Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία στην Πατερική Παράδοση -- π. Θεόδωρος Ζήσης

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΤΟΙΣ ΘΕΙΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ

1.Η εκτός της Εκκλησίας δράσις του Αγίου Πνεύματος.

α'. Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία.

Η ζωή και η ύπαρξις της Εκκλησίας συνδέονται στενώτατα προς την εν αυτή παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος. Η Πεντηκοστή, κατά την οποί­αν απεστάλη το Άγιον Πνεύμα εις τους αποστόλους, ίνα μένη εις τον αιώνα μετ' αυτών και οδηγή αυτούς εις πάσαν την αλήθειαν, αποτελεί την γενέθλιον της Εκκλησίας ημέραν· "ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκ­κλησία, ει δε συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι το Πνεύμα πάρεστιν", παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος εις ομιλίαν του εις την Πεντηκοστήν[1]. Η εσωτέρα υφή και δομή της Εκκλησίας, η όλη υπόστασις αυτής είναι πνευ­ματική.

Ως προς την ιδιαιτέραν θέσιν, ην εν τη Εκκλησία έχουν ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα, διδάσκεται υπό των Πατέρων και υπό νεωτέρων περί Εκ­κλησίας και Πνεύματος καθορισμών ότι ο Χριστός αποτελεί την κεφαλήν, το δε Άγιον Πνεύμα την ψυχήν της Εκκλησίας, την ζωοποιούσαν το σώμα αυτής και συνδέουσαν τα μέλη προς την κεφαλήν και προς άλληλα[2].
Ιδιάζουσα ενέργεια του Πνεύματος εν τη Εκκλησία είναι η συνέχισις του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και η εις έκαστον των μελών αυτής μετάδοσις των καρπών της απολυτρώσεως. Άνευ της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία η υπό του Χριστού πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, η αποκάθαρσις, η αφθαρτοποίησις και η θέωσις αυτής θα παρέμενον ψιλόν επίτευγμα άνευ σωτηριώδους αντικρύσματος ή, διά να χρησιμοποιήσωμεν άριστα εν προκειμένω αρμόζουσαν συνήθη φράσιν, θα παρέμενον "δώρον άδωρον". Η διά του Χριστού επιτευχθείσα νίκη κατά του θα­νάτου και της αμαρτίας θα παρέμενεν απρόσιτον διά τον ασθενή άνθρωπον κατόρθωμα, εάν δεν διηγείρετο και δεν ενεδυναμούτο υπό του Πνεύματος. Αυτήν την έννοιαν έχει και ο αποκλεισμός της δυνατότητος της σωτηρίας εκτός της Εκκλησίας, το exrta ecclesiam nulla salus, ιδέα αναπτυχθείσα υπό πολλών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Χαρακτηριστικώς αναφέρομεν την γνώμην του Ωριγένους παρατηρούντος ότι αφ' εαυτού, άνευ της ενεργείας των αγιαστικών της Εκκλησίας μέσων, ουδείς σώζεται, αλλά περιπίπτει εις τον θάνατον[3].

Διά τούτο και η περίοδος εν τη οποία εκδιπλούται η ζωή της Εκκλη­σίας χαρακτηρίζεται ως ο ιδιαίτερος χρόνος της ενεργείας του Αγίου Πνεύ­ματος· Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et omnis gratia, κατά τον Άγιον Ειρηναίον[4]. Εκκλησία και Άγιον Πνεύμα συν­δέονται οντολογικώς θα έλεγέ τις λαμβάνων μάλιστα υπ' όψιν την εικόνα του σώματος και της ψυχής, και ως προς την εν τη ιστορία έκφανσίν των το εν προσδιορίζει την παρουσίαν του ετέρου.
Ήδη εις την Καινήν Διαθήκην η παρουσία του Άγιου Πνεύματος εμφα­νίζεται ως συνέπεια της υπό του Χριστού τελειώσεως του έργου της σωτη­ρίας· "συμφέρει υμίν, ίνα εγώ απέλθω· εάν γάρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς"[5]. Προ του Σταυρού και της δόξης του Χριστού δεν είχε δοθή το Άγιον Πνεύμα· "ουδέπω γαρ ην Πνεύμα άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη"[6]. Η αφαίρεσις του σκέποντος τον άνθρωπον Πνεύματος εν τω παραδείσω ωφείλετο εις την εκ του Θεού αυτεξούσιον απομάκρυσιν αυτού· μένων εν τω Θεώ ο πρωτόπλαστος εσκέπετο υπό της Θ. Χάριτος. Έπρεπε διά τούτο να προηγηθή η διά του Χριστού επαναπροσέγγισις Θεού και ανθρώπου και εν συνεχεία να δοθή το Άγιον Πνεύμα ως "καταλλαγής τεκμήριον" κατά τον Χρυσόστο­μον[7].
Η περί Αγίου Πνεύματος ιδέα ως προσώπου διακεκριμένου εν τη Τριάδι αποτελεί χριστιανικήν καθαρώς διδασκαλίαν, ως άλλωστε και το περί Τριάδος δόγμα. Η γνώσις δε του Πνεύματος συνδέεται περισσότερον προς την εν τη Εκκλησία ενέργειαν αυτού, παρά προς την εκ της Γραφής πληροφορίαν. Οι αιρετικοί στηριζόμενοι εις το γεγονός της απουσίας ρητής εν τη Αγία Γραφή μνείας της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος κατηγορούν τους υποστηρίζοντας ταύτην, ως εισάγοντας "ξένον Θεόν και άγραφον". Διά τούτο και η εναντίον των πνευματομάχων επιχειρηματολογία των πα­τέρων στηρίζεται όχι μόνον επί της Γραφής, αλλά και επί της εν τη Εκκλη­σία βιώσεως της ανακαινιστικής και θεωτικής δυνάμεως του Πνεύματος[8].
Η περί του τριαδικού προβλήματος θέσις του Σαβελλίου, κατά την οποί­αν ο εις την ουσίαν Θεός εμφανίζεται κατά διάφορον τρόπον εις τα στάδια της Θ. Οικονομίας, ως Πατήρ εν τη Παλαιά, ως Υιός εν τη Καινή και ως Πνεύμα εν τη Εκκλησία, παρά το εσφαλμένον αυτής τονίζει αρνητικώς τον ιδιαίτερον Εκκλησίας και Πνεύματος σύνδεσμον.
Την διάφορον θέσιν εκάστου προσώπου της Τριάδος εν τη Οικονομία συνδέει Γρηγόριος ο Θεολόγος προς την προοδευτικότητα της Αποκαλύψεως. Η Αποκάλυψις του Πνεύματος, η "εμπολίτευσις" του Αγίου Πνεύμα­τος εν τη Εκκλησία, αποτελεί πρόοδον εν τη αποκαλύψει του τριαδικού Θε­ού προς τον κόσμον. Η ανάληψις του Ιησού σημαίνει το πέρας των ενερ­γειών αυτού, αρχομένης έκτοτε της δράσεως του Πνεύματος[9].
Η διάκρισις ιδιαιτέρων περιόδων δράσεως και ενεργείας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι γενικώτερον παραδεκτή, συνδυαζομέ­νη προς τα ιδιάζοντα γνωρίσματα εκάστου προσώπου εν τη προς τον κόσμον σχέσει της Τριάδος. Εκ της επόψεως ταύτης ο Πατήρ είναι ο εξ ου τα πάντα, ο δημιουργός του κόσμου, ο Υιός ο δι' ου τα πάντα, ο λυτρωτής του κόσμου και το Άγιον Πνεύμα, η ζωογόνος του αγιασμού αρχή, το εν ω τα πάντα. Πρόκειται περί ενός καταμερισμού εργασίας, θα ελέγομεν, μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος εν τη πορεία του σχεδίου της Θ. Οικονομίας. Την ιδέαν του εν λόγω καταμερισμού εκφράζει ο Χρυσόστο­μος λέγων "διενείμαντο την υπέρ ημών οικονομίαν Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα"[10]. Βεβαίως η εν λόγω διανομή δεν πρέπει να νοηθή ως μεμο­νωμένη εκάστου προσώπου ενέργεια, αλλ' απλώς ως ιδιάζουσα· γενικώς η προς τα έξω ενέργεια της Τριάδος είναι κοινή, ει και κατά διάφορον τρό­πον συμμετέχει εις αυτήν έκαστον πρόσωπον "όπου γαρ αν μία της Τριά­δος υπόστασις παρή, πάσα πάρεστιν η Τριάς· αδιασπάστως γαρ έχει προς αυτήν και ήνωται μετ' ακριβείας απάσης"[11].
Η διάκρισις περιόδων εν τη Θ. Οικονομία εγένετο και μεταγενεστέρως εν τη Δυτική Θεολογία εις διαφόρους παραλλαγάς. Ο Ruppert von Deutz και ο Hugo von St. Victor  ως περίοδον δράσεως του Πατρός θέτουν το διάστημα από της δημιουργίας μέχρι της πτώσεως, ως βασιλείαν του Υιού το διάστη­μα από της πτώσεως μέχρι του θανάτου του Χριστού και ως βασιλείαν του Πνεύματος το διάστημα από του θανάτου του Χριστού μέχρι του τέλους του κόσμου. Κατά άλλην παραλλαγήν, ην εισηγείται ο Ioachim von Fiore, η βασιλεία του Πατρός διαρκεί μέχρι του Ζαχαρίου, πατρός Ιωάννου του Προδρόμου, του Υιού από του Προδρόμου μέχρι του Αγίου Βενεδίκτου, και του Αγίου Πνεύματος από του Αγίου Βενεδίκτου μέχρι του τέλους του κό­σμου. Ο εντοπισμός της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εις την από του Α­γίου Βενεδίκτου περίοδον, εσφαλμένος βασικώς, εφ’ όσον το Άγιον Πνεύμα εκκέχυται επί της Εκκλησίας από της Πεντηκοστής, οφείλεται εις τας μυστικιστικάς τάσεις των μοναχικών ταγμάτων της Δύσεως, εις την έξαρσιν της διά του Αγίου Πνεύματος αμέσου επικοινωνίας προς την Θεότητα ά­νευ άλλων μέσων αποκαλύψεως[12].
Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι η δόσις, η αποστολή του Πνεύ­ματος εις τον κόσμον συνδέεται προς την περίοδον της ιδρύσεως και συν­τηρήσεως της Εκκλησίας. Άμα Πνεύμα άμα Εκκλησία και άμα Εκκλη­σία άμα Πνεύμα, θα ελέγομεν μεταποιούντες την θέσιν του Αγίου Ειρη­ναίου.          
Είναι επομένως δυνατή η ενέργεια και δράσις του Αγίου Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου