Η αυτογνωσία έχει αναγνωρισθή από καιρό σαν το πιο δύσκολο εγχείρημα του
ανθρώπου στην περιοχή της κατακτήσεως της πνευματικής ωριμότητος. Είναι
αλήθεια, που δεν μπορεί να αμφισβητηθή, ότι όσο πιο πολύ γνωρίζει το άτομο τον
εαυτό του, υπό ορισμένους φυσικά όρους, τόσο περισσότερο ωριμάζει ψυχολογικά
και πνευματικά. Κάθε πράξη και εμπειρία αυτογνωσίας είναι ένα βήμα προς την
ολοκλήρωση της ωριμότητος.
Αλλ’ η ψυχολογία, ιδιαίτερα σήμερα, υποστηρίζει ότι η αυτογνωσία, για να
θεωρείται πράγματι παράγων ωριμότητος, δεν πρέπει να εννοείται σαν μια
αποκλειστικά «ατομική» ενέργεια και εμπειρία. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο
όρος της «αυτογνωσίας» αποτελεί συχνά μια παγίδα για τον άνθρωπο που θα ήθελε
να προχώρηση σε μια καλύτερη και βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό του. Και τούτο
επειδή, εκ πρώτης όψεως, αυτογνωσία θα ειπή να στρέψης την ερευνητική προσοχή
σου και τους προβολείς της διανοίας σου στο εσώτερο βάθος της ατομικότητός σου.
Όμως, μια τέτοια, λειτουργία της εσωτερικότητος, σημαίνει συγχρόνως ψυχολογικό
και πνευματικό περιορισμό, «εγκλεισμό», μέσα στην ατομικότητα με την πιο
περιωρισμένη έννοια. Αυτός που εργάζεται στην ανασκαφή και βυθοσκόπηση της
εσωτερικότητός του περιορίζεται μοιραία στον εαυτό του και άρα αποξενώνεται από
την ψυχολογική και πνευματική υπόσταση του πλησίον.