνουν ποτέ τα μαλλιά του και τα γένεια, δια να μην τα κόπτη, και γνωρίσουν ότι ήτο σαλός εκουσίως. Όθεν όλη του η ζωή παρήλθε χωρίς ποτέ να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του. Προς δε τον θεοφιλή Διάκονον είπε πολλάκις την αλήθειαν, αλλά τον εφοβέρισε να μη ομολογήση τινός την υπόθεσιν ζώντος αυτού· ει δε και την φανερώση, να λαμβάνη εις τον μέλλοντα αιώνα μεγάλην βάσανον. Όταν δε εγνώρισεν ότι έμελλε να κοιμηθή, προ δύο ημερών είπεν εις αυτόν· «Γίνωσκε, φίλε μου Ιωάννη, ότι σήμερον επήγα και εύρον τον αδελφόν μου τον Ασκητήν Ιωάννην εις την έρημον, και ηυφράνθην πολλά, διότι τον είδα ότι εφόρει τίμιον στέφανον εις τον οποίον γύρωθεν ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Στέφανος υπομονής της ερήμου». Πάλιν δε εκείνος είπε προς με· «Εγώ είδα πως ήλθε τις και σου έλεγεν· «Ελθέ, σαλέ, να λάβης τους στεφάνους των ψυχών, όπου μου έφερες». Εγώ δε, κύριέ μου Διάκονε, δεν έχω κανένα καλόν επάνω μου, ούτε μισθόν ποσώς αναμένω· μόνον παρακαλώ σε να επιμελήσαι πάσαν ψυχήν άπορον, μάλιστα τους Μοναχούς και αναπήρους, και να τους ελεής όσον δύνασαι· ότι οι τοιούτοι δύνανται να μας αξιώσουν της ουρανίου μακαριότητος. Έτι δε σε παρακαλώ να κοπιάσης μικρόν δια την αγάπην μου, να γράψης όλην την αμέλειαν του οικτρού μου Βίου, καθώς σου τον είπα με συντομίαν, ο δε Κύριος θέλει πληρώσει τον κόπον σου. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις ολίγας ημέρας αναχωρείς και συ από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, καθώς ο Δεσπότης μου εφανέρωσε· λοιπόν ετοίμασον τα εφόδια και φρόντισον δια την ψυχήν σου, δια να δυνηθής να περάσης τα εναέρια πνεύματα. Ότι ο Κύριος το γινώσκει, πολύν φόβον έχω, έως να τα περάσω και εγώ, να μη με πειράξωσι. Δια τούτο σε παρακαλώ να σπουδάσης και δια τον εαυτόν σου. Και τούτο σου γίνεται εύκολον, εάν φυλάξης αυτά τα δύο· πρώτον να δώσης ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και υπέρ την δύναμιν· ότι αυτή η αρετή σου βοηθεί από τας άλλας περισσότερον κατά την Γραφήν: «Μακάριος ο Κύριος». Δεύτερον σε παρακαλώ, να νη πλησιάσης εις το Άγιον Θυσιαστήριον πώποτε όταν έχης με τινα σκάνδαλον, δια να μη εμποδίση η ανομία σου την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος, να υστερηθούν της χάριτός του και οι επίλοιποι». Αυτά και έτερα πλείονα του παρήγγειλεν, από τα οποία του είπε να μη ομολογήση τινός ωρισμένα απ’ αυτά. Έπειτα του είπεν: «Αδελφέ Ιεροδιάκονε, παρακλήθητι, ότι την τρίτην ημέραν προσλαμβάνει ο Κύριος τον σαλόν και ελάχιστον, και τον Αββάν Ιωάννην τον αδελφόν μου, καθώς εγώ χθες σου είπον. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην, και μετά δύο ημέρας να έλθης εις την καλύβην μου, και μη μου λησμονήσης του ταπεινού και αμαρτωλού παράφρονος». Ταύτα ειπών ο ταπεινόφρων και μέτριος επήγεν εις την καλύβην αυτού και προσευχόμενος ικανώς εις τον Κύριον παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εικοστή πρώτη του Ιουλίου, μεγάλως υπεραστράψας εις τας αρετάς και εις ένθεα και φρικτά κατορθώματά του, καταπλήξας τους Ασωμάτους Αγγέλους με την θαυμάσιον πολιτείαν του. Όταν δε παρήλθον ημέραι δύο και δεν εφαίνετο ο Όσιος, μετέβησαν οι γνώριμοί του και τον εύρον υποκάτω εις τα κλήματα τελειωθέντα. Τούτο δε το έκαμεν ο πάνσοφος, δια να πιστεύσουν τινές ότι ήτο σαλός, όταν τον ίδωσιν ούτως ηπλωμένον ως κτήνος ανόητα. Εσήκωσαν λοιπόν δύο πτωχοί το λείψανον του Οσίου και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν εις το ξενοταφείον ούτως ανεπιμέλητα, καθώς δε διήρχοντο από τον οίκον του Ιουδαίου, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ήκουσεν ο Εβραίος εντός του οίκου του ευρισκόμενος ψαλμωδίαν τοιαύτην και μελωδίαν τοσούτον θαυμάσιον, την οποίαν δεν φθάνει γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Εκπλαγείς λοιπόν ο Ιουδαίος και προκύψας από το παράθυρον, βλέπει ότι μόνον δύο πτωχοί εσήκωναν το τίμιον λείψανον του πλουσίου εις αρετάς Οσίου, ατενίσας δε εις τον αέρα είδεν άνωθεν του λειψάνου Αγίους Αγγέλους να συνοδεύουν αυτό ψάλλοντες ουράνια άσματα. Τότε εδάκρυσεν από την χαράν και εβόησε λέγων· «Όντως καλότυχος συ και μακάριος, ότι μη έχων ανθρώπους να σε ενταφιάσουν, επήρες τας ουρανίους Δυνάμεις των Αρχαγγέλων και σε συνοδεύωσιν άδοντες υπερκόσμια άσματα». Ταύτα ειπών ο πρώην Ιουδαίος εξήλθε με όλον τον οίκον του και συνοδεύσας το άγιον λείψανον, το ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, διηγούμενος εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Ταύτα ακούσας ο θεοφιλής Διάκονος Ιωάννης έδραμεν εις τον τάφον με άλλους πολλούς περίλυπος, ότι δεν ήλθε πρωτύτερα· θέλων δε να τον αναχώση δια να τον ενταφιάσουν με Ιερείς και θυμιάματα, καθώς έπρεπεν, ανοίξαντες τον τάφον, δεν ευρέθη ποσώς (ω του θαύματος!) το τρισόλβιον σώμα του μάκαρος, ότι ο Κύριος το μετέθεσεν όπου ηθέλησε και τότε ο εις εις τον άλλον διηγούντο τα του Οσίου θαυμάσια, όσα ετέλεσε και εποίησεν εις καθ’ έκαστον, και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκεν εις τον πιστόν τούτον δούλον του τόσην δύναμιν και χάριν. Ούτος είναι ο Βίος και η θαυμαστή πολιτεία του αοιδίμου Συμεών, δια μέσου του οποίου εποίησεν ο Κύριος τοσαύτα θαυμάσια. Μάλιστα επ’ αληθείας αφήκα και πολλά άγραφα, μόνον δε τα πλέον χρησιμώτερα εσημείωσα, δια να τα αναγινώσκουν πρόθυμα οι ακροαταί και να μη αμελούν και κοιμώνται εις την τούτων ανάγνωσιν. Εκοιμήθη δε και ο μακάριος Ιωάννης ο εν Χριστώ αδελφός και συνασκητής αυτού την ιδίαν ημέραν, ήτοι κατά την σήμερον, καθώς αυτοί εδεήθησαν του Θεού, όστις επήκουσεν ως αγαθός και επλήρωσε την αίτησιν αυτών καθώς και αυτοί εφύλαξαν τας εντολάς του απαρασάλευτα και εδώ μεν ηξίωσε να λυτρωθώσιν εις την ιδίαν ημέραν από τους σωματικούς αγώνας και έπαθλα, εκεί δε ανέπαυσε τας ψυχάς αυτών εις ομοίαν δόξαν και ανάπαυσιν αιώνιον. Ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αυτού χάριτι και φιλανθρωπία, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πάντοτε νυν και εις τους αιώνας.
Είχον δε οι νέοι ούτοι πολλήν αγάπην μεταξύ των, ώστε δεν ηδύναντο ουδόλως να χωρισθώσιν ο εις από τον άλλον. Αφού λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ήλθον εις τον Ιορδάνην. Καθώς δε περιήρχοντο και παρετήρουν τους Οσίους Ασκητάς, ετρώθη η καρδία των εις τον θείον έρωτα και έβαλον κατά νουν να γίνουν Μοναχοί. Καθώς λοιπόν επροχώρουν έφιπποι (επειδή ήσαν πλούσιοι και ευγενέστατοι), όταν διέτρεξαν ικανόν δρόμον αφίππευσαν, έδωσαν δε τους ίππους των εις τους υπηρέτας και τους διέταξαν να ιππεύσουν και να προχωρήσουν, διότι εκείνοι είχον υπηρεσίαν, και κατόπιν θα τους έφθαναν. Όταν έμειναν μόνοι των, έδειξεν ο Ιωάννης εις τον Συμώνα τας δύο οδούς, όπου έβλεπε, λέγων· «Ιδού, αδελφέ, η οδός όπου πηγαίνει εις την αιώνιον ζωήν». Έδειξε δε εκείνην ήτις έφερε προς την έρημον. Έπειτα του δεικνύει την άλλην, ήτις ωδήγει εις τον κόσμον, λέγων· «Αυτή οδηγεί την ψυχήν εις τον θάνατον και την απώλειαν. Λοιπόν ας κάμωμεν προς τον Κύριον δέησιν, να μας φωτίση να γίνη το συμφερώτερον». Κλίναντες τότε τα γόνατα και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, προσηύχοντο λέγοντες· «Ο Θεός, όστις θέλεις να σωθή όλος ο κόσμος, φανέρωσόν μας το θέλημά σου, και φώτισόν μας να κάμωμεν το καλλίτερον δια την ψυχήν μας». Ταύτα ειπόντες, ηγέρθησαν· θέσαντες δε κλήρους έτυχεν εις αυτούς η οδός της ερήμου. Όθεν περιχαρείς γενόμενοι, κατεφρόνησαν άπαντα τα πρόσκαιρα αγαθά ως σκύβαλα, δια να κληρονομήσουν τα αιώνια. Εναγκαλισθέντες λοιπόν αλλήλους εφιλήθησαν ο εις μετά του άλλου, λέγοντες· «Ας περιπατήσωμεν, αδελφέ, την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρωμεν κατόπιν την ευρύχωρον. Ας μισήσωμεν την σάρκα και ας την νεκρώσωμεν, δια να ζη η ψυχή αιώνια». Ταύτα ειπόντες έτρεχον χαίροντες, ως να μετέβαινον εις γάμον, και ο εις τον άλλον επροθυμοποίει· διότι ο μεν Ιωάννης εφοβείτο δια τον Συμεών, μήπως και η αγάπη της μητρός του τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα, ο δε Συμεών πάλιν εδίσταζε δια τον Ιωάννην, μήπως η πολλή προσπάθεια και η πολλή αγάπη της νεονύμφου γυναικός τον σύρη προς αυτήν βιαίως, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Όθεν ο μεν Ιωάννης προς τον Συμεών τοιαύτα έλεγε· «Πρόσεχε, αδελφέ μου, μη αμελήσης εις την προκειμένην οδόν της αρετής, διότι σήμερον εξαναγεννήθημεν, και δεν μας μέλει πλέον δια του κόσμου τα πράγματα, ότι ο πλούτος μας δεν δύναται να μας ωφελήση ποσώς την ώραν της κρίσεως. Η νεότης και το κάλλος της σαρκός ως άνθος μαραίνεται, και όλη η ευδαιμονία του κόσμου παρέρχεται ταχέως, και ως όνειρον αφανίζεται». Ο δε Συμεών πάλιν προς τον Ιωάννην τοιαύτα ανταπεκρίνετο· «Εγώ, αδελφέ μου φίλτατε, ούτε πατέρα έχω, ούτε αδελφούς ή άλλον τινά συγγενή μου, ειμή μόνον την γραίαν αυτήν, ήτις με εγέννησεν· όθεν δεν φοβούμαι ποσώς δι’ εμέ να επιστρέψω πλέον εις την κοσμικήν ματαιότητα, αλλά μόνον δια τον εαυτόν σου αμφιβάλλω και θλίβομαι, μήπως και σε αποσπάση βιαίως ο πόθος της νεονύμφου σου γυναικός από τον ένθεον έρωτα». Αυτά και έτερα λέγοντες, έφθασαν εις το Μοναστήριον του Οσίου Γερασίμου, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος άνθρωπος, Νίκων ονομαζόμενος, όστις ενίκησεν όντως πάσαν δαιμονικήν παράταξιν εις τον πνευματικόν πόλεμον, και έλαμπε με σημεία και θαύματα. Μάλιστα είχε και προορατικόν χάρισμα και προέβλεπε τα μέλλοντα, καθώς και την έλευσιν αυτών εγνώρισε δι’ οράματος. Διότι του είπεν εις φοβερός εις την θέαν και θαυμάσιος· «Εγείρου, άνοιξον την θύραν της ποίμνης, ίνα εισέλθουν τα πρόβατά μου». Ταύτα ακούσας ηγέρθη και ανοίξας την θύραν εκάθητο. Οι δε νέοι είχον κάμει προσευχήν προς τον Θεόν, να οικονομήση η χάρις του, εάν ήτο θέλημά του να γίνουν Μοναχοί, να εύρουν ανοικτήν την θύραν του Μοναστηρίου. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, και ιδόντες την θύραν ανεωγμένην, εχάρησαν. Ο δε Ηγούμενος τους υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθον του Χριστού τα πρόβατα». Προς δε τον Συμεών είπεν ιδιαιτέρως· «Καλώς ήλθες, Σαλέ», επροφήτευσε δε και άλλα λόγια. Και αναπαύσας αυτούς την πρώτην ημέραν, την δευτέραν τους ενουθέτησε (πριν αυτοί του είπουν τίποτε) λέγων· «Καλή και αξία είναι η προς Θεόν αγάπη σας, μόνον να μη ψυχρανθή η πολλή σας προθυμία από δαιμονική συνεργίαν. Καλά και γνωστικά επράξατε να καταφρονήσετε τα παρόντα δια τα μέλλοντα. Καλοί είναι και οι κατά σάρκα γονείς τε και συγγενείς, αλλά καλλίτερα να ευαρεστήσετε και να δουλεύσητε εις τον ουράνιον Πατέρα ως τέκνα του φίλτατα, να έχετε τους αγίους Αγγέλους φίλους και ευμενείς προστάτας προς Κύριον. Καλή και γλυκεία η του παρόντος βίου απόλαυσις, και τερπνός ο πλούτος και η ευδαιμονία η πρόσκαιρος· αλλά δεν είναι ισαξία προς τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουρανίου μακαριότητος». Αφού ενουθέτησεν ικανώς από κοινού και τους δύο, είπε ταύτα ιδιαιτέρως προς τον Συμεών· «Μη λυπήσαι δια το γήρας της μητρός σου, ότι ο Κύριος δύναται να την παρηγορήση κάλλιον από σε υπό των αγώνων σου δυσωπούμενος. Ότι καλά και συ επερίμενες την τελευτήν εκείνης, αλλά δεν ήξευρες εάν απέθνησκες συ πρότερον, να υπάγης εις τον άλλον κόσμον έρημος από αρετάς και να μη έχης τινά να σε λυτρώση της αιωνίου κολάσεως. Ότι εκεί δεν δύναται πλούτος ή δόξα, ή συγγενών μεσιτεία, να ωφελήσουν τινά, ει μη μόνον η ενάρετος πολιτεία και οι κατά Θεόν πόνοι και κάματοι». Έπειτα εστράφη και προς τον Ιωάννην και του λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη λυπηθής ποσώς δια την γυναίκα σου, ότι ο Θεός έχει την φροντίδα της». Αποτεινόμενος είτα και πάλιν προς τους δύο είπε· «Χαίρετε αμφότεροι, επειδή καλού βασιλέως εγίνατε στρατιώται· και έχετε εις αυτόν τας ελπίδας σας, ότι ως ελεήμων και Πανάγαθος θέλει φροντίσει δια τον οίκον σας, να κυβερνήση τους συγγενείς σας και υμάς ψυχή τε και σώματι· μόνον μη οκνεύσετε εις την δούλευσιν αυτού ποτέ· ότι εάν ήθελε σας προσκαλέσει ο επίγειος βασιλεύς εις το επίγειόν του παλάτιον, να σας τιμήση με αξίωμα Πατρικίου, εκαταφρονείτε όλα σας τα υπάρχοντα, και υπομένετε πάσαν κακοπάθειαν, και εδέχεσθε να διατρέχετε καθ’ εκάστην ώραν κίνδυνον της ζωής σας δια την φιλίαν του φθαρτού βασιλέως, και δια την ολίγην ταύτην τιμήν, όπου ηδύνατο να σας δώση, ήτις ως σκιά και ενύπνιον αφανίζεται. Τοσούτω μάλλον πρέπει να σπουδάσητε να ευαρεστήσετε τον ουράνιον και αιώνιον Βασιλέα των Βασιλέων Χριστόν τον Θεόν ημών, όστις έδειξε τόσην αγάπην εις ημάς τους αγνώμονας, ώστε εθανατώθη κατά το ανθρώπινον δια τον άνθρωπον ως φιλάνθρωπος. Εάν και το ίδιον αίμα δι’ αυτόν εκχύσωμεν, τι θαυμαστόν; Ότι και Αυτός έχυσεν εις τον Σταυρόν το ίδιον Αυτού αίμα το πολυτίμητον και σωτήριον, δια να μας λυτρώση από την δεινήν αιχμαλωσίαν του κακοσχόλου δαίμονος». Με ταύτα και άλλα παρόμοια ψυχωφελή υποδείγματα επροθυμοποίει τους νέους ο Γέρων δια να μη οκνεύσουν ποτέ εις την θείαν βούλησιν, βλέπων πως ήσαν πολύ τρυφεροί και δεν ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν. Έπειτα, δια να τους δοκιμάση, ηρώτησεν αυτούς, εάν ήθελον να τους κουρεύση ευθύς ή να κάμουν την δοκιμήν κατά την συνήθειαν πρότερον. Ούτοι δε είπον με μίαν γνώμην και οι δύο, να τους κουρεύση το συντομώτερον. Μάλιστα ο Συμεών του είπεν, ότι εάν δεν τους κουρεύση ευθύς, θα υπάγουν εις άλλο Μοναστήριον. Ούτως είπε, διότι ήτο άκακος και απονήρευτος. Αλλ’ ο Ιωάννης ήτο γνωστικός και σοφώτερος· ήξευρον όμως και οι δύο ελληνικά γράμματα, και ήσαν εις άκρον πεπαισευμένοι. Τότε τους εξήτασε και χωριστά ένα προς ένα ο πάνσοφος, δια να καταλάβη τον πόθον αυτών καλλίτερα, δοκιμάζων δε μόνον τον Συμεών του έλεγεν· «Ο σύντροφός σου μοι υπεσχέθη να μείνη ακόμη εν έτος λαϊκός δια δόκιμος». Ο δε απεκρίνατο· «Εάν αυτός θέλη, ας κάμη όπως θέλει, αλλ’ εγώ δεν μένω ούτε μίαν ημέραν κοσμικός. Πλην παρακαλώ την αγιωσύνην σου, να τον κουρεύσης και αυτόν συντόμως. Διότι το έτος τούτο υπανδρεύθη και έλαβεν σύζυγον πλουσίαν και εύμορφον, μήπως ο πόθος της τον αιχμαλωτίση και ολιγοστεύση τον ένθεον αυτού έρωτα». Πάλιν δε ο Ιωάννης έλεγε μόνος του προς εκείνον τον Άγιον Γέροντα με θερμότατα δάκρυα (επειδή ήτο πολύ κατανυκτικός και είχε τα δάκρυα πολύ εύκολα)· «Κάμε, πάτερ, δια τον Κύριον, κούρευσόν μας σήμερον, ότι δια τον Συμεών φοβούμαι· διότι ζη η μητέρα του, προς την οποίαν έχει τοσαύτην αγάπην, ώστε εκοιμώντο μαζί έως σήμερον και δεν ηδύναντο ούτε ημέραν ούτε νύκτα να αποχωρισθώσιν». Όταν εγνώρισεν ο Όσιος την σταθεράν ιδέαν των νέων, τότε επληροφορήθη, ότι και ο Θεός δεν θέλει τους καταισχύνει, επειδή ολοψύχως τον επόθησαν και προσέδραμον εις αυτόν αδιστάκτως. Όθεν έφερε το ψαλίδιον και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν, από την οποίαν το έλαβον αυτοί κατά την τάξιν· και δώσαντες αυτό εις τας χείρας του, τους εκούρευσε και τους ενέδυσεν ιμάτια πεπαλαιωμένα του αγίου και αγγελικού σχήματος αρμόδια. Μετά ταύτα πάλιν εκάθισεν όλην εκείνην την ημέραν, νουθετών αυτούς ο Ηγούμενος, διότι προέβλεπεν, ότι ολίγον καιρόν θα έμεναν εις το Μοναστήριον. Ήτο δε τότε Σάββατον, όταν τους εκούρευσε, ήθελε δε την επομένην ημέραν εις την λειτουργίαν να τους τελειώση Μοναχούς, να τους ενδύση το αγγελικόν σχήμα. Είχε δε κάμει ένα Μοναχόν προ ολίγων ημερών, όστις εφόρει ακόμη τον μανδύαν, το κουκούλιον, εβάστα δε και τον Σταυρόν κατά την τάξιν, έως ότου τελειώση η εβδομάς. Τούτον τον νεόκουρον διέταξεν ο Ηγούμενος να έλθη εκεί όπου ήσαν οι νέοι, οίτινες ιδόντες αυτόν ούτως ενσεδυμένον εξέστησαν δια μίαν οπτασίαν όπου αυτοί μόνοι ως καθαροί και αμόλυντοι είδον, την οποίαν τους ηξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και είδον δια να ευλαβηθούν καλλίτερον το άγιο Σχήμα. Εγερθέντες λοιπόν προσεκύνησαν τον νεόκουρον και τον Ηγούμενον, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Εάν μέλλη να λάβωμεν και ημείς τοσαύτην τιμήν και δόξαν, ως ούτος ο τρισμακάριος, ένδυσόν μας αφ’ εσπέρας αυτό το άγιον φόρεμα, μήπως και μας συμβή ενυπνιασμός την νύκτα από φαντασίαν του δαίμονος και στερηθώμεν τοιούτων πολυτίμων στεφάνων, και αυτής της λαμπροφόρου συνοδείας οι τάλανες». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηννόησεν ότι είδον οπτασίαν, και διέταξε τον νεόκουρον να υπάγη εις το καλλίον του. Οι δε παίδες του Χριστού ελυπήθησαν πολύ και λέγουσι προς τον Ηγούμενον· «Μακάριοι και ημείς εάν αξιωθώμεν τοσαύτης τιμής, να φορώμεν εις την κεφαλήν τοιούτον λαμπρόν στέφανον, και να μας συνοδεύουν τοσούτον πλήθος Μοναχών με λαμπάδας εις τας χείρας χαίροντες». Ούτως είπον, νομίζοντες ότι ο Ηγούμενος τα έβλεπεν. Αυτός δε πάλιν εσιώπησε, θαυμάζων την πολλήν των ακεραιότητα και την της ψυχής καθαρότητα. Μόνον υπεσχέθη να τους τελειώση την επομένην δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ούτως εποίησε. Τόσην δε λάμψιν είχεν η όψις των, ώστε έβλεπον την νύκτα ο εις του άλλου το πρόσωπον, εις δε την κεφαλήν τον πολυτίμητον εκείνον στέφανον, τον οποίον έβλεπον πρότερον εις την κεφαλήν του προαναφερθέντος νεοκούρου Μοναχού. Αυτά όλα όπου είπομεν έως εδώ και όσα θέλομεν διηγηθή μέχρι τέλους διηγήθη ο αψευδής Συμεών προς ένα ιεροδιάκονον της Εδέσσης, Ιωάννην ονομαζόμενον. Όστις ως θαυμαστός και ενάρετος όπου ήτο, από θείαν χάριν ηννόησε την απόκρυφον αρετήν του Συμεών· όστις εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός και άγνωστος (καθώς κατόπιν θέλομεν διηγηθή ακριβέστερον εις το θαυμάσιον, όπου άκαμεν εις αυτόν τον Διάκονον), εις δε τον Θεόν ήτο φρόνιμος πολύ και σοφώτατος. Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης μας διηγήθη όλον τον Βίον τούτον, καθώς τον ήκουσεν απ’ αυτόν τον Μέγαν Συμεών, και επεκαλείτο τον Θεόν μάρτυρα, ότι δεν είπε περισσότερον από την αλήθειαν, αλλά μάλιστα και πολλά από την πολυκαιρίαν ελησμόνησεν. Εις τοσαύτην χαράν ευρίσκετο η ψυχή μας (έλεγεν ο Μέγας Συμεών, προς τον ρηθέντα Διάκονον), ώστε δεν ηθέλομεν να γευθώμεν τροφήν ή ποτόν από την ευλάβειαν. Μετά δύο δε ημέρας είδομεν υπηρετούντα εις την Μονήν τον νεόκουρον εκείνον Μοναχόν, εφόρει δε άλλο ιμάτιον και δεν είχε πλέον εις την κεφαλήν τον άνωθεν στέφανον, ούτε οι Μοναχοί τον συνώδευον με τας λαμπάδας ως πρότερον· θαυμάσας δε είπον εις τον Ιωάννην· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αφού πληρώσωμεν και ημείς τας επτά ημέρας, δεν θα έχωμεν πλέον ταύτην την χάριν και την ευπρέπειαν. Λοιπόν αν θέλης να με ακούσης, ακολούθει μοι προθύμως, να υπάγωμεν εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας. Ναι, αδελφέ φίλτατε, καθώς απηρνήθημεν τα κοσμικά, ας αρνηθώμεν και πάσαν φροντίδα και μέριμναν γήϊνον, να μελετώμεν μόνον τα ουράνια· ότι εις τούτο το άγιον Σχήμα, όπου ελάβομεν, βλέπω ξένα και θαυμάσια πράγματα· δια τούτο από την ώραν όπου μας ενέδυσεν ο δούλος του Θεού αισθάνομαι πυρ, το οποίον μου κατακαίει τα εντόσθια, και ζητεί η ψυχή μου να μη ίδω πλέον άνθρωπον, ούτε να ομιλήσω μετά τινος όλως διόλου».Του λέγει ο Ιωάννης· «Τι θα τρώγωμεν; Πως θα ψάλλωμεν, όπου ακόμη καμμίαν κατάστασιν της μοναδικής πολιτείας και διαγωγήν δεν εμάθομεν»; Λέγει ο Συμεών· «Εκείνος ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις τρέφει πάσαν πνοήν λογικήν και άλογον, αυτός έχει την έννοιαν ως πατήρ φιλόπαις να μας τρέφη ως αγαθός και εύσπλαγχνος και να μας διδάξη πώς να διάγωμεν, μόνον μη διακόψης παρακαλώ την προθυμίαν μου». Του λέγει ο Ιωάννης· «Ας πράξωμεν όπως θέλεις. Αλλά πως θα φύγωμεν την νύκτα, όπου η θύρα του Μοναστηρίου κλείεται»; Ο δε Συμεών είπεν· «Εκείνος όστις μας ήνοιξεν όταν ήλθομεν, αυτός πάλιν θα μας ανοίξη να φύγωμεν». Καθώς λοιπόν απεφάσισαν, είδεν αυτήν την νύκτα ο Ηγούμενος όραμα, ότι η θύρα του Μοναστηρίου ήνοιξεν, ήκουσε δε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Εξέλθετε να βοσκήσετε εσφραγισμένα πρόβατα του Χριστού». Εγερθείς τότε από την κλίνην έδραμε και ευρών την θύραν ανοικτήν εστέναζε, νομίζων ότι έφυγον οι νεόκουροι και δεν ηξιώθη να λάβη την ευλογίαν των. Καθώς ταύτα διελογίζετο και ενώ οι καθαροί νυμφίοι του Δεσπότου Χριστού ήρχοντο να εξέλθουν, έβλεπεν έμπροσθεν αυτών ο Ηγούμενος Αγγέλους τινάς λαμπαδηφόρους, οίτινες εκράτουν εις την μίαν χείρα σκήπτρον. Οι δε μακάριοι ιδόντες την θύραν ανεωγμένην και τον Ηγούμενον εκεί ευρισκόμενον εχάρησαν, θέλοντες δε να τον προσκυνήσουν, δεν τους άφησεν. Αυτοί δε ευχαριστήσαντες αυτόν ικανώς, διότι τους ηξίωσε του αγγελικού Σχήματος, του εζήτησαν συγχώρησιν να υπάγουν εις αναχώρησιν δια να δυνηθούν να δουλεύσουν ολοψύχως τον Θεόν εις την έρημον, τον παρεκάλεσαν δε να μη τους λησμονήση εις την προσευχήν του, αλλά να δέηται δια λόγου των. Αφού λοιπόν έκλαυσαν αμφότεροι ικανώς, εγονάτισεν ο Όσιος Νίκων, θέσας εις την δεξιάν του τον Συμεών και εις την αριστεράν τον Ιωάννην, και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηύχετο ούτω· «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, ο αινετός και δίκαιος, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην του αναξίου δούλου σου, και τους πόδας αυτών εις οδόν ειρήνης κατάρτισον. Ναι, Κύριος ο Θεός, επάκουσόν μου η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των επί ξένης μακράν. Επιτίμησον τοις ακαθάρτοις δαίμοσιν από προσώπου των παίδων σου, και ανάστηθι εις την βοήθειαν αυτών· πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφανείας και πάσης κακίας ας σβύση απ’ αυτών και πάσα πύρωσις σαρκός και διαβολικής συνεργείας και φώτισον τας ψυχάς αυτών με το φως της σης επιγνώσεως, δια να φθάσουν εις το άκρον της αρετής, να δοξάζουν αιωνίως με τους Αγίους Αγγέλους σου και πάντας τους εναρέτους δούλους σου το πάντιμον και φυλακτήριον όναμά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Ταύτα θερμώς προς Θεόν ευξάμενος, πάλιν προς αυτούς μετά δακρύων έλεγεν· «Ο Θεός, τέκνα, τον οποίον επροτιμήσατε από όλα τα κτίσματα, να στείλη τον Άγγελόν του προ προσώπου σας, να ετοιμάση την οδόν σας, να σας λυτρώση από όλα τα εναντία και από τας χείρας του βροτοκτόνου λέοντος, καθώς και τον Προφήτην εφύλαξεν από τα στόματα των λεόντων ως Παντοδύναμος. Βλέπετε, τέκνα, εις πόλεμον ήλθετε, αλλά μη φοβηθήτε, διότι δεν σας αφήνει ο Κύριος να πειραχθήτε περισσότερον από όσον δύνασθε να υποφέρετε. Μόνον σταθήτε ανδρείοι, έχοντες τα όπλα του αγίου Σχήματος. Ενθυμείσθε την παραβολήν του πύργου, και προσπαθήσετε να τελειώσητε αυτό το καλόν όπου ηρχίσατε, ίνα μη καταισχυνθήτε κατόπιν. Μικρός είναι ο πόλεμός σας και μεγάλος ο στέφανος· πρόσκαιρος ο κόπος και αιωνία η απόλαυσις». Ταύτα και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια λόγια λέγων ο Όσιος προς τους Οσίους, έκρουσε το ξύλον του όρθρου. Τότε λαμβάνει ο Συμεών κατά μέρος τον Ηγούμενον και του λέγει· «Προσεύχου, Δέσποτα, παρακαλώ την αγιωσύνην σου, δια τον αδελφόν Ιωάννην, να λησμονήση την σύζυγόν του, δια να μη με αφήση μοναχόν εις την έρημον». Ομοίως και ο έτερος του είπε μυστικά, να κάμη δια τον Συμεών δέησιν, να μη ενθυμηθή της μητρός του και τον αφήση μόνον, να κινδυνεύη ως εις ναυάγιον. Θαυμάσας ο Γέρων δια την αγάπην όπου είχεν ο εις μετά του άλλου, τους απεχαιρέτησε λέγων· «Υπάγετε, τέκνα μου, ιδού σας ευαγγελίζομαι, ότι ο Κύριος έχει ανοικτήν την θύραν του Παραδείσου, να σας υποδεχθή χαίροντας, καθώς και την θύραν της Μονής ταύτης σας ήνοιξε με τρόπον θαυμάσιον». Σφραγίσας δε αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον το σώμα, τους απέλυσεν εις ειρήνην. Επορεύοντο λοιπόν οι μακάριοι χαίροντες, προσευχόμενοι δε έλεγον· «Ο Θεός οδήγησον ημάς τους ξένους, να μη πλανηθώμεν ως απολωλότα πρόβατα, ότι δια την αγάπην σου παρεδόθημεν εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης». Λέγει ο Ιωάννης προς τον Συμεών, όταν έφθασαν εις ένα δίστρατον· «Από ποίον δρόμον να υπάγωμεν»; Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ας οδεύσωμεν το δεξιόν, διότι τα δεξιά προτιμώνται πάντοτε». Οδεύσαντες λοιπόν ικανώς, έφθασαν εις την Νεκράν θάλασσαν, κατ’ οικονομίαν δε του Θεού, όστις δεν αφήνει τους δούλους του να κακοπέσουν, εύρον τόπον τινά κατάλληλον δι’ άσκησιν, Αρρωνάν ονομαζόμενον, εις τον οποίον κατώκει εις Γέρων ενάρετος. Αφού έφθασαν εις τοιούτον τόπον σωτήριον, εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι. Ο δε μισόκαλος τους εφθόνησε, μη υποφέρων να βλέπη την αρετήν των, και τον μεν Ιωάννην παρεκίνει εις το να επιθυμή την σύζυγόν του, τον δε Συμεών εις τον πόθον της μητρός του. Αυτοί δε προσηύχοντο εκ καρδίας και ούτως εδίωκον τον πειράζοντα. Άλλην φοράν τους ενεθύμιζε κρεωφαγίαν, οινοποσίαν και πάσαν άλλην τρυφήν και ηδυπάθειαν σώματος, εις δε τας ευχάς ακηδίαν και δειλίαν εις την άσκησιν. Εις τον ύπνον πάλιν τους εδείκνυε τους συγγενείς των κλαίοντας, αλλά και πάσαν άλλην μηχανήν τους εδείκνυεν ο κακότεχνος με φαντασίας διαφόρους, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν. Αλλ’ αυτοί οι αείμνηστοι, ενθυμούμενοι τους στεφάνους και την διδασκαλίαν του Γέροντος, τον οποίον έβλεπον πολλάκις και εις τον ύπνον των, επαρηγορούντο θαυμασιώτατα, διότι και καθ’ ύπνον τους ενουθέτει και μακράν ευρισκομένους προσηύχετο δι’ αυτούς. Ταύτα βλέποντες εις τον ύπνον εχαίροντο, γνωρίζοντες βέβαια, ότι ο Όσιος Νίκων εφρόντιζε δια την σωτηρίαν αυτών ως φιλάδελφος. Εζήτησαν δε από τον Θεόν την χάριν, ο μεν Συμεών να παρηγορηθή η μητέρα του, να μη λυπήται δι’ αυτόν. Ο δε Ιωάννης, να κοιμηθή η σύζυγός του δια να μη τον ενοχλή εις τον νουν η ενθύμησις αυτής. Επήκουσε δε αμφοτέρων ο Κύριος, όστις ως εύσπλαγχνος παρέχει τα αιτήματα των δούλων του. Όθεν μετά δύο έτη επληροφορήθη από τον Θεόν ο μακάριος Συμεών, ότι έμεινεν η μήτηρ του άνευ λύπης δι’ αυτόν, διότι αυτός εφαίνετο καθ’ όλην την νύκτα εις το όνειρον και την παρηγόρει ούτω λέγων εις την Συριακήν διάλεκτον· «Λάδε χρελημέχ», δηλαδή: «Μη λυπήσαι, μήτερ, διότι καλά είμεθα εγώ και ο Ιωάννης· επειδή εστρατεύθημεν εις τα ουράνια παλάτια του αιωνίου Βασιλέως, ο οποίος μας ενέδυσε με στολάς ωραίας, φορούμεν δε εις τας κεφαλάς στεφάνους ευπρεπείς δια τον κόπον της ασκήσεώς μας. Λοιπόν παρηγόρησον και του Ιωάννου τους συγγενείς να μη λυπούνται παντάπασι δι’ αυτόν». Ο δε Ιωάννης πάλιν είδεν εις τον ύπνον του ένα λευκοφόρον και του λέγει· «Ιδού τον πατέρα σου κατέστησα άνευ λύπης, θέλω δε λάβει και την σύζυγόν σου εις την αιώνιον αγαλλίασιν». Διηγήθησαν τότε ο εις προς τον έτερον το όραμά των και έμειναν παρηγορημένοι αμφότεροι, διάγοντες άνευ πόνων και οκνηρίας τον δρόμον της ασκήσεως, αδιαλείπτως ευχόμενοι· τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγα έτη προώδευσαν και έγιναν τέλειοι τόσον, ώστε ηξιώθησαν και θείων οράσεων και θαυμασίων αποκαλύψεων. Ησύχαζον δε ο καθ’ εις εις ένα σπήλαιον· ήσαν δε ο εις από τον άλλον μακράν τόσον όσον να ρίψη τις μίαν πέτραν, δια να προσεύχηται έκαστος μόνος του με δάκρυα κατανύξεως. Όταν δε ήρχετο εις τον ένα ακηδία ή άλλος πειρασμός, προσηύχοντο μεταξύ των προς Κύριον και εδίωκον τον πειράζοντα. Εν μια δε των ημερών είδεν ο Συμεών οπτασίαν, με την οποίαν εγνώρισεν ότι εκοιμήθη η μήτηρ αυτού. Όθεν το είπεν εις τον Ιωάννην, και έκαμαν δια την ψυχήν της προς τον Κύριον κοινήν δέησιν ομού πρότερον, έπειτα πάλιν αυτός προσηύχετο ιδιαιτέρως εις τον Θεόν να αναπαύση την ψυχήν αυτής εις τόπον ανέσεως. Έπειτα είπε προς τον Συμεών ο Ιωάννης· «Επειδή επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου και σε επληροφόρησεν, ότι ανέπαυσε την μητέρα σου, σε παρακαλώ ας συγκοπιάσωμεν μαζί ευχόμενοι προς τον Κύριον και οι δύο να κάμη ευσπλαγχνίαν εις την ονομασθείσαν σύζυγόν μου, ή να την φωτίση και αυτήν όπως ενδυθή το άγιον Σχήμα, ή να την αναπαύση με την μητέρα σου, δια να μείνω και εγώ εις το εξής ανενόχλητος ο ανάξιος». Ούτως ευξάμενοι, είδε μίαν νύκτα οπτασίαν ο Ιωάννης, ότι ήλθεν η μήτηρ του Συμεών και έλαβε την σύζυγόν του από την χείρα λέγουσα· «Ανάστα, αδελφή, εκδύσου τα ερρυπωμένα ιμάτια και ενδύσου στολήν λευκήν. Ότι ο ουράνιος Βασιλεύς σου εχάρισε λαμπρόν οικητήριον, να συναγάλλεσαι πάντοτε μετά του νυμφίου σου». Γνωρίσαντες τότε και οι δύο ότι ελυτρώθησαν από τοιαύτην φροντίδα, διήλθον εις την έρημον ασκούντες με πολλήν κακοπάθειαν και άσκησιν είκοσιν εννέα έτη πολλούς πειρασμούς υπομείναντες. Τους οποίους όλους νικήσαντες, και τον διάβολον ανδρείως πατάξαντες, έφθασαν εις μέτρα τελειότητος· μάλιστα δε ο Συμεών, όστις με την πολλήν του ακακίαν και καθαρότητα ησθάνετο τελείαν απάθειαν εις το σώμα του, με την χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, και ούτε πάθος εφοβείτο, ούτε ψύχραν ησθάνετο, ούτε επείνα, ούτε καύσιν ησθάνετο, αλλά σχεδόν υπερέβη τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.΄Οθεν είπε προς τον συναγωνιστήν αυτού ταύτα· «Αδελφέ Ιωάννη, εδώ όπου καθήμεθα μόνον τον εαυτόν μας ωφελούμεν· αλλ’ εάν υπάγωμεν εις τον κόσμον, θα έχωμεν πολλήν μισθαποδοσίαν, θα γίνωμεν και άλλων πολλών οδηγοί προς σωτηρίαν, καθώς εις πολλά μέρη της Αγίας Γραφής είναι γεγραμμένα διάφορα παραδείγματα». Του είπε και ρήσεις τινάς εξ αυτών, ήτοι: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου», και πάλιν: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπω…», και τα τούτοις όμοια. Αυτά και άλλα πλείστα του έλεγε, δια να τον φέρη εις την γνώμην του. Ο δε Ιωάννης είπεν εις αυτόν· «Νομίζω, αδελφέ, ότι ο σατανάς εφθόνησε την ησυχίαν μας και σου έβαλεν αυτήν την ιδέαν· όθεν κάθησον εις το κελλίον σου, να τελειώσωμεν εδώ, όπου εκλήθημεν, το επίλοιπον της παροικίας μας». Του λέγει ο Συμεών· «Πίστευσόν μοι, ότι δεν μένω πλέον εδώ, αλλά θα υπάγω να εμπαίζω τον κόσμον». Λέγει ο Ιωάννης: «Μη, αδελφέ μου αγαπητέ· σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη με αφήσης μόνον τον ταπεινόν, ότι εγώ δεν έφθασα ακόμη εις αυτά τα μέτρα, να εμπαίζω τον κόσμον, και μη διαχωρισθής από εμέ, διότι δεν έχω άλλον μετά Θεόν ειμή μόνον σε, και δια την αγάπην σου απηρνήθην τα πάντα και σε ηκολούθησα, τώρα δε θέλεις να με αφήσης εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης, να κινδυνεύω ο άπορος; Ενθυμήσου τας συνθήκας, όπου εδώσαμεν εις τον Θεόν, όταν μας εκούρευσεν ο Όσιος Νίκων να μη διαχωρισθή δια καμμίαν αιτίαν ο εις από του άλλου, αλλά να είμεθα και οι δύο μία ψυχή εις δύο σώματα. Εάν με αφήσης εδώ μόνον, θέλω αμαρτήσει και θέλει εκζητήσει ο Θεός την ψυχήν μου από σε». Του λέγει πάλιν ο Συμεών· «Υπόθεσον κατά νουν, ότι απέθανον· όθεν διοικήσου καθώς δύνασαι, διότι εγώ δεν περιμένω πλέον εδώ». Ιδών την σταθεράν γνώμην του ο Ιωάννης εγνώρισεν, ότι εκ Θεού προήρχετο η ιδέα αύτη, επειδή δεν τους εχώριζε κανείς ειμή ο θάνατος· μάλιστα ουδέ αυτός ο θάνατος, διότι πολλάκις έκαμαν δέησιν προς τον Χριστόν να κοιμηθώσι μαζί την αυτήν ημέραν, επειδή δε είχον πίστιν ο Θεός τους επήκουσε και εις τούτο, καθώς εις όσα του εζήτησαν. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης· «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως σε εξαπατήση ο διάβολος». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Συ μόνον μη με λησμονήσης εις τας ευχάς σου καθώς και εγώ δεν θέλω σε λησμονήσει ποτέ, και αι ευχαί σου (του Θεού βοηθούντος) με σώζουσι». Τότε πάλιν ο Ιωάννης τον συνεβούλευσε με τοιαύτα σοφώτατα λόγια, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, Αββά Συμεών, και φυλάττου επιμελέστατα, να μη σου σκορπίση ο κόσμος όσην αρετήν η έρημος σου εσύναξε, να μη σε βλάψη η ταραχή όσον σε ωφέλησεν η ησυχία, και να απολέσης με την πολυϋπνίαν όσα με την αγρυπνίαν απέκτησας. Πρόσεχε μη φθείρης την σωφροσύνην του μοναχικού Βίου με γυναίκας συναυλιζόμενος· μη απολέσης την κατάνυξιν δια γέλωτος και την προσευχήν σου δι’ αμέλειαν· απλώς δε βάλε πολλήν επιμέλειαν εις τας ψυχικάς σου δυνάμεις, να μη πράττη και η ψυχή έσωθεν όσα τελούσι τα σωματικά μέλη έξωθεν· αλλά εις όσα πράξη το σώμα, σχήματα ή λόγους ή πράγματα, ας μείνη ο νους σου και η καρδία ατάραχος, δια να μη μολύνεται ποσώς η ψυχή από ταύτα και βλάπτεται. Ούτω και εγώ εις την σωτηρίαν σου θέλω χαίρει, μόνον εύχου τω Θεώ να μη μας χωρίση εις τον αιώνα τον μέλλοντα». Εις τους λόγους τούτους του Ιωάννου, δακρύων ο Συμεών είπε· «Μη φοβού, αδελφέ, ότι αυτό όπου θέλω να πράξω, δεν το πράττω από τον εαυτόν μου, αλλ’ ο Θεός με διέταξε· θέλεις δε γνωρίσει και συ, ότι ευηρέστησε το έργον μου εις τον Θεόν και ότι με την συνεργείαν Αυτού και βοήθειαν εγένετο εκ του ότι προ του θανάτου μου θέλω έλθει να σε χαιρετήσω, εντός δε ολίγων ημερών θέλεις με φθάσεις και συ, Θεού θέλοντος». Ταύτα ειπών, έκαμεν ευχήν επί πολλήν ώραν· ασπασθέντες δε αλλήλους εις τα στήθη εδάκρυσαν και απεχαιρετίσθησαν. Ηκολούθησε δε ο Ιωάννης επί πολύ διάστημα τον Συμεώνα, διότι η ψυχή του τον επόθει, και δεν ηδύνατο να τον χωρισθή· αλλ’ όσας φοράς του έλεγεν ο Συμεών να επιστρέψη οπίσω, του εφαίνετο, πως εχώριζε με το ξίφος την καρδίαν του, δια τούτο τον παρεκάλει να τον αφήση να ακολουθή, αλλ’ ο Συμεών τον διέταξε δριμύτερον· όθεν επέστρεψε στυγνός και περίλυπος καταβρέχων την γην με άφθονα δάκρυα. Ο δε Συμεών έφθασεν εις Ιεροσόλυμα, διότι επεθύμει να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και παραμείνας εκεί επί τρεις ημέρας προσηύχετο, παρακαλών τον Κύριον να μη φανερωθή η εργασία του έως της τελευτής αυτού, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων, δια της οποίας έρχεται η υπερηφάνεια και οίησις, η οποία εκρήμνισεν από τους ουρανούς τους Αγγέλους. Επήκουσε δε αυτού ο Κύριος, διότι παρ’ όλας τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε, δεν εφανερώθη η εργασία του. Επειδή εάν ο Κύριος δεν τον εσκέπαζεν, ήθελον γνωρίσει οι άνθρωποι την αρετήν του από τα θαύματα τα οποία έκαμε· ότι ιάτρευσε δαιμονισμένους, άνθρακας εις τας χείρας εβάστασεν, προέβλεψε τα μέλλοντα, τα μακρόθεν εφανέρωσεν, Ιουδαίους και αιρετικούς προς την Ορθόδοξον πίστιν εχειραγώγησε, νοσούντας και ασθενείς εθεράπευσε, και άλλα πολλά θαύματα έκαμε. Πλην με όλα ταύτα ωκονόμησεν ο Κύριος να μη τον γνωρίσουν οι άνθρωποι, καθώς αυτός εζήτησεν ο μακάριος. Αλλ’ ας διηγηθώμεν εξ αρχής την υπόθεσιν, δια να γνωρίσωμεν καλύτερα τον Άγιον. Αφού προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Έδεσσαν· ευρών δε εκεί σκύλον τινά νεκρόν έξωθεν της πόλεως, έλυσε το σχοινίον, όπερ ήτο εζωσμένος εις την μέσην, και έδεσε με αυτό τον σκύλον, σύρων δε αυτόν τον εισήγαγε μέσα από την θύραν της πόλεως· εκεί δε πλησίον ήτο σχολείον· οι δε παίδες, ιδόντες αυτόν, έτρεξαν όλοι οπίσω του και τον περιέπαιζον ως μωρόν. Ελθόντα δε εις την αγοράν, είδεν αυτόν εις κάπηλος ούτω πτωχικά ενδεδυμένον και ηρώτησεν αυτόν, εάν ήθελε να του πωλή τα φαγητά, όπου είχεν εις το εργαστήριον, ο δε Συμεών εδέχθη. Κατά δε την πρώτην ημέραν έφαγε πρώτον αυτός, διότι είχε μίαν εβδομάδα νήστις· έπειτα έδωσε τα επίλοιπα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το εσπέρας ήνοιξε το ερμάριον ο κάπηλος, να ίδη πόσα χρήματα είχεν εισπράξει ο Αββάς εξόσων επώλησεν, αλλά δεν εύρεν ούτε οβολόν, τα δε φαγητά δεν υπήρχον, διότι τα εμοίρασεν όλα. Όθεν έδειρεν αυτόν και τον εξεδίωξε και παρά πολύ τον εξουθένωσε και τον ύβρισεν. Αλλ’ αυτός δεν έφυγεν εκείνην την εσπέραν. Κατά δε την νύκτα έβαλεν άνθρακας αναμμένους εις την δεξιάν του χείρα και θέσας λιβάνιον εθυμίαζεν. Η δε γυνή του εστιάτορος τον είδε και εθαύμασε πως δεν εκάη ποσώς η χειρ του, δ’ αυτό δε το θαύμα έγινεν όλος ο οίκος των ορθόδοξος, οι οποίοι ήσαν όλοι αιρετικοί του Σεβήρου, δηλαδή ακέφαλοι. Ο δε Όσιος, όταν έκαμνεν εν θαύμα εις μίαν συνοικίαν, έφευγεν απ’ εκεί και επήγαινεν εις άλλην, έως να λησμονηθή το πράγμα να μη τον γνωρίσουν. Ή όταν ήθελε κάμει το θαύμα, έκαμνε κατόπιν και μίαν μωρίαν, δια να σκεπάση με την σαλότητα το κατόρθωμα. Τούτο έκαμε και τότε, όταν είδεν ότι η γυνή του εστιάτορος τον εσέβετο και τον εθαύμαζε· ανέβη μίαν νύκτα, όπου εκοιμάτο μόνη εις το στρώμα της, προσποιούμενος ότι θέλει να την μοιχεύση. Αυτή δε εφώναξεν, ώστε ήλθεν ο άνδρας της και του λέγει ότι ο καλόγηρος ήθελε να την βιάση. Τότε εκείνος έδειρεν αυτόν άσπλαγχνα και τον έβγαλεν έξω, όπου ήτο μεγάλος χειμών και ψύχος αφόρητον, και δεν τον εδέχθη πλέον, μάλιστα όπου και αν ευρίσκετο ο εστιάτωρ, όταν ήκουε κανένα να λέγη δια τον Συμεών ότι ήτο σαλός με το θέλημά του, αυτός ανταπεκρίνετο και τον κατέκρινεν, ότι είχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, εάν αυτός δεν επρόφθανεν, ήθελε βιάσει την γυναίκα του. Έτρωγε δε μερικάς φοράς και το κρέας ο δίκαιος, όχι πολύ, αλλά μόνον δια να τον βλέπουν οι άνθρωποι, να τον νομίζωσι δια σαλόν και ανόητον, κατόπιν δε ενήστευε και τον άρτον επί μίαν εβδομάδα. Πλην την μεν κρεωφαγίαν έβλεπον, την δε νηστείαν δεν εγνώριζαν· διότι τας αρετάς τας έκαμνεν απόκρυφα, την δε ασχημοσύνην εις τον φανερόν, δια να τον αποστρέφονται. Ιδών δε πολλάκις αυτόν εις ενάρετος και θεοφιλής Διάκονος, Ιωάννης ονόματι, όστις, ως προείπομεν, είναι ο μετά ταύτα φανερώσας τα περί του Οσίου, τον εσυμπόνεσεν ως εύσπλαγχνος θαυμάζων την πολλήν του σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν και τον επήρε να τον πλύνη εις ένα λουτρόν. Όταν δε έφθασαν εκεί προσεπάθει ο Ιωάννης να τον σύρη μέσα εις τα λουτρά των ανδρών, να τον πλύνωσι· αλλ’ αυτός έδραμε μέσα εις το γυναικείον, και ώρμησεν εν μέσω των γυναικών, αι οποίαι τον έδειραν και τον εδίωξαν. Ύστερον δε τον ηρώτησεν ο θεοφιλής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε και τον Βίον του όλον και του λέγει· «Δια τον Κύριον, πάτερ, όταν εισήλθες εις το μέσον αυτών δεν ησθάνθης εις το σώμα σου καμμίαν ενόχλησιν»; Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι καθώς όταν τοποθετής ένα ξύλον εις τα άλλα ξύλα δεν αισθάνεται, ούτω και εγώ δεν εσαλεύθην όλως διόλου, αλλ’ ήτο όλος ο νους μου εις τον Θεόν και προσηυχόμην». Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης είχεν υιόν άσωτον, όστις επόρνευσε με γυναίκα τινά ύπανδρον και όταν εξήλθεν από τον οίκον της εδαιμονίσθη ο άθλιος. Ο δε Όσιος, θέλων να τον ιατρεύση ψυχή τε και σώματι, τον έφθασεν εις την αγοράν και του δίδει ράπισμα, λέγων· «Ταπεινέ, μη μοιχεύσης πλέον, να μη σε εγγίση ο δαίμων». Τότε τον έρριψεν ο δαίμων και αφρίζων εσπάραζε· και ιδού βλέπει τον σαλόν ο δαιμονιζόμενος και του έβγαλεν από επάνω του ένα μαύρον σκύλον, τον οποίον έδειρε με Σταυρόν ξύλινον και ούτως ελυτρώθη από τον δαίμονα. Όταν δε συνήλθε ο πάσχων, τον ηρώτησαν τι έπαθε, αλλά δεν ηδυνήθη να είπη άλλον λόγον, ειμή μόνον τούτον· «Ένας μου είπε να μη μοιχεύω». Μετά όμως το τέλος του Αββά Συμεών, εξηγείτο εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να αναβαίνη και εις τας οικίας των πλουσίων να παίζη, πολλάς δε φοράς προσεποιείτο ότι εφίλει τας δούλας, μία δε από αυτάς συνέλαβεν από ένα δημότην, δηλαδή πολίτην. Την ηρώτησε λοιπόν η κυρία της τις την έφθειρεν. Η δε απεκρίθη· «Ο σαλός Συμεών με εβίασε». Όταν δε ήλθεν ο Όσιος εις αυτόν τον οίκον, τον ήλεγξεν η κυρία της, λέγουσα· «Κακώς έκαμες, Συμεών, και εβίασας την δούλην μου». Αυτός δε εμειδίασε και της έφερε πολλάκις οψάρια, κρέας και άρτον λέγων· «Φάγε, γυνή μου, να γεννήσης γρήγορα». Όταν δε επλησίασεν ο καιρός να γεννήση, εβασανίζετο τρία ημερόνυκτα η αθλία, και εκινδύνευε να αποθάνη. Η δε κυρία της είπε προς τον Όσιον· «Κάμε προσευχήν, Συμεών, δια την γυναίκα σου, διότι δεν ημπορεί να γεννήση η τάλαινα». Αυτός δε τρέχων προς αυτήν, εκτύπα τας χείρας και έλεγεν· «Τη αληθεία, ταπεινή, δεν γεννάται το βρέφος, εάν δεν ομολογήσης τον πατέρα του». Τότε η τάλαινα, βλέπουσα τον επικείμενον κίνδυνον, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Άδικα τον δίκαιον εκατάκρινα, αλλά με τον δείνα δημότην το άκαμα». Τότε παρευθύς εγέννησε, πάντες δε εθαύμασαν. Όθεν είχον πολλοί τον Συμεών ως Άγιον, άλλοι δε έλεγον ότι από τον σατανάν ήσαν αυτά τα σημεία δια να πλανώνται οι άνθρωποι. Εις παντοπώλης της πόλεως, Εβραίος, είδεν ημέραν τινά, ότε επλύνετο ο Όσιος, ότι του ωμίλουν δύο Άγγελοι. Όθεν έβαλεν εις τον νουν του να φανερώση την αρετήν του. Ο δε Όσιος εφάνη καθ’ ύπνον και του λέγει· «Μη είπης εις ουδένα τι είδες». Όταν εξημέρωσεν, ήθελεν ο Εβραίος να φανερώση τον Όσιον, ούτος όμως φανείς ήγγισεν αυτόν εις τα χείλη και εβουβάθηκεν. Όθεν ήλθε προς τον Σαλόν και του έλεγε με νεύματα να τον θεραπεύση. Τότε εφάνη και πάλιν εις τον ύπνον του ο Όσιος και του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, θεραπεύεσαι, αλλέως αποθνήσκεις ούτως άλαλος». Ο δε Ιουδαίος τότε μεν δεν απεφάσισε να βαπτισθή· όταν δε ο Όσιος απήλθε προς Κύριον και τον είδεν ο Ιουδαίος εστεφανωμένον, μετετέθη δε το άγιόν του και σεβάσμιον λείψανον, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω, τότε πιστεύσας εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του· όταν δε εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν ωμίλησεν. Όθεν είχε τόσην ευλάβειαν εις τον Συμεών, όπου τον εώρταζε κατ’ έτος και πολλούς πτωχούς εθεράπευσεν. Έφθασε δε ο Όσιος εις τόσην απάθειαν και καθαρότητα, ώστε επήγαινεν εις το μέσον των εταιρίδων γυναικών, όταν εχόρευον εις το θέατρον, και έμενεν ως χρυσός καθαρός και αμόλυντος, καθώς αυτός εζήτησεν από τον Θεόν εις την προσευχήν του, να τον λυτρώση από τον πόλεμον της πορνείας. Είδε τότε τον μακάριον Νίκωνα, όστις του είπε· «Πως έχεις, αδελφέ Συμεών»; Ο δε απεκρίνατο· «Κακώς έχω, εάν δε προφθάσης να μου δώσης βοήθειαν, διότι η σαρξ μου σαλεύει και με σκανδαλίζει». Του λέγει ο Όσιος Νίκων· «Μη δειλιάσης εξ αυτού». Τότε επήρε νερόν από τον Ιορδάνην και τον έβρεξεν εις το υπογάστριον και τον εσφράγισε με τον τύπον του Σταυρού ειπών· «Ιδού υγιής γέγονας». Από τότε, καθώς ώμνυεν ο Όσιος, ουδέποτε εσκανδαλίσθη όλως διόλου. Όθεν έχων αυτό το θάρρος εισήρχετο ελεύθερα μέσα εις τας γυναίκας, και έκαμνε όσα σχήματα ήθελε, δια να τον νομίζουν μωρόν και άφρονα. Είχε δε και το χάρισμα της εγκρατείας ο μακάριος και δεν εδοκίμαζε τίποτε από την αρχήν της Τεσσαρακοστής μέχρι της Μεγάλης Πέμπτης, και τότε ήρπαζεν άρτον από τον αρτοποιόν και έτρωγεν. Οι δε άνθρωποι εσκανδαλίζοντο λέγοντες· «Καν την Μεγάλην Πέμπτην δεν δύνασαι να νηστεύης, άγνωστε»; Εν μια δε των ημερών είδε δαίμονα με τους νοερούς οφθαλμούς του, όστις εστέκετο εις την αγοράν, έχων κατά νουν να εισέλθη εις εκείνον όστις περάση πρώτος. Ο δε Όσιος το ηννόησεν εκ θείας χάριτος, και γεμίσας λίθους τον κόλπον του, όταν έβλεπεν ανθρώπους ερχομένους δια να περάσουν, τους ελιθοβόλει και έστρεφον οπίσω φοβούμενοι, έως ου επέρασεν ένας σκύλος, κρούσας δε αυτόν ο διάβολος ήρχισε να αφρίζη· τότε και ο Όσιος εφώναξεν εις τους ανθρώπους να διέλθουν άφοβα. Όλος λοιπόν ο σκοπός του Οσίου ήτο δια να σώση ψυχάς με όποιον τρόπον ηδύνατο, ή με προβλήματα γελοιώδη ή με άλλην τέχνην και γνωστικήν διάθεσιν ή και με θαυματουργίαν και παραγγελίαν τινά κατά τον αρμόδιον καιρόν γενομένην. Ημέραν τινά επέρασεν ο Όσιος από τόπον τινά, όπου εχόρευον κοράσια και καθώς τον είδον ήρχισαν να τον περιγελούν, και ετραγώδουν αισχρά δια τους Μοναχούς και άσχημα λόγια. Ο δε δίκαιος, δια να τα σωφρονίση, έκαμε προσευχήν και παρευθύς ετυφλώθησαν εκ του ενός οφθαλμού. Όθεν διηγείτο η μία της άλλης την συμφοράν· και εννοήσασαι ότι ο Συμεών τας ετύφλωσεν, έτρεχον οπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, και λύσε μας». Όταν δε τον έφθασαν, εκράτησαν αυτόν βιαίως και τον ώρκιζον να τας ιατρεύση. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτάς· «Ήτις θέλει να ιατρευθή, ας δεχθή να την φιλήσω εις τον τυφλόν οφθαλμόν, και τότε παρευθύς θέλει θεραπευθή». Όσας λοιπόν ήθελεν ο Θεός να ιατρευθούν, εδέχθησαν και τας εφίλησε και ιάθησαν· αι δε άλλαι, όσαι δεν ηθέλησαν να τας φιλήση ο σαλός, έμειναν ούτω κλαίουσαι. Μετ’ ολίγην ώραν, αφού ανεχώρησεν απ’ εκεί ο Όσιος, έτρεχον και αυταί κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον και ημάς δια τον Κύριον». Αλλ’ αυτός πλέον δεν εδέχθη, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι εάν δεν ήθελε τυφλώσει αυτάς, ήθελον γίνει αι πορνικώτεραι από όλας τας γυναίκας της Συρίας. Με την ασθένειαν δε εκείνην έπαυσαν την ασωτείαν και έμειναν ούτω μέχρι θανάτου. Ήλθον ποτέ άνθρωποι τινες από την Έδεσσαν εις Ιεροσόλυμα να εορτάσουν την Αγίαν Ανάστασιν. Εις δε απ’ αυτούς κατέβη εις τον Ιορδάνην δι’ ευλάβειαν· πηγαίνων δε εις όλα τα σπήλαια της ερήμου, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους Ασκητάς δια τον Κύριον. Ούτος, όστις ήτο έμπορος, κατ’ οικονομίαν Θεού συνήντησε τον συνασκητήν του Συμεών Ιωάννην, τον οποίον επροσκύνησεν ο έμπορος και του εζήτει ευλογίαν. Του λέγει ο Ιωάννης· «Από ποίον τόπον είσαι»; Ο δε είπεν· «Από την Έδεσσαν». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Σεις έχετε εκεί τον Αββάν Συμεών τον σαλόν και ζητείς ευχήν από εμέ τον ανάξιον, όταν εγώ και όλος ο κόσμος χρειάζεται ευχήν από αυτόν»; Έλαβε λοιπόν τον έμπορον εις το σπήλαιον αυτού και τον εφίλευσε πλούσια, όσα ο Θεός του έστειλεν. Ούτος δε εθαύμασε βλέπων πως έφερεν εις την τράπεζαν άρτον ζεστόν και οψάρια ψητά και οίνον ωραιότατον, ταύτα δε εις τοσαύτην πλησμονήν, ώστε εχόρτασαν και επερίσσευσαν. Έπειτα, όταν επήρεν ο έμπορος την συγχώρησιν να αναχωρήση, του έδωκεν ο Ιωάννης άλλας τρεις ευλογίας, δηλαδή άρτους ζεστούς, και του λέγει· «Δώσε του σαλού Συμεώνος, και ειπέ του να εύχεται δια τον αδελφόν του Ιωάννην». Καθώς δε έφθασεν ο έμπορος εις την Έδεσσαν, ω του θαύματος! απήντησεν αυτόν εις την θύραν της πόλεως ο Συμεών, και του λέγει· «Μήπως έφαγες τας τρεις ευλογίας, τας οποίας ο Αββάς Ιωάννης μου έστειλεν; Εάν τας έφαγες να τας πληρώσης κακώς έχων». Εκείνος δε εθαύμασε ταύτα ακούσας, και τον επήρεν ο Συμεών εις την καλύβην του να τον φιλεύση· ώμνυε δε κατόπιν ο έμπορος, ότι του έβαλε και αυτός εις την τράπεζαν από εκείνα τα ίδια φαγητά, όπου ο Ιωάννης τον εφίλευσεν εις την έρημον, και τα ίδια αγγεία, όπου είχεν εκεί, και τα οψάρια. Όταν έφαγον, του έδωκεν ο έμπορος τους τρεις άρτους και ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και δεν ετόλμησε να ομολογήση τινος το θαυμάσιον. Αλλ’ ακούσατε ένα εξαίσιον τερατούργημα όπου έγινε δια προσευχής του Οσίου εις τον ρηθέντα Διάκονον, τον φίλον αυτού, όστις έγραψε τον Βίον του. Τινές κακούργοι εφόνευσαν άνθρωπον, τον οποίον έρριψαν εις την οικίαν του Ιωάννου από το παράθυρον. Όταν εύρον τον νεκρόν εις τον οίκον του θεοφιλεστάτου εκείνου ανδρός, όλοι ενόμισαν, ότι αυτός τον εφόνευσεν. Όθεν έδωκεν ο άρχων κατ’ αυτού την απόφασιν, δια να τον κρεμάσουν. Καθώς λοιπόν τον επήραν οι δήμιοι και τον έφεραν δεδεμένον εις τον τόπον της καταδίκης, δεν έλεγεν άλλον λόγον καθ’ όλον τον δρόμον ειμή μόνον· «ο Θεός του σαλού ας με βοηθήση». Θέλων δε ο Θεός να τον σώση από τοιαύτην συκοφαντίαν, έστειλεν άνθρωπον, όστις λέγει του Συμεών· «Σαλέ άθλιε, τώρα πηγαίνουν να κρεμάσουν τον φίλον σου, εάν δε αυτός αποθάνη εις ολίγας ημέρας θα αποθάνης και συ από την πείναν, ότι άλλος κανείς δεν φροντίζει δια τον εαυτόν σου». Είπε δε εις αυτόν και την πανουργίαν του φονέως ως άνωθεν είπομεν. Τότε ο Όσιος επήγε μόνος εις το κελλίον του, ήτοι εις ένα τόπον απόκρυφον, όπου ηύχετο πάντοτε και τον οποίον κανείς δεν εγνώριζεν, ειμή μόνον αυτός ο φίλος του Ιωάννης· κλίνας δε εκεί τα γόνατα, παρεκάλει τον Κύριον να λυτρώση τον δούλον αυτού από τον προκείμενον κίνδυνον. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός επήκουσε τον φίλον του και ωκονόμησε να φανερωθούν οι φονείς ευθύς και να μη αποθάνη αδίκως ο δίκαιος. Όταν λοιπόν έφεραν οι δήμιοι εις την αγχόνην τον Ιωάννην, ήλθον τρεις ιππείς τρέχοντες και διατάσσουν τους δημίους να τον απολύσουν, διότι οι φονείς ευρέθησαν. Λυτρωθείς παραδόξως ο Ιωάννης έδραμεν εις τον άνωθεν απόκρυφον τόπον, βλέπων δε από μακράν τον Συμεών ευχόμενον εφοβήθη· ότι ως σφαίραι πυρός εξήρχοντο από το στόμα του, και ανέβαινον εις τον ουρανόν, γύρωθεν δε αυτού ήτο ως κλίβανος πυρός καιομένου, ο δε Όσιος έστεκεν εις το μέσον του πυρός ευχόμενος· όθεν δεν ετόλμησε να τον πλησιάση, μέχρις ότου απετελείωσε την προσευχήν. Τότε στραφείς ο Όσιος είπε προς τον Διάκονον· «Ούτος ο πειρασμός σου συνέβη, διότι ήλθον χθες δύο πτωχοί και σου εζήτησαν ελεημοσύνην, συ δε ενώ είχες δεν τους έδωσες, αλλά τους απέπεμψες. Μη νομίζης ότι είναι ιδικά σου εκείνα τα οποία δίδεις, ολιγόπιστε; Ο Κύριος λέγει ότι, όστις δώση ελεημοσύνη, θα απολαμβάνη εις τούτον τον κόσμον εκατονταπλάσιον και ζωήν αιώνιον εις τον μέλλοντα. Λοιπόν, εάν πιστεύης, δίδε όσον δύνασαι, εάν δε δεν δίδης, είναι φανερόν, πως είσαι άπιστος». Αυτά και έτερα ψυχωφελή ακούσας ο Ιωάννης, ευχαριστών αυτόν απήλθεν εις την οικίαν του χαίρων. Μίαν πρωϊαν εκράτει ο Όσιος σινάπι τριμμένον εις την αριστεράν του χείρα, εις δε την δεξιάν άρτον, και βυθίζων εις το σινάπι έτρωγεν. Όστις δε ήθελε τον περιπαίξη, ήλειφε με το σινάπι το στόμα του. Ήλθε δε και εις του οποίου οι οφθαλμοί είχον ασπράδα, έχρισε δε ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού με το σινάπι ειπών· «Ύπαγε και πλύσου με σκορδόξυδον, να ιατρευθής, έξηχε», δηλαδή σαλέ· διότι τούτον τον λόγον είχε πάντοτε συνήθειαν να λέγη προς άπαντας. Εκείνος δε επήγεν εις ιατρούς να τον θεραπεύσουν (διότι τον λόγον του σαλού δεν επίστευεν), οίτινες τον ετύφλωσαν ακόμη περισσότερον. Όθεν από την θλίψιν του ηναγκάσθη μίαν ημέραν και είπεν· «Ό,τι μου είπεν ο σαλός θα πράξω, έστω και εάν ήξευρα ότι θα έβγουν οι οφθαλμοί μου όλως διόλου». Ούτος λοιπόν επλύθη με σκορδόξυδον και τόσον ιάθη τελείως, ώστε έγιναν οι οφθαλμοί του καθαροί ως παιδίου μικρού, και έβλεπε θαυμάσια. Τότε περισσώς εθαύμαζεν. Απαντήσας δε αυτόν ο Όσιος, τον συνεβούλευσε λέγων· «Βλέπεις πως ιατρεύθης, έξηχε; Μη κλέψης πλέον του γείτονός σου τας αίγας». Άλλος τις πλούσιος ήτο εκεί εις την Έδεσσαν· τούτου δε εις δούλος έκλεψεν απ’ αυτού πεντακόσια χρυσά νομίσματα, και μη δυνάμενος να τα εύρη, απαντήσας τον Όσιον, τον ηρώτησε λέγων· «Δύνασαι, έξηχε, να μου εύρης τα αργύρια όπου έχασα, και να σου δώσω τα δέκα»; Του λέγει ο Όσιος· «Δώσε μου υπόσχεσιν ότι δεν θα δείρης πλέον κανένα δούλον σου, και να σου είπω που είναι». Αυτός δε έδωκε τον λόγον του με όρκον φρικτόν να τον υπακούση. Τότε είπεν ο Όσιος το όνομα του κλέπτου, και τον τόπον όπου τα έκρυψε, και εύρεν αυτά. Μετά καιρόν δε, θέλων να δείρη ένα των δούλων του ο ρηθείς πλούσιος, έτρεμεν η χειρ του· όθεν ηννόησε πως ήτο του σαλού ενέργεια, και ευρών αυτόν του είπε· «Λύσον με από τον όρκον, σαλέ». Ο δε Όσιος δεν του έδωκεν απάντησιν. Μόνον εφάνη εις τον ύπνον αυτού και του λέγει· «Εάν λύσω τον όρκον, θέλω σκορπίσει τα αργύριά σου, να τα χάσης όλως διόλου. Δεν εντρέπεσαι, άγνωστε, να δέρης τους δούλους σου, όπου αυτοί θα υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν, συ δε εις την γέενναν, εάν δεν γίνης συμπαθής προς τους πένητας»; Συνέπασχε δε και συνελυπείτο τους δαιμονιζομένους ο Όσιος και συνηντάτο μετ’ αυτών και προσηύχετο δι’ αυτούς, ώστε πολλούς εθεράπευσε, και πολλάκις εξέπεμπον τοιαύτας φωνάς οι δαίμονες λέγοντες· «Ω βία σαλέ, όλον τον κόσμον χλευάζεις και πειράζεις και ημάς, αναίσχυντε! Φύγε απ’ εδώ, μη βασανίζης και ημάς». Ο δε Όσιος ήλεγχεν όλους όσους ήξευρεν από Πνεύμα Άγιον ότι ήσαν αμαρτωλοί, δηλαδή πόρνους, κλέπτας, επιόρκους και βεβαρημένους άλλους με διάφορα αμαρτήματα και τους ωνείδιζε με τρόπον επιδέξιον, ούτως ώστε επέστρεφεν αυτούς εις μετάνοιαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις μάντισσα, ήτις έκαμνε φυλακτήρια, την οποίαν προσεποιείτο ότι ηγάπα και της έδιδεν άρτον, και άλλα φαγητά και ιμάτια όπου του εχάριζαν. Έπειτα της είπε μίαν ημέραν· «Θέλεις να σου κάμω ένα φυλακτόν, να μη σε βλάπτη ποτέ κανείς οφθαλμός»; Του λέγει εκείνη· «Ναι». Ο δε μακάριος έγραψε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον· «Είθε να σε καταργήση ο Θεός και να σε κάμη να παύσης να αποστρέφεσαι απ’ αυτού, και να αποστρέφης και τους άλλους». Τούτο το γράμμα λαβούσα εκράτει επάνω της η μάντισσα και δεν ηδύνατο πλέον να κάμη μαγείαν ή φυλακτήριον. Καθήμενος ποτέ ο Όσιος πλησίον εις κάμινόν τινα, εις την οποίαν έψηνε γυαλιά εις Εβραίος, είπε προς τινας πτωχούς· «Θέλετε να σας κάμω να γελάσετε; Κυττάξετε επιμελώς τι θέλω πράξει». Εγερθείς δε έκαμεν ένα Σταυρόν εις τα υάλινα σκεύη του Εβραίου και εθραύσθησαν τότε επτά αγγεία. Και οι μεν εγελούσαν, ο δε Εβραίος εθυμώθη, και καύσας δια πυράς τον Όσιον τον εδίωξεν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν· «Επ’ αληθείας, εάν δεν κάμης Σταυρόν εις το μέτωπόν σου, όλα σου τα αγγεία θέλουν συντριβή». Τότε δε πάλιν, όταν έλεγε ταύτα ο Όσιος, εθραύσθησαν άλλα δεκατρία αγγεία. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Εβραίος εκατανύχθη, και κάμνων την άλλην ημέραν τον Σταυρόν εις το μέτωπον, δεν εθραύσθη κανέν αγγείον τελείως· όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη. Άλλην φοράν έπλυναν έξω της πόλεως δέκα δημόται τα ενδύματά των και περνών απ’ εκεί ο Όσιος είπεν εις αυτούς· «Έλθετε μετ’ εμού, να σας φιλεύσω, έξηχοι». Οι πέντε λοιπόν επίστευσαν τον λόγον του και τον ηκολούθησαν. Όταν δε τους ωδήγησεν εις ένα τόπον όπου ηθέλησε, τους είπε· «Καθίσατε ολίγον εδώ, έως να έλθω». Πηγαίνων δε παρεμπρός, έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν, όστις του έστειλε φαγητά διάφορα, άρτους και οίνον νόστιμον, και τους εφίλευσε πλουσιώτατα. Όταν δε εχόρτασαν, τους έδωκεν όσα επερίσσευσαν λέγων· «Λάβετε ταύτα μαζί σας, να φάγουν αι γυναίκες και τα παιδιά σας· και εάν αφήτε αυτήν την τέχνην, να μη είσθε πλέον δημόται, να σας φθάσουν αυτά τα φαγητά, να τρώγετε έως να αποθάνω». Αυτοί τότε τα επήραν και είπον προς αλλήλους· «Ας δοκιμάσωμεν μίαν εβδομάδα, και εάν δεν ολιγοστεύσουν τα βρώματα, ας αφήσωμεν την αμαρτίαν». Ούτω ποιήσαντες έτρωγαν καθ’ ημέραν, και δεν ωλιγόστευσαν τα βρώματα, ω του θαύματος! αλλά ήσαν την εβδόμην ημέραν ως και την πρώτην ανελλιπή· όθεν επέστρεψαν εις μετάνοιαν, οι δε τρεις απ’ αυτούς έγιναν Μοναχοί. Ούτος ο μακάριος, μεταξύ των άλλων αρετών, είχε την ακτημοσύνην και δεν είχεν άλλο τι εις την καλύβην του, ειμή μόνον ένα φορτίον κλήματα, δια να κοιμάται παραμικρόν· πολλάς δε φοράς διήρχετο όλην την νύκτα άϋπνος, εις την προσευχήν ιστάμενος, βράχων την γην με δάκρυα. Το δε πρωϊ, όταν εξήρχετο από την καλύβην, έκοπτε κλάδους ελαιών ή από άλλα φυτά και κάμνων στέφανον τον εφόρει εις την κεφαλήν, εις δε την χείρα εκράτει άλλον κλάδον φωνάζων· «Νίκα τω Βασιλεί και τη Πόλει». Πόλιν δε έλεγε την ψυχήν, Βασιλέα δε τον νουν. Εζήτησε δε και χάριν παρά του Θεού ο τρισόλβιος να μη μακρύνουν ποτέ τα μαλλιά του και τα γένεια, δια να μην τα κόπτη, και γνωρίσουν ότι ήτο σαλός εκουσίως. Όθεν όλη του η ζωή παρήλθε χωρίς ποτέ να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του. Προς δε τον θεοφιλή Διάκονον είπε πολλάκις την αλήθειαν, αλλά τον εφοβέρισε να μη ομολογήση τινός την υπόθεσιν ζώντος αυτού· ει δε και την φανερώση, να λαμβάνη εις τον μέλλοντα αιώνα μεγάλην βάσανον. Όταν δε εγνώρισεν ότι έμελλε να κοιμηθή, προ δύο ημερών είπεν εις αυτόν· «Γίνωσκε, φίλε μου Ιωάννη, ότι σήμερον επήγα και εύρον τον αδελφόν μου τον Ασκητήν Ιωάννην εις την έρημον, και ηυφράνθην πολλά, διότι τον είδα ότι εφόρει τίμιον στέφανον εις τον οποίον γύρωθεν ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Στέφανος υπομονής της ερήμου». Πάλιν δε εκείνος είπε προς με· «Εγώ είδα πως ήλθε τις και σου έλεγεν· «Ελθέ, σαλέ, να λάβης τους στεφάνους των ψυχών, όπου μου έφερες». Εγώ δε, κύριέ μου Διάκονε, δεν έχω κανένα καλόν επάνω μου, ούτε μισθόν ποσώς αναμένω· μόνον παρακαλώ σε να επιμελήσαι πάσαν ψυχήν άπορον, μάλιστα τους Μοναχούς και αναπήρους, και να τους ελεής όσον δύνασαι· ότι οι τοιούτοι δύνανται να μας αξιώσουν της ουρανίου μακαριότητος. Έτι δε σε παρακαλώ να κοπιάσης μικρόν δια την αγάπην μου, να γράψης όλην την αμέλειαν του οικτρού μου Βίου, καθώς σου τον είπα με συντομίαν, ο δε Κύριος θέλει πληρώσει τον κόπον σου. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις ολίγας ημέρας αναχωρείς και συ από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, καθώς ο Δεσπότης μου εφανέρωσε· λοιπόν ετοίμασον τα εφόδια και φρόντισον δια την ψυχήν σου, δια να δυνηθής να περάσης τα εναέρια πνεύματα. Ότι ο Κύριος το γινώσκει, πολύν φόβον έχω, έως να τα περάσω και εγώ, να μη με πειράξωσι. Δια τούτο σε παρακαλώ να σπουδάσης και δια τον εαυτόν σου. Και τούτο σου γίνεται εύκολον, εάν φυλάξης αυτά τα δύο· πρώτον να δώσης ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και υπέρ την δύναμιν· ότι αυτή η αρετή σου βοηθεί από τας άλλας περισσότερον κατά την Γραφήν: «Μακάριος ο Κύριος». Δεύτερον σε παρακαλώ, να νη πλησιάσης εις το Άγιον Θυσιαστήριον πώποτε όταν έχης με τινα σκάνδαλον, δια να μη εμποδίση η ανομία σου την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος, να υστερηθούν της χάριτός του και οι επίλοιποι». Αυτά και έτερα πλείονα του παρήγγειλεν, από τα οποία του είπε να μη ομολογήση τινός ωρισμένα απ’ αυτά. Έπειτα του είπεν: «Αδελφέ Ιεροδιάκονε, παρακλήθητι, ότι την τρίτην ημέραν προσλαμβάνει ο Κύριος τον σαλόν και ελάχιστον, και τον Αββάν Ιωάννην τον αδελφόν μου, καθώς εγώ χθες σου είπον. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην, και μετά δύο ημέρας να έλθης εις την καλύβην μου, και μη μου λησμονήσης του ταπεινού και αμαρτωλού παράφρονος». Ταύτα ειπών ο ταπεινόφρων και μέτριος επήγεν εις την καλύβην αυτού και προσευχόμενος ικανώς εις τον Κύριον παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εικοστή πρώτη του Ιουλίου, μεγάλως υπεραστράψας εις τας αρετάς και εις ένθεα και φρικτά κατορθώματά του, καταπλήξας τους Ασωμάτους Αγγέλους με την θαυμάσιον πολιτείαν του. Όταν δε παρήλθον ημέραι δύο και δεν εφαίνετο ο Όσιος, μετέβησαν οι γνώριμοί του και τον εύρον υποκάτω εις τα κλήματα τελειωθέντα. Τούτο δε το έκαμεν ο πάνσοφος, δια να πιστεύσουν τινές ότι ήτο σαλός, όταν τον ίδωσιν ούτως ηπλωμένον ως κτήνος ανόητα. Εσήκωσαν λοιπόν δύο πτωχοί το λείψανον του Οσίου και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν εις το ξενοταφείον ούτως ανεπιμέλητα, καθώς δε διήρχοντο από τον οίκον του Ιουδαίου, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ήκουσεν ο Εβραίος εντός του οίκου του ευρισκόμενος ψαλμωδίαν τοιαύτην και μελωδίαν τοσούτον θαυμάσιον, την οποίαν δεν φθάνει γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Εκπλαγείς λοιπόν ο Ιουδαίος και προκύψας από το παράθυρον, βλέπει ότι μόνον δύο πτωχοί εσήκωναν το τίμιον λείψανον του πλουσίου εις αρετάς Οσίου, ατενίσας δε εις τον αέρα είδεν άνωθεν του λειψάνου Αγίους Αγγέλους να συνοδεύουν αυτό ψάλλοντες ουράνια άσματα. Τότε εδάκρυσεν από την χαράν και εβόησε λέγων· «Όντως καλότυχος συ και μακάριος, ότι μη έχων ανθρώπους να σε ενταφιάσουν, επήρες τας ουρανίους Δυνάμεις των Αρχαγγέλων και σε συνοδεύωσιν άδοντες υπερκόσμια άσματα». Ταύτα ειπών ο πρώην Ιουδαίος εξήλθε με όλον τον οίκον του και συνοδεύσας το άγιον λείψανον, το ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, διηγούμενος εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Ταύτα ακούσας ο θεοφιλής Διάκονος Ιωάννης έδραμεν εις τον τάφον με άλλους πολλούς περίλυπος, ότι δεν ήλθε πρωτύτερα· θέλων δε να τον αναχώση δια να τον ενταφιάσουν με Ιερείς και θυμιάματα, καθώς έπρεπεν, ανοίξαντες τον τάφον, δεν ευρέθη ποσώς (ω του θαύματος!) το τρισόλβιον σώμα του μάκαρος, ότι ο Κύριος το μετέθεσεν όπου ηθέλησε και τότε ο εις εις τον άλλον διηγούντο τα του Οσίου θαυμάσια, όσα ετέλεσε και εποίησεν εις καθ’ έκαστον, και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκεν εις τον πιστόν τούτον δούλον του τόσην δύναμιν και χάριν. Ούτος είναι ο Βίος και η θαυμαστή πολιτεία του αοιδίμου Συμεών, δια μέσου του οποίου εποίησεν ο Κύριος τοσαύτα θαυμάσια. Μάλιστα επ’ αληθείας αφήκα και πολλά άγραφα, μόνον δε τα πλέον χρησιμώτερα εσημείωσα, δια να τα αναγινώσκουν πρόθυμα οι ακροαταί και να μη αμελούν και κοιμώνται εις την τούτων ανάγνωσιν. Εκοιμήθη δε και ο μακάριος Ιωάννης ο εν Χριστώ αδελφός και συνασκητής αυτού την ιδίαν ημέραν, ήτοι κατά την σήμερον, καθώς αυτοί εδεήθησαν του Θεού, όστις επήκουσεν ως αγαθός και επλήρωσε την αίτησιν αυτών καθώς και αυτοί εφύλαξαν τας εντολάς του απαρασάλευτα και εδώ μεν ηξίωσε να λυτρωθώσιν εις την ιδίαν ημέραν από τους σωματικούς αγώνας και έπαθλα, εκεί δε ανέπαυσε τας ψυχάς αυτών εις ομοίαν δόξαν και ανάπαυσιν αιώνιον. Ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αυτού χάριτι και φιλανθρωπία, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πάντοτε νυν και εις τους αιώνας.
Πολύ ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή