ΔΙΑ ΝΑ ΜΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΤΑΙ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ – Γράφει ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Στα τελευταία χρόνια προέκυψαν δύο διεκδικήσεις αυτοκεφαλίας από Εκκλησίες, που ενδιαφέρουν άμεσα ή έμμεσα την Ελληνική ή και την Ελληνόφωνη Ορθοδοξία. Πρόκειται για την Ελληνική Εκκλησία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που ανήκει στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την Εκκλησία της Ουκρανίας, που περιέχεται στην Εκκλησία της Ρωσίας, όπως δηλώνεται στα εν χρήσει «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος» (2018). Όπως η πρώτη περίπτωση είναι εσωτερική υπόθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έτσι και η δεύτερη αφορά άμεσα την Εκκλησία της Ρωσίας. Και για τις δύο αυτές περιπτώσεις, και ιδιαίτερα για τη δεύτερη, γράφονται πολλά και διατυπώνονται διάφορες απόψεις από πολλές πλευρές. Δεν θέλουμε να προσθέσουμε μία ακόμη άποψη, πόσω μάλλον που τα αφορώντα και τον εκκλησιαστικό χώρο, και μάλιστα τον ορθόδοξο, εμπλέκονται στη διεθνή πολιτική και τους ανταγωνισμούς των Ισχυρών της εποχής μας, και στους σχεδιασμούς της «Νέας Τάξης» για παγκόσμια επιβολή και κυριαρχία. Πρόκειται δηλαδή για πολιτικό θέμα με ένδυμα θρησκευτικό.
Θα επιχειρήσουμε όμως να δώσουμε μέσω του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου (1850) μίαν έμμεση απάντηση στο πρόβλημα, η οποία όμως προσδιορίζει τις εκκλησιαστικοκανονικές συνιστώσες της αυτοκεφαλίας, καθορίζοντας συνάμα, με τρόπο αυθεντικό, τη διαδικασία για τη χορήγησή της, όπως τη βιώνει στους αιώνες το Οικουμενικό Πατριαρχείο.                                                                                     
1. Ο εκκλησιαστικοκανονικός όρος «αυτοκέφαλο», που απαντά σπανιότερα και ως «αυτοκεφαλία», εμφανίζεται τον 4ο – 5ο αι. Σημαίνει την κανονική (σύμφωνη δηλαδή με τους ι. Κανόνες) ύπαρξη μιάς Τοπικής Εκκλησίας (επαρχιακής), με λειτουργία ανεξάρτητη από κάθε άλλη διοίκηση, μέσα στο πνεύμα της ενότητας σύνολης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτοκέφαλη (με δική της κεφαλή) είναι μία τοπική Σύνοδος Επισκόπων μιάς περιοχής, που καθορίζει ανεπηρέαστα την εσωτερική λειτουργία της, με βάση τον συνοδικό θεσμό. Ο σκοπός της χορηγήσεως αυτοκεφάλου είναι η διευκόλυνση μιάς επαρχιακής Εκκλησίας να ασκεί απρόσκοπα και ανεπηρέαστα το έργο της. Το πρώτο ιστορικά αυτοκέφαλο χορηγήθηκε σ’ αυτό το πλαίσιο από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (Έφεσος, 431) στην Εκκλησία της Κύπρου. Το 1589 η εμπερίστατη, λόγω της δουλείας Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως αναγνώρισε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Συγκεκριμένα: Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, ο Τρανός (1586 – 1595, γ΄ Πατριαρχία), ευρισκόμενος το 1586στη Ρωσία, δέχθηκε το αίτημα του τσάρου για την ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας, και το 1589 εχειροτόνησε τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ πρώτο Πατριάρχη Ρωσίας. Το πράγμα όμως έπρεπε να κυρωθεί συνοδικά. Αυτό έγινε με την εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο του 1593, που επιβεβαιώνει ιστορικά την χορήγηση του Αυτοκεφάλου μόνο από τη Σύνοδο και όχι αυθαίρετα από ένα Πατριάρχη, έστω και αν είναι του ύψους του Ιερεμίου Β΄. Τα αυτοκέφαλα όμως δεν πρέπει ποτέ να διασπούν την ενότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, που διακρατείται με την μία Πίστη, την ίδια Λατρεία και την ίδια Κανονική Τάξη.                                                                                      
2. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτοκεφαλίας στα νεώτερα χρόνια, αλλά και διδακτική για την εποχή μας, είναι το Ελλαδικό αυτοκέφαλο του 1850, μετά μάλιστα την πραξικοπηματική αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, που ήταν έργο της Βαυαροκρατίας και της παράταξης των Ελλήνων Διαφωτιστών, με πρωτεργάτες τον Αδαμάντιο Κοραή (1748 – 1833) και τον ομόψυχό του Αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη (1784 – 1860) και πραγματοποιήθηκε με την έναρξη της Βαυαροκρατίας (1833). Δύο φορές (1821 και 1831) ο Κοραής έθεσε το αίτημα για μια αυτόνομη Ελλαδική Εκκλησία, ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την μέχρι τότε «Μητέρα Εκκλησία», με την δικαιολογία, ότι «δεν είναι περί δόγματος ο λόγος, αλλά περί τύπου». Με την έναρξη της Επαναστάσεως, διεκόπη η επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με  το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι δε επίσκοποί της εμνημόνευαν «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Παρ’ όλα αυτά, μέχρι την ολοκλήρωση του απελευθερωτικού αγώνα δεν επιχειρήθηκε η πραξικοπηματική, μονομερής δηλαδή, ανεξαρτητοποίηση της Ελλαδικής εκκλησιαστικής επαρχίας. Αντίθετα ο Καποδίστριας προσπάθησε να αποκαταστήσει τις κανονικές σχέσεις με την Μητέρα Εκκλησία. Προετοίμασε, λοιπόν, τον από Ρέοντος και Πραστού και κατόπιν Κυνουρίας Διονύσιο να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για την αποκατάσταση των σχέσεων της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε το 1831 επί Πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄ του από Σιναίου (1830 – 1834). Στο μεταξύ όμως έλαβε χώρα η δολοφονία του Καποδίστρια (27. 9. 1831), κάτι που κατά την δική μου ταπεινή εκτίμηση δεν είναι άσχετη με την φιλορθόδοξη πολιτική του πρώτου μας Κυβερνήτου και μόνου πατερικά ορθοδόξου Έλληνα Ηγέτη ως σήμερα. Αλλά και στα αυτοκέφαλα των βαλκανικών Εκκλησιών τον 19ο αιώνα παρεμβάλλονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, και ιδιαίτερα η Βρετανία, στην επιδίωξή της να απαλλαγεί από το αντίπαλο δέος, την ορθόδοξη Ρωσία και την επιρροή της στα Βαλκάνια. Την θέση της Βρετανίας έχουν σήμερα οι Η.Π.Α.                                                                                                                                    
Ας προσεχθούν οι αναλογίες του τότε με το σήμερα.                                                        
Το πρόβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος εντάχθηκε στο «ανατολικό ζήτημα» και την μόνιμη επιθυμία της Ευρώπης για την διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κάτι που συνδυαζόταν με την διάλυση της Ρωμαίικης Εθναρχίας και τη συρρίκνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η διάλυση της Εθναρχίας σήμαινε στην πράξη και θάνατο του Βυζαντίου/Ρωμανίας, που συνεχιζόταν στα όρια της εθναρχικής δικαιοδοσίας με κέντρο το πρώτο Πατριαρχείο της Ρωμηοσύνης, το Οικουμενικό.                                                                                                
3. Δεν έλειψαν, βέβαια, οι προσπάθειες επικοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στα δεκαεπτά χρόνια, πο διήρκεσε το ελλαδικό «σχίσμα» του 1833. Από το 1834, μάλιστα, άρχισε μία σειρά αποτυχημένων προσπαθειών για την αποκατάσταση των κανονικών σχέσεων της Ελλάδος με την Μητέρα Εκκλησία της. Σοβαρότερες προσπάθειες θα αρχίσουν το 1840, αλλά νέα σημαντική αφορμή έδωσε η Επανάσταση του 1843, η οποία κατάργησε συνταγματικά την βαυαρική απολυταρχία. Η υπόθεση όμως έφθασε σε μεγάλη οξύτητα το 1849, όταν κορυφώθηκε η ανάγκη πληρώσεως των κενών επισκοπικών εδρών, πρόβλημα πιεστικό τόσο για την Ελλαδική Εκκλησία, όσο και γι’ αυ΄τη την Πολιτεία. Έτσι, εντάθηκε η προσπάθεια για συνεννόηση με την Μητέρα Εκκλησία, ώστε να φθάσουμε στον Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850. Άλλωστε το μη κανονικό «αυτοκέφαλο» του 1833 είχε απομονώσει την Εκκλησία της Ελλάδος, όχι μόνο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και από όλες τις Ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες.                                                                                             
4. Αυτό όμως, που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι ο τρόπος χορηγήσεως του κανονικού αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και όλες οι σχετικές με αυτό διαδικασίες. Γι’ αυτά μάς πληροφορεί ο «Κώδηξ Ιερός», που τυπώθηκε στο «Πατριαρχικό Τυπογραφείο» τον Ιούνιο του 1850, και περιέχει όλα τα σχετικά έγγραφα και τα «Πρακτικά» της Συνόδου, που εψήφισε το Αυτοκέφαλο της Ελλάδος. Ο τίτλος: «ΚΩΔΗΞ ΙΕΡΟΣ, περιέχων τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της συγκροτηθείσης εν Κωνσταντινουπόλει επί του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Ανθίμου του Βυζαντίου, Περί της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εν έτει σωτηρίω, αων΄, Ινδικτιώνος η΄, Κατά μήνα Ιούνιον» (σελ. 4 χ. αρ. και σελ. α΄ - ε΄ + 84).                                                      
Για την επίτευξη της τελικής λύσεως θεωρήθηκε από την Σύνοδο αναγκαία η «κοινή σύσκεψις του ι. Κλήρου της Ελλάδος και η συνευδόκησις της Κυβερνήσεως» (Κ. Οικονόμος). Άρα το αυτοκέφαλό μας ζητήθηκε από τον ελλαδικό Κλήρο (που εξέφραζε και τον Λαό) και την Ελληνική Πολιτεία. Αυτή είναι η σύμφωνη με τους ιερούς Κανόνες πορεία. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία χαρακτηρίζεται συχνά στον Πρόλογο του Πατριάρχου και σε άλλα έγγραφα, «κέντρον απασών των ομοδόξων Εκκλησιών», κάτι που σχετίζεται με τα από αιώνων «πρεσβεία τιμής» του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Ιδιαίτερα τονίζεται, ότι «η ενέργεια της Συνόδου ήταν μία οικονομία, δικαία τε κατά πάντα και εύλογος, και σύμμορφος όλοις τοις ανέκαθεν νενομισμένοις τε και παραδεδομένοις ημίν, και τη εκάστοτε παραδειγματική και κανονιστική πράξει της Εκκλησίας». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια του Πατριάρχου του ομολογεί ότι ενεργεί με βάση τα »πρεσβεία τιμής» στην Ορθοδοξία.                                                                                  
Ό,τι έγινε συνεπώς στη Σύνοδο δεν έγινε αυθαίρετα, αλλά συνοδικά, όπως επιβάλλει η παράδοση της Ορθοδοξίας, μολονότι το αυτοκέφαλο σχετιζόταν με περιοχή, που ανήκε δικαιοδοσιακά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα πάντα αποφασίσθησαν από την συγκροτηθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδο υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τονίζεται, μάλιστα, ότι «η αυτοκεφαλία» ήταν «ευσεβής και φιλόθεος αξίωσις… του (εν Ελλάδι) Ορθοδόξου Πληρώματος» (όλου δηλαδή του Έθνους), έγινε δε κατά το παράδειγμα και άλλων Ορθοδόξων Λαών. Ο λόγος αυτός υπονοεί τα λοιπά αυτοκέφαλα, όπως λ.χ. εκείνο της Εκκλησίας της Ρωσίας (1589), το οποίο έγινε μεν δεκτό από τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄, που το 1589 ήταν στη Ρωσία, εγκρίθηκε όμως το 1593 από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μετά την επιστροφή του Πατριάρχη στην έδρα του. Όλα στην Ορθοδοξία (πρέπει να) λύνονται συνοδικά και όχι «παπικά» και αυθαίρετα. Υπενθυμίζεται δε ότι με το αντικανονικό «αυτοκέφαλο» του 1833 επήλθε η διάσπαση της ενότητας από την Εκκλησία της Ελλάδος επί δεκαεπτά χρόνια και η «απομόνωσή» της από την ορθόδοξη κοινωνία. Έτσι συγκροτήθηκε «Σύνοδος Αγία και Μεγάλη», στην οποία συμμετείχαν: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Δ΄, ως «προϊστάμενος», ο πρ. Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος ο από Σιναίου, ο πρ. Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Δ΄, ο πρ. Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο από Εφέσου, ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος ΣΤ΄, και οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται του «Οικουμενικού Θρόνου» Καισαρείας Παϊσιος, Εφέσου Άνθιμος, Ηρακλείας Πανάρετος, Νικομηδείας Διονύσιος, Χαλκηδόνος Ιερόθεος, Δέρκων Νεόφυτος, Πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος, Νεοκαισαρείας Λεόντιος, Κρήτης Χρύσανθος, Σερρών Ιάκωβος, Βιζύης Γρηγόριος, Σωζουαγαθουπόλεως Προκόπιος. Συμμετείχαν επίσης οι Μητροπολίται και Διδάσκαλοι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ο πρώην Μεσημβρίας Σαμουήλ και ο Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος (Τυπάλδος), Σχολάρχης της Ι. Θεολογικής Σχολής Χάλκης και Γραμματεύς της Συνόδου. Επιδιώχθηκε δηλαδή η κατά το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή στη Σύνοδα αυτή, για να έχει μεγαλύτερη εγκυρότητα, εφόσον το Αυτοκέφαλο δεν το χορηγεί ατομικά ο Πατριάρχης, αλλά όλη η Σύνοδος, με «πρώτον τη τάξει» τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Αυτή την οδό, όπως ελέχθη, ακολούθησε και ο Πατριάρχης Ιερεμίας το 1589/ 1593.                                                         
Με αυτές τις προϋποθέσεις απεφασίσθη και χορηγήθηκε το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ελλάδος και οι παραπάνω Ιεράρχες υπογράφουν τον Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850, που ανεκήρυττε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Κατά τον Συνοδικόν Τόμο «η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία θα υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος», με υπέρτατη εκκλησιαστική Αρχή «Σύνοδον διαρκή» και Πρόεδρο «τον κατά καιρόν… Μητροπολίτην (Αρχιεπίσκοπον) Αθηνών, διοικουμένη ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». «Επιγινώσκεται δε και ανακηρύσσεται» «πνευματική αδελφή» της πρώην Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θα χαρακτηρίζεται πλέον «Μητέρα», αλλά «Αδελφή Εκκλησία». Έτσι «αναγορεύεται και κηρύττεται η εν Ελλάδι Εκκλησία αυτοκέφαλος» και η Σύνοδός της «αδελφή εν Πνεύματι» με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.                                                                                             
5. Η χορήγηση του Αυτοκεφάλου έγινε με βάση συγκεκριμένους όρους (σ. 23 – 26), στους οποίους μεταξύ άλλων ορίζεται, ότι ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή είναι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρόεδρον τον κατά καιρόν Μητροπολίτην Αθηνών. Δεν γίνεται όμως λόγος περί «Πρώτου». Η Σύνοδος θα διοικεί «τα της Εκκλησίας κατά τους θείους και ιερούς κανόνας, ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» (Όρος Α΄ ) για την αποφυγή της πολιτειοκρατίας. Για την διατήρηση δε της πνευματικής σχέσης με την ως τότε Μητέρα Εκκλησία ορίζεται (όρος Ε΄ ) η Εκκλησία της Ελλάδος να παραλαμβάνει το άγιο Μύρον από την Εκκλησία Κων/λεως. Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι μετά την απόκτηση της αυτοκεφαλίας η Εκκλησία της Ελλάδος γίνεται πλέον «Αδελφή» όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και αυτής της πρώην «Μητρός Εκκλησίας». Το ερώτημα όμως είναι: Αν μία επαρχία της Ελλάδος, π.χ. η Πελοπόννησος, διεκδικήσει αυτοκεφαλία, έχει ή δεν έχει λόγο η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η μέχρι τότε δηλαδή Μητέρα Εκκλησία; Αυτό παραπέμπει σήμερα στην περίπτωση της Ουκρανίας.                                                                                                
Το Ελληνικό αυτοκέφαλο είναι μιά χαρακτηριστική περίπτωση, που διακρίνεται δια την πιστότητά της στην εκκλησιαστικοκανονική παράδοση της Ορθοδοξίας και γι’ αυτό μπορεί – και πρέπει – να λειτουργήσει ως πρότυπο και στην εποχή μας.

«Ο.Τ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου