Κινδέος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ κώμης ονομαζομένης
Ταλμενίας Σίδης της Παμφυλίας, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν
έτει 290μ.Χ. καταγόμενος εκ προγόνων από τα Ουμάναδα· οδηγηθείς δε εις τον
ηγεμόνα Στρατόνικον, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Διο εκάρφωσαν εις τους
πόδας του σιδηρά υποδήματα και ηνάγκασαν αυτόν να τρέξη κατά το μέρος της Ιεράς
λεγομένης Πύλης. Εκεί απήντησαν άνθρωπον, όστις εβάσταζε φορτίον ξύλων· επειδή
δε οι Έλληνες ήθελον να αρπάσωσι τα ξύλα, ίνα κατακαύσωσι τον Μάρτυρα, ο Άγιος
έδωκεν εις τον άνθρωπον εκείνον τριάκοντα νομίσματα δια την τιμήν των ξύλων.
Θελόντων δε των Ελλήνων να φορτώσωσι τα ξύλα εις άλλους τινάς, δεν αφήκεν ο Άγιος, αλλ’ αυτός ο ίδιος τα εφορτώθη εις τον ώμον του. Αφού δε ηνάφθη η πυρά, εισήλθεν εν τω μέσω αυτής ο γενναίος αθλητής και εκείθεν εδίδασκε και παρεκίνει τους Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού, χωρίς να βλάπτηται υπό του πυρός. Σκοτισθέντος δε του αέρος, και αστραπών και βροντών γενομένων, προσηυχήθη ο Άγιος και ευθύς έγινε γαλήνη και τα νέφη διεσκεδάσθησαν. Τότε παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Βλέπων δε τούτο το θαύμα ο ιερεύς των ειδώλων επίστευσεν εις τον Χριστόν όχι μόνος εκείνος, αλλά και την γυναίκα του κατέπεισε να πιστεύση, η οποία έστειλε την θεράπαινάν της και εκήδευσε το λείψανον του Αγίου με μύρα και σινδόνας· ούτω δε έλαβον και οι δύο το άγιον Βάπτισμα. Αλλά και άλλος τις καταγόμενος από τα Ουμάναδα, Ορέστης ονόματι και διάκονος της Εκκλησίας, λαβών το λείψανον του Αγίου Κινδέου μετά της παντίμου αυτού κεφαλής, ω του θαύματος! υψώθη ως ο Αββακούμ εις τον αέρα και έφθασεν εν μια ημέρα εκ της Παμφυλίας εις την πατρίδα του Ουμάναδα· εκεί δε κατασκευάσας θήκην, απεθησαύρισεν εν αυτή τα άγια λείψανα δια των χειρών των ιερέων, καθώς είναι τάξις και συνήθεια να γίνηται εν τη καταθέσει των αγίων λειψάνων.
Θελόντων δε των Ελλήνων να φορτώσωσι τα ξύλα εις άλλους τινάς, δεν αφήκεν ο Άγιος, αλλ’ αυτός ο ίδιος τα εφορτώθη εις τον ώμον του. Αφού δε ηνάφθη η πυρά, εισήλθεν εν τω μέσω αυτής ο γενναίος αθλητής και εκείθεν εδίδασκε και παρεκίνει τους Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού, χωρίς να βλάπτηται υπό του πυρός. Σκοτισθέντος δε του αέρος, και αστραπών και βροντών γενομένων, προσηυχήθη ο Άγιος και ευθύς έγινε γαλήνη και τα νέφη διεσκεδάσθησαν. Τότε παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Βλέπων δε τούτο το θαύμα ο ιερεύς των ειδώλων επίστευσεν εις τον Χριστόν όχι μόνος εκείνος, αλλά και την γυναίκα του κατέπεισε να πιστεύση, η οποία έστειλε την θεράπαινάν της και εκήδευσε το λείψανον του Αγίου με μύρα και σινδόνας· ούτω δε έλαβον και οι δύο το άγιον Βάπτισμα. Αλλά και άλλος τις καταγόμενος από τα Ουμάναδα, Ορέστης ονόματι και διάκονος της Εκκλησίας, λαβών το λείψανον του Αγίου Κινδέου μετά της παντίμου αυτού κεφαλής, ω του θαύματος! υψώθη ως ο Αββακούμ εις τον αέρα και έφθασεν εν μια ημέρα εκ της Παμφυλίας εις την πατρίδα του Ουμάναδα· εκεί δε κατασκευάσας θήκην, απεθησαύρισεν εν αυτή τα άγια λείψανα δια των χειρών των ιερέων, καθώς είναι τάξις και συνήθεια να γίνηται εν τη καταθέσει των αγίων λειψάνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου