Ξενιτευμένος ορθόδοξος χριστιανός, με άγχος στην ψυχήν,
επανήλθε στην πατρώαν γην της Ελλάδος, ύστερα από δεκαετή παραμονήν εις την
Δύσιν, όπου εσπούδαζε φιλοσοφίαν. Του συνέστησαν κάποιον μοναχόν—Γέροντα
ασκητήν του Αγίου Όρους δια να εύρη λύσιν εις τα προβλήματά του, που δεν του
την έδιδε η φιλοσοφία. Με τον φιλόσοφον αυτόν συνηντήθην εις το ασκητήριον του
Γέροντος αυτού μετά τας αγίας εορτάς της θεοφανείας εν ανθρώποις. Ο ασκητής ήτο
παλαιός φίλος, τιμώμενος δια την αγιότητα του βίου του και την ένθεον σοφίαν
του. Καταγράφω και παραδίδω τον διάλογον πιστώς, όπως τον απετύπωσα σε
σημειώσεις και όπως διεξήχθη μέσα στην βαθείαν σιωπήν της ερήμου του Άθω, σε
δύο διαστήματα, την νύκτα και την αυγήν, με το φως της κανδήλας μόνον.
–Γέροντα,
είμαι γεμάτος ερωτήματα, αμφιβολίας, απελπισίαν δι’ όλα. Συνεχώς σκέπτομαι. Η
σκέψις μου κανένα πρόβλημα δεν μου λύει. Τα προβλήματά μου είναι προσωπικά,
αλλά με απασχολούν και γενικώτερα, άλλα μεταφυσικού περιεχομένου και άλλα
εγκοσμίου. Σεις ημπορείτε να με βοηθήσετε;