Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μένοντας πιστή, παρὰ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειές της
(ἀραβοκρατία, λατινοκρατία, τουρκοκρατία) στὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔγινε μετὰ τὸ σχίσμα ὁ κύριος κατακτητικὸς στόχος τῆς Δύσεως, καὶ κυρίως τῆς Παλαιᾶς Ρώμης.
Ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολῆς, κυρίως μετὰ τὸ σχίσμα, ἐντάχθηκε στὶς βασικὲς προτεραιότητες τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφομοίωση τοῦ τμήματος ἐκείνου τῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ μὲ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του ἀναιροῦσε (καὶ ἀναιρεῖ), τὴ δυτικὴ ἀλλοτρίωση. Στὴν ἀσυγκράτητη
παπικὴ (ἀργότερα καὶ προτεσταντικὴ) ἐπιβουλὴ ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ θὰ
συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ «δυτικὸ ἀπέναντι», μὲ τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες θὰ
ἀντιπαλεύει, εἶναι περισσότερο δυσπολέμητο ἀπὸ τὸ «ἀνατολικό», ἀφοῦ
ἀπειλοῦσε ὄχι τὰ σώματα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ψυχή, κατὰ τὸν
Πατροκοσμᾶ τὸν Αἰτωλό.
Ἀνάλογα
μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἕλληνες θὰ διαιρεθοῦν, ἀμέσως
μετὰ τὸ τελικὸ σχίσμα (1054), σὲ «ἑνωτικοὺς» (φιλοδυτικοὺς) καὶ
«ἀνθενωτικοὺς» (ἀντιδυτικούς).