Στό πλαίσιο τῆς ἐµψυχούµενης ἀπό τίς ἡσυχαστικές
πρακτικές παράδοσης εἶναι δυνατόν νά ἑρµηνευθεῖ ἒγκυρα ἡ ἐθνική, κοινωνική,
πολιτιστική, ἀλλά καί πολιτική ἱστορία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἡ «Βυζαντινή» καί
«Μεταβυζαντινή» διάρκεια δέν µπορεῖ νά ἀποτιµηθεῖ σωστά χωρίς γνώση τῆς
πατερικῆς Θεολογίας, πού δέν εἶναι ἂσαρκη, στοχαστική-διανοητική θεολόγηση,
ἀλλά καρπός εὒχυµος τῆς ἡσυχαστικῆς πράξης, ὡς ἂσκησης.
1. Ὁ Ἡσυχασµός συνιστᾶ
τήν πεµπτουσία τῆς ρωµαίικης (ὀρθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόµενος µέ αὐτό πού
περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὃρος Ὀρθοδοξία1 . Ὀρθοδοξία ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση
εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Ἡ Ἡσυχαστική, ἐξ ἂλλου, πράξη εἶναι ἡ «λυδία
λίθος» γιά τήν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητος. ∆έν ὑπάρχει Ἃγιος
ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική πράξη, ὃπως περίτρανα ἀποδεικνύει ἡ ὑµνογραφία τῆς
Ἐκκλησίας µας.