«Οἱ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ» -- Γράφει ὁ Εὐάγγελος Ἀποστόλου, πρώην Λυκειάρχης (Θεολόγος – φιλόλογος).

Δογµατικά, ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος εἰς τὴν Οὐσίαν Του, εἶναι ὅµως προσιτός εἰς τὶς ἐνέργειές Του. «Ἐγὼ εἶµαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὤν καί ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόµενος, ὁ παντοκράτωρ». (Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, 1,8-9). Συνάµα, γιὰ τὰ Δηµιουργήµατά Του ἐκπληρώνοντας τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονοµίας, λειτουργεῖ : «ὡς Θεὸς- Ἀγάπη- Δικαιοσύνη- Ἐλπὶς καὶ κυρίως, ὡς Χάρις», δωρίζοντας εἰς τοὺς Κλητοὺς καὶ Ἐκλεκτούς τὴν Εὐφροσύνην. Εἰς τὰς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» γράφεται: «εἶναι εἰς τὰ δεξιά µου, γιὰ νὰ προστατευθῶ. Γι’ αὐτὸ εὐφράνθη ἡ καρδιά µου. Θὰ µὲ γεµίσεις Εὐφροσύνη, ὅταν θὰ εἶµαι κοντά Σου». Τὸ καίριο ἐρώτηµα εἶναι: χρειαζόµεθα τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν γήϊνην καὶ οὐράνιον ζωήν µας; Οἱ ψυχολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχουν λαθεµένες ἐρωτήσεις, ἀλλὰ συνήθως λαθεµένες ἀπαντήσεις. Γι’ αὐτό, εἰς τὶς λαθεµένες ἀπαντήσεις δοµεῖται ἡ ἀνθρώπινη πλάνη – ἁµαρτία καὶ ἡ ἐπιβλαβὴς φορά γίνεται συµφορά.
Ἀλήθεια, κοσµεῖ καὶ καταξιώνει τὸν ἄνθρωπον ἡ νοοτροπία καὶ ἡ συµπεριφορά τοῦ «ὅ,τι φᾶµε, ὅ,τι πιοῦµε, ὅ,τι ἁρπάξουµε;». Ἔτσι ἔπραξε καὶ ὁ ἄφρων πλούσιος. Ἆραγε, ἐγεννήθηµεν, γιὰ νὰ καταντήσωµεν µία ξεχασµένη προσωρινότης, µέσα εἰς τὴν αἰωνιότητα τοῦ χωροχρόνου; Ὄχι βέβαια, διότι ἀντιφάσκει µὲ τὴν ἔντονη ἐπιθυµία µας νὰ κερδίζωµε τὴν ἀθανασίαν – ὑστεροφηµίαν, καὶ νὰ ἐπιδιώκωµεν τὴν ἀνάµνησιν – µνήµην, µὲ τὴν ὀνοµατοδοσίαν. Οἱ ἐπιδιώξεις αὐτὲς εἶναι κοινές, οἱ ἐπιλογὲς συνήθως ἀλλάζουν. Ὁ Χριστιανὸς ἀκολουθεῖ ἐπιφανειακὰ ἢ οὐσιαστικά, τὴν βοήθειαν τῆς Θείας Χάριτος. Ἐνδεικτικά, γι’ αὐτὸ δίνει Χριστιανικὰ ὀνόµατα εἰς τὰ παιδιά του. Ἐξάλλου καὶ ὁ Χριστὸς τὰ παιδιὰ εὐλόγησε, λέγοντας ὅτι «ὅποιος δὲν δεχθῆ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, σὰν παιδί, δὲν θὰ µπῆ σὲ αὐτήν». (κατὰ Μᾶρκον 10,15). Ὑπάρχουν ὅµως καὶ οἱ παρεκκλίνοντες, οἱ ὁποῖοι διαιωνίζονται, ὡς παραδείγµατα ἀποφυγῆς. Αὐτοὶ ταυτίστηκαν µὲ τὸν µαµωνᾶ (= χρῆµα), ἔσπειραν καὶ ἐξέθρεψαν τὸν σπόρον τῆς διχόνοιας, τῆς καταστροφῆς, τοῦ θανάτου. Εἰς ἑκάστην ἐποχήν, θὰ γεννῶνται: ὁ Κάϊν, οἱ Γραµµατεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ζηλωταί. Εἶναι καρποί, ὄχι µόνο τῆς τυπολατρικῆς καὶ φανατικῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀτελοῦς δηµοκρατίας. Ἡ δηµοκρατία ὀφείλει νὰ λειτουργῆ ὡς κάµινος ἐξαγνισµοῦ καὶ ὄχι ὡς χωνευτήριον. Δὲν ὠφελεῖ νὰ λειτουργῆ, ὡς ἡ κολυµβήθρα τοῦ Σιλωάµ, διότι ἐκεῖ ἐσώζετο, ὅποιος κατάφερνε νὰ µπῆ πρῶτος. Γιαυτό, εἰς τὴν νόθον δηµοκρατίαν, ὅλοι δῆθεν εἴµεθα ἴσοι, ἀλλὰ κυριαρχοῦν οἱ πρῶτοι. Εἰς τὴν Δηµοκρατίαν ὅµως τοῦ Χριστοῦ: «πολλοὶ θὰ εὑρεθοῦν ἀπὸ πρῶτοι τελευταῖοι καὶ ἄλλοι ἀπὸ τελευταῖοι πρῶτοι» (Κατὰ Μᾶρκον 10,31). Εἴµεθα τὸ τελειότερον πλάσµα τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἐνεφύσησε µόνον τὴν «πνοὴν ζωῆς», ἀλλὰ µᾶς προστατεύει καὶ µὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος, ἔγραψε τὸν τελειότερον ὕµνον, γιὰ τὴν Ἀγάπην: «..Κι ἂν ἀκόµη µοιράσω εἰς τοὺς πτωχούς, ὅλα µου τὰ ὑπάρχοντα, κι ἂν παραδώσω εἰς τὴν φωτιὰν τὸ σῶµα µου, γιὰ νὰ καῆ, ἀλλὰ δὲν ἔχω Ἀγάπην, σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει, ὅλα τὰ ἀνέχεται, σὲ ὅλα ἐµπιστεύεται, γιὰ ὅλα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑποµένει. Ποτὲ ἡ Ἀγάπη (= ὁ Θεὸς) δὲν θὰ πάψη νὰ ὑπάρχη. Ὅταν ὅµως τὸ τέλειον, ὅπου περιµένοµεν, ἔλθη, τότε τὸ µερικὸν θὰ πάψη νὰ ὑπάρχη..». Ὅµως αὐτὴ ἡ Ἀγάπη προϋποθέτει, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Δικαιοσύνη. Δὲν εἶναι πλέον ὁ τιµωρὸς Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (κατακλυσµὸς τοῦ Νῶε), διότι τώρα βιώνοµεν τὴν Καινήν Διαθήκην, τὴν ὁποίαν ἐπεσφράγισε, µὲ τὸ Αἷµα τῆς Σταυρικῆς Θυσίας Του, ὁ Χριστός. Ὁ πιστὸς χρειάζεται τὴν Δικαιοσύνην, ἡ ὁποία συντρίβει τὴν ἀλαζονείαν καὶ ὑπερυψώνει τὴν µετάνοιαν, στὸ πρόσωπο τοῦ Τελώνου. (Ὁ Δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται). Τὴν ἀληθινὴν µετάνοιαν ἐνστερνίζεται, ὁ Θεὸς – Ἐλπίς. Εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἰακώβου γράφεται: «Οἱ πόλεµοι προέρχονται ἀπὸ τὰ Πάθη Σας. Ζητεῖτε καὶ δὲν τὸ παίρνετε, διότι τὸ ζητεῖτε διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῶν παθῶν σας. Ἡ ἀγάπη διὰ τὸν ἁµαρτωλὸν κόσµον, εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Πλησιάσετε τὸν Θεὸν καὶ θὰ σᾶς πλησιάσει καὶ Ἐκεῖνος. Ταπεινωθεῖτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ σᾶς ἀνεβάσει ψηλά.» Ἡ Ἐλπὶς λοιπὸν νὰ βλέπης τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἡ ὑπέρβασις νὰ ἀγαπᾶς καὶ τὸν ἐχθρόν σου, δὲν σὲ καταξιώνει µόνον, «ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», ἀλλὰ σὲ ὁδηγεῖ καὶ «εἰς τὸ καθ΄ὁµοίωσιν». Συνήθως ὅµως ὁ ἄνθρωπος εἶναι «δυνατός» εἰς τὰς ἀδυναµίας του: Λατρεύει τὴν ὕλην, τρελλαίνεται γιὰ τὴν ἡδονήν, κοµπορρηµονεῖ διὰ τὰς ἐπιγείους κατακτήσεις του. Εἰσέρχεται ἀπὸ τὴν εὐρύχωρον θύραν, ἀκολουθεῖ τὴν εὔκολον ὁδόν, πράττει ἐνίοτε καὶ κάποιαν ἀγαθοεργίαν, ἀπὸ τὸ περίσσευµά του. Ὅµως ὅλα αὐτὰ εἶναι πλάνη, ἡ ὁποία τὸν ἐφησυχάζει εἰς τὴν ἐφηµερότητά του, ἀλλὰ τὸν ἀποµακρύνει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ἀπαραιτήτως, ἂς ἐπιτρέψωµεν νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν καρδιάν µας καὶ νὰ πληρώση τὸ Εἶναι µας, «ὁ Θεὸς- Χάρις». Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ συµπυκνώνει ὅλες τὶς προηγούµενες καὶ ἀποτελεῖ τὴν ζωογόνον δύναµιν καὶ δωρεὰν σφραγῖδα τῆς σωτηρίας µας. Εἰς τὰς ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δηλώνεται: «Χάρις εἶναι ἡ πρᾶξις Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν κόσµον καὶ φανερώνεται µὲ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδίως µὲ τὴν Σταύρωσιν καὶ Ἀνάστασίν Του. Ἀντὶ τοῦ Θανάτου, τὸν ὁποῖον ἀξίζει ἡ ἁµαρτωλὸς ἀνθρωπότης, ὁ Θεὸς παρέχει εὐφροσύνην καὶ προσφέρει ζωήν». Ἔτσι, εἰς τὰς ἐπιστολάς του ἀρχίζει, µὲ τὸν χαιρετισµόν: « Ἡ Χάρις καὶ ἡ Εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρός..» Ἀλλοῦ ἀναφέρει: « Κατὰ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, τὴν δοθεῖσάν µοι..». Ἐπίσης καὶ εἰς τὰς ἐπιστολάς Ἰακώβου καὶ Πέτρου γράφεται: « ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι Χάριν». Αὐτὴ ἡ Χάρις δὲν σὲ κάνει ἁπλὰ χαριτωµένον ἄνθρωπον, (ὡς χαρίεις ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ, ἀποτελεῖ στάδιον, γιὰ νὰ ξεχωρίσουν «τὰ πρόβατα, ἀπὸ τὰ ἐρίφια» καὶ συντελεῖ νὰ δεχθῶµεν ὡς ποιµένα τῆς ζωῆς µας, τὸν Χριστόν. Μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, παρέχεται µέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µὲ τὰ µυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸν νέον λαὸν τοῦ Θεοῦ. «Ἔτσι ὁ Παράκλητος, ἤτοι ὁ συνήγορος τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Πατέρα, θὰ διδάξει τὰ πάντα καὶ θὰ σᾶς θυµίσει, ὅσα ἔχω πεῖ ἐγώ», λέγει ὁ Χριστός. Σύµφωνα µὲ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ὁ Χριστὸς εἶπε: « Ἐγὼ εἶµαι τὸ κλῆµα καὶ ἐσεῖς οἱ κληµατόβεργες. Ὅποιος µένει µαζί µου, δίνει ἄφθονον καρπόν, ἂν δέν, ξεραίνεται». Τελικὰ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ σώζουν. Ὅµως τὸ µεγαλεῖον τους ἔγκειται, εἰς τὸ ὅτι ἐλεύθερα ἐπιλέγουµε, ἂν τὶς ἀποδεχθοῦµε ἢ ὄχι. Εἶναι σωτήριον, νὰ µὴ συµπεριφερώµεθα ἑρµαφρόδυτα, ὑπηρετώντας «δυσὶν κυρίοις»: τὸν Θεὸν καὶ τὸν Σατανᾶ. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παρέχει εὐφροσύνην. Ἂς µὴ τὴν µετατρέπωµεν, εἰς ἀχαριστίαν, λόγῳ τῆς ἀφροσύνης µας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου