Ο Ευαγγελισμός των ποιμένων

Είναι άξιο πολλής προσοχής, ότι κατά την κοσμοϊστορική εκείνη νύκτα, κατά την οποία αποκαλύφθηκε το μέγα της βουλής του Θεού μυστήριο, κανείς άλλος δεν κρίθηκε άξιος να ευαγγελισθεί τη χαρά τη μεγάλη, «ότι ετέχθη υμίν Σωτήρ», παρά μόνο οι ποιμένες της Βηθλεέμ! Ο δε θελκτικός και θεόπνευστος ιστορικός της γεννήσεως και της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος, ο ευαγγελιστής Λουκάς, διαθέτει δεκατρείς ολόκληρους στίχους, για να περιγράψει την εμφάνιση του αγγέλου στους ποιμένες, τον ευαγγελισμό της μεγάλης χαράς, την υμνωδία «πλήθους στρατιάς επουρανίου», που είδαν και άκουσαν οι μακάριοι αυτοί άνδρες.

Υπήρχε βεβαίως στο κατάλυμα πλήθος ταξιδιωτών, που κατέλαβαν όλο το χώρο, ώστε να μην υπάρχει για την Παρθένο άλλος τόπος τοκετού, παρά μόνο το σπήλαιο του σταύλου και η φάτνη των αλόγων ζώων. Υπήρχε και στη Βηθλεέμ ο συνήθης πληθυσμός των κατοίκων της. Αλλ’ ούτε οι μεν ούτε οι δε κρίθηκαν άξιοι να ευαγγελισθούν τη χαρά τη μεγάλη, διότι τόσο αφιλόξενοι και άσπλαχνοι αποδείχθηκαν, ώστε να παραπέμψουν στο σταύλο τη λεχώνα και, καθόσον εξαρτιόταν από αυτούς, να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του γεννηθέντος βρέφους. Υπήρχαν στην Παλαιστίνη σοφοί νομοδιδάσκαλοι, πλούσιοι και βασιλείς και μεγιστάνες, αρχιερείς και πρεσβύτεροι και λευίτες. Αλλά κανείς δεν κρίθηκε άξιος να ευαγγελιστεί τη γέννηση του Μεσσία, διότι όλοι αυτοί ήταν ξένοι προς το πνεύμα του Μεσσία και προς τη σωτηρία, που προσέφερε ο Σωτήρας, ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ. Και κρίθηκαν άξιοι οι ποιμένες της Βηθλεέμ, σαν να ήταν εξαιρετικές φυσιογνωμίες. Και ήταν πράγματι τέτοιες, όχι βέβαια κατά το μέτρο της κρίσεως που κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι τις προσωπικότητες, αλλά κατά το μέτρο της εκτιμήσης του Θεού.
Πρώτον μεν, διότι ήταν άνθρωποι ταπεινοί και ευσεβείς. Έμεναν μακριά από τις πόλεις και από τη φιλαρχία που αναπτύσσεται στους κατοίκους των πόλεων για τη κατάληψη των αξιωμάτων, μακριά από τη φιλαρχία που χρησιμοποιεί συχνά μέσα παράνομα και εγκληματικά, όσα οι άρχοντες των Ιουδαίων της εποχής εκείνης είχαν να παρουσιάσουν, αναπτύσσει δε έχθρες και μίση αδιάλλακτα, όσα τα περί την εξουσία μαχόμενα κόμματα της εποχής μας έχουν να επιδείξουν. Έμεναν μακριά από τις πόλεις, όπου οι κάτοικοι τους κατεξαντλούνται στη μανία εκείνη της επιδείξεως, που απαιτεί νέα πάντοτε φορέματα και καλλωπισμούς και αντιζηλίες και μάταιους διαγωνισμούς και ανομολόγητους συμβιβασμούς, μακριά από την επιτήδευση και την υποκρισία και τα κατά συνθήκη ψεύδη των δήθεν πολιτισμένων. Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, ανεπιτήδευτοι, ήσυχοι, έτοιμοι να δεχθούν την αλήθεια σε καρδιά που δεν διέφθειρε ο σκεπτικισμός, «η φιλοσοφία και κενή απάτη», η απιστία των «συζητητών του αιώνος τούτου». Αυτός άλλωστε ο Θεός δεν είχε προείπει δια του προφήτη Ησαΐα: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» (ξστ’ 2). Αυτούς πάντοτε ο Θεός θεωρεί προσωπικότητες άξιες του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του, οσοδήποτε χαμηλή κι αν είναι μεταξύ των ανθρώπων η κοινωνική θέση τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τώρα επιβλέπει και στους ποιμένες κατά τρόπο εξόχως τιμητικό, αποστέλλων αγγέλους, «περιλάμπων δια δόξης Κυρίου», ευαγγελιζόμενος «χαράν μεγάλην, ότι ετέχθη αυτοίς Σωτήρ».
