Αγγελή του Αγίου Νεομάρτυρος την μνήμην σήμερον
εορτάζομεν. Χαρήτε όθεν όλοι οι ευλαβείς φιλομάρτυρες, όσοι αδιστάκτως και
αναμφιβόλως καρδία μεν τον πιστεύετε, στόματι δε τον ομολογείτε της Αιωνίου
Αληθείας, του Ιησού Χριστού, παναληθέστατον Μάρτυρα. Τον πρώην εξωμότην Αγγελήν
υμνούμεν και ευφημούμεν και τους μαρτυρικούς του αγώνας επικροτούμεν και
δοξάζομεν. Ας πληροφορηθώσιν όσοι διστάζουσι και περί της αγιότητος και της
μαρτυρικής αυτού δόξης αμφιβάλλουσιν, ότι Μάρτυς είναι τη αληθεία και, κατά την
ανέκαθεν της Εκκλησίας παράδοσιν, πάσης μαρτυρικής τιμής άξιος.
Τον πρώην αρνησίχριστον, ως Χριστού αγαθόν και πιστόν δούλον, με επινικίους ωδάς και μαρτυρικά άσματα τιμώμεν, ίνα και ημείς Μάρτυρες τη προαιρέσει, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, γινώμεθα. Ας εμφραγούν τα απύλωτα στόματα των αντιλεγόντων και μη ομολογούντων αυτόν και τους ομοίους αυτού όντως θείους Μάρτυρας· ότι κατά τους θείους Πατέρας, το Μαρτύριον δεν είναι απλώς άφεσις αμαρτιών, αλλά και αγιότης και δόξα και τιμή αιώνιος και ουράνιος. Ημείς λοιπόν φιλαλήθως διηγούμεθα εις την υμετέραν αγάπην την του Αγγελή χριστιανικήν ζωήν και την ευαγγελικήν πολιτείαν και τον υπέρ της ευσεβείας ένθερμον ζήλον του, αλλά και την αξιοδάκρυτον πτώσιν του ομολογούμεν και την αντίχριστον άρνησίν του δεν σιωπώμεν· καθώς και το ιερόν Ευαγγέλιον και την εκ θείας αποκαλύψεως ομολογίαν του Αποστόλου Πέτρου εκθειάζει και την τριτήν αυτού άρνησιν ομολογεί· δεν σιωπώμεν την πτώσιν, επειδή έπεται κατόπιν η θαυμασία αυτού ανόρθωσις και τελειοτάτη μετάνοια· ομολογούμεν την άρνησιν, επειδή έχομεν ακόλουθον την πεπαρρησιασμένην αυτού ομολογίαν και των μαρτυρικών αγώνων την λαμπρότητα. Ακούσατε λοιπόν μετά προσοχής την σύντομον ταύτην διήγησιν, η οποία τους μεν καλώς εστώτας εις την πίστιν και εις την αρετήν θέλει διδάξει να προσέχουν δια να μη πέσουν ή από αμέλειαν ή από υπερηφάνειαν, τους δε πεσόντας θέλει διεγείρει και παρακινήσει εις μετάνοιαν και ανόρθωσιν εκ του πτώματος της αμαρτίας. Ούτος λοιπόν ο νέος του Χριστού στρατιώτης, ο νικητής σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος, ο ουρανόφρων και αγγελόφρων Αγγελής εγεννήθη εις το Άργος της Πελοποννήσου· το γένος του και την ανατροφήν του και την πολιτείαν του και την κατάστασιν, την οποίαν είχεν εις το Άργος, δεν ηδυνήθημεν να τα μάθωμεν· τόσον μόνον εμάθομεν, ότι εις το Κουσάντασι ευρίσκετο και διέτριβε και εμπειρικός ιατρός εγνωρίζετο· άνθρωπος ευλαβής, ήσυχος, φιλακόλουθος, ελεήμων, ευσεβής και ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος (καθώς εβεβαιώθημεν από αξιοπίστους ανθρώπους, οίτινες είχον γνωριμίαν και συναναστροφήν μαζί του). Αλλά τι ηκολούθησεν εις τον καλόν Αγγελήν από αυτόν τον υπέρ της ευσεβείας υπέρμετρον ζήλον του; Τούτον είναι άξιον διηγήσεως και δεν πρέπει να σιωπηθή. Έτυχεν εις μίαν του συναναστροφήν εις Γάλλος άθεος, όστις ακούων τον ένθεον και θεοσεβή Αγγελήν να λέγη προς τους παρόντας λόγους υπέρ της ημετέρας ευσεβείας και της αγίας μας Πίστεως, τον εχλεύαζε και τον περιεγέλα ο μιαρός, ως ασεβής και άθεος όπου ήτο. Ο δε θείος Αγγελής δεν εσιώπησε, καθώς πολλοί δια ανθρωπαρέσκειαν ποιούσιν, αλλ΄ αντέλεγε και όπως ηδύνατο την μεν αγίαν μας Πίστιν υπεστήριζε, τον δε αλιτήριον Γάλλον απεδείκνυεν ασεβή και άθεον και εκ τούτου έγινεν ικανή φιλονικία και τέλος πάντων λέγει ο Αγγελής προς τον άθεον εκείνον· «Όχι μόνον με λόγια γυμνά δύναμαι να αποδείξω την αγιότητα της Πίστεώς μου, αλλά και με έργα εμπράκτως. Λοιπόν άφες τους λόγους και τας φλυαρίας και ας φιλονικήσωμεν με τα έργα· φόρεσον συ όλα τα άρματά σου και όπως θέλεις αρματώσου και εγώ χωρίς άρματα, χωρίς μάχαιραν, χωρίς πιστόλαν, χωρίς τυφέκιον, γυμνός από όλα αυτά, καθώς με βλέπεις, μόνον με εν ξύλον εις την χείρα να μονομαχήσωμεν αμφότεροι, και θα σε νικήσω με την δύναμιν της Πίστεώς μου». Αυτά ηρέθισαν τον Γάλλον και τον εκίνησαν εις θυμόν και μη υποφέρων να βλέπη ένα ευτελέστατον Έλληνα να έχη τόσην πεποίθησιν και θάρρος εις την δύναμιν της Πίστεώς του, εδέχθη τον αγώνα να μονομαχήσουν, θαρρών εις τα άρματά του, ότι θέλει τον φονεύσει, αφ΄ ενός μεν δια να κάμη εκδίκησιν εις τον εχθρόν του, αφ΄ ετέρου δε δια να δείξη ο άπιστος ψευδή την δύναμιν της αγίας ημών Πίστεως, εις την οποίαν κατεκαυχάτο ο Αγγελής και είχε προς αυτήν όλον το θάρρος του· και ο μεν Πέτρος, η πέτρα της Πίστεως, ο κορυφαίος των Αποστόλων, ολίγον περιπατήσας επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης, ωλιγοπίστησε και δια τούτο ήρχισε να βυθίζηται εις τα ύδατα, ο δε Αγγελής τόσον στερεάν Πίστιν και τόσον θάρρος είχεν, ότι θέλει θαυματουργήσει ο Θεός και θέλει δείξει την δύναμιν της Πίστεώς του, ώστε δεν ηθέλησε να γίνη η μονομαχία αυτή κρυφίως, αλλά παρρησία και φανερά. Παρρησιάζεται λοιπόν ο Αγγελής με τον ανταγωνιστήν του εις τον Γάλλον πρόξενον και αναφέρει προς αυτόν την περί της Πίστεως φιλονικίαν των, εις επήκοον δε των παρευρεθέντων είπε τας βλασφημίας, τας οποίας έλεγεν ο άθεος εκείνος κατά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της αγιωτάτης ημών Πίστεως και την απολογίαν, την οποίαν έκαμεν αυτός υπέρ της αληθείας της Πίστεώς μας. Κατόπιν τούτου, με άδειαν και έγκρισιν του προξένου, έκαμον γράμματα εις την καγκελλαρίαν, ότι οικεία βουλήσει και προαιρέσει ηθέλησαν να μονομαχήσουν οι δύο ούτοι, ο μεν Γάλλος με άρματα πολεμικά, ο δε Έλλην Αγγελής χωρίς άρματα, κρατών μόνον ένα ξύλον εις την χείραν του, όστις δε εκ των δύο ήθελε φονευθή, να είναι καλώς πεφονευμένος, ο δε νικήσας και φονεύσας τον άλλον να μη έχη ύστερον παρά τινος ουδεμίαν εξέτασιν ή κρίσιν ή τιμωρίαν δια τον φονευθέντα. Τοιούτον γράμμα και τοιαύτην συμφωνίαν και απόφασιν έκαμον και δεν είναι θαυμαστόν αν ο υπερήφανος Γάλλος εδέχθη τον αγώνα τούτον, ελπίζων εις την δύναμίν του και εις τα άρματά του, ως άλλος αλλόφυλος Γολιάθ, να φονεύση με το πρώτον κτύπημα τον άοπλον Αγγελήν· δεν είναι, λέγω, τούτο θαυμαστόν· το θαυμαστόν όντως και υπερθαύμαστον είναι ότι ο Αγγελής, ως άλλος Δαβίδ, είχε πίστιν αδίστακτον, ότι και χωρίς άρματα, με μόνην την θείαν Δύναμιν, θέλει φονεύσει τον αλλόφυλον. Αλλ΄ ίσως δεν ήθελέ τις ονομάσει πίστιν αδίστακτον ένα τοιούτον τόλμημα, αλλ΄ ελαφρότητα νοός ή άλλο τι παρόμοιον· το ακόλουθον όμως του διηγήματος δεν δεικνύει ελαφρότητα νοός και παραλογισμόν και παραφροσύνην, διότι δεν ηθέλησεν ευθύς την ώραν εκείνην να τελειώση τον αγώνα, αλλά με συμφωνίαν του αντιπάλου τον άφησε δια την επομένην, ίνα λάβη, ως έδειξαν τα πράγματα, καιρόν να φορέση και αυτός τα ουράνια άρματα, εναντίον των γηϊνων αρμάτων του αλλοφύλου. Τρέχει λοιπόν ο καλός Αγγελής εις τον Πνευματικόν του Πατέρα και εξομολογείται όσα ως άνθρωπος ήμαρτε, φανερώνει προς αυτόν τον προκείμενον αγώνα του και ζητεί τας ευχάς του και δι΄ αυτών την εξ ύψους βοήθειαν. Ο Πνευματικός κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν να τον εμποδίση, αλλά δεν ηδυνήθη, όθεν τον απέλυσεν, αυτός δε πηγαίνων εις την κατοικίαν του διήλθεν όλην την νύκτα εις θερμήν δέησιν προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αιτών όπως θαυμαστώση την δύναμιν της θείας του Πίστεως εναντίον του βλασφήμου Γάλλου· έπειτα την πρωϊαν εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και ούτω καθωπλισμένος με την θείαν δύναμιν εξήλθεν εις παράταξιν κατά του αλλοφύλου και τον προσκαλεί να συμπλακούν και να πολεμήσουν. Τις να μη θαυμάση και να μη φωνάξη μετ΄ εκπλήξεως· «Ω θειότατε Αγγελή, μεγάλη σου η Πίστις!» Άλλο δεν είχεν εις το στόμα και άλλο δεν έλεγε παρά «Με τον πόλεμόν μου τούτον θα δείξω εις τους απίστους την δύναμιν της αληθούς Πίστεώς μου». Αλλ΄ ενταύθα του λόγου γενόμενος, ευσεβέστατοι ακροαταί, νομίζω ότι βλέπω με τους οφθαλμούς του νοός μου δύο ενάντια πάθη μέσα εις τας καρδίας σας, φόβον και πόθον· πόθον μεν, διότι ποθείτε και αγαπάτε να ακούσητε πεφονευμένον και τεθανατωμένον τον άθεον, δια να φανή η δύναμις της Πίστεώς μας, να δοξασθή ο υπό των απίστων αθετούμενος Χριστός, φόβον δε μήπως και δεν ευδοκήση ο Θεός, δια τας αιτίας, τας οποίας μόνος Αυτός γνωρίζει, να γίνη το ποθούμενον θαύμα· αλλά δίκαιος μεν είναι ο πόθος σας, της ολιγοπιστίας δε είναι ο φόβος σας· επειδή είναι αψευδής ο ειπών· «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ: 20). Μη φοβήσθε λοιπόν, αλλά και μη ποθήτε να ίδητε τεθανατωμένον τον εχθρόν της Πίστεως· διότι «τα κρίματά σου (Κύριε) ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. λε: 7) και· «τις έγνω νουν Κυρίου; και τις αυτού σύμβουλος εγένετο;» (Ησαϊας μ: 13). Ο βάθει σοφίας πάντα οικονομών και το συμφέρον πάσιν απονέμων δια λόγους, τους οποίους αυτός μόνος γνωρίζει, δεν συνεχώρησε να γίνη αυτή η μονομαχία και να τελειωθή αυτός ο ποθούμενος αγών και ακούσατε. Ευθύς ως παρρησιάσθη, ώσπερ λέων απτόητος, ο της ευσεβείας αγγελώνυμος Αθλητής και εζήτει εις συμπλοκήν τον αντίπαλον, κατέλαβεν εκείνον φόβος και τρόμος ανείκαστος και δειλία θανάτου επέπεσεν επ΄ αυτόν και εκάλυψε την διάνοιάν του σκότος, η καρδία του εταράχθη και εγκατέλειπεν αυτόν η ισχύς αυτού. Όθεν και με πολλήν του καταισχύνην και εντροπήν παρητήθη και έφευγεν, αλλά και παραίτησις και η φυγή του δεν έγινε καθώς εκείνος ήθελε, κρυφίως δηλαδή χωρίς να τον αντιληφθούν πολλοί, επειδή ο μακάριος Αγγελής ως αριστεύς και νικητής εθριάμβευε την εκείνου φυγήν ως ήτταν και επέμενεν εις την εξ αρχής συμφωνίαν των γραμμάτων των, ζητών να μονομαχήσουν και αποφασιστικά του έλεγεν ότι θα τον φονεύση με την δύναμιν της Πίστεώς του. Όθεν παρρησιάσθη και δια δευτέραν φοράν εις τον πρόξενον καο εζήτει παρ΄ αυτού, όπως εξαναγκάση τον φυγάδα να πραγματοποιήσουν την συμπεφωνημένην μονομαχίαν· εκείνου δε παραιτουμένου εκηρύχθη παρά πάντων νικητής ο Αγγελής, ή μάλλον ειπείν η θεία Πίστις ημών και νενικημένος ο άθεος Γάλλος. Όθεν και με κρίσιν του προξένου επλήρωσε και τα έξοδα της καγκελλαρίας, δια το γράμμα, το οποίον έκαμον. Εάν όμως ήτο μέχρι λόγων η φιλονικία των και μόνοι οι δύο συνεκρούοντο, ήθελε δε υποχωρήσει ο Γάλλος, ηδύνατο κανείς να είπη, ότι δεν κατεδέχθη να πιασθή με ένα ταπεινόν άνθρωπον και να βάλη εις κίνδυνον την ζωήν του χωρίς ανάγκην· αλλ΄ εφόσον δεν ήτο απλή μόνον λογομαχία μεταξύ των, αλλά και παράστασις εις τον πρόξενον και κρίσις και απόφασις έγγραφος, έπειτα δε παραίτησις τόσον άτιμος και επονείδιστος, που έχει τόπον πλέον αυτή η πρόφασις, ότι καταφρονών δήθεν αυτόν παρήτησε; Θεόθεν λοιπόν ήτο ο φόβος και από τον φόβον εκείνον και ο άθεος κατησχύνθη και ο Αγγελής δεν έγινεν ανθρωποκτόνος. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;» Κατά τον επιστήθιον μαθητήν, «αύτη εστίν η νίκη, η νικήσασα τον κόσμον, η Πίστις ημών» (Α΄ Ιω. ε: 4). «Πως διώξεται εις χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας, ει μη ο Θεός απέδοτο αυτούς και ο Κύριος παρέδωκεν αυτούς;» (Δευτ. λβ: 30). Πως ο καλά αρματωμένος, εάν ο Θεός δεν ήθελε ταράξει την καρδίαν και τας φρένας αυτού και εάν δεν επέπιπτεν εις αυτόν φόβος και τρόμος, από το μέγεθος του θείου βραχίονος (Έξ. ιε: 16) ήθελε φοβηθή τόσον υπέρμετρα τον όλως άοπλον; Τι τα μετά ταύτα; Έκτοτε και εις το εξής (λέγουσιν οι φίλοι και γνωστοί του) παρήτησεν ο Αγγελής την ιατρικήν και κάθε συναναστροφήν ανθρώπων και κάθε τι άλλο και εκάθητο εν απομονώσει και ησυχία εις την οικίαν του, μέσα εις το Πασά Χάνι, χωρίς να θέλη να εξέλθη πλέον έξω. Μόνον δύο φίλοι του τον έβλεπον, οι οποίοι και του έφερον τα προς ζωοτροφίαν, νομίζοντες δε μελαγχολίαν και υποχονδρίαν την απομεμονωμένην και ησυχαστικήν εκείνην ζωήν του, εδοκίμαζον με διαφόρους τρόπους να διασκεδάσουν τους λογισμούς του και να αποβάλουν την φαινομένην υποχονδρίαν του. Ο δε Αγγελής έλεγε προς αυτούς· «Μη κοπιάζετε ματαίως να αλλάξητε τον λογισμόν μου, επειδή έλαβον σταθεράν απόφασιν να μαρτυρήσω υπέρ του Χριστού μου και να χύσω το αίμα μου υπέρ της Αγίας μου Πίστεως, δια να δείξω την θείαν αυτής δύναμιν». Πολλά και διάφορα του είπον δια να του αποβάλουν τον λογισμόν του Μαρτυρίου, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Όθεν οι δύο φίλοι του εκείνοι και τότε πάλιν μελαγχολίαν ενόμιζον την ησυχίαν και σιωπήν εκείνην και παραίτησιν της ζωής του και την προς το Μαρτύριον ορμήν του και ύστερον, ότε μας έγραψαν τα ανωτέρω, μελαγχολίαν ονομάζουσι την κατάστασιν εκείνην του Μάρτυρος, εγώ όμως απέχω από τούτου και δεν αποφασίζω να ονομάσω μελαγχολίαν την προτέραν εκείνην κατάστασιν αυτού. Τι δε να είπω δια το απευκταίον και ανέλπιστον εκείνο, το οποίον έπραξεν ύστερον, απορώ και εις βάθος αμηχανίας εμπίπτω και ποίαν κρίσιν να κάμω δεν γνωρίζω. Επειδή εκείνος ο τόσον ζηλωτής της Πίστεως, ο κατά μόνας και καθ΄ ησυχίαν μελετών τον υπέρ Χριστού θάνατον και τα μαρτυρικά στίγματα φανταζόμενος νύκτα και ημέραν επάνω εις το σώμα του, ο τοιούτος, λέγω, ζηλωτής, στρέφων τους λογισμούς αυτούς του Μαρτυρίου μόνος του μέσα εις τον νουν του και έχων υπερηφάνους, ως νομίζω, λογισμούς, ότι τάχα ενίκησε τον άπιστον με την προς Χριστόν αδίστακτον πίστιν του, εγκατελείφθη από τον Θεόν, τον μισούντα τους υψηλόφρονας, και ούτως ευρών τόπον και επιτήδειον καιρόν ο απ΄ αρχής ανθρωποκτόνος διάβολος, τον επλάνησεν (εγελάσθην, έλεγεν εξομολογούμενος) τον επλάνησε, λέγω, να τουρκεύση, δια να λάβη τάχα αφορμήν να μαρτυρήση. Όθεν, φευ του ανελπίστου κακού! Κατά το έτος 1813 το Σάββατον του δικαίου Λαζάρου, εξυρίσθη, έπειτα έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής, το οποίον εφόρει, έβαλε φέσι και μανδήλιον εις την κεφαλήν του και χωρίς καμμίαν βίαν ή παρακίνησιν επήγε και εζήτει να τουρκεύση. Εκεί πάλιν, καίτοι δεν τον εδέχθησαν παντελώς να τον κάμουν προσήλυτον εις την πίστιν των, αλλά τον ύβριζον και τον εδίωκον, παρ΄ όλα ταύτα, ό,τι και αν του έκαμνον, αυτός δεν έφευγεν εκείθεν, έως ου τους έκαμε και τον εδέχθησαν και εξώμοσε, φευ! την Αγίαν Πίσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όμως και μετά την άρνησιν δεν ήλλαξε τον απ΄ αρχής σκοπόν του, αλλ΄ έκαμνεν άτακτα κινήματα, δια να δώση αφορμήν να τον σύρουν εις κρίσιν, να ομολογήση ότι είναι Χριστιανός. Όθεν και μελαγχολικόν και υποχονδριακόν τον ενόμιζον· διότι μίαν ημέραν επήγεν εις το καπηλείον ενός από τους προρρηθέντας φίλους του και εζήτησε να του δώση κρασί. Αφ΄ ου έπιε, τον ερωτά ο φίλος του· «Διατί βαστάζης πιστόλα»; Αυτός απεκρίθη· «Την βαστάζω δια να σε σκοτώσω» · και ευθύς με τον λόγον ετράβηξε την πιστόλαν επάνω εις τον άνθρωπον και βλάβην μεν ουδεμίαν δεν του επέφερεν, έκαψεν όμως μέρος από το ένδυμά του. Τούτο εστάθη αιτία να τον διώξουν εκείθεν οι εξουσιασταί ως παράφρονα και τον έστειλαν εις την Χίον. Τι όμως τη αληθεία συνέβαινεν με τον Μάρτυρα δεν ηδυνήθη κανείς να εννοήση· επειδή, όπου εύρισκεν Εκκλησίαν ανοικτήν, εισήρχετο εντός αυτής και με την ροήν των δακρύων του κατέβρεχε το έδαφος της Εκκλησίας, εκτύπα άπονα και αλύπητα την κεφαλήν του εις τα μάρμαρα του εδάφους και μάλιστα τόσον ώστε και μακρόθεν ηκούετο ο κτύπος του μετώπου του εις τα μάρμαρα, ησπάζετο μετά πολλής ευλαβείας τας αγίας Εικόνας, πολλάκις δε, όταν δεν ήτο καιρός της Ακολουθίας, έλεγε τόσον κατανυκτικάς ευχάς προς τον Χριστόν, προς την Παναγίαν, προς τους Αγίους, εξαιρέτως δε εις τους Μάρτυρας, ώστε πολλοί εθαύμαζον πως τα προσήρμοζε και τα έλεγεν, ως να τα είχεν αποστηθισμένα και εκίνει τους ακούοντας εις οίκτον και δάκρυα. Άλλοτε πάλιν εισήλθεν εις Εκκλησίαν τινά και επειδή ο εφημέριος φοβηθείς τον εξέβαλεν έξω, εφοβέριζε να τον φονεύση· άλλοτε πάλιν έδιδε λειτουργίας εις τους Ιερείς και διεμοίραζεν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς να παρακαλούν τον Θεόν δι΄ αυτόν. Άλλοτε πάλιν, όταν εύρισκε συνηγμένους Χριστιανούς, επήγαινε και τους έλεγε να παρακαλούν τον Θεόν δια να τελειώση τον αγώνα του και έπειτα αν του έλεγον «Καλότυχος συ, όστις μελετάς τοιούτον έργον» ή άλλο τι παρόμοιον και τον επαινούσαν, αγρίευε και άλλοτε μεν τους ύβριζε, άλλοτε δε τους απειλούσεν. Άλλοτε πάλιν, εκεί όπου έλεγε φρόνιμα και συνετά λόγια, αν αντελαμβάνετο ότι τον περιεργάζονται, άφηνε την ομιλίαν και έλεγεν άλλα αντί άλλων. Μίαν φοράν, ιδών Χριστιανόν τινα μεθυσμένον να φλυαρή, του έδωκεν ένα βαρύ ράπισμα εις το στόμα, δια το οποίον μάλιστα και μερικοί, οι οποίοι τον είχον εις εκτίμησιν, εσκανδαλίσθησαν· αυτός δε, ευρίσκων την επομένην ημέραν εκείνον τον οποίον έδειρε, του λέγει· «Εγώ είμαι Χριστιανός και ως Χριστιανός δεν έδειρα σε τον ομόπιστόν μου, αλλά έδειρα τον δαίμονα, όστις εκάθητο εις τα χείλη σου και έλεγε τα λόγια εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να λέγουν οι Χριστιανοί». Μίαν φοράν, κατά τας ημέρας του ραμαζανίου, εκάθισε κάτωθι μιας τουρκικής οικίας και εζήτησεν ύδωρ από μίαν Χριστιανήν, αφού δε το έπιεν, έλεγεν εκεί ενώπιον πολλών ανδρών, γυναικών και παιδίων ότι είναι Χριστιανός και ότι μέλλει να μαρτυρήση υπέρ Χριστού δια να καταισχύνη την τουρκικήν πίστιν και άλλα παρόμοια. Ο δε Τούρκος κύριος της οικίας, ιδών αυτόν άνωθεν να πίνη ύδωρ εις απηγορευμένην δι΄ αυτούς ώραν και να λέγη τα όσα έλεγεν, ων δε και δαιμονισμένος εκ του ραμαζανίου, ώρμησεν ως θηρίον άγριον και αρπάσας την πιστόλαν του Αγγελή από την ζώνην του τον έδερνε με την πιστόλαν όπου έφθανεν, έως ότου εχόρτασε την θηριώδη μανίαν του ο αλιτήριος· ο δε ευλογημένος Αγγελής ούτε ωμίλησε ποσώς, ούτε μετεκινήθη από το κάθισμά του, αλλ΄ ήτο «ως αμνός (άκακος) εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος» (Ησ. νγ: 7) και «ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού και … ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» (Ψαλμ. λζ: 14-15). Μετά τον σκληρόν εκείνον δαρμόν και την αναχώρησιν του ασεβούς, επήγεν εις Ιερεύς γνώριμός του και του λέγει· «Ιδού καιρός αρμόδιος να παρρησιασθής, και να είπης: Επειδή οι Τούρκοι με δέρουν και με ατιμάζουν, δεν θέλω πλέον να είμαι εις την πίστιν σας, αλλ΄ είμαι Χριστιανός ως και πρότερον και ό,τι θέλετε κάμετέ με, έτοιμος είμαι και να αποθάνω δια τον Χριστόν». Αυτά του είπεν ο Ιερεύς, ο δε μακάριος Αγγελής δεν ωμίλησεν, αλλ΄ ήγειρε την χείρα του εις τον ουρανόν, εννοών με τούτο, ότι, όταν έλθη το θέλημα του Κυρίου, τότε ας γίνη αυτό το οποίον με συμβουλεύεις. Την αυτήν ώραν εκίνησε και έκαμε μίαν ευχάριστον δοκιμήν, αν έφθασεν η ώρα και το θέλημα του Θεού. Ήτο, καθώς είπομεν, το ραμαζάνι, αυτός δε λαβών άρτον, τυρόν και οίνον επήγεν εις την θύραν του μεχκεμέ (δικαστηρίου) και απλώσας το μανδήλιόν του ως τράπεζαν εκάθησεν εκεί αμέριμνος και αφόβως ήρχισε να τρώγη και να πίνη. Εισήρχοντο δε και εξήρχοντο πολλοί Αγαρηνοί, αλλ΄ ουδείς του είπε: «Τι κάμεις εκεί, άνθρωπε; Τρώγεις και πίνεις τώρα που είναι ραμαζάνι (νηστεία) και μάλιστα με τόσην αυθάδειαν έμπροσθεν της θύρας του μεχκεμέ, ενώ είσαι Τούρκος και όπως γνωρίζεις αυτό απαγορεύεται εις τους Τούρκους;». Ουδείς, λέγω, του είπε τίποτε· όθεν ηγέρθη και πηγαίνων παρέκει, λέγει εις τινας Χριστιανούς· «Δεν ήλθεν η ώρα ακόμη». Είπομεν ανωτέρω, ότι πάντας τους Αγίους επεκαλείτο εις βοήθειαν και μάλιστα τους Μάρτυρας· είχε δε και υπερβάλλουσαν αγάπην, με πόθον διάπυρον και ευλάβειαν υπερέξοχον, προς τον εν Ιεράρχαις θαυματουργόν Άγιον Μακάριον, τον Αρχιεπίσκοπον πρώην Κορίνθου, τον εν τη Χίω διαλάμψαντα και προ ολίγων ετών δοξασθέντα παρά Θεού. Όθεν συχνά επήγαινε και έπιπτε πρηνής επάνω εις τον ιερόν αυτού τάφον και με τα δάκρυά του τον έβρεχε και με πολλά κτυπήματα της κεφαλής του εις τον λίθον του μνήματος εδέετο του Αγίου και έλεγεν· «Άγιε του Θεού, καθώς ζων ωδήγησας εις το Μαρτύριον τους Νεομάρτυρας Πολύδωρον τον Κύπριον, Θεόδωρον τον Βυζάντιον, Δημήτριον τον Πελοποννήσιον και άλλους πολλούς εξωμότας και τους έφερες εις οδόν μετανοίας, ούτω και μετά θάνατον, μάλιστα τώρα όπου μετά παρρησίας Ιεραρχικής παρίστασαι ενώπιον του θρόνου της Θείας μεγαλειότητος, ενδυνάμωσον και εμέ τον ανάξιον εις το υπέρ Χριστού Μαρτύριον και αξίωσόν με να τελειώσω θεαρέστως τον καλόν αγώνα της αθλήσεως». Εκεί όμως όπου εφαίνετο ένδακρυς και οι αναστεναγμοί του ήσαν σχεδόν ακατάπαυστοι, συγχρόνως έκαμνε και κάποιαν παραφροσύνην και εσκέπαζε την εν γνώσει αρετήν του και δεν ήξευρε κανείς τι να τον είπη, παράφρονα ή φρόνιμον; Καθώς ημέραν τινά, αφ΄ ου έκλαυσε πικρώς και έκρουσε πολλάκις την κεφαλήν του επάνω εις το ιερόν μνήμα και έτυψε το στήθος του ως ο τελώνης, τότε εζήτησε να του φέρουν ένα ορνίθιον· όθεν του το έφεραν, νομίσαντες ότι θέλει να του το ετοιμάσουν δια φαγητόν. Αφού λοιπόν το έλαβεν, επλήρωσε και έπειτα λέγει· «Ποίος είναι επιτήδειος να του κόψη την κεφαλήν με ένα κτύπημα;» Τότε νέος τις την έκοψε παρευθύς, λαβών δε ο μακάριος από την μίαν χείρα το σώμα του πτηνού, από δε την άλλην την κεφαλήν αυτού και βλέπων προς τον ουρανόν, εφώναξε με κλαυθμηράν φωνήν· «Ούτω, Χριστέ μου, να χωρισθή και η ιδική μου κεφαλή από το σώμα μου με μίαν σπαθιάν»· έπειτα έρριψε μακράν το ορνίθιον και ούτε εκείνος το έφαγεν, ούτε άλλος τις. Τούτο βλέποντες οι παρόντες όσοι μεν ηννόησαν ότι αποφασιστικά ετοιμάζεται δια τον υπέρ Χριστού θάνατον, εδάκρυσαν· όσοι δε ενόμισαν το γενόμενον παιγνίδι και αστείον, εγέλασαν. Εσύχναζε δε πολλάκις ο μακάριος Αγγελής εις εν εξωκκλήσιον και έβλεπεν εκεί πνευματικόν τινα, όστις εθαύμαζε την κατάνυξίν του, τα δάκρυά του, τους εκ βάθους στεναγμούς του, την συντριβήν της καρδίας του, την εγκράτειάν του, τους ουρανόφρονας λογισμούς του και την εν γένει διαγωγήν του. Έλεγε δε ούτος ότι «Πολλάκις έτυχεν εις την συνομιλίαν μας και έμεινεν ο άνθρωπος ώραν ικανήν ως εκστατικός. Από τα φαινόμενα εκείνα συμπεραίνω ότι εγίνετο θεόληπτος και ηρπάζετο ο νους του εις την θείαν θεωρίαν. Έπειτα με ταπεινήν φωνήν έλεγεν· «Χριστέ μου, συ γνωρίζεις όλην μου την κατάστασιν, φθάνει πλέον, φθάνει· δεν δύναμαι να ανθέξω άλλο, έως πότε να γίνη το θέλημά Σου». Εδοκίμασα πολλάκις, μας έλεγεν ο πνευματικός εκείνος, να τον κάμω να μου φανερώση μυστικόν τινα λογισμόν του πνευματικόν τι πάθημα, ήτοι θεωρίαν ή αποκάλυψιν και ευθύς μετέβαινεν εις άλλην ομιλίαν· άλλοτε έλεγε· «Τι πειράζεις ένα αμαρτωλόν και παράφρονα άνθρωπον; Πεινώ, έχεις τι να μου δώσης να φάγω;» Με τοιαύτην πεπλασμένην μωρίαν διήλθεν εδώ εις την Χίον ο θεόσοφος και θεόπνευστος Αγγελής μήνας εξ, έως ότου ήλθε του Κυρίου το θέλημα δια να παρρησιασθή, καθώς εδέετο και παρεκάλει· προτού δε να παρρησιασθή τρεις ημέρας, απεχωρίσθη από την συναναστροφήν των πολλών και περιεπάτει μόνος του, σύννους και σιωπών, εγνωρίζετο δε ότι εις μεγάλην και υψηλήν θεωρίαν ευρίσκετο. Αφού δε ωμολόγησεν ότι εχλευάσθη και εγελάσθη υπό του δολίου δαίμονος και εγνώρισε την ανθρωπίνην ασθένειαν και μετενόησε καλώς και έκλαυσε πικρώς την άρνησίν του ως ο Πέτρος και κατασυνετρίβη από τα κτυπήματα και επεκρέμασεν όλην την ελπίδα του εις τον Θεόν, τότε και ο Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι, τον ηξίωσε του ποθουμένου. Ο δε τρόπος, με τον οποίον εισήλθεν εις το στάδιον του Μαρτυρίου, ηκολούθησεν ως εξής: Ημέραν τινά επήγε κρυφίως εις ένα Χριστιανόν και εξύρισε τα γένεια του, έπειτα ήλθεν εις το τελωνείον και εκεί βλέποντες αυτόν οι Αγαρηνοί χωρίς γένεια, τον ηρώτησαν· «Τι είναι αυτό το σημείον; Που είναι τα γένεια σου; Πως τα εξύρισες;» Αυτός δε ο μακάριος χαμογελών απεκρίθη· «Εν όσω ήμην Τούρκος, τα είχον, επειδή τα έχουν οι Τούρκοι εις τιμήν, τώρα δε όπου είμαι Χριστιανός, καθώς ήμην και πρότερον, τα έκοψα ως περιττά και άχρηστα, επειδή εις τον τόπον τούτον δεν συνηθίζουν οι Χριστιανοί να έχουν γένεια». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι εδοκίμασαν πρώτον εντός του τελωνείου με διαφόρους τρόπους να τον διορθώσουν τάχα, αλλ΄ όσον εκείνοι έπασχον να μεταβάλουν την γνώμην του, τόσον αυτός μετά παρρησίας και ελευθερίας και αφοβίας εκήρυττεν ότι είναι Χριστιανός και ηρνείτο την ιδικήν των θρησκείαν ως ψευδή και ανυπόστατον. Ανήγγειλαν τότε οι Τούρκοι τα γενόμενα εις τον διοικητήν, όστις έστειλε και τον συνέλαβον εντός της πόλεως. Έτυχε δε να είναι τότε η ώρα κατά την οποίαν τα πλήθη των Αγαρηνών συνήρχοντο δια να προσκυνήσουν εις το τζαμίον, το οποίον είναι πλησίον του τελωνείου. Ηθέλησαν λοιπόν αυτοί να τον αναβιβάσουν βιαίως επάνω εις το τζαμίον και τότε βλέποντες το πλήθος ότι δεν ήθελεν, ώρμησαν επάνω του πολλοί ως άγρια θηρία και άλλοι σύροντες έμπροσθεν, άλλοι ωθούντες όπισθεν, άλλοι δέροντες άσπλαγχνα, όπου έφθανεν έκαστος, τον εβίαζον να τον αναβιβάσουν, εκείνος δε ο αοίδιμος εφώναζε· «Θανατώσετέ με ταύτην την ώραν, δεν αναβαίνω εις το τζαμίον, επειδή είμαι Χριστιανός». Τον έφεραν λοιπόν εντός της πόλεως και τον έβαλον σιδηροδέσμιον εις σκοτεινήν φυλακήν. Τι του έκαμον και πως τον εβασάνισαν την νύκτα εκείνην, δεν είναι γνωστόν· πολλά λέγονται, πλην ουδέν εξ αυτών γράφομεν, διότι δεν γνωρίζομεν επακριβώς την αλήθειαν· όθεν λέγομεν μόνον τα ακόλουθα της διηγήσεως. Την επομένην ημέραν τον εξέβαλον από την σκοτεινήν φυλακήν της πόλεως και τον έφεραν εις το διοικητήριον· εκεί γενομένης συνελεύσεως των αγάδων, παρεστάθη ο Μάρτυς της αληθείας εις δευτέραν εξέτασιν, όσα όμως και αν του είπον, κολακευτικά και απειλητικά, δεν εστάθησαν ικανά να μεταβάλουν την γνώμην του· όθεν τον εφυλάκισαν πάλιν και έβαλον τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον. Την ακόλουθον ημέραν, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, τον έβγαλαν αντίκτυ του κονακίου εις τόπον λεγόμενον Βουνάκι και καθώς είχε ζητήσει και έκοψαν με ένα κτύπημα την κεφαλήν του ορνιθίου, και καθώς μετά δακρύων είχε παρακαλέσει ειπών· «Ούτω, Χριστέ μου, να κοπή με μίαν σπαθιάν και η ιδική μου κεφαλή», ούτω και εγένετο. Διότι ευθύς με την πρώτην σπαθιάν απετμήθη η πάντιμος αυτού κεφαλή και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον, εν έτει 1813, Δεκεμβρίου 3 και τότε «απεκαλύφθησαν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β: 35) και όλοι επληροφορήθησαν και εβεβαιώθησαν, ότι ούτε υποχονδριακός ήτο, ούτε παράφρων, αλλ΄ ήτο άνθρωπος φρόνιμος, συνετός, θεόφρων και όλα εκείνα τα έκαμνε θεληματικώς, καθώς το πάλαι ο μακάριος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός. Έμεινε δε το μαρτυρικόν σώμα εις τον τόπον της καταδίκης τρία ημερονύκτια και συνέτρεχον εις την αγίαν θεωρίαν του σεβασμιωτάτου προσώπου του (διότι κατά αλήθειαν πολλήν σεβασμιότητα είχε και Χάριν θείαν) τα πλήθη των Χριστιανών, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, Ιερείς και λαϊκοί και όσοι ηδυνήθησαν έλαβον εξ αυτού, με δόσιν χρημάτων, άλλος τρίχας, άλλος ένδυμα, άλλος τεμάχιον λειψάνου και άλλος αίμα εις αγιασμόν των. Μερικοί δε και χιλιάδες γρόσια επεσχέθησαν και μεσίτας έβαλον δια να αγοράσουν και το άγιον σώμα· και συγκατένευσαν μεν οι Τούρκοι να το δώσουν, αλλά κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος δεν ηξιώθησαν του ποθουμένου· επειδή την ώραν εκείνην ώρμησεν εις Ιερεύς και αρπάσας την αγίαν του κάραν, την ησπάζετο έμπροσθεν των Αγαρηνών. Εκ τούτου σκληρυνθέντες εκείνοι, ήγειραν παρευθύς το άγιον λείψανον ομού και το χώμα όπερ ήτο υποκάτω αυτού και το έρριψαν εις την θάλασσαν εις βάθος 25 οργυιών, εδοκίμασαν δε την νύκτα τινές φιλομάρτυρες να το εκβάλουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Τοιαύτη εστάθη η προ του Μαρτυρίου ζωή και πολιτεία του αοιδίμου Αγγελή, ως ηκούσατε· χριστιανική δηλονότι και ευαγγελική, αλλά με το να μη εφύλαξε την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου, την λέγουσαν· «Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση» (Α΄ Κορ. ι: 12)· με το να είχε το θάρρος του εις τον εαυτόν του· και με το να μη εδέχθη άλλου τινός την συμβουλήν, έπεσε πτώμα ελεεινόν. Ο δε προγνώστης Θεός, προγινώσκων τα μέλλοντα, παρεχώρησε προς ολίγον δια να τον ταπεινώση, (διότι κατά τους θείους Πατέρας καλλίτερα έχει ο Θεός αμαρτωλόν ταπεινόν, παρά δίκαιον υπερήφανον)· αφ΄ ου δε, ως είπομεν, εταπεινώθη και μετενόησε και όλην του την ελπίδα επεκρέμασεν εις την θείαν βοήθειαν, τότε όχι μόνον εκ του πτώματος της αρνήσεως τον ηνώρθωσεν, αλλά και εις το ύψος της μαρτυρικής δόξης τον ανύψωσε. Τώρα ένα τοιούτον Μάρτυρα, όπως είναι ο μακάριος Αγγελής, τις αμφιβάλλει και τις δεν τον ομολογεί όντως θείον Μάρτυρα και μαρτυρικής τιμής άξιον; Νομίζω ουδείς, εκτός μόνον εάν είναι κανείς κακοπροαίρετος ή αμαθής και δεν γνωρίζει την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν. Δεν εορτάζει και μαρτυρικώς δοξάζει η Εκκλησία τον Πέρσην Ιάκωβον; Δεν κηρύττει Μάρτυρας τον Παγχάριον, τον Μείρακα, το πλήθος εκείνο των Χριστιανών, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων εξώμοσαν και έπειτα από νουθεσίαν του Μεγαλομάρτυρος Κοδράτου ωμολόγησαν πάλιν τον Χριστόν και απέθανον εν τη ομολογία της Πίστεως; Δεν υπάρχουν τοιαύτα παραδείγματα πάμπολλα εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν; Όντως λοιπόν Μάρτυρες παναληθέστατοι είναι ούτοι άπαντες οι αρνηθέντες και έπειτα μαρτυρήσαντες, ομού δε με αυτούς και ο σήμερον εορταζόμενος Νέος Μάρτυς Αγγελής και μαρτυρικής τιμής είναι όλοι άξιοι. Πρέπει λοιπόν και ημείς να τους τιμώμεν, διότι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή απόδειξιν έχει της προς τον κοινόν Δεσπότην ευνοίας· πρέπει, λέγω, να τους τιμώμεν και να τους εορτάζωμεν, εξαιρέτως δε τον θείον Αγγελήν, του οποίου την λαμπράν μαρτυρίαν με τους οφθαλμούς μας είδομεν και πολιούχον και προστάτην και έφορον και προς Θεόν μεσίτην ηξιώθημεν να τον έχωμεν· ου ταις αγίαις πρεσβείαις προς Κύριον ρυσθείημεν των επικειμένων δεινών και των επερχομένων και αξιωθείημεν των μελλόντων αγαθών της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Τον πρώην αρνησίχριστον, ως Χριστού αγαθόν και πιστόν δούλον, με επινικίους ωδάς και μαρτυρικά άσματα τιμώμεν, ίνα και ημείς Μάρτυρες τη προαιρέσει, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, γινώμεθα. Ας εμφραγούν τα απύλωτα στόματα των αντιλεγόντων και μη ομολογούντων αυτόν και τους ομοίους αυτού όντως θείους Μάρτυρας· ότι κατά τους θείους Πατέρας, το Μαρτύριον δεν είναι απλώς άφεσις αμαρτιών, αλλά και αγιότης και δόξα και τιμή αιώνιος και ουράνιος. Ημείς λοιπόν φιλαλήθως διηγούμεθα εις την υμετέραν αγάπην την του Αγγελή χριστιανικήν ζωήν και την ευαγγελικήν πολιτείαν και τον υπέρ της ευσεβείας ένθερμον ζήλον του, αλλά και την αξιοδάκρυτον πτώσιν του ομολογούμεν και την αντίχριστον άρνησίν του δεν σιωπώμεν· καθώς και το ιερόν Ευαγγέλιον και την εκ θείας αποκαλύψεως ομολογίαν του Αποστόλου Πέτρου εκθειάζει και την τριτήν αυτού άρνησιν ομολογεί· δεν σιωπώμεν την πτώσιν, επειδή έπεται κατόπιν η θαυμασία αυτού ανόρθωσις και τελειοτάτη μετάνοια· ομολογούμεν την άρνησιν, επειδή έχομεν ακόλουθον την πεπαρρησιασμένην αυτού ομολογίαν και των μαρτυρικών αγώνων την λαμπρότητα. Ακούσατε λοιπόν μετά προσοχής την σύντομον ταύτην διήγησιν, η οποία τους μεν καλώς εστώτας εις την πίστιν και εις την αρετήν θέλει διδάξει να προσέχουν δια να μη πέσουν ή από αμέλειαν ή από υπερηφάνειαν, τους δε πεσόντας θέλει διεγείρει και παρακινήσει εις μετάνοιαν και ανόρθωσιν εκ του πτώματος της αμαρτίας. Ούτος λοιπόν ο νέος του Χριστού στρατιώτης, ο νικητής σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος, ο ουρανόφρων και αγγελόφρων Αγγελής εγεννήθη εις το Άργος της Πελοποννήσου· το γένος του και την ανατροφήν του και την πολιτείαν του και την κατάστασιν, την οποίαν είχεν εις το Άργος, δεν ηδυνήθημεν να τα μάθωμεν· τόσον μόνον εμάθομεν, ότι εις το Κουσάντασι ευρίσκετο και διέτριβε και εμπειρικός ιατρός εγνωρίζετο· άνθρωπος ευλαβής, ήσυχος, φιλακόλουθος, ελεήμων, ευσεβής και ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος (καθώς εβεβαιώθημεν από αξιοπίστους ανθρώπους, οίτινες είχον γνωριμίαν και συναναστροφήν μαζί του). Αλλά τι ηκολούθησεν εις τον καλόν Αγγελήν από αυτόν τον υπέρ της ευσεβείας υπέρμετρον ζήλον του; Τούτον είναι άξιον διηγήσεως και δεν πρέπει να σιωπηθή. Έτυχεν εις μίαν του συναναστροφήν εις Γάλλος άθεος, όστις ακούων τον ένθεον και θεοσεβή Αγγελήν να λέγη προς τους παρόντας λόγους υπέρ της ημετέρας ευσεβείας και της αγίας μας Πίστεως, τον εχλεύαζε και τον περιεγέλα ο μιαρός, ως ασεβής και άθεος όπου ήτο. Ο δε θείος Αγγελής δεν εσιώπησε, καθώς πολλοί δια ανθρωπαρέσκειαν ποιούσιν, αλλ΄ αντέλεγε και όπως ηδύνατο την μεν αγίαν μας Πίστιν υπεστήριζε, τον δε αλιτήριον Γάλλον απεδείκνυεν ασεβή και άθεον και εκ τούτου έγινεν ικανή φιλονικία και τέλος πάντων λέγει ο Αγγελής προς τον άθεον εκείνον· «Όχι μόνον με λόγια γυμνά δύναμαι να αποδείξω την αγιότητα της Πίστεώς μου, αλλά και με έργα εμπράκτως. Λοιπόν άφες τους λόγους και τας φλυαρίας και ας φιλονικήσωμεν με τα έργα· φόρεσον συ όλα τα άρματά σου και όπως θέλεις αρματώσου και εγώ χωρίς άρματα, χωρίς μάχαιραν, χωρίς πιστόλαν, χωρίς τυφέκιον, γυμνός από όλα αυτά, καθώς με βλέπεις, μόνον με εν ξύλον εις την χείρα να μονομαχήσωμεν αμφότεροι, και θα σε νικήσω με την δύναμιν της Πίστεώς μου». Αυτά ηρέθισαν τον Γάλλον και τον εκίνησαν εις θυμόν και μη υποφέρων να βλέπη ένα ευτελέστατον Έλληνα να έχη τόσην πεποίθησιν και θάρρος εις την δύναμιν της Πίστεώς του, εδέχθη τον αγώνα να μονομαχήσουν, θαρρών εις τα άρματά του, ότι θέλει τον φονεύσει, αφ΄ ενός μεν δια να κάμη εκδίκησιν εις τον εχθρόν του, αφ΄ ετέρου δε δια να δείξη ο άπιστος ψευδή την δύναμιν της αγίας ημών Πίστεως, εις την οποίαν κατεκαυχάτο ο Αγγελής και είχε προς αυτήν όλον το θάρρος του· και ο μεν Πέτρος, η πέτρα της Πίστεως, ο κορυφαίος των Αποστόλων, ολίγον περιπατήσας επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης, ωλιγοπίστησε και δια τούτο ήρχισε να βυθίζηται εις τα ύδατα, ο δε Αγγελής τόσον στερεάν Πίστιν και τόσον θάρρος είχεν, ότι θέλει θαυματουργήσει ο Θεός και θέλει δείξει την δύναμιν της Πίστεώς του, ώστε δεν ηθέλησε να γίνη η μονομαχία αυτή κρυφίως, αλλά παρρησία και φανερά. Παρρησιάζεται λοιπόν ο Αγγελής με τον ανταγωνιστήν του εις τον Γάλλον πρόξενον και αναφέρει προς αυτόν την περί της Πίστεως φιλονικίαν των, εις επήκοον δε των παρευρεθέντων είπε τας βλασφημίας, τας οποίας έλεγεν ο άθεος εκείνος κατά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της αγιωτάτης ημών Πίστεως και την απολογίαν, την οποίαν έκαμεν αυτός υπέρ της αληθείας της Πίστεώς μας. Κατόπιν τούτου, με άδειαν και έγκρισιν του προξένου, έκαμον γράμματα εις την καγκελλαρίαν, ότι οικεία βουλήσει και προαιρέσει ηθέλησαν να μονομαχήσουν οι δύο ούτοι, ο μεν Γάλλος με άρματα πολεμικά, ο δε Έλλην Αγγελής χωρίς άρματα, κρατών μόνον ένα ξύλον εις την χείραν του, όστις δε εκ των δύο ήθελε φονευθή, να είναι καλώς πεφονευμένος, ο δε νικήσας και φονεύσας τον άλλον να μη έχη ύστερον παρά τινος ουδεμίαν εξέτασιν ή κρίσιν ή τιμωρίαν δια τον φονευθέντα. Τοιούτον γράμμα και τοιαύτην συμφωνίαν και απόφασιν έκαμον και δεν είναι θαυμαστόν αν ο υπερήφανος Γάλλος εδέχθη τον αγώνα τούτον, ελπίζων εις την δύναμίν του και εις τα άρματά του, ως άλλος αλλόφυλος Γολιάθ, να φονεύση με το πρώτον κτύπημα τον άοπλον Αγγελήν· δεν είναι, λέγω, τούτο θαυμαστόν· το θαυμαστόν όντως και υπερθαύμαστον είναι ότι ο Αγγελής, ως άλλος Δαβίδ, είχε πίστιν αδίστακτον, ότι και χωρίς άρματα, με μόνην την θείαν Δύναμιν, θέλει φονεύσει τον αλλόφυλον. Αλλ΄ ίσως δεν ήθελέ τις ονομάσει πίστιν αδίστακτον ένα τοιούτον τόλμημα, αλλ΄ ελαφρότητα νοός ή άλλο τι παρόμοιον· το ακόλουθον όμως του διηγήματος δεν δεικνύει ελαφρότητα νοός και παραλογισμόν και παραφροσύνην, διότι δεν ηθέλησεν ευθύς την ώραν εκείνην να τελειώση τον αγώνα, αλλά με συμφωνίαν του αντιπάλου τον άφησε δια την επομένην, ίνα λάβη, ως έδειξαν τα πράγματα, καιρόν να φορέση και αυτός τα ουράνια άρματα, εναντίον των γηϊνων αρμάτων του αλλοφύλου. Τρέχει λοιπόν ο καλός Αγγελής εις τον Πνευματικόν του Πατέρα και εξομολογείται όσα ως άνθρωπος ήμαρτε, φανερώνει προς αυτόν τον προκείμενον αγώνα του και ζητεί τας ευχάς του και δι΄ αυτών την εξ ύψους βοήθειαν. Ο Πνευματικός κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν να τον εμποδίση, αλλά δεν ηδυνήθη, όθεν τον απέλυσεν, αυτός δε πηγαίνων εις την κατοικίαν του διήλθεν όλην την νύκτα εις θερμήν δέησιν προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αιτών όπως θαυμαστώση την δύναμιν της θείας του Πίστεως εναντίον του βλασφήμου Γάλλου· έπειτα την πρωϊαν εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και ούτω καθωπλισμένος με την θείαν δύναμιν εξήλθεν εις παράταξιν κατά του αλλοφύλου και τον προσκαλεί να συμπλακούν και να πολεμήσουν. Τις να μη θαυμάση και να μη φωνάξη μετ΄ εκπλήξεως· «Ω θειότατε Αγγελή, μεγάλη σου η Πίστις!» Άλλο δεν είχεν εις το στόμα και άλλο δεν έλεγε παρά «Με τον πόλεμόν μου τούτον θα δείξω εις τους απίστους την δύναμιν της αληθούς Πίστεώς μου». Αλλ΄ ενταύθα του λόγου γενόμενος, ευσεβέστατοι ακροαταί, νομίζω ότι βλέπω με τους οφθαλμούς του νοός μου δύο ενάντια πάθη μέσα εις τας καρδίας σας, φόβον και πόθον· πόθον μεν, διότι ποθείτε και αγαπάτε να ακούσητε πεφονευμένον και τεθανατωμένον τον άθεον, δια να φανή η δύναμις της Πίστεώς μας, να δοξασθή ο υπό των απίστων αθετούμενος Χριστός, φόβον δε μήπως και δεν ευδοκήση ο Θεός, δια τας αιτίας, τας οποίας μόνος Αυτός γνωρίζει, να γίνη το ποθούμενον θαύμα· αλλά δίκαιος μεν είναι ο πόθος σας, της ολιγοπιστίας δε είναι ο φόβος σας· επειδή είναι αψευδής ο ειπών· «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ: 20). Μη φοβήσθε λοιπόν, αλλά και μη ποθήτε να ίδητε τεθανατωμένον τον εχθρόν της Πίστεως· διότι «τα κρίματά σου (Κύριε) ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. λε: 7) και· «τις έγνω νουν Κυρίου; και τις αυτού σύμβουλος εγένετο;» (Ησαϊας μ: 13). Ο βάθει σοφίας πάντα οικονομών και το συμφέρον πάσιν απονέμων δια λόγους, τους οποίους αυτός μόνος γνωρίζει, δεν συνεχώρησε να γίνη αυτή η μονομαχία και να τελειωθή αυτός ο ποθούμενος αγών και ακούσατε. Ευθύς ως παρρησιάσθη, ώσπερ λέων απτόητος, ο της ευσεβείας αγγελώνυμος Αθλητής και εζήτει εις συμπλοκήν τον αντίπαλον, κατέλαβεν εκείνον φόβος και τρόμος ανείκαστος και δειλία θανάτου επέπεσεν επ΄ αυτόν και εκάλυψε την διάνοιάν του σκότος, η καρδία του εταράχθη και εγκατέλειπεν αυτόν η ισχύς αυτού. Όθεν και με πολλήν του καταισχύνην και εντροπήν παρητήθη και έφευγεν, αλλά και παραίτησις και η φυγή του δεν έγινε καθώς εκείνος ήθελε, κρυφίως δηλαδή χωρίς να τον αντιληφθούν πολλοί, επειδή ο μακάριος Αγγελής ως αριστεύς και νικητής εθριάμβευε την εκείνου φυγήν ως ήτταν και επέμενεν εις την εξ αρχής συμφωνίαν των γραμμάτων των, ζητών να μονομαχήσουν και αποφασιστικά του έλεγεν ότι θα τον φονεύση με την δύναμιν της Πίστεώς του. Όθεν παρρησιάσθη και δια δευτέραν φοράν εις τον πρόξενον καο εζήτει παρ΄ αυτού, όπως εξαναγκάση τον φυγάδα να πραγματοποιήσουν την συμπεφωνημένην μονομαχίαν· εκείνου δε παραιτουμένου εκηρύχθη παρά πάντων νικητής ο Αγγελής, ή μάλλον ειπείν η θεία Πίστις ημών και νενικημένος ο άθεος Γάλλος. Όθεν και με κρίσιν του προξένου επλήρωσε και τα έξοδα της καγκελλαρίας, δια το γράμμα, το οποίον έκαμον. Εάν όμως ήτο μέχρι λόγων η φιλονικία των και μόνοι οι δύο συνεκρούοντο, ήθελε δε υποχωρήσει ο Γάλλος, ηδύνατο κανείς να είπη, ότι δεν κατεδέχθη να πιασθή με ένα ταπεινόν άνθρωπον και να βάλη εις κίνδυνον την ζωήν του χωρίς ανάγκην· αλλ΄ εφόσον δεν ήτο απλή μόνον λογομαχία μεταξύ των, αλλά και παράστασις εις τον πρόξενον και κρίσις και απόφασις έγγραφος, έπειτα δε παραίτησις τόσον άτιμος και επονείδιστος, που έχει τόπον πλέον αυτή η πρόφασις, ότι καταφρονών δήθεν αυτόν παρήτησε; Θεόθεν λοιπόν ήτο ο φόβος και από τον φόβον εκείνον και ο άθεος κατησχύνθη και ο Αγγελής δεν έγινεν ανθρωποκτόνος. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;» Κατά τον επιστήθιον μαθητήν, «αύτη εστίν η νίκη, η νικήσασα τον κόσμον, η Πίστις ημών» (Α΄ Ιω. ε: 4). «Πως διώξεται εις χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας, ει μη ο Θεός απέδοτο αυτούς και ο Κύριος παρέδωκεν αυτούς;» (Δευτ. λβ: 30). Πως ο καλά αρματωμένος, εάν ο Θεός δεν ήθελε ταράξει την καρδίαν και τας φρένας αυτού και εάν δεν επέπιπτεν εις αυτόν φόβος και τρόμος, από το μέγεθος του θείου βραχίονος (Έξ. ιε: 16) ήθελε φοβηθή τόσον υπέρμετρα τον όλως άοπλον; Τι τα μετά ταύτα; Έκτοτε και εις το εξής (λέγουσιν οι φίλοι και γνωστοί του) παρήτησεν ο Αγγελής την ιατρικήν και κάθε συναναστροφήν ανθρώπων και κάθε τι άλλο και εκάθητο εν απομονώσει και ησυχία εις την οικίαν του, μέσα εις το Πασά Χάνι, χωρίς να θέλη να εξέλθη πλέον έξω. Μόνον δύο φίλοι του τον έβλεπον, οι οποίοι και του έφερον τα προς ζωοτροφίαν, νομίζοντες δε μελαγχολίαν και υποχονδρίαν την απομεμονωμένην και ησυχαστικήν εκείνην ζωήν του, εδοκίμαζον με διαφόρους τρόπους να διασκεδάσουν τους λογισμούς του και να αποβάλουν την φαινομένην υποχονδρίαν του. Ο δε Αγγελής έλεγε προς αυτούς· «Μη κοπιάζετε ματαίως να αλλάξητε τον λογισμόν μου, επειδή έλαβον σταθεράν απόφασιν να μαρτυρήσω υπέρ του Χριστού μου και να χύσω το αίμα μου υπέρ της Αγίας μου Πίστεως, δια να δείξω την θείαν αυτής δύναμιν». Πολλά και διάφορα του είπον δια να του αποβάλουν τον λογισμόν του Μαρτυρίου, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Όθεν οι δύο φίλοι του εκείνοι και τότε πάλιν μελαγχολίαν ενόμιζον την ησυχίαν και σιωπήν εκείνην και παραίτησιν της ζωής του και την προς το Μαρτύριον ορμήν του και ύστερον, ότε μας έγραψαν τα ανωτέρω, μελαγχολίαν ονομάζουσι την κατάστασιν εκείνην του Μάρτυρος, εγώ όμως απέχω από τούτου και δεν αποφασίζω να ονομάσω μελαγχολίαν την προτέραν εκείνην κατάστασιν αυτού. Τι δε να είπω δια το απευκταίον και ανέλπιστον εκείνο, το οποίον έπραξεν ύστερον, απορώ και εις βάθος αμηχανίας εμπίπτω και ποίαν κρίσιν να κάμω δεν γνωρίζω. Επειδή εκείνος ο τόσον ζηλωτής της Πίστεως, ο κατά μόνας και καθ΄ ησυχίαν μελετών τον υπέρ Χριστού θάνατον και τα μαρτυρικά στίγματα φανταζόμενος νύκτα και ημέραν επάνω εις το σώμα του, ο τοιούτος, λέγω, ζηλωτής, στρέφων τους λογισμούς αυτούς του Μαρτυρίου μόνος του μέσα εις τον νουν του και έχων υπερηφάνους, ως νομίζω, λογισμούς, ότι τάχα ενίκησε τον άπιστον με την προς Χριστόν αδίστακτον πίστιν του, εγκατελείφθη από τον Θεόν, τον μισούντα τους υψηλόφρονας, και ούτως ευρών τόπον και επιτήδειον καιρόν ο απ΄ αρχής ανθρωποκτόνος διάβολος, τον επλάνησεν (εγελάσθην, έλεγεν εξομολογούμενος) τον επλάνησε, λέγω, να τουρκεύση, δια να λάβη τάχα αφορμήν να μαρτυρήση. Όθεν, φευ του ανελπίστου κακού! Κατά το έτος 1813 το Σάββατον του δικαίου Λαζάρου, εξυρίσθη, έπειτα έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής, το οποίον εφόρει, έβαλε φέσι και μανδήλιον εις την κεφαλήν του και χωρίς καμμίαν βίαν ή παρακίνησιν επήγε και εζήτει να τουρκεύση. Εκεί πάλιν, καίτοι δεν τον εδέχθησαν παντελώς να τον κάμουν προσήλυτον εις την πίστιν των, αλλά τον ύβριζον και τον εδίωκον, παρ΄ όλα ταύτα, ό,τι και αν του έκαμνον, αυτός δεν έφευγεν εκείθεν, έως ου τους έκαμε και τον εδέχθησαν και εξώμοσε, φευ! την Αγίαν Πίσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όμως και μετά την άρνησιν δεν ήλλαξε τον απ΄ αρχής σκοπόν του, αλλ΄ έκαμνεν άτακτα κινήματα, δια να δώση αφορμήν να τον σύρουν εις κρίσιν, να ομολογήση ότι είναι Χριστιανός. Όθεν και μελαγχολικόν και υποχονδριακόν τον ενόμιζον· διότι μίαν ημέραν επήγεν εις το καπηλείον ενός από τους προρρηθέντας φίλους του και εζήτησε να του δώση κρασί. Αφ΄ ου έπιε, τον ερωτά ο φίλος του· «Διατί βαστάζης πιστόλα»; Αυτός απεκρίθη· «Την βαστάζω δια να σε σκοτώσω» · και ευθύς με τον λόγον ετράβηξε την πιστόλαν επάνω εις τον άνθρωπον και βλάβην μεν ουδεμίαν δεν του επέφερεν, έκαψεν όμως μέρος από το ένδυμά του. Τούτο εστάθη αιτία να τον διώξουν εκείθεν οι εξουσιασταί ως παράφρονα και τον έστειλαν εις την Χίον. Τι όμως τη αληθεία συνέβαινεν με τον Μάρτυρα δεν ηδυνήθη κανείς να εννοήση· επειδή, όπου εύρισκεν Εκκλησίαν ανοικτήν, εισήρχετο εντός αυτής και με την ροήν των δακρύων του κατέβρεχε το έδαφος της Εκκλησίας, εκτύπα άπονα και αλύπητα την κεφαλήν του εις τα μάρμαρα του εδάφους και μάλιστα τόσον ώστε και μακρόθεν ηκούετο ο κτύπος του μετώπου του εις τα μάρμαρα, ησπάζετο μετά πολλής ευλαβείας τας αγίας Εικόνας, πολλάκις δε, όταν δεν ήτο καιρός της Ακολουθίας, έλεγε τόσον κατανυκτικάς ευχάς προς τον Χριστόν, προς την Παναγίαν, προς τους Αγίους, εξαιρέτως δε εις τους Μάρτυρας, ώστε πολλοί εθαύμαζον πως τα προσήρμοζε και τα έλεγεν, ως να τα είχεν αποστηθισμένα και εκίνει τους ακούοντας εις οίκτον και δάκρυα. Άλλοτε πάλιν εισήλθεν εις Εκκλησίαν τινά και επειδή ο εφημέριος φοβηθείς τον εξέβαλεν έξω, εφοβέριζε να τον φονεύση· άλλοτε πάλιν έδιδε λειτουργίας εις τους Ιερείς και διεμοίραζεν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς να παρακαλούν τον Θεόν δι΄ αυτόν. Άλλοτε πάλιν, όταν εύρισκε συνηγμένους Χριστιανούς, επήγαινε και τους έλεγε να παρακαλούν τον Θεόν δια να τελειώση τον αγώνα του και έπειτα αν του έλεγον «Καλότυχος συ, όστις μελετάς τοιούτον έργον» ή άλλο τι παρόμοιον και τον επαινούσαν, αγρίευε και άλλοτε μεν τους ύβριζε, άλλοτε δε τους απειλούσεν. Άλλοτε πάλιν, εκεί όπου έλεγε φρόνιμα και συνετά λόγια, αν αντελαμβάνετο ότι τον περιεργάζονται, άφηνε την ομιλίαν και έλεγεν άλλα αντί άλλων. Μίαν φοράν, ιδών Χριστιανόν τινα μεθυσμένον να φλυαρή, του έδωκεν ένα βαρύ ράπισμα εις το στόμα, δια το οποίον μάλιστα και μερικοί, οι οποίοι τον είχον εις εκτίμησιν, εσκανδαλίσθησαν· αυτός δε, ευρίσκων την επομένην ημέραν εκείνον τον οποίον έδειρε, του λέγει· «Εγώ είμαι Χριστιανός και ως Χριστιανός δεν έδειρα σε τον ομόπιστόν μου, αλλά έδειρα τον δαίμονα, όστις εκάθητο εις τα χείλη σου και έλεγε τα λόγια εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να λέγουν οι Χριστιανοί». Μίαν φοράν, κατά τας ημέρας του ραμαζανίου, εκάθισε κάτωθι μιας τουρκικής οικίας και εζήτησεν ύδωρ από μίαν Χριστιανήν, αφού δε το έπιεν, έλεγεν εκεί ενώπιον πολλών ανδρών, γυναικών και παιδίων ότι είναι Χριστιανός και ότι μέλλει να μαρτυρήση υπέρ Χριστού δια να καταισχύνη την τουρκικήν πίστιν και άλλα παρόμοια. Ο δε Τούρκος κύριος της οικίας, ιδών αυτόν άνωθεν να πίνη ύδωρ εις απηγορευμένην δι΄ αυτούς ώραν και να λέγη τα όσα έλεγεν, ων δε και δαιμονισμένος εκ του ραμαζανίου, ώρμησεν ως θηρίον άγριον και αρπάσας την πιστόλαν του Αγγελή από την ζώνην του τον έδερνε με την πιστόλαν όπου έφθανεν, έως ότου εχόρτασε την θηριώδη μανίαν του ο αλιτήριος· ο δε ευλογημένος Αγγελής ούτε ωμίλησε ποσώς, ούτε μετεκινήθη από το κάθισμά του, αλλ΄ ήτο «ως αμνός (άκακος) εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος» (Ησ. νγ: 7) και «ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού και … ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» (Ψαλμ. λζ: 14-15). Μετά τον σκληρόν εκείνον δαρμόν και την αναχώρησιν του ασεβούς, επήγεν εις Ιερεύς γνώριμός του και του λέγει· «Ιδού καιρός αρμόδιος να παρρησιασθής, και να είπης: Επειδή οι Τούρκοι με δέρουν και με ατιμάζουν, δεν θέλω πλέον να είμαι εις την πίστιν σας, αλλ΄ είμαι Χριστιανός ως και πρότερον και ό,τι θέλετε κάμετέ με, έτοιμος είμαι και να αποθάνω δια τον Χριστόν». Αυτά του είπεν ο Ιερεύς, ο δε μακάριος Αγγελής δεν ωμίλησεν, αλλ΄ ήγειρε την χείρα του εις τον ουρανόν, εννοών με τούτο, ότι, όταν έλθη το θέλημα του Κυρίου, τότε ας γίνη αυτό το οποίον με συμβουλεύεις. Την αυτήν ώραν εκίνησε και έκαμε μίαν ευχάριστον δοκιμήν, αν έφθασεν η ώρα και το θέλημα του Θεού. Ήτο, καθώς είπομεν, το ραμαζάνι, αυτός δε λαβών άρτον, τυρόν και οίνον επήγεν εις την θύραν του μεχκεμέ (δικαστηρίου) και απλώσας το μανδήλιόν του ως τράπεζαν εκάθησεν εκεί αμέριμνος και αφόβως ήρχισε να τρώγη και να πίνη. Εισήρχοντο δε και εξήρχοντο πολλοί Αγαρηνοί, αλλ΄ ουδείς του είπε: «Τι κάμεις εκεί, άνθρωπε; Τρώγεις και πίνεις τώρα που είναι ραμαζάνι (νηστεία) και μάλιστα με τόσην αυθάδειαν έμπροσθεν της θύρας του μεχκεμέ, ενώ είσαι Τούρκος και όπως γνωρίζεις αυτό απαγορεύεται εις τους Τούρκους;». Ουδείς, λέγω, του είπε τίποτε· όθεν ηγέρθη και πηγαίνων παρέκει, λέγει εις τινας Χριστιανούς· «Δεν ήλθεν η ώρα ακόμη». Είπομεν ανωτέρω, ότι πάντας τους Αγίους επεκαλείτο εις βοήθειαν και μάλιστα τους Μάρτυρας· είχε δε και υπερβάλλουσαν αγάπην, με πόθον διάπυρον και ευλάβειαν υπερέξοχον, προς τον εν Ιεράρχαις θαυματουργόν Άγιον Μακάριον, τον Αρχιεπίσκοπον πρώην Κορίνθου, τον εν τη Χίω διαλάμψαντα και προ ολίγων ετών δοξασθέντα παρά Θεού. Όθεν συχνά επήγαινε και έπιπτε πρηνής επάνω εις τον ιερόν αυτού τάφον και με τα δάκρυά του τον έβρεχε και με πολλά κτυπήματα της κεφαλής του εις τον λίθον του μνήματος εδέετο του Αγίου και έλεγεν· «Άγιε του Θεού, καθώς ζων ωδήγησας εις το Μαρτύριον τους Νεομάρτυρας Πολύδωρον τον Κύπριον, Θεόδωρον τον Βυζάντιον, Δημήτριον τον Πελοποννήσιον και άλλους πολλούς εξωμότας και τους έφερες εις οδόν μετανοίας, ούτω και μετά θάνατον, μάλιστα τώρα όπου μετά παρρησίας Ιεραρχικής παρίστασαι ενώπιον του θρόνου της Θείας μεγαλειότητος, ενδυνάμωσον και εμέ τον ανάξιον εις το υπέρ Χριστού Μαρτύριον και αξίωσόν με να τελειώσω θεαρέστως τον καλόν αγώνα της αθλήσεως». Εκεί όμως όπου εφαίνετο ένδακρυς και οι αναστεναγμοί του ήσαν σχεδόν ακατάπαυστοι, συγχρόνως έκαμνε και κάποιαν παραφροσύνην και εσκέπαζε την εν γνώσει αρετήν του και δεν ήξευρε κανείς τι να τον είπη, παράφρονα ή φρόνιμον; Καθώς ημέραν τινά, αφ΄ ου έκλαυσε πικρώς και έκρουσε πολλάκις την κεφαλήν του επάνω εις το ιερόν μνήμα και έτυψε το στήθος του ως ο τελώνης, τότε εζήτησε να του φέρουν ένα ορνίθιον· όθεν του το έφεραν, νομίσαντες ότι θέλει να του το ετοιμάσουν δια φαγητόν. Αφού λοιπόν το έλαβεν, επλήρωσε και έπειτα λέγει· «Ποίος είναι επιτήδειος να του κόψη την κεφαλήν με ένα κτύπημα;» Τότε νέος τις την έκοψε παρευθύς, λαβών δε ο μακάριος από την μίαν χείρα το σώμα του πτηνού, από δε την άλλην την κεφαλήν αυτού και βλέπων προς τον ουρανόν, εφώναξε με κλαυθμηράν φωνήν· «Ούτω, Χριστέ μου, να χωρισθή και η ιδική μου κεφαλή από το σώμα μου με μίαν σπαθιάν»· έπειτα έρριψε μακράν το ορνίθιον και ούτε εκείνος το έφαγεν, ούτε άλλος τις. Τούτο βλέποντες οι παρόντες όσοι μεν ηννόησαν ότι αποφασιστικά ετοιμάζεται δια τον υπέρ Χριστού θάνατον, εδάκρυσαν· όσοι δε ενόμισαν το γενόμενον παιγνίδι και αστείον, εγέλασαν. Εσύχναζε δε πολλάκις ο μακάριος Αγγελής εις εν εξωκκλήσιον και έβλεπεν εκεί πνευματικόν τινα, όστις εθαύμαζε την κατάνυξίν του, τα δάκρυά του, τους εκ βάθους στεναγμούς του, την συντριβήν της καρδίας του, την εγκράτειάν του, τους ουρανόφρονας λογισμούς του και την εν γένει διαγωγήν του. Έλεγε δε ούτος ότι «Πολλάκις έτυχεν εις την συνομιλίαν μας και έμεινεν ο άνθρωπος ώραν ικανήν ως εκστατικός. Από τα φαινόμενα εκείνα συμπεραίνω ότι εγίνετο θεόληπτος και ηρπάζετο ο νους του εις την θείαν θεωρίαν. Έπειτα με ταπεινήν φωνήν έλεγεν· «Χριστέ μου, συ γνωρίζεις όλην μου την κατάστασιν, φθάνει πλέον, φθάνει· δεν δύναμαι να ανθέξω άλλο, έως πότε να γίνη το θέλημά Σου». Εδοκίμασα πολλάκις, μας έλεγεν ο πνευματικός εκείνος, να τον κάμω να μου φανερώση μυστικόν τινα λογισμόν του πνευματικόν τι πάθημα, ήτοι θεωρίαν ή αποκάλυψιν και ευθύς μετέβαινεν εις άλλην ομιλίαν· άλλοτε έλεγε· «Τι πειράζεις ένα αμαρτωλόν και παράφρονα άνθρωπον; Πεινώ, έχεις τι να μου δώσης να φάγω;» Με τοιαύτην πεπλασμένην μωρίαν διήλθεν εδώ εις την Χίον ο θεόσοφος και θεόπνευστος Αγγελής μήνας εξ, έως ότου ήλθε του Κυρίου το θέλημα δια να παρρησιασθή, καθώς εδέετο και παρεκάλει· προτού δε να παρρησιασθή τρεις ημέρας, απεχωρίσθη από την συναναστροφήν των πολλών και περιεπάτει μόνος του, σύννους και σιωπών, εγνωρίζετο δε ότι εις μεγάλην και υψηλήν θεωρίαν ευρίσκετο. Αφού δε ωμολόγησεν ότι εχλευάσθη και εγελάσθη υπό του δολίου δαίμονος και εγνώρισε την ανθρωπίνην ασθένειαν και μετενόησε καλώς και έκλαυσε πικρώς την άρνησίν του ως ο Πέτρος και κατασυνετρίβη από τα κτυπήματα και επεκρέμασεν όλην την ελπίδα του εις τον Θεόν, τότε και ο Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι, τον ηξίωσε του ποθουμένου. Ο δε τρόπος, με τον οποίον εισήλθεν εις το στάδιον του Μαρτυρίου, ηκολούθησεν ως εξής: Ημέραν τινά επήγε κρυφίως εις ένα Χριστιανόν και εξύρισε τα γένεια του, έπειτα ήλθεν εις το τελωνείον και εκεί βλέποντες αυτόν οι Αγαρηνοί χωρίς γένεια, τον ηρώτησαν· «Τι είναι αυτό το σημείον; Που είναι τα γένεια σου; Πως τα εξύρισες;» Αυτός δε ο μακάριος χαμογελών απεκρίθη· «Εν όσω ήμην Τούρκος, τα είχον, επειδή τα έχουν οι Τούρκοι εις τιμήν, τώρα δε όπου είμαι Χριστιανός, καθώς ήμην και πρότερον, τα έκοψα ως περιττά και άχρηστα, επειδή εις τον τόπον τούτον δεν συνηθίζουν οι Χριστιανοί να έχουν γένεια». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι εδοκίμασαν πρώτον εντός του τελωνείου με διαφόρους τρόπους να τον διορθώσουν τάχα, αλλ΄ όσον εκείνοι έπασχον να μεταβάλουν την γνώμην του, τόσον αυτός μετά παρρησίας και ελευθερίας και αφοβίας εκήρυττεν ότι είναι Χριστιανός και ηρνείτο την ιδικήν των θρησκείαν ως ψευδή και ανυπόστατον. Ανήγγειλαν τότε οι Τούρκοι τα γενόμενα εις τον διοικητήν, όστις έστειλε και τον συνέλαβον εντός της πόλεως. Έτυχε δε να είναι τότε η ώρα κατά την οποίαν τα πλήθη των Αγαρηνών συνήρχοντο δια να προσκυνήσουν εις το τζαμίον, το οποίον είναι πλησίον του τελωνείου. Ηθέλησαν λοιπόν αυτοί να τον αναβιβάσουν βιαίως επάνω εις το τζαμίον και τότε βλέποντες το πλήθος ότι δεν ήθελεν, ώρμησαν επάνω του πολλοί ως άγρια θηρία και άλλοι σύροντες έμπροσθεν, άλλοι ωθούντες όπισθεν, άλλοι δέροντες άσπλαγχνα, όπου έφθανεν έκαστος, τον εβίαζον να τον αναβιβάσουν, εκείνος δε ο αοίδιμος εφώναζε· «Θανατώσετέ με ταύτην την ώραν, δεν αναβαίνω εις το τζαμίον, επειδή είμαι Χριστιανός». Τον έφεραν λοιπόν εντός της πόλεως και τον έβαλον σιδηροδέσμιον εις σκοτεινήν φυλακήν. Τι του έκαμον και πως τον εβασάνισαν την νύκτα εκείνην, δεν είναι γνωστόν· πολλά λέγονται, πλην ουδέν εξ αυτών γράφομεν, διότι δεν γνωρίζομεν επακριβώς την αλήθειαν· όθεν λέγομεν μόνον τα ακόλουθα της διηγήσεως. Την επομένην ημέραν τον εξέβαλον από την σκοτεινήν φυλακήν της πόλεως και τον έφεραν εις το διοικητήριον· εκεί γενομένης συνελεύσεως των αγάδων, παρεστάθη ο Μάρτυς της αληθείας εις δευτέραν εξέτασιν, όσα όμως και αν του είπον, κολακευτικά και απειλητικά, δεν εστάθησαν ικανά να μεταβάλουν την γνώμην του· όθεν τον εφυλάκισαν πάλιν και έβαλον τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον. Την ακόλουθον ημέραν, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, τον έβγαλαν αντίκτυ του κονακίου εις τόπον λεγόμενον Βουνάκι και καθώς είχε ζητήσει και έκοψαν με ένα κτύπημα την κεφαλήν του ορνιθίου, και καθώς μετά δακρύων είχε παρακαλέσει ειπών· «Ούτω, Χριστέ μου, να κοπή με μίαν σπαθιάν και η ιδική μου κεφαλή», ούτω και εγένετο. Διότι ευθύς με την πρώτην σπαθιάν απετμήθη η πάντιμος αυτού κεφαλή και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον, εν έτει 1813, Δεκεμβρίου 3 και τότε «απεκαλύφθησαν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β: 35) και όλοι επληροφορήθησαν και εβεβαιώθησαν, ότι ούτε υποχονδριακός ήτο, ούτε παράφρων, αλλ΄ ήτο άνθρωπος φρόνιμος, συνετός, θεόφρων και όλα εκείνα τα έκαμνε θεληματικώς, καθώς το πάλαι ο μακάριος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός. Έμεινε δε το μαρτυρικόν σώμα εις τον τόπον της καταδίκης τρία ημερονύκτια και συνέτρεχον εις την αγίαν θεωρίαν του σεβασμιωτάτου προσώπου του (διότι κατά αλήθειαν πολλήν σεβασμιότητα είχε και Χάριν θείαν) τα πλήθη των Χριστιανών, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, Ιερείς και λαϊκοί και όσοι ηδυνήθησαν έλαβον εξ αυτού, με δόσιν χρημάτων, άλλος τρίχας, άλλος ένδυμα, άλλος τεμάχιον λειψάνου και άλλος αίμα εις αγιασμόν των. Μερικοί δε και χιλιάδες γρόσια επεσχέθησαν και μεσίτας έβαλον δια να αγοράσουν και το άγιον σώμα· και συγκατένευσαν μεν οι Τούρκοι να το δώσουν, αλλά κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος δεν ηξιώθησαν του ποθουμένου· επειδή την ώραν εκείνην ώρμησεν εις Ιερεύς και αρπάσας την αγίαν του κάραν, την ησπάζετο έμπροσθεν των Αγαρηνών. Εκ τούτου σκληρυνθέντες εκείνοι, ήγειραν παρευθύς το άγιον λείψανον ομού και το χώμα όπερ ήτο υποκάτω αυτού και το έρριψαν εις την θάλασσαν εις βάθος 25 οργυιών, εδοκίμασαν δε την νύκτα τινές φιλομάρτυρες να το εκβάλουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Τοιαύτη εστάθη η προ του Μαρτυρίου ζωή και πολιτεία του αοιδίμου Αγγελή, ως ηκούσατε· χριστιανική δηλονότι και ευαγγελική, αλλά με το να μη εφύλαξε την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου, την λέγουσαν· «Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση» (Α΄ Κορ. ι: 12)· με το να είχε το θάρρος του εις τον εαυτόν του· και με το να μη εδέχθη άλλου τινός την συμβουλήν, έπεσε πτώμα ελεεινόν. Ο δε προγνώστης Θεός, προγινώσκων τα μέλλοντα, παρεχώρησε προς ολίγον δια να τον ταπεινώση, (διότι κατά τους θείους Πατέρας καλλίτερα έχει ο Θεός αμαρτωλόν ταπεινόν, παρά δίκαιον υπερήφανον)· αφ΄ ου δε, ως είπομεν, εταπεινώθη και μετενόησε και όλην του την ελπίδα επεκρέμασεν εις την θείαν βοήθειαν, τότε όχι μόνον εκ του πτώματος της αρνήσεως τον ηνώρθωσεν, αλλά και εις το ύψος της μαρτυρικής δόξης τον ανύψωσε. Τώρα ένα τοιούτον Μάρτυρα, όπως είναι ο μακάριος Αγγελής, τις αμφιβάλλει και τις δεν τον ομολογεί όντως θείον Μάρτυρα και μαρτυρικής τιμής άξιον; Νομίζω ουδείς, εκτός μόνον εάν είναι κανείς κακοπροαίρετος ή αμαθής και δεν γνωρίζει την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν. Δεν εορτάζει και μαρτυρικώς δοξάζει η Εκκλησία τον Πέρσην Ιάκωβον; Δεν κηρύττει Μάρτυρας τον Παγχάριον, τον Μείρακα, το πλήθος εκείνο των Χριστιανών, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων εξώμοσαν και έπειτα από νουθεσίαν του Μεγαλομάρτυρος Κοδράτου ωμολόγησαν πάλιν τον Χριστόν και απέθανον εν τη ομολογία της Πίστεως; Δεν υπάρχουν τοιαύτα παραδείγματα πάμπολλα εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν; Όντως λοιπόν Μάρτυρες παναληθέστατοι είναι ούτοι άπαντες οι αρνηθέντες και έπειτα μαρτυρήσαντες, ομού δε με αυτούς και ο σήμερον εορταζόμενος Νέος Μάρτυς Αγγελής και μαρτυρικής τιμής είναι όλοι άξιοι. Πρέπει λοιπόν και ημείς να τους τιμώμεν, διότι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή απόδειξιν έχει της προς τον κοινόν Δεσπότην ευνοίας· πρέπει, λέγω, να τους τιμώμεν και να τους εορτάζωμεν, εξαιρέτως δε τον θείον Αγγελήν, του οποίου την λαμπράν μαρτυρίαν με τους οφθαλμούς μας είδομεν και πολιούχον και προστάτην και έφορον και προς Θεόν μεσίτην ηξιώθημεν να τον έχωμεν· ου ταις αγίαις πρεσβείαις προς Κύριον ρυσθείημεν των επικειμένων δεινών και των επερχομένων και αξιωθείημεν των μελλόντων αγαθών της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου