Ως προεγνωσμένον
και κρύφιον Μυστήριον της Αγίας Τριάδος και ως Μήτηρ της Νοεράς Ησυχίας εις τα
Άγια των Αγίων
Ιλιγγιά ο
ανθρώπινος νους προ του ασυλλήπτου Θεολογικού Μυστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου
και Αειπαρθένου Μαρίας και ο ανθρώπινος λόγος μένει άφωνος και σιωπών, γιατί
αδυνατεί να εκφράση το ασύλληπτο, απερινόητο, άρρητο και ανέκφραστο αυτό
μυστήριο της ευσεβείας!...
Γιατί όντως και «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον·
Θεός εφανερώθη εν σαρκί(1)» δια της Θεοτόκου. Γιατί η Παρθένος εγέννησε «εν
σαρκί», τον ενυπόστατο Λόγο του Πατρός, την ενυπόστατη Αλήθεια και Ζωή(1α)
και έγινε η ουράνιος παστάς του Λόγου, που μέσα Της ετελεσιουργήθη το μέγα
Μυστήριο της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Γι΄ αυτό ο ιερός
Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί: «Δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν
ονομάζομεν· τούτο γαρ όνομα, άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν»(2).
Αυτό σημαίνει ότι το Μυστήριο της Θεοτόκου, ως συνιστών και εκφράζον «άπαν το
μυστήριον της θείας οικονομίας», είναι «κρύφιον». Γιατί, κατά την έκφρασιν, του
Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο Ιησούς «κρύφιος εστί και μετά την έκφανσιν
και εν τη εκφάνσει και εν ουδενί λόγω ή νω το κατ΄ αυτόν εξήκται μυστήριον.
Ώστε και νοούμενον άγνωστον μένει και λεγόμενον άρρητον μένει»(3). Το μυστήριο,
δηλαδή, της Θεοτόκου, είναι και θα παραμείνη κρύφιο και κεκρυμμένο, γιατί και ο
Ιησούς και κατά την σάρκωση και μετά την σάρκωση, παραμένει κρύφιος και κεκρυμμένος
και το ανερμήνευτο μυστήριό Του, δεν μπορεί να εξηγηθή, από κανένα νου και από
κανένα ανθρώπινο λόγο.