Αλλ’ ότι οι ποιμένες ήταν άξιοι τέτοιου ευαγγελισμού αποδεικνύεται δεύτερον εκ του ότι, μόλις άκουσαν την αγγελία αυτή, ούτε δυσπίστησαν, ούτε ανέβαλαν την απόλαυση του γεγονότος. Αλλ’ «ως απήλθον απ’ αυτών στον ουρανό οι άγγελοι, οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους, διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισεν ημίν». Και όχι απλώς ήλθαν, αλλ’ «ήλθον σπεύσαντες» (β’ 15, 16), λέει ο ιερός ευαγγελιστής, ήλθαν με σπουδή και ταχύτητα ανάλογα προς το μέγα γεγονός, με τη φανέρωση του οποίου ο Θεός τους τίμησε.
Άκουσε και ο Ηρώδης από τους μάγους τη γέννηση του Σωτήρα, αλλ’ αντί να χαρεί και να σπεύσει να τον προσκυνήσει –όπως οι ποιμένες – «εταράχθη, εθυμώθη λίαν», εκινήθη εις φονική εκστρατεία και εξετέλεσε το φρικτό εκείνο κακούργημα της σφαγής των νηπίων. Άκουσαν «πάντες οι αρχιερείς και γραμματείς του λαού», συγκλιθέντες υπό του Ηρώδου. Και απαντούν μεν ορθώς, ότι κατά τις προφητικές βεβαιώσεις ο Χριστός γεννάται εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, δεν ενδιαφέρονται όμως να εξακριβώσουν το γεγονός και να σπεύσουν να υποδεχθούν το Σωτήρα. Κι έτσι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες του λαού, η ιθύνουσα τάξη των Ιουδαίων, μένουν ξένοι προς τη χαρά τη μεγάλη της σωτηρίας και ετοιμάζονται προς επίθεση κατά του Σωτήρα. Υπάρχουν βεβαίως και εξαιρέσεις, οι μάγοι τώρα, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος κατόπιν, ο Παύλος μετέπειτα, που εκπροσωπούν τις αξιέπαινες εξαιρέσεις των πλουσίων, των αρχόντων, των διανοουμένων, που σπεύδουν προς το Σωτήρα εν πάση γενεά. Αλλ’ είναι λυπηρό, ότι συνήθως, εκτός των εξαιρέσεων, μένει ξένη προς τον Σωτήρα η ιθύνουσα τάξη πολλών χριστιανικών λαών, όχι δε λίγοι από αυτούς επιτίθενται με τα λόγια και τα έργα τους κατά της χριστιανικής πίστεως και γίνονται πολέμιοί της.
Ότι οι ποιμένες ήταν άξιοι της τιμής, που τους έκαμε ο Θεός, αποδεικνύεται τρίτον από το ότι ιδόντες το Παιδίον πίστευσαν, δόξασαν τον Θεό, διελάλησαν το γεγονός. Αν και στο σπήλαιο δεν είδαν τίποτε το εξαιρετικό αλλ’ απλώς «το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη», εν τούτοις «ιδόντες διεγνώρισαν περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου τούτου» διεγνώρισαν ότι «ετέχθη αυτοίς Σωτήρ» διεσθάνθηκαν ότι το μάτι εκείνο, που έβλεπε την προσκύνησή τους, δεν ήταν απλώς ματάκι νηπίου, αλλ’ ο Οφθαλμός «ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν», ότι το χέρι που απλώθηκε εις ευλογία, δεν ήταν απλώς χεράκι νηπίου, αλλά «χειρ Κυρίου», η ποιήσασα τον κόσμον. Χάρηκαν «χαράν μεγάλην», ότι διεγνώρισαν τον Σωτήρα τους. Όπου υπάρχει χαρά τέτοια, δεν είναι δυνατόν να μην εκδηλωθεί και να μη μεταδωθεί. Ιδού οι ταπεινοί ποιμένες αφ’ ενός μεν «υπέστρεψαν δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον» αφ’ ετέρου μετέδωσαν τα ευαγγέλια της χαράς της μεγάλης στον κύκλο των γνωρίμων τους. Τα μετέδωσαν δε με τέτοια πεποίθηση και πειστικότητα, ώστε «πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των ποιμένων προς αυτούς»!
Πράγματι, εκπληκτικό γεγονός, ότι οι πτωχοί ποιμένες αξιώθηκαν της μεγίστης τιμής ν’ ακούσουν πρώτοι τη χαρά τη μεγάλη, «ότι ετέχθη Σωτήρ». Αλλά όταν βλέπουμε με πόση προθυμία πιστεύουν, με πόσο ζήλο ευγνωμονούν και δοξάζουν τον Θεό για την τιμή και τη δωρεά αυτή, με πόση φιλάδελφον απλότητα σπεύδουν να μεταδώσουν την είδηση και τη χαρά και να χρηματίσουν έτσι οι πρώτοι ευαγγελιστές του μεγίστου στον κόσμο γεγονότος, πειθόμεθα, ότι ήταν άξιοι τέτοιας εκ μέρους του Θεού τιμής. Διότι αποδεικνύεται όντως άξιος της τιμής και της δωρεάς να γνωρίσει τον Σωτήρα και να βρει τη σωτηρία εκείνος, ο οποίος ακούει τα ευαγγέλια της σωτηρίας, ακούει τον λόγο του Θεού, μελετά την αλήθεια την ευαγγελική, την περί του Σωτήρος ευαγγελιζομένην, και πιστεύει, δοξάζει το Θεό, λατρεύει το Χριστό. Επί πλέον θεωρεί ανάγκη εσωτερική, που τον ωθεί να μεταδώσει και σε άλλους την ευλογία και ευεργεσία αυτή, που αξιώθηκε αυτός να λάβει ως φάρμακο μεν σωτήριον για τον εαυτό του, ως παρακαταθήκη δε και τάλαντον εκμεταλλεύσιμο επ’ αγαθώ και του πλησίον.
Εάν, λοιπόν, φίλε αναγνώστη, δεν αισθάνθηκες ακόμα τη χαρά τη μεγάλη, αυτό οφείλεται στο ότι δεν θέλησες ακόμα να γνωρίσεις τον Χριστό ως Σωτήρα σου, να ακούσεις το ευαγγέλιό του, να πιστεύσεις στην αλήθεια του, να δοξάσεις τον Θεό, να διαλαλήσεις το γεγονός. Και όμως ο Κύριος σου διανοίγει και πάλι την ευκαιρία της σωτηρίας. Θα θελήσεις να την επωφεληθείς; Το ευχόμεθα ολοψύχως.
 
Από το βιβλίο
«Ο Κύριος ως Νέος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου