Πως τόσον υπερβολικά εθαυμάστωσες την Έρημον; Πες μου σε
παρακαλώ, ρωτούσα, σαν να είναι μπροστά μου, τον σοφόν Ιωάννην, μέσα στην νύκτα
που ηρεμούσε η ψυχή μου. Ω ξακουσμένη μητέρα Εκκλησία, έλεγα πάλιν, γιατί τόσην
θερμότητα αισθανόσουνα γύρω από το άγριον εκείνο και απεριποίητον πρόσωπον; Ή
γιατί εβόας μέσα στην άψυχον Έρημον με τόσην γλυκύτητα, που έτερπε την ακοή των ανθρώπων;
- Αλλά πως, είπε, θα μπορέσω να σου μιλήσω, εγώ που είμαι κάπου εκτός από τον φθαρτόν αιώνα, σε άνθρωπον που βρίσκεται, όσον θέλει ο Θεός, μέσα σ΄ αυτόν, φίλε;
- Θα μπορέσης, είπα, θαυμάσιε, αν θελήσης, να μου φανερώσης τον έρωτά σου προς την σοφία με ερωτήσεις μου, και αν θέλης δέχομαι – τώρα που βρισκόμαστε σ΄ αυτό το σημείον του λόγου – συ μεν να με διδάξης, εγώ δε να μάθω, για ποιον λόγον έτερψες τόσο πολύ με τους λόγους και τον βίον σου την Έρημον, ανδρείε, και την μετέβαλλες σε πόλιν των αρετών;
- Αλλά πως, είπε, θα μπορέσω να σου μιλήσω, εγώ που είμαι κάπου εκτός από τον φθαρτόν αιώνα, σε άνθρωπον που βρίσκεται, όσον θέλει ο Θεός, μέσα σ΄ αυτόν, φίλε;
- Θα μπορέσης, είπα, θαυμάσιε, αν θελήσης, να μου φανερώσης τον έρωτά σου προς την σοφία με ερωτήσεις μου, και αν θέλης δέχομαι – τώρα που βρισκόμαστε σ΄ αυτό το σημείον του λόγου – συ μεν να με διδάξης, εγώ δε να μάθω, για ποιον λόγον έτερψες τόσο πολύ με τους λόγους και τον βίον σου την Έρημον, ανδρείε, και την μετέβαλλες σε πόλιν των αρετών;