Τη ΙΣΤ΄ (16η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ του Θαυματουργού, του εν τη εν Πάτμω Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου ασκήσαντος εν η και το τίμιον αυτού απόκειται Λείψανον.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Σάββατο, 16  Μαρτίου 2019


Χριστόδουλος ο του Δεσπότου Χριστού θαυμαστός και γνήσιος δούλος κατήγετο από τα περίχωρα της ε Βιθυνία της Μικράς Ασίας λαμπράς και περιφανούς πόλεως Νικαίας, εις την οποίαν εγεννήθη κατά τους τελευταίους χρόνους της βασιλείας του αυτοκράτορος Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976 – 1025). Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβείς και Ορθόδοξοι και εκαλούντο ο μεν πατήρ Θεόδωρος, η δε μήτηρ Άννα, οίτινες, αφού τον εγέννησαν, ωνόμασαν αυτόν κατά το Άγιον Βάπτισμα, Ιωάννην.
Όταν ενηλικιώθη, τον εξεπαίδευσαν εις τα ιερά γράμματα και εις ολίγον καιρόν απέκτησε πολλήν μάθησιν, ως γνωστικός φύσει και από θείαν Χάριν φωτισθείς. Διότι, προβλέπων ο Κύριος την μέλλουσαν αρετήν του παιδός, τον εφώτισεν· Όθεν αναγινώσκων τας θείας Γραφάς συχνάκις, κατεφρόνει τα παρόντα αγαθά ως φθαρτά και μάταια και επεθύμει τα αληθινά και αιώνια. Οι δε γονείς του, βλέποντες την πολλήν ευλάβειαν του νέου και ότι επεθύμει να γίνη Μοναχός, έσπευσαν και μη θέλοντα να τον αρραβωνίσουν μετά τινος νέας, διότι επόθουν να ίδουν κληρονομίαν από αυτόν. Αλλ’ ο καλός νεανίας πριν να ευλογηθή και υπό Ιερέως ο αρραβών έφυγεν, ως σοφώτατος, κρυφά από τους γονείς του και καθώς ήτο κεκρυμμένος ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· «Φύγε από τους συγγενείς σου και ελθέ εις τον τόπον τον οποίον θα σου δείξω, προς σωτηρίαν σου». Υπακούσας λοιπόν ο νέος τω καλέσαντι, έφυγεν από την πατρίδα του, συναντήσας δε ενάρετον τινά άνδρα, μετέγησαν ομού εις τον Όλυμπον. Το όρος τούτο είναι πλησίον εις την Προύσαν, τόπος δι’ ερημίτας αρμόδιος και έχει παλαιόθεν πολλά κελλία και Μοναστήρια. Εκεί, ευρών δούλον τινά του Θεού γέροντα κατά την ηλικίαν, επιτήδειον εις τα γράμματα, έμπειρον εις τα θεία βάθη του πνεύματος και κατά πολύ ενάρετον, έγινε μαθητής του. Ούτος ο καλός άνθρωπος, κουρεύσας αυτόν, ενέδυσε δια του Μοναχικού Σχήματος, ονομάσας αυτόν Χριστόδουλον ως δούλον Θεού γνησιώτατον και τον εδίδασκεν ανά πάσαν ώραν την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας. Τούτον εμιμείτο επίσης ο νέος, όσον ηδύνατο, βασανίζων την σάρκα με νηστείας, αγρυπνίας, όλην την νύκτα προσευχόμενος και υμνολογών τον Θεόν. Μετά τρεις χρόνους ετελεύτησεν ο Γέροντάς του, ο δε νέος έμεινε μόνος, περίλυπος και οδυρόμενος εις την ερημίαν και μόνωσιν. Φοβούμενος δε μήπως μάθουν τούτο οι γονείς του και υπάγουν να τον πάρουν με κολακείας ή δια της βίας, ως και πρότερον, ότε τον ηρραβώνισαν χωρίς την θέλησίν του, έφυγεν από εκεί και μετέβη εις την Ρώμην, ίνα προσκυνήση τα ιερά Λείψανα των Αγίων Αποστόλων. Εφάνησαν δε εις τον ύπνον του οι Άγιοι και του είπον όσα έμελλον να του συμβούν εις την ζωήν του, τον παρεκίνησαν δε εις το να υπομείνη αγογγύστως τους πειρασμούς, οίτινες θα τον προσβάλουν, δια να λάβη τον στέφανον της ανταποδόσεως. Ακούσας ταύτα ο νέος εχάρη και αφού προσεκύνησεν όλα τα άγια Λείψανα ανεχώρησεν από την Ρώμην και μετέβη εις τα Ιεροσόλυμα. Προσκυνήσας δε και εκεί όλους τους Αγίους Τόπους, έφυγεν εις την έρημον, όπου ήσαν τα Ασκητήρια. Ήτο δε τότε ετών είκοσι πέντε και αφού εστοχάσθη καλώς όλα τα προβλήματα έμεινεν εις εν Μοναστήριον, υποτασσόμενος και υπηρετών εις όλας τας υπηρεσίας των αδελφών, ως έπρεπε, προκόπτων καθ’ εκάστην εις τα ένθεα κατορθώματα. Ηγρύπνει όλην την νύκτα, έκοπτεν όλα της γαστρός τα θελήματα, οίνον δεν έπινεν, ούτε έτρωγεν άρτυμα, αλλά μόνον άρτον και ύδωρ και, απλώς ειπείν, απηρνήθη όλα τα σωματικά θελήματα ο τρισμακάριος. Όθεν, μη υποφέρων ο μισόκαλος δαίμων να βλέπη τόσην αρετήν εις ένα νέον, παρεκίνησε τους Αγαρηνούς να κάμουν επιδρομήν εις τα Μοναστήρια της ερήμου. Τότε άλλους Μοναχούς εφόνευσαν, άλλους ηχμαλώτισαν, άλλοι δε φυγόντες εσώθησαν. Μαζί με αυτούς ήτο και ο θείος Χριστόδουλος. Ευρόντες δε πλοίον έφυγον εις την Ανατολήν, εις την χώραν ήτις ωνομάζετο Παλάτια, πλησίον της οποίας είναι όρος καλούμενον Λάτρος, εις το οποίον είναι πολλά νερά και όπου ησκήτευαν Μοναχοί αναρίθμητοι. Ευρόντες λοιπόν εκεί πολλούς Ερημίτας εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον. Εκεί έμεινεν ο Όσιος μετά των άλλων και ηγωνίζετο, ως πρότερον. Βλέποντες δε οι Μοναχοί τον Όσιον να κάμνη τόσην εγκράτειαν εθαύμαζον, διότι δεν έτρωγε τίποτε άλλο ει μη μόνον ολίγον κέχρινον άρτον, ή κρίθινον και ολίγον νερόν, δια την ανάγκην της φύσεως. Επειδή όμως εις τα μέρη εκείνα ήσαν πολλοί από την αίρεσιν του Μάνεντος, οι οποίοι είχον την γνώμην, ότι τα φαγητά ήσαν μιαρά και εβδελυγμένα και όσους έτρωγαν τυρί ή αυγά τους εμίσουν οι ανόητοι, δια τούτο ο δόκιμος των ψυχών ιατρός, όντως δούλος του Χριστού Χριστόφορος, έτρωγεν από ταύτα κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτοι την Λαμπράν, την Πεντηκοστήν και τα Χριστούγεννα, και τότε μόνον, δια να κόψη την υποψίαν της αιρέσεως, ως φρόνιμος, ύστερον δε πάλιν ενήστευεν ως και πρότερον. Όθεν όλοι οι Μοναχοί του Λάτρου, αντιληφθέντες αυτόν ως πρακτικόν της αγωγής της ασκήσεως και ιατρόν έμπειρον, συνήχθησαν άπαντες και προσελθόντες εις αυτόν τον παρεκάλουν να γίνη Προεστώς των και διδάσκαλος και χωρίς το θέλημά του να μη κάμνουν τίποτε. Ο Όσιος όμως αγαπών την ησυχίαν, δεν υπήκουσεν. Ήλθον τότε εις τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαον και του ανέφεραν την υπόθεσιν. Προσκαλέσας δε ο Πατριάρχης τον Όσιον του είπεν· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν είπε του Πέτρου, εάν τον αγαπά να ποιμαίνη τα πρόβατά Του; Λοιπόν, εάν ποθής να γίνης και δια του έργου πραγματικός δούλος Χριστού, καθώς έχεις το όνομα, πρέπον είναι να κυβερνήσης τους αδελφούς σου, δια να σωθούν δια μέσου σού, παρά να σώσης μόνον τον εαυτόν σου». Ταύτα και άλλα πολλά ακούσας ο Όσιος ηναγκάσθη να δεχθή δια να μη γίνη παρήκοος, ο δε αγιώτατος εκείνος Πατριάρχης τον εψήφισεν Αρχιμανδρίτην εις όλα του Λάτρου τα Μοναστήρια· ούτως ετέθη ο λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα φωτίζη τους αυτόν πλησιάζοντας. Όλοι λοιπόν οι του όρους του Λάτρου μονάζοντες είχον τους λόγους του ως λόγους Θεού, ό,τι δε ήθελε προστάξει το εφύλαττον ως νόμον Θεού. Δια των ενθέων λοιπόν διδασκαλιών του, των λογικών ναμάτων επότιζε πάντα τόπον ξηρόν και άνυδρον, όστις ανθίζων έδιδε καρπόν επαινετόν. Όμως πάλιν εφθόνησεν ο πολέμιος, βλέπων ότι και εκεί εσώζοντο οι πολεμούντες αυτόν ανδρικώτατα. Όθεν έστειλε και εκεί τους Αγαρηνούς, οίτινες εφόνευσαν από τους εκεί Μοναχούς όσους επρόφθασαν. Ο δε Όσιος μαζί με άλλους αδελφούς έφυγεν εκείθεν, έχων την γνώμην να υπάγη πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα. Φθάσαντες δε εις τόπον τινά καλούμενον Στρόβιλον, εύρον Μοναχόν τινά ονομαζόμενον Αρσένιον, ο οποίος είχεν εκεί μεγάλον και λαμπρόν Μοναστήριον, το οποίον απέκτησεν από τους προγόνους του. Το Μοναστήριον τούτο είχεν εις τας νήσους Κω και Λέρον πολλά εισοδήματα, τα οποία ήρχοντο εις αυτό. Όταν λοιπόν ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήκουσε τα συμβάντα και επληροφορήθη τον σκοπόν του Οσίου, τον ημπόδισεν από την οδοιπορίαν του και τον παρεκάλεσε να δεχθή την προστασίαν του Μοναστηρίου, το οποίον, επειδή είχε πολλά εισοδήματα, θα τον έφθαναν να εξοικονομείται με την συνοδείαν του. Όθεν εδέχθη ο Όσιος και του έγραψεν ο Αρσένιος την Μονήν, να είναι εις αυτήν κύριος και εξουσιαστής πάντοτε. Ακολούθως ο μεν Αρσένιος ανεχώρησεν εις τόπον ήσυχον και εκεί ανεπαύθη, ο δε Όσιος Χριστόδουλος έμεινεν εις εκείνο το Μοναστήριον. Βλέπων όμως ο Όσιος ότι το Μοναστήριον εκείνο εταράττετο από τους κοσμικούς, οι οποίοι ήρχοντο συχνάκις και τον εσύγχιζαν, έφυγεν εκείθεν και επήγεν ειςτην Κω. Ευρών δε εκεί τόπον κατάλληλον, έκτισε Μοναστήριον εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έπειτα πάλιν βλέπων τον πολύν λαόν, όστις εσυνάζετο και εκεί, εγνώρισεν ότι δεν ήτο ο τόπος εκείνος δια Μοναχούς σωτήριος και φεύγων από εκεί εζήτει τόπον έρημον και ατάραχον. Μεταβαίνων δε από τόπου εις τόπον, έφθασε και εις την νήσον Πάτμον, και ιδών αυτήν έρημον κατ’ εκείνον τον καιρόν και εστερημένην από πάσαν ανθρωπίνην θεωρίαν και σωματικήν παρηγορίαν, εχάρη η ψυχή του, ωσάν να εύρε θησαυρόν πολύτιμον. Όθεν είπε και αυτός ταύτα μετά του Προφητάνακτος· «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν» (Ψαλμ. 131: 14). Έπανήλθε τότε ο Όσιος εις την Κωνσταντινούπολιν και ανέφερεν εις τον ευσεβέστατον βασιλέα Αλέξιον Α΄ τον Κομνημόν (1081 – 1118) την υπόθεσιν, ειπών εις αυτόν μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής· «Βασιλεύ κράτισε, νήσος τις, καλουμένη Πάτμος, είναι έρημος. Εις αυτήν την νήσον έγραψεν ο Θεολόγος Ιωάννης το Ιερόν Ευαγγέλιον. Παρακαλώ λοιπόν την βασιλείαν σου να παραδώσης εις εμέ την νήσον ταύτην δια να κτίσω εκεί Μοναστήριον εις το όνομα του Ευαγγελιστού Ιωάννου». Θαυμάσας ο βασιλεύς τον Όσιον δια τε την επανθούσαν εις αυτόν οσιότητα και δια την συνομιλίαν την οποίαν έκαμαν, διότι και εις την μορφήν ήτο σεβάσμιος και εις τους λόγους πεπαιδευμένος και ωμίλει πάρα πολύ καλά, τον ηυλαβήθη πολύ και του λέγει· «Εις τα μέρη της Δύσεως ευρίσκεται όρος θαυμάσιον καλούμενον Ζαγορά, εις το οποίον είναι πολλά Μοναστήρια και Μοναχοί αναρίθμητοι, αλλ’ οδηγόν πρακτικόν δεν έχουν διανα τους κυβερνά. Όθεν πολλοί κινδυνεύουν από τον νοητόν κλύδωνα της παρούσης ζωής και καταποντίζονται. Μιμήσου λοιπόν τον καλόν Σαμαρείτην, όστις, καθώς λέγει το Ιερόν Ευαγγέλιον, έκαμεν έλεος εις τον πληγωμένον άνθρωπον, τον επεμελήθη, ως εύσπλαγχνος και τον εθεράπευσε και ούτω γενού και συ, Πάτερ, ποιμήν εις εκείνα τα πλανώμενα πρόβατα δια να μη γίνουν θηριάλωτα». Ταύτα και άλλα περισσότερα έλεγε προςτον Όσιον ο βασιλεύς. Ο Όσιος όμως με ταπεινήν λαλιάν απεκρίνατο· «Εγώ, βασιλεύ φιλανθρωπότατε, αγαπώ πολύ την ησυχίαν και την έρημον· δια τούτο δεν επιθυμώ προστασίαν, δια να μη έχω φροντίδα και μέριμναν· όμως επειδή ούτως εφανη της βασιλείας σου, αν ορίζης, να γράψω τον κανόνα και τον τύπον της μοναδικής καταστάσεως, με τον οποίον πρέπει να πολιτεύωνται και τότε, εάν δέχωνται οι Μοναχοί εκείνοι να φυλάττουν τας τάξεις αυστηρώς, κατά τον κανόνα αυτόν, να αναλάβω την προστασίαν των». Επαινέσας δια τούτο ο βασιλεύς τον Όσιον, τον επρόσταξε να γράψη τον τύπον τον οποίον αυτός προέκρινεν ως τον καταλληλότερον. Έγραψε λοιπόν ο Άγιος, ότι ο Μοναχός πρέπει να είναι υπομονητικός εις τους πειρασμούς, είτε από ανθρώπους έλθουν, είτε από δαίμονας· να έχη τελείαν ακτημοσύνην· να μη εξέρχεται συχνά από την κατοικίαν του, διότι, καθώς το οψάριον, όταν εξέλθη από την θάλασσαν και μείνη έξω ώραν πολλήν, αποθνήσκει, ομοίως και ο Μοναχός, όταν φύγη από την κατοικίαν του και αργήση να επιστρέψη εις αυτήν, ζημιώνεται και βλάπτεται πολύ εις την ψυχήν του. Προ πάντων δε πρέπει να είναι ευσεβής και Ορθόδοξος εις όλα τα δόγματα της Εκκλησίας· να είναι εγκρατής, όχι μόνον εις την τροφήν, αλλά και εις τα πάθη, το οποίον είναι το αναγκαιότερον· δηλαδή, να κρατή τους οφθαλμούς του να μη βλέπη πρόσωπα ευειδή· να φυλάττη την γλώσσαν του· να μη λέγη ψυχοβλαβείς λόγους· να διώκη τους ρυπαρούς και αισχρούς και πονηρους λογισμούς της βλασφημίας, της υπερηφανείας και της ασελγείας, διότι από αυτούς κινδυνεύουσι πολύ οι ενάρετοι. Πρέπει δε, όταν έλθη κανείς από τούτους τους λογισμούς εις τον άνθρωπον, να μη τον αφήση να μένη ώραν πολλήν εις τον νουν του, αλλά να μεταβαίνη ταχέως εις την προσευχήν, παρακαλών τον Κύριον με θερμά δάκρυα να εξαφανίση τον πειράζοντα. Εάν δε δεχθή τον κακόν λογισμόν και ευχαριστείται με αυτόν η διάνοιά του, είναι σχεδόν ως να έκαμε και την πράξιν. Δια δε τον κανόνα των μετανοιών ο Όσιος δεν επέβαλε την αυτήν εις όλους ποσότητα, αλλ’ έγραφε· «Επειδή όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν ίσην την δύναμιν, ας κάμνουν οι νέοι και δυνατοί τρεις χιλιάδας την ημέραν και άλλας τρεις την νύκτα· οι δε αδυνατώτεροι ολιγωτέρας, καθ’ εις κατά την δύναμίν του και την αγαθήν του προαίρεσιν. Μόνον ας προσέχη ακριβώς εκείνος ο οποίος προσεύχεται, ή πολλάς μετανοίας κάμνει ή ολίγας, να τας κάμνη με ευλάβειαν και κατάνυξιν και να μη αφήνη τον λογισμόν του την ώραν εκείνην να στρέφεται εις βιοτικά πράγματα, ούτε εις πάθη του σώματος, διότι όσας μετανοίας και αν κάμνη, ούτω δεν ωφελείται. Όταν ο προσευχόμενος ίσταται με φόβον πολύν, δεν έρχονται ούτοι οι λογισμοί. Εάν δε προσεύχεται καθώς πρέπει, έχει μισθόν περισσότερον, έστω και αν κάμνη μετανοίας μίαν μόνην ώραν και όχι εξ ώρας χωρίς φυλακήν του νοός. Εάν δε τύχη να σκανδαλισθή τις με τον αδελφόν του, να κάμνη διαλλαγήν προτού να βασιλεύση ο ήλιος και εάν αμαρτήση, να εξομολογήται το συντομώτερον την αμαρτίαν του εις τον Πνευματικόν, ίνα λάβη συγχώρησιν». Ταύτα και άλλα ψυχωφελή παραγγέλματα αφού έγραψεν ο Όσιος, τα έδωκεν εις τον βασιλέα και εις όλην την Σύγκλητον. Ούτοι δε τα επήνεσαν λέγοντες, ότι ήσαν άξια και θεία προστάγματα. Αλλά καθώς εις τους πάσχοντας από ίκτερον, το μέλι φαίνεται πολύ άνοστον, ομοίως και εις τους Μοναχούς εκείνους εφάνησαν πικρά και δύσκολα τα διατάγματα του Οσίου. Δεν έστερξαν λοιπόν να γίνη ποιμήν αυτών, διότι τους παλαιούς ασκούς με οίνον νέον δεν γεμίζουσι. Τότε ο Άγιος εχάρη, διότι ελυτρώθη από τοιούτον βάρος και εζήτησε πάλιν από τον βασιλέα την Πάτμον, ως ανωτέρω είπομεν. Του έκαμε λοιπόν ο βασιλεύς χρυσόβουλλον, να είναι η νήσος εις την εξουσίαν του, πανελευθέρα και να μη πληρώνη ποτέ κανένα βασιλικόν φόρον. Όχι δε μόνον τοιαύτην ευεργεσίαν του έκαμεν ο ευσεβέστατος εκείνος βασιλεύς, αλλά και μυρίας χάριτας, Ακόμη δε διέταξε να του δίδουν τόσον σίτον κατ’ έτος, όσον χρειάζονται οι Μοναχοί δια την κυβέρνησίν των, ώστε να μη μεριμνώσι δια τας ανάγκας του σώματος, αλλά να παρακαλούν τον Κύριον δια την ψυχήν του. Ευχαριστήσας ο Όσιος τον βασιλέα, έλαβε το χρυσόβουλλον και χρήματα και εργάτας δια να οικοδομήση το Μοναστήριον και εις ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Πάτμον. Εις την νήσονταύτην ο Όσιος συνέτριψε πρώτον εν είδωλον της Αρτέμιδος, το οποίον ευρίσκετο εκεί και αμέσως οικοδομεί τον Ναόν εις το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Χριστού, Ιωάννου του Θεολόγου. Εκείνοι δε όπου έκτιζαν και υπηρέτουν, βλέποντες την δυσκολίαν του τόπου και την πολλήν κακοπάθειαν, εβαρύνοντο και διελογίζοντο κατά νουν να αναχωρήσουν. Αλλ’ ο Όσιος, προγνωρίσας τους διαλογισμούς των, τους προείπεν, ότι δεν θα έχουν άλλην δυσκολίαν εις το εξής, αλλά με ευκολίαν θα τελειώσουν τούτο το θεάρεστον έργον, το οποίον θέλει γίνει ιατρείον πολλών ψυχών. Διότι εκεί θα συναχθούν πολλοί, βαρυφορτωμένοι από αμαρτίας, θα εύρουν συγχώρησιν και θα αυξηθή το Μοναστήριον ως δένδρον πολύκαρπον. Ταύτα λέγων ο Όσιος ανεσήκωνε μόνος, αν και ήτο γέρων, τας μεγάλας πέτρας και την άσβεστον, ως εργάτης, πολλάς δε άλλας βαρείας υπηρεσίας έκαμνεν ο αείμνηστος, με προθυμίαν πολλήν. Βλέποντες λοιπόν αυτόν οι εργαζόμενοι, αόκνως εργαζόμενον, έκαμναν και εκείνοι την υπηρεσίαν αγογγύστως. Αλλ’ εκείνοι έτρωγαν άρτον και φαγητόν όσον ήθελον, ο δε Όσιος υπηρέτει όλην την ημέραν νήστις και δεν έτρωγε πριν να δύση ο ήλιος, το δε εσπέρας έτρωγεν ολίγον παξιμάδι με νερόν, ή άγρια χόρτα και αυτά ολίγα και ωμά. Ούτε την νύκτα εκοιμάτο, δια να αναπαυθή από τον άμετρον κόπον, αλλά προσηύχετο έως την αυγήν και τότε εκοιμάτο ολίγον, δια να μη εξασθενήση ο νους του από την πολλήν αγρυπνίαν και ασθενήση. Όταν δε εξημέρωνεν ειργάζετο έως ότου συνεπληρώθη το έργον με την θείαν βοήθειαν, η οποία όλα τα εμπόδια εξωμάλυνε και ηφάνισε τα σκάνδαλα. Έφθασε λοιπόν η φήμη του Αγίου πανταχού και ήρχοντο οι άνθρωποι από διαφόρους τόπους δια να βλέπουν τον Άγιον και να προσκυνούν το Μοναστήριον. Μίαν δε φοράν έγινε πείνα μεγάλη εις όλας τας νήσους, αι οποίαι ήσαν πλησίον εις την Πάτμον· από ταύτας δε συνήχθησαν πολλοί, εκεί εις το Μοναστήριον, δια να παρακαλέσουν τον Όσιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, δια να τους στείλη βοήθειαν. Τούτους παρηγορήσας ο Όσιος, επρόσταξε τον κελλάρην να βάλη τράπεζαν, να τους φιλεύση από ό,τι ευρίσκετο. Ο δε κελλάρης απεκρίθη· «Ημείς δεν έχομεν τι να φάγωμεν· πως να φιλεύσωμεν τόσους ανθρώπους; Τι να φέρω εις την τράπεζαν»; Ο Άγιος τότε του λέγει· «Δεν γνωρίζεις την παντοδύναμον χείρα του Θεού, πως έθρεψε με πέντε άρτους λαόν αναρίθμητον; Τα πετεινά του ουρανού τα τρέφει πλουσίως ο εύσπλαγχνος και ημάς φοβείσαι μήπως αφήση να πεινάσωμεν, ολιγόπιστε; Φέρε με πίστιν εκείνα τα ολίγα φαγητά όπου έχεις, να ίδης πως τα αυξάνει ο Κύριος». Ούτω λοιπόν ο κελλάρης έκαμεν υπακοήν και ο Δεσπότης Χριστός τα ηυλόγησεν άνωθεν δια να δοξάση τον δούλον του. Και, ω του θαύματος! εχόρτασαν όλοι και έμειναν εις την τράπεζαν εκατονταπλασίως περισσότερα από όσα εναπετέθησαν πρότερον εις την τράπεζαν. Τότε ο κελλάρης, ιδών τοιούτον θαύμα, έφριξε και προσκυνήσας τον Άγιον εζήτει συγχώρησιν και ουδέποτε πλέον είχεν αμφιβολίαν, αλλ’ όσα τον επρόσταζεν, έκαμνε, χωρίς κανένα δισταγμόν. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος πέντε χρόνους εις την Πάτμον ατάραχος, με πολλήν ησυχίαν και ενουθέτει τους Μοναχούς του πως να πορεύωνται την πολιτείαν των. Βλέπων δε ότι ηύξανεν η Μονή με τα δωρήματα των Χριστιανών, ηυχαρίστει τον Κύριον, διότι εμερίμνα δι’ αυτούς. Αλλά πάλιν εφθόνησεν ο μισόκαλος την ειρήνην του Αγίου και εξήγειρε τους βαρβάρους, οίτινες ελεηλάτουν όλας τας νήσους. Διότι τον καιρόν εκείνον εσηκώθη από την Δύσιν άρχων τις με στράτευμα πολύ και πολεμήσας το Δυρράχιον το κατέλαβεν, έφθασε δε και έως την Θεσσαλονίκην λεηλατών. Τούτο ως έμαθεν ο βασιλεύς Αλέξιος εκινήθη εναντίον του· όθεν, ευρίσκοντες άδειαν οι βάρβαροι, εκυρίευσαν όλην την Ανατολήν, έπειτα δε εστράφησαν και κατά των νήσων. Ταύτα μαθών ο Όσιος και σκεπτόμενος μήπως έλθουν και εις την Πάτμον οι βάρβαροι, εσύναξε τους Μοναχούς και διδάξας αυτούς, τους παρηγόρησε να μη φοβώνται τας θλίψεις όπου θα τους έλθουν, αλλά να έχουν την ελπίδα των εις τον Θεόν, διότι θέλει τους βοηθήσει ως παντοδύναμος. Ταύτα αφού είπε και άλλα περισσότερα, τους επρόσταξε να τον ακολουθήσουν προκειμένου να μεταβούν εις άλλον τόπον ήσυχον δίδοντες τόπον εις την οργήν. Όταν λοιπόν επρόκειτο να φύγουν, είπεν ο Όσιος να δώσουν εις τους πτωχούς δι’ ελεημοσύνην το σιτάρι όπου είχον συναγμένον δια το Μοναστήριον, αλλ’ οι Μοναχοί δεν ήθελαν, διότι είχον την γνώμην να το πάρουν μεθ’ εαυτών όπου υπάγουν, δια να κυβερνηθούν. Ιδών λοιπόν ο Άγιος ότι ελυπούντο να το δώσουν, τους είπεν· «Έπρεπε να έχετε τας ελπίδας σας εις τον Θεόν ο οποίος τρέφει τα σύμπαντα· αλλ’ επειδή είσθε ολιγόπιστοι, ας το δώσωμεν δανεικόν εις τους κοσμικούς, οίτινες θα μείνουν εδώ και ο Θεός θα σας το ανταποδώση εις ώραν κατάλληλον και ανάγκην μεγαλυτέραν και αν δεν επαληθεύσουν οι λόγοι μου, εγώ μένω εγγυητής να σας το πληρώσω». Τότε εδέχθησαν οι Μοναχοί και δώσαντες το σιτάρι έπλευσαν εις την Εύριπον, όπου ήτο τόπος ασφαλής και ακίνδυνος. Τον καιρόν εκείνον εκυβέρνα τα Δυτικά μέρη εις άρχων καταγόμενος από γένος λαμπρόν και ένδοξον, ονομαζόμενος Ευμείθιος, ο οποίος ήτο πνευματικόν τέκνον του Αγίου. Ούτος ακούσας, ότι ο Όσιος ευρίσκεται εις την Εύριπον, εχάρη πολύ και του έστειλεν εν πλοίον φορτωμένον σιτάρι, δια να κυβερνηθή με τους Μοναχούς του. Ιδόντες δε αυτό οι Μοναχοί εθαύμασαν δια την προφητείαν του Οσίου, και πίπτοντες εις τους πόδας του εζήτουν συγχώρησιν δια το σιτάρι, δια το οποίον ηγανάκτησαν πρότερον, επειδή το έδωκεν εις ελεημοσύνην. Διεδόθη λοιπόν η φήμη του Αγίου και εις εκείνα τα μέρη, διότι η αρετή του έλαμπεν ως άλλος ήλιος, άρχων δε τις πλούσιος του εχάρισεν οικίας μεγάλας και θαυμαστάς, τας οποίας ο Όσιος έκαμε Μοναστήριον, όπου ετέλει πολλά και θαυμάσια έργα και ηγωνίζετο μεγαλυτέρους των προτέρων αγώνας, ώστε να υποτάξη όλως διόλου την σάρκα εις τα θελήματα της ψυχής. Αφ’ ου δε έκαμεν ολίγον καιρόν εκεί εις την Εύριπον, εμελέτα να επιστρέψη πάλιν εις την Πάτμον, δια την ησυχίαν και διότι προέβλεπε με τους νοητούς οφθαλμούς, ότι έμελλον να καταπαύσουν οι πειρασμοί των Αγαρηνών και να αυξήση η ποίμνη του. Είπε λοιπόν την σκέψιν ταύτην εις τους Μοναχούς, αλλ’ εκείνοι δεν ήθελον. Αλλά δια να εννοήσετε την πραότητα και την αμνησικακίαν του Οσίου, ακούσατε τούτο το θαυμάσιον, το οποίον έκαμεν εις Μοναχόν τινά, όστις τον ύβρισεν, ο αναίσχυντος. Ούτος ήτο εις από τους Μοναχούς, αγροίκος πολύ και κακόγνωμος, όστις, μη υπομένων την μοναδικήν αυστηρότητα, ανεχώρησεν από την συνοδίαν της Αδελφότητος, ως ο δόλιος Ιούδας από τους Αποστόλους. Δεν έφθανε δε τούτο, αλλά ύβρισε και τον Όσιον ο ταλαίπωρος, λέγων λόγους απρεπείς, τους οποίους υπέμεινεν ο Άγιος, ως ταπεινός, ατάραχος και με πραότητα. Όμως ο Θεός, ως Δίκαιος Κριτής, τον επαίδευσε δικαίως και εισελθών εντός αυτού πονηρόν δαιμόνιον τον έπνιγεν. Αλλ’ ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, ως Αυτού μιμητής, ευθύς ως έμαθε τούτο, έδραμεν εις τον υβριστήν, ως πατήρ φιλόστοργος, βαστάζων το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον αφού ανέγνωσεν επάνω αυτού, ω του θαύματος! έφυγεν ευθύς το δαιμόνιον. Τότε ο ιαθείς έβαλε μετάνοιαν εις τον Όσιον και επέστρεψε πάλιν εις την μάνδραν, εξ ης ως πλανηθέν πρόβατον είχεν αναχωρήσει. Μετ’ ολίγας ημέρας προγνωρίσας, θεία Χάριτι, ο Άγιος την τελευτήν του προσεκάλεσε μαθητήν του τινά, εναρετώτερον από τους άλλους, Σάββαν ονόματι, και του λέγει· «Τέκνον μου, λάβε όλα τα βιβλία μας και ύπαγε εις την Πάτμον, εις τον Ναόν του Θεολόγου, διότι πολύ εκοπίασα δι’ αυτά και να με περιμένης εκεί, διότι το τέλος μου έφθασεν! Αγόρασε δε και βόδια δια να οργώνης τα χωράφια, ώστε να εύρουν την τροφήν των, όταν έλθουν, οι άλλοι αδελφοί μας». Ταύτα δε είπεν ο σοφός Χριστόδουλος, διότι εσκέπτετο, μήπως όταν αυτός τελευτήση, διασκορπισθούν οι Μοναχοί του και μείνη το Μοναστήριον έρημον. Προέπεμψε λοιπόν εκεί τον μακάριον Σάββαν, ίνα μείνη Ηγούμενος και στερεωθή η Μονή, ως και πράγματι εγένετο. Ο δε Όσιος, αφ’ ου μετέβη εις την Πάτμον ο Σάββας, έζησεν ακόμη ένδεκα μήνας. Όταν ήλθεν η πρώτη εβδομάς της μεγάλης Τεσσαρακοστής, γνωρίσας ότι επλησίασε το τέλος της ζωής του, εκλείσθη εις το κελλίον του και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Κατά δε την δευτέραν εβδομάδα της Αγίας Τεσσαρακοστής ήνοιξε την θύραν και προσκαλέσας τους αδελφούς είπε προς αυτούς· «Ο καιρός της τελευτής μου έφθασε και μεταβαίνω εκεί όπου απολαμβάνει ο καθείς κατά τα έργα του. Σας δε, τους οποίους εγέννησα πνευματικώς και ανέθρεψα, σας παρέδωκα εις τον Θεόν, τον Πατέρα των ορφανών και αυτός όστις είναι ευσπλαγχνικώτερος πάντων θέλει σας σκέπει και σας φυλάττει,εάν φυλάξητε ακριβώς τα σωτήριά Του προστάγματα και προ πάντων την αδελφικήν αγάπην και ομόνοιαν, διότι δι’ αυτών γίνεσθε όμοιοι τω Δεσπότη και δούλοι ευγνώμονες. Στολισθήτε δε και με την ταπεινοφροσύνην και την πραότητα, διότι αυτός όπου δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς κολάζεται, έστω και αν έχη άλλας υψηλάς αρετάς. Δεύτερον, πρέπει να περιπατήσετε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, όπου σας φέρει εις ζωήν αιώνιον και να μισήσετε τα θελήματα της σαρκός, δια να μη υπάγετε εις απώλειαν. Δια τούτο έχετε πάντοτε κατά νουν του κόσμου το άστατον και αβέβαιον και ότι όλα τα πρόσκαιρα αφανίζονται. Λοιπόν, τέκνα μου αγαπητά, αυνέχισε λέγων ο Άγιος, μη θησαυρίζετε εδώ φθαρτά πράγματα, αλλά στείλετε αυτά εκεί, όπου δεν τα τρώγει η σκωρία και η σήψις, ως είπεν ο Κύριος (Ματθ. στ:19), ούτε τα κλέπτουν οι λησταί, αλλά μένουν εις τον αιώνα και τα απολαμβάνετε πάντοτε. Μη επιθυμήσετε ωραία Μοναστήρια και περιβόητα και πόλεις ωραίας και πλουσίας, ίνα κατοικήσετε, δια την λαμπρότητα των κτισμάτων, αλλά ευχαριστηθήτε εις το ερημονήσι της Πάτμου, όπου τοσούτον εκοπιάσαμεν· διότι εκεί έχετε την δυνατότητα, προσευχόμενοι να συνομιλήτε με τον Θεόν, όπερ δεν ημπορείτε να κατορθώσετε εκεί όπου είναι ταραχή και σύγχυσις. Επιστρέψατε λοιπόν εις την πνευματικήν σας μάνδραν, διότι η ταραχή των Αγαρηνών έπαυσε και δεν έχετε πλέον ενόχλησιν· πάρετε δε και το ταπεινόν μου Λείψανον, να το έχετε μικράν παρηγορίαν, και εάν επιτύχω ολίγην παρρησίαν προς τον Κύριον, θέλει αυξηθή η Μονή, ώστε να ακουσθή η φήμη της εις όλην την οικουμένην». Ταύτα ειπών ο Όσιος και ποιήσας ευχήν ευλόγησεν αυτούς και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη ιστ΄ (16) του μηνός Μαρτίου. Οι δε μαθηταί αυτού εκήδευσαν το άγιον αυτού Λείψανον και εις ολίγον καιρόν έμαθον, ότι έπαυσεν ο διωγμός των Αγαρηνών, κατά την προφητείαν του Αγίου, και ότι όλοι κατεποντίσθησαν με την βοήθειαν του Θεού και την επιμέλειαν του ευσεβούς βασιλέως. Τότε, ενθυμούμενοι οι Μοναχοί την παραγγελίαν του Αγίου, ητοιμάζοντο να πάρουν το άγιον αυτού Λείψανον και να φύγουν. Προσελθόντες λοιπόν εις τον άρχοντα εκείνον, όπου προείπομεν ότι έδωκε τας οικοδομάς εις τον Άγιον, του ανήγγειλαν το πρόσταγμα του Οσίου· αλλά αυτός δεν εδέχετο, λέγων· «Δεν δίδομεν με το θέλημά μας τον θησαυρόν όπου ο Θεός μάς εχάρισε, δια την άμετρον ευσπλαγχνίαν Του». Όθεν, τότε μεν έφυγαν οι Μοναχοί άπρακτοι, ελθόντες δε εις την Πάτμον έμειναν ειςτο Μοναστήριον. Μετά δε ένα χρόνον, ναυλώσαντες πλοίον έπλευσαν εις την Εύριπον και νύκτα τινά επήραν κρυφίως το Λείψανον του Αγίου δια να μη παρακούσουν εις το πρόσταγμά του οι καλοί μαθηταί του διδασκάλου των. Όταν δε ήλθον εις το πλοίον και απέπλεον, εφύσησεν από την πρύμνην τόσον ευνοϊκός άνεμος, ώστε σχεδόν επέτα το πλοίον ως αετός και έπλεον χαίροντες. Όταν οι άνθρωποι της Ευρίπου έμαθον το συμβάν, έδραμον ωπλισμένοι και πολύ εκοπίασαν, δια να προλάβουν τους Μοναχούς, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Όθεν αυτοί μεν επέστρεψαν οδυρόμενοι δια την στέρησιν και ορφάνευσιν από τοιούτον θησαυρόν, οι δε Μοναχοί έφθασαν εις την Πάτμον με ψαλμωδίας αγαλλόμενοι και απέθεσαν ειςτα δεξιά μέρη της Εκκλησίας το πάντιμον Λείψανον του Αγίου. Έκτισαν δε αργότερον και μικράν Εκκλησίαν εις τιμήν του Αγίου, εις αυτήν δε ευρίσκεται μέχρι της σήμερον το άγιον Λείψανον και κάμνει άπειρα θαύματα εις τους προστρέχοντας εις αυτό μετά πίστεως, αισθάνονται δε ευωδίαν θαυμασίαν και λυτρούνται από πάσαν ασθένειαν. Ας αναφέρωμεν όμως και τινά θαύματα του Αγίου. Πλοίον ήλθε ποτέ εις λιμένα της Πάτμου, εξελθόντες δε αυτού οι ναύται επήραν από τα πρόβατα του Μοναστηρίου. Την νύκτα όμως φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και του λέγει· «Έγειραι ταχέως και πλήρωσε τα πρόβατα, τα οποία επήρατε αδίκως από την ποίμνην μου· ει δε μη, χάνεις την ζωήν σου και το πλοίον σου». Το πρωϊ ηγέρθη ο πλοίαρχος όλος έντρομος και ανελθών εις το Μοναστήριον επλήρωσε τετραπλασίως το άδικον, ζητών από τον Άγιον συγχώρησιν. Από τότε ηκούσθη η φήμη εις όλα τα μέρη και ουδείς ετόλμα πλέον να ζημιώση το Μοναστήριον, αλλά μάλιστα προσέφερε και δώρα διάφορα και αφιερώματα. Ακούσατε τώρα και άλλο θαυμασιώτερον, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς τον Κύριον ο Άγιος. Ο βασιλεύς της Σικελίας έστειλε ποτε στόλον πολεμικόν εις την Κύπρον, δια τινα ταραχήν και πόλεμον όπου είχον, και παρήγγειλεν εις τον αρχηγόν του στόλου, Μεγαρίτην ονόματι, και εις τον μεγάλον Δούκα, να του φέρουν εκεί το Λείψανον του Αγίου Χριστοδούλου, εξ αποφάσεως. Όταν λοιπόν επέστρεφον από την Κύπρον, ηγκυροβόλησαν εις την Πάτμον τη ια΄ (11) του Οκτωβρίου και εξελθόντες από τα πλοία εμήνυσαν οι άρχοντες εις το Μοναστήριον να τους στείλουν ζώα, δια να ανέβουν εις το Μοναστήριον να προσκυνήσουν τον Άγιον· οι δε Μοναχοί υπήκουσαν. Ο Μεγαρίτης λοιπόν, ο Δουξ και οι λοιποί άρχοντες ανέβησαν έφιπποι από την κανονικήν οδόν, εις τους στρατιώτας όμως παρήγγειλαν να έλθουν κατόπιν από άλλην οδόν και να κρατούν όπλα. Μη γνωρίζων δε ταύτα ο Ηγούμενος, εξελθών, προϋπήντησε τους άρχοντας, αυτοί δε εισήλθον εις το Μοναστήριον με τους ιερείς των και προσκυνήσαντες έψαλαν τον Εσπερινόν γονυπετείς, κατά την τάξιν των. Αφού λοιπόν έφθασεν όλον το πλήθος των ανθρώπων, ωπλισμένον, είπεν ο αρχηγός προς τον Ηγούμενον· «Ο βασιλεύς μάς απέστειλε με την εντολήν να μας δώσετε το ιερόν Λείψανον του Αγίου, διότι το έχει εις μεγάλην ευλάβειαν, όσα δε αργύρια ζητήσετε, να σας δώσωμεν και να σας είπωμεν ότι και άλλας πολλάς ευεργεσίας θέλει σας κάμει εις ό,τι χρειάζεσθε. Εάν όμως δεν συγκατατεθήτε να μας το δώσητε με την θέλησίν σας, έχομεν εντολήν να το πάρωμεν δια της βίας. Κάμετε λοιπόν ως φρόνιμοι, εκείνο το οποίον σας συμφέρει». Ταύτα ακούσαντες οι Μοναχοί, όλοι από κοινού, μετά δακρύων απεκρίθησαν μεγαλοφώνως· «Προτιμώμεν να παραδώσωμεν την ζωήν μας εις τον θάνατον, παρά να δώσωμεν τον Πατέρα και προστάτην μας. Διότι εάν αυτός λείψη, ερημώνεται το Μοναστήριον· μόνον μη αργοπορήτε, αλλά θανατώσατε πρώτον όλους ημάς, δια να μη ίδωμεν τοιαύτην ζημίαν και τότε κάμετε ό,τι θέλετε. Αλλοίμονον εις ημάς τους ταλαιπώρους, κατά ποίον τρόπον θέλουν να μας πάρουν τον προμηθέα και κυβερνήτην μας, τον Πατέρα μας και διδάσκαλον! Φρίξον ήλιε! Στέναξον η γη! Και ζήτησον από τον δίκαιον Κριτήν εκδίκησιν εις την αδικίαν ταύτην όπου θέλουν να μας κάμουν». Αυτά και άλλα τοιαύτα έλεγον οι πτωχοί Πατέρες· όμως εκείνοι δεν τα ελάμβανον ουδόλως υπ’ όψιν, αλλά βιαίως έθραυσαν το μάρμαρον και αφού εξήγαγον την θήκην, ήτις περιέκλειε το ιερόν του Αγίου Λείψανον, την εσήκωσαν οι ιερείς των και οι άρχοντες και κατήλθον μετά σπουδής εις τα πλοία, οι δε Μοναχοί έμειναν κλαίοντες. Τότε ο Ηγούμενος τους παρηγόρησε λέγων· «Παύσατε, αδελφοί, τα δάκρυα· ας κάμωμεν προς τον Δεσπότην παράκλησιν και ελπίζω να δείξη εις τους άρπαγας σημείον». Ούτω προσηύχοντο με θερμότατα δάκρυα. Ο δε Παντοδύναμος Θεός, εισακούσας αυτούς, τόσην χάλαζαν έρριψεν εις την θάλασσαν και τόσον δυνατός άνεμος εσηκώθη, ώστε εκινδύνευσαν να καταποντισθούν όλα τα πλοία. Εκόπησαν τα σχοινία, τα κωπία συνετρίβησαν και άλλο μεν πλοίον έπεσεν εις την άμμον, άλλο δε εις τους βράχους, ενώ άλλα επέπιπτον το εν επάνω εις το άλλο και συνετρίβοντο. Τότε εννοήσαντες οι άρχοντες την αιτίαν του τοσούτου κακού έστειλαν μήνυμα εις τους Μοναχούς να έλθουν, ίνα παραλάβουν το άγιον Λείψανον. Οι Μοναχοί τότε κατήλθον μετά χαράς εις τον αιγιαλόν και ανασηκώσαντες πάλιν οι ιερείς των το άγιον Λείψανον με πολύν φόβον και ευλάβειαν, έφεραν αυτό εις το Μοναστήριον ακολουθούντων όλων των άλλων, οίτινες έψαλλον, δοξάζοντες τον Κύριον. Φθάσαντες δε εις το Μοναστήριον, μόλις απέθεσαν το άγιον Λείψανον εις τον τόπον του, έπαυσεν ο άνεμος και έγινε γαλήνη θαυμασία, κατά δε την νύκτα έφυγαν τα πλοία και επήγαν εις την Μύκονον. Εις δε από τους στρατιώτας πλοίου τινός, το οποίον ωνόμαζαν Ούρκα, επήρε μέρος από το ράσον του Αγίου δι’ ευλάβειαν. Ο δε Θεός έδειξεν εκ τούτου θαύμα μέγα, δια να γνωρίσουν πόσην παρρησίαν έχει προς Αυτόν ο δούλος Του. Καθώς ήσαν αγκυροβολημένοι εις την Μύκονον και εκοιμώντο εις τον λιμένα, εκόπησαν τα σχοινία και έφυγε το πλοίον μόνον πλέον ολοταχώς, όταν δε έφθασε μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, ω του θαύματος! εσταμάτησεν ωσάν να ήτο αραγμένον και ριζωμένον και δεν εκινείτο ουδόλως. Την πρωϊαν, όταν εξύπνησαν οι άνθρωποι, εθαύμαζον και είχον φόβον μέγαν, μήπως απολεσθούν ή συντριβούν εις τους βράχους. Μετά από ικανήν ώραν έφθασαν εξ πλοία ιδικά των, τα οποία περιήρχοντο τας νήσους, δια να τας υποτάξουν εις την Σικελίαν. Πλησιάσαντες τότε εκείνοι εις το πλοίον, τους διηγήθησαν τα θαυμάσια, ο δε αρχηγός του στόλου επρόσταξε να δέσουν το πλοίον, την Ούρκαν, ίνα σύροντες αυτό πλεύσουν προς την Πάτμον. Φθάσαντες δε εκεί επέστρεψαν το ράσον του Αγίου, του προσέφεραν δε και το πλοίον, έξ άλογα και άλλα πολλά δώρα. Επροσκύνησαν δε ευλαβώς τον Άγιον όλοι οι άνθρωποι του πλοίου. Μετά ταύτα επανήλθον εις τα πλοία των, και ακολούθως ηνώθησαν μετά του λοιπού στόλου των, διηγούμενοι πανταχού τα τοιαύτα θαυμάσια. Ακούσατε και άλλο. Κατά το έτος ασιη΄ (1218) από Χριστού γεννήσεως, εν μηνί Σεπτεμβρίω, διήλθεν από την Πάτμον ο βασιλεύς της Πορτογαλίας, όστις ήρχετο από τα Ιεροσόλυμα και εξελθών από τα πλοία ανέβη να προσκυνήση τον Άγιον, διότι ήκουσεν από πολλούς τα θαύματά του. Αφού δε έκαμε την προσευχήν του, έδωσεν εις τον Ηγούμενον ως δώρον ένα δίσκον αργυρούν, με τριάκοντα φλωρία και τον παρεκάλεσε να του δώση μικρόν μέρος από το ιερόν Λείψανον του Αγίου, εκείνος δε να του δώση όσον χρυσίον χρειάζεται. Οι Μοναχοί τότε επέστρεψαν και το δώρον το οποίον τους έδωσε λέγοντες, ότι εάν τους έδιδε και όλα τα πλούτη του ακόμη, δεν θα ετόλμων να κόψουν ουδέ ελάχιστον μέρος από του Αγίου το Λείψανον. Όταν λοιπόν ο βασιλεύς εκείνος είδεν ότι δεν ήτο δυνατόν να επιτύχη αυτό, το οποίον επεθύμει, δια χρημάτων, εμελέτησε να το πάρη με πανουργίαν. Κατελθών λοιπόν εις τον αιγιαλόν, έστειλε την συνοδείαν του να προσκυνήσουν δήθεν τον Άγιον από ευλάβειαν και παρήγγειλεν εις δούλον τινά να υποκριθή ότι ασπάζεται το άγιον Λείψανον και την στιγμήν εκείνην να δαγκάση με τους οδόντας του κρυφά από τους Μοναχούς ένα δάκτυλον και να τον πάρη. Ο δούλος έκαμε καθώς τον επρόσταξεν ο αυθέντης του, επιστρέψας δε χαίρων εις τα πλοία, έδωκεν εις τον βασιλέα τον αντίχειρα της δεξιάς χειρός του Αγίου. Αλλά η θεία Δίκη ετιμώρησε την αδικίαν, δια να αναγκασθή ο άδικος να επιστρέψη το κλοπιμαίον τίμιον μέλος. Την δευτέραν φυλακήν της νυκτός έγινε τόση ταραχή εξ αιτίας σφοδρού ανέμου, ώστε παρ’ ολίγον να κατεποντίζοντο τα πλοία. Ιδών δε ο βασιλεύς το εξαφνικόν και βέβαιον κίνδυνον, ηννόησε την αιτίαν του πράγματος και παρευθύς έδωκε τον δάκτυλον εις τον δούλον όστις τον έκλεψε, δια να τον επιστρέψη αμέσως εις την θέσιν του και να ομολογήση παρρησία την αμαρτίαν του, ζητών παρά του Αγίου συγχώρησιν, διότι το έκαμεν από ευλάβειαν. Έστειλε δε και άλλους μετ’ αυτού. Ενώ δε ανέβαινον εις το Μοναστήριον, ήρχισε να ησυχάζη η θάλασσα· και την στιγμήν κατά την οποίαν απέθεσεν εις την θέσιν του τον σεπτόν δάκτυλον, έπαυσεν, ω του θαύματος! εντελώς η τρικυμία και ηπλώθη γαλήνη εις τον λιμένα εκείνον.                                           Ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου έγραψα ως παράδειγμα των πολλών άλλων θαυμάτων του, δια να εννοήση καθείς πόσην παρρησίαν έχει προς τον Χριστόν ο θείος Χριστόδουλος. Τα δε άλλα θαύματα αφήνω, ως αναρίθμητα, επειδή από αυτά που διηγήθημεν ημπορεί καθείς να εννοήση και τα παραλειπόμενα. Μόνον άλλο εν να διηγηθώ και θα παύσω την διήγησιν, διότι αμαρτία είναι να μένη κεκρυμμένον τοιούτον εξαίσιον μεγαλούργημα, όπου έως την σήμερον φαίνεται. Μετά την οικοδομήν του Μοναστηρίου εζήτει ο Άγιος εις το εν και εις το άλλο μέρος της Πάτμου, ίνα εύρη ύδωρ τρεχούμενον δια να κάμουν οι αδελφοί κήπον, δι’ ολίγην των παρηγορίαν, επειδή ο τόπος ήτο άνυδρος. Ευρών δε εις το δυτικόν μέρος της Μονής δάσος τι πλησίον εις την θάλασσαν, είπε προς τους Μοναχούς, οίτινες τον συνώδευον: «Ο τόπος ούτος, αδελφοί, είναι κατάλληλος δια κήπον και το γνωρίζετε ότι εδώ θέλει φανή πηγή θαυμασία και θα φυτεύσωμεν δένδρα διάφορα, δια να έχετε μικράν παρηγορίαν ως άνθρωποι». Τότε εις μαθητής του Οσίου, Καππαδόκης το γένος, αντέλεγεν εις τον λόγον του Οσίου, ως ανευλαβής και αναίσχυντος, ειπών με αυθάδειαν· «Έως πότε θα μας βασανίζης εις τας σκληράς πέτρας και τα βάραθρα, υποσχόμενος εις ημάς πράγματα κενά και απίστευτα»; Τότε ο Άγιος ενεπλήσθηθείου ζήλου, ο αοίδιμος, και ρίπτων εις την γην το κάλυμμα της κεφαλής του, έκαμε τρεις μετανοίας με τα γόνατα και είπε τούτους τους λόγους· «Ναι, τη αληθεία, εδώ να γίνη ευθαλής και εύκαρπος παράδεισος, με ανάβλυσιν υδάτων»! Και, ω του εξαισίου μεγαλουργήματος! Ευθύς ανέβλυσεν ύδωρ γλυκύτατον με αυτάρκειαν, όπως φαίνεται έως σήμερον, εις δόξαν Χριστού του ποιούντος θαύματα δια των Αγίων Αυτού· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου