ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ-ΜΕΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΑΤΡΕΙΑΝ.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ
                                 ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ


Η φωνή του Αγίου Τριαδικού μας Πατέρα , ως “φωνή υδάτων πολλών “ μας παρακαλεί:
“Ίνα πάντες εν ώσιν”. Απλά μας θέλει όπως ομολογούμε στην Θεία Λειτουργία
“την ενότητα της Πίστεως και την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος” να κρατούμε ως κόρη οφθαλμού.

Η Αλήθεια=ο Χριστός μας-η αληθινή πίστη η ορθοδοξία, μας είναι γνωστό τι στοίχισε στον ενυπόστατο Λόγο. Προσέφερε και προσφέρει το Πανάγιο σώμα Του και αίμα  στα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας Του, της οποίας είναι κεφαλή και όχι ο οιοσδήποτε άλλος '  κατά τον Απόστολο Παύλο , είναι και ο επίσκοπος ο “τύπον και τόπον” του Κυρίου ευρισκόμενος, όταν ορθοτομεί.


Ως μέλη λοιπόν του σώματός Του-της Εκκλησίας, “ην περιεποιήσατο τω ιδίω αίματι”,
απαιτεί την ενότητα. Αυτήν την ενότητα , δυστυχώς την αμαυρώσαμε με την “υψηλόφρονα” συμπεριφορά μας και βιοτή. Μάλιστα τώρα καθώς αντιμετωπίζουμε τα έσχατα , κατά κοινήν ομολογίαν, διαπιστώνουμε, ιδίως μετά το μέγα τεκτονικό σεισμό της Κολυμπαρίου Συνόδου της Κρήτης το 2016, το δυνατό κοσκίνισμα και στους λίγους αποτειχισμένους αδελφούς. Έτσι εκπληρώνεται ο λόγος του Κυρίου μας: “όταν θα ξανάρθω θα βρω την πίστιν;”

Η αξιέπαινος εργασία του αδελφού Κωνσταντίου Γ.,  μας αφυπνίζει, μας προβληματίζει
και ως  σάλπιγγα αποκαλύψεως , μας θέτει προ των ευθυνών μας.
Αξίζει όχι μόνο να διαβαστεί , αλλά να μελετηθεί.

Να αφήσουμε τις μικρότητες, ευφυολογίες – εξυπνάδες μας, τα θελήματά μας.
Το Λουκά ιζ΄, 2 , να μας συγκλονίζει. Τα απλά του Θεού, μη τα κάνουμε άλυτα και δύσκολα. Χρειαζόμαστε απλότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια και φρόνημα ταπεινό, για να δώσουμε την δυνατότητα να συνεργαστεί ο Θεός μαζί μας.

Στον αγαπητό εν Χριστώ αδελφό μας Κωνσταντίνο Γ., ευχόμαστε να τον επισκιάζει η Χάρις
του Παρακλήτου, με την ευχή να ανοίξει ο Κύριος τα αυτιά μας , το νου και την καρδιά των αναγνωστών , προς δόξαν του Αγίου εν Τριάδι Θεού και δική μας σωτηρία.



                                                                                    Εν Χριστώ αδελφός
                                                                             π. Γεώργιος Δ. Αγγελακάκης

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ-ΜΕΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ

                 ΤΗΣ    ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
         ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΑΤΡΕΙΑΝ.



Εάν επιχειρηθεί, καλοπροαίρετα και απροκάλυπτα, μία εις βάθος διείσδυση εις το πνεύμα της ιεραρχήσεως των προτεραιοτήτων εις τας επιδιώξεις των “εν Αγίω Πνεύματι συνδιασκεψαμένων” , εις τας Αγίας Οικουμενικάς και Τοπικάς Συνόδους, Αγίων Πατέρων, είναι βέβαιον πως θα προκύψει συμπερασματικώς , πως πρωταρχική επιδίωξις των ήτο η καθολική ενότητα της Εκκλησίας “εν παντί ” .Δηλαδή η ενότητα πίστεως (δόγματος και ήθους ) σε μία αδιάσπαστη σύζευξη με ΜΙΑΝ εκκλησιαστική τάξη, ως ενιαίος και συμπαγής Ορθόδοξος εκκλησιαστικός βίος, ο οποίος κατοχυρώθηκε ως δόγμα πίστεως εις το Σύμβολον της Πίστεως (Πιστεύω....εις ΜΙΑΝ....Εκκλησίαν )

Σ΄ αυτήν την ενότητα , της οποίας κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελεί, (παράλληλα με τον δογματικό ), ο υπερδογματικός και δια της εντολής “μη μέταιρε  
(μη μετακίνει) όρια αιώνια ά έθεντο οι Πατέρες σου” (Παροιμ.κβ΄28) ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ χαρακτήρας αυτής, η οποία προπαρασκευάσθηκε, οριοθετήθηκε, οικοδομήθηκε και διασφαλίσθηκε “ εν Αγίω Πνεύματι”   υπό των “ τα πάντα καλώς διαταξαμένων “ Αγίων Πατέρων και η οποία (ενότητα) εκφράζεται και αισθητοποιείται, (δηλαδή γίνεται αντιληπτή και δια των αισθήσεων ), δια μέσου της λατρείας του Αγίου Τριαδικού Θεού, (Θείας Λατρείας), πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού  “ ίνα πάντες έν ώσιν” (Ιω.ιζ΄21).

Δύναται δε η Θεία Λατρεία, συνάμα με την ιδιότητα της ως προυπόθεση και του ιερού μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, να χαρακτηρισθεί ως η κορύφωση του εμπράκτου ορθοδόξου βίου της Εκκλησίας. Δηλαδή του συλλογικού βίου ο οποίος αποτελούμενος από επί μέρους εκκλησιαστικές πράξεις συνιστά και επιτυγχάνει την ολοκλήρωση της Θείας Λατρείας. Είναι δε αυτές οι εκκλησιαστικές πράξεις:
Α) Ο ομοιόμορφος και ταυτόχρονος πανορθοδόξως εορτασμός των κινητών και ακινήτων Δεσποτικών εορτών,
Β) Ο ομοιόμορφος και ταυτόχρονος πανορθοδόξως εορτασμός των Θεομητορικών εορτών και των εορτών των Μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας,  Και
Γ) Η ομοιόμορφη και ταυτόχρονη πανορθοδόξως τήρησις των κατ΄ έτος καθορισθεισών υπό της Εκκλησίας περιόδων των Αγίων Νηστειών .

Κατοχύρωση των όσων , μέχρι τούδε, ανεφέρθησαν περί της ενότητος “ ΕΝ ΠΑΝΤΙ ” την οποίαν πρωτίστως επεδίωξαν και επέτυχαν οι Άγιοι Πατέρες δια των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αποτελούν δύο επιστολές των οποίων τμήματα  κρίνεται επωφελώς σκόπιμον να παρατεθούν εν συνεχεία τς ως άνω.
Η επιστολή του Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου “ην από της Νικαέων(πόλεως) απέστειλε τοις απολειφθείσι τη Συνόδω επισκόποις”, (προφανώς μετά το πέρας των συνεδριάσεων της Α΄Οικουμενικής Αγίας Συνόδου), την οποίαν διέσωσεν ο εκκλησιαστικός ιστορικός συγγραφεύς Γελάσιος ο Κυζικηνός εις το πόνημά του “σύνταγμα των κατά την εν Νικαία Αγίαν Σύνοδον πραχθέντων”, και η  επιστολή του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου την οποίαν απηύθυνε προς τους Επισκόπους της Αφρικής.



                                                            1
Γράφει ο Μέγας Κωνσταντίνος τα εξής:
“Κωνσταντίνος σεβαστός ταις Εκκλησίαις.
Πείραν λαβών  εκ της των κοινών ευπραξίας, ώστε της θείας δυνάμεως  πέφυκε χάρις τούτον ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ έκρινα είναι μοι προσήκειν σκοπόν, όπως παρά τοις μακαριωτάτοις της καθόλου Εκκλησίας πλήθεσι Πίστις ΜΙΑ και ειλικρινής αγάπη ΟΜΟΓΝΩΜΩΝ τε περί τον παγκρατή Θεόν ευσέβεια τηρείται....Προς τούτοις, κακείνο πάρεστι συνοράν, ως εν τηλικούτω πράγματι και τοιαύτης θρησκείας εορτή ΔΙΑΦΩΝΙΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΑΘΕΜΙΤΟΝ (σ.σ.άνομον, ασεβές, ανόσιον)...Λογισάσθω δη (πρέπει να συλλογισθεί) η της ημετέρας οσιότητος αγχίνοια (=ευφυία), όπως έστι δεινόν τε και απρεπές κατά τας αυτάς ημέρας, ετέρους μεν ταις νηστείαις σχολάζειν, ετέρους δε συμπόσια επιτελείν.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ  ΗΜΕΡΑΣ άλλους μεν εορταίς και ανέσεσιν εξετάζεσθαι, άλλους δε ταις ορισμέναις εκδίδοσθαι(=να επιδίδονται) νηστείαις.
Διά τούτο γουν της προσηκούσης(=της πρεπούσης) επανορθώσεως τυχείν και προς ΜΙΑΝ διατύπωσιν άγεσθαι τούτο η Θεία Πρόνοια βούλεται”.(Πρακτικά Οικ/κών Συν.
τόμος α΄ σ.281, έκδ. Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης, Αγίου Όρους).

Συμφώνως δε με τα ανωτέρω επιβεβαιώνει ο Μέγας Αθανάσιος δια των εξής:
“Η μεν γαρ (σ.σ.Α΄Οικ. Σύνοδος) διά την Αρειανήν αίρεσιν και διά το Πάσχα συνήχθη...Αλλά χάρις των Κυρίω, ώσπερ περί της Πίστεως ούτω και περί της Αγίας Εορτής ΓΕΓΟΝΕ  ΣΥΜΦΩΝΙΑ . Και τούτο(σ.σ. η συμφωνία) ΗΝ ΤΟ ΑΙΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ  ΣΥΝΟΔΟΥ ”.

Ενδεχομένως , προς αντίκρουση των μέχρι τούδε γραφέντων, να προβληθεί η ένστασις πως τα κείμενα των δύο αυτών επιστολών αναφέρονται μόνον εις την εορτήν του Πάσχα. Όμως μία τοιαύτης μορφής ένστασις δύναται να χαρακτηρισθεί ως φαρισαική, δολίως σοφιστική και αποκαλυπτική της ελλείψεως γνησίου εκκλησιαστικού φρονήματος και ανεπαρκούς ικανότητος δια την εις βάθος θεολογικήν διείσδυσιν εις το πνεύμα των επωφελών  διά την Εκκλησίαν επιδιώξεων των Αγίων Πατέρων.
Θα ηδύνατο να χαρακτηρισθεί -επιεικώς- ανόητος ενδεχόμενος ισχυρισμός, πως η θεσμοθέτησις, υπό των Αγίων Πατέρων, της Ορθοδόξου Ενότητος, δεν συμπεριλαμβάνει ΟΛΑΣ ΤΑΣ ΕΟΡΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (κινητάς και ακινήτους).
Δηλαδή ο ισχυρισμός πως οι Άγιοι Πατέρες επεδίωξαν μεν την ΣΥΜΦΩΝΙΑ - ΕΝΟΤΗΤΑ  της Οικουμενικής Εκκλησίας εις τον ταυτόχρονον εορτασμόν της εορτής του Αγίου Πάσχα και αδιαφορούσαν  διά την συμφωνία-ενότητα αυτής εις τον ταυτόχρονον εορτασμόν πασών των εορτών του εκκλησιαστικού εορτολογίου. Δηλαδή την, εν τέλει, επικράτησιν μίας ημιτελούς και όχι μίας ολοκληρωμένης ενότητος εις την Ορθόδοξον πίστιν και εις την Θείαν Λατρείαν !!!
Τούτον τον ισχυρισμόν ανασκευάζει ο, λίαν αποκαλυπτικός του γεγονότος πως οι Άγιοι Πατέρες θεωρούσαν πάσας τας Δεσποτικάς Εορτάς ίσας προς την του Αγίου Πάσχα, τρίτος(γ΄) λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς τον Μακάριον τον Φιλογένειον, περί της εορτής των Χριστουγέννων , την οποίαν χαρακτηρίζει ως “μητρόπολιν πασών των εορτών”  ως εξής :

“Από γαρ ταύτης(σ.σ.της εορτής των Χριστουγέννων), τα Θεοφάνεια και το Πάσχα το ιερόν και η Ανάληψις και η Πεντηκοστή την αρχήν και την υπόθεσιν έλαβον.
ΕΙ ΓΑΡ ΜΗ ΕΤΕΧΘΗ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ουκ αν εβαπτίσθη, όπερ εστί τα Θεοφάνεια, ουκ αν εσταυρώθη όπερ εστί το Πάσχα, ουκ αν το Πνεύμα κατέπεμψεν, όπερ εστί η Πεντηκοστή. ΩΣΤΕ ΕΝΤΕΥΘΕΝ  ώσπερ από τινος πηγής ποταμοί διάφοροι ρυέντες ΑΥΤΑΙ ΕΤΑΧΘΗΣΑΝ ΗΜΙΝ ΑΙ ΕΟΡΤΑΙ''.


                                                               2
Εξ όλων όσων αναφέρθηκαν μέχρι εδώ, εξάγεται αβιάστως το συμπέρασμα πως οι Άγιοι Πατέρες εμφορούμενοι υπό του Αγίου Πνεύματος, κατενόησαν απολύτως πως η ενότης της Πίστεως συζευγμένη αδιασπάστως με την ενότητα εις την Θείαν Λατρείαν καθίσταται μία συμπαγής θεμελιώδης κατάστασις δια την Εκκλησίαν, υπεράνω παντός δόγματος και ταυτοχρόνως παράλληλον δόγμα προς άπαντα τα εκκλησιαστικά δόγματα, εκφραζόμενον  εις το Σύμβολον της Πίστεως δια του άρθρου:”Πιστεύω...εις ΜΙΑΝ....Εκκλησίαν”.
Αποτελεί δε “κοινόν τόπον” ο ορισμός πως τα δόγματα είναι οι νόμοι και οι κανόνες της Ορθοδόξου Πίστεως οι οποίοι ως εκ της φύσεως και της δομής αυτών, ουδεμίαν αλλοίωσιν επιδέχονται.

Δια τούτο οι Άγιοι Πατέρες επεδίωξαν πρωτίστως την επικράτησιν εις την Εκκλησίαν αυτής της συμπαγούς  ΥΠΕΡΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ,  και κατέστησαν αυτήν ως ένα παγιωμένον εκκλησιαστικόν καθεστώς το οποίον προσήρμοσαν επί του Ιουλιανού ημερολογίου που ήτο σε ισχύν από της εποχής της επί γης εμφανίσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εντεύθεν, και το οποίον (Ιουλιανόν ημερολόγιον), ένεκα αυτής της προσαρμογής, υπηρέτησε την Ενότητα της Πίστεως και της Θείας Λατρείας εις την Εκκλησίαν επί χίλια εξακόσια και πλέον έτη, παρά τις όποιες διαφωνίες και αταξίες ανεφύησαν κατά καιρούς, τις οποίες διέλυαν αι μετά από την Α΄ Οικουμενικήν  Σύνοδον συγκροτηθείσαι Σύνοδοι, (η εν Αντιοχεία, η Δ΄, η ΣΤ΄, η Ζ΄κ.λ.π.),αι οποίαι αφού όρισαν την απαρασάλευτη τήρηση των όρων και των κανόνων των προ αυτών Συνόδων, σταθεροποίησαν την Εκκλησιαστική Ενότητα.

Ως εκ τούτου λοιπόν, ουδείς νομιμοποιείται να θέσει βέβηλη χείρα εις την Ενότητα της Πίστεως και της Θείας Λατρείας της Εκκλησίας, (προσβάλων τις διαχρονικές Θείες θεσμοθεσίες Αυτής ), δίχως να διατρέχει τον κίνδυνον να καταστεί σχισματικός ή και (αναλόγως του σκοπού τον οποίον εξυπηρετεί) να καταστεί αιρετικός.
Γεγονός το οποίον, δυστυχώς, έλαβε χώραν εν έτει 1924, , από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, εις το πλαίσιο της ενεργοποιήσεως της οικουμενιστικής εγκυκλίου του 1920, όπου δια της βιαίας μονομερούς, (δίχως την συγκατάθεσιν απάσης της Εκκλησίας) και πραξικοπηματικής ανατροπής  του ορθοδόξου Εορτολογίου , δια της επιβολής του παπικού-Γρηγοριανού ημερολογίου, (παρά τα όσα ψεύδη  περί διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου, επιστρατεύθηκαν), επετεύχθησαν δύο καταστάσεις :

Α) Η άνομος, ασεβής και ανόσιος διάσπασις της Ενότητος της Πίστεως και της Ενότητος της Θείας Λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας   και

Β) Η εισαγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την παναίρεσιν του Οικουμενισμού.













                                                                   3
        Η ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ        ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΧΩΡΟΝ  ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ.



Παλαιότερα αλλά και εσχάτως προβάλλονται κάποιοι ισχυρισμοί του είδους:
“Η Εκκλησία δεν θεσμοθέτησε κάποιο ημερολόγιο μάλιστα δε ως δόγμα πίστεως (!!!). Συνεπώς η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, (κατά την άποψιν των προφασιολογούντων), είναι κάτι επουσιώδες και δεν αποτελεί κώλυμα εις την σωτηρίαν των Χριστιανών”.
κ.α.π.   αθεολόγητοι προσχηματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι απορρέουν εκ της αγνοίας , της προκαταλήψεως, των (αναρμοδίως εκφερομένων ) υποκειμενικών ερμηνειών, της ανεπαρκείας θεολογικής ικανότητος προς εμβάθυνσιν κ.λ.π.

Προς αντίκρουση και ανασκευή των ανωτέρω ισχυρισμών, (προφάσεων εν αμαρτίαις), καθίσταται χρήσιμον να αναφερθούν τα εξής:

Το Ιουλιανόν ημερολόγιον(του οποίου η μονομερής και πραξικοπηματική αλλαγή, εκ δολίας σκοπιμότητος αποσυνδέεται υπό τινων από την παναίρεσιν του Οικουμενισμού), ως ισχύον κατά την εποχήν της Θείας Ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού , εδέχθηκε ο χριστιανικός κόσμος (δηλαδή η Εκκλησία) και εχρησιμοποίησε , δια τον χρονολογικόν καθορισμόν των γεγονότων της Ενσάρκου Θείας Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, δηλαδή δια την προοδευτική κατάρτισιν του Εκκλησιαστικού Εορτολογίου, το οποίον προσήρμοσεν επ΄αυτού(του Ιουλιανού Ημερολογίου ).
Και δι αυτής της προσαρμογής ενσωμάτωσε (η Εκκλησία) αυτό εις την ιεράν Παράδοσιν Της, (διότι και το Εορτολόγιον αποτελεί τμήμα της Ιεράς Παραδόσεώς Της), ώστε δια της αδιασπάστου συζεύξεως Εορτολογίου Ιουλιανού ημερολογίου να διακονείται εν αρμονία το δόγμα της Εκκλησιαστικής Ενότητος εις την Πίστιν και εις την Θείαν  Λατρείαν.

Όμως παρά το γεγονός της χρήσεως υπό της Εκκλησίας του Ιουλιανού ημερολογίου, αυτή επέδειξε (σοφότατα  πράξασα )αδιαφορία προς τον επιστημονικό-αστρονομικό χαρακτήρα αυτού, (μεταβολές ισημεριών, χρονικές διορθώσεις ημερών, ετών κ.λ.π.), παρότι πολλοί εκ των Αγίων Πατέρων κατείχαν την επιστήμη της Αστρονομίας, όπως επέδειξε και παράλληλη αδιαφορία δια την ύπαρξη και άλλων ημερολογίων (Αιγυπτιακό, Μακεδονικό κ.λ.π.) τα οποία ευρίσκοντο εν χρήσει κάποιων εθνών.
Και τούτο διότι η Εκκλησία δεν έκαμνε επιλογήν ημερολογίων, αλλ΄ επείγετο δια την ρύθμιση της Ενότητός της, εις το πλαίσιο όλων όσων περί αυτής της Ενότητος προανεφέρθησαν.
Υπό αυτήν την έννοιαν λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος εις τον περίφημον λόγον του “εις τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας” πως “χρόνων ακρίβειαν και ημερών παρατήρησιν δεν ηξεύρει η του Χριστού Εκκλησία”  συμφώνως προς την ερμηνείαν που αποδίδει εις αυτόν ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εις την ερμηνείαν του Ζ΄(7ου)Αποστολικού Κανόνος (Πηδάλιον, σελ.8-9, 1η υποσημείωσις).  Συνεπώς ουδείς, ουδέποτε “εδογματοποίησε”(!!!) αυτό καθ΄εαυτό το Ιουλιανόν ημερολόγιον και δη κατα τον επιστημονικόν-αστρονομικόν χαρακτήρα αυτού, όπως διαστρεβλωμένα και εν προκαταλήψει αποδίδεται εις αυτούς οι οποίοι αντιτάχθηκαν ομολογιακώς εις την εισαγωγικήν  εις τον Οικουμενισμόν  ανατροπή του ορθοδόξου Εορτολογίου του συζευγμένου αδιασπάστως, όπως προεγράφη, με το Ιουλιανόν ημερολόγιον.

                                                                4


Όμως θα ηδύνατο αναμαρτήτως να προβληθεί ο διισχυρισμός πως το ημερολόγιο αυτό καθ΄εαυτό , απετέλεσε δόγμα πίστεως και δια τους πρωτοστατήσαντας εις την αντορθόδοξον καινοτομίαν  της διασχίσεως της Εκκλησιαστικής Ενότητος εις την πίστιν  και εις την Θείαν Λατρείαν δια της ανοσίας και ασεβούς ανατροπής του Ορθοδόξου Εορτολογίου-Ημερολογίου, αλλά και δι΄όσους έως της σήμερον υπερμαχούν υπέρ αυτής διαφοροτρόπως και αναρμοδίως, με διακηρύξεις “περί επιβαλλομένων αστρονομικών διορθώσεων του εκκλησιαστικού ημερολογίου”(;;;), δια να μην συμβαίνει σύγχισις, (φρίξον ήλιε!), μεταξύ του εκκλησιαστικού βίου των Χριστιανών  και των εμπορικών, κοινωνικών και άλλων “κοσμοπολίτικων “ δραστηριοτήτων του κόσμου του υπό γηίνων και υλιστικών φρονημάτων διακατεχομένου , ως αν εκ τούτου να διακυβεύεται η σωτηρία των Χριστιανών .(!!!)
Αγνοούντες πως αυτή   η εκκοσμίκευση αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του Οικουμενισμού, εν συναρτήσει με την (παν)θρησκειακή  δομή αυτού.
Κρίνεται δε σκόπιμον επωφελώς να σημειωθεί πως αυτή η εκτροπή εις αναρμοδίως εκφερομένας διακηρύξεις προσκρούει:
Α) Εις την υπό του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, διαχρονικήν υπόδειξιν πως
 “οι εκκλησιαστικοί κανόνες δεν επιτρέπουν να τεθούν προς συζήτησιν, (σ.σ.η οποία πολλάκις  αποτελεί προυπόθεση αμφισβητήσεως της αληθείας) , σημεία της Πίστεως τα οποία ήδη ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΘΕΙ ΣΑΦΩΣ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ”(“ήτις εστίν....στύλος και εδραίωμα της αληθείας” Α΄Τιμ.γ΄15). Και
Β) Εις την διακήρυξιν ΑΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ , δια της εγκυκλίου των Πατριαρχών του έτους 1848, πως κάθε νεωτερισμός αποτελεί “υπαγόρευμα του διαβόλου” και πως
 “ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλειπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον Πίστιν...”
και τοιουτοτρόπως “...ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα, (...ό εξεφώνησε πρώτος ο Σωτήρ ημών ), δια το βλασφημείν εις το Πνεύμα το Άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταις Γραφαίς και Οικουμενικαίς Συνόδοις”.

Εις απάντησιν της ενστάσεως πως “ η εορτολογική - ημερολογιακή μεταρρύθμισις είναι κάποιο επουσιώδες γεγονός, το οποίον δεν αποτελεί κώλυμα εις την σωτηρίαν των Χριστιανών” επιβάλλεται να ειπωθούν τα παρακάτω.

Κάθε πιστός , εν τη ελευθερία της συνειδήσεως και της προαιρέσεως αυτού, χρησιμοποιών ως “λυδίαν λίθον “ την προεκτεθείσαν διακήρυξιν της Εκκλησίας και τον Ευαγγελικόν και Αγιοπατερικόν λόγον ,οι οποίοι θα παρατεθούν εις την συνέχειαν, ας διερωτηθεί καθ΄εαυτόν ( και όχι καθ΄υπαγόρευσιν ή χειραγώγησιν υπό άλλων ανθρώπων), αν υφίσταται διακύβευσις της σωτηρίας του ένεκα της αποδοχής, της υιοθετήσεως και της εκ μέρους του εφαρμογής εις τον εντός της εκκλησίας βίον αυτού, της βαρυτάτης , ασεβεστάτης, αντορθοδόξου και αντιεκκλησιαστικής (εισαγωγικής εις την παναίρεσιν του Οικουμενισμού ) παραβάσεως.

Δύο λόγοι συνηγορούν εις το γεγονός, πως η εορτολογική -ημερολογιακή μεταρρύθμισις  ΔΕΝ είναι επουσιώδες γεγονός και ΔΕΝ αποτελεί παρωνυχίδα, διότι αντίκειται εις τας θεμελιώδεις δια την Ορθόδοξον Ενότητα Θείας θεσμοθεσίας των Αγίων Πατέρων
των “συνδιασκεψαμένων εν Αγίω Πνεύματι” εις τας Αγίας οικουμενικά Συνόδους.

Εις αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί παρενθετικώς , πως ως “εκκλησιαστική μεταρρύθμισις” εχαρακτηρίσθει υπό τινων  και η αίρεσις της Εικονομαχίας(βλ.Κων/νου Παπαρηγοπούλου, ιστορία του Ελλ.έθνους).


                                                               5

Ο πρώτος λόγος προέρχεται εκ του αψευδεστάτου στόματος Αυτού του Κυρίου, τον οποίον  απηύθυνε προς τους Αγίους Αποστόλους οι οποίοι απετέλεσαν “τους θεμελίους λίθους”, επί των οποίων οικοδομήθηκε υπό των Αγίων Πατέρων η Εκκλησία Του.
Λέγει ο Κύριος”Ο αθετών υμάς(σ.σ.τους Αποστόλους μου και διαδοχικώς τους Αγίους μου ), εμέ αθετεί , (=απορρίπτει, περιφρονεί), ο δε εμέ αθετών , αθετεί τον αποστείλαντά
με”   (Λουκ.ι΄16).

Ο δεύτερος λόγος  είναι αυτός  δια του οποίου, εκ στόματος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πληροφορούμεθα πως “ου μικρόν εν τοις περί Θεού το παραμικρόν” (Ε.Π.Ε.1,σ.70). Και δεν είναι “μικρόν”, διότι “το παραμικρόν” “εν τοις περί Θεού”, συμβάλλει εις την σωτηρίαν ή εις την απώλειαν των ανθρώπων της Εκκλησίας.

Δια να μην φανεί υπερβολικά σκληρός ο λόγος, μάλιστα ότι προέρχεται εκ “φανατισμού”, τίθεται προς ένα γόνιμον προβληματισμόν το ερώτημα :
Άραγε ποίον νόημα έχει ο ειπωθείς υπό του Κυρίου λόγος ότι “πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα (σ.σ. της παγκοσμίου κρίσεως )Κύριε, Κύριε,ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν;
Και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς ΄ αποχωρείτε απ΄εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν”. Μήπως ότι θα εκδιωχθούν προς την αιώνιον κόλασιν κάποιοι κατά το φαινόμενον και κατά τα ανθρώπινα, (πολλάκις επιπόλαια), κριτήρια “άγιοι” οι οποίοι διέπραξαν “επουσιώδεις” ανομίας; Κύριος οίδεν! (Ας ευχόμεθα δια την μετάνοιαν, δια την εν ταπεινώσει επιστροφήν εις την οδόν της ανοθεύτου και ακαινοτομήτου πίστεως, καθώς και δια την σωτηρίαν των, μεταξύ αυτών, καλοπροαιρέτων αδελφών )!

Πάλιν λέγει ο Ιερός Ευαγγελικός λόγος : “ Όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση(βλ.Ορθόδοξον Πίστιν) πταίση δε εν ενί (βλ.αποδοχήν και υιοθέτησιν της αντιεορτολογικής καινοτομίας), γέγονε πάντων ένοχος” (σ.σ. ένοχος έναντι ολοκλήρου της Ορθοδόξου Πίστεως)(Ιακ.β΄10).

Η ερμηνευτική  επιβεβαίωσις του ως άνω ευαγγελικού λόγου προέρχεται εκ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου , ο οποίος διδάσκει : “Καθάπερ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν
ο μικρόν  των χαρακτήρα περικόψας όλον το νόμισμα ΚΙΒΔΗΛΟΝ (=νόθον) ΕΙΡΓΑΣΑΤΟ, ούτω και ο ΤΗΣ ΥΓΙΟΥΣ ΠΙΣΤΕΩΣ και το ΒΡΑΧΥΤΑΤΟΝ ΑΝΑΤΡΕΨΑΣ τω παντί λυμαίνεται επί τα χείρονα προϊών  από της αρχής” (Ε.Π.Ε.20, σελ.194).
Συγκεφαλαιώνει δε τους προεκτεθέντας λόγους ο Άγιος Ταράσιος (ο πρόεδρος της Ζ΄Αγίας Οικουμενικής Συνόδου) εις την ρήσιν αυτού :  “Το επί δόγμασιν είτε μικροίς, είτε μεγάλοις αμαρτάνειν ταυτόν εστί ΄εξ αμφοτέρων γαρ ο νόμος του Θεού αθετείται(=απορρίπτεται)”.
 (Πρακτικά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, τόμοςΓ΄, σελ.236.έκδοσις Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης, Αγίου Όρους).

Εν κατακλείδι των όσων μέχρι τούδε εγράφησαν,κρίνεται επωφελές δια πολλούς, να κατατεθεί ένας λόγος του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος επιβεβαιώνει εν συμπτύξει όλα όσα εγράφησαν μέχρι τούδε:
“Την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται και ο ταύτης εκπίπτων ούτ΄αν είη , ούτ΄αν λέγοιτο Χριστιανός” (Ε.Π.Ε. 4, σελ.164 & 166).


                                                           
                                                                 6



Είθε τούτος ο λόγος εν συναρτήσει με όσα προεξετέθησαν να αποτελέσει προτροπήν δια την εν μετανοία και εν ταπεινώσει επιστροφήν εις την ανόθευτον  και μακράν πάσης καινοτομίας Οδόν της Εκκλησίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των υιοθετησάντων και ακολουθούντων την κακόδοξον , αντιεορτολογικήν και αντιεκκλησιαστικήν οικουμενιστικήν καινοτομίαν,όπου ανεπηρέαστα από αιρέσεις  και σχίσματα (κατά μίαν εντολήν των Αγίων Αποστόλων ), θα πραγματοποιηθεί η επανένωσις των αληθώς Ορθοδόξων Χριστιανών
επί Ορθοδόξου εδάφους !


                                           ΑΜΗΝ ! ΓΕΝΟΙΤΟ !
                      
                            ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Λ. ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ , Μώλος Λοκρίδος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